Ἡ
«θεολογία τοῦ προσώπου» εὐθύνεται διὰ τὴν ἀμηχανίαν
τῶν
Ἱεραρχῶν
Γράφει
ὁ κ. Παῦλος
Τρακάδας, θεολόγος
Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ἡ
Ἐκκλησία κατὰ τὴν παροῦσαν κρίσιν, ποὺ δὲν εἶναι ὑγειονομικὴ ἀλλὰ πνευματικὴ εἰς
τὴν βάσιν της, ὅπως κάθε κρίσις, δὲν εἶχεν ἀπάντησιν ἐπὶ τῆς οὐσίας. Δὲν ἐγνώριζε
τί νὰ εἴπη. Πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι ἐδήλωσαν τὴν ἀμηχανίαν των, ὅτι ὁ ἰὸς
τοὺς εὗρεν «ἐν ὑπνώσει». Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχει μία ἑνιαία φωνή. Εὐτυχῶς,
ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τουλάχιστον ἔθεσε τεῖχος ἔστω εἰς τὴν Θείαν Μετάληψιν, καθ’
ἥν στιγμὴν ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι εἴτε ἐδήλωναν ἄγνοιαν εἴτε ἐμφανῶς παρεδέχοντο
ὅτι ἡ Θεία Μετάληψις μεταδίδει νοσήματα!
Ὡστόσον, αὐτὴ
ἡ στάσις τῆς ΔΙΣ δὲν περιέσωσε τὸ Μυστήριον τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἔβλαψεν,
ἀποκόπτουσα τὴν Θείαν Μετάληψιν ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν, τὸν ἐκκλησιασμόν. Πιστοὶ
ἐλάμβανον τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου μὴ συμμετέχοντες εἰς τὴν ἱερουργίαν αὐτοῦ,
παρὰ τὴν σαφῆ εὐχὴν τοῦ τελοῦντος ἱερέως «καὶ κατάπεμψον τῷ Ἁγίῳ Σου Πνεύματι ἐφ’
ΗΜΑΣ καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα». Μία ἐπανάληψις λέξεων χωρὶς νόημα τελικά;
Πῶς θὰ προσλάβωμεν τὰ Τίμια Δῶρα, ἂν δὲν μεταποιηθῶμεν ἐμεῖς; Τί εἴδους «Δεῖπνον»
εἶναι ἐκεῖνο, ὅταν δὲν καθήμεθα εἰς «τράπεζαν», ἀπολαμβάνοντες τὸ πνευματικὸν «προδόρπιον»
καὶ ἔπειτα τὸ «ἐπιδόρπιον» συνευωχούμενοι μετὰ τῶν «ἐνχριστωμένων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ
στεκόμεθα εἰς τὴν θύραν τοῦ «ἑστιατορίου» καταπίνομεν ταχέως τὸ παραγγελθὲν προϊὸν
καὶ ἀποχωροῦμεν, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν πλησίον καὶ ἄγευστοι «ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος»,
ἀφοῦ δὲν τὸν ὡμολογήσαμεν κατὰ τὴν προτροπὴν «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ
ὁμολογήσωμεν»; Δὲν εἶναι αὐτὸ εἶδος ἐκπληρώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου «χξστ΄»
(=«Χριστὸς Ξένος Σταυροῦ», συμφώνως πρὸς κάποιους ἑρμηνευτὰς), ἀφοῦ εἴμεθα «ξένοι
Σταυροῦ», καθὼς δὲν μετείχομεν εἰς τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου κατὰ
τὴν Θείαν Λατρείαν;
Εἶναι ὑγειονομικὴ ἢ πνευματικὴ
ἡ παροῦσα κρίσις;
Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπροβλημάτισε
τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ποὺ ἐξέδιδεν ἀνακοινωθέντα «περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων», ἀλλὰ
ὄχι καθαγιασμένων, διότι δὲν ἰσχύουν οἱ καθαγιασμοί, ἐάν… δὲν ἐκδοθῆ ΦΕΚ(!), διὰ
νὰ παραλλάξωμεν ὀλίγον λόγους ποὺ εἶχαν ἀναφερθῆ πρὸ καιροῦ περὶ «ἀφορισμοῦ» τοῦ
Πρωθυπουργοῦ. Διατί ὅμως δὲν τὴν ἐπροβλημάτισαν; Κατὰ τὴν περίοδον τῶν μνημονίων
ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐπανελάμβανεν ὅτι ἡ κρίσις εἶναι πνευματικὴ καὶ ὄχι ὑλική;
(Ἐννοοῦσε ὅτι ἐγκαταλείψαμεν τὰς ἀξίας μας, μὴ ὅμως τονίζουσα τὴν βαθυτέραν αἰτίαν:
κάθε κρίσις εἶναι πνευματική, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὸν ὄν, ὄχι μόνον χῶμα).
