Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Να μη δίνουμε στον διάβολο δικαιώματα. Δηλαδή εγώ δεν αφήνω ούτε μια σκέψη μνησικακίας μέσα μου, ούτε μια σκέψη εγωισμού, μη βρει παράθυρο ο σατανάς. Το παράθυρο είναι το δικαίωμα. Όταν απομακρύνεσαι απ’ τον Θεό, κινδυνεύεις, γιατί σε βρίσκει «σκέτον» ο σατανάς και κυριαρχεί επάνω σου.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023
ΓΕΡΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ: ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΟΤΙ ΑΟΡΑΤΩΣ ΠΟΛΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΜΑΣ ΒΟΗΘΟΥΝ!
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης: Να ξέρετε ότι αοράτως πολλοί άγιοι κατεβαίνουν και µας βοηθούν. Δεν επιτρέπει ο Θεός να τους δούμε, αλλά καθημερινώς έχουμε πολλούς Αγίους κοντά µας.
Κυριακή 23 Ιουλίου 2023
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΟΡΑΤΕ ΜΑΤΑΚΙΑ ΣΤΑ ΝΗΠΙΑ, ΑΛΛΑ ΣΤΑΥΡΟ!
Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Δεν πρέπει να φοράτε ματάκια στα νήπια, αλλά σταυρό. Οι άνθρωποι πρέπει να φορούν σταυρουδάκια! Μην κάνετε φυλαχτά, γιατί και οι μάγοι τώρα κάνουν φυλαχτά, αλλά μέσα έχουν διάφορα μαγικά. Βλέπουν οι άνθρωποι την εικόνα ή τον σταυρό και μπερδεύονται. Να, πριν από μέρες μου έφεραν ένα φυλαχτό από έναν Τούρκο Ιμπραήμ, που είχε και σταυρό κεντημένο επάνω. Έχω μάθει για έναν αθεόφοβο ότι τυλίγει διάφορες εικονίτσες και μέσα βάζει τρίχες, ξυλάκια, καρφίτσες, χάνδρες κλπ.. Όταν η Εκκλησία τον ήλεγξε, είπε: «είμαι μέντιουμ», γιατί είναι ελεύθερα τα μέντιουμ, και έτσι κάνει ό,τι θέλει. Είπα σε κάποιον που είχε πάθει ζημιά από αυτόν: «Να πας να εξομολογηθείς γιατί δέχεσαι επιδράσεις δαιμονικές». Πήγε, εξομολογήθηκε. Έρχεται μετά και μου λέει: «Δεν ένοιωσα καμία διαφορά». «Βρε, μήπως έχεις τίποτε επάνω σου απ'; αυτόν τον πλανεμένο;», τον ρωτάω. «Ναι μου λέει, έχω ένα μικρό κουτάκι σαν μικρό Ευαγγέλιο». Το παίρνω, το ανοίγω και βρίσκω μέσα διάφορες εικονίτσες τυλιγμένες. Ξετυλίγω-ξετυλίγω και πιο μέσα είχε κάτι χάντρες, κάτι τρίχες, κάτι σαν ξύλα! Το πήρα και ελευθερώθηκε ο άνθρωπος. Βλέπεις τi τεχνίτης είναι ο διάβολος! Φορούν οι καημένοι άνθρωποι κάτι τέτοια φυλαχτά, δήθεν για να βοηθηθούν, και ταλαιπωρούνται. Aυτά πρέπει να τα κάψουν και να παραχώσουν την στάχτη ή να τα πετάξουν στην θάλασσα και να πάνε να εξομολογηθούν.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΙΑΦΟΡΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ!
- (Πατήρ Πλακίδας): Γέροντα, ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών;
- ( Ο Γέροντας έδειξε το κελί του): Το βλέπεις αυτό το κτίριο;
- Το βλέπω.
- Αν βγάλουμε τη λάσπη που υπάρχει, δεν θα στηρίζονται οι πέτρες μεταξύ τους. Αυτό κάνουν οι Καθολικοί. Έβγαλαν το στήριγμα και αποσταθεροποίησαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας.
- Τι γίνεται, Γέροντα, με τους Προτεστάντες;
- Α! Αυτοί είναι πιο έξυπνοι. Έβγαλαν και τα πετραδάκια που υπάρχουν και προσπαθούν να σταθεροποιήσουν τις μεγάλες πέτρες μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένα οικοδόμημα.
Σάββατο 22 Ιουλίου 2023
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ, ΟΤΑΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ!
Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, όταν αγωνιζόμαστε αλλά δε βλέπουμε καμιά πρόοδο παρά μόνο μηδενικά συνέχεια. Όλοι οι άνθρωποι μηδενικά κάνουμε, ποιος περισσότερα και ποιος λιγότερα. Βλέποντας ο Χριστός τη μικρή μας προσπάθεια, βάζει ανάλογα μια μονάδα στην αρχή και έτσι παίρνουν αξία τα μηδενικά μας και βλέπουμε λίγη προκοπή. Γιʼ αυτό δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, αλλά να ελπίζουμε στο Θεό.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΚΑΛΑ ΣΕ ΤΙ ΧΡΟΝΙΑ ΖΟΥΜΕ!
Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Δεν έχουμε καταλάβει καλά σε τί χρόνια ζούμε ούτε σκεφτόμαστε ότι θα πεθάνουμε. Δεν ξέρω τί θα γίνη, πολύ δύσκολη κατάσταση! Η τύχη του κόσμου κρέμεται από τα χέρια μερικών, αλλά ακόμη ο Θεός κρατά φρένο. Χρειάζεται να κάνουμε πολλή προσευχή με πόνο, για να βάλη ο Θεός το χέρι Του. Να το πάρουμε στα ζεστά και να ζήσουμε πνευματικά. Είναι πολύ δύσκολα τα χρόνια. Έχει πέσει πολλή στάχτη, σαβούρα, αδιαφορία. Θέλει πολύ φύσημα, για να φύγη! Έγινε μια βαβυλωνία. Να κάνουμε προσευχή να βγουν οι άνθρωποι από αυτήν την βαβυλωνία. Διαβάστε την προσευχή των Τριών Παίδων, να δήτε με πόση ταπείνωση προσεύχονταν και τον 82ο Ψαλμό: «Ο Θεός, τίς ομοιωθήσεταί σοι, μη σιγήσης ...». Αυτό πρέπει να γίνη, αλλιώς δεν γίνεται χωριό. Θέλει θεϊκή επέμβαση.
Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023
ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΩ ΣΤΟΝ ΘΕΟ. ΕΙΜΑΙ ΑΘΕΟΣ!
Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ τάση πού τείνει νά ἐπικρατήσει στήν ἐποχή μας. Προβάλλεται κατά κόρον ὡς δικαίωμα, ὡς διεκδίκηση, ὡς χειραφέτηση, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό προκαταλήψεις, ὡς ἀποδέσμευση ἀπό στεγανά. Προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται, μέ ποικίλα ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα, ὡς κατάκτηση, ὡς πρόοδος, ὡς ἐκσυγχρονισμός καί καθίσταται τελικά κυρίαρχη ἄποψη καί ἰδεολογία.
Ὁ μακαριστός Γέροντας Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης σημείωνε ὅτι: «Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι»[1].
Ἔχει φτάσει μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο ἡ διαστροφή, ἡ ἀνισορροπία καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μας, ὥστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀντιθεΐα νά ἐπαινοῦνται καί νά προβάλλονται ἀπροκάλυπτα ὡς πρότυπο γιά ὅλους. Ἔχει φτάσει μία μικρή μειοψηφία νά ζητᾶ νά ἐπιβάλει τίς δικές της ἀπόψεις καί ἐπιλογές στήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν πολιτῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δημόσιες ἀναφορές καί ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν ἀθεϊστῶν καί τῶν συλλόγων τους ἐπικεντρώνεται πρωτίστως στόν πόλεμο συγκεκριμένα κατά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τῆς ὀρθοδόξου διαπαιδαγωγήσεως καί ἰδιαιτέρως τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα καί ὄχι ἐναντίον ἄλλων θρησκευμάτων. Στόχος τους εἶναι ἡ ἀπορθοδοξοποίηση τῆς Πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας. Δέν ἐνδιαφέρονται νά προασπίσουν τά δικαιώματατῶν ἀθέων καί τῶν ἀπίστων, ἀλλά ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν μέ ἰδιαίτερο μένος καί λυσσαλέο μίσος, νά ἐξαλείψουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν πίστη καί τήν παράδοση τῶν πατέρων μας, τήν ρωμιοσύνη μας καί νά τήν ἐξοβελίσουν ἀπό τήν ζωή τῶν πιστῶν.Ἔχουμε, ἔτσι, τήν θεσμοθέτηση καί τήν ἐπιλογή ἀντιχριστιανικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν πρακτικῶν, ὅπως εἶναι ὁ πολιτικός γάμος, ἡ πολιτική κηδεία, ὁ πολιτικός ὅρκος, ἡ καύση τῶν νεκρῶν καί ὁ θρυμματισμός τῶν ἀνθρωπίνων ὀστῶν σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα καί τόσα ἄλλα.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος σκιαγραφεῖ μέ ἐνάργεια τήν ὅλη αὐτή κατάσταση. Γράφει σχετικά σέ μία ἐγκύκλιό του:
«Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.
Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ»[2].
Ἕνας ἀπό τούς νεώτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, συνοψίζοντας πολύ εὔστοχα καί ἀποκαλυπτικά τά κύρια γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς του (1829-1908) -συνέχεια τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας-, ἔλεγε ὅτι «τά χαρακτηριστικά τοῦ αἰῶνα πού διανύουμε εἶναι αὐτολατρεία, αὐτονομία, ὑλισμός καί πνευματικός σκεπτικισμός, δηλαδή στήν οὐσία ἀθεΐα»[3]. Μέ αὐτή τήν τόσο οὐσιαστική παρατήρησή του, ὁ ἅγιος μᾶς παραθέτει ταυτόχρονα μέ σαφῆ καί περιεκτικό τρόπο τά κύρια γνωρίσματα, καθώς καί τά βαθύτερα αἴτια τῆς ἀθεΐας, ἡ ὁποία οὔτε μοντέρνα καί σύγχρονη εἶναι ὡς ἰδέα οὔτε τεκμηριώνεται ἐπιστημονικά, ὅπως παραπλανητικά ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοί της.
Ἡ ἀθεΐα εἰσῆλθε στήν σκέψη καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή ἀκόμη τῆς πρώτης παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐτονομημένη ἰσοθεΐα πού ἐπεδίωξαν οἱ πρωτόπλαστοι, παρακινημένοι ἀπό τόν διάβολο, ἦταν ἡ πρώτη ἄρνηση, ἡ πρώτη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. «Καί ἔσεσθε ὡς θεοί»[4], τούς ψιθύρισε ὁ διάβολος καί τούς ἔβαλε τόν λογισμό τῆς αὐτοθεοποίησης, τῆς ἀνορθώσεως τοῦ ἑαυτοῦ τους στήν θέση τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά τόν Θεό καί χωρίς τόν Θεό. «Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔκαναν τόν ἑαυτότους θεό, γι’ αὐτό καί κατέληξαν νά εἶναι ἄθεοι»[5], ἔλεγε πολύ εὔστοχα καί χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
Στόν χῶρο τῆς ἀθεϊστικῆς φιλοσοφίας, στό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα, πρωτοπόρος εἶναι ὁ Γερμανός Φιλόσοφος Φρειδερίκος (Nietzsche) Νίτσε (1844-1900), ὁ ὁποῖος διακήρυξε τόν «θάνατου τοῦ θεοῦ». Γιά τόν Νίτσε ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν ἀνατροπή καί τήν κατάργηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία γιά τό Nietzsche καθίσταται ὁ γνωστός «ὑπεράνθρωπος». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»[6].
Μισό αἰῶνα ἀργότερα ὁ Ζάν Πόλ Σάρτρ (1905-1980) θά διακηρύξει μέ ἀπόλυτο καί δογματικό τρόπο ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό ἔργο του μέ τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεός», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει. Ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός.Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός. Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός»[7]. Τά συμπεράσματα δικά σας!
Ἡ τεράστια ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, πού κορυφώνεται μετά τόν 20ό αἰῶνα, προκάλεσε τόν λεγόμενο «ἐπιστημονικό ἀθεϊσμό». Μία σειρά ἀπό ἐπιστημονικές θεωρίες ἀναπτύχθηκαν καί μέ ἀπόλυτο τρόπο ἀποφάνθηκαν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός καί ὅτι τά πάντα δημιουργήθηκαν τυχαῖα.
«Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου», σημειώνει καί πάλι ὁ Ἅγιος Μεσογαίας, «ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεϊκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας! Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν ‘‘θεωρίας τῶν πάντων’’ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια»[8].
Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνιστοῦν στήν οὐσία ἀντιστροφή τῆς δημιουργικῆς καί γνωστικῆς ἱκανότητος, πού χάρισε στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος «ἔδωκεν ἐπιστήμη τοῖς ἀνθρώποις ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ»[9]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδή, ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν ἐπιστήμη, ὥστε νά δοξάζεται μέ τά θαυμαστά αὐτοῦ ἔργα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀντιστρέφοντας καί διαστρέφοντας τήν ἱκανότητα αὐτή στρέφει τήν ἐπιστήμη ἐνάντια στόν Θεό.
Σχολιάζει σχετικά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος:
«Δέν ὑπάρχει τό θεμέλιο καί πῶς στέκεται ἡ οἰκοδομή; Δέν ὑπάρχει ὁ ναυπηγός καί πῶς συναρμολογήθηκε τό πλοῖο; Δέν ὑπάρχει ὁ οἰκοδόμος καί πῶς ἔγινε τό σπίτι; Δέν ὑπάρχει ὁ Δημιουργός καί πῶς ἡ καλλονή τῶν κτισμάτων μαρτυρεῖ Τόν κτίστη; Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, τί δουλειά ἔχεις μέσα στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ; Στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μένεις καί ἀρνεῖσαι τόν Νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ; Ἤ δῶσε τό ἐνοίκιο, δηλαδή τήν εὐχαριστία σου ἤ ἔβγα ἀπό τό σπίτι, γιατί καπνίζεις τό σπίτι μέ τό χνῶτο τῆς βλασφημίας σου… Δέν ὑπάρχει πιό ἀνότητος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον, πού ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία ἔγινε χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ»[10].
Ὁ γνωστός Σοβιετικός ἀστροναύτης Γκαγκάριν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού πάτησε στή σελήνη, ὅταν γύρισε ἀπό τό διάστημα, δέν ἔπαυε νά δηλώνει περιφρονητικά ὅτι «Θεός δέν υπάρχει. Πουθενά δέν τόν συνάντησα…». Σέ μία δεξίωση πού εἶχε γίνει πρός τιμήν του, συνάντησε τόν Ρῶσο Πατριάρχη Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε:
«– Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δέν εἶδες τόν Θεό στόν οὐρανό;
— Ναί, εἶναι ἀλήθεια, τοῦ εἶπε ὁ Γκαγκάριν. Τόσες μέρες στό διάστημα πουθενά δέν τόν συνάντησα…
— Τόν γνωρίζεις; ρώτησε μέ χιοῦμορ ὁ Πατριάρχης.
— Τί θέλετε νά πεῖτε; ἀπάντησε ξαφνιασμένος ὁ κοσμοναύτης.
— Θέλω νά εἰπῶ, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, πῶς εἶναι δυνατόν νά λές γιά κάποιον ὅτι δέν τόν συνάντησες ἐάν ποτέ σου δέν τόν ἔχεις γνωρίσει. Πῶς φαντάσθηκες ὅτι θά ἔβλεπες ἔτσι τόν Θεό;
— Δέν ξέρω, εἶπε μέ ἀμηχανία ὁ Γκαγκάριν. Πραγματικά δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο θά ἔπρεπε νά τόν γνωρίσω.
— Ἔλα τότε νά σέ μάθω, καί ὅταν ξαναπᾶς θά τόν δεῖς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά τόν δεῖς, τοῦ εἶπε μέ νόημα ὁ Ρῶσος Πατριάρχης. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὁρατός οὔτε μέ τηλεσκόπια, οὔτε μέ διαστημόπλοια…»[11].
Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά Τόν ἀνακαλύψει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Καταλήγει, ἔτσι, σέ ἀδιέξοδα καί ὁδηγεῖται στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀθεΐα καί τήν ἀντιθεΐα. Oἱ Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), μᾶς διδάσκουν ὅτι στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο γνωστικά κέντρα, δύο τρόποι, δηλαδή, γιά νά καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Θεό. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει, δηλαδή, τήν ἕδρα του στήν καρδιά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτά τά δύο γνωστικά κέντρα ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, ἀπό τούς Πατέρες πνευματική γνώση (ὁ νοῦς) καί φυσική γνώση (ὁ λόγος, ἡ λογική).
Ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι οἱ δύο γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ, δηλαδή, τήν πνευματική γνώση.Ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν λόγο (τήν λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Μέ τήν λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στόν Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά καί ὄχι μέ τήν λογική.
Ἔλεγε ὁ Καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης, ὅτι «οὐδείς ἄνθρωπος ἐπείσθη ποτέ νά πιστέψη στό Θεό ἀπό λογικό ἐπιχείρημα. Οὐδείς. Ὁ Θεός καί τά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστα καί ὄχι κτιστά, ὑπέρλογα καί ὑπερνοητά ὑπόκεινται σέ ἕνα ἄλλο γνωστικό κέντρο, τόν νοῦ δηλαδή και τήν καρδιά, ὅπου μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν τήν πνευματική γνώση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ».
Ἡ λογική, βεβαίως, εἶναι μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦκαί κορυφαῖο ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, πού οὐδόλως τό ἀπαξιώνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τό ἐμπλουτίζει μέ τήν ἄκτιστη χάρη Του καί τό θέτει στήν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Παραιτοῦμαι ἀπό τήν λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωσή της καί ἡ ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή Του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωϊστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στόν Θεό ἀνοιχτό τόν δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ’ρθει καί νά ἀποκαλυφθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τόν δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος, εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας.
