ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΙΛΙΑ!

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Όταν ακούσεις στην τηλεόραση να γίνεται θέμα για τα μίλια, για την επέκταση των μιλίων (της αιγιαλίτιδας ζώνης) από 6 σε 12 μίλια, τότε από πίσω έρχεται ο πόλεμος. Ακολουθεί… Μετά την πρόκληση των Τούρκων, θα κατεβούν οι Ρώσοι στα Στενά. Όχι για να βοηθήσουν εμάς. Αυτοί θα έχουν άλλα συμφέροντα. Αλλά, χωρίς να το θέλουν, θα βοηθάνε εμάς.

Τότε, οι Τούρκοι για να υπερασπισθούν τα Στενά, που είναι στρατηγικής σημασίας, θα συγκεντρώσουν εκεί και άλλα στρατεύματα. Παράλληλα δε, θα αποσύρουν δυνάμεις από καταληφθέντα εδάφη. Όμως, θα δουν τότε τα άλλα κράτη της Ευρώπης, συγκεκριμένα η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλα έξι – εφτά κράτη της ΕΟΚ, ότι η Ρωσία θα αρπάξει μέρη, οπότε θα πουν: “Δεν πάμε κι εμείς εκεί πέρα, μήπως πάρουμε κανένα κομμάτι;”

Όλοι, όμως θα κυνηγούν τη μερίδα του λέοντος. Έτσι θα μπουν και οι Ευρωπαίοι στον πόλεμο…..Θα βγάλει η (ελληνική) κυβέρνηση απόφαση να μη στείλη στρατό. Θα κρατήσει στρατό μόνο στα σύνορα. Και θα είναι μεγάλη ευλογία που δε θα πάρει μέρος. Γιατί , όποιος πάρει μέρος σ΄ αυτόν τον πόλεμο (εν. τον ευρωπαϊκό), χάθηκε…

ΓΕΡΩΝ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ!

Γέρων Μωυσής ο Αγιορείτης: Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλά λόγια δεν αναπαύουν. Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία. Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί. Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΣΤΕΛΛΑ ΜΙΤΣΑΚΙΔΟΥ- ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

«Στέλλα Μιτσακίδου- Το σπουργιτάκι του Θεού»
της Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικού-Υπαλλήλου Υπ.
Εργασίας

Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.
Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».
Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.

«Δόξα σοι, ο Θεός» άκουγες συχνά από το στόμα της.
Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε την Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε που εργαζόμασταν στην συσκευασία μαζί, θυμάμαι την Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια».
Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας -μας «τρώγανε» μεροκάματα- δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε με ένα γέλιο, με μια λέξη «Α! Μηλίτσα». Δεν την θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι την θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις την σέβονταν και διερωτώντο πως κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά.
Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε· ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν την ρωτούσαν να πη τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή, όταν όμως της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Την σεβόμουν τόσο που ποτέ δεν την ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος. Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να την θεωρούν «τρελή». Κάποιες φορές τύχαινε να είμαστε οι δυό μας και να μιλάμε φυσιολογικά και όταν πλησίαζε κάποιος άρχιζε και έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.
Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Την Στελλίτσα την συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της, στα χείλη της την ευχή. Συνήθιζε να την λέη εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα την θυμόμουν με μια γλυκειά ανάμνηση και νοσταλγία.
Μετά παντρεμμένη πια θα την συναντούσα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στην Μονή για την πρωϊνή Θεία Λειτουργία. Οι μοναχές με πολλή στοργή και ευγένεια μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελλί, όπου εφιλοξενείτο «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελλί, όπου με κατάπληξη διεπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μείναμε αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα και ξαφνικά ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δήτε την Στελλίτσα με την Μηλίτσα αγκαλιά». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν…
-Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτείς. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή. (Υπ’ όψιν ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθή ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θ’ αλλάξει χώρο, μην ανησυχής, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρει σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).
Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή… Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινείς. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πει τίποτε. Κι όμως το ήξερε…
Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πει: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δεις· τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους· με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ …; Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.
Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.
Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.
Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώει αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ».
Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνει αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.
Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».
Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:
«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».
Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».
Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνει από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατεί με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάει τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε.
Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.
Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.
Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο.
Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της.
Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνει λίγο κοντά μου να ξεκουραστεί, να πιεί κάτι, να δροσιστεί κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάει για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».
Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθεί να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνει το: «Ζη Κύριος ο Θεός».
Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήσει ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγει από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.
Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθεί. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.
Μετά το Πάσχα του 2006 ένα βράδυ, πολύ αργά και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθή, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (το διεπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) από ένα δυνατό όνειρο: Είδα την Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια να ακουμπάη ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζει μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζη το στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου…» Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στην θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόϊσα στον ουρανό. Αμέσως βλέπω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: Χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας και φόβο από την φωτογραφία της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό όμως με απέτρεψε να τον ξυπνήσω.
Την επομένη τηλεφώνησα στην Γερόντισσα και στην Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυό μου συνέστησαν να ψάξουμε για την Στέλλα. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία….
Η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου 2005 και ώρα 6,10 μ.μ. κοντά στο σπίτι της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δεν έχουν όνομα!). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Την συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο (όπως έδειξαν οι φωτογραφίες της Τροχαίας).
Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το Γραφείο που την ενταφίασε μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη, μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.
Πρέπει να τονισθή ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχης παρρησία στο Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Και πράγματι μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.
Την ημέρα της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο Ιερέας είπε για την Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για την Θεία Λειτουργία… Μάλιστα έχει παραγγείλει να αγιογραφηθεί η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας…..».
Στις 3 Ιουνίου 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της Επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.
Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μου είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθεί: Ήθελα να βαπτίσω δυό παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δυό παιδάκια στη θέση της και μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα. Είμαι έτοιμη να φύγω».-

