Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΧΑΡΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΓΙΟΥΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΡΟΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ!
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: Χάρη στους άγνωστους στον κόσμο αγίους μεταβάλλεται η ροή των ιστορικών και κοσμικών γεγονότων.
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας
Ο Άγιος αυτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους. Ο πατέρας του ήταν Δερβίσης και Σέχης στο αξίωμα. Είκοσι χρονών, μπήκε και αυτός στο τάγμα των Δερβίσηδων. Αφού έκανε αρκετά χρόνια στα Ιωάννινα, πήγε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) της Αιτωλίας, όπου κατοίκησε σ' ένα οίκημα, που ονομαζόταν Μουσελίμ σεράι.
Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.
Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.
Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.
Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.
Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 23 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Άγιος Νικόλαος ο
Νεομάρτυρας
«....Εγώ χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου πιστεύω για αληθινό Θεό. Οι τιμές και τα οφίκια που μου τάζεις, δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν αρνούμαι, τον Χριστό πιστεύω, για το όνομα του θα πεθάνω, Τούρκος δεν γίνομαι». Αυτή ήταν η δυναμική απάντηση του νεαρού Νικολάου στον κριτή, όταν με πλεκτάνη προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν.
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Καρπενήσι από γονείς ευσεβείς (ανήκε, κατά παράδοσιν σωζομένην προφορικώς μέχρι σήμερα, στην οικογένεια Καρανίκα), που φρόντισαν και για τη δική του ευσέβεια και μόρφωση. Σε ηλικία 15 χρονών βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο παντοπωλείο του πατέρα του, στο Ταχτά Καλέ. Κάποιος κουρέας Τούρκος όμως, που του μάθαινε την Τούρκικη γλώσσα, του έδωσε να διαβάσει την Τούρκικη ομολογία πίστης, μπροστά σε μάρτυρες, χωρίς ο Νικόλαος να γνωρίζει τίποτα. Όταν του είπαν ότι γίνεται Τούρκος, ο Νικόλαος αμέσως ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Η δυναμική απάντηση που έδωσε στον κριτή, έκανε τους Τούρκους να τον βασανίσουν μέσα στη φυλακή με τον πιο άγριο τρόπο. Παρ' όλα αυτά όμως, ο Νικόλαος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Έτσι, τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν. Ήταν 15 χρονών.
Το λείψανο του ενταφιάστηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας Χάλκης. Αργότερα η κάρα του Αγίου, μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Άγιου Όρους. Μέρος των Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Γρηγορίου Αγίου Όρους και Τατάρνας Ευρυτανίας. Η σιαγόνα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Προυσού Ευρυτανίας. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στον ομώνυμο Ναό Καρπενησίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρα στις 23 Σεπτεμβρίου.
Σπουδαίες πληροφορίες για το μαρτύριο του νεαρού Αγίου έδωσε ο τότε γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είχε εντυπωσιασθεί από το σθένος και την πίστη του Νικολάου.
ΟΣΙΕΣ ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οσίες Ξανθίππη και
Πολυξένη
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ: ΠΟΤΕ ΟΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ Ή ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;
Πότε οἱ Συνοδικές Ἀποφάσεις
τῶν Τοπικῶν ἤ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων εἶναι ἀποδεκτές καί ἔχουν δεσμευτικό
χαρακτῆρα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας;
ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ
ΗΜΕΡΙΔΑ:
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί
ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.
http://aktines.blogspot.com
Εἰσήγηση
τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
τ. Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τοῦ ΑΠΘ
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.
ΑΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Άγιος Φωκάς ο Ιερομάρτυρας και ο Θαυματουργός
Πατρίδα του Αγίου Φωκά ήταν η Σινώπη του Ευξείνου Πόντου. Οι γονείς του Πάμφυλος (ναυπηγός στο επάγγελμα) και Μαρία μεταλαμπάδευσαν στο Φωκά από την παιδική του ηλικία τη φλόγα της αγνής πίστης τους και τη θερμή ευσέβεια τους. Ο Φωκάς από μικρό παιδί εντρυφούσε στην ανάγνωση των Γραφών, και εκείνο που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η θερμή και ειλικρινής αγάπη που είχε προς το Θεό, αλλά και προς τους συνανθρώπους του. Διότι οδηγό στην αγάπη του αυτή είχε πάντα τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής: «Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει,... ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τὴ σκοτία ἐστι» (Α' επιστολή Ιωάννου, Β' 10-11). Εκείνος, δηλαδή, που αγαπά τον αδελφόν του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό φως. Ενώ αντίθετα, εκείνος που μισεί τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι.
Αναδείχθηκε Επίσκοπος Σινώπης και ευτύχησε να έχει το χάρισμα της επιτέλεσης θαυμάτων στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα στην περιοχή της Επισκοπής του, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο σε κάποιους φανατικούς ειδωλολάτρες. Πράγματι, ο Έπαρχος Αφρικανός, διέταξε την σύλληψή του και τον έριξαν σε καυτό λουτρό, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του, επί των χρόνων του αυτοκράτορος Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.).
Μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος Αγίου Όρους. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Ιερές Μονές Σταυρονικήτα Αγίου Όρους και Παναγίας Σουμελά Βερμίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Φωκά στις 22 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
Ο Άγιος Φωκάς καταγόταν από την Σινώπη και τα μοναδικά υπάρχοντα του ήταν ένας κήπος που καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Το εισόδημα του από τον κήπο, ήταν πολύ μικρό. Καθώς όμως ήταν πολύ οικονόμος και ολιγαρκής στις ανάγκες του, μπορούσε πάντοτε να διαθέτει κάτι για τους φτωχούς.
Ο Άγιος Φωκάς μελετούσε με ευχαρίστηση τα Ιερά βιβλία. Έλεγε μάλιστα σ' εκείνους, που τον έβλεπαν να μελετάει, ότι και η ψυχή μας είναι κήπος, που χρειάζεται την περιποίηση της, για να μη βγάζει αγκάθια και τριβόλια. Αλλά ο κηπουρός Φωκάς, ήθελε και όλες οι ψυχές να είναι κήποι πνευματικοί. Γι' αυτό λοιπόν, όπου μπορούσε, συντελούσε στον καθαρισμό και την καλλιέργεια τους. Και ενώ πουλούσε τα λαχανικά και τα φρούτα, έλεγε συγχρόνως και λόγια μεγάλου πνευματικού κέρδους. Έτσι δεν ωφελούσε μόνο τους χριστιανούς, αλλά πολλές φορές κέρδιζε και τους απίστους.
Εκείνη την εποχή είχαν κηρύξει, οι ειδωλολάτρες διωγμό κατά των Χριστιανών. Μαθεύτηκε, λοιπόν ότι και ο Φωκάς ο κηπουρός ήταν Χριστιανός και αμέσως οι άρχοντες έστειλαν στρατιώτες για να τον συλλάβουν. Επειδή το σπίτι του Αγίου ήταν κοντά στην πύλη του κάστρου που επικοινωνούσε με το λιμάνι, είχε αρκετά συχνά φιλοξενούμενους, άλλοτε ξένους ταξιδιώτες, άλλοτε φτωχούς. Έτσι δεν γνώρισε τους στρατιώτες και τους περιποιήθηκε σαν ξένους. Αφού πέρασαν μερικές ημέρες τους ρώτησε τι σκοπό είχε το ταξίδι τους. Εκείνοι υποχρεωμένοι από την φιλοξενία του φανέρωσαν το μυστικό, ότι ζητούν τον Φωκά τον Χριστιανό για να τον αποκεφαλίσουν. Του είπαν μάλιστα ότι θα του χρωστούσαν μεγάλη χάρη αν τους τον φανέρωνε.
