Άγιος Αυγουστίνος: Αν ο Θεός είναι στην πρώτη θέση, τότε όλα τα άλλα θα είναι στην θέση τους.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας περί το έτος 580 μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών και ενάρετων γονέων, του Πλινθά και της Μυρούς. Λόγω της καταγωγής του αποκαλείται και Δαμασκηνός. Κατά την νεαρή του ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εκάρη μοναχός στη μονή του αββά Θεοδοσίου, όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον εκεί ασκούμενο Ιωάννη τον Μόσχο, από τον οποίο διδάχθηκε πολλά. Με την συνοδεία αυτού επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος και τη Ρώμη. Τότε πέθανε και ο Ιωάννης ο Μόσχος (620 μ.Χ.). Ο Σωφρόνιος μετακόμισε το λείψανο αυτού στα Ιεροσόλυμα και, αφού τα ενταφίασε στη μονή του Οσίου Θεοδοσίου, επανέκαμψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί προσβλήθηκε τότε από ανίατη ασθένεια των οφθαλμών. Επισκέφθηκε τότε το ναό των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στο Αμπουκίρ και θεραπεύθηκε. Το θαύμα αυτό περιέλαβε σε εγκώμιό του προς τους Αγίους αυτούς.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα να προσεταιρισθεί τον Πατριάρχη Σέργιο Α' (610 - 638 μ.Χ.) στις θέσεις του κατά των Μονοφυσιτών και να εκφράσει τις διαφωνίες του κατά του ενωτικού σχεδίου, το οποίο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ο από Φάσιδος (630 - 643 μ.Χ.) ετοίμαζε για να σιγάσει την διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αλλά απέτυχε και απογοητευμένος επανήλθε στα Ιεροσόλυμα.
Όταν πέθανε ο Άγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σωφρόνιος, για την υπερβάλλουσα αρετή του, ανήλθε το έτος 634 μ.Χ. στον πατριαρχικό θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η κατάσταση ήταν θλιβερή. Εσωτερικά η Ορθοδοξία υπέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Εξωτερικά οι Άραβες περιέσφιγγαν την πόλη των Ιεροσολύμων. Ήδη κατείχαν τη Βηθλεέμ και ο Άγιος Σωφρόνιος μη δυνάμενος, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 634 μ.Χ., να μεταβεί εκεί για να γιορτάσει την γέννηση του Θεανθρώπου, θρηνεί. Για την αποκατάσταση κάποιας ηρεμίας στο ποίμνιό του, συγκαλεί Σύνοδο και καταδικάζει τον Μονοφυσιτισμό. Για την απόκρουση των Αράβων οργανώνει την άμυνα της πόλεως. Το έτος 637 μ.Χ. όμως αναγκάζεται να παραδώσει την πόλη των Ιεροσολύμων στον χαλίφη Ομάρ.
Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το επόμενο έτος, 638 μ.Χ. Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Φανερωμένης Χιλιομοδίου Κορινθίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 11 Μαρτίου.
Το συγγραφικό του έργο είναι σαφώς και καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στην συγγραφή ιδιομέλων και του βίου των Αγίων Αναργύρων, Ιωάννου του Ελεήμονος και Μαρίας της Αιγυπτίας.
ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ, Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΡΤΑΣ
Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ
νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα
ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική τους ζωή.
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία,
ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος
(θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και
επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.
Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το
κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β', που στον δρόμο του για την Άρτα την
συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.
Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και
επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν
στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β'
ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να
φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα
Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη
θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του
αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και
τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ
κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με
ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα
και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους.
Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος
φωτεινός επάνω στην λυχνία που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων
ανθρώπων στον Χριστό.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τὴ μακαρία ἐγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι' αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής
πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση
του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην
φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά
φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα.
Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την
σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον
Θεό, εγκαταλείπει - έγκυο ήδη - τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο
υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και
στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη,
πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία
του άνδρα της.
Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της
Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί,
την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η
Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του
καλού αυτού ιερέως.
Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται,
δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την
έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν
δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να
αλλάξει ζωή.
Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους
ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται
τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.
Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του,
ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα
εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το
πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:
«Πύλας ἠμὶν ἄνοιξον, ὢ Θ(ε)οὗ μ(η)τέρ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότη)
Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) ἁμαρτημάτων»
Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή
Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως
αναφέρεται στο «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία
ναούς και μονές του κράτους του καθ' όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι
π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης
ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με
άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33
πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη
δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που
βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ.
στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το
κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για χάρη του αγαπητού λαού
της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος
(Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.
Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα
γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην
διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και
εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της
σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και
ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234
μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το
1259 - 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β' στην μάχη της
Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα
στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282
μ.Χ.).
Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ' αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας - και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως - η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ' Βέκκος (1275 - 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.
Για τον ίδιο σκοπό - την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας - η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ' (1265 - 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες - διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα - βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.
Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β' και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ' της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών
της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους - πέρα από τις ατομικές
φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους - για την
απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των
Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ' όψιν, ότι τα δύο
σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας,
βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.
Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ' Βατάτζη (1222 - 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 - 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β' Λάσκαρη (1254 - 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ.
Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού -
πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) -
ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας
από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια.
Μέσα όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η
Μαρία πέθανε.
Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή
αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα
είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης ή Ευλογίας,
της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η'. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο
αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο
έτος γίνονται και οι γάμοι.
Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της
περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της
στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας.
Γι' αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β', «καλῶς καὶ θεοφιλῶς
βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο
μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική
και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο
βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως,
αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην
αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους,
εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές
μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και
ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την
ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών.
Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει
ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου. Ο
Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών
Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ.,
η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε
το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου,
λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του.
Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις
θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες
επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της
Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της
απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως
συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον
μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση
ζωής έξι μηνών «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Έτσι κι έγινε.
Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πώς να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.
Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της
μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της
τάφος. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μητρόπολη Άρτης. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Οσίας στις 11 Μαρτίου.
http://www.saint.gr
Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021
ΟΣΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΠΑΤΡΙΚΙΑ
Η Οσία Αναστασία καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς και ήταν μια από τις πιο θεοφοβούμενες κόρες του Βυζαντίου, στα χρόνια του Ιουστινιανού του μεγάλου (527 - 565 μ.Χ.). Υπήρξε η πρώτη ακόλουθος της Βασίλισσας Θεοδώρας, και ο Ιουστινιανός για την υπέροχη αξία της, της έδωσε τον τίτλο της πατρικίας.
Οι αρετές της όμως, προκάλεσαν το φθόνο της βασίλισσας. Η Αναστασία, προκειμένου να σβήσει κάθε αφορμή του φθόνου, πήρε μέρος της περιουσίας της και κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Πέμπτον, έκτισε Μονή, που ονομάστηκε Μονή της Πατρικίας, και ζούσε ζωή ασκητική. Αλλά όταν έμαθε ότι την αναζητεί ο Ιουστινιανός, άφησε τη μονή και πήγε στη Σκήτη του αββά Δανιήλ, στον όποιο και διηγήθηκε τα συμβαίνοντα. Αυτός αφού την έντυσε ανδρικά και τη μετονόμασε Αναστάσιο, την τοποθέτησε σ' ένα σπήλαιο δίπλα στη Σκήτη και δύο μοναχοί της έφερναν αυτό πού χρειαζόταν. Συνάμα δε της είπε να μη βγει ποτέ από το σπήλαιο, ούτε να δεχθεί κανένα. Εκεί έμεινε κλεισμένη 28 χρόνια.
Όταν προαισθάνθηκε το τέλος της, προσκάλεσε τον αββά Δανιήλ και, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, παρέδωσε τη δίκαια ψυχή της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Οσίας στις 10 Μαρτίου.
http://www.saint.gr
ΑΓΙΟΣ ΚΟΔΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Οι Άγιοι Μάρτυρες Κοδράτος, Άνεκτος, Παύλος, Διονύσιος, Κυπριανός και Κρήσκης ήταν φίλοι και μαρτύρησαν κατά τον διωγμό των αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) ή Ουαλεριανού (253-259 μ.Χ.) στην Κόρινθο, όταν ηγεμόνας της Ελλάδος ήταν ο Ιάσων.
Στο Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' αναφέρεται ότι από τους Χριστιανούς, όσοι μεν είχαν συλληφθεί σφαγιάζονταν, όσοι όμως έφευγαν κρύβονταν στα όρη, για όσο διάστημα χρειαζόταν. Έτσι και η μητέρα του Κοδράτου, που καταγόταν από την πόλη των Κορινθίων, έφυγε για το όρος και κρυβόταν. Και καθώς ήταν έγκυος, γέννησε υιό που τον ονόμασε Κοδράτο. Στην συνέχεια, αφού έζησε για λίγο, πέθανε, εγκαταλείποντας τον υιό της βρέφος. Αυτός τρεφόταν από τα νέφη που συνενώνονταν επάνω από αυτόν και τον πότιζαν. Ο Κοδράτος, αφού μεγάλωσε, δίδασκε την Χριστιανική πίστη στον Άνεκτο, τον Κρήσκεντα, τον Κυπριανό, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που είχαν στο μεταξύ καταφύγει κοντά του. Όμως οι Άγιοι Άνεκτος, Κρήσκος, Κυπριανός και Παύλος συνελήφθησαν επειδή ήταν Χριστιανοί. Ο ηγεμόνας Ιάσων προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τους δελεάσει και να τους πείσει να απαρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη και να θυσιάσουν στα είδωλα. Εκείνοι ομολόγησαν με πνευματική ανδρεία τον Χριστό, βασανίσθηκαν και τέλος αποκεφαλίσθηκαν. Έτσι εισήλθαν οι Άγιοι Μάρτυρες στη χαρά της Βασιλείας του Θεού και Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μάρτυρας Διονύσιος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα της Κορίνθου ότι δεν υπακούει στην διαταγή των βασιλέων και ότι περιφρονεί τους θεούς, κηρύττοντας κάποιον άλλον Θεό Εσταυρωμένο και λέγοντας ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλων όσων υπάρχουν μέσα σε αυτά, Αυτός που πρόκειται να έλθει από τον ουρανό και να κρίνει με δόξα ζωντανούς και νεκρούς και να ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Γι' αυτό, αφού συνελήφθη και δέθηκε με αλυσίδες, παρουσιάσθηκε στον άρχοντα, ο οποίος προσπαθούσε να τον εξαναγκάσει, πότε με κολακείες και πότε με απειλές, να απαρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Μάρτυρας του Χριστού Διονύσιος ομολογούσε τον Χριστό με μεγάλη φωνή. Έτσι σφαγιάσθηκε με μαχαίρι και τελειώθηκε ο πρόσκαιρος βίος του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των Αγίων στις 10 Μαρτίου.
