Τον συνέλαβαν αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις βασανιστικές ανακρίσεις της σοβιετικής κρατικής ασφάλειας. Γι’ αυτόν τον ανυπόταχτο μοναχό ζήτησαν ψυχιατρική γνωμάτευση. Ήθελαν με επίσημο έγγραφο να χαρακτηρίσουν τον π. Γαβριήλ τρελό, εξαιτίας της ακλόνητης πίστης του.
Τον υπέβαλαν σε ψυχιατρικές εξετάσεις, τον ρώτησαν ειρωνικά: «Τώρα που είσαι στα χέρια μας, πώς θα σε βοηθήσει ο Χριστός σου;». Κι ο άγιος απάντησε ήρεμα: «Σε εφτά μήνες θα βγω από δω. ”
Τον δίκασαν με βάση τον κώδικα 72 «περί αντισοβιετικής προπαγάνδας»
Όταν στο μεταξύ τον είχαν μεταφέρει από την απομόνωση στο κελί με τους άλλους κρατουμένους, αυτοί στην αρχή δεν του φέρονταν καλά. Κάποιος μάλιστα πήγε και να χειροδικήσει εναντίον του, αλλά ο π. Γαβριήλ τότε σηκώθηκε και άρχισε να προσεύχεται. Οι κρατούμενοι, βλέποντάς τον να γονατίζει και να προσεύχεται με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό, απόρησαν αλλά και φοβήθηκαν. Όλοι ζήτησαν να τους συγχωρέσει. Η ενάρετη συμπεριφορά και ο μελίρρυτος λόγος του π. Γαβριήλ συγκίνησε τις σκληρές καρδιές των κρατουμένων του.
«Το πρωί σηκωνόμουν νωρίς, σκούπιζα, έπαιρνα τον κουβά της τουαλέτας και τον έβγαζα έξω. Ύστερα με μια βρεγμένη πετσέτα σφουγγάριζα. Δεν απέφευγα τίποτα. Οι ληστές με κοίταζαν με απορία. Από την ψάθα της σκούπας είχα φτιάξει κι ένα σταυρό και προσευχόμουν, και με αυτόν έκανα κήρυγμα σε όλους τους κρατούμενους. Πολύ γρήγορα αρχίσαμε να προσευχόμαστε όλοι μαζί. Μοιραζόμασταν και τις δουλειές. Μόλις έπιανα τη σκούπα, την άρπαζαν οι καημένοι από τα χέρια μου, λέγοντας: ¨Τις δουλειές όλες θα τις κάνουμε εμείς. Εσύ μόνο να μας μιλάς¨
Με τη χάρη του Θεού λέει ο Άγιος με αγάπησαν τόσο, που έλεγαν ότι δεν ήθελαν να αποφυλακιστούν και να με αποχωριστούν»
Λίγο καιρό αργότερα ο π. Γαβριήλ μετήχθη από τη φυλακή στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ χειρότερες από αυτές της φυλακής. Ο διευθυντής και οι ψυχίατροι του νοσοκομείου προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υπακούσουν και να εφαρμόσουν τις ρητές εντολές που είχαν λάβει από τα ανώτατα στελέχη του κόμματος. Τα βασανιστήρια δεν έλειπαν ούτε εκεί, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πέθαιναν στα ψυχιατρεία, μην υποφέροντας τον εξευτελισμό, την αδικία και τη βάναυση συμπεριφορά των ιατρών. Για τη ζωή του στο ψυχιατρείο εξιστορεί ο άγιος
« Οι άρρωστοι μου άρπαζαν το ψωμί και έμενα σχεδόν νηστικός. Ήθελαν να με ξυρίσουν αλλά δεν μπορούσαν ν’ αγγίξουν τα γένια μου. Ο Κύριος κοκάλωνε το χέρι τους και τους κυρίευε φόβος. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά εμένα δεν τολμούσαν να με ακουμπήσουν˙ με προστάτευε ο Κύριος. Σε όλους έκαναν ηρεμιστική ένεση, όμως εγώ είχα καταλάβει πως σε μερικούς δεν χρειαζόταν˙ πολλοί θα θεραπεύονταν απλώς με μια ευχή. Έδιναν και φάρμακα που έπρεπε να τα πίνουμε υποχρεωτικά μπροστά στους γιατρούς. Εγώ μόλις έβαζα το φάρμακο στην παλάμη μου εξαφανιζόταν. Κι οι γιατροί με κοίταζαν έκπληκτοι. Αν μας έδιναν να φάμε κάτι με το ζόρι, εγώ ύστερα πήγαινα στην τουαλέτα και το έκανα εμετό, για να μη με πειράξει. Οι γιατροί ομολογούσαν ότι λίγο με φοβούνταν και λίγο με αγαπούσαν, ενώ οι ασθενείς κάθε πρωί που με έβλεπαν έλεγαν το Πάτερ ημών».
