Τίποτε. Ο άνθρωπος που δεν θα σκεφθεί την φυγή κάποτε, ακόμη και με την ειδική έννοια του μοναχισμού, σημαίνει ή ότι είναι άρρωστος ή ότι ουδέποτε ουσιαστικά απησχολήθη με την ψυχή του.
Κάποιος που θα απασχοληθεί έστω και επί πέντε λεπτά με τον Θεόν, να είσθε βέβαιες ότι το πιο πολύ διάστημα των πέντε λεπτών θα είναι σκέψεις να πάει στο μοναστήρι. Έτσι είναι.
Είναι η ψυχή που σκέπτεται, είπαμε, τον εαυτόν της, αγαπά την άνεσή της και εκεί ευρίσκει την άνεσή της να επικοινωνήσει με Αυτόν τον οποίον ζητεί, που θέλει να τον ανακαλύψει, τον Θεόν δηλαδή.
Τελικώς, μπορεί να αρνηθεί αυτήν την φυγή την τοπική. Δεν θα αρνηθεί όμως, εφ’ όσον θα συνεχίσει να ζει ζωή ανάγουσα εαυτήν, δεν θα αποφύγει την φυγή την ουσιαστική , την φυγή την τροπική, την φυγή την βιοτική.
Μπορεί να ζήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός με μίαν τροπική φυγή; Μπορώ να ζήσω μέσα στον κόσμο αυτόν, να ζήσω μία ζωή σαν αυτή που λέμε τώρα;
Οπωσδήποτε μπορώ, μονάχα, όπως λέγει ένας Πατήρ πολύ ωραία, «δυνατόν μεν ουν αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας». Το λέγει για κάτι το παρεμφερές. Οπωσδήποτε, «αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας».
Επομένως, όπως βλέπετε, η απομόνωσις, η ερημία δεν είναι κάτι που γίνεται δια τον Θεόν. Δεν έχει αξία το θέμα, αν θα είμαι στο μοναστήρι ή θα είμαι στον κόσμο. Έχει αξία για μένα. Εξυπηρετεί το εγώ μου, την τάση της ιδικής μου ευκολίας, της ανέτου δρομής μου, του τρεξίματός μου προς τον Θεόν.
Εφ’ όσον έχω μίαν κάποιαν οιασδήποτε μορφής ξενιτεία – ουσιαστική ή μερική –, αποξενούμαι από τους ανθρώπους νοιώθοντας κάπως τον Θεόν.
Αυτή η ανάγκη της αποξενώσεώς μου, η αρχική αποξένωσις, η αρχική ξενιτεία, η αρχική απομόνωσις από τους ανθρώπους με κάνει να νοιώσω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ έτσι. Χρειάζομαι τον Θεόν. Τον Θεόν δεν τον έχω ακόμη. Οπότε οδηγούμαι στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού.
Θυμάσθε το προηγούμενο στάδιο: η αίσθησις της γυμνότητος με οδηγεί στην μετάνοια. Με κάνει να θελήσω την μετάνοια. Ακόμη όμως ούπω μετάνοια. Προχωρώ στην επιστρεπτική και κυκλική τάση. Αυτή η τάση με οδηγεί στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Αλλά ακόμη ούπω ζήτησις Θεού. Ακόμη δεν μετενόησα.
Πώς θα ζητήσω τον Θεόν;
Είναι, βλέπετε, ο αγώνας της ψυχής, είναι το τιτάνιο αυτό πάλαισμα, το οποίο έχει αρχίσει να κάνει, για να ξαναμπεί πάλι στον παράδεισο. Το επιποθώ, προχωρώ, νίκησα την δυσκολία εκείνη αν θα ντυθώ με φύλλα συκής και θα κρυφθώ ή θα πω: «Θεέ μου, γυμνός είμαι. Ήμαρτον σε σένα. Σε θέλω».
Το ξεπέρασα, προχωρώ. Συλλαμβάνω τώρα πλέον, κυοφορώ την έννοια πλέον της ζητήσεως του Θεού.
Τι θα κάνω;
Είμαστε τώρα δύο: εγώ και ο Θεός. Εγώ και ο Θεός είμεθα μακριά ακόμη. Έχω αμαρτήσει, έχω χωρισθεί από τον Θεόν, αλλά εγώ ζητώ τον Θεόν. Ο Θεός με αγαπά και ζητεί εμένα. Έχομε, λοιπόν, μίαν – από διαφορετικό πόλο – ροπή του Θεού προς εμένα και εμού προς τον Θεόν.
Εγώ τι μπορώ να κάνω για τον Θεόν; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ακόμη ούτε να τον ζητήσω μπορώ, ακόμη ούτε να μετανοήσω μπορώ.
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αυτό που το λέμε σήμερα εμείς αγώνα. Αλλά, αν το αγώνας δεν σημαίνει τίποτε, ας το ονομάσουμε πιο σωστά άσκησις.
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι η άσκησις, ανάλογα με τον τόπο μου, με τον τρόπο της ζωής μου, με την ψυχοσύνθεσή μου, με τις δυνάμεις μου, με την χωρητικότητά μου, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της ψυχής μου και τις προδιαθέσεις της.
Ανάλογα με την ιστορία μου, με την κληρονομικότητά μου, ανάλογα με τις δωρεές τις οποίες έχω. Πάντως οπωσδήποτε η άσκησις.