http://www.saint.gr
Τρίτη 9 Μαρτίου 2021
Η «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΜΗΧΑΝΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
τῶν Ἱεραρχῶν
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν παροῦσαν κρίσιν, ποὺ δὲν εἶναι ὑγειονομικὴ ἀλλὰ πνευματικὴ εἰς τὴν βάσιν της, ὅπως κάθε κρίσις, δὲν εἶχεν ἀπάντησιν ἐπὶ τῆς οὐσίας. Δὲν ἐγνώριζε τί νὰ εἴπη. Πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι ἐδήλωσαν τὴν ἀμηχανίαν των, ὅτι ὁ ἰὸς τοὺς εὗρεν «ἐν ὑπνώσει». Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχει μία ἑνιαία φωνή. Εὐτυχῶς, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τουλάχιστον ἔθεσε τεῖχος ἔστω εἰς τὴν Θείαν Μετάληψιν, καθ’ ἥν στιγμὴν ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι εἴτε ἐδήλωναν ἄγνοιαν εἴτε ἐμφανῶς παρεδέχοντο ὅτι ἡ Θεία Μετάληψις μεταδίδει νοσήματα!
Ὡστόσον, αὐτὴ
ἡ στάσις τῆς ΔΙΣ δὲν περιέσωσε τὸ Μυστήριον τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἔβλαψεν,
ἀποκόπτουσα τὴν Θείαν Μετάληψιν ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν, τὸν ἐκκλησιασμόν. Πιστοὶ
ἐλάμβανον τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου μὴ συμμετέχοντες εἰς τὴν ἱερουργίαν αὐτοῦ,
παρὰ τὴν σαφῆ εὐχὴν τοῦ τελοῦντος ἱερέως «καὶ κατάπεμψον τῷ Ἁγίῳ Σου Πνεύματι ἐφ’
ΗΜΑΣ καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα». Μία ἐπανάληψις λέξεων χωρὶς νόημα τελικά;
Πῶς θὰ προσλάβωμεν τὰ Τίμια Δῶρα, ἂν δὲν μεταποιηθῶμεν ἐμεῖς; Τί εἴδους «Δεῖπνον»
εἶναι ἐκεῖνο, ὅταν δὲν καθήμεθα εἰς «τράπεζαν», ἀπολαμβάνοντες τὸ πνευματικὸν «προδόρπιον»
καὶ ἔπειτα τὸ «ἐπιδόρπιον» συνευωχούμενοι μετὰ τῶν «ἐνχριστωμένων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ
στεκόμεθα εἰς τὴν θύραν τοῦ «ἑστιατορίου» καταπίνομεν ταχέως τὸ παραγγελθὲν προϊὸν
καὶ ἀποχωροῦμεν, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν πλησίον καὶ ἄγευστοι «ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος»,
ἀφοῦ δὲν τὸν ὡμολογήσαμεν κατὰ τὴν προτροπὴν «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ
ὁμολογήσωμεν»; Δὲν εἶναι αὐτὸ εἶδος ἐκπληρώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου «χξστ΄»
(=«Χριστὸς Ξένος Σταυροῦ», συμφώνως πρὸς κάποιους ἑρμηνευτὰς), ἀφοῦ εἴμεθα «ξένοι
Σταυροῦ», καθὼς δὲν μετείχομεν εἰς τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου κατὰ
τὴν Θείαν Λατρείαν;
Εἶναι ὑγειονομικὴ ἢ πνευματικὴ
ἡ παροῦσα κρίσις;
Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπροβλημάτισε
τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ποὺ ἐξέδιδεν ἀνακοινωθέντα «περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων», ἀλλὰ
ὄχι καθαγιασμένων, διότι δὲν ἰσχύουν οἱ καθαγιασμοί, ἐάν… δὲν ἐκδοθῆ ΦΕΚ(!), διὰ
νὰ παραλλάξωμεν ὀλίγον λόγους ποὺ εἶχαν ἀναφερθῆ πρὸ καιροῦ περὶ «ἀφορισμοῦ» τοῦ
Πρωθυπουργοῦ. Διατί ὅμως δὲν τὴν ἐπροβλημάτισαν; Κατὰ τὴν περίοδον τῶν μνημονίων
ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐπανελάμβανεν ὅτι ἡ κρίσις εἶναι πνευματικὴ καὶ ὄχι ὑλική;
(Ἐννοοῦσε ὅτι ἐγκαταλείψαμεν τὰς ἀξίας μας, μὴ ὅμως τονίζουσα τὴν βαθυτέραν αἰτίαν:
κάθε κρίσις εἶναι πνευματική, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὸν ὄν, ὄχι μόνον χῶμα).
Διατί δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τώρα; Ἑρμηνεῖαι ποὺ ἀποδίδουν τὴν σιωπὴν εἰς ἐκβιασμοὺς
τοῦ κράτους ἔναντι Ἱεραρχῶν, περιέχουν δόσεις ἀληθείας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἀναζητήσωμεν
τὴν ἄκρην τοῦ θεολογικοῦ νήματος. Μήπως καὶ τώρα κατὰ τὴν «ὑγειονομικὴν» κρίσιν
δὲν ἐγκατελείψαμεν ὄχι μόνον τὰς ἀξίας μας, ἀλλὰ κάθε τί ποὺ μᾶς πραγματώνει ὡς
ἀνθρώπους; Ἡ ἀπεμπόλησις ὄχι μόνον δημοκρατικῶν δικαιωμάτων διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν
«θρησκευτικῶν ἀναγκῶν», ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδίας τῆς Λατρείας δὲν σημαίνει κατάργησιν
τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου; Ἡ λατρεία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μᾶς θυμίζει, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν
πρᾶξιν μᾶς μεταμορφώνει εἰς… ἀνθρώπους, διότι ἄνθρωπος δὲν σημαίνει ἁπλὰ μία βιολογικὴ
ὕπαρξις, ὅπως τὸ ζῶον, ἀλλὰ μία εἰς τὸ διηνεκές, αἰωνία κατὰ χάριν ζωὴ ἐν Χριστῷ.
Ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμηθῶμεν
ὅτι τόσα χρόνια μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον τὸ σύνθημα τῆς ἀνθρωπότητος ἦτο «ὄχι
ξανὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως», διότι εἰς αὐτὰ συνέβαινε κάτι χειρότερον ἀπὸ τὸν
ἴδιον τὸν πόλεμον. Εἰς τὴν μάχην ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπωλέσης τὴν ζωήν σου εἴτε ἡρωϊκὰ
εἴτε ἄδικα εἴτε… εἴτε… κ.λπ. Εἰς τὸ «στρατόπεδον» ὅμως δὲν ἦτο ἁπλῶς ὅτι ἀπηξιοῦτο
ὁ τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ ἐνεσαρκοῦτο («ἔμπαινε στὸ πετσὶ» κάθε ἀνθρώπου, ὡς λέγει ὁ λαὸς)
ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως: ὁ ἄνθρωπος ἔζη ὡς ζῶον, ἄνευ βουλήσεως, δικαιωμάτων,
προσδοκιῶν! Εἰς τοιοῦτον σημεῖον ἔφθανεν αὐτὴ ἡ φρίκη, ὥστε ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐγλύτωσαν
ἀπὸ τοὺς «τόπους τῆς βασάνου» νὰ μὴ δύνανται νὰ συνέλθουν· εἶχε καταστεῖ δευτέρα
φύσις των. Εἶναι ὅμως ἐπίσης γνωστὸν ὅτι κάποιοι ὀρθόδοξοι κληρικοί, ποὺ ἦσαν καὶ
αὐτοὶ ἐκεῖ ἔγκλειστοι, δὲν «ἔχασαν τὴν συνείδησίν» των, ἐπειδὴ κρυφὰ συνηθροίζοντο
δύο ἢ τρεῖς καὶ ἐτέλουν τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Βεβαίως, συνεστέλλετο ὅλη εἰς μόνον
τὴν εὐλόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν, καθὼς δὲν ὑπῆρχεν ἑτέρα δυνατότης. «Ὁρίστε», θὰ
ἀντιτείνη ἡ σημερινὴ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, «εἰς καιροὺς ἐκτάκτου ἀνάγκης ὅλοι συμφωνοῦμε
ὅτι συμβαίνει περιστολὴ τῆς Θείας Λατρείας». Αὐτὸ ὅμως εἶναι αὐτοπαγίδευσις, διότι
εἴτε πρέπει νὰ παραδεχθῆ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅτι δὲν ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν, ἀλλὰ
εἰς τυραννίαν, ἡ ὁποία αὐθαιρέτως ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας (τί πράττει τότε
δι’ αὐτὸ ἡ Ἱεραρχία;) εἴτε –ἐφ’ ὅσον ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν- ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τελέσεως
ἄνευ ποιμνίου (ἢ ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης διακοπὴ) τῆς Λατρείας ἦταν «δικτατορικὴ» πρᾶξις
τῆς Ἐκκλησίας! Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνη, εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις σημαίνει ὅτι
ἐπετράπη νὰ εἰσχωρήσουν καὶ πάλιν εἰς τὴν σύγχρονον Ἱστορίαν αἱ δυνάμεις ποὺ ἀπεκδύουν
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά του καὶ τὴν οὐσιαστικὴν «ἀνθρωπιάν» του. Ἐπιστρέψαμεν
εἰς συνθήκας «Ἄουσβιτς» (ὄχι τόσον βιωτικά, ὅσον ἀνθρωπολογικὰ) καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι
συνένοχος!