Διατί δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τώρα; Ἑρμηνεῖαι ποὺ ἀποδίδουν τὴν σιωπὴν εἰς ἐκβιασμοὺς
τοῦ κράτους ἔναντι Ἱεραρχῶν, περιέχουν δόσεις ἀληθείας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἀναζητήσωμεν
τὴν ἄκρην τοῦ θεολογικοῦ νήματος. Μήπως καὶ τώρα κατὰ τὴν «ὑγειονομικὴν» κρίσιν
δὲν ἐγκατελείψαμεν ὄχι μόνον τὰς ἀξίας μας, ἀλλὰ κάθε τί ποὺ μᾶς πραγματώνει ὡς
ἀνθρώπους; Ἡ ἀπεμπόλησις ὄχι μόνον δημοκρατικῶν δικαιωμάτων διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν
«θρησκευτικῶν ἀναγκῶν», ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδίας τῆς Λατρείας δὲν σημαίνει κατάργησιν
τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου; Ἡ λατρεία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μᾶς θυμίζει, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν
πρᾶξιν μᾶς μεταμορφώνει εἰς… ἀνθρώπους, διότι ἄνθρωπος δὲν σημαίνει ἁπλὰ μία βιολογικὴ
ὕπαρξις, ὅπως τὸ ζῶον, ἀλλὰ μία εἰς τὸ διηνεκές, αἰωνία κατὰ χάριν ζωὴ ἐν Χριστῷ.
Ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμηθῶμεν
ὅτι τόσα χρόνια μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον τὸ σύνθημα τῆς ἀνθρωπότητος ἦτο «ὄχι
ξανὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως», διότι εἰς αὐτὰ συνέβαινε κάτι χειρότερον ἀπὸ τὸν
ἴδιον τὸν πόλεμον. Εἰς τὴν μάχην ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπωλέσης τὴν ζωήν σου εἴτε ἡρωϊκὰ
εἴτε ἄδικα εἴτε… εἴτε… κ.λπ. Εἰς τὸ «στρατόπεδον» ὅμως δὲν ἦτο ἁπλῶς ὅτι ἀπηξιοῦτο
ὁ τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ ἐνεσαρκοῦτο («ἔμπαινε στὸ πετσὶ» κάθε ἀνθρώπου, ὡς λέγει ὁ λαὸς)
ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως: ὁ ἄνθρωπος ἔζη ὡς ζῶον, ἄνευ βουλήσεως, δικαιωμάτων,
προσδοκιῶν! Εἰς τοιοῦτον σημεῖον ἔφθανεν αὐτὴ ἡ φρίκη, ὥστε ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐγλύτωσαν
ἀπὸ τοὺς «τόπους τῆς βασάνου» νὰ μὴ δύνανται νὰ συνέλθουν· εἶχε καταστεῖ δευτέρα
φύσις των. Εἶναι ὅμως ἐπίσης γνωστὸν ὅτι κάποιοι ὀρθόδοξοι κληρικοί, ποὺ ἦσαν καὶ
αὐτοὶ ἐκεῖ ἔγκλειστοι, δὲν «ἔχασαν τὴν συνείδησίν» των, ἐπειδὴ κρυφὰ συνηθροίζοντο
δύο ἢ τρεῖς καὶ ἐτέλουν τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Βεβαίως, συνεστέλλετο ὅλη εἰς μόνον
τὴν εὐλόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν, καθὼς δὲν ὑπῆρχεν ἑτέρα δυνατότης. «Ὁρίστε», θὰ
ἀντιτείνη ἡ σημερινὴ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, «εἰς καιροὺς ἐκτάκτου ἀνάγκης ὅλοι συμφωνοῦμε
ὅτι συμβαίνει περιστολὴ τῆς Θείας Λατρείας». Αὐτὸ ὅμως εἶναι αὐτοπαγίδευσις, διότι
εἴτε πρέπει νὰ παραδεχθῆ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅτι δὲν ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν, ἀλλὰ
εἰς τυραννίαν, ἡ ὁποία αὐθαιρέτως ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας (τί πράττει τότε
δι’ αὐτὸ ἡ Ἱεραρχία;) εἴτε –ἐφ’ ὅσον ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν- ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τελέσεως
ἄνευ ποιμνίου (ἢ ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης διακοπὴ) τῆς Λατρείας ἦταν «δικτατορικὴ» πρᾶξις
τῆς Ἐκκλησίας! Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνη, εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις σημαίνει ὅτι
ἐπετράπη νὰ εἰσχωρήσουν καὶ πάλιν εἰς τὴν σύγχρονον Ἱστορίαν αἱ δυνάμεις ποὺ ἀπεκδύουν
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά του καὶ τὴν οὐσιαστικὴν «ἀνθρωπιάν» του. Ἐπιστρέψαμεν
εἰς συνθήκας «Ἄουσβιτς» (ὄχι τόσον βιωτικά, ὅσον ἀνθρωπολογικὰ) καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι
συνένοχος!
