ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΚΟΣ: ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΩΡ!

 π. Δημήτριος Μπόκος, Θεοτόκος και Θεομήτωρ
ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΩΡ
Από την Υπαπαντή στους Χαιρετισμούς
 
«Χαίρε σκηνή του Θεού και Λόγου»
«Ούτος κείται εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34). Είναι τα λόγια που ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος είπε στην Παναγία, όταν αυτή εναπόθεσε στα χέρια του βρέφος 40 ημερών τον Χριστό (Υπαπαντή).
Μπροστά σ’ αυτόν, της είπε, όλοι θα παίρνουν κάποια θέση. Είτε θετική, είτε αρνητική. Δεν θα μπορεί να τον προσπεράσει αδιάφορα κανείς.
Έτσι και έγινε. Γύρω απ’ το πρόσωπο του Χριστού στήθηκαν οι μεγαλύτερες διαμάχες, συζητήσεις, θεολογικές αναζητήσεις όλων των αιώνων. Η Εκκλησία αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες για να διαφυλάξει την πίστη που παρέλαβε για το πρόσωπο του Χριστού. Σύνοδοι οικουμενικές και θεοφόροι πατέρες ασχολήθηκαν διεξοδικά με το ερώτημα: Ποιόν τελικά γέννησε η Παναγία;
 
Ξεκινώντας από το λάθος να θέλουν να εξηγήσουν λογικά τα πράγματα που είναι έξω και πάνω από τη λογική οι αιρετικοί, έλεγαν πως η Παναγία γέννησε έναν απλό άνθρωπο. Ο Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά άνθρωπος.
Άλλοι έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος-Χριστός μετά τη γέννησή του ενώθηκε με τον Υιό και Λόγο του Θεού. Έχουμε δηλαδή δύο Χριστούς: Τον Υιό και Λόγο του Θεού που γεννήθηκε απ’ τον Θεό-Πατέρα και τον άνθρωπο-Χριστό που γεννήθηκε από την Παναγία. Δύο διαφορετικά πρόσωπα που μετά ενώθηκαν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και ισχυρίζονταν, ότι δεν πρέπει να λέγεται Θεοτόκος η Παναγία, αλλά ανθρωποτόκος, Χριστοτόκος.
Άλλοι έλεγαν ότι στον Χριστό ενώθηκαν όχι δύο πρόσωπα, αλλά δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, μετά την ένωση όμως η ανθρώπινη χάθηκε. Απορροφήθηκε, διαλύθηκε μέσα στη θεία φύση, έπαψε πια να υπάρχει. Μετά την ένωση έμεινε μόνο μία φύση, η θεία. Αυτοί ονομάστηκαν μονοφυσίτες.
 
Τί διδάσκει η Εκκλησία;
Την πίστη των Αποστόλων. Ότι δηλαδή ο Χριστός είναι όχι δύο, αλλά ένα και μόνο πρόσωπο. Ο Υιός και Λόγος του Θεού. Γεννημένος από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων», ίσος, συνάναρχος και ομοούσιος με αυτόν. Θεός τέλειος, όπως ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αυτός ο Θεός Λόγος κατεβαίνει στην κοιλιά της Παναγίας. Παίρνει απ’ αυτήν ανθρώπινη φύση. Δεν έχουμε δύο χωριστά πρόσωπα, ένα Θεό και έναν άνθρωπο που ενώνονται, αλλά ένα και μόνο πρόσωπο, τον Υιό του Θεού, που στη θεία του φύση προσθέτει και την ανθρώπινη. Ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος.
Από την Παναγία δεν γεννιέται ένας άλλος, απλός άνθρωπος, που θα ενωθεί εν συνεχεία με τον Υιό του Θεού. Ο ίδιος ο Υιός του Θεού Πατρός γεννιέται και από την Παναγία παίρνοντας σάρκα από αυτήν.
Ο Χριστός δηλαδή, που λέγεται και «Θεός Λόγος» και «Λόγος του Θεού», έχει δύο γεννήσεις: α). Μία ως Θεός, προ των αιώνων (άχρονη) από τον Θεό Πατέρα του. β). Και μία ως άνθρωπος, εν χρόνω, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, από την Παρθένο μητέρα του. Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός του Ανθρώπου, της Παναγίας. Στην πρώτη γέννηση γεννάται αμήτωρ, στη δεύτερη απάτωρ.
Η Παναγία λοιπόν είναι Θεοτόκος και Θεομήτωρ, αφού γεννά ως άνθρωπο τον ίδιο τον Υιό του Θεού.
Έτσι το ίδιο πρόσωπο, ο Χριστός, αποκτά δύο φύσεις, απολύτως ενωμένες, αλλά και απολύτως διακριτές επάνω του. Αδιαίρετες μεν, αλλά και ασύγχυτες. Δεν χάνεται καμμιά μέσα στην άλλη. Αντιθέτως! Διατηρούνται αναλλοίωτες, πλήρεις, ολόκληρες, με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα η κάθε μία.
Μια υπέροχη περιγραφή του εκστατικού αυτού γεγονότος δίνει το δογματικό αναστάσιμο Θεοτοκίο του Γ΄ἤχου. «Πώς μη θαυμάσωμεν τον θεανδρικόν σου Τοκον, πανσεβάσμιε; Πείραν γαρ ανδρός μη δεξαμένη, πανάμωμε, έτεκες απάτορα Υιόν εν σαρκί, τον προ αιώνων εκ Πατρός γεννηθέντα αμήτορα, μηδαμώς υπομείναντα τροπήν, ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξαντα…»
 
Αυτή είναι η πίστη των Αποστόλων, των Πατέρων, της Εκκλησίας.
Η ίδια αυτή πίστη απαράλλακτη διατρανώνεται και μέσα στον θεσπέσιο ύμνο της Παναγίας, τους Χαιρετισμούς. Σταθερά και αταλάντευτα τονίζεται συχνά-πυκνά εκεί, ότι αυτός που κατέβηκε και εσκήνωσε στη μήτρα της Θεοτόκου, παίρνοντας «δούλου μορφήν», είναι ο ίδιος ο Κτίστης και Θεός.
Η Παναγία γίνεται σκηνή, κατοικία, οίκος, ναός του Θεού και Λόγου. Ο πρωτοστάτης αρχάγγελος βλέπει τον ίδιο τον Κύριο να σωματώνεται, να παίρνει δηλαδή ανθρώπινη μορφή μέσα της. Στα σπλάχνα της «βρεφουργείται ο Κτίστης».
Γίνεται επίσης κλίμακα η Παναγία με την οποία κατεβαίνει στη γη ο ίδιος ο Θεός. Έχει πλέον «θεοδόχον την μήτραν» η Παρθένος και «θεοδόχον γαστέρα», αφού μέσα της δέχεται Θεό και όχι άνθρωπο. Στα χέρια της κρατάει αυτόν που έπλασε «χειρί τους ανθρώπους», τον υψηλό Θεό που φανερώθηκε «επί γης (ως) ταπεινός άνθρωπος».
Στα χέρια του πρεσβύτη Συμεών «επεδόθη ως βρέφος» αυτός που αποκαλύπτεται στη συνέχεια ότι είναι «και Θεός τέλειος».

Κι εμείς;
Ακολουθώντας την πίστη των πατέρων μας, «επόμενοι τοις αγίοιςπατράσιν», αναγνωρίζουμε ότι:
«Θεοτόκος εστίν η αγία Μαρία».
Και αναφωνούμε: «Ω πανύμνητεμήτερ, η τεκούσα τον πάντων αγίων αγιώτατονΛόγον» (και όχι απλώς κάποιον άνθρωπο), σώσε μας από κάθε συμφορά και λύτρωσε από τη μέλλουσα κόλαση όλους εμάς, που σε τιμούμε ως Θεοτόκο και με πίστη ψάλλουμε:
«Χαίρε σκηνή του Θεού και Λόγου». 

ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ!


Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ!

 Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός
Η αγάπη προς το συνάνθρωπο
 
