ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!
Όταν πέθανε ο άντρας της, πτώχευσε και μη έχοντας χρήματα να παντρέψει τις κόρες της, φοβόταν μήπως εξ ανάγκης προδώσει την τιμή τους…
Τότε, έχοντας βαθιά πίστη στο Θεό, πήγε με τις κόρες της στην Εκκλησία, στάθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και της είπε με δάκρυα:
- Δέσποινα των Αγγέλων, Μητέρα των ορφανών και των φτωχών βοήθεια, με όλη μου την ψυχή παραδίδω στην αγία σκέπη και κηδεμονία σου αυτές τις δύο ορφανές κόρες… Στο εξής εσύ να τις κυβερνάς διότι εγώ δεν μπορώ πια να τις φυλάξω χωρίς να προκαλέσω ζημιά στη ψυχή και το σώμα τους, επειδή είμαι πολύ φτωχιά και άπορη... Σε ικετεύω, κατά την άπειρη Ευσπλαχνία σου, στο εξής Εσύ να τις σκεπάζεις με τη Θεία Πρόνοια και να τις διαφυλάττεις, ώστε να μην μολύνουν την παρθενία τους μόνο και μόνο από ανάγκη…
Μετά από αυτή την πράξη, επέστρεψαν όλες στο σπίτι τους.
Μόλις πλησίασαν στην πόρτα είδαν έναν αστραπόμορφο νέο να κρατάει ένα βαλάντιο γεμάτο με αργύρια και να λέει στην μητέρα:
- Η Ουράνια Βασίλισσα σου τα στέλνει αυτά τα χρήματα για να φροντίσεις τις κόρες σου.
Η γυναίκα πήρε με ευγνωμοσύνη το δώρο της Παναγίας! Έπειτα γονάτισε να την ευχαριστήσει για την άμεση ανταπόκριση και θαυμαστή βοήθεια ενώ ο άγγελος έφευγε για τους ουρανούς!
Αυτά τα χρήματα η γυναίκα τα ξόδεψε για να αγοράσει ρούχα και όλα τα αναγκαία για την ζωή των θυγατέρων της. Οι πονηρές γειτόνισσες όμως, που ήξεραν την προηγούμενη φτώχεια τους τις κατέκριναν και τις δυσφημούσαν με άδικα και αισχρά λόγια. Έλεγαν ότι η μητέρα τους τις εξέδιδε σε κάποιον πλούσιο για να παίρνει χρήματα…
Όταν άκουσε η ευλαβής εκείνη γυναίκα τις συκοφαντίες, λυπήθηκε πολύ. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο αύξαναν και τα κουτσομπολιά μέχρι που τα έμαθαν όλοι πια στην πόλη.
Μη υποφέροντας άλλο πια τα λόγια του κόσμου, είπε στις κόρες της:
Στη μητρική της παρακίνηση υπάκουσαν αμέσως οι κόρες και, αφού έφτασαν στον ιερό ναό, έκαναν όπως τις δίδαξε η μητέρα τους.
Προσευχήθηκαν με πολλά δάκρυα και θερμή πίστη κι έπειτα επέστρεψαν πάλι πίσω στο σπίτι τους ελπίζοντας ότι θα τους στείλει πάλι η Παναγία την απαραίτητη βοήθεια. Έτσι και έγινε.
Η κουροτρόφος Βασίλισσα δέχτηκε την ταπεινή ικεσία και τα δάκρυα των μικρών κοριτσιών και τις δικαίωσε θαυματουργικά.
Σε μια γιορτή, όπου ήταν μαζεμένη όλη η πόλη στην Εκκλησία της Μητρόπολης και ένας Πνευματικός έκανε διδασκαλία, ήταν εκεί και η μητέρα με τις δυο κόρες της. Στη μέση της διδαχής και ενώ ο διδάσκαλος ξεκουραζόταν λίγο, βλέπουν όλοι έναν ωραιότατο άγγελο να μπαίνει από ένα παράθυρο κρατώντας στα χέρια του δύο ωραία και θαυμάσια στεφάνια από λευκά τριαντάφυλλα και άλλα ευωδιαστά άνθη. Πλησιάζει τις δύο αυτές νέες και τους λέει:
- Αυτά τα δύο ευωδιαστά στεφάνια από άνθη σας τα στέλνει η Βασίλισσα των Ουρανών, ως σημείο της παρθενίας σας!
Αλήθεια, φαντάζεστε τι ευφροσύνη ένιωσαν οι νέες και τι έκπληξη όλοι οι παρευρισκόμενοι; Η διδαχή έμεινε ατελείωτη. Ο Αρχιερέας μαζί με τους άρχοντες έσπευσαν αμέσως να ασπαστούν τα ουράνια αυτά στεφάνια… Ο κόσμος συναγωνιζόταν ποιος θα παινέψει πιο πολύ αυτές τις νέες… Έπειτα όλοι μαζί τις συνόδεψαν με τιμές στο σπίτι τους.
Εκείνες, παρόλες τις τιμές που δέχτηκαν, δεν έδειξαν διόλου κενοδοξία ή περηφάνια, αλλά με πολύ ταπείνωση ευχαρίστησαν την Βασίλισσα των Ουρανών!
Ο Αρχιερέας μαζί με τους μεγιστάνες της πόλης ξόδεψαν αμέτρητα πλούτη και έχτισαν δύο Μοναστήρια στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μετά ψήφισαν την κάθε μια κόρη ως Ηγουμένη για το κάθε ένα Μοναστήρι.
Εκεί, οι κόρες της Παναγίας έζησαν ενάρετο βίο και πολλές άλλες θυγατέρες αρχόντων από διάφορες πόλεις ακούγοντας την καλή τους φήμη και θεάρεστη πολιτεία, εγκατέλειπαν τα πλούτη τους και την μάταια δόξα για να δώσουν Υπακοή στα Μοναστήρια τους. Μάλιστα, τόσο αυξήθηκαν οι αφιερωμένες ψυχές μέσα σ’ αυτά και όλοι έτρεφαν τόση μεγάλη ευλάβεια, ώστε θεωρήθηκε ότι ήταν μεγάλη τιμή και μακαριότητα να συνταχτεί κανείς στα ευλογημένα εκείνα μοναστήρια!
Η ώρα της τελευτής της κάθε Ηγουμένης ήταν αγιότατη και ενώ τα άγια λείψανά τους ευωδίασαν, οι μακάριες τους ψυχές αναχώρησαν για την Βασιλεία των Ουρανών!
Με τις πρεσβείες τους, εκεί ευχόμαστε και όλοι μας να συνευρεθούμε! Αμήν.
Από το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία