Γερόντισσα Γαλακτία: Ο Θεός να γλυτώσει τον κόσμο από
τις παγίδες του σατανά. Κάθε βράδυ έρχεται με παράουρες μούρες και βρώμες
να ξεράσεις. Χθες βράδυ ήρθε με κοστούμι και κυριλέδικο τρόπο. Στην αρχή νόμισα
πως ήτανε κανείς γνωστός μου και ξαφνιάστηκα. Τον ρώτησα: (ποιός είσαι;
Πώς μπήκες μέσα τέτοια ώρα;). Βρωμούσε σαν το σαπισμένο κρέας των δεκαέξι
ημερών! Έπρεπε να καταλάβω αμέσως ποιος είναι αλλά καμιά φορά, βγάνουνε και
άνθρωποι που τους κυριεύει αυτός, αυτή τη βρώμα… Έπειτα κατάλαβα ότι ήταν η
μούρη του μασκαρεμένη. Απάντησε:”όλος ο κόσμος με γνωρίζει. Εσύ δε με
γνωρίζεις;” “μωρέ εγνώρισά σε εγώ εδά αλλά δε γατέχω ποιο μου παριστάνεις”
απάντησε εκείνη. Και το δαιμόνιο αποκαλύφθηκε. Είπε τίνος τη μορφή επήρε:
“Είμαι ο τάδε σεξολόγος”
“Και τί δουλειά κάνεις;”
“Διαστρέφω τους ανθρώπους από την τηλεόραση. Ό,τι και
να τους βάλω να κάνουνε, άμα δε σκοτώσουνε παιδιά και δεν κάνουνε
ανωμαλίες, δεν το μπαταίρνω (δεν ευχαριστιέμαι).
Και στση ευλοημένους τση δικούς σας με τα στεφάνια τα
κάνω αυτά (στους παντρεμένους με παπά και στεφάνι). Εκιά μου αρέσει πλια
καλά. Γιατί βγάνω τσι κορώνες από την κεφαλή τους (την ευλογία του γάμου,
τα στέφανα) και τοσε βάνω απ’ αυτά που έχω πάνω στη δική μου κεφαλή…”
Άλλαξε μούρη και έγινε σα χοίρος. Χοντρές αδρές τρίχες
είχε η κεφαλή του και ήταν γεμάτη κόπρανα! “Να! Σ’ αυτά τση βάνω και
ανακατώνουνται. (Στις ακαθαρσίες). Και κάνω δικούς μου κι αυτούς και τα κοπέλια
τους”! Θύμωσα πολύ, είπε η Γερόντισσα!
Τον έφτυσα:”φτου σου, βρωμιάρη, του είπα. Φτου σου
βρωμόλογο και κατρουλόλογο”;. Πέταξα πάνω του αγιασμό. Πήρε φωτιά και πήγε κι
έσκασε έξω στο απέναντι μπεντένι. Όμως, κατάλαβα ότι έχει μεγάλη εξουσία μέσω
αυτών των σιχαμάτων πάνω στους ανθρώπους. Όποιος πει τα αντίθετα θα τονε βγάνει
τρελό. Αυτά θα φέρουνε καταστροφή μεγάλη… και οι φόνοι των παιδιών.
Ένα βράδυ τον είδα και πατούσε σ’ ένα δρόμο με μανία
ένα μικρό μικρό παιδάκι.Ήταν μικρούλη, τόσο δα…το ζούλιζε, το βασάνιζε, το
τυρράνα. Φώναζε το καημένο, ούρλιαζε, ζητούσε βοήθεια. Πήγα να το σώσω…μου
είπε: “έτσι τση βάζω και σκοτώνουν τα κοπέλια. Το ίδιο νοιώθουνε στην κοιλιά
τση μάνας τος όταν τση βάζω και τα σκοτώνουν…”