(α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τί σοι ἔστιν ὄνομα;» «Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσεληλύθασιν εἰς αὐτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «ἄφες τοὺς νεκρούς, θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ὁ υἱός μου οὖτος νεκρός ἧν…καὶ ἀπολωλός».
(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.