ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΑΘΗΤΟΣ ΠΑΠΑΣ

 Ο Άγιος Παΐσιος και ο αλάθητος Πάπας
 
Όταν το 1978 εκοιμήθη ο Πάπας, κάποιος καθολικός μοναχός έτυχε να επισκεφθεί τον Άγιο Παΐσιο στο Άγιον Όρος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την χρονιά είχαν κοιμηθεί σχεδόν ταυτόχρονα δύο Πάπες, ο Παύλος ΣΤ΄, που είχε συγκαλέσει την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, και ο Ιωάννης Παύλος ο Α΄, που έμεινε Πάπας μόνο για ένα μήνα (ένα από τα πιο σύντομα ποντιφικάτα στην ιστορία). Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο Ιωάννης Παύλος ο Β΄, ο οποίος, όταν εκλέχθηκε, στις 16 Οκτωβρίου 1978, έγινε ο πρώτος μη-ιταλός Πάπας τα τελευταία 455 χρόνια, και ο πρώτος πάπας σλαβικής καταγωγής στην ιστορία του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Ο καθολικός μοναχός, περίλυπος για την κοίμηση του Πάπα, παρακάλεσε τον Γέροντα να προσευχηθεί ώστε ο Θεός να αναδείξει έναν νέο καλό Πάπα.
Τότε ο Άγιος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, και, με το γνωστό χιούμορ που τον διέκρινε, του απάντησε:
– Μην στενοχωριέσαι καθόλου. Όποιος και να γίνει Πάπας, και αυτός αλάθητος θα είναι! Δεν πρέπει να ανησυχείς.
 
Βήμα Ορθοδοξίας

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

ΓΕΡΩΝ ΣΙΜΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ: Ο ΠΑΠΑΣ ΠΟΥ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕ ΤΟΝ ΒΛΑΣΦΗΜΟ ΑΝΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΕΛΑΣ!

 Γέρων Σίμων Ἀρβανίτης: Ὁ παπάς πού ταπείνωσε
τόν βλάσφημο ἀντάρτη τοῦ ΕΛΑΣ
 
Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες και είχαν και ένα κοντάρι με το κεφάλι κάποιου παπά που είχαν σκοτώσει. Ένας από αυτούς είχε ανέβει ψηλά σε μια εξέδρα και φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία!
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
 
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:
 
«Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι παρθενία; Πώς τολμάς να λες τέτοιες βλακείες και ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία. Και επί πλέον δεν σου επιτρέπεται να μιλάς με τον τρόπο αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».
 
Και τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα. Ο κόσμος όλος, που ήταν μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία.
 
Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα. Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Για όνομα του Θεού! Μην το κάνεις αυτό! Αν τον σκοτώσεις, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί εναντίον μας, γιατί, αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα κάνει και θαύματα». «Έτσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού», τελειώνει ο αφηγητής. 
 
Πηγή: ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ (ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ’)!

 

ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝ
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ’)
του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή

Μη ξενίζεσαι, τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος τού μονάχου είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τας θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζήτησης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη Του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της χάριτος και ακολουθεί η πικρία των πειρασμών.
Όταν θελήση να σου στείλη τα βάσανα σε ειδοποιεί και ως αγγελιαφόρον σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένης πόθεν θα σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός.Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.
Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν πέ­φτουν κανόνια, αλλά στήθι ανδρείως ως τού Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξο­ρία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.
Δεν σε είπον και άλλην φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην φρικτήν μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά, αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.
- Όλοι επάνω του! φώναζαν. Μαρτύριον ετραβούσα.
- Πρόφθασε, Παναγία μου! φώναζα- και άρπαζα ένα- και δος του εκτυπούσα στους άλλους˙ έσπαζα τα χέρια μου στα ντουβάρια.
Και κατά τύχην ήλθε κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευσε να τα χάση. Τρέχω ευθύς.
- Τι έχεις; τον λέγω.
- Οι δαίμονες, λέγει, παρ’ ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!
- Μη φοβείσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμήσω. Άλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνον του μαρτυρίου.
Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγη. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία Άννα και επέστρεψα.
Ήμεθα εις τον Άγιον Βασίλειον τότε.
Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον, όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστείαν που έκαμα,αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Καιαπελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.
Και μίαν νύκτα όπως ήμουν καθήμενος άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νοερώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνο­μαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Όρμησα επάνω του ωσάν σκύλος – τέτοια μανία τον είχα – και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου. Και έγινεν άφαντος. Εγέμισε βρώμα όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλέον ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.
Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν τού Σατανά.
Ήμην πολύ υψηλά εις ένα ωραίον μέρος, και κάτωθεν μεγάλη πλατέα, και πλησίον η θάλασσα. Και είχαν στήσει οι Δαίμονες μυριάδες παγίδες. Και επερνούσαν οι μοναχοί- και πίπτοντας αι παγίδες άλλον έπιαναν από το κεφάλι, άλλον από το πόδι, άλλον από το χέρι, από τα ρούχα, από όπου ήτον τρόπος τον καθένα. Ο δε βύθιος δράκων είχε το κεφάλι του έξω από την θάλασσαν και – βγάζων πυρ από το στόμα του, μάτια και μύτη – έχαιρε και ηγάλλετο εις την πτώσιν των μοναχών. Εγώ δε βλέπων τον ύβριζα.
- Ω βύθιε δράκον! έλεγα. Δι’ αυτό μας απατάς και μας παγιδεύεις!
Και συνήλθα έχων χαράν και θλίψιν ομοίως. Χαράν, διότι είδον τες παγίδες του Διαβόλου. Θλίψιν δια την πτώσιν μας και τον κίνδυνον, όπου κινδυνεύομεν εφ’ όρου ζωής.
Έκτοτε ήλθα εις μεγάλην ειρήνην και προσευχήν. Αλλά δεν παύει αυτός.Εγύρισε κατ’ επάνω μου τους ανθρώπους. Δι’ αυτό σου τα γράφω, να κάμετε υπομονήν συ και οι λοιποί αδελφοί.
Είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης, δεν είναι αστεία! Με τα ακάθαρτα πνεύμα­τα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκού­μια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα.
Πλην μη λυπήσαι. Μη δειλιάς. Έχεις βοήθειαν. Εγώ σε βαστάζω. Σε είδα κατά αλήθειαν εχθές εις τον ύπνον μου, ανεβαίναμε μαζί προς τον Χριστόν.Λοιπόν, ανάστα και δράμε οπίσω μου.
Μόνον πρόσεχε, αφού είδες τες παγίδες των πονηρών και αλλοίμονον εις εκείνον που πιάσουν.
Εύκολα δεν ημπορεί από τα νύχια τους να ξεφύγη.
Βεβαίως δεν ημπορεί – όσον και αν το θέληση – ο Διάβολος μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνερ­γήσαμεν στην κακίαν του˙ άλλ’ ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργοί της Αυτού χάριτος εις την σωτηρίαν μας. Πάντοτε βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.
Όθεν μη λέγης ότι δεν επρόκοψες, και διατί δεν επρόκοψες, και άλλα παρόμοια. Διότι η προκοπή δεν έγκειται εις μόνον τον άνθρωπον, καν θελήση, καν και πολύ κοπιάση. Η δύναμις του Θεού, η χάρις Του η ευλογημένη, αυτή κάμνει το παν, όταν το εξ ημών λάβη. Αυτή σηκώνει τον πεσμένον, αυτή ανορθοί τον κατερραγμένον.
Αυτόν τον Θεόν και Σωτήρα ημών να παρακαλούμεν και ημείς εξ όλης καρδίας να έλθη, να σφίξη τον παράλυτον, να εγείρη τον τετραήμερον Λάζαρον, να δώση οφθαλμούς εις τον τυφλόν, να θρέψη τον πεινασμένον.

Από το βιβλίο «Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας» του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή το οποίο περιέχει επιστολές προς τα πνευματικά του παιδιά.

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΓΕΡΩΝ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ: ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ;

 Γέρων Κλεόπα Ηλίε
Είναι αμαρτία να πιστεύουν οι χριστιανοί στα όνειρα
και τα οράματα;
 
Λέγει ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακας ότι αυτός πού πιστεύει στα όνειρα ομοιάζει μ’ αυτόν πού τρέχει για να πιάσει την σκιά του. Επίσης λέγει, ότι οί δαίμονες της κενοδοξίας γίνονται προφητικοί στα όνειρα. Αυτοί σαν πονηροί πού είναι φαντάζονται τα μέλλοντα καί μας τα γνωστοποιούν εκ των προτέρων. Και όταν εκπληρωθούν τα όνειρα μας, θαυμάζουμε καί καυχώμεθα ότι αποκτήσαμε το χά­ρισμα της προοράσεως. Αυτοί πού άκούουν σ’ αυτά τους δαίμονες αποδεικνύονται συχνά ψευδοπροφήτες.
 
Καί παρακάτω λέγει: «οί δαίμονες δεν γνωρίζουν τα μέλλοντα με το να ειπούν μια είδηση εκ των προτέρων. Διότι καί οί γιατροί μπορούν να μας μιλήσουν για το θάνατο μας εγκαίρως». Κατόπιν τελειώνει, λέγοντας: «Όταν αρχί­σουμε να πιστεύουμε στα όνειρα των δαιμόνων αυτοί οί ίδιοι μας εμ­παίζουν ακόμη καί όταν είμεθα ξύπνιοι. Αυτός πού πιστεύει στα όνειρα καί τίς νυκτερινές φαντασίες είναι τελείως ανόητος. Ενώ αυ­τός πού δεν πιστεύει σ’ αυτά είναι φιλόσοφος» (Ένθα. ανωτέρω).
 
Όποτε λοιπόν, είναι αμαρτία να πιστεύουμε στα όνειρα καί ο­ράματα, με τα όποια μας εξαπατούν πολύ εύκολα οί δαίμονες καί μας ρίχνουν στην φοβερή αμαρτία της υπερηφάνειας καί κενοδο­ξίας, Όταν ό άνθρωπος δώσει πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό του καί όχι στον λόγο του Θεού. Με αυτό το πονηρό τέχνασμα οί δαίμο­νες ξεγέλασαν πολλούς χριστιανούς καί μοναχούς, τους όποιους κατόπιν οδήγησαν στον γκρεμό της απώλειας. Ενώ, Όταν κάποιος έχει παρ’ όλα αυτά αμφιβολία σ’ αυτά πού βλέπει, να εξομολογείται στον Πνευματικό του καί να ζητά την συμβουλή του, διότι δια μέ­σου του Πνευματικού ομιλεί ό Θεός.
 
Από ποιες αιτίες εξαπατώνται οί άνθρωποι με τα ψεύτικα όνειρα καί οράματα;
Από επτά αιτίες πλανώνται οί χριστιανοί άπ’ αυτά πού βλέ­πουν καί συγκεκριμένα: Από υπερηφάνεια, από κενοδοξία, ή οποία είναι ή πρώτη θυγατέρα της υπερηφάνειας, από επιπολαιότητα καί ανοησία των χριστιανών, από τον αδιάκριτο ζήλο μερικών, οί όποιοι προσεύχονται καί νηστεύουν περισσότερο για να ιδούν οπτα­σίες, για τίς όποιες λέγει ό άγιος Ισαάκ ό Σύρος: «ότι από μεγάλη ασθένεια ασθενεί αυτός πού έχει τον ζήλο «ου κατ’ επίγνωση». Πέμ­πτη αιτία από την οποία εξαπατώνται με τα όνειρα καί οράματα εί­ναι ή παρακοή στους Πνευματικούς των καί το πείσμα μερικών πι­στών, προπαντός από υπερηφάνεια, λόγω της οποίας αιχμαλωτίζονται από τον διάβολο. Έκτη αιτία είναι ή κρυφή καί ανεξομολόγητη ζωή των καί τελευταία είναι ή αγνοία της πνευματικής κατα­στάσεως του εαυτού των και ή έλλειψης αναγνώσεως των Αγίων Γραφών καί των Αγίων Πατέρων.
 
Για όλα αυτά λέγει τα έξης ό σοφός Σειράχ: «Μαντείαι καί οιωνισμοί καί ενύπνια μάταια είσι καί ως ώδινούσης φαντάζεται καρ­δία…πολλούς γαρ πλάνησε τα ενύπνια καί έξέπεσον  έλπίζοντες έπ’ αυτοίς» (Σοφ. Σειράχ 34,5-7). Αυτός πού πιστεύει με ευκολία στα όνειρα καί οράματα, χωρίς πολλή εξέταση καί συμβουλές από ενά­ρετους Πνευματικούς, κανονίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, με αυτούς πού πηγαίνουν στους μάγους καί γητευτάς, δηλαδή να εμποδίζεται από την Θεία Κοινωνία επί επτά χρόνια.
 
από:  Πνευματικοί Διάλογοι με τον Ρουμάνο ησυχαστή π. Ηλίε Κλεόπα. – Πρωτοπρεσβύτερος. Δημήτριος Στανιλοάε Καθηγητής Δογματικής

ΑΝ ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟ ΘΑ ΕΔΙΝΑΝ 10 ΛΙΡΕΣ, ΤΙ ΛΕΤΕ ΘΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ ΚΑΝΕΝΑΣ;

Αν κάθε Κυριακή σε κάθε εκκλησιαζόμενο θα έδιναν 10 λίρες,
τι λέτε θα απουσίαζε κανένας;
 

«Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου».
 
Κάποτε ένας ιεροκήρυκας είπε στο ακροατήριό του το εξής:
Ένας πλούσιος συνάντησε ένα πτωχό και βάδιζαν μαζί. Λυπήθηκε τον πτωχό και από τις επτά λίρες που είχε του έδωσε δύο.
Μετά από λίγο, όταν άκουσε τα βάσανά του του έδωσε και άλλες δύο.
Σε μια βρύση, που κάθησαν του έδωσε από το φαγητό του και συγχρόνως και άλλες δύο λίρες. Του έδωσε λοιπόν σύνολον έξι λίρες και αυτός κράτησε μία για τον εαυτό του. Τόσο πολύ σπλαγχνικά συμπεριφέρθηκε.
Ξαφνικά όμως αυτός που πήρε τις έξι λίρες αντί ευγνωμοσύνης σηκώνεται πάνω και με την απειλή μαχαίρας του αρπάζει και την έβδομη. Τον αχάριστο! Τι αξίζει σ᾽ αυτόν; Ρώτησε ο Ιεροκήρυκας;
 
Το ακροατήριο απάντησε: «θάνατος»!
Σε σας λοιπόν αξίζει η αυστηρή αυτή τιμωρία, διότι είσθε οι αγνώμονες.
Ο Θεός μας έδωσε έξι ημέρες και κράτησε μία, την Κυριακή. Αλλά του την παίρνουν και αυτή. Με διάφορες εργασίες ασχολούμενοι αφήνουν την Κυριακή.
Αχ δυστυχείς: Αν υποτεθή ότι κάθε Κυριακή σε κάθε εκκλησιαζόμενο θα έδιναν 10 λίρες, τι λέτε θα απουσίαζε κανένας;
 
Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Εκκλησίας ουδέν ίσον· μη απέχου Εκκλησίας· ουδέν γαρ Εκκλησίας ισχυρότερον. Η ελπίς σου η Εκκλησία· η σωτηρία σου η Εκκλησία· η καταφυγή σου η Εκκλησία».
Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί τα εξής: «Κανείς να μη απουσιάζη από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις, είτε από ραθυμία, είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, για να μη εγκαταλειφθή δικαίως από τον Θεό και, επειδή δεν έρχεται στις τακτές συνάξεις, πάθει κάτι παρόμοιο με τον Απόστολο Θωμά.
Και αν ακόμη από κάποια περίσταση απουσιάση μία φορά, την επομένη ας επανορθώση με το να προσέλθη στην Εκκλησία του Χριστού».
 
Κυριακή είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, ημέρα του Κυρίου και γι᾽ αυτό λέγεται Κυριακή. Από την εποχή των Αποστόλων η Κυριακή ξεχωρίζει και έχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή της Εκκλησίας.
Ο άγιος μάρτυρας Ιουστίνος (150 μ.Χ.) σε μία μαρτυρία που δίδει, ονομάζει την Κυριακή «ημέρα ηλίου» (ήλιος είναι ο Χριστός) και γράφει ότι όλοι οι χριστιανοί συγκεντρώνονταν και διάβαζαν τα έργα των Αποστόλων και μετά ο προϊστάμενος της συνάξεως έκανε κήρυγμα και συμβούλευε τον κόσμο να μιμηθή τα καλά που άκουσε.
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Θεοδόσιος με ειδικά διατάγματα εξασφάλισαν την αργία της Κυριακής προτρέποντας τους χριστιανούς «την σωτήριον ημέραν να μετέχουν της ενθέου πίστεως ακωλύτως τη εκκλησία του Θεού» (Θεοδ. Κωδ. VIII 8,3 & XV 5,2).
Από τότε και μέχρι σήμερα οι γενιές των χριστιανών τήρησαν με ευλάβεια την αργία της Κυριακής. Στην Ελλάδα προστατεύεται με διάφορα νομοθετήματα και κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα, όπου στο άρθρο 13 αναφέρεται, η λατρεία να τελήται ανεμπόδιστα. […]
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
 