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οι κατά Χριστόν σαλοί ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που αποφάσιζαν να ακολουθήσουν μια δύσκολη οδό. Ζώντες στις πόλεις, προσεποιούντο τον τρελλό. Έκαναν πράξεις που θα έκανε ένας τρελλός, αλλά όμως οι πράξεις αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατά Χριστόν σαλοί είχαν σε ύψιστο βαθμό νοερά ενέργεια, είχαν ακόμη σώας τας φρένας, διάλεγαν όμως έναν σκληρό δρόμο και τρόπο ζωής…..
Η ζωή των κατά Χριστόν σαλών ήταν μια τελεία, ίσως και ακραία εφαρμογή της μωρίας κατά Χριστόν, που είναι η πεμπτουσία όλου του πνεύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπορούν, βέβαια, όλοι να παριστάνουν τον κατά Χριστόν σαλό, όπως το είδαμε προηγουμένως, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαιτερο χάρισμα και μια ιδιαίτερη ευλογία του Θεού, αλλά όλοι μπορούν να βιώσουν την κατά Χριστόν σαλότητα σε μετριότερη μορφή και ανάλογη προσαρμογή. Και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι η ζωή που έχει η Εκκλησία, ζωή της αγάπης, της πίστεως, της εγκρατείας αποβλέπει και εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, που είναι σαφώς αντίθετο από τα ανθρώπινα πολιτεύματα. Όλη αυτή η ζωή που έχει η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνη εύκολα αντιληπτή από τους ανθρώπους, που κέντρο τους έχουν την λογική και τις αισθήσεις. Η χριστιανική ζωή, χωρίς να καταργή την λογική και τις αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές.
 

ΨΗΓΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΓΕΡΩΝ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΤΥΦΛΟΣ: ΜΑΘΕ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ!

Γέρων Ισίδωρος ο Τυφλός
Μάθε να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό

1:30 ώρα το μεσημέρι. Η βροχή έπεφτε, άλλες φορές με ορμή, άλλες φορές χαλάρωνε. Παρ` όλο που έβρεχε είπαμε να πάμε με τα πόδια στην γειτονική μονή Φιλοθέου. Μισή ώρα απόσταση, μέσα από ένα γοητευτικό ανηφορικό μονοπάτι μέσα στις καστανιές. Τόσο πυκνό που η βροχή δεν έφτανε. Ψιχάλες μόνο μας ενοχλούσαν. Ένα καλυβάκι εγκαταλελειμμένο. Ένα ρυάκι. Ευτυχώς δεν είχε φουσκώσει και πατώντας προσεχτικά στις πέτρες το περάσαμε αβρόχοις ποσί. 

Ύστερα από 20 λεπτά σταμάτησε και μπήκαμε σε αμαξωτό δρόμο. εδώ δεν είχαμε την κάλυψη των δέντρων και γίναμε παπιά. Σε 10 λεπτά φτάσαμε. Το κόκκινο χρώμα, τόσο στην εκκλησία, όσο και στους τοίχους μας έκανε εντύπωση. Προσκυνήσαμε στην εκκλησία. Πριν φύγουμε πετύχαμε τον γέροντα Ισίδωρο τον τυφλό. Του είπα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω. 

Πήρε το μπαστούνι του και με χτύπησε ελαφρά στα πόδια. “Τι πράγματα είναι αυτά. Για κοίτα με στο πρόσωπο. Πως με βλέπεις εμένα. Με βλέπεις δυστυχισμένο, λυπημένο; Χαρούμενο δεν με βλέπεις. Εγώ είμαι εκ γενετής τυφλός. Και δοξάζω την Παναγία γιατί έτσι κάνω λιγότερες αμαρτίες. Πριν γίνω μοναχός, στην Πάτρα από όπου είμαι, μια μέρα ενώ πουλούσα λαχεία για να ζήσω, στην πλατεία Γεωργίου άρχισα να βλέπω θολά. Ξεχώριζα κάποια πράγματα. Έτσι ξαφνικά. Οπότε λέω στην Παναγία. Παναγία μου, μην επιτρέψεις να δω το φως μου, γιατί αν το δω δεν θα γίνω μοναχός. Και εκείνη τη στιγμή ξανατυφλώθηκα“.

Μα, επέμενα εγώ, δύσκολο είναι να μην στενοχωριέσαι στις θλίψεις, στις δυσκολίες. 
“Α, δεν με ακούς εσύ. Εγώ βαράω. Μάθε να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό. Δεν ξέρει ο Θεός και ξέρεις εσύ. Αν ο Θεός στο επιτρέπει αυτό είναι επειδή είναι προς όφελος της σωτηρίας της ψυχής σου. Άντε μη βαρέσω“. 

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΗΠΙΝΑΣ


Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΗΠΙΝΑΣ

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά μοναστήρια της Ηπείρου βρίσκεται χτισμένο κοντά στους Καλαρρύτες, επάνω από το φαράγγι του Καλαρρύτικου ποταμού, στην είσοδο της σπηλιάς του κατακόρυφου βράχου. 

Πρόκειται για τη Μονή της Κηπίνας, που λέγεται ότι ονομάσθηκε έτσι από τους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί της στη γύρω περιοχή.

Σε κείμενα αναφέρεται ότι ιδρύθηκε το 1212 από τον Αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο, αν και υπάρχει η άποψη ότι ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από μοναχούς της γειτονικής Μονής Βύλιζας.

Η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τον 18ο αιώνα και οι μοναχοί της διακρίθηκαν για το κοινωνικό τους έργο. Μάλιστα είναι γνωστό ότι το 1760 ο ηγούμενός της Καλλίνικος προσέφερε χρήματα για την κατασκευή γεφυριού.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την παράδοση, στη μονή λειτουργούσε κρυφό σχολειό, ενώ η σπηλιά που βρίσκεται στον βράχο χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο από τους κατοίκους της περιοχής. Τον 19ο αιώνα η μονή εγκαταλείφθηκε και το 1931 έγινε μετόχι της μονής Τσούκας.

Η πρόσβαση στη μονή γίνεται από ένα μονοπάτι που είναι λαξευμένο στον βράχο και μια κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, την οποία σήκωναν οι μοναχοί για να αποκόπτουν την πρόσβαση.

Το καθολικό έχει ως στέγη τον φυσικό βράχο, που έχει λαξευτεί έτσι ώστε να σχηματίζει θόλο. Είναι μικρή μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα και στο εσωτερικό σώζονται τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα. Το επιχρυσωμένο ξύλινο τέμπλο και οι εικόνες του Ιωάννη από την Σαγιάδα είναι έργα του 18ου αιώνα.

Από τον πρόναο του ναού ξεκινά η σπηλιά με τους σταλαγμίτες και σταλακτίτες, που φθάνει σε μήκος 240 μέτρων, αλλά δεν είναι επισκέψιμη.

Τα κελιά είναι πλήρως ανακαινισμένα, διαμορφωμένα με ξύλινες προεκτάσεις και δημιουργούν εξαιρετικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα δύο επιπέδων, απόλυτα εναρμονισμένο με τον βράχο.

Η μονή είναι ανδρική, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά εορτάζει την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής.

www.pronews.gr

ΑΓΙΟΦΑΡΑΓΓΟ: Ο ΘΡΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ 300 ΕΡΗΜΙΤΕΣ

 «Αγιοφάραγγο»: Ο θρύλος με τους 300 ερημίτες που συναντιόνταν μια φορά το χρόνο για να δουν πόσοι είχαν απομείνει

Στα νότια παράλια του Ηρακλείου πριν από χιλιάδες χρόνια ένα τεράστιο σπήλαιο γκρεμίστηκε και δημιουργήθηκε το επιβλητικό Αγιοφάραγγο.

Γεμάτο σπηλιές, απόκρημνα βράχια και δύσκολη πρόσβαση, ήταν ο ιδανικός τόπος για ασκητική ζωή.

Από τη Μινωική εποχή που υπάρχουν ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας και μετέπειτα στα χρόνια του Χριστιανισμού, δεκάδες μοναχοί ασκήτευαν στις σπηλιές μέσα στα βράχια του Αγιοφάραγγου. Το όνομα του φαραγγιού δεν είναι τυχαίο, αλλά ούτε και και το εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο τον ασκητή. Σύμφωνα με τον θρύλο, τριακόσιοι ερημίτες ζούσαν εδώ σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης.

Ο καθένας ασκήτευε μόνος και συναντιόταν με τους άλλους μόνο μια φορά τον χρόνο στο «γουμενόσπηλιο». Εκεί έκαναν καταμέτρηση και έβλεπαν πόσοι είχαν επιβιώσει σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Καλά κρυμμένο από τη φύση είναι το επιβλητικό Λιμνοβάραθρο Βουρβουλίτης. Μόνο από ψηλά μπορεί να φανεί.

Ένα άνοιγμα στα απόκρημνα βράχια με τη λίμνη που επικοινωνεί υπόγεια με τη θάλασσα και έχει υφάλμυρο νερό. Δίπλα από την παραλία υπάρχει ένα μονοπάτι που οδηγεί επάνω στον βράχο όπου βρίσκεται ο Βουρβουλίτης. Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή γιατί τα βράχια είναι απότομα και επικίνδυνα. Ο ασφαλέστερος τρόπος είναι μια πτήση με drone πάνω από το σημείο.

www.pronews.gr