Ἔλεγε εὐφυέστατα καί παραστατικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἡ λογική εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής, ὁ ἐκτυπωτής, τό διαβιβαστικό ὄργανο τοῦ νοῦ. Κατά ἀναλογία, ὁ σκληρός δίσκος ἀντιστοιχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, πρός τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἀποτυπώνεται τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμπλουτιστεῖ ὁ νοῦς μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἔχει τήν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, ἐμπλουτίζεται (λαμπικάρεται) ὡς πρός τίς δυνατότητές της καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπερβαίνει σέ καμμία περίπτωση τόν νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βλέπει τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνεῖ ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτό, βεβαίως, γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ὅταν, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, τότε ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Μόνο ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς, ἡ καθαρή ἀπό τά πάθηκαρδιά, μπορεῖ νά γνωρίσει καί νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, πού φθονεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ διάβολος καί μέ τόση πολλή λύσσα τό πολεμᾶ, καί στό ὁποῖο πολλοί χριστιανοί μας δυσκολεύονται νά προσέλθουν. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό delete (ντιλίτ=διαγραφή) ἤ μᾶλλον καλύτερα τό format (φορμάτ=ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἡ ἐξομολόγηση διαγράφει καί ἐξαφανίζει παντελῶς, ἀπαλείφει, δηλαδή, ὀντολογικά, κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιες κι ἄν εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες και ὅσο μεγάλες καί πολλές καί ἄν εἶναι, μετά τήν ἐξομολόγηση, δέν θά μᾶς ξαναενοχλήσουν ποτέ σέ ὅλη μας τήν ζωή καί δέν θά τίς ξαναβροῦμε μπροστά μας οὔτε στήν ἄλλη ζωή, στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς διαβεβαιώνω μέ ἀπόλυτη σιγουριά -καί ὡς πνευματικός καί ὡς ἐξομολογούμενος- ὅτι εἶναι πράγματι σωτήριο τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Συγχωρεῖ, ἀναπαύει, γαληνεύει καί ἀναπτερώνει τήν ψυχήτοῦ πιστοῦ, θεραπεύει τόν νοῦ καί τήν καρδιά. [Καρδιακή καί ἀδελφική παράκληση: μήν ἀμελοῦμε τήν συμμετοχή μας στό σωστικό αὐτό μυστήριο].
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, θά πρέπει νά εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς,πού γίνεται μέ τήν ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἡ θεραπευτική αὐτή ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός, νά δοῦμε, δηλαδή, τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Ἄκτιστο Φῶς.
Γι’ αὐτό καί ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός -ὁ μεγάλος αὐτός δάσκαλος- ὅτι ὁ χριστιανισμόςδέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», καί πώς «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση), γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»[12].
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται -καί ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί τώρα, σέ αὐτή τή ζωή- στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν καθαρή, ἁπλῆκαί ταπεινή καρδιά.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγραμμάτους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Τά χαρίσματα αὐτά στίς καθαρές, ταπεινές καί ἁπλές ψυχές εἶναι ἐνεργά καί ἑλκύουν πλουσιότερη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ και ὁδηγοῦν σέ μεγαλύτερο βαθμό ἐμπειρίας καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀκτίστου δόξης Του.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ λογικοκρατία, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ φιλαυτία, ἡ ὑπερηφανεία καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική μας λογική ἔχει ἐπηρεάσει ὄχι μόνο τούς ἀθέους, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς χριστιανούς. Διαπιστώνουμε, ἔτσι, ὅτι ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι χριστιανοί πούδέχονται ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο, καί δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος). Ἀποδέχονται τόν Χριστό μόνο ὡς στοχαστή ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ φιλόσοφο καί δέν ἐφαρμόζουν τό Εὐαγγέλιο, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Δέν ἀποδέχονται τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀμφιβάλλουν ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὕπαρξη παραδείσου καί κολάσεως. Ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο, μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη μόνον «δυνάμεων τοῦ κακοῦ». Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρνοῦνται τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, τό Θαῦμα τῶν θαυμάτων, γιατί δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους κ.λπ. Μένουν στίς ἀτελεῖς καί ἁπλοϊκές θρησκευτικές γνώσεις τῆς οἰκογένειας, τοῦ δημοτικοῦ Σχολείου ἤ τοῦ Γυμνασίου καί μετά αὐτοσχεδιάζουν, κατά τό δοκοῦν, σκοτίζοντας ἔτσι καί τό μυαλό τους, τό νοῦ καί τήν καρδιά τους, δημιουργώντας μία δική τους ἀτομική πίστη καί ἀτομική θρησκευτικότητα. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὄχι μόνον δέν ἑλκύουν τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐπιτρέπουν νά ἐνεργήσουν μέσα τους καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβαν δωρεάν μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί κατά συνέπεια δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐπιλεκτική πίστη δέν εἶναι παρά μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας· δέν εἶναι παρά ἡ ἀπόρριψη καί ὁ ἐξοβελισμός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας, ἀπό τήν κοινωνία μας, ἀπό τόν κόσμο μας. Αὐτή ἡ ἰδιότυπη ἀθεΐα ὁδηγεῖ στήν ἠθική κατάπτωση καί παρακμή.«Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»[13], ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Καί ὁ Πασκάλ ὁμολογοῦσε μέ ἀπόλυτη σαφήνεια καί εἰλικρίνεια: «Μᾶς λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Τά πάθη μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀθεΐα μας»[14].
Ὁ μεγάλος ἅγιος καί θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, τόνιζε ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Οἱ ἁμαρτίες μᾶς ἔκαναν ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ και ἐξοργισθήκαμε ἐνάντια στον Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐχθρότητα πρός τόν Θεό. Καί ἀκόμα: ἡ ἁμαρτία εἶναι μῖσος πρός τόν Θεό.Συρόμενοι ἀπό τή φιλαμαρτία, οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τίς ἡδονές τῶν ἁμαρτιῶν τους καί μισοῦν τόν Θεό καί τίς ἱερότητές του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ὡς πρός τήν φύση της εἶναι ἀντιθεϊκή δύναμη, θεοαντίπαλη καί θεομαχόμενη. Ὑποδουλώνοντας τόν ἑαυτό τους ἑκούσια στίς ἁμαρτίες, οἱ ἄνθρωποι ἐνστερνίζονται τή δύναμη πού διαρκῶς πολεμᾶ τόν Θεό, Τόν ἐχθρεύεται καί μισεῖ τόν Θεό. Μέ τόν χρόνο, αὐτή ἡ δύναμη παραλύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόσο, ὥστε ἐκείνη δέν αἰσθάνεται τόν Θεό, οὔτε κἄν ἀποδέχεται τόν Θεό καί ἀρχίζει νά ἰσχυρίζεται πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Ἡ φιλαμαρτία πάντα, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁδηγεί στήν ἀθεΐα, στήν θεομαχία: ἀρνεῖται τόν Θεό καί πολεμᾶ ὅλα τά τοῦ Θεοῦ»[15].