Μια μέρα ένας μαθητής αποφάσισε να προκαλέσει τον δάσκαλό του. 
Έτσι σκέφτηκε να του στήσει μια παγίδα. Έπιασε μια πεταλούδα και την κράτησε στη χούφτα του. Όταν θα πήγαινε στο δάσκαλο θα τον ρώταγε τι είχε στο χέρι του. Κι αν ο δάσκαλος το έβρισκε, τότε θα τον ρωτούσε εάν η πεταλούδα ήταν ζωντανή ή νεκρή. Στην περίπτωση που απαντούσε ότι η πεταλούδα ήταν ζωντανή, τότε θα έσφιγγε το χέρι του και θα τη σκότωνε και το αντίστροφο.
Όταν είχαν μάθημα λοιπόν, πλησίασε τον δάσκαλο, μπροστά σε όλους τους υπόλοιπους μαθητές, έτεινε το χέρι προς το μέρος του και τον ρώτησε:
- "Δάσκαλε, τι έχω στο χέρι μου;"
- "Την ψυχή σου έχεις παιδί μου", απάντησε ατάραχος ο δάσκαλος. 
Ο μαθητής προβληματίστηκε για λίγο σκεπτόμενος την απάντηση. Κατέληξε ότι ο δάσκαλος είχε δίκιο. Η πεταλούδα ήταν μια ψυχή που θα μπορούσε να είναι και δική του. Ωστόσο, συνέχισε: 
-"Και είναι ζωντανή η ψυχή μου δάσκαλε ή όχι;"
Ο δάσκαλος τον κοίταξε με καλοσύνη στα μάτια και του είπε χαμογελαστά:
- "από το χέρι σου εξαρτάται".
Αυτήν την μικρή ιστορία την είχα πει κάποτε και σε ένα αδελφικό μου φίλο. Συγκινήθηκε, προσπάθησε να βρει ξανά τον πραγματικό του στόχο, πάλεψε αλλά μετά από καιρό την ξέχασε, έχασε ξανά τον στόχο του και σήμερα ψάχνει σε λάθος βοσκοτόπια να βρει αυτό που θα τον γεμίσει ξανά.
Αν καταφέρει και κοιτάξει ξανά προς τον ουρανό θα δει, θα καταλάβει πως θα γεμίσει ξανά και πραγματικά την ψυχή του, την καρδιά του, την διάνοια του.
Τώρα αυτήν την μικρή ιστορία την λέω και σε εσάς και σας λέω ακόμη πως τίποτα δεν μπορεί να επηρεάσει την ψυχή μας παρά μόνο εάν το επιτρέψουμε εμείς οι ίδιοι!!!!!
O Δάσκαλος της ιστοριούλας είναι ο ίδιος ο Θεός, το παιδί ένας από εμάς και η πεταλούδα η ψυχή μας. Πραγματικά ωφέλιμη ιστορία με πολύ βαθύ νόημα. Σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό σε βάζει σε σκέψεις, έστω και για λίγο. Αυτό το λίγο μπορεί να είναι αρκετό να πάρεις καινούριες αποφάσεις βασισμένες σε κάτι όχι επιφανειακό αλλά βασισμένες στο συμφέρον της ψυχής σου της ίδιας.
Δύσκολο ε; Στα λόγια όλοι είμαστε άνετοι και θαρραλέοι στις πράξεις είναι εκεί που τα βρίσκουμε σκούρα. Λίγο όμως αν προσπαθήσουμε θα δούμε μια εσωτερική αναγέννηση η οποία θα μας εκπλήξει θα μας κάνει άλλον άνθρωπο. Στο χέρι μας είναι που θέλουμε να φτάσουμε.
Η κορυφή του βουνού είναι ψηλά και μακριά από εδώ. Ο δρόμος δύσβατος, απόκρημνος στενός χωράει μόνον δύο, εσένανε και τον Δάσκαλο που θα είναι εκεί έστω κι αν δεν τον βλέπεις για να σε στηρίζει όχι με τον τρόπο που εσύ περιμένεις αλλά με τον τρόπο που Αυτός γνωρίζει πως θα μπορέσεις να οδηγηθείς στην κορυφή.
Εσύ επιλέγεις, από το δικό σου χέρι εξαρτάται αν θα προχωρήσεις και θα αποτελέσεις ίσως ακόμη και παράδειγμα προς μίμηση η θα μείνεις στάσιμος αλλά ποτέ σου δεν θα νιώθεις γεμάτος, ποτέ σου δεν θα είσαι πραγματικά ευτυχισμένος και ξέρεις γιατί; Γιατί μόνον ο Θεός μπορεί να σε γεμίσει εσωτερικά. 
Μόνον ο Θεός μπορεί να σε ολοκληρώσει ως άνθρωπο. Μόνον αυτόν αν έχεις ως συνοδοιπόρο έχεις τα πάντα, αν έχεις όλους τους άλλους εκτός από Αυτόν, τότε λυπάμαι αλλά να ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα και θα βασανίζεσαι σε όλη σου την ζωή για να βρεις κάτι που σε γεμίζει. Όσα κι αν κάνεις, όσα κι αν αποκτήσεις αν δεν καταφέρεις να έχεις τον Θεόν-Πατέρα-Δάσκαλο στην καρδιά σου τότε μόλις αποκτάς κάτι καινούριο πάλι άδειος θα αισθάνεσαι.
Μόνον όταν φτάσεις και καταφέρεις αυτό που ίσως και να σε δυσκολεύει μόνο και μόνο στο άκουσμα, να έχεις Θεό μέσα σου, θα νιώσεις αγαλλίαση, ηρεμία, θα νιώσεις ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στην γη, μόνον τότε θα νιώσεις ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος.
Θα γίνεις κι εσύ ένας μικρός Θεός, όπως ο Σπυρίδων ο Τριμυθούντος, όπως ο Λουκάς ο Συμφερουπόλεως, όπως η Παρασκευή η αθληφόρος. 
Τους ξέρεις αυτούς; Τους έχεις ακούσει; Ναι τους ξέρεις. Τους έχεις ζητήσει και την μεσιτεία τους στον Θεό. Μπορείς να τους μοιάσεις και να τους ξεπεράσεις;
Μπορείς να φτάσεις πιο κοντά από ότι έφτασαν αυτοί στον ίδιον τον Θεόν. Ναι μπορείς γιατί ο Θεός για εκεί σε προορίζει, για τόσο ψηλά σε έχει.
Εσύ είσαι αυτός που δεν θες και δεν κυνηγάς αυτό που θα σε κάνει ολοκληρωμένο σαν άνθρωπο και θα είναι αυτό μέσα στο οποίο δεν θα σου λείπει τίποτα γιατί θα τα έχεις όλα, θα έχεις Θεό. Στο χέρι σου είναι...
Στο εύχομαι!
Στο χέρι σου είναι μην το ξεχνάς.
Ελπίζω να συναντηθούμε στην κορυφή…
 
ΡΟΜΦΑΙΑ

Ο ΑΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

 Ο ΑΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
 
(Παράδειγμα σύγχρονης αγιότητος)
 
Του Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, 
Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
 
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2005 «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος, ένα παράδειγμα σύγχρονης αγιότητος, ο ταπεινός και αφιλοχρήματος. Καταθέτω ένα περιστατικό, όπως μου το διηγήθηκε ο Γέροντας Στέφανος και τούτο προς δόξαν Θεού και παραδειγματισμό όλων μας.
 
Ένα απόγευμα ο φιλάγιος και φιλακόλουθος Μητροπολίτης Αντώνιος έψαλλε τον Εσπερινό μόνος του με ψάλτη τον νυν Ηγούμενο της Μονής του Δρυοβούνου, πατέρα Στέφανο. Στο τέλος του Εσπερινού τον πλησίασε μία γυναίκα και ζήτησε να εξομολογηθεί. Ο π. Στέφανος τον αποχαιρέτισε και ο Δεσπότης έμεινε για να εξομολογήσει την ψυχή που του έστειλε ο Κύριος.
 
Την επομένη ημέρα το πρωϊ, όρθρου βαθέος, ο Δεσπότης πήρε τηλέφωνο τον πατέρα Στέφανο. Εκείνος τα έχασε. Τόσο πρωϊ τηλέφωνο καλό δεν προμηνύει. Το σήκωσε και άκουσε τον Δεσπότη να του λέει.
 
-Δεν είμαι καθόλου καλά. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ!
 
-Γιατί, Δεσπότη μου, τον ρώτησε με αγωνία αυτός. Μήπως είσθε άρρωστος και πρέπει να έλθω να σας μεταφέρω σε νοσοκομείο; Σημειωτέον ότι ο Δεσπότης δεν είχε ούτε αυτοκίνητο.
 
-Όχι, πάτερ Στέφανε, απάντησε. Αλλά θυμάσαι χθες εκείνη την γυναίκα που ζήτησε να εξομολογηθεί; Αυτή φεύγοντας μου άφησε ένα φακελλάκι. Όταν το άνοιξα είδα μέσα δέκα λίρες.  Τα έχασα! Μου ανέβηκε η πίεση. Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα ούτε να ξαπλώσω στο κρεββάτι. Έλεγα. «Σκέψου, Αντώνιε, να πεθάνεις σήμερα το βράδυ και οι άλλοι να βρουν αυτές τις λίρες και να πουν ότι ήσουν φιλοχρήματος και προσποιητά έκανες τον αφιλάργυρο»! Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες και παρακαλούσα τον Θεό να μην με πάρει αυτή τη βραδιά και φανώ ασυνεπής στα λόγια που διδάσκω για την πτωχεία του Ιησού. Έλα, σε παρακαλώ, να τις πάρεις και να τις διαθέσεις, όπου εσύ θέλεις. Θέλω να φύγουν από κοντά μου!
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

“ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ”– ΜΙΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ, ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ

 “ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ” – ΜΙΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ, ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ
ΚΑΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
 
Διάφορες κακές συνήθειες στη ζωή των ανθρώπων, παρουσιάζονται λαθεμένα ως λαϊκές παραδόσεις, ενώ πρόκειται για πλάνες και παραλογισμούς που όπως όλα τα «ανθρωποκαμώματα» διαδόθηκαν στο πέρασμα των αιώνων.
Επί παραδείγματι, όταν κάποια άτομα συνομιλούν και αναφέρονται σε κάτι κακό, όπως θάνατο, αρρώστια, ή συμφορά, τότε κτυπούν ξύλο νομίζοντας ότι τα κακά αυτά που σημαίνουν οι λέξεις που ανέφεραν, θα μεταφερθούν στο ξύλο και όχι σ’ εκείνους, ή ότι δεν θα ακούσουν οι δαίμονες λόγω του θορύβου που προκαλεί το κτύπημα του ξύλου, και έτσι δεν θα πειράξουν τους συνομιλούντες.
Στις περιπτώσεις αυτές οι άνθρωποι αψηφούν ότι το κακό δεν δημιουργείται από τις λέξεις, αλλά από την αμαρτωλότητα εκείνων που δεν έχουν σωστή πνευματική ζωή και σχέση με τον Θεό.
Ο συνειδητός Χριστιανός γνωρίζει ότι οι δοκιμασίες παραχωρούνται στην ζωή του, για να τον ωφελήσουν στον αγώνα για την σωτηρία του.
Ο πιστός που προσεύχεται, νηστεύει, εξομολογείται καθαρά και κοινωνεί τον Χριστό δεν έχει να φοβηθεί τις «κακές λέξεις», νομίζοντας ότι έχουν αρνητική επήρεια στη ζωή του που εξαλείφεται με το χτύπημα του ξύλου!
Εάν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής του, ο άνθρωπος νιώθει αδύναμος και φοβισμένος, είναι πρέπον να κάνει τον Σταυρό Του. 

ΙΕΡΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

Η ΗΧΩ ΚΑΙ Η ΖΩΗ

 Η Ηχώ και η Ζωή
 
Μια φορά ένας άνδρας με τον γιο του περπατούσαν μέσα στο δάσος. Ξαφνικά το αγόρι σκουντουφλά και πέφτει κάτω. Είχε χτυπήσει στο πόδι του και φώναξε δυνατά.
– ΑΑΑΧΧΧ!
Ξαφνιασμένος, ακούει την φωνή του να επιστρέφει:
– ΑΑΑΧΧΧ!
Παραξενεμένος φωνάζει:
– Ποιός είσαι;
Όμως την μοναδική απάντηση που παίρνει είναι:
– Ποιός είσαι;
Θυμωμένος τώρα κάνει αγριεμένα:
– Είσαι δειλός!
Και η φωνή απαντά:
– Είσαι δειλός!
Γεμάτος περιέργεια ρωτά τον πατέρα του.
– Τι συμβαίνει πατέρα; τι γίνεται εδώ;
– Πρόσεξε γιε μου, του λέει εκείνος και φωνάζει:
– Σε θαυμάζω!
Η φωνή απαντά:
– Σε θαυμάζω!
Ο πατέρας φωνάζει για άλλη μια φορά:
– Είσαι υπέροχος!
Η φωνή απαντά:
– Είσαι υπέροχος!