Ο Γέροντας Ιωσήφ αν και έτη πολλά στην ασκητική ησυχία, ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αποστειρωθεί από το ευρύτερο γίγνεσθαι ώστε να αποστραφεί τόσο την θυσιαστική αποστολή του μοναχού όσο και την πνευματική ανάγκη και αγωνία του εν τω κόσμω πληρώματος της στρατευομένης του Χριστού Εκκλησίας, προσφέροντας απλόχερα τη γνώση, την εμπειρία και την προσευχή του σε οποιονδήποτε την επιζητούσε. «Προσέξατε, προσπαθήστε, είμαστε στις έσχατες ημέρες, να μην καταλογιστούμε προδότες, αλλά να μείνουμε συνεχιστές της πατερικής μας παράδοσης και να γίνουμε και φορείς αφυπνισμού στους αδερφούς μας τους κοινωνικούς που χάθηκαν μες στο πέλαγος της απιστίας, της ακαταστασίας, του χαμού.
Έχασαν τον προσανατολισμό τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν, διερωτώνται “είναι και σήμερα δυνατός ο χριστιανισμός;”. Είναι η ώρα μας τώρα, σε μας μόνο, να πούμε “ΝΑΙ αδερφοί μου, ΕΙΝΑΙ, ελάτε να το δείτε που το κρατάμε εμείς!”», έλεγε με στεντόρεια φωνή στους μοναχούς. Τόση ήταν η αγωνία, η αγάπη κι ανησυχία του για τους κοσμικούς αθλητές του Χριστού, ώστε είχε διαρκώς στραμμένες τις πνευματικές του κεραίες και στην κοινωνία, προκειμένου να αφουγκράζεται και επιλαμβάνεται κάθε κοινωνικού προβλήματος και προβληματισμού, θέτοντάς και προσεγγίζοντάς τους στην καθάρια βάση της πατερικής παράδοσης, εδράζοντας την επίλυσή τους στο ορθό και ακλόνητο θεμέλιο της ορθοδόξου χριστιανικής πρότασης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ακόλουθη απαντητική επιστολή μέσω της οποίας ο Γέροντας παρηγοράει και συμβουλεύει κάποια από τα πνευματικά του τέκνα, για το πώς μπορούν να αντιμετωπίζουν τις θλίψεις.
«Στους πολυαγαπητούς μας Χ. και Α. εύχομαι ολοψύχως έλεος και Χάριν παρά Θεού και Σωτήρος ημών. Αμήν
Χθες Παρασκευήν πήραμεν το γράμμα σας και μετά την συγκίνησιν και την λύπην μας τρέξαμε αμέσως στην Εκκλησίαν και ψάλαμε παράκλησιν στην Δέσποινάν μας και από σήμερον θα συνεχίσωμεν λειτουργίες και παρακλήσεις επικαλούμενοι την επέμβασιν των θείων οικτιρμών κατά το συμφέρον μας.
Πάντως, να μή χάσετε το θάρρος και την πίστιν σας στον Θεόν πού γνωρίζει και διοικεί τα πάντα για την δικήν μας ωφέλειαν· «Ούτε γάρ του θέλοντος ούτε του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού» και «ότι Αυτώ μέλλει περί ημών». Αν χάριν της (πίστης) κατορθώσετε να αντιμετωπίζετε με πίστιν το καθετί πού σάς συμβαίνει τότε πράγματι βρήκατε το στόχον και η ζωή σας θα ΄ναι ειρηνική και γαλήνια.
Στον κόσμον αυτόν εδώ μην περιμένετε αδιάκοπον γαλήνην και ησυχίαν, ούτε σταθερότητα και ιδίως στις ημέρες μας πού ο ορίζοντας ζοφώνει και η ταραχή και η ανελπισία ξαπλώνεται παγκοσμίως. Όσο, όμως, εμείς οι πιστοί χάνομεν εδώ στην γήν να ΄στε βέβαιοι πως κερδίζομεν στον ουρανόν πολλαπλάσια γιατί οι περιπέτειες της ζωής πού αντιμετωπίζονται με πίστιν και ελπίδα είναι ακριβώς το συνάλλαγμα της
εξαγοράς. Δεν εννοεί αυτό ο Κύριος με τους μακαρισμούς, όπου μάς υποκινεί λέγοντάς μας στο τέλος το αποτέλεσμα, «Χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τώ ουρανώ»;
Δεν σκοπεύω να σάς παραστήσω κανένα συγκεκριμένο κίνδυνο ή πειρασμό αλλά να σάς αφυπνίσω και προετοιμάσω σαν πιστούς εργάτες του ευαγγελίου. Να ΄σθε πάντα έτοιμοι στον στίβον γιατί κατά τον λόγον του Κυρίου μας «αγνοούμεν πότε ο κλέπτης έρχεται». Κλέπτης εδώ είναι ο παντοειδής πειρασμός και πολύμορφος αμαρτία, ο συγκαλυμμένος διάβολος και σατανάς όπου αδιάκοπα και ακούραστα και ανύστακτα μάς καιροφυλακτεί με πρόθεση να μάς αιχμαλωτίση και καταστρέψη!Εμείς, πολυφίλητές μου ψυχούλες, αγνοώντας ή μάλλον αδιαφορώντας στα έξω σχήματα και τις ανθρώπινες συνήθειες και νοοτροπίες ατενίζομεν αδιαλείπτως στον σταυρόν του Χριστού μας μέσω του οποίου και ο κόσμος προς ημάς και εμείς προς τον κόσμον εσταυρώθημεν και μία μάς έμεινε επιθυμία και πόθος και στόχος και κόσμος και πλούτος και δόξα και έφεσις και κίνησις και ενέργεια, ο Χριστός μας.
Προς Αυτόν ατενίζοντες και ως αρχηγόν και τελειωτήν και ως κέντρον του ΕΙΝΑΙ μας, μένομεν ακίνητοι και αμέριμνοι, πιστεύοντες απόλυτα ότι «Αυτώ μέλλει περί ημών» και «ουκ εάσει ημάς πώποτε πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα» αλλά εάν πειρασθώμεν, «ποιήσει συν τώ πειρασμώ και την έκβασιν εις το δύνασθαι ημάς υπενεγκείν». Ναί, αγαπητά μου σπλάχνα και πολυφίλητά μου. Η αγάπη του Χριστού μας συνέχει ημάς και δεν είμεθα μακράν από κοντά σας και η απόστασις του χώρου μάς χωρίζει λίγο· πνευματικά και εν Χριστώ είμεθα μαζί με τον ίδιον στόχον, με τα ίδια ιδανικά, με τον αυτόν σκοπόν, ουρανοπολίται, και ουδόλως μάς συγκινούν οι αντιθέσεις του εχθρού είτε κατ’ ευθείαν μάς πολεμά είτε μέσω των οργάνων του. Έχοντες όπως είπα πρότυπον της ζωής μας τον γλυκύτατόν μας Ιησούν και τους απ’ αιώνος πιστούς του φίλους και ημών πατέρας και διδασκάλους, αντλούμεν θάρρος και παρηγορίαν, εις όποιον δυστυχή τομέαν της ζωής μας θα μάς κτυπήσει ο εχθρός. Στην ύλην, στις αξίες, στις θέσεις, στα φίλτατά μας μέλη, στο ίδιο το σώμα, οπουδήποτε. Και τότε βλέπομεν πραγματικά ότι «ουδέν ημάς ουδέποτε αδικήσει», διά το είναι τον Κύριόν μας μεθ’ ημών.
Οι ημέρες μας είναι δύσκολες όπως το ανεπτύξαμεν στην αγάπην σας όχι από προγνωστικήν διάγνωσιν αλλά από εμπειρικήν και αποδεικτικήν των γεγονότων και επομένως μέσα στην λαίλαπα και την καταιγίδα δεν αναμένονται καλά αλλά συμφοραί και θλίψεις χάριν των αμαρτιών μας, χάρις όμως τώ Θεώ όπου με την φιλάνθρωπόν του οικονομίαν σε μάς τους πιστούς παρέχει και απ’ αυτά τα θλιβερά αιτίες και αφορμές προς σωτηρίαν, αν συνετώς αντιμετωπίσωμεν τα γεγονότα. Προς τί να λυπηθούμε και να καταπέσομε και να μικροψυχήσομεν στην υστέρησιν ή την απώλειαν των ενόλως και ματαίων πού είτε θέλομεν είτε μή θα τα αφήσωμεν εντός ολίγου; «Τί ημίν εν τώ κόσμω τούτω;» «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Όπως και
Εσείς έτσι και εμείς οι ταπεινοί σας αδελφοί θα αντιμετωπίσωμεν τώρα αυτήν την περίστασιν παρακαλούντες τον σώζοντα ημάς Σωτήρα Χριστόν και την Πανάχραντον Μητέρα του και ας δόξη Αυτώ, ας γίνη το προσκυνητόν Του θέλημα και είη το όνομα Αυτού ευλογημένον.
 
Την αγάπην μας σ’ όλους τους εν Χριστώ αγαπητούς.
Ευχόμεθα ολοψύχως, πάντοτε δικός σας.
Ευτελής μοναχός Γ. Ιωσήφ
 
http://www.vatopedi.gr

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: ΟΧΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΠΩΣ ΤΟ ΠΗΡΑΤΕ ΕΤΣΙ;

Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός
Όχι παιδί μου. Πώς το πήρατε έτσι; 

Ερ: Γιατί το δρόμο της θυσίας δεν τον κάνουμε μόνοι μας, ενώ ο Χριστός τον έκανε μόνος του;

Γέροντας: Εκείνος τον έκανε μόνος του, επειδή ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο σεσαρκωμένος Λόγος του Θεού. Αυτός που βλέπαμε εμείς, ήταν ο άνθρωπος Ιησούς. Αλλά ο άνθρωπος Ιησούς είχε μέσα και τον Λόγο, και τον Θεό Ιησού. Όντας μαζί Θεός και άνθρωπος, είχε ενδημούσα τη θεία Χάρη. Συμπαρίστατο, συνεβάδιζε η θεία Χάρη μαζί του. Αυτός, ο οποίος είναι η αυτοζωΐα, είναι δικός μας, είναι η κεφαλή του σώματός μας. Γιατί αυτόν τον φοράμε. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Τον «ενεδύθημεν» με το βάπτισμα και τον φοράμε μέσα μας με την μετοχή των μυστηρίων κάθε μέρα. Είναι «σύναιμος και σύσσωμος» μαζί μας. Δεν είναι κάπου μακρυά και να τον επικαλεσθούμε για να ξεκινήσει να έρθει. Είναι ήδη μέσα μας. Επικαλούμενοι τη συμπαράσταση της Χάριτός του «πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ», όπως λέει ο Παύλος. Είπα όμως ότι βάση θα είναι αυτή. Όταν η βάση θα είναι αυτή και στις δύσκολες στιγμές θα προσπαθήσει ο σατανάς να σας απειλήσει. Να μην χάνετε το θάρρος σας, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε από όσα σας απειλεί. « Μείζων ει ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμῳ».

