Όταν το πρώτο της παιδί έγινε είκοσι ενός ετών, ένα βράδυ που κάθονταν στην τραπεζαρία μετά το δείπνο, το παιδί ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι και αμέσως, έπεσε κάτω αναίσθητο. Αφού το έβαλαν στο κρεββάτι, κάλεσαν-αμέσως-τον γιατρό, ο οποίος διαπίστωσε την σοβαρότατη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο άρρωστος και προετοίμασε την μητέρα του για το μοιραίο.
Η κυρία, όταν άκουσε αυτά που της είπε ο γιατρός, κατέφυγε στο εικονοστάσι του σπιτιού και αφού γονάτισε προσευχόταν όλο το βράδυ στην Παναγία για την σωτηρία του παιδιού της. Δυστυχώς, όμως, το παιδί της το πρωί πέθανε.
Αυτή, παρ’ όλο το πένθος της και την μεγάλη της λύπη συνέχισε την χριστιανική και ανθρωπιστική της δράση. Μετά, όμως, από έναν χρόνο, ένα βράδυ καθώς βρισκόταν στην τραπεζαρία με το άλλο παιδί της, ξαφνικά, το ακούει να βγάζει μια κραυγή πόνου και να πέφτει αναίσθητο κάτω, όπως ακριβώς και ο πρώτος γιος της.
Αμέσως, κάλεσε τον γιατρό, ο οποίος διαπίστωσε την ίδια περίπτωση με το πρώτο της παιδί και πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα σωτηρίας. Απελπισμένη η κυρία με αυτό που της συνέβη για δεύτερη φορά, ξανακατέφυγε με κλάμματα στο εικονοστάσι.
Όλο το βράδυ παρέμεινε εκεί και γονατιστή παρακαλούσε την Παναγία και τον Άγιο Γεράσιμο να σώσουν το παιδί της, να την λυπηθούν λόγω της χριστιανικής της δράσης και να χαρίσουν την υγεία στο παιδί της, πλήρως. Δυστυχώς, όμως, την επομένη ημέρα που ήλθε ο γιατρός διαπίστωσε τον θάνατο του παιδιού.
Η κυρία, τότε, κατελήφθη από μανία και έγινε θηρίο ανήμερο... ! Σταμάτησε την προηγούμενη δράση της, έβριζε τον Θεό και τους αγίους, συνέχεια, ενώ, δεν δεχόταν κανέναν στο σπίτι της, πια. Στη συνέχεια, έδωσε σε έναν καλό ζωγράφο δύο φωτογραφίες των παιδιών της και του ζήτησε να φτιάξει σε φυσικό μέγεθος τα πορτρέτα τους.
Μια μέρα, ο παππά-Μπασιάς πήρε από το Ληξούρι ένα καράβι της γραμμής και πήγε στο Αργοστόλι. Όταν βγήκε από το πλοίο, κατευθύνθηκε στο σπίτι της κυρίας, σιγά-σιγά, ακουμπισμένος στην ράβδο του.
Όταν έφτασε στο σπίτι, κτύπησε την πόρτα και η κυρία βγήκε στο παράθυρο. Όταν είδε τον παππά-Μπασιά, παρ` όλο που δεν τον γνώριζε, τρελάθηκε και άρχισε να τον βρίζει με τα χυδαιότερα λόγια. Παρ’ όλα αυτά, ο παππά-Μπασιάς, δεν ταράχθηκε, καθόλου και την παρακάλεσε τρεις φορές, ήρεμα, να του ανοίξει για να της πει κάτι. Αυτή, όμως, συνέχισε περισσότερο να τον βρίζει. Τότε, ο παππά-Μπασιάς της είπε :
– Ή μου ανοίγεις ή ανοίγω;
Με την ράβδο του έκανε το σημείο του σταυρού εις την πόρτα, η οποία άνοιξε, αυτόματα και ο παππά-Μπασιάς άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα. Όταν το είδε αυτό η κυρία, έμεινε άφωνη χωρίς να μπορεί να εκστομίσει λέξη, πλέον... !
Ο παππά-Μπασιάς προχώρησε-κατευθείαν-στο σαλόνι, (ασφαλώς, φωτισμένος από τον Θεό), λέγοντας στην κυρία να τον ακολουθήσει. Αφού, άνοιξε την πόρτα του σαλονιού, είπε στην κυρία : "κάθισε στην γωνία και θα δεις κάτι που δεν το περίμενες". Αφού προσευχήθηκε ο παππά-Μπασιάς, η κυρία είδε να σηκώνονται τα τούλια από τα πορτραίτα των παιδιών της, να ζωντανεύουν τα παιδιά της και να στέκονται στη μέση του δωματίου! Ταυτοχρόνως, έβγαλαν και τα δύο περίστροφα και ταυτοχρόνως, πυροβόλησαν το ένα το άλλο κι έπεσαν και οι δύο νεκροί στο πάτωμα. Μετά από αυτό, τα πορτρέτα βρέθηκαν ξανά στη θέση τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτε!
Η κυρία κατατρόμαξε με αυτά που είδε και έμεινε άφωνη! Τότε, ο παππά-Μπασιάς της είπε :
– Κυρία μου, ο Θεός επειδή σε αγαπά, σε φύλαξε να μην δεις αυτό που μόλις είδες και γι` αυτό πήρε τα παιδιά σου με φυσικό θάνατο. Τα παιδιά σου είχαν αγαπήσει και οι δύο την ίδια γυναίκα και επρόκειτο να αλληλοσκοτωθούν με τον τρόπο που είδες! Για τον λόγο αυτό να μετανοήσεις, να ευχαριστήσεις τον Θεόν και να συνεχίσεις την προηγούμενη χριστιανική δράση σου.
Πράγματι, η κυρία μετανόησε και δόθηκε και πάλι ψυχή τε και σώματι, στην προηγούμενη δράση της και - μάλιστα - σε μεγαλύτερη κλίμακα... !
https://youtu.be/hZ_EX5hYv_0
(Μη λέμε :" τον πήρε πρόωρα ο Θεός..". Αρχιμανδρίτης Σάββας Αγιορείτης).