Το αγόρι ακόμα πιο έκπληκτο από πριν, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Υστέρα ο πατέρας πιάνει να εξηγήσει στον γιο του:
Το φαινόμενο αυτό, οι άνθρωποι το λένε ΗΧΩ, αλλά στ’ αλήθεια είναι ΖΩΗ. Επειδή εκείνη σου επιστρέφει αυτό που της δίνεις. Η ζωή είναι ένας καθρέφτης των πράξεών σου. Αν θέλεις πιο πολλή αγάπη, τότε να δώσεις πολλή αγάπη! Αν θέλεις κατανόηση, τότε δώσε κατανόηση. Αν θέλεις οι άνθρωποι να σε υπομένουν, τότε να τους υπομείνεις και εσύ. Αυτός είναι ο κανόνας και έχει εφαρμογή σε κάθε τομέα της ζωής μας!
Η ζωή σου με άλλα λόγια είναι όχι απλά μια σύμπτωση από τυχαία γεγονότα αλλά ένας καθρέφτης του ίδιου σου του εαυτού!

Δημήτρης Καραβασίλης
Πηγή: Το Ζωντανό Ιστολόγιο

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΗΡΘΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Η απάντηση ήρθε από τον Ουρανό
 
Ό Επίσκοπος Παντελεήμων Φωστίνης γράφει:
Όλο το χαριτωμένο νησάκι, οι ξακουστές Οινούσσες, έκλαψαν τήν ευλογημένη νιόπαντρη νοικοκυροπούλα. Τήν καμάρωναν όλοι σαν δική τους κόρη. Κι’ ό ξαφνικός θάνατός της, στην πρώτη γέννα της, βύθισε σε πένθος όλο το νησί. Τήν άμοιρη Κωνσταντία.
Ό πατέρας της, απαρηγόρητος από τότε άρχισε να βυθίζεται σε ιδιαίτερες μελέτες, γιά τήν αθανασία της ψυχής. Οι επιστήμονες τού νησιού, τον συντρόφευαν πάντοτε και συζητούσαν ώρες ολόκληρες γιά τήν ύπαρξη και τήν αθανασία της ψυχής, γιά τήν αιωνιότητα, γιά τήν κρίσι, γιά όλες τις λεπτομέρειες της άλλης ζωής. Μερικές φορές, ετύχαινε να έχει και αντίθετο γνώμη, κάποιος άπ’ τήν παρέα και τότε άρχιζε ή συζήτησις. Και προσπαθούσε, ό πατέρας της Κωνσταντίας να πείσει όλους, γιά τήν ομορφιά της αιωνίου ζωής και να τούς παροτρύνει, να μη λησμονούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο, είμαστε όλοι διαβατάρικα πουλιά. Αυτό γινόταν τακτικά. Κάθε μέρα σχεδόν, οι συζητήσεις αυτές.
Πρωί-πρωί, ανέβαινε συχνά στο νεκροταφείο. Είχε αναθέσει, σ’ ένα κηπουρό, να περιποιέται τον τάφο της κόρης του. Κι ό κηπουρός αληθινά ευαίσθητος και ευγενικός άνθρωπος, είχε κάνει αληθινό παράδεισο, τον τάφο της νοικοκυρούλας. Είχε κατορθώσει, να γράψει με πανσέδες το όνομά της. Και ανέβαιναν πολλές ωραίες καρδιές, γιά να χύσουν κρυφά δύο δάκρυα, αντικρίζοντας το όνομά της, ραμμένο στον τάφο της με τα λουλούδια.
Ένα πρωί, ό πατέρας της εκάθησε στο νεκροταφείο πολλές ώρες. Ήταν καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας. Τα λουλούδια δροσερά, εσκόρπιζαν ένα λεπτό άρωμα, πού είχε εισχωρήσει στα βάθη της καρδιάς του. Δεν  τού έκανε ή καρδιά να φύγει. Επιτέλους, κατέβηκε στήν ακροθαλασσιά. Ή τακτική παρέα τον περίμενε. Ή συζήτησις πάλι, πάνω στο ίδιο θέμα. Επτά προύχοντες τού νησιού.
Δεν βαριέσαι, καημένε παπά-Μιχάλη, έδώ είναι ή κόλασις, έδώ κι ό παράδεισος. Όλα τα άλλα, είναι λόγια». Είπε, ένας από τήν παρέα, απογοητευμένος.
Ό παπά-Μιχάλης στενοχωρήθηκε: Μη λες, καπετάνιε μου, τέτοιες κουβέντες. Αλλοίμονο στον κόσμο, άν έχανε κι’ αύτήν τήν ελπίδα. Εγώ τουλάχιστον, αφ’ ότου ή Κωνσταντία μου πέταξε σαν πουλάκι, από αυτόν τον κόσμο, μ’ αύτή τήν ελπίδα ζω, ότι ζει στους Ουρανούς. Είχε τόσο ωραία, τόσο λεπτή ψυχή! Είμαι βέβαιος ότι ό Κύριός μας, της έχει δώσει το έλεος Του. Και τον επήρε, τόση συγκίνηση, πού έβγαλε το μαντήλι κι’ άρχισε να κλαίει. Συνεκινήθησαν κι’ όλοι οι άλλοι. «Συζητούμε απλώς, παπά-Μιχάλη. Μη τα πέρνης καί όλα τοις μετρητοΐς».