Παραμένει ὅμως ἕνα διατί:
Διατί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἀντιμετωπίση τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν
ὡς πνευματικὴν κρίσιν;
Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» εἶναι
ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ
Τὴν ζημίαν ἐποίησεν ἡ θεολογία
περὶ προσώπου. Πῶς; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι συνυφασμένον μὲ ἕνα δεύτερον ἐρώτημα:
ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία περὶ προσώπου ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὰ μνημόνια διατί μόνον τώρα ἐπιρρίπτομεν
εὐθύνας εἰς αὐτήν; Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος αὐτῆς τῆς «θεολογίας» εἶναι ὅτι διεχώρισε
τὸ ἄτομον ἀπὸ τὸ πρόσωπον. Ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι ἢ ἁπλοὶ κληρικοὶ ἀνίδεοι καὶ «ἀδιάβαστοι»
περὶ τὴν ψευδοθεολογίαν αὐτήν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πολλάκις εἴμεθα αὐτήκοοι καὶ δυνάμεθα
νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσωμεν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ ὕφος αὐθεντίας καὶ ἐντελῶς ἀσυλλόγιστα ὅτι
«ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ ἄτομον νὰ γίνη πρόσωπον», ἄν καὶ 2000 ἔτη ἡ δογματικὴ παράδοσις
τῆς Ἐκκλησίας ὁμοφώνως δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττη ὅτι «πρόσωπον, ἄτομον, ὑπόστασις
ταὐτόν». Ὁ διχασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, ποὺ ἐπέφερεν αὐτὴ ἡ θεωρία, δὲν ἀνεδύθη
ὡς πρόβλημα κατὰ τὰ μνημόνια, ὅπου ἐκρίνετο ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς κάτι ἐξωτερικόν,
τὸ χρῆμα, ἀπεναντίας ἐνίσχυσε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν καθὼς πρόσωπον εἶναι ὅποιος σχετίζεται
μὲ τὸν συνάνθρωπον ὄχι μὲ ἕνα ὑλικὸν ἀγαθόν. Εἰς τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν ὅμως τὸ
διακύβευμα ἦτο ἡ ἰδία ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξις, αὐτὴ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ. Διὰ τὴν παραδοσιακὴν
κατανόησιν προσώπου-ὑποστάσεως δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα: ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς συνεχίζει τὴν
ζωὴν του, ὅπως καὶ πρὶν (λαμβάνων τὰ ἀπαιτούμενα μέτρα), διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος
τρόπος ὑπάρξεως, μόνον αὐτὸς ποὺ διασώζεται ἐντός τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν
ἐπεκτείνει εἰς κάθε ἔκφανσιν τοῦ βίου του. Διὰ τὴν «θεολογίαν τοῦ προσώπου» ὅμως,
ὑφίσταται πρόβλημα: πῶς θὰ διασωθῆ ὁ ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, ἡ προτεραιότης τῆς «σχεσιακότητος»,
ὅταν τὰ μέτρα τὸ ἀπαγορεύουν; Τόσο σαθρὰ εἶναι αὐτὴ ἡ «θεολογία» ποὺ ἠναγκάσθη νὰ
συμπεριλάβη ὡς «σχέσιν» τὴν «μὴ σχέσιν», τὴν ἀποστροφὴν τῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον.
Ἡ «μὴ σχέσις» μετωνομάσθη «πραγματικὴ κοινωνία» μὲ τὸν συνάνθρωπον, διότι μόνον
ἔτσι θὰ τὸν προφυλάξη, παραθεωροῦσα ὅτι ἐπαλινδρόμει πρὸς τὴν ἀτομικότητα, διότι
προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ μὲ βεβαιότητα ὁ ἄλλος δὲν πρέπει πρῶτα ἐγὼ νὰ κολλήσω,
ἑπομένως προτεραιότητα καθίσταμαι ΕΓΩ!
Τὸ σπουδαιότερον ὅμως εἶναι
ὅτι ἡ «μὴ σχέσις», ἐφόσον ἐνδύεται θεολογικὸν μανδύαν θεοποιεῖται καὶ ἀποτέλεσμα
εἶναι νὰ τεθῆ αὐτὴ ὑπεράνω ἀκόμη καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι διὰ τοὺς «θεολόγους
τοῦ προσώπου» ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν πλέγμα σχέσεων, ὄχι μεταμόρφωσις
τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ συσχετισμὸς προσώπων. Τοιουτοτρόπως, εὐκόλως ἀπεμπόλησαν τὴν εὐχαριστιακὴν
σύναξιν χάριν τῆς «μὴ σχέσεως», δηλ. τῆς μεταλλαγμένης «θεολογίας τοῦ προσώπου»,
ἡ μὲ κάθε τρόπον διάσωσις τῆς ὁποίας ψευδοθεολογίας ἐκρίθη (ἀσυνειδήτως) σπουδαιοτέρα
ἀκόμη καὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Θείας Λειτουργίας!
Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία διακατεχομένη
ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιρρέουσαν ψευδοθεολογίαν ἢ καὶ δεχομένη εἰσηγήσεις ἀπὸ θεολόγους
ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτὴν δὲν εὗρε πρὸς ὥρας πρόβλημα ἀκόμη καὶ νὰ διακόψη τὴν λατρείαν,
διότι αὐτὸ ὑπηγόρευε τὸ «ὑπέρτατον καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον», εἰς
τὴν πραγματικότητα ἡ κατανόησις τῆς ἀγάπης μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς διχαστικῆς
θεολογίας. Ὅταν ὅμως ἀπητήθη ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ ἐπαναδιακόψη τὴν λατρείαν,
ἤρχισε νὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα «ποιὸς ὁ ρόλος μιᾶς Ἐκκλησίας ἂν δὲν κάνει τίποτε;»,
διότι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατανοεῖ ὅτι ἂν τῆς ἀπομείνη μόνον ὁ «λόγος» καὶ ὄχι
ἡ ἱερουργία, τότε ἐμφανῶς πλέον θὰ ἔχη καταλήξει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, ἂν ὄχι
εἰς μίαν ἄχρηστον διὰ τὴν Ἱστορίαν ἠθικολογίαν. Τότε ἦτο καὶ πάλιν ἡ «θεολογία τοῦ
προσώπου» ποὺ ἐφεῦρε νέαν διέξοδον: ἀρκεῖ μόνον μία μικρὰ ἀντιπροσωπία, διὰ νὰ ἐκφράση
τὸ σύνολον τῆς ἐνορίας, καθὼς ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἶναι παροῦσα ὁλόκληρος ἡ κοινότης.