Ερ: Ο Υιός προσεφέρθει ως λύτρον για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Σε ποιόν όμως; Ο Πατέρας, δεν το θέλει αυτό, γιατί αγαπά τον Υιό. Σε ποιόν προσφέρθηκε;

Γέροντας: Όχι παιδί μου. Πώς το πήρατε έτσι; Δεν προσφέρθηκε σαν λύτρον, ούτε υπάρχει διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού. Διαφορά θελήσεων δηλαδή μεταξύ των προσώπων τις Αγίας Τριάδος. Ὅ,τι θέλει ο Πατέρας, θέλει και ο Υιός. Αν και είναι αυτοτελή πρόσωπα δεν υπάρχει διαφορά θελήσεων και γνωμών. Η φύσις είναι μία αλλά τα πρόσωπα είναι τρία, αυτοτελή. Είναι όμως ομόγνωμα. «Τη ευδοκία του Πατρός, τη κενώσει του Λόγου και τη συνεργείᾳ του Αγίου Πνεύματος» έγινε η σωτηρία του ανθρώπου. Ο Λόγος του Θεού δεν εξυπηρέτησε κάποιον, αλλά από παναγάπη κινούμενος έγινε αναδημιουργός, αφού ήταν και ο δημιουργός. Και ένας λόγος παραπάνω. Επειδή επρόκειτο ο Λόγος του Θεού να λάβει και δευτέραν φύσιν για να μη μετακινηθεί η ιδιότητα των τριών προσώπων, ο Πατήρ να μένει πάντοτε Πατήρ και ο Υιός να μένει πάντοτε Υιός και το Άγιο Πνεύμα να μένει πάντοτε Παράκλητος, έπρεπε αυτό το πρόσωπο να σαρκωθεί που ήταν Υιός Θεού και να γίνει και Υιός ανθρώπου. Όχι ότι έκανε υπακοή και δόθηκε λύτρον. Αυτά τα παραδέχονται οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί. Εξ αγάπης κινούμενος και μόνον εξ αγάπης. Όπως εξ αγάπης κινούμενος δημιούργησε τα πάντα, για να μεταδώσει την αγάπη στα κτίσματά του, και όχι από αναγκαιότητα, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ο Λόγος του Θεού είναι το μέσον διά του οποίου κατασκευάσθηκε η κτίση. Αυτός λοιπόν ο Λόγος «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», που όρισε ο Βασιλεύς των αιώνων, ήλθε «κενώσας εαυτόν» χωρίς να έχει καμία προσταγή, ούτε να γίνεται θυσία, εξ αγάπης και μόνον κινούμενος. Σ’ αυτήν την αγάπη συμμετέσχε και ο Πατέρας και το Πνεύμα το Άγιο. «Ο Πατήρ ευδόκησεν ο Λόγος σαρξ εγένετο». Ο Λόγος του Θεού υπήρχε πάντοτε εις τους κόλπους του Πατρός. Περιγράφοντες τον Θεό Πατέρα ως νουν, είχε πάντοτε τον Λόγο. Δεν υπήρχε νους χωρίς Λόγο ποτέ. Ο Λόγος υπήρχε πάντοτε, ταυτοχρόνως, αϊδίως. Ευρίσκετο μέσα στην απέραντη ηρεμία της θεοπρεπούς μεγαλοσύνης. Όταν θέλησε ο Θεός να δημιουργήσει τα κτίσματα, μοχλός της δημιουργίας ήταν ο Λόγος. «Είπε και εγεννήθησαν». Ταυτοχρόνως φάνηκε μαζί με τα κτίσματα και ο Λόγος που ήταν αφανής μέχρι τότε. «Πάντα δι’ αυτού εγένετο», λέει ο Ιωάννης, και «χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Όταν ήλθε ο καιρός που έπρεπε να επαναφέρει σε ισορροπία την επαναστατημένη κτίση, αυτός ο Λόγος παρουσιάσθηκε και «εκένωσεν εαυτόν». Τί σημαίνει «εκένωσεν»; Μίκρυνε, για να μπορέσει να πλησιάσει την κτίση, όπως λέει σε έναν ωραίο λόγο του ο Αββᾶς Ισαάκ. Ταπεινώθηκε και μίκρυνε ώστε να μην αφανισθεί η κτίση από την παρουσία του και για να μπορέσει να συνομιλήσει με αυτήν. Το βαθύτερο είναι το εξής. Για να πάρει πάνω του την κτίση ώστε να της μεταφέρει αγιασμό υποστατικό. Μέσω της ανθρώπινης φύσεως φόρεσε τον κτιστό κόσμο και μετέφερε όλες τις θεοπρεπείς ενέργειες της Χάριτός του, ώστε έτσι να αγιάσει υποστατικά την κτίση. Όχι εξ ανάγκης. Άρα δεν είναι θύμα.

Ερχόμαστε τώρα σε άλλη θεωρία. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται ότι όταν επέστρεψαν από την αποστολή του κηρύγματος οι ενδομήκοντα μαθητές μετά χαράς έλεγαν στον Κύριό μας. «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου». Τότε ο Κύριος λέει. «Είδον τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Φυσικά εμείς θα το μεταμορφώσομε αυτό. Δεν έπρεπε έτσι να λεχθεί. Αλλά «ο πράος και ταπεινός τη καρδίᾳ» Ιησούς μας, πάντοτε απέφευγε τις επιδείξεις. Αυτός μπορούσε να πει ότι αυτόν τον οποίον τώρα εσείς λέτε ότι υποτάσσεται εν τω ονόματι μου είναι αυτός, τον οποίον εγώ γκρέμισα από τον ουρανό, και ήμουν παρών, όταν έπεφτε σαν αστραπή. Η λέξη «εγώ» αποφευγόταν από τον Κύριό μας.

Μπαίνομε στο βαθύτερο θεολογικό νόημα και ερμηνεύομε στο πως έγινε η πτώση. Η πτώση, λέει ο Κύριός μας, έγινε σαν αστραπή. Σε χρόνο αστραπής. Τα δισεκατομμύρια των πεπτωκότων αγγέλων σε χρόνο αστραπής έπαθαν δύο μεταμορφώσεις. Πρώτα, αφήρεσε ο Θεός από πάνω τους το φωτισμό, την αξιοπρέπεια και την τελειότητα που είχαν. Και ταυτόχρονα τους μετέβαλε και τη μορφή. Όπως αναφέρουν οι Πατέρες, το τάγμα του εωσφόρου ήταν το ωραιότερο. Σε χρόνο αστραπής τους γκρέμισε, τους πήρε τον αγιασμό, το φως, και τους μετέβαλε τη μορφή.

Ερχόμαστε στη δεύτερη μορφή της αποκαλύψεως. Όπως λέει ο Κύριός μας προσδοκούμε «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Πώς περιγράφεται στην Εκκλησία μας το ζήτημα της παλιγγενεσίας, της δευτέρας παρουσίας; Δεν λέει «ως αστραπή εισέρχεται από ανατολών και φαίνεται μέχρι δυσμών», θα γίνει η παρουσία του Λόγου του Θεού; Και σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα αναστηθούν όλοι οι άνθρωποι και θα παρασταθούν ενώπιον του;

Ένας σοβαρός άνθρωπος δεν επιτρέπεται να παραδέχεται τη θεωρία του καθενός. Εμείς ενδείξεις δεν θέλομε, αποδείξεις θέλομε. Εμείς πιστεύομε σε Θεό συγκεκριμένο, όχι αφηρημένο, με την κένωση του οποίου είμεθα υποστατικά ενωμένοι μαζί του. Και ιδού ο αγιασμός. Άλλωστε μη ξεχνάτε ότι υπάρχει ο σατανάς, ο οποίος πολεμά. Δεν είδατε στις ημέρες των Αποστόλων την παιδίσκη «την έχουσαν πνεύμα πύθωνος», η οποία συνεχώς εμαντεύετο, επρόλεγε. Πώς προλέγει ο σατανάς; Ο σατανάς ως υπερφυσικό φαινόμενο υπάρχει και έχει υπερφυσικές ικανότητες και λόγω της λεπτότητας της φύσεώς του και της κινήσεως που έχει. Διότι κινείται όπως ο νους. Σκεφθείτε την κίνηση του νου μας, πώς είναι. Αυτήν την ώρα είσαι εδώ, μετά σκέφτεσαι την Νέα Υόρκη, σκέφτεσαι το Λονδίνο, σκέφτεσαι την πατρίδα. Σε πόσα κλάσματα δευτερολέπτου γίνεται αυτή η κίνηση; Έτσι κινούνται οι Άγγελοι και οι δαίμονες. Οι άνθρωποι και οι Άγγελοι βλέπουν κατά μετοχήν της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως βλέπει ο Θεός. Όχι τα πάντα, αλλά όσο τους επιτρέψει να βλέπουν. Μόνον αυτοί όμως. Οι δαίμονες ως πνεύματα που είναι «εικάζουν». Από την μακροχρόνια παράταση της ζωής τους έχουν αποκτήσει πολλές εμπειρίες. Βλέπουν π.χ. κάποιον που ξεκίνησε από το Λονδίνο να έλθει εδώ. Εάν εμείς είμαστε γνωστοί μπορούσα να έβλεπα στον ύπνο μου όνειρο ότι έρχεται εδώ. Θα μου το έδειχναν αυτοί. Αφού τον βλέπουν που ετοιμάζει τις βαλίτσες του, το διαβατήριό του. Ακαριαίως αυτοί κινούνται. Ύστερα υπάρχουν και άλλα σύμβολα μέσα στην κτίση που τους βοηθούν αυτούς. Είναι τα εξής. Όπως εδώ στην κοινωνία υπάρχει η αστυνομία, ο στρατός, οι διάφορες αρχές και υπάρχει τάξη, και βλέπομε και καταλαβαίνομε π.χ. από τα διακριτικά σημεία ποιός ανήκει στο ναυτικό, στην αεροπορία κλπ. έτσι και οι δαίμονες βλέπουν ποιοί είναι καθορισμένοι για σωτηρία. Λέει ο Παύλος ότι «ο Θεός ο προορίσας ημάς από καταβολής κόσμου», άρα αυτοί που είναι για σωτηρία έχουν πάνω τους σύμβολα από τη Χάρη του Θεού και αυτά τα βλέπουν οι δαίμονες ως πνεύματα και καταλαβαίνουν. Στο βίο του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος βλέπουμε ότι όταν μαρτυρούσε ο Άγιος και τους μάστιζε, φώναζαν οι δαίμονες. «Δεν τον ξέραμε αυτόν ότι θα μας κάψει; Από τη γέννησή του, δεν είδαμε ότι θα γινόταν τέτοιος;». Από τη γέννησή του είχε σύμβολα πάνω του και ήξεραν από τότε ότι θα γίνει άνθρωπος του Θεού. Απ’ αυτή την άποψη, όχι από προφητεία. Δεν έχουν προφητεία αυτοί, γιατί έχασαν την χάρη και είναι σκοτισμένοι και ζοφεροί. Αλλά από την λεπτότητα της κινήσεώς τους, την εμπειρία τους και από το πλησίασμα στους αγγέλους, που αναμειγνύονται μαζί τους καταλαβαίνουν. Όλη η κτίση συντηρείται από τους αγγέλους. Κατά προσταγήν Θεού οι άγγελοι κρατούν την κτίση σε αρμονία. Αυτούς τους αγγέλους τους βλέπουν οι δαίμονες και συμπεραίνουν. Θα γίνει εδώ μία θεομηνία ή ένας σεισμός. Διατάζει ο Θεός τους φύλακες αγγέλους να φύγουν. Τότε οι δαίμονες βλέπουν, ότι κάτι θα γίνει εδώ. Ξέρουν από προηγούμενα. Μέσω των μαντείων, των μαγισσών και των μέντιουμ λένε και αυτοί. Τις περισσότερες φορές τα λένε συγκεχυμένα και άλλες διαψεύδονται. Διότι αλλάζει η απόφαση. Αποφασίζει ο Θεός να καταστρέψει αυτό το μέρος. Τότε είτε αυτοί που είναι ζωντανοί και είναι εδώ, αρχίζουν να προσεύχονται είτε αυτοί που έχουν πεθάνει και έχουν παρρησία προσεύχονται και αλλάζει το σχέδιό του ο Θεός. Οι δαίμονες είδαν και είπαν οι μάγισσες ότι θα καταστραφεί, αλλά δεν καταστράφηκε. Διότι άλλαξαν οι άνθρωποι τη γνώμη, άλλαξε και ο Θεός την απόφαση. Στην Νινευί δεν είπε; Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάει ο Ιωνάς να κηρύξει. Ήξερε ότι θα μετανοήσουν αυτοί, θα μετανοήσει ο Θεός και αυτός θα φαινόταν ψεύτης. Γι’ αυτό έφυγε και ο Θεός τον πήρε με το ζόρι.

Ερ: Αυτή η προαίσθηση ότι θα ερχόταν κάποιος δεν εξηγείται με την τηλεπάθεια;

Γέροντας: Τηλεπάθεια δεν υπάρχει. Είναι αυτά που είπαμε. Είτε υπάρχει η Χάρη του Θεού ή η πλάνη των δαιμόνων. Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να ζει χριστιανικά, αφού βγει από το περιθώριο της παρά φύσιν ζωής, της αμαρτωλής, αρχίσει να ζει φυσιολογικά. Από τα φυσιολογικά ανεβαίνει στα υπέρ φύσιν προς τον αγιασμό. Τότε αρχίζει μέσα του να ξυπνά η διαίσθηση, που είναι χάρισμα, που είχε πριν από την πτώση. Μετά από την διαίσθηση, ακολουθεί η διόραση. Τη διόραση ακολουθεί η προόραση. Μετά γίνεται προφητεία αυξανομένης της χάριτος. Σ’ αυτές τις καταστάσεις όταν βρίσκεται ένας ευλαβής άνθρωπος με διαίσθηση, διόραση, προόραση και προφητεία θα τα δει αυτά, αν θα τα δει. Μόνον έτσι. Αλλοιώς είναι τσαρλατάνικα. Τί σημαίνει τηλεπάθεια; Ο άνθρωπος ο «πεπτωκώς» είναι πεπτωκώς. Ο αμαρτωλός άνθρωπος είναι στερημένος πάντων. Δεν του μένει τίποτε. Αυτό πού λέτε για μεταβίβαση σκέψεως από άνθρωπο σε άνθρωπο γίνεται μόνο με την ενέργεια του σατανά.

Ερ: Τό βλέπουμε σε επιστημονικά βιβλία!

Γεροντας: Η μαγεία ήταν επιστημονικός όρος. Η Αγία Αικατερίνη ήταν κάτοχος της μαγείας και πόσοι άλλοι Πατέρες, πριν να μπουν μέσα στη Χάρη του Θεού.

Ερ: Κάτι πρακτικότερο θα ρωτούσα, που πολλές φορές το ρωτούν τα παιδιά. Λέει ο Απ. Παύλος ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι ίσοι απέναντι του Θεού. Γιατί δεν επιτρέπεται η ιεροσύνη στη γυναίκα; Ενώ η γυναίκα έγινε Θεομήτωρ.

Γέροντας: Η Θεομήτωρ κατ’ εξαίρεση μία ήταν. Εξελέγει για να εξυπηρετήσει την «κένωσιν» του Θεού Λόγου. Αυτό είναι ανεπανάληπτο. Την αιτία της πτώσεως την δημιούργησε η γυναίκα. Απεδείχθη ότι ήταν το ασθενέστερο μέρος. Ως το ασθενέστερο μέρος δεν είχε ποτέ εμπιστοσύνη να εκπροσωπήσει αυθεντικά. Απόδειξη ότι ήταν η αιτία της πτώσεως αυτή. Εάν εξελέγει μία κόρη να εξυπηρετήσει στην οικονομία αυτήν ήταν κατ’ εξαίρεση η μία, γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς. Έπρεπε και αυτός να γίνει άνθρωπος και έπρεπε να γεννηθεί από φυσικούς όρους. Έπρεπε να βρεθεί κάποια κόρη που θα το κάνει αυτό. Βέβαια στον αγιασμό μπαίνουν και οι γυναίκες. Στην πραγματικότητα ο Θεός δεν δημιούργησε γυναίκα, άνδρα δημιούργησε. Προέβλεπε την πτώση και δημιούργησε τη γυναίκα για βοηθό. Βοηθό στην περίσταση της μεταπτωτικής καταστάσεως. Στο μέλλον καταργείται πάλιν η γυναικεία φύση. Επανέρχεται στην πρώτη δημιουργία «ότι άνδρα κατασκεύασε ο Θεός». Επομένως δεν μπαίνει εδώ μέσα σαν ολοκληρωμένη προσωπικότης. Αν και της εδόθη προσωπικότης χάριν της μητρότητος. Δεν της εδόθη δικαίωμα να εξυπηρετήσει τις θείες οικονομίες, και για τους φυσικούς λόγους που ξέρετε. Για την αδυναμία να βρίσκεται σε μία κατάσταση καθαρότητος και για την ανθρώπινη αρρώστια. Στην αρχή η Εκκλησία επέτρεπε το θέμα του ασπασμού εξ ίσου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισαν τα σκάνδαλα και τα πάθη. Δεν μπορούν, λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου, να συνεργαστούν αυτά τα δύο φύλα απαθώς. Και επειδή υπάρχει ο κίνδυνος η Εκκλησία, «μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα», δεν καταδέχεται τέτοια πράγματα. Σεβασμό μεν έδωσε στη γυναίκα η Εκκλησία γι’ αυτό την ύψωσε περισσότερο από κάθε άλλη ανθρωπιστική θεωρία και ιδεολογία. Μόνο η Εκκλησία θεώρησε ισότιμη τη γυναίκα με τον άνδρα. Ναι μεν στην ιεροσύνη δεν της επετράπει να μπει, στον αγιασμό όμως μπαίνει.

Όπως φαίνεται η γυναίκα στην αρχή της δημιουργίας δεν μπήκε στο νόημα γι’ αυτό και στο μέλλον δεν υπάρχει. Όταν ρώτησαν τον Κύριό μας, επειδή πίστευαν ότι το θέμα του γάμου ήταν απόλυτος προορισμός του ανθρώπου, στο μέλλον τί θα γίνει, τους είπε «πλανάσθε, μη ειδότες τας γραφάς. Δεν υπάρχουν τέτοια στην αιωνιότητα». Και το φύλο, αν και υπάρχει από την αρχή της δημιουργίας, εν τούτοις δεν λειτουργεί πάντοτε. Ένα κοριτσάκι μόλις γεννηθεί είναι δυνάμει γυναίκα, ενεργεία όμως δεν είναι. Πρέπει να γίνει δεκαπέντε ετών για να γίνει ενεργεία. Και όταν περάσει τα πενήντα και πάλι δεν μπορεί να είναι γυναίκα. Διότι εξυπηρετεί τη μητρότητα για μία μόνο περίοδο. Αυτές είναι περιστασιακές καταστάσεις που δημιούργησε η πτώση. Γι’ αυτό και στο μέλλον δεν υπάρχει «άρσεν και θήλυ». Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα μετά τον αγιασμό. Πριν τον αγιασμό υπάρχει. Πολλοί Πατέρες λένε ότι θα υπάρχει μόνον η Κυρία Θεοτόκος στη μορφή της πρώτης Εύας, της απαθούς πρώτης Εύας, διότι εθεώθη που κατοίκησε μέσα της ο Λόγος του Θεού. Πώς θα γίνουν αυτά, είναι άγνωστο.

(Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση τον Ιούλιο του 1987)

vatopedi.gr

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΟΤΑΝ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, ΝΑ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙΣ!

 ΟΤΑΝ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ,
ΝΑ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙΣ!
(Οσίου Παϊσίου)
 
- Τι θα βοηθούσε, Γέροντα, πρακτικά να αποκτήσω ταπείνωση;
- Πώς αποκτά ταπείνωση κανείς; Όταν του λένε μια κουβέντα, εκείνος να λέει δυο; Να μη σηκώνει μύγα στο σπαθί του; Ευλογημένη, όταν σου δίνεται ευκαιρία για ταπείνωση, να δέχεσαι την ταπείνωση. Έτσι αποκτιέται η ταπείνωση.
Το φάρμακο το δικό σου είναι να κινείσαι απλά, ταπεινά, να δέχεσαι όπως η γη και την βροχή και το χαλάζι και τα σκουπίδια και τα φτυσίματα, εάν θέλεις να ελευθερωθείς από τα πάθη σου. Οι εξωτερικές ταπεινώσεις βοηθούν τον άνθρωπο να ελευθερωθεί πολύ γρήγορα από τον παλιό εαυτό του, όταν τις δέχεται.
 
- Εγώ, Γέροντα, έχω ανάγκη από πολλή ταπείνωση.
- Να πας να αγοράσεις. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πουλούν την ταπείνωση και μάλιστα δωρεάν, αρκεί να την θέλεις…
 
- Ποιοι είναι αυτοί, Γέροντα;
- Είναι οι άνθρωποι που, όταν δεν έχουν καλή πνευματική κατάσταση, φέρονται αδιάκριτα και με την συμπεριφορά τους μας ταπεινώνουν.
Η ταπείνωση δεν αγοράζεται από τον μπακάλη όπως τα ψώνια. Όταν λέμε: «δώσ’ μου, Θεέ μου, ταπείνωση», ο Θεός δεν θα πάρει την σέσουλα και θ’ αρχίσει: «πάρε ένα κιλό ταπείνωση εσύ», «μισό κιλό ταπείνωση εσύ», «μισό κιλό εσύ», αλλά θα επιτρέψει να έρθει λ.χ. κάποιος άνθρωπος αδιάκριτος να μας φερθεί σκληρά ή θα πάρει από άλλον την Χάρη Του και θα έρθει να μας βρίσει. Έτσι θα δοκιμασθούμε και θα εργασθούμε, εάν θέλουμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση. Αλλά εμείς δεν σκεφτόμαστε ότι ο Θεός επιτρέπει να γίνη ο αδερφός μας κακός, για να βοηθηθούμε εμείς, και θυμώνουμε με τον αδελφό. Και, ενώ ζητάμε από τον Θεό ταπείνωση, δεν δεχόμαστε τις ευκαιρίες που μας στέλνει, για να ταπεινωθούμε, αλλά δυσανασχετούμε. Κανονικά θα έπρεπε να χρωστάμε ευγνωμοσύνη σ’ αυτόν που μας ταπεινώνει, γιατί αυτός είναι ο μεγαλύτερος ευεργέτης μας. Όποιος ζητάει στην προσευχή του ταπείνωση από τον Θεό, αλλά δεν δέχεται τον άνθρωπο που του στέλνει ο Θεός, για να τον ταπεινώση, δεν ξέρει τι ζητάει.
 
Όταν ήμουν στην μονή Στομίου, ήταν κάτω στην Κόνιτσα ένας παπάς που με αγαπούσε από λαϊκό ακόμη. Μια Κυριακή είχα κατεβεί να λειτουργηθώ στην Κόνιτσα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Την στιγμή που έμπαινα, όπως συνήθιζα, στο Ιερό, είπα μέσα μου: «Θεέ μου, βάλε όλους αυτούς τους πιστούς στον Παράδεισο κι εμένα, αν θέλεις, βάλε με σε μια ακρούλα». Όταν πλησίασε η ώρα της Θείας Κοινωνίας ενώ αυτός ο παπάς πάντα με κοινωνούσε μέσα στο Ιερό, γύρισε προς το μέρος μου και φώναξε δυνατά: «Βγες από το Ιερό να κοινωνήσεις απ’ έξω τελευταίος, γιατί είσαι ανάξιος». Βγήκα έξω, χωρίς να πω τίποτε. Πήγα στο αναλόγιο και άρχισα να διαβάζω την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Ύστερα, καθώς πήγαινα τελευταίος να κοινωνήσω, είπα μέσα μου: «Ο παπάς φωτίσθηκε από τον Θεό και μου αποκάλυψε ποιος είμαι. Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησέ με, το κτήνος». Μόλις κοινώνησα, αισθάνθηκα μέσα μου μεγάλη γλυκύτητα. Όταν τελείωσε η θεία Λειτουργία, με πλησιάζει ο παπάς συντετριμμένος: «Συγχώρεσέ με! μου λέει. Πώς το έκανα αυτό! Εγώ μπροστά σου δεν έβαζα ούτε τα παιδιά μου ούτε την παπαδιά, ούτε τον εαυτό μου. Τι ήταν αυτό που έπαθα!». Έπεφτε κάτω, μου έβαζε μετάνοια. Μου ζητούσε συγνώμη, προσπαθούσε να μου φιλήσει τα χέρια. «Παπά μου, του λέω, μη στενοχωριέσαι. Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Σε χρησιμοποίησε ο Θεός εκείνη την στιγμή, για να δοκιμάση εμένα». Ο παπάς δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγα και τελικά, νομίζω, δεν τον έπεισα. Όλα αυτά έγιναν εξαιτίας της προσευχής που είχα κάνει.
 
Κι εσείς, όταν βλέπετε μία αδελφή να παραφέρεται και να σας μιλάει άσχημα, να ξέρετε ότι τις περισσότερες φορές η αιτία είναι η προσευχή που κάνετε. Επειδή δηλαδή ζητάτε από τον Θεό να σας δώση ταπείνωση, αγάπη, κ.λπ., παίρνει ο Θεός για λίγο την Χάρη Του από την αδερφή και σας ταπεινώνει και σας στενοχωρεί. Έτσι σας δίνεται η ευκαιρία να δώσετε εξετάσεις στην ταπείνωση, στην αγάπη. Αν ταπεινωθειτε, θα ωφεληθείτε. Όσο για την αδερφή, θα λάβει διπλή την Χάρη του Θεού˙ και γιατί της πήρε ο Θεός την Χάρη, για να δοκιμάσει εσάς, και γιατί ταπεινώθηκε με το σφάλμα της και ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό. Οπότε και εσείς εργάζεσθε στην ταπείνωση και εκείνη γίνεται καλύτερη.
 
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΆΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  2007

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΠΑΡΑΪΑΝ: ΠΩΣ ΘΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!



Πώς θα αποκτήσουμε την ταπείνωση

Η ταπείνωση, όπως κάθε αρετή, κερδίζεται με ορισμένους κόπους. Πριν από όλα όμως θα πρέπει να ξέρουμε τι σημαίνει ταπείνωση. 
 
Η ταπείνωση είναι, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ένα δώρο χωρίς όνομα, το οποίο βέβαια το γνωρίζει αυτός που το έχει. Είναι ένα δώρο του Θεού, το οποίο το καταλαβαίνεις κατά το μέτρο που το δέχεσαι. 
 
Όμως, επειδή η ταπείνωση παρουσιάζει κάποιες εκδηλώσεις, μπορούμε να αναγνωρίσουμε, να καταλάβουμε μέσα από τις εκδηλώσεις που έχει η ζωή μας, τί θέση έχει η ταπείνωση μέσα σ’ αυτήν. 
 
Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να καταλάβουμε αν έχουμε ή αν δεν έχουμε ταπείνωση, αφού ξέρουμε ότι δεν μπορεί να συνυπάρχει με την έπαρση. Επομένως, ταπείνωση είναι η έλλειψη έπαρσης. Όταν ο άνθρωπος ικανοποιείται με ό,τι μπορεί να κατορθώσει με τη χάρη του Θεού, όταν σχετίζει, συνδέει τα πάντα με τη χάρη του Θεού, τότε βρίσκεται μέσα στο δρόμο της ταπείνωσης. Γιατί η ταπείνωση είναι ένα δώρο του Θεού και μία από τις μεθόδους με τις οποίες κερδίζεται είναι η προσευχή.
Η ταπείνωση, λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, κερδίζεται με τη σωματική άσκηση, με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουμε αναλάβει. 
 
Η ταπείνωση κερδίζεται με την υπακοή, με την εμπιστοσύνη στην πνευματική καθοδήγηση και με έργα τα οποία οδηγούν στην ψυχή να συνειδητοποιήσει τη χάρη και τις δωρεές του Θεού.
Όμως η ταπείνωση έχει και άλλες περισσότερες όψεις. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει μία ταπείνωση που είναι υπεράνω όλων των αρετών, που συνοδεύει όλες τις αρετές και είναι αυθεντική τότε, όταν αυτός που έχει ταπείνωση έχει και όλες τις άλλες αρετές. 
 