Εν τω μεταξύ, έφτασε το μεσημέρι και τράβηξαν όλοι, γιά τα σπίτια τους. Ό παπάς δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του. Επήγε αμέσως και ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του και τον πήρε ένας ύπνος γλυκός και ήρεμος. Τί ευτυχία, πού τον βρήκε! έβλεπε, ότι μαζί με τήν παρέα του ανέβαινε πρός το νεκροταφείο. Όταν ζύγωναν, τούς αφήκε λίγες στιγμές, γιά να πεταχτή επάνω, να ίδή τα λουλούδια και τον τάφο, της αλησμόνητης κόρης του. Μα, ρίγη πέρασαν το κορμί του, όταν ανάμεσα στα λουλούδια τού τάφου της, είδε τήν κόρη του.
Φορούσε ένα ολόασπρο φόρεμα κι’ έλαμπε το πρόσωπό της.
Παιδί μου, παιδί μου, είπε με λαχτάρα ό πατέρας της, πώς περνάς;»
Εκείνη, χαμογέλασε στοργικά κι’ είπε: «’Ά! σε ευχαριστώ πολύ. Έλαβα και το ψάρι, πού μου έστειλε ό θειος ό Κωστής. Ευχαρίστησε τον εκ μέρους μου».
Ό παπάς ευτυχισμένος, πού έβλεπε την κόρη του ευτυχισμένη, ήθελε να τήν δουν και οι άλλοι, πού αποτελούσαν τήν παρέα του. Και τούς εφώναξε: «Ελάτε γρήγορα, να δείτε τήν Κωνσταντία μου, ζει, είναι ευτυχισμένη». Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι και τήν είδαν. Εκείνη, είπε τότε. «Φεύγω, πατέρα μου, είναι ώρα• δεν μπορώ να μείνω περισσότερο». Κι’ αμέσως, άρχισε να εξαϋλώνεται.
Σε λίγες στιγμές χάθηκε. Τήν ίδια στιγμή, ξύπνησε ό πατέρα; γεμάτος ευτυχία, πού είδε τόσο ευτυχισμένη τήν κόρη του.
Έντύθηκε βιαστικά κι’ επήγε στου Καπετάν-Κωστή το σπίτι. «Σε καλό σου, παπά, τέτοια ώρα» τού είπε, ό καπετάνιος. Κι’ ό παπάς τον ρώτησε: «Γιά πες μου, βρέ Κωστή, έκανες τίποτα σύ, γιά τήν Κωνσταντία τήν κόρη μου;».
Ό καπετάνιος, τον κοίταξε περίεργα και τού είπε: «Όχι. Δεν θυμούμαι τίποτε. Γιατί, τί τρέχει;» Ό παπάς με βουρκωμένα μάτια τού διηγήθηκε το όνειρο. «Ή Κωνσταντία μου είπε να έρθω να σε ευχαριστήσω γιά το ψάρι, πού της έστειλες».
Εκείνος άρχισε να σταυροκοπιέται ανατριχιασμένος. «Ώ! Χρίστε μου! Ώ Παναγία μου! τί θαύμα είναι τούτο;» Τώρα θυμούμαι καλά. Όταν γύρισα στο σπίτι από τήν κηδεία της Κωνσταντίας, εύρήκα ένα τακτικό ψαρά, πού μου έφερνε πάντα ψάρια. Είχε φέρει μιά συναγρίδα μεγάλη. Μα εγώ δεν είχα καμιά όρεξη γιά φαΐ και τού είπα: Δεν θέλω τίποτα, βρέ παιδί μου, σήμερα. Το παλληκάρι κίνησε να φύγει. Μα μετανόησα και τού φώναξα πάλι:Έλα δώ, βρέ παιδί μου. Πόσο κάνει το ψάρι; Μου είπε τήν τιμή και εγώ έβγαλα και το πλήρωσα και τού είπα: Δός το σ’ ένα φτωχό σπίτι, να το φάνε γιά συγχώριο της Κωνσταντίας». Κι’ ό απλοϊκός καπετάνιος, άρχισε πάλι να σταυροκοπιέται και να επαναλαμβάνει: «Ώ Χριστέ μου! Ώ Παναγία μοι
Έπειτα μαζί και οι δύο, εύρισκαν την παρέα και τούς διηγήθηκαν & το περιστατικό. Έκοιτάχθηκαν, όλοι μεταξύ τους, άνατριχιασμέ- . Ένας από αυτούς, είπε σ’ αυτόν, πού δεν μπορούσε τέλεια, να πιστέψει στήν αθανασία: «Την απάντηση τήν πήρες, από τον ουρανό λες τώρα;» Εκείνος, έσκυψε το κεφάλι κάτω και έκανε το Σταυρό  του χωρίς λέξι να ειπεί.
Άς κάνωμεν και μείς όλοι το Σταυρό μας, αγαπητοί μου φίλοι, και ας συλλογιστούμε, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαστε διαβάτες. – αληθινή ζωή, αρχίζει από τη στιγμή, πού θά άφήσωμε αύτή τήν πρόσκαιρη. Χαράστον, όποιος άντικρύση τον άληθινό κόσμο και να μπορεί να λάβη το Έλεος τού Θεού. 
 
ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