Ο άγιος περιέγραφε όλα όσα έζησε στο ψυχιατρείο με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και το γλαφυρό, θεατρικό του ύφος, και οι πιστοί που τον άκουγαν γελούσαν. Διακόπτοντας όμως την αφήγησή του ξαφνικά, με πόνο και παράπονο έλεγε: «Ξέρετε όμως πόσο άσχημα και σκληρά ήταν όσα πέρασα; Δεν το χωράει ο νους σας». Και ύστερα συνέχιζε με το γνωστό του χιούμορ: «Ο γάιδαρος μισούσε το δυόσμο, κι όμως γέμισαν τη μύτη του. Για ό,τι μου προκαλούσε μεγάλη απέχθεια, με πήγαν από τη φυλακή στο τρελοκομείο, κι εκεί πήρα επισήμως τη σφραγίδα του τρελού. Σαν να με περιγελούσε ο τρισκατάρατος: ¨Βλέπεις; Τώρα εγώ τα κατάφερα και σε ονόμασαν τρελό¨».
Με τη χάρη του Θεού, ο π. Γαβριήλ γλίτωσε και βγήκε από το ψυχιατρείο. Ιδού τι γράφει η σχετική ιατρική έκθεση.
Ψυχονευρολογικό Νοσοκομείο Τιφλίδας (οδ. Ελεκτρόνικ, πάροδος 1)
Νο 666/19.1.1966
Διακομίστηκε από το κρατητήριο για υποχρεωτική θεραπεία. Διάγνωση: ψυχοπαθητικό άτομο, που έχει τάσεις σχιζοφρένειας με ψυχωτικές διαταραχές. Στις 19/11/65 πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Σύμφωνα με το ιστορικό του ασθενή, σε ηλικία 12 ετών του παρουσιάστηκε ο διάβολος με κέρατα στο κεφάλι. Ο ασθενής ισχυρίζεται πως για ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο φταίει ο διάβολος. Από τα δώδεκα του άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και να προσεύχεται. Απέκτησε πολλές εικόνες κι έμαθε την εκκλησιαστική γραφή.
Το 1949 τον κάλεσαν να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Στο στρατό τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε στην εκκλησία. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτα, και οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί που τον άκουγαν γελούσαν όταν παραμιλούσε λέγοντας: «Την Τετάρτη ο Ιούδας πούλησε τον Χριστό για τριάντα αργύρια, και την Παρασκευή οι Εβραίοι αρχιερείς σταύρωσαν τον Χριστό». Είχε πάντοτε παραισθήσεις.
Την 1η Μαΐου 1965, την ημέρα της διαδήλωσης έκαψε το μεγάλο πορτρέτο του Λένιν, που ήταν κρεμασμένο στο κτίριο του Συμβουλίου των Υπουργών. Όταν τον ανέκριναν, δήλωσε ότι προέβη σε αυτή την πράξη διότι δεν πρέπει να θεοποιούν έναν συνηθισμένο άνθρωπο, αναρτώντας το πορτρέτο του. Εκεί έπρεπε να είχαν κρεμάσει την εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού. Τότε ανησύχησαν πραγματικά για την υγεία του και τον έστειλαν για ειδική ψυχιατρική εξέταση.
Από την εξέταση διαπιστώθηκε ότι ο ασθενής εκδηλώνει διαταραχή προσανατολισμού ως προς τον τόπο, το περιβάλλον και το χρόνο. Μιλάει μόνος του χαμηλόφωνα: Υπάρχει Θεός, άγγελοι κ.λπ. Συζητώντας, πάντα απευθύνεται στον Θεό, αφού ο Θεός αποφασίζει για όλα κ.λπ. Στην πτέρυγα όπου βρίσκεται, είναι απομονωμένος απ’ όλους τους ψυχασθενείς, κι αν κάποιος του μιλήσει αμέσως αρχίζει να βγάζει λόγο για τον Θεό, για τις εικόνες, για τους αγγέλους κ.λπ. Δεν κάνει κριτική για την κατάσταση που βρίσκεται. Του χορηγήθηκε αμιναζινοφραζία και του έγινε θεραπεία συμπτωματικού χαρακτήρα. Πέρασε από την Επιτροπή Υγείας
Πράξη του Νοσοκομείου Νο 42/1965.