Έτσι κατανοείται η ταπείνωση της Θεοτόκου η οποία είπε: «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. 1, 48). Ή, πάλι, η ταπείνωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, που είπε για το Χριστό: «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ιωάν. 3, 30).
Και τα δύο αυτά πρόσωπα είχαν ταπείνωση βασισμένη στις αρετές, είχαν την πιο υψηλή, την πιο αυθεντική ταπείνωση.

Αλλά υπάρχει και μία ταπείνωση για τον αρχάριο πνευματικά. Για τον άνθρωπο που αναγνωρίζει τα αμαρτήματά του, που έχει συνείδηση πιο πολύ της αμαρτωλότητας παρά της ταπείνωσης. Αλλά στην περίπτωση αυτή πάλι υπάρχει σύνδεση με την ταπείνωση. Και τούτο, γιατί ό,τι συνδέεται με κάθε άνθρωπο βρίσκεται σε σχέση με το επίπεδο του ανθρώπου και δεν είναι δυνατόν να έχεις την υψηλή μορφή της ταπείνωσης που περιγράψαμε, αν είσαι αρχάριος στον αγώνα των αρετών.
Ταπείνωση είναι, για παράδειγμα, αυτό που έκανε και η αμαρτωλή γυναίκα που έβρεχε με τα δάκρυά της τα πόδια του Χριστού και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της, τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο (Λουκ. 7, 36-50). 
 
Και βέβαια η γυναίκα αυτή έλαβε την άφεση των αμαρτημάτων της. Αυτή είναι ταπείνωση των αρχαρίων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ερευνούμε και να παρατηρούμε τί τελικά μας χαρακτηρίζει, έπαρση ή ταπείνωση, και να συνειδητοποιούμε το μέτρο στο οποίο πρέπει να κατευθυνθούμε μέσα στο δρόμο της ταπείνωσης.

Η ματαιότητα των πιστών

Η ματαιοδοξία είναι μία κενότητα, δεν μπορεί να έχει ως θεμέλιο αυτά που αναφέραμε. Η ματαιοδοξία είναι μία απόκλιση από την έντονη επιθυμία του ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. Από τη στιγμή που επιδιώκεις να προβληθείς με κάτι, σε καμία περίπτωση δεν έχεις ταπείνωση. 
 
Ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός εισακούει τις προσευχές, μπορούμε να βυθιστούμε μέσα στην ταπείνωση, έτσι όπως βυθίστηκε ο Απόστολος Παύλος, ώστε να λέει:
 
«Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι » (Α΄Κορ. 15, 10), αναγνωρίζοντας έτσι ότι «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ιακώβου 1,17).

«Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ: ΠΩΣ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ!

 Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
Πῶς νά σηκώνουμε τήν συκοφαντία

Σας συκοφάντησαν. Δεν είστε ένοχος. Οφείλετε, ωστόσο, να υπομείνετε τη συκοφαντία μεγαλόψυχα. Και η υπομονή σας αυτή θα είναι ο κανόνας, το θεραπευτικό επιτίμιο, για παράπτωμα που διαπράξατε και για το οποίο είστε ένοχος. Μέσα στη συκοφαντία, επομένως, είναι κρυμμένο το έλεος του Θεού.

Μολονότι δεν είναι εύκολο, πρέπει οπωσδήποτε να συμφιλιωθείτε με τους συκοφάντες σας. Με μίσος στην καρδιά, δεν μπορεί να σωθεί κανείς. Γι΄αυτό οφείλουμε να αντιδρούμε με αυταπάρνηση στα εμπαθή αισθήματά μας. Έτσι εξαφανίζονται και οι θλίψεις. Η εμπάθεια, βλέπετε, είναι που γεννάει τη θλίψη.
Γνωρίζω πόσο δύσκολα υποφέρεται η συκοφαντία. Είναι λάσπη -μα λάσπη ιαματική. Υπομονή! Αργά ή γρήγορα θα λήξει η δοκιμασία. Ο Γιατρός των ψυχών θα αφαιρέσει το τσουχτερό κατάπλασμα.
Συκοφαντούσαν και τον Κύριο: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. 11:19). «Δαιμόνιον έχει και μαίνεται» (Ιω. 10:20). Τι μεγάλη δόξα, να μετέχουμε στα παθήματα του Χριστού!
Σηκώστε ταπεινά κι αγόγγυστα το σταυρό σας. Μη λιποψυχείτε. Αν η συνείδησή σας δεν σας κατακρίνει, μπορείτε να υψώνετε πάντα με θάρρος το βλέμμα σας στο Θεό και να στέκεστε με παρρησία μπροστά Του. Τι πιο σπουδαίο απ’ αυτό;
Να ζείτε και να φέρεστε φυσιολογικά. Το πώς σας βλέπουν οι άλλοι να μην το λογαριάζετε. Μόνο του Θεού η κρίση έχει βαρύτητα, ως αλάθητη. Εμείς οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε καλά-καλά ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό, πολύ περισσότερο τον πλησίον.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή, 
Ι. Μ. Παρακλήτου, Εκδ. ε΄, 2005, σ. 18-19)

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΥΤΕΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ!

 
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Οι δοκιμασίες, είναι βαρύτερες στους πιστούς 

«Όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς, θα διωχθούν» (Β΄ Τιμ. 3/γ: 12) είπε ο απόστολος Παύλος.
Αυτό το «όλοι», δεν είναι τυχαίο.
Ακόμα και ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, διώχθηκε: «Καταφρονημένος και απορριμμένος από τους ανθρώπους άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθένειας· και σαν άνθρωπος από τον οποίο κάποιος αποστρέφει το πρόσωπο, καταφρονήθηκε, και τον θεωρήσαμε σαν ένα τίποτα» (Ησαίας 53/νγ:).
Ακόμα και ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, διώχθηκε: «Καταφρονημένος και απορριμμένος από τους ανθρώπους άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθένειας· και σαν άνθρωπος από τον οποίο κάποιος αποστρέφει το πρόσωπο, καταφρονήθηκε, και τον θεωρήσαμε σαν ένα τίποτα» (Ησαίας 53/νγ:).
Και το ίδιο είπε ότι θα συνέβαινε στους ακολούθους Του: «Να θυμάστε τον λόγο, που εγώ σας είπα: Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον κύριό του. Αν εμένα εδίωξαν, θα διώξουν και σας· αν φύλαξαν τον λόγο μου, θα φυλάξουν και τον δικό σας» (Ιωάννης 15/ιε: 20).
Και όχι μόνο από διωγμούς θα έπασχαν οι πιστοί, αλλά από κάθε είδους θλίψη: «Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά, να έχετε θάρρος· εγώ νίκησα τον κόσμο» (Ιωάννης 16/ις: 33).
Και δήλωσε: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι ας σηκώσει τον σταυρό του, κι ας με ακολουθεί. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του, εξαιτίας μου, θα τη βρει» (Ματθαίος 16/ις: 23,24).
Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα λόγια, που πολλοί από εμάς τα έχουμε βιώσει «στο πετσί μας», παίρνουμε θάρρος μέσα από τις θλίψεις, καθώς βιώνουμε καθημερινά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «σε κάθε τι συνιστώντας τον εαυτό μας ως υπηρέτες τού Θεού, με πολλή υπομονή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, με ραβδισμούς, με φυλακές, με ακαταστασίες, με κόπους, με αγρυπνίες, με νηστείες με καθαρότητα, με γνώση, με μακροθυμία, με αγαθότητα, με Πνεύμα Άγιο, με αγάπη ανυπόκριτη με λόγο αλήθειας, με δύναμη Θεού με τα όπλα τής δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά με δόξα και ατιμία, με συκοφαντία και με εγκωμιασμό σαν πλάνοι, όμως κάτοχοι της αλήθειας σαν αγνοούμενοι, αλλά είμαστε καλά γνωστοί σαν να φτάνουμε στον θάνατο, αλλά, δέστε, ζούμε· σαν να περνάμε από παιδεία, αλλά δεν θανατωνόμαστε σαν λυπούμενοι, αλλά πάντοτε έχουμε χαρά· σαν φτωχοί, όμως πλουτίζουμε πολλούς· σαν να μη έχουμε τίποτε, όμως τα πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ. 6/ς: 4-10).
Θυμάμαι σαν σήμερα, τα λόγια ενός φίλου άπιστου, για τη ζωή του νονού μου, τον οποίο ο Θεός ευλόγησε με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά κόσμον θλιβόταν υπερβολικά ως τον θάνατό του.
Μου είπε ο άπιστος εκείνος: «Μα πώς είναι δυνατόν ο Θεός να επιτρέπει να βασανίζεται τόσο ένας δικός Του; Αν είχατε την αληθινή πίστη, δεν θα ήταν η ζωή του ένα βασανιστήριο. Να μην έχει δουλειά, να τον κοροϊδεύουν οι εργοδότες, να αρρωσταίνει, να γκρεμίζεται το σπίτι του, να θλίβεται τόσο πολύ!
Αυτό δεν είναι πίστη, είναι πλάνη!» Και πράγματι, είχα δει κι εγώ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο, να προσεύχεται με δάκρυα, να ζητάει από τον Θεό να τον πάρει «ΤΩΡΑ!». (Και πράγματι, έφυγε νέος, όταν ο αγώνας του έφθασε στην τελείωση). Απάντησα στον άπιστο φίλο μου, ότι αυτή είναι η εν Χριστώ ζωή.
Όχι χαρά και διασκέδαση, αλλά θλίψη και πόνος, και δοκιμασία. Αλλά δεν μπορούν αυτό να το δεχθούν όλοι. Μάλιστα θα έλεγα, ότι αν κάποιος δεν βιώνει αυτή τη θλίψη στη Χριστιανική του ζωή, κάτι δεν πάει καλά με αυτόν. Θα πρέπει να ανησυχεί!
Γιατί δεν γνωρίζω κανέναν που να προοδεύει στην εν Χριστώ ζωή, χωρίς να υφίσταται δοκιμασίες και θλίψεις.
 