Αὐτὰ μάλιστα ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸν Σεβ. Περγάμου, ἐμβληματικὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς
θεολογίας, εἰς δημοσίαν συνέντευξίν του τὸν παρελθόντα Μάρτιον. Ἀποτέλεσμα ἦτο νὰ
λειτουργοῦν οἱ ἱ. ναοὶ διὰ ἀρκετὸν διάστημα μόνον μὲ τὸν «παπὰ καὶ τὸν ψάλτη», ἀφοῦ
ὁ ψάλτης ἦτο… «ἀντιπρόσωπος» τῆς ἐνορίας! (Ἆραγε ὁ «παπὰς» τί ἦτο, ἀντιπρόσωπος
τοῦ Θεοῦ;!) Ἐκυριολέκτουν πρὸς αὐτό, ὅπως ἐδήλωσε καὶ ὁ Σέβ. Ἀλεξανδρουπόλεως, ἀλλὰ
καὶ ἄλλοι δημοσίως, ὅτι δηλ. ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον ἐκτὸς τοῦ ἱερέως, διὰ νὰ γίνη ἡ Θεία
Λειτουργία! Ἡ συμβολικὴ κάποτε ἔκφρασις, ὅτι ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο,
διὰ νὰ ἀντιδιαστείλη τὴν Ὀρθόδοξον νοοτροπίαν ἀπὸ τὴν παπικήν, ὅπου ὁ παπικὸς πρέπει
νὰ λειτουργῆ καθ’ ἑκάστην ἀκόμη καὶ μόνος του, κατέστη κυριολεκτικὰ ὡς «ἱκανὴ συνθήκη»
ἀπολύτως φυσιολογικά, ὡς τὰ Τίμια Δῶρα νὰ ἦσαν ζήτημα τῆς ἐπιστήμης τῆς Χημείας!
Ἠγνοήθη παντελῶς ἀκόμη καὶ ἡ παράδοσις τῶν Σκητέων, ὅπου τουλάχιστον μίαν φορὰν
τὴν ἑβδομάδα ἀπαιτεῖται ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀσκητῶν εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ
τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας.
Σημερινὴ κατάληξις αὐτῆς
τῆς νοοτροπίας εἶναι νὰ θεωρῆται κατόρθωμα ὅτι ἐπετράπη ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν
κατὰ τὰ Θεοφάνεια ἢ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα ποὺ ἀπεφασίσθησαν διὰ τὸ ἑπόμενον διάστημα.
Ἀριθμὸς πιστῶν ἀνὰ τετραγωνικὰ μέτρα, ἐπιλογὴ πιστῶν, λίσται κρατήσεως θέσεων, ἐναλλαγὴ
ποῖοι θὰ ἐκκλησιασθοῦν αὐτὴν τὴν Κυριακὴν καὶ ποῖοι τὴν ἑπομένην κ.ἄ. δὲν εἶναι
μόνον ἀθεολόγητα ἀλλὰ ἀκατανόητα, ἐφ’ ὅσον ὄχι μόνον ἐτέθη «πλαφὸν» 50 ἀτόμων ἀνὰ
ἱ. ναόν, ἀλλὰ ἐνῶ θὰ ἠδύναντο νὰ στέκωνται καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ αὐτὸ ἀπαγορεύεται!
Εἶναι ὅμως κυρίως ἀθεολόγητα, διότι ὅπως δὲν τρώγει κανεὶς διὰ ἀντιπροσώπου, δὲν
ἐκκλησιάζεται καὶ διὰ ἀντιπροσώπου! Ἡ θεωρία τοῦ Σεβ. Περγάμου εἶναι ἀνυπόστατος:
μόνον οἱ «δι’ εὐλόγου αἰτίας» ἀπουσιάζοντες συγχωροῦνται, δὲν ἀντιπροσωπεύονται!
Ἡ «μὴ σχέσις» εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι εἶναι ἀναίρεσις τῆς σχέσεως καὶ καταδεικνύει
πὼς ἡ ἰδία αὐτὴ ἡ «θεολογία» περιέχει ἀντιφάσεις, τὰς ὁποίας ἀπεκάλυψεν ἡ ἐπιδημία
ποὺ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, ἴσως διὰ νὰ τοὺς ἐξάγη ἀπὸ τὴν πλάνην των. Ἔφθασαν εἰς σημεῖον
νὰ λατρεύουν τὸ «πρόσωπον» καὶ ὄχι τὸν Θεόν, ἀπέχοντες ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν.
Μήπως δὲν εἶναι αὐτὸ εἰδωλολατρία;
Ἐμεῖς πιστεύομεν ὅτι δὲν
θὰ ἐπιτρέψη ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ποὺ κατέρχεται ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς τελέσεως τοῦ Φρικτοῦ
Μυστηρίου νὰ μεταδοθῆ καμία ἀσθένεια, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε δὲν δυνάμεθα
νὰ μὴ μετέχωμεν τῆς θείας Λειτουργίας, διότι δὲν ὑπάρχει τρόπος «ἀντικαταστάσεως»
τῆς φυσικῆς μας παρουσίας. Ἔχομεν ὅμως μακρὰν ὁδὸν νὰ διανύσωμεν, ἕως ὅτου ἀντιληφθοῦν
οἱ Ἱεράρχαι τὰ ἀτοπήματα, εἰς τὰ ὁποῖα τοὺς ὡδήγησε μία χρεωκοπημένη θεολογία,
ποὺ κατέστησε τὸ πρόσωπον εἴδωλον!
Ορθόδοξος Τύπος
ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΗ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Οι γονείς του Μεγάλου Βασιλείου, που κατείχαν «κόνιν» και τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ανήγειραν τον πρώτο ναό στην Ανατολή εις τιμήν των Αγίων, όπου και ετάφησαν, σε κτήμα τους στον Πόντο.