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἀθεΐας: ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ζεῖ ἱκανοποιώντας τά πάθη του, χωρίς ἔλεγχο ἀπό κανέναν, οὔτε ἀπό τήν συνείδησή του οὔτε ἀπό τόν Θεό, χωρίς νά ὑπόκειται σέ κρίση καί χωρίς τήν ὑποχρέωση νά λογοδοτεῖ καί νά δίνει ἀναφορά οὔτε σέ αὐτή τήν ζωή οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν ἤ τήν ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν πίστη σέ μία «ἀνώτερη δύναμη», ἄγνωστη καί ἀπρόσωπη, χωρίς παρουσία καί ρόλο στήν ζωή τους.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλωστε,ἔχει ὀργανώσει μέ τέτοιο τρόπο τήν ζωή καί τήν καθημερινότητά του, ὥστε αὐτή νά εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη μέριμνες, δραστηριότητες, ποικίλες ἐνασχολήσεις καί περισπασμούς, πού ἀπορροφοῦν τό σύνολο τοῦ χρόνου του, χωρίς νά ἀπομένει ἡ παραμικρή δυνατότητα ἐνασχολήσεως μέ τήν πνευματική του κατάσταση καί τήν πορεία τῆς σωτηρίας του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε ὅτι“ Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό”. Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν– νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς»[16].
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά δίνουμε προτεραιότητα στά βιοτικά εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν καίνά προκρίνουμε τά ἐπίγεια καί καθημερινά εἰς βάρος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί τῆς σωτηρίας μας. Ἄς δώσουμε στόν Χριστό περισσότερο χῶρο στήν καρδιά καί στήν ζωή μας. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀντιθεΐα, ὁ ἀντιχριστιανισμός καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μας δέν εἶναι παρά ἡ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς πάψουμε νά πασχίζουμε μόνο γιά τήν καλλιέργεια τοῦ μυαλοῦ καί τῆς λογικῆς μας καί ἄς χαρίσουμε στόν Χριστό τήν καρδιά μας καθαρή καί τόν νοῦ μας καθαρό ἀπό τά πάθη, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, νά Τόν γνωρίσουμε πραγματικά, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί νά γευθοῦμε καί σ’αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη ζωή τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Σέ αὐτές τίς τόσο δύσκολες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί γιά τήν Πατρίδα μας, πού πορευόμαστε μόνοι, χωρίς φίλους καί χωρίς συμμάχους, ἐν μέσῳ ἐχθρῶν καί κινδύνων, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, ὅσοι παραμένουμε πιστοί σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο καί ἁγιασμένο τόπο, νά ἐπιδείξουμε μέ ζῆλο καί θέρμη καρδιᾶς τήν ἔμπονη καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί τήν ἀφοσίωσή μας πρός τόν Κύριο μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Νά πάψουμε νά παροργίζουμε τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του μέ τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, ὥστε νά ἑλκύσουμε τήν χάρη Του, τό ἔλεός Του καί τήν ἰσχυρά συμμαχία Του. Ἡ ἰσχυρά αὐτή συμμαχία Του εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας καί αὐτή πού θά κρατήσει τίς ψυχές μας ὄρθιες, ἀλλά καί τήν πατρίδα μας ὄρθια καί ἐλεύθερη καί θά κατατροπώσει κάθε ἐχθρό καί πολέμιο. Ἀμήν. Γένοιτο!
……………………………………………………………………..
[1]http://synodoiporia.blogspot.com/2011/02/blog-post_9401.html
[2]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Μήνυμα ἐπί τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ Ἐτει (1 Σεπτ. 2016)
[3] Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου, τόμος Γ΄, σελ. 225
[4]Γέν. 3,5
[5]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πνευματικοί Λόγοι Β΄
[6]Παναγιώτη Νέλλα, Κοινωνία, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350-363
[7]Παναγιώτη Νέλλα, ὅ.π.
[8]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, ὅ.π.
[9]Σοφία Σειράχ, 38, 6
[10]https://oikohouse.wordpress.com/2016/01/15/%E1%BC%A1%E1%BC%80%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%E1%BC%B6%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1/
[11]https://agathan.wordpress.com/2013/02/19/
[12]Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παράδεισος και Κόλαση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
[13]Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ἀδερφοί Καραμαζόφ, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα, 1991, τομ.4ος, σ.66
[14]http://intelhealthphysicslab.gr/el/apopseis-theseis/101-2013-07-12-21-14-29.html
[15] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ.ἐν Πλῷ
[16]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, σελ. 195
Ὁμιλία στήν ἐκδήλωση γιά τήν εὐλογία τῆς βασιλόπιτας τοῦ Συλλόγου «Μετεώρων Λιθόπολις» Αἴθουσα «Νίτσα Λιάπη», Κυριακή 26 Ἰανουαρίου 2020
Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ: ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ
"ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ο Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ατομικό δρόμο
σωτηρίας, ξεχωριστό για τον καθένα μας, αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων,
ενωμένων σαν ένα σώμα, που έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό.
Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε η Εκκλησία είναι «αγία και άμωμος» (προς Εφεσίους, 5,
27), όχι επειδή «όλοι οι χριστιανοί είμαστε άγιοι» (δεν πιστεύω να θεωρείς τον
εαυτό σου άγιο), αλλά επειδή έχει κεφαλή το Χριστό, που είναι ο απολύτως άγιος.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι γύρω μας είναι άγιοι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι
απ’ όσο νομίζουμε – ίσως όχι «μεγάλοι άγιοι», που να κάνουν θαύματα, αλλά
«μικροί άγιοι», απλοί ευσεβείς και ταπεινοί χριστιανοί, γεμάτοι αγάπη και
καλοσύνη, που σέβονται ακόμη κι εκείνους που εμείς νομίζουμε πως «δεν το
αξίζουν».
Επειδή λοιπόν ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας,
γι’ αυτό πηγαίνουμε στο ναό και λατρεύουμε το Θεό, και μάλιστα ονομάζουμε και
το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση, συνάντηση. Εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί,
ώστε οι πιο ενάρετοι και δυνατοί στην πίστη να «σπρώχνουν» προς το Θεό με την
προσευχή τους και τους πιο αδύναμους και αμαρτωλούς.