Το κείμενο ανήκει στον π. Σωφρόνιο, και είναι απόσπασμα από το βιβλίο του: "Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης", σελ. 259. 

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΕΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ!

 
Η αγωγή των σύγχρονων νέων, κατά τους Τρεις Ιεράρχες
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Η ανάγκη θερμής και λεπτής αντιμετώπισης των νέων, εκ μέρους των γονέων και των παιδαγωγών υπήρχε πάντοτε. Αυτό που έχει αλλάξει στη σύγχρονη εποχή, είναι ο τρόπος προσέγγισής τους.
Οι Τρείς προστάτες των ελληνικών γραμμάτων, ο Μέγας Βασίλειος, Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακολούθησαν και δίδαξαν μια διαφορετική μέθοδο, την οποία παραμελεί, στις μέρες μας, το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, καθώς είναι σαφές ότι εκείνοι, για όλα όσα διδάσκουν οι γονείς και οι δάσκαλοι στα παιδιά τους, προτάσσουν το βίωμα, έναντι της θεωρίας.
Ωστόσο, είναι ωφέλιμο να γνωρίζει κανείς ότι τόσο στους Ιερούς Πατέρες όσο και στη σύγχρονη παιδαγωγική έρευνα, οι γονείς και οι δάσκαλοι εκλαμβάνονται ως «πρότυπα» από τους νέους μας.
Ο όρος πρότυπο (προ+τύπος), δηλώνει είτε το πρόσωπο είτε τα έργα, τις πράξεις και τις συμπεριφορές προσώπων και εκφράζει, ό, τι μπορεί να προβληθεί και να αποτελέσει υπόδειγμα μίμησης ήθους, γνώσης και αρετής σε μία κοινωνία και, ιδιαίτερα, στους νέους μας.
Βασική προϋπόθεση για να θεωρηθεί κάποιος πρότυπο είναι να ακτινοβολεί σε μια κοινωνία, για το ήθος και τις πράξεις του. Μερικές φορές, μάλιστα, μπορεί κάποιος να έχει το χάρισμα να είναι ένας ενάρετος και σεβαστός πνευματικός καθοδηγητής, με τέτοια πνευματική εμβέλεια, ώστε να γίνεται αποδεκτός από τους νέους, ως φωτισμένος σύμβουλος, επειδή μπορεί να συμβάλλει στην ψυχοσωματική τους μόρφωση και ολοκλήρωση.
Τα πρότυπα, που προβάλλονται, σήμερα, από τους γονείς και τους δασκάλους, τίθενται, όλο και περισσότερο, στο περιθώριο της ζωής των νέων, επειδή αποτελούν επαναλαμβανόμενες θεωρητικές οδηγίες και συμβουλές, που οι νέοι, τις ακούν μεν, αλλά, δεν τις βλέπουν στη ζωή των εκφραστών τους, καθώς παραμένουν άπρακτες στον καθημερινό τρόπο ζωής τους.
 Ταυτόχρονα, λόγω και των προβλημάτων και των ορμών της εφηβείας των νέων, δημιουργούνται ρήγματα στις οικογένειες, με αποτέλεσμα οι νέοι να επαναστατούν και να απομακρύνονται από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον.
Εξάλλου, τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο και κάποια μουσικά σχήματα, προκαλούν περισσότερο το ενδιαφέρον τους, όταν οι γονείς και οι παιδαγωγοί, βρίσκονται σε αδιέξοδο, μη μπορώντας να επικοινωνήσουν με τους νέους.
Η θεραπεία που προτείνουν οι Ιεροί Πατέρες στους γονείς και τους διδασκάλους είναι να δείχνουν στα παιδιά τους περισσότερη αγάπη, υπομονή και κατανόηση και να εμμένουν πιο πολύ στο να τους υποδεικνύουν, όχι έναν αόριστο και θεωρητικό δρόμο και τρόπο ζωής, αλλά έναν δρόμο, που οι ίδιοι βιώνουν και ακολουθούν.
Οι άπρακτες θεωρητικές συμβουλές, γενικά, θεωρούνται άγονες, τόσο στους Αγίους Πατέρες όσο και στις σύγχρονες επιστήμες της αγωγής. Οι Πατέρες εκλαμβάνουν την αγωγή, ως μια διαδικασία ολόπλευρης καλλιέργειας των νέων, η οποία δεν εξαντλείται στην εκμάθηση γνώσεων, αλλά αποσκοπεί στην ευρύτερη και γενική αγωγή, όπου αναζητείται το αληθινό και το αγαθό και σφυρηλατείται ο  ενάρετος βίος.
Με βάση την άριστη κατάρτισή τους αλλά και τη σοφία και την αρετή που τους διέκρινε, οι Τρείς Φωστήρες προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα παιδευτικό πρότυπο, που να επικεντρώνεται στη γνώση και στην αρετή, με απώτερο οντολογικό στόχο την τελείωση ή Θέωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι Άγιοι Πατέρες δεν θεωρούσαν ότι ο ενάρετος βίος που δίδασκαν ήταν δικής τους εφεύρεσης, ούτε πίστευαν ότι ο τρόπος οικειώσεως των αρετών, που πρότειναν, αποτελούσε δική τους έμπνευση. Τόσο οι αρετές όσο και ο τρόπος αποδοχής τους ήταν, για τους ίδιους, χαρίσματα, εμπνευσμένα από το Άγιο Πνεύμα.
Σε όλη τους τη ζωή βίωναν τους λόγους και τις οδηγίες του Χριστού και των Αποστόλων: «Ος δ’ αν ποιήσει και διδάξει, ούτος μέγας κληθήσεται, εν τη βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. 5, 19).  «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των Ουρανών, αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου, του εν Ουρανοίς» (Ματθ. 7, 21). «Ο ποιών το θέλημα του θεού, μένει εις τον αιώνα» (Α’  Ιω, 1, 2, 17). «Γίνεσθε ποιηταί λόγου  και μη μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς» (Ιακ. 1, 22).
Βλέπουμε, δηλαδή, να προέχει και να προηγείται στην πίστη μας, πάντοτε, η πράξη και η εφαρμογή, έναντι της θεωρητικής καθοδήγησης και διδασκαλίας.
Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύουν και οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, που τονίζουν τη μεγάλη παρωθητική επίδραση, που έχει στην αλλαγή της συμπεριφοράς των παιδιών,  η παρατήρηση και μίμηση των έμπρακτων και ενάρετων προτύπων, στο πλαίσιο της λεγόμενης κοινωνικής μάθησης.
Με τη βοήθεια των προτύπων, τα παιδιά αποδέχονται αρχές, κανόνες, τρόπους ζωής ή νόρμες  συμπεριφοράς, που ενσταλάζονται -συνειδητά ή ασυνείδητα- μέσα τους, μέσω της διαδικασίας της μίμησης.
Tον τρόπο, με τον οποίο ζουν  και συμπεριφέρονται τα παιδιά, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τον μαθαίνουν με τη μίμηση προτύπων.
Τον βασικό ρόλο, στην αγωγή των παιδιών, τον έχει ο γονέας ή ο δάσκαλος. Ωστόσο, προϋπόθεση του σωστού παιδαγωγού, κατά τον Ιω. Χρυσόστομο, είναι να βιώνει την αυθεντική λειτουργία της υπάρξεως, να διάγει δηλαδή τον βίον, κατά το «ορθώς ζην και μετά πολιτείας αρίστης»  (Ιω. Χρυσόστομος, Εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 60, 489),
Στο πλαίσιο αυτό, επίσης, σημειώνει ο Ιερός Πατήρ: «Τούτο διδασκαλίας αρίστης, το εν πάσαις ταις παραινέσεσιν εαυτόν παρέχειν τύπον» (Άριστος δάσκαλος, με άλλα λόγια, είναι εκείνος, που σε όλες τις παραινέσεις, που κάνει προς τους μαθητές του, προσφέρει ως πρότυπο τον εαυτό του) (Ιω. Χρυσόστομος, Εις την προς Φιλιππησίους…, PG 62, 285).
Η ισόρροπη και συγκροτημένη αγωγή περιλαμβάνει, μαζί με την «κατά Χριστόν παιδείαν» και την αυστηρή μεθοδολογία, την κριτική σκέψη, τη λογική διεργασία των προτύπων της θύραθεν κοσμικής γραμματείας, που χαρακτηρίζεται, ως προπαρασκευαστική και επικουρική και συντελεί, κατά τον Μ. Βασίλειο, σε μια πνευματική ωριμότητα, την οποία  ονομάζει «αληθήν φρόνησιν», δηλαδή «διάγνωσιν... των ποιητέων και ού ποιητέων».
Η «αληθής φρόνησις» δεν αφήνει τον άνθρωπο να διολισθήσει και να φτάσει στο σημείο να απολυτοποιεί μια μονομερή εξειδικευμένη γνώση, αμελώντας ταυτόχρονα την αληθή και ολιστική υπαρξιακή του αγωγή  (Μ. Βασίλειος, Εις την αρχήν των παροιμιών 5, PG 31, 393B -  400A).
Ο Ιω. Χρυσόστομος, στην προκειμένη περίπτωση, υποστηρίζει ότι ο παιδαγωγός, που δεν διαπαιδαγωγεί εαυτόν, δηλαδή, δεν συνάδουν βίος και διδασκαλία στο πρόσωπό του, δεν είναι αυθεντικός φορέας της διδασκαλίας, αλλά υποκριτής (Ι. Χρυσόστομος, Εις τας πράξεις των Αποστόλων, PG 60, 18).
Στη σημερινή εποχή, ωστόσο, αν και είναι πολλοί οι διδάσκοντες και πάμπολλα τα διδακτήρια, είναι ελάχιστα τα αληθινά και θετικά πρότυπα της αρετής, που προσφέρονται στη νέα γενιά.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, αντί των προτύπων παρέχονται αντιπρότυπα και, μάλιστα, μέσω της υποκρισίας και της πρόταξης του «φαίνεσθαι» έναντι του «είναι»,  προβάλλοντας, έτσι, τον άνθρωπο, περισσότερο ως προσωπείο, παρά ως πρόσωπο και αυθεντική ύπαρξη στα μάτια και στις συνειδήσεις των παιδιών.
Γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος καλεί σε πνευματική εγρήγορση, προτρέποντας, «να μην προηγείται το φαίνεσθαι του είναι»  (Γρηγ. Θεολόγος, Έπη Θεολογικά, PG 37, 909A.
 Συμπερασματικά, οι Τρεις Ιεράρχες, με την αγία ζωή και το έργο τους, έχουν καταστεί, για όλους τους Ορθοδόξους, διαχρονικά παραδείγματα ευσέβειας και αρετής. Έχοντας διαπιστώσει, με τις πολύπτυχες μελέτες τους και τον εκ Θεού Φωτισμό τους ότι ο άνθρωπος, ως το κορυφαίο Δημιούργημα του Θεού, δεν μπορεί να ζει χωρίς νόημα ζωής, αναζήτησαν και διατύπωσαν μια συγκροτημένη, από πνευματικής και παιδαγωγικής πλευράς, πρόταση ζωής, που απευθύνεται και ενδιαφέρει τον κάθε άνθρωπο οποιασδήποτε εποχής.
Ως γνωστό, οι σύγχρονοι νέοι, όπως δείχνουν οι ψυχολογικές και οι κοινωνικές έρευνες, φαίνεται ότι αισθάνονται κενοί νοήματος ζωής και, επομένως, είναι ανάγκη και αξίζει, να τους προσφέρονται τα αγιοπνευματικά πρότυπα, που εκπέμπουν, με τις ακτίνες τους, οι Τρεις Φωστήρες Ιεράρχες.
 