Χωρίς να χάσει καθόλου το θάρρος του, ο Άγιος Φωκάς, βγήκε από το σπίτι του για να σκάψει και να ετοιμάσει τον τάφο του και την επόμενη μέρα φανέρωσε στους στρατιώτες ποιος είναι. Οι στρατιώτες, έμειναν κατάπληκτοι και ντροπιάστηκαν, γιατί με τόση αγάπη είχαν φιλοξενηθεί από τον Άγιο Φωκά. Ο Άγιος κατάλαβε την δυσκολία τους και τους είπε να μην διστάσουν και να εκτελέσουν τις διαταγές που είχαν διότι δεν ήταν αυτοί υπεύθυνοι για τον φόνο αλλά εκείνοι που τους έστειλαν. Με τέτοια λόγια έπεισε τους στρατιώτες να τον αποκεφαλίσουν.
Οι Χριστιανοί έκτισαν στον τόπο του αποκεφαλισμού εκκλησία μεγαλοπρεπή και έβαλαν το σεπτό λείψανο του Αγίου Μάρτυρος, που έγινε πηγή παρηγοριάς για τους θλιβομένους και θεραπείας για τους ασθενείς. Όταν κινδύνευσε η πατρίδα του, η Σινώπη, από πείνα χάρις στην προστασία του Αγίου βρέθηκε σιτάρι. Φανερώθηκε αρκετές φορές και σε ναύτες που κινδύνευαν να καταποντισθούν στο πέλαγος και τους έσωσε από πνιγμό. Άλλοτε πάλι φάνηκε νύχτα και ξύπνησε τον πηδαλιούχο λέγοντας του να είναι έτοιμος, γιατί θα ξεσπάση τρικυμία. Άλλες φορές τον έβλεπαν οι ναύτες σε μεγάλες θαλασσοταραχές να βοηθά πότε στα σχοινιά, πότε στα πανιά ή άλλοτε να προστατεύει το πλοίο, για να μην πέσει σε ξέρα ή σε βρόχους. Έτσι γεννήθηκε στους ναύτες η συνήθεια να έχουν τον Άγιο Φωκά ομοτράπεζο. Όταν, λοιπόν καθόντουσαν στο τραπέζι αγόραζε ένας από τους ναύτες το μερίδιο του Αγίου, την άλλη ημέρα το αγόραζε άλλος και έτσι συγκέντρωναν χρήματα, τα οποία, όταν έφθανε το πλοίο στον προορισμό του τα μοίραζαν στους φτωχούς. Αλλά και οι θεραπείες που έκανε ο Άγιος είναι πολλές. Σ' άλλους παρουσιάζονταν στον ύπνο, σ' άλλους ενεργούσε αόρατα.
Έτσι ο ασήμαντος και ταπεινός κηπουρός Φωκάς αξιώθηκε λόγω της αρετής του να θαυματουργεί και να τιμάται από τους Χριστιανούς. Απότμημα ου Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Προυσού Ευρυτανίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Φωκά στις 22 Σεπτεμβρίου.
Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΚΟΔΡΑΤΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Άγιος Κοδράτος ο
Απόστολος
Τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου του Θεού, Πέτρου, συμβουλεύουν: «Ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου» (Α' έπιστολή Πέτρου, γ' 15), που σημαίνει, να είστε πάντοτε έτοιμοι για να απολογηθείτε και να υπερασπίσετε την αλήθεια του Ευαγγελίου στον καθένα που σας ζητά λόγο και απόδειξη γι' αυτά που ελπίζετε να απολαύσετε στο μέλλον, και για τα οποία μας περιγελούν οι άπιστοι. Να απολογηθείτε όμως, χωρίς εξάψεις και φανατισμό, αλλά με πραότητα και με φόβο Θεού. Ένας τέτοιος μέγας απολογητής ήταν και ο απόστολος Κοδράτος. Άνδρας σεμνός, σοφός, πολυμαθέστατος και με άριστη διαλεκτική ικανότητα. Έγινε επίσκοπος Αθηνών, στην πόλη που ανθούσαν ακόμα οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές και χρειαζόταν επίσκοπος με μεγάλη απολογητική ικανότητα.