Ναός αφιερωμένος στους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες υπήρχε στην περιοχή Μέση της Κωνσταντινούπολης, που είχε ανεγερθεί από τον αυτοκράτορα Τιβέριο Α’ (579 - 582 μ.Χ.) και συμπληρωθεί από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 - 602 μ.Χ.). Το ναό κατεκόσμησε ο Ανδρόνικος ο Κομνηνός (1183 - 1185 μ.Χ.). Στο ναό αυτό λειτουργούνταν κατά την ημέρα της μνήμης των Αγίων Μαρτύρων οι αυτοκράτορες. Άλλοι ναοί υπήρχαν:
α) στο παλάτι, και ο οποίος πανηγύριζε στις 27 Αυγούστου,
β) στη νήσο Πλάτη, ἢ Πλατεία,
γ) στη μονή της Χώρας,
δ) στην Έμμεσα της Συρίας.
Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό τους πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες είναι προστάτες της Ι. Μ. Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος, το Καθολικό της οποίας τιμάται στη Μνήμη τους.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των Αγίων στις 9 Μαρτίου.
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021
ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΕΓΩ ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ;
Τίποτε. Ο άνθρωπος που δεν θα σκεφθεί την φυγή κάποτε, ακόμη και με την ειδική έννοια του μοναχισμού, σημαίνει ή ότι είναι άρρωστος ή ότι ουδέποτε ουσιαστικά απησχολήθη με την ψυχή του.
Κάποιος που θα απασχοληθεί έστω και επί πέντε λεπτά με τον Θεόν, να είσθε βέβαιες ότι το πιο πολύ διάστημα των πέντε λεπτών θα είναι σκέψεις να πάει στο μοναστήρι. Έτσι είναι.
Είναι η ψυχή που σκέπτεται, είπαμε, τον εαυτόν της, αγαπά την άνεσή της και εκεί ευρίσκει την άνεσή της να επικοινωνήσει με Αυτόν τον οποίον ζητεί, που θέλει να τον ανακαλύψει, τον Θεόν δηλαδή.
Τελικώς, μπορεί να αρνηθεί αυτήν την φυγή την τοπική. Δεν θα αρνηθεί όμως, εφ’ όσον θα συνεχίσει να ζει ζωή ανάγουσα εαυτήν, δεν θα αποφύγει την φυγή την ουσιαστική , την φυγή την τροπική, την φυγή την βιοτική.
Μπορεί να ζήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός με μίαν τροπική φυγή; Μπορώ να ζήσω μέσα στον κόσμο αυτόν, να ζήσω μία ζωή σαν αυτή που λέμε τώρα;
Οπωσδήποτε μπορώ, μονάχα, όπως λέγει ένας Πατήρ πολύ ωραία, «δυνατόν μεν ουν αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας». Το λέγει για κάτι το παρεμφερές. Οπωσδήποτε, «αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας».
Επομένως, όπως βλέπετε, η απομόνωσις, η ερημία δεν είναι κάτι που γίνεται δια τον Θεόν. Δεν έχει αξία το θέμα, αν θα είμαι στο μοναστήρι ή θα είμαι στον κόσμο. Έχει αξία για μένα. Εξυπηρετεί το εγώ μου, την τάση της ιδικής μου ευκολίας, της ανέτου δρομής μου, του τρεξίματός μου προς τον Θεόν.
Εφ’ όσον έχω μίαν κάποιαν οιασδήποτε μορφής ξενιτεία – ουσιαστική ή μερική –, αποξενούμαι από τους ανθρώπους νοιώθοντας κάπως τον Θεόν.
Αυτή η ανάγκη της αποξενώσεώς μου, η αρχική αποξένωσις, η αρχική ξενιτεία, η αρχική απομόνωσις από τους ανθρώπους με κάνει να νοιώσω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ έτσι. Χρειάζομαι τον Θεόν. Τον Θεόν δεν τον έχω ακόμη. Οπότε οδηγούμαι στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού.
Θυμάσθε το προηγούμενο στάδιο: η αίσθησις της γυμνότητος με οδηγεί στην μετάνοια. Με κάνει να θελήσω την μετάνοια. Ακόμη όμως ούπω μετάνοια. Προχωρώ στην επιστρεπτική και κυκλική τάση. Αυτή η τάση με οδηγεί στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Αλλά ακόμη ούπω ζήτησις Θεού. Ακόμη δεν μετενόησα.
Πώς θα ζητήσω τον Θεόν;
Είναι, βλέπετε, ο αγώνας της ψυχής, είναι το τιτάνιο αυτό πάλαισμα, το οποίο έχει αρχίσει να κάνει, για να ξαναμπεί πάλι στον παράδεισο. Το επιποθώ, προχωρώ, νίκησα την δυσκολία εκείνη αν θα ντυθώ με φύλλα συκής και θα κρυφθώ ή θα πω: «Θεέ μου, γυμνός είμαι. Ήμαρτον σε σένα. Σε θέλω».
Το ξεπέρασα, προχωρώ. Συλλαμβάνω τώρα πλέον, κυοφορώ την έννοια πλέον της ζητήσεως του Θεού.
Τι θα κάνω;
Είμαστε τώρα δύο: εγώ και ο Θεός. Εγώ και ο Θεός είμεθα μακριά ακόμη. Έχω αμαρτήσει, έχω χωρισθεί από τον Θεόν, αλλά εγώ ζητώ τον Θεόν. Ο Θεός με αγαπά και ζητεί εμένα. Έχομε, λοιπόν, μίαν – από διαφορετικό πόλο – ροπή του Θεού προς εμένα και εμού προς τον Θεόν.
Εγώ τι μπορώ να κάνω για τον Θεόν; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ακόμη ούτε να τον ζητήσω μπορώ, ακόμη ούτε να μετανοήσω μπορώ.
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αυτό που το λέμε σήμερα εμείς αγώνα. Αλλά, αν το αγώνας δεν σημαίνει τίποτε, ας το ονομάσουμε πιο σωστά άσκησις.
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι η άσκησις, ανάλογα με τον τόπο μου, με τον τρόπο της ζωής μου, με την ψυχοσύνθεσή μου, με τις δυνάμεις μου, με την χωρητικότητά μου, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της ψυχής μου και τις προδιαθέσεις της.
Ανάλογα με την ιστορία μου, με την κληρονομικότητά μου, ανάλογα με τις δωρεές τις οποίες έχω. Πάντως οπωσδήποτε η άσκησις.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ
Όσιος Θεοφύλακτος,
Επίσκοπος Νικομήδειας
Ο Όσιος Θεοφύλακτος καταγόταν από την Ανατολή και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Λέοντος του Δ' (775 - 780 μ.Χ.). Λόγω της μεγάλης του παιδείας και προς συνέχιση των σπουδών του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γρήγορα απέκτησε φήμη σοφού και εδημιούργησε φιλικές σχέσεις με ανώτερους κρατικούς λειτουργούς και αξιωματούχους, καθώς και με τον μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, που ήταν τότε πρωτοσκρίτης (Πρώτος των δημοσίων υπηρεσιών της αυτοκρατορίας).
Όταν το έτος 784 μ.Χ. εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ταράσιος, εις
διαδοχήν του Πατριάρχου Παύλου, ο Όσιος Θεοφύλακτος μαζί με τον Μιχαήλ, που
αργότερα έγινε επίσκοπος Συνάδων, απεστάλησαν από τον Ταράσιο σε κάποια μονή
του Ευξείνου Πόντου. Λίγο αργότερα, πιθανόν περί το έτος 800 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος
Νικομηδείας . Από τη θέση αυτή ο Όσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σε έργα
εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας. Ανήγειρε ναούς, το μέγα
νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, γηροκομεία, πτωχοκομεία και
εδημιούργησε λογία για τις άπορες χήρες και τα ορφανά. Μάλιστα δε ο ίδιος
διακονούσε και περιποιόταν τους πάσχοντες αδελφούς του.
Όταν απέθανε ο Πατριάρχης Ταράσιος, εξελέγη στον πατριαρχικό θρόνο ο Άγιος
Νικηφόρος Α' (806 - 815 μ.Χ.). Στη βασιλεία υπερίσχυσε ο Λέων ο Ε' ο Αρμένιος
(813 - 820 μ.Χ.), ο οποίος εκινήθηκε κατά των αγίων εικόνων. Τότε παρέλαβε ο
Άγιος Νικηφόρος τον Όσιο Θεοφύλακτο, τον Άγιο Αιμιλιανό Κυζίκου, τον Άγιο
Ευθύμιο Σάρδεων, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Άγιο Μιχαήλ Συνάδων και τον Άγιο
Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, ανέβηκε στο παλάτι και έλεγξε με αγιογραφικά χωρία τον
αυτοκράτορα για τα δυσσεβή διδάγματα και την εικονομαχική του διάθεση. Επειδή ο
αυτοκράτορας έμενε αμετάπειστος, ο Όσιος Θεοφύλακτος έλαβε το λόγο και του είπε
με παρρησία: «Γνωρίζω ότι καταφρονείς την ενοχή και μακροθυμία του Θεού. Αλλά
θα έλθει σε σένα ξαφνικά όλεθρος και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα».
Ο αυτοκράτορας εξαγριώθηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Τον μεν
Πατριάρχη Νικηφόρο στη Χρυσούπολη, τους άλλους Αρχιερείς σε διαφορετικά μέρη
και τον Όσιο Θεοφύλακτο στο Στρόβιλο, όπου επί τριάντα έτη παρέμεινε με
καρτερία και εκεί εκοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 840 μ.Χ.
Μετά την κατάπαυση του διωγμού, επί της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842 -
857 μ.Χ.) και του Πατριάρχου Μεθοδίου (842 - 846 μ.Χ.), το ιερό σκήνωμα αυτού
ανακομίσθηκε στη Νικομήδεια, το 846 μ.Χ., και εναποτέθηκε στο ναό των Αγίων
Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, που ο ίδιος είχε οικοδομήσει.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αποκαλεί τον Όσιο Θεοφύλακτο στύλο αληθείας,
Ορθοδοξίας εδραίωμα, φύλακα της ευσεβείας, στήριγμα της Εκκλησίας.
Μικρός ναός του Οσίου Θεοφυλάκτου ανηγέρθη στο παλάτι κατά τον 10 αιώνα μ.Χ.,
ίσως επί αυτοκράτορος Ρωμανού Α' του Λεκαπηνού (920 - 944 μ.Χ.), πατέρα του
πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοφυλάκτου (931 - 956 μ.Χ.). Η Ορθόδοξη Εκκλησία
εορτάζει τη μνήμη του Οσίου στις 8 Μαρτίου.
Κυριακή 7 Μαρτίου 2021
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ Ή ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ!
Διότι όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι και εγώ στο μέσο αυτών. (Ματθαίος 18,20)