thriskeftika.blogspot.com

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ- ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ!

 Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Τα σχέδια του πονηρού- Οι επιθυμίες
 
Ἡ τέταρτη ἀπάτη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐπιτίθεται ὁ πονηρὸς διάβολος, ὅταν μᾶς δῇ ὅτι βαδίζουμε τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀρετῆς, εἶναι οἱ διάφορες ἐπιθυμίες, ποὺ ξεσηκώνει ἐναντίον μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ ξεπέσουμε ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τῶν ἀρετῶν στὶς κακίες. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἕνας ἄρρωστος ὑποφέρῃ μὲ ὑπομονετικὴ θέλησι τὴν ἀρρώστια του, ὁ ἐχθρός, ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ ἀποκτήσῃ τὴν συνήθεια τῆς ὑπομονῆς, τοῦ παρουσιάζει μπροστά του πολλὰ καλὰ ἔργα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ ἂν βρισκότανε σὲ ἄλλη κατάστασι καὶ φροντίζει νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἂν ἦταν ὑγιής, θὰ μποροῦσε νὰ ὑπηρετήσῃ καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὠφελήσῃ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους.
Ἀφοῦ τοῦ βάλλει αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες, πηγαίνει σιγὰ σιγά, αὐξάνοντάς τες κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο, ποὺ τὸν κάνει νὰ θορυβῆται καὶ νὰ ταράζεται, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς τελειώσῃ, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Καὶ ὅσο τοῦ γίνονται μεγαλύτερες καὶ δυνατώτερες οἱ παρόμοιες ἐπιθυμίες, τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνει καὶ ἡ ἐνόχλησις καὶ ἡ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς του· καὶ μετὰ λίγο λίγο, μὲ ἱκανότητα τὸν καταφέρνει ὁ ἐχθρὸς ὥστε νὰ μὴν ὑπομένῃ πλέον τὴν ἀρρώστια του, ὄχι ὡς ἀρρώστια, ἀλλὰ ὡς ἐμπόδιο ἐκείνων τῶν ἀρετῶν, ποὺ μὲ πολλὴ ὄρεξι ἐπιθυμεῖ νὰ κάνῃ, γιὰ μεγαλύτερη ὠφέλεια. Καὶ ἀφοῦ τὸν φέρει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, μὲ πολλὴ ἱκανότητα τοῦ κλέβει ἀπὸ τὸ νοῦ ἐκεῖνο τὸν σκοπὸ ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀποκτήσῃ περισσότερες ἀρετές. Καὶ ἔτσι, ἄλλο δὲν τοῦ ἀφήνει, παρὰ γυμνὴ καὶ μόνη τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐπειδὴ ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν θέλησί του, δὲν τοῦ περνᾷ, συγχύζεται καὶ ταράσσεται σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ γίνεται ἐντελῶς ἀνυπόμονος, καὶ ἔτσι φθάνει ὁ ἄθλιος νὰ πέσῃ στὴν κακία τῆς ἀνυπομονησίας, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ ἐξασκεῖτο ἀπὸ πρὶν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ καθόλου (1).
Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σὲ αὐτὴν τὴν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ὅταν βρεθῇς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασι τῆς ἀρρώστιας, ποὺ νὰ ἐνοχλῆσαι καὶ νὰ ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, νὰ μὴ δέχεσαι ἢ νὰ μὴν ὑποχωρῇς καθόλου στὶς ἐπιθυμίες ποὺ τότε σοῦ ἔρχονται, ὅσο καλὲς κι ἂν φαίνωνται. Γιατὶ, μὴ μπορώντας τότε νὰ τὶς κάνῃς ἔργο, ἀναγκαστικὰ συγχύζεσαι καὶ δὲν εἰρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, μὲ κάθε ταπείνωσι, ὑπομονὴ καὶ ὑποταγὴ νὰ πιστεύῃς, πὼς οἱ ἐπιθυμίες σου αὐτές, δὲν μποροῦν νὰ πάρουν ἐκείνη τὴν ἔκβασι καὶ τὸ τέλος ποὺ ἐπιθυμεῖς, ὄντας ἐσὺ περισσσότερο ἀδύνατος καὶ ἀστήρικτος ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ λογαριάζεις· ἢ σκέψου ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τὶς κρυφὲς κρίσεις του ἢ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν θέλει ἀπὸ σένα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ καλύτερα θέλει νὰ σὲ ἔχῃ ταπεινωμένο μὲ τὴν ὑπομονή, κάτω ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ δυνατὸ χέρι τῆς θελήσεώς του.
Ἔτσι παρόμοια καὶ ἂν ἔχῃς κάποτε κανόνα ἀπὸ τὸν Πνευματικό σου γιὰ κανένα σου ἁμάρτημα καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖς, ὅπως ἐπιθυμεῖς, νὰ ἀκολουθῇς μὲ συνέπεια τὴν κάθε ἐνέργεια ποὺ κάνεις γιὰ εὐλάβεια, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν θεία Κοινωνία, μὴ συγχυσθῇς καὶ ἐνοχληθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τους· ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποβάλῃς κάθε δικό σου θέλημα, φόρεσε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς, λέγοντας μέσα σου. Ἄχ, ἐὰν τὸ μάτι τῆς θεϊκῆς πρόνοιας, δὲν ἔβλεπε σὲ μένα ἀχαριστίες καὶ ἐλαττώματα, ἐγὼ βέβαια, δὲν θὰ βρισκόμουν τώρα σὲ τέτοια ἀθλιότητα, νὰ στερηθῶ τὴ χάρι τῶν ἁγιωτάτων Μυστηρίων γι᾿ αὐτό, βλέποντας ὅτι ὁ Κύριος μου, μοῦ φανερώνει μὲ αὐτὸ τὴν ἀναξιότητά μου, ὑμνῶ καὶ δοξολογῶ στοὺς αἰῶνας τὸ ὄνομά του, λέγοντας πρὸς αὐτό: «Φιλανθρωπότατε Δέσποτα· ἐλπίζοντας καλὰ στὴν ἀγαθότητά σου, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος ὁ ἄθλιος νὰ σὲ δεχθῶ στὴν ψυχή μου μὲ τὸ μέσο τῶν θείων Μυστηρίων, μὲ ὅλα αὐτά, δὲν σταματῶ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπαίνῃς πνευματικὰ σὲ αὐτή, νὰ τὴν χαροποιῇς καὶ νὰ τὴν δυναμώνῃς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ποὺ θέλουν νὰ τὴν χωρίσουν ἀπὸ σένα· καὶ παραμένω πάντα εὐχαριστημένος γιὰ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν στὰ μάτια σου, Δημιουργέ μου καὶ Σωτῆρα μου· αὐτὸ μόνο ἐπιθυμῶ, τὸ θέλημά σου νὰ εἶναι καὶ τώρα καