Μαρτυρία
π. Παύλου Τσουκνίδα
«Ο
π. Ιάκωβος Τσαλίκης, έμαθα ότι πετάει»
«ο Ηγούμενος, ο π. Ιάκωβος, έμαθα ότι πετάει, ξέρω ένα περιστατικό και είναι αλήθεια, το άκουσα από πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και άλλα παρόμοια απ’ τους μοναχούς της Μονής.
Κάποια ήμερα ο γέροντας Ιάκωβος πήγαινε με τα πόδια στο Μοναστήρι, στον δρόμο σταμάτησε να τον πάρει ένα ταξί που πήγαινε μια οικογένεια στο Μοναστήρι να προσκυνήσουν, είπαν στον Γέροντα και ο ταξιτζής και η οικογένεια να τον πάρουν μέχρι το Μοναστήρι και ο Γέροντας τους είπε: »πάτε εσείς, εγώ θα έρθω με τα πόδια σιγά σιγά».
Ο ταξιτζής και η οικογένεια παρεκάλεσαν πολλές φορές τον Γέροντα να τον πάρουν μέχρι την Μονή, αλλά εκείνος, παρ’ όλο που ήταν 12 περίπου χιλιόμετρα, τους είπε πάλι »πάτε εσείς, θα’ ρθώ και εγώ». Έφυγαν όλοι τους στενοχωρημένοι που δεν κατάφεραν να πείσουν τον Γέροντα Ιάκωβο να τον πάρουν μαζί τους μέχρι την Μονή.
Προς έκπληξη όλων τους, όμως, όταν φθάσανε έξω απ’ την πύλη του Μοναστηριού, ο Γέροντας τους περίμενε στην πόρτα! Ο ταξιτζής και οι προσκυνητές έμειναν άφωνοι όταν τον είδαν. Είδες σε τι μεγάλη μορφή μας φέρνει ο Κύριος, παιδί μου Παύλο, μου λέει ο ιερομόναχος, για να πάρουμε την ευχή του και να εξομολογηθούμε;»
Εγώ όμως μέσα μου είχα αμφιβολίες και δεν το πίστεψα αυτό που μου είπε ο ιερομόναχος και έλεγα από μέσα μου, »πως είναι δυνατόν να πέταξε από τόσο μακρυά; Τι; Πουλί είναι ο Γέροντας;»
Το βραδάκι μιλούσα με ένα μοναχό, τον π. Νικόδημο, και μου διαβεβαίωσε ότι είδε ο ίδιος προσωπικά, αλλά και άλλοι αδελφοί της Μονής, τον Γέροντα Ιάκωβο ένα πήχυ πάνω πάνω από το έδαφος όταν λειτουργούσε.
Πάλι εγώ με την ολιγοπιστία μου έλεγα μέσα μου »καλά, από τόσο κοντά βλέπουν οι καλόγεροι τον Γέροντα μεσ’ την εκκλησία, που δεν πατάει στο έδαφος, αλλά απ’ τις Ροβιές πως πέταξε τόσο μακρυά, μήπως τα παραλένε;»
Αυτήν όμως την απορία μου, ήρθε να λύσει το εξής γεγονός:
Μία μέρα, μετά τον εκκλησιασμό στην Μονή που ήταν λειτουργός ο Γέροντας Ιάκωβος, όταν τελείωσε την θεία Λειτουργία, μιλούσε ο Γέροντας στο προαύλιο της Μονής με τέσσερα-πέντε άτομα προσκυνητές. Εγώ καλοπροαίρετα καθόμουν εκεί δίπλα για να ακούω τι λένε, για να ωφεληθώ πνευματικά. Εκείνη τη στιγμή ένας άνδρας του λέει:
«Θυμάσαι, πάτερ Ιάκωβε, την προηγούμενη φορά που ήρθα στο Μοναστήρι με το ταξί, είπαμε να σε πάρουμε απ’ τις Ροβιές που σε βρήκαμε στον δρόμο πεζό και δεν ήρθες μαζί μας, αλλά όταν φθάσαμε στο Μοναστήρι, μας περίμενες έξω απ’ την πόρτα;»
Και εκείνος ο μακαριστός Γέροντας έβαλε την παλάμη του χεριού του στο στόμα του και του λέει:
«Σε παρακαλώ μην τα λες, μην τα λες παιδί μου, ναχωμε και λίγο ταπείνωση».
Όταν το άκουσα αυτό το γεγονός, πήγα παραπέρα και έκλαιγα για την ολιγοπιστία μου!