Παραμένει ὅμως ἕνα διατί:
Διατί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἀντιμετωπίση τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν
ὡς πνευματικὴν κρίσιν;
Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» εἶναι
ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ
Τὴν ζημίαν ἐποίησεν ἡ θεολογία
περὶ προσώπου. Πῶς; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι συνυφασμένον μὲ ἕνα δεύτερον ἐρώτημα:
ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία περὶ προσώπου ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὰ μνημόνια διατί μόνον τώρα ἐπιρρίπτομεν
εὐθύνας εἰς αὐτήν; Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος αὐτῆς τῆς «θεολογίας» εἶναι ὅτι διεχώρισε
τὸ ἄτομον ἀπὸ τὸ πρόσωπον. Ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι ἢ ἁπλοὶ κληρικοὶ ἀνίδεοι καὶ «ἀδιάβαστοι»
περὶ τὴν ψευδοθεολογίαν αὐτήν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πολλάκις εἴμεθα αὐτήκοοι καὶ δυνάμεθα
νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσωμεν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ ὕφος αὐθεντίας καὶ ἐντελῶς ἀσυλλόγιστα ὅτι
«ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ ἄτομον νὰ γίνη πρόσωπον», ἄν καὶ 2000 ἔτη ἡ δογματικὴ παράδοσις
τῆς Ἐκκλησίας ὁμοφώνως δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττη ὅτι «πρόσωπον, ἄτομον, ὑπόστασις
ταὐτόν». Ὁ διχασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, ποὺ ἐπέφερεν αὐτὴ ἡ θεωρία, δὲν ἀνεδύθη
ὡς πρόβλημα κατὰ τὰ μνημόνια, ὅπου ἐκρίνετο ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς κάτι ἐξωτερικόν,
τὸ χρῆμα, ἀπεναντίας ἐνίσχυσε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν καθὼς πρόσωπον εἶναι ὅποιος σχετίζεται
μὲ τὸν συνάνθρωπον ὄχι μὲ ἕνα ὑλικὸν ἀγαθόν. Εἰς τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν ὅμως τὸ
διακύβευμα ἦτο ἡ ἰδία ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξις, αὐτὴ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ. Διὰ τὴν παραδοσιακὴν
κατανόησιν προσώπου-ὑποστάσεως δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα: ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς συνεχίζει τὴν
ζωὴν του, ὅπως καὶ πρὶν (λαμβάνων τὰ ἀπαιτούμενα μέτρα), διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος
τρόπος ὑπάρξεως, μόνον αὐτὸς ποὺ διασώζεται ἐντός τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν
ἐπεκτείνει εἰς κάθε ἔκφανσιν τοῦ βίου του. Διὰ τὴν «θεολογίαν τοῦ προσώπου» ὅμως,
ὑφίσταται πρόβλημα: πῶς θὰ διασωθῆ ὁ ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, ἡ προτεραιότης τῆς «σχεσιακότητος»,
ὅταν τὰ μέτρα τὸ ἀπαγορεύουν; Τόσο σαθρὰ εἶναι αὐτὴ ἡ «θεολογία» ποὺ ἠναγκάσθη νὰ
συμπεριλάβη ὡς «σχέσιν» τὴν «μὴ σχέσιν», τὴν ἀποστροφὴν τῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον.
Ἡ «μὴ σχέσις» μετωνομάσθη «πραγματικὴ κοινωνία» μὲ τὸν συνάνθρωπον, διότι μόνον
ἔτσι θὰ τὸν προφυλάξη, παραθεωροῦσα ὅτι ἐπαλινδρόμει πρὸς τὴν ἀτομικότητα, διότι
προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ μὲ βεβαιότητα ὁ ἄλλος δὲν πρέπει πρῶτα ἐγὼ νὰ κολλήσω,
ἑπομένως προτεραιότητα καθίσταμαι ΕΓΩ!
Τὸ σπουδαιότερον ὅμως εἶναι
ὅτι ἡ «μὴ σχέσις», ἐφόσον ἐνδύεται θεολογικὸν μανδύαν θεοποιεῖται καὶ ἀποτέλεσμα
εἶναι νὰ τεθῆ αὐτὴ ὑπεράνω ἀκόμη καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι διὰ τοὺς «θεολόγους
τοῦ προσώπου» ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν πλέγμα σχέσεων, ὄχι μεταμόρφωσις
τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ συσχετισμὸς προσώπων. Τοιουτοτρόπως, εὐκόλως ἀπεμπόλησαν τὴν εὐχαριστιακὴν
σύναξιν χάριν τῆς «μὴ σχέσεως», δηλ. τῆς μεταλλαγμένης «θεολογίας τοῦ προσώπου»,
ἡ μὲ κάθε τρόπον διάσωσις τῆς ὁποίας ψευδοθεολογίας ἐκρίθη (ἀσυνειδήτως) σπουδαιοτέρα
ἀκόμη καὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Θείας Λειτουργίας!
Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία διακατεχομένη
ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιρρέουσαν ψευδοθεολογίαν ἢ καὶ δεχομένη εἰσηγήσεις ἀπὸ θεολόγους
ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτὴν δὲν εὗρε πρὸς ὥρας πρόβλημα ἀκόμη καὶ νὰ διακόψη τὴν λατρείαν,
διότι αὐτὸ ὑπηγόρευε τὸ «ὑπέρτατον καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον», εἰς
τὴν πραγματικότητα ἡ κατανόησις τῆς ἀγάπης μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς διχαστικῆς
θεολογίας. Ὅταν ὅμως ἀπητήθη ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ ἐπαναδιακόψη τὴν λατρείαν,
ἤρχισε νὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα «ποιὸς ὁ ρόλος μιᾶς Ἐκκλησίας ἂν δὲν κάνει τίποτε;»,
διότι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατανοεῖ ὅτι ἂν τῆς ἀπομείνη μόνον ὁ «λόγος» καὶ ὄχι
ἡ ἱερουργία, τότε ἐμφανῶς πλέον θὰ ἔχη καταλήξει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, ἂν ὄχι
εἰς μίαν ἄχρηστον διὰ τὴν Ἱστορίαν ἠθικολογίαν. Τότε ἦτο καὶ πάλιν ἡ «θεολογία τοῦ
προσώπου» ποὺ ἐφεῦρε νέαν διέξοδον: ἀρκεῖ μόνον μία μικρὰ ἀντιπροσωπία, διὰ νὰ ἐκφράση
τὸ σύνολον τῆς ἐνορίας, καθὼς ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἶναι παροῦσα ὁλόκληρος ἡ κοινότης.
Αὐτὰ μάλιστα ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸν Σεβ. Περγάμου, ἐμβληματικὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς
θεολογίας, εἰς δημοσίαν συνέντευξίν του τὸν παρελθόντα Μάρτιον. Ἀποτέλεσμα ἦτο νὰ
λειτουργοῦν οἱ ἱ. ναοὶ διὰ ἀρκετὸν διάστημα μόνον μὲ τὸν «παπὰ καὶ τὸν ψάλτη», ἀφοῦ
ὁ ψάλτης ἦτο… «ἀντιπρόσωπος» τῆς ἐνορίας! (Ἆραγε ὁ «παπὰς» τί ἦτο, ἀντιπρόσωπος
τοῦ Θεοῦ;!) Ἐκυριολέκτουν πρὸς αὐτό, ὅπως ἐδήλωσε καὶ ὁ Σέβ. Ἀλεξανδρουπόλεως, ἀλλὰ
καὶ ἄλλοι δημοσίως, ὅτι δηλ. ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον ἐκτὸς τοῦ ἱερέως, διὰ νὰ γίνη ἡ Θεία
Λειτουργία! Ἡ συμβολικὴ κάποτε ἔκφρασις, ὅτι ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο,
διὰ νὰ ἀντιδιαστείλη τὴν Ὀρθόδοξον νοοτροπίαν ἀπὸ τὴν παπικήν, ὅπου ὁ παπικὸς πρέπει
νὰ λειτουργῆ καθ’ ἑκάστην ἀκόμη καὶ μόνος του, κατέστη κυριολεκτικὰ ὡς «ἱκανὴ συνθήκη»
ἀπολύτως φυσιολογικά, ὡς τὰ Τίμια Δῶρα νὰ ἦσαν ζήτημα τῆς ἐπιστήμης τῆς Χημείας!
Ἠγνοήθη παντελῶς ἀκόμη καὶ ἡ παράδοσις τῶν Σκητέων, ὅπου τουλάχιστον μίαν φορὰν
τὴν ἑβδομάδα ἀπαιτεῖται ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀσκητῶν εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ
τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας.
Σημερινὴ κατάληξις αὐτῆς
τῆς νοοτροπίας εἶναι νὰ θεωρῆται κατόρθωμα ὅτι ἐπετράπη ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν
κατὰ τὰ Θεοφάνεια ἢ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα ποὺ ἀπεφασίσθησαν διὰ τὸ ἑπόμενον διάστημα.
Ἀριθμὸς πιστῶν ἀνὰ τετραγωνικὰ μέτρα, ἐπιλογὴ πιστῶν, λίσται κρατήσεως θέσεων, ἐναλλαγὴ
ποῖοι θὰ ἐκκλησιασθοῦν αὐτὴν τὴν Κυριακὴν καὶ ποῖοι τὴν ἑπομένην κ.ἄ. δὲν εἶναι
μόνον ἀθεολόγητα ἀλλὰ ἀκατανόητα, ἐφ’ ὅσον ὄχι μόνον ἐτέθη «πλαφὸν» 50 ἀτόμων ἀνὰ
ἱ. ναόν, ἀλλὰ ἐνῶ θὰ ἠδύναντο νὰ στέκωνται καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ αὐτὸ ἀπαγορεύεται!
Εἶναι ὅμως κυρίως ἀθεολόγητα, διότι ὅπως δὲν τρώγει κανεὶς διὰ ἀντιπροσώπου, δὲν
ἐκκλησιάζεται καὶ διὰ ἀντιπροσώπου! Ἡ θεωρία τοῦ Σεβ. Περγάμου εἶναι ἀνυπόστατος:
μόνον οἱ «δι’ εὐλόγου αἰτίας» ἀπουσιάζοντες συγχωροῦνται, δὲν ἀντιπροσωπεύονται!
Ἡ «μὴ σχέσις» εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι εἶναι ἀναίρεσις τῆς σχέσεως καὶ καταδεικνύει
πὼς ἡ ἰδία αὐτὴ ἡ «θεολογία» περιέχει ἀντιφάσεις, τὰς ὁποίας ἀπεκάλυψεν ἡ ἐπιδημία
ποὺ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, ἴσως διὰ νὰ τοὺς ἐξάγη ἀπὸ τὴν πλάνην των. Ἔφθασαν εἰς σημεῖον
νὰ λατρεύουν τὸ «πρόσωπον» καὶ ὄχι τὸν Θεόν, ἀπέχοντες ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν.
Μήπως δὲν εἶναι αὐτὸ εἰδωλολατρία;
Ἐμεῖς πιστεύομεν ὅτι δὲν
θὰ ἐπιτρέψη ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ποὺ κατέρχεται ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς τελέσεως τοῦ Φρικτοῦ
Μυστηρίου νὰ μεταδοθῆ καμία ἀσθένεια, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε δὲν δυνάμεθα
νὰ μὴ μετέχωμεν τῆς θείας Λειτουργίας, διότι δὲν ὑπάρχει τρόπος «ἀντικαταστάσεως»
τῆς φυσικῆς μας παρουσίας. Ἔχομεν ὅμως μακρὰν ὁδὸν νὰ διανύσωμεν, ἕως ὅτου ἀντιληφθοῦν
οἱ Ἱεράρχαι τὰ ἀτοπήματα, εἰς τὰ ὁποῖα τοὺς ὡδήγησε μία χρεωκοπημένη θεολογία,
ποὺ κατέστησε τὸ πρόσωπον εἴδωλον!
Ορθόδοξος Τύπος
http://aktines.blogspot.com