Δυστυχώς, πολλοί από εμάς νομίζουμε πως είμαστε ενάρετοι και πιστοί, αλλά
πηγαίνουμε στο ναό γεμάτη κατάκριση, βλέπουμε τους πιο αδύναμους (ή φαινομενικά
πιο αδύναμους) και τους δικάζουμε μέσα μας, επειδή κρίνουμε – με το δήθεν
αλάνθαστο και δίκαιο κριτήριό μας – ότι δεν συμπεριφέρονται σωστά μέσα στην
εκκλησία ή ότι δεν είναι σωστοί γενικά στη ζωή τους. Αν ήμασταν αληθινοί
χριστιανοί (καλύτεροι από εκείνους που καταδικάζουμε), πρώτον, θα λυπόμασταν
για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, αντί να νιώθουμε
αντιπάθεια και περιφρόνηση ή μίσος γι’ αυτούς, και, δεύτερον, θα προσευχόμασταν
στο Θεό να μην τους λογαριάσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες τους, αλλά να
τους βάλει στον παράδεισο μαζί μ’ εμάς και με όλο τον κόσμο, δίπλα μας, ως
αδελφούς μας.
Και στο τέλος, αφού δεν έχουμε αγάπη και συγχώρηση για τον πλησίον μας, αλλά
μίσος και περιφρόνηση, ο Θεός μπορεί να επιτρέψει να γίνουμε τόσο σκληροί, που
να μη θέλουμε καν να πηγαίνουμε στην εκκλησία – τι να πάμε να κάνουμε σ’ έναν
τόπο που δέχεται και τους αμαρτωλούς, τους σέβεται και θέλει τη σωτηρία τους;
Εμείς θέλουμε τη σωτηρία μόνο του εαυτού μας ή, άντε, και των παιδιών μας ή
εκείνων, τους οποίους «εγκρίνουμε» εμείς… Κάνουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια δική
μας θρησκεία, στην οποία τη θέση του Ιησού Χριστού (του κριτή ζώντων και νεκρών,
που κρίνει για να σώσει, όχι για να καταδικάσει) την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι!
Οι «καλοί» και οι «κακοί» ιερείς
Εκπρόσωπος όλου του λαού μπροστά στο Θεό, μέσα στη θεία λειτουργία και τις
άλλες τελετές που κάνουμε όλοι μαζί στην εκκλησία, είναι ο ιερέας.
Η θεία λειτουργία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα, αλλά από όλους τους
ορθόδοξους χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτήν. Ο ιερέας είναι ο εκπρόσωπος του
λαού, που δανείζει τα χέρια του για να αγγίξουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου
και να πραγματοποιήσουν τα ιερά μυστήρια. Όμως δεν τα τελεί μόνος του. Χωρίς το
«αμήν» του ψάλτη (που σημαίνει «μακάρι», δηλ. «να γίνει» αυτό που λέει ο
ιερέας) και τις άλλες απαντήσεις που δίνει ο ψάλτης στα λόγια του ιερέα, δεν
μπορεί να τελεστεί η θεία λειτουργία. Ο ψάλτης μιλάει εξ ονόματος όλων των
λαϊκών, δηλαδή εκείνων που δεν είναι κληρικοί (ιερείς), και αυτά που λέει (το
«αμήν», το «Κύριε ελέησον», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» κ.τ.λ.) κάποτε τα
έλεγε όλος ο λαός. Γι’ αυτό, τα παλιά βιβλία της Εκκλησίας, όταν ανέφεραν τα
λόγια του ψάλτη στη θεία λειτουργία, έγραφαν ότι τα λέει «ο λαός».
Αν λοιπόν σε κάποιο χωριό ή σε κάποια ενορία ο ιερέας (ή ο ψάλτης) δεν είναι
«καλός» και έντιμος, αυτό οφείλεται στο ότι εμείς οι χριστιανοί δεν προσφέραμε
στην Εκκλησία το καλύτερο παιδί του τόπου, το πιο ενάρετο, ηθικό, πιστό, έντιμο
και άγιο, να γίνει ιερέας. Δεν κατευθύναμε π.χ. τα παιδιά μας προς αυτή την
κατεύθυνση – όλοι περνάμε το μήνυμα στα παιδιά μας ότι είναι σπουδαίο επάγγελμα
να γίνουν γιατροί π.χ., επειδή οι γιατροί «βγάζουν λεφτά» βέβαια κι όχι επειδή
προσφέρουν στην κοινωνία, αλλά κανείς δεν λέει στο παιδί του πως είναι σπουδαίο
επάγγελμα (λειτούργημα) το να γίνει ιερέας και ότι θα άξιζε να το επιλέξει, αν
βέβαια το ίδιο θέλει να κάνει τον αγώνα που χρειάζεται γι’ αυτό.
[Γράφω πως και το να είσαι ιερέας είναι «επάγγελμα», επειδή η λέξη «επάγγελμα»
στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει «υπόσχεση» (επαγγέλλομαι = υπόσχομαι) και εννοεί
την υπόσχεση που δίνει ο άνθρωπος στην κοινωνία ότι θα προσφέρει σε όλους μέσω
του επαγγέλματός του].
Πώς λοιπόν θέλεις, αδελφέ μου, να έχεις καλό ιερέα, όταν ούτε εσύ ο ίδιος
γίνεσαι αυτός ο καλός ιερέας, ούτε το παιδί σου προτρέπεις να γίνει; Και
μάλιστα, αν το θελήσει, ίσως να το υποβάλεις σε τρομακτικό ψυχολογικό πόλεμο
και συναισθηματικό εκβιασμό για να μη γίνει! Αναγκαστικά λοιπόν θα έχεις τον
ιερέα που σου προέκυψε, αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να έχεις.
Πρέπει όμως να ξέρω, κατ’ αρχάς, πως ο ιερέας που έχω στην ενορία μου και
πιθανόν να μην τον θεωρώ «καλό», ίσως είναι πολύ καλύτερος απ’ όσο νομίζω. Ίσως
απλώς έχει κάποια ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. κάνει κήρυγμα με απότομο ύφος, λόγω
χαρακτήρα ή επειδή έχει αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων) ή ίσως απλώς εγώ
είμαι προκατειλημμένος εναντίον του χωρίς λόγο. Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά που
λέει, επειδή με «ξεβολεύουν» και μου ζητούν να γίνω ειλικρινά υπεύθυνος και
αληθινός χριστιανός, πράγμα που δεν μου αρέσει και δε με αφήνει κι ο διάβολος
να μου αρέσει…
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουμε συκοφαντίες εναντίον των ιερέων και να
πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο παπάς που έχουμε μπροστά μας π.χ. είναι
φιλοχρήματος ή κλέφτης ή ότι δήθεν αποκαλύπτει τα μυστικά της εξομολόγησης ή
ακόμη και ότι είναι γυναικάς ή ομοφυλόφιλος ή παιδεραστής κ.τ.λ., χωρίς να
έχουμε δει πραγματικά καμιά απόδειξη. Κι όμως αυτές οι κατηγορίες μπορεί να
είναι κοινές συκοφαντίες ή αποτέλεσμα προκατάληψης και ρατσισμού εναντίον των
ιερέων. Αυτή η προκατάληψη και ο ρατσισμός στην εποχή μας έχει φτάσει με μεγάλα
ύψη και φυσικά τον προωθεί κι ο διάβολος, ακριβώς για να μας βγάλει έξω από την
εκκλησία.