Ο Κοδράτος έχοντας αυτά τα προσόντα, εργάστηκε με ζήλο, προσευχή και πραότητα. Έτσι κατάφερε να φωτίσει σε πολλούς το δρόμο της Αλήθειας και να φιμώσει τους φιλοσοφούντες. Αυτοί, μη μπορώντας να τον αντιμετωπίσουν με λόγια, τον έδιωξαν με τη βία από την Αθήνα. Το φρόνημα, όμως, του Κοδράτου δεν κάμφθηκε. Πήγε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου με παρρησία κήρυξε και εκεί το Ευαγγέλιο. Έγραψε, μάλιστα, και απολογία για το χριστιανισμό στον Αδριανό. Η απάντηση του Αδριανού ήταν να τον φονεύσει. Έτσι ο μέγας απολογητής πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου φυλάσσονται στις Μονές Αρτοκωστάς Κυνουρίας και Κύκκου Κύπρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Κοδράτου στις 21 Σεπτεμβρίου.
https://www.saint.gr
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΝΑΣ
Προφήτης Ιωνάς
Ο Προφήτης Ιωνάς έζησε επί των βασιλέων Αμασίου και Ιεροβοάμ. Ήταν γιος του Αμαθί και είχε πατρίδα την Γεχθοφέρ, της φυλής Ζαβουλών. Ο Ιωνάς ήταν αυτός, που με θεία νεύση ενθάρρυνε τον Ιεροβοάμ σε πόλεμο κατά του άρχοντα της Συρίας, που κατέληξε σε νίκη του Ισραήλ και αποκατάσταση των συνόρων του. Ο Ιωνάς φέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξύ των μικρών λεγόμενων προφητών.
Βρίσκουμε δε γι' αυτόν στο ομώνυμο βιβλίο, που κυρίως τον έκανε γνωστό λόγω της ιερής δραματικότητός του. Ο Κύριος τον είχε διατάξει να πάει στη Νινευή, έδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμών και οργίων, για να κηρύξει σ' αυτή και να προφητέψει την καταστροφή της. Ο Ιωνάς όμως, αποφάσισε να λησμονήσει τη διαταγή του Θεού, και έκρινε καλό να πάει σε μια άλλη πόλη στους Θαρσείς. Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του με πλοίο, αλλά στ' ανοιχτά έπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε έριξαν κλήρο, για να δουν ποιος είναι υπεύθυνος του κακού που τους βρήκε. Και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, που είχε παρακούσει τη διαταγή του Θεού. Τότε τον έριξαν στη θάλασσα και η τρικυμία σταμάτησε. Αλλά και τον Ιωνά, τον κατάπιε ένα μεγάλο κήτος χωρίς να τον φάει και μετά τρεις μέρες και νύκτες τον έβγαλε στην ξηρά σώο και αβλαβή. Τότε ο Ιωνάς πήγε στη Νινευή, προφήτεψε ότι του είπε ο Θεός και οι Νινευίτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες και έτσι η πόλη τους σώθηκε απ' την καταστροφή. Διότι η μετάνοια φέρει την αγαθότητα του Θεού, πάνω από τη δικαιοσύνη Του.
Ο Ιωνάς πέθανε στη γη Σαραάρ, κοντά στη βελανιδιά της Δεβόρας και τάφηκε μέσα σε σπηλιά. Βέβαια άλλα γεγονότα της ζωής του μαθαίνουμε στην Παλαιά Διαθήκη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Προφήτη Ιωνά στις 21 Σεπτεμβρίου.
https://www.saint.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)