ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ


  Προφήτης Ζαχαρίας
 
Ο Προφήτης Ζαχαρίας είναι ο ενδέκατος της σειράς των μικρών λεγομένων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από το γένος του Ισραήλ και τη φυλή του Λευΐ. Γεννήθηκε στην πόλη Γαλαάδ της Παλαιστίνης κατά την περίοδο της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας και το όνομά του σημαίνει, στην ελληνική γλώσσα, μνήμη Θεού, εκείνον δηλαδή τον οποίο ο Θεός ενθυμείται. Ήταν γιος του Βαραχίου και εγγονός του Αδδώ. Ο Ζαχαρίας, ήταν αυτός που με τον προφήτη Αγγαίο, διήγειραν τους Ιουδαίους, όταν αυτοί το 537 με 536 π.Χ. επέστρεψαν στην Ιουδαία, να ανοικοδομήσουν το ναό της Ιερουσαλήμ. Υπάρχει η άποψη, ότι ο προφήτης Ζαχαρίας ανήκε σε Ιερατικό γένος και ήταν ιερεύς και ο ίδιος. Κατά την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Ζαχαρίας και ο Αγγαίος ήταν μέλη της Μεγάλης Συναγωγής, η οποία ώρισε τον Κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ασχολήθηκαν δε και με την τακτοποίηση της ιεράς λειτουργίας, και συνέθεσαν ή αναθεώρησαν ψαλμούς. Ο Ζαχαρίας προφήτευσε την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ για την Κυριακή των Βαΐων, και για το ποσό που πλήρωσαν οι Αρχιερείς στον Ιούδα σαν τίμημα για την προδοσία του Διδασκάλου. Ο Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας και ενταφιάσθηκε κοντά στον τάφο του Προφήτη Αγγαίου. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 μ.Χ.) έκτισε ναό αφιερωμένο στον Προφήτη Ζαχαρία στη μονή της Αγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, επίσης, του Προφήτου υπήρχε στο βουνό του Αυξεντίου, σε τόπο όπου καλείτο «Θέατρο». Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Προφήτη Ζαχαρία στις 8 Φεβρουαρίου.
 
http://www.saint.gr

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

 Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης
 
O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Ευχάϊτα της Γαλατίας και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Εύξεινου Πόντου. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, διακρίθηκε για την γενναιότητά του και γρήγορα προήχθη στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αθλητής γενναιότατος ο Θεόδωρος, ήταν συγχρόνως και υπόδειγμα σεμνότητας όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο Χριστιανό.

Όταν το 320 μ.Χ. ο Λικίνιος διέτριβε στη Νικομήδεια, άκουσε περί του Θεοδώρου ότι είναι Χριστιανός και βδελύσσεται τα είδωλα. Αμέσως απέστειλε στην Ηράκλεια ανώτερους αξιωματούχους, για να τον συνοδεύσουν με τιμή στη Νικομήδεια. Αλλά ο Θεόδωρος διεμήνυσε διά των ιδίων απεσταλμένων στον Λικίνιο, ότι για πολλούς λόγους η παρουσία του στην Ηράκλεια ήταν συμφέρουσα και τον προέτρεπε να μεταβεί εκεί. Αποδεχθείς την πρόταση ο Λικίνιος μετέβη στην Ηράκλεια, όπου τον προϋπάντησε με λαμπρότητα ο Θεόδωρος, προς τον οποίο ο Λικίνιος άπλωσε το χέρι, ελπίζοντας ότι διά του Θεοδώρου θα προσείλκυε τους Χριστιανούς στη θρησκεία των ειδώλων. Κάποια ημέρα, ενώπιον του λαού, ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων. Για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και αμέσως άρχισαν να τον υποβάλλουν σε πολυειδείς τιμωρίες. Τον κτυπούσαν, έκαιγαν και έγδερναν το σώμα του Μάρτυρος. Στην συνέχεια οι δήμιοι τον σταύρωσαν και διαπέρασαν τα πόδια, τα χέρια και τα κρυφά μέλη του διά περόνης, τόξευσαν το πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκχυθούν τα μάτια του και τον άφησαν επάνω στον σταυρό. Ο Λικίνιος, φοβούμενος την οργή του όχλου, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι ο φόβος παρεχώρησε την θέση του στη χαρά και η λύπη και ο κόπος στην ανάπαυση.
Το σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στις 8 Ιουνίου, από την Ηρακλεία στο προγονικό κτήμα του Αγίου, στα Ευχάιτα, κατά την επιθυμία του Αγίου την οποία εξέφρασε προ της εκτομής αυτού στον γραμματέα του Ούαρο. Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 8 Ιουνίου την ανακομιδή των λειψάνων του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Θεοδώρου στις 8 Φεβρουαρίου.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης 

O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Ευχάϊτα της Γαλατίας και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Εύξεινου Πόντου. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, διακρίθηκε για την γενναιότητά του και γρήγορα προήχθη στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αθλητής γενναιότατος ο Θεόδωρος, ήταν συγχρόνως και υπόδειγμα σεμνότητας όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο Χριστιανό.

Όταν το 320 μ.Χ. ο Λικίνιος διέτριβε στη Νικομήδεια, άκουσε περί του Θεοδώρου ότι είναι Χριστιανός και βδελύσσεται τα είδωλα. Αμέσως απέστειλε στην Ηράκλεια ανώτερους αξιωματούχους, για να τον συνοδεύσουν με τιμή στη Νικομήδεια. Αλλά ο Θεόδωρος διεμήνυσε διά των ιδίων απεσταλμένων στον Λικίνιο, ότι για πολλούς λόγους η παρουσία του στην Ηράκλεια ήταν συμφέρουσα και τον προέτρεπε να μεταβεί εκεί. Αποδεχθείς την πρόταση ο Λικίνιος μετέβη στην Ηράκλεια, όπου τον προϋπάντησε με λαμπρότητα ο Θεόδωρος, προς τον οποίο ο Λικίνιος άπλωσε το χέρι, ελπίζοντας ότι διά του Θεοδώρου θα προσείλκυε τους Χριστιανούς στη θρησκεία των ειδώλων. 

Κάποια ημέρα, ενώπιον του λαού, ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων. Για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και αμέσως άρχισαν να τον υποβάλλουν σε πολυειδείς τιμωρίες. Τον κτυπούσαν, έκαιγαν και έγδερναν το σώμα του Μάρτυρος. Στην συνέχεια οι δήμιοι τον σταύρωσαν και διαπέρασαν τα πόδια, τα χέρια και τα κρυφά μέλη του διά περόνης, τόξευσαν το πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκχυθούν τα μάτια του και τον άφησαν επάνω στον σταυρό. Ο Λικίνιος, φοβούμενος την οργή του όχλου, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι ο φόβος παρεχώρησε την θέση του στη χαρά και η λύπη και ο κόπος στην ανάπαυση.

Το σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στις 8 Ιουνίου, από την Ηρακλεία στο προγονικό κτήμα του Αγίου, στα Ευχάιτα, κατά την επιθυμία του Αγίου την οποία εξέφρασε προ της εκτομής αυτού στον γραμματέα του Ούαρο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 8 Φεβρουαρίου και στις 8 Ιουνίου την ανακομιδή των λειψάνων του.

http://www.saint.gr

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Ὅσιος Παρθένιος, Ἐπίσκοπος Λαμψάκου 

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος καταγόταν ἀπὸ κάποια κωμόπολη τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ διακόνου τῆς Ἐκκλησίας Μελιτοπόλεως Χριστοφόρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. 

Ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία προέκοπτε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἁλίευσε τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ ἦταν ψαράδες, τὸν ἔκανε νὰ ἀγαπήσει τὴν ἁλιεία. Καὶ ὅταν ἔριχνε τὰ δίχτυα στὴν Ἀπολλωνιάδα λίμνη ἢ τὰ ἀνέσυρε γεμάτα ψάρια, αἰσθανόταν ὅτι ἐργαζόταν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοιάρια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἢ τοῦ Ἰωάννου. 

Τὰ χρήματα ποὺ εἰσέπραττε ἀπὸ τὴν πώληση τῶν ψαριῶν δὲν τὰ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τὰ μοίραζε στοῦ πτωχοὺς ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν τὸν εὐχαριστοῦσαν ἐκεῖνος ἔλεγε: «Διατὶ μὲ εὐχαριστεῖτε; Δὲν ἔχω καμία τέτοια ἀξίωση. Μήπως εἴμαστε ξένοι; Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδελφοί. Τί δὲ ἁπλούστερο καὶ φυσικότερο ἀπὸ τὸ νὰ βοηθᾶ ἀδελφὸς τοὺς ἀδελφούς;» 

Γιὰ τὴν ἐνάρετη αὐτοῦ παρουσία ὁ Ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ἡ Φιλητός) τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Ἀργότερα ὁ Ἐπίσκοπος Κυζίκου Ἀχίλλιος (ἢ Ἀσχόλιος) τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Λαμψάκου. 

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ εὐσέβεια ποὺ ἔκρυβε στὴν ψυχή του ἦταν τόσο πολὺ μεγάλη, ὥστε ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύει κάθε εἴδους ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ προσφεύγουν σὲ αὐτὸν ἰδιαίτερα οἱ πάσχοντες ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο τοῦ καρκίνου. Ὁ Ἅγιος ἦταν ὁ πρᾶος, ὁ ὑπομονετικός, ὁ φιλόξενος, ὁ μακρόθυμος, ὁ ἄγγελος τῆς ὁμόνοιας, ὁ ἐνθαρρύνων τοὺς μετανοοῦντες, ὁ πρόθυμος γιὰ τὸ ποίμνιό του.

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τμῆμα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Μακρυμάλλη, τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Ροβελίστας Άρτας και Κύκκου Κύπρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου στις 7 Φεβρουαρίου. 

http://www.saint.gr

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΦΩΤΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Άγιος Φώτιος ο Μέγας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Ο Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ (842 - 867 μ.Χ.), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867 - 886 μ.Χ.) και ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912 μ.Χ.), υιός του Βασιλείου. Γεννήθηκε το 810 μ.Χ. (κατά άλλους το 820 μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων. Οι γονείς ήταν ο Άγιος Σέργιος (βλέπε 13 Μαΐου) και Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 - 842 μ.Χ.). Ο Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου (784 - 806 μ.Χ.) και περιπομπεύθηκε δέσμιος από το λαιμό ανά τις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία του και εξορίσθηκε μετά της συζύγου του και των παιδιών του σε τόπο άνυδρο, όπου από τις ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής. 

Ο ιερός Φώτιος διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ., ο ιερός Φώτιος, ο οποίος διακρινόταν για την αγιότητα του βίου του και την τεράστια μόρφωσή του. Η χειροτονία του εις Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 μ.Χ. υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της ιεροσύνης. 

Ο ιερός Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο ναό των Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως και του αφορισμού.

Ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την αναζωπύρωση της ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των ορθοδόξων λαών από εισαγωγές εθίμων ξένων προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητος και της πνευματικής τους ζωής. Διότι γνώριζε ότι ο μέγιστος εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας και η αλλοίωση του ήθους του. Ο ιερός Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του ιερού Χρυσοστόμου, αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από αυτή στο θέμα της χρήσεως των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως ιεραποστόλων. Επί ημερών του εκχριστιανίσθηκε το έθνος των Βουλγάρων, το οποίο μυσταγώγησε προς την αμώμητη πίστη του Χριστού και το αναγέννησε με το λουτρό του θείου Βαπτίσματος. 

Ο ιερός Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς. 

Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον ιερό Φώτιο, είτε στην βιβλιοθήκη, επιδιδόμενο σε μελέτες, είτε ως καθηγητή της φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης της Μαγναύρας σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων, είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιότατο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου πίστεως, της «ἀποστολικῆς τὲ καὶ πατρικῆς παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της πατερικής διδασκαλίας αυτού. 

Η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού.

Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: η αναγέννηση, ένωση, μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.

Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.

Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το μυστήριο της πίστεως.

Η ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική προσευχή του Ιησού ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την αποστολικότητα. Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία είναι αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της αποστολικής ιδιότητας και διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην αποστολική παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος.

Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στην εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που αποτελεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το γερμανοφραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών.

Γι' αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.

Η δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ', στις 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με κρίση στην Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα στοςυ «Ιγνατιανούς». Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το θύμα αυτής της νέας πολιτικής σκοπιμότητας του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε τον Άγιο Φώτιο και αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Αγίας Σοφίας, αναθεμάτισε τον Άγιο Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ιερός Φώτιος καθ' όλη την διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των αντιπροσώπων του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε να μετανοήσουν και αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη συνέχεια εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών, Φωτίου και Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου του 877 μ.Χ., επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι το έτος 886 μ.Χ. κατά τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό.

Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
 

Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Διονυσίου, Ξενοφώντος Αγίου Όρους και Κύκκου Κύπρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Φωτίου στις 6 Φεβρουαρίου.

http://www.saint.gr

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ- ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, ῥύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· Χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τό καύχημα.

ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ Η ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ

Αγία Αγάθη η Παρθενομάρτυς 

Η Αγία Αγάθη, καταγόταν από το Παλέρμο ή την Κατάνη της Σικελίας. Έζησε και μεγαλούργησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου (249 - 251 μ.Χ.). Η οικογένειά της διέθετε τεράστια περιουσία, η δε Αγία διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά αλλά και για το ήθος, τις αρετές και τη μεγάλη της πίστη. 

Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, μένει ορφανή και μοναδική κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας των γονέων της και τότε αναδείχθηκε η υπέροχη προσωπικότητα της Αγάθης. Αγνοώντας τις προσκλήσεις και τις κολακείες του κόσμου, διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς βοηθώντας όλους όσους είχαν ανάγκη. 

O Θεός όμως έκρινε ότι η Αγία έπρεπε να δοκιμαστεί περισσότερο. O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, να την πείσει να τον παντρευτεί. Η Αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι' αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια και μάλιστα δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε της τιμής του μαρτυρίου. Παρέδωσε το πνεύμα της το 251 μ.Χ. μετά από φρικτά βασανιστήρια και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, λαμβάνοντας έτσι το στέφανο του μαρτυρίου. 

Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου (Σικελία). Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β' (976 - 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η' (1025 - 1028 μ.Χ.). 

Η Κάρα της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Αγ. Παύλου Αγίου Όρους. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στις Μονές Προυσού Ευρυτανίας και Λουκούς Άστρους Κυνουρίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη της Αγίας στις 5 Φεβρουαρίου. 

http://www.saint.gr

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΑΒΡΑΜΙΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Άγιος Αβράμιος ο Ιερομάρτυρας
 
Ο Άγιος Αβράμιος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και ήταν Επίσκοπος της Περσικής πόλεως Αρβήλ (τα αρχαία Άρβηλα, πόλη της ΑΑσσυρίας (Μεσοποταμίας), βρισκόταν γύρω στα 90 χιλ. νοτιονατολικά της Μοσσούλης κοντά στα Ιρακινοπερσικά σύνορα. Τώρα ανήκει στο Ιράκ και ονομάζεται Ερμπίλ) επί βασιλέως Σαβωρίου. Κατά το πέμπτο έτος του διωγμού κατά των Χριστιανών, ο οποίος έγινε στην Περσία, ο Άγιος συνελήφθη από τον αρχιμάγο του βασιλέως που ονομαζόταν Αδελφωράς. Ο ειδωλολάτρης αρχιμάγος τον πίεζε, με απειλές και υποσχέσεις να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτόν: «Άθλιε και ταλαίπωρε, πως δεν φοβάσαι προτρέποντάς με να πράξω κάτι που δεν πρέπει; Νομίζεις ότι είναι φυσικό να αρνηθώ τον Δημιουργό και να προσκυνήσω το κτίσμα και δημιούργημά Του;».
Η στάση του Αγίου εξόργισε τον άρχοντα, ο οποίος έδωσε εντολή να τον μαστιγώσουν με ράβδους γεμάτους ρόζους. Όση ώρα τον κτυπούσαν ο Άγιος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία, δεν ξέρουν τι κάνουν». Και σε κάθε ένα βασανιστήριο επικαλείτο τον Χριστό και έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθα εμένα τον δούλο σου, επειδή σε εσένα πιστεύει η ψυχή μου». Μόλις είδε αυτό ο αρχι-μάγος διέταξε τον διά ξίφους αποκεφαλισμό του Αγίου Αβραμίου. Έτσι ο Άγιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 4 Φεβρουαρίου.
 
http://www.saint.gr 

ΟΣΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ

 Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
 
O Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το 360 μ.Χ. από γονείς θεοφιλείς, και ήταν συγγενής των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 - 412 μ.Χ.) και Κυρίλλου Α' (412 - 444 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία έλαβε μεγάλη και θαυμαστή θεολογική και φιλοσοφική γνώση. Στην αρχή εργάσθηκε ως διδάσκαλος και κατηχητής της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Επιζητώντας όμως την ησυχία για να δύναται να ασχοληθεί με το έργο της ζωής του, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι στο όρος Πηλούσιο, γι' αυτό έλαβε και το όνομα Πηλουσιώτης. Αργότερα δέχεται την πρόταση να γίνει ιερέας και στη συνέχεια εκλέγεται πανηγυρικά ηγούμενος στο μοναστήρι του.
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία. Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44). Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές. Εκοιμήθη ειρηνικά το 440 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου στις 4 Φεβρουαρίου.
 
http://www.saint.gr