Πήγαινε, αδελφέ μου, αδελφή μου, να γνωρίσεις καλύτερα τον παπά της ενορίας
σου, συζήτησε μαζί του αυτά που πιστεύεις ως ελαττώματά του και είμαι βέβαιος
ότι θ’ αλλάξεις εντελώς την άποψή σου γι’ αυτόν. Όχι ότι δεν υπάρχουν και
ιερείς με μεγάλα ελαττώματα (ίσως όχι πάντως μεγαλύτερα από τα δικά μου ή τα
δικά σου), όμως οι περισσότεροι ιερείς δεν είναι έτσι που νομίζει ο κόσμος.
Ούτε πάμπλουτοι είναι, ούτε διεφθαρμένοι, ούτε υποκριτές – πολύ πιθανότερο να
είναι αγωνιστές, που βοηθούν όσο μπορούν και όσους μπορούν, και βιοπαλαιστές,
που επιβιώνουν έντιμα με την οικογένειά τους μέσα σ’ αυτή τη χαοτική και
βρόμικη κοινωνία (που τους μισεί), όπως μπορούν.
«Σε ποιον παπά να πάω;»
Όμως το πρόβλημα έχει άλλη μια πολύ σοβαρή πλευρά. Πολλές φορές αρνούμαστε να
πάμε στην εκκλησία ή να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε ή ακόμη και να
βαφτίσουμε τα παιδιά μας, επειδή δεν εγκρίνουμε τον ιερέα που έχουμε μπροστά
μας, αλλά θέλουμε να βρούμε έναν «άγιο ιερέα» και να πλησιάσουμε το Θεό μέσω αυτού.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά και επιζήμια για μας
τους ίδιους. Κατ’ αρχάς, είναι εγωιστικό να απαιτούμε έναν άγιο ιερέα για να
λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να παντρευτούμε ή να βαφτίσουμε τα παιδιά μας
– ακόμη και για να εξομολογηθούμε, εκτός πια κι αν έχουμε κάνει (ή συνεχίζουμε
να κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε) εγκλήματα ή τόσο φοβερά αμαρτήματα που
χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση… Οι άνθρωποι που ζούμε μια συνηθισμένη
ζωή, μπορούμε μια χαρά να εξομολογηθούμε σε οποιονδήποτε «πνευματικό»
(εξομολόγο ιερέα) και να ωφεληθούμε, να προσεγγίσουμε το Θεό, να πάρουμε
καθοδήγηση για τη ζωή μας και να σωθούμε, και εμείς και η οικογένειά μας.
Καλό είναι λοιπόν να πλησιάσουμε τον ιερέα της ενορίας μας, ως απλοί άνθρωποι
και απλοί χριστιανοί, και να μη νομίζουμε πως εμείς ειδικά είμαστε κάποιες
εξαιρετικές περιπτώσεις, που πρέπει να «διαλέγουμε» τους ιερείς, να
απορρίπτουμε τους περισσότερους και να πηγαίνουμε μόνο σ’ αυτούς που…
εγκρίνουμε.
Άσε που το κριτήριό μας δεν είναι αλάνθαστο. Ο ιερέας που απορρίπτω, ίσως είναι
ένας κρυφός άγιος, ενώ εκείνος που θεωρώ σωστό και «σπουδαίο» ίσως έχει κι
αυτός τις αδυναμίες του, όπως κι εγώ. Και αν ωστόσο κάποια μέρα μάθω ότι έχει
κι εκείνος αδυναμίες, θα πέσει από την υπόληψή μου και ούτε σ’ εκείνον θα
πηγαίνω; Δηλαδή θα αποκόψω εντελώς τον εαυτό μου από την Εκκλησία και συνεπώς
κι από το Χριστό, γιατί ο Χριστός, όπως είπαμε, ίδρυσε την Εκκλησία (ώστε να
είμαστε όλοι μαζί) και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, που ο καθένας να μπορεί να
τους διαμορφώνει «κατά τη γνώμη μου» και να τους ακολουθεί «με τον τρόπο του».
Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι μεγάλοι και θαυματουργοί άγιοι στον κόσμο είναι
σχετικά λίγοι, ο Θεός δέχεται τη θεία λειτουργία και από τα αδύναμα, αμαρτωλά
και «χωματένια» χέρια όλων των ιερέων Του. Όπως εμείς ελπίζουμε ότι ο Θεός
ακούει τις προσευχές μας, παρόλο που είμαστε αδύναμοι και αμαρτωλοί (και όχι
άγιοι), έτσι πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δέχεται τα ιερά μυστήρια και τις
ιερές τελετές που κάνουν όλοι οι κανονικά χειροτονημένοι ιερείς, ακριβώς επειδή
αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει την απαίτηση (που έχουμε εμείς, μέσα
στον υπερβολικό εγωισμό μας) να είναι αναμάρτητος ο άνθρωπος για να δεχτεί ο
Θεός τη λειτουργία και την προσευχή του. Συνεπώς, και ο πιο αμαρτωλός – ας
πούμε – ιερέας, όταν λειτουργεί, εξομολογεί, παντρεύει, βαπτίζει, κηδεύει,
τελεί ευχέλαιο ή αγιασμό κ.λ.π., οι πράξεις του είναι έγκυρες και δεκτές από το
Θεό ακριβώς όπως και ενός αγίου ιερέα, για χάρη των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’
αυτές και που ο Θεός θέλει τη σωτηρία τους.
Και λάθος ακόμη αν κάνει ο ιερέας κατά τη διάρκεια μιας τελετής, αν π.χ. δεν
είναι μορφωμένος και δεν διαβάζει σωστά τα λόγια της Εκκλησίας ή αν για κάποιο
λόγο μπερδευτεί ή ξεχάσει ή παραλείψει κάτι, ο Θεός δέχεται τις ιερές τελετές
ως σωστές, για χάρη των ανθρώπων. Ας έχουμε εδώ και το παράδειγμα του αγίου
Νικολάου Πλανά, ενός ιερέα σχεδόν αγράμματου, που όντως έκανε λάθη στην
ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων, όμως η καρδιά του ήταν τόσο ενάρετη, πιστή
και ταπεινή, που ήταν θαυματουργός άγιος ενώ ακόμη ζούσε (έζησε στην Αθήνα τις
αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι το 1930 περίπου). Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι
«Πλανάδες», που όμως το μάτι μας, το γεμάτο εγωισμό, καχυποψία και κατάκριση,
αρνείται να τους δει.
Όμως, ξαναλέω, δε χρειάζεται να είναι άγιος ο ιερέας για να γίνει δεκτή από το
Θεό η τελετή που τελεί. Εκτός των άλλων, όπως είπαμε, τις τελετές δεν τις τελεί
μόνο ο ιερέας, αλλά όλος ο λαός – και μέσα σε αυτόν το λαό υπάρχουν και πολλοί
άξιοι χριστιανοί. Και τέλος, εκείνος που πραγματικά κάνει έγκυρες τις τελετές
της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός («ο Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω
Πνεύματι») μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί (που εμείς προσφέρουμε – και μήπως
είμαστε άξιοι εμείς;) σε σώμα και αίμα Χριστού, Εκείνος παντρεύει, Εκείνος
βαφτίζει, Εκείνος δίνει άφεση αμαρτιών κατά την εξομολόγηση κ.τ.λ. Και το κάνει
για χάρη μας, αλλά θέλει κι εμείς να είμαστε ταπεινοί, όχι εγωιστές, και να
καταδεχόμαστε τον ιερέα Του που έχουμε μπροστά μας (στο χωριό μας, στην ενορία
μας), όχι να τον απορρίπτουμε και να ψάχνουμε για «πιο κατάλληλους», που μπορεί
μάλιστα – παραπλανημένοι εύκολα από το διάβολο – να μην τους βρούμε ποτέ.
Δυο παραδείγματα: απόστολος
Παύλος
και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Πώς να κλείσουμε τώρα; Ας κλείσουμε με δυο γνωστά παραδείγματα, από δυο αγίους
που πρόσφεραν τα πάντα για το Χριστό και τελικά έδωσαν και τη ζωή τους γι’
Αυτόν και για τους συνανθρώπους τους: τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Κοσμά τον
Αιτωλό (έναν άγιο ιερομόναχο, που γύρισε τη μισή Ελλάδα κηρύττοντας και
βοηθώντας τους υπόδουλους χριστιανούς, μέχρι που τον κρέμασαν οι Τούρκοι λίγο
πριν το 1800).
Όταν τον απόστολο Παύλο τον είχαν συλλάβει οι Ρωμαίοι, τον παρουσίασαν μπροστά
στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων και, όταν εκείνος άρχισε να απολογείται, ο
αρχιερέας Ανανίας διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Ο Παύλος τότε του μίλησε
απότομα και, όταν οι άλλοι του είπαν «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», ο Παύλος
ζήτησε συγγνώμη και απάντησε ότι δεν ήξερε πως ήταν ο αρχιερέας – παρόλο που
αυτός ο αρχιερέας (που ήταν αρχιερέας της εβραϊκής θρησκείας, όχι χριστιανός)
αποσκοπούσε στο θάνατό του! Κι όμως ο απόστολος Παύλος τον σεβάστηκε,
επικαλούμενος λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, που διδάσκουν το σεβασμό προς τους
άρχοντες του λαού. Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο
Πράξεις τον αποστόλων, κεφάλαιο 23 (κγ΄).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού προς τους
χριστιανούς της εποχής του, που ήταν αμόρφωτοι και αγνοούσαν το περιεχόμενο και
το νόημα της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως κι εμείς σήμερα (και επιπλέον ζούσαν κάτω
από το ανελέητο γιαταγάνι του Τούρκου). Έλεγε: «Αν συναντήσω στο δρόμο έναν
ιερέα και έναν άγγελο, θα χαιρετήσω πρώτα τον ιερέα και μετά τον άγγελο». Και
τούτο, επειδή ο ιερέας (ακόμη κι αν είναι ή φαίνεται «ανάξιος») κάνει κάτι, που
ο άγγελος δεν μπορεί να κάνει: κρατάει στα χέρια του το σώμα και το αίμα του
Χριστού (τη θεία μετάληψη) και εξομολογεί τους χριστιανούς, ζητώντας γι’ αυτούς
άφεση αμαρτιών από το Θεό.
Τελειώνοντας, θα επισημάνουμε ότι, κατά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας δεν
εμφανίζεται μπροστά στο Θεό ως άγιος, αλλά ως πολύ αμαρτωλός, που παραδέχεται
την ανθρώπινη αναξιότητά του και ζητάει έλεος και συγχώρηση, όχι μόνο από το
Θεό, αλλά κι από τους ανθρώπους. Στις προσευχές που διαβάζει κατά τη θεία
λειτουργία (γραμμένες από δύο μεγάλους αγίους, το Μέγα Βασίλειο και τον ιερό
Χρυσόστομο) ο ιερέας ζητάει συγχώρηση από το Θεό και Τον παρακαλεί να δεχτεί
από τα ταπεινά χέρια του την αναίμακτη θυσία του ψωμιού και του κρασιού και να
τα μεταβάλει σε σώμα και αίμα Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και δύο
φορές – πριν σηκώσει τα Άγια και πριν κοινωνήσει ο ίδιος – ο ιερέας εμφανίζεται
στην ωραία πύλη και υποκλίνεται μπροστά στο λαό, ζητώντας απ’ όλους («τους
μισούντας και αγαπώντας» αυτόν, δηλ. κι αυτούς που τον αγαπούν και εκείνους που
τον μισούν) να τον συγχωρήσουν.
Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, ας τον συγχωρήσουμε – κι ας συγχωρήσουμε επίσης
όλους τους ανθρώπους, και τους πιο «κακούς» (κατά τη γνώμη μας) κι εκείνους που
θεωρούμε ότι «δεν το αξίζουν», ώστε να συγχωρεθούμε κι εμείς από το Θεό για τα
λάθη και τις αμαρτίες που σίγουρα έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε
μέρα. Αυτό είπε άλλωστε ο Χριστός: συγχωρείτε, για να συγχωρεθείτε, γιατί με το
μέτρο που κρίνετε τους άλλους, μ’ αυτό θα κριθείτε (βλ. κατά Λουκάν ευαγγέλιο,
κεφ. 6, στίχοι 27-49).
Αμήν.