Άλλωστε, η εκκλησιαστική Μουσική και Λειτουργική παράδοση, ως κύριο μέρος του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη τη μουσική ευαισθησία του Μίκη. Και αυτό, διότι ο μεγάλος ρωμιός μουσικοσυνθέτης ήταν εραστής του όλου του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, ως γνωστό, είχε καταστεί οργανικό στοιχείο της ζωής του.
Δεν θα μπορούσε συνεπώς να είναι επιλεκτικός και να μην τιμά όλα εκείνα που αιώνες τιμούσε, σεβόταν και αγαπούσε ο ελληνικός λαός. Γι αυτό, ως γνήσιος δέκτης και εκφραστής της λαϊκής ευαισθησίας και του λαϊκού πολιτισμού, δεν ακολούθησε τις διχαστικές ή επιλεκτικές θέσεις των αυτοκαλούμενων προοδευτικών, που τα τελευταία 50 χρόνια περιφρονούν και στοχοποιούν ένα από τα διαχρονικά μεγάλα και σπουδαία πρότυπα του ελληνικού λαού, τη χριστιανική του πίστη και αφοσίωση στις ορθόδοξες χριστιανικές του παραδόσεις.
Το 1983, επίσης, στην παρουσίαση της σύνθεσής του «Νεκρώσιμη Ακολουθία εις τους Κεκοιμημένους», σε συνεργασία με την Εκκλησία, είχε πει μεταξύ άλλων: «Η συνεργασία με την Εκκλησία είναι οπωσδήποτε ένα μεγάλο πρόβλημα για ένα μαρξιστή… Θυμάμαι, όταν είχα γράψει μουσική για το γνωστό τραγούδι “Και δόξα τω Θεώ…”, κάποιος από τους ιεροφάντες του αγνού μαρξισμού με κατηγόρησε ότι μ΄ αυτό το τραγούδι προπαγανδίζω τη θρησκεία, το “όπιον του λαού”… Σ΄ αυτά τα 40 χρόνια πού πέρασαν έχω καταλήξει σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα… Η Εκκλησία αποτελεί για μας τους Έλληνες ένα χώρο πάνω κι έξω από οποιεσδήποτε πολιτικοϊδεολογικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις. Θα έλεγα είναι το λίκνο του Έθνους… το λίκνο του Ελληνισμού. Μέσα εκεί βαφτίζουμε τα παιδιά μας, αφού πρώτα βαφτισθούμε εμείς οι ίδιοι, εκεί παντρευόμαστε, εκεί αποχαιρετάμε τους αγαπημένους μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας τις έχουμε περάσει στην Εκκλησία… Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να ξαναγυρίσουμε στο δόγμα, “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”. Έτσι, στη πράξη αποφάσισα να κάνω αυτή τη Λειτουργία με τη φιλοδοξία να ανανεώσω τους εκκλησιαστικούς ήχους…».
Βαθιά πεποίθησή του Θεοδωράκη ήταν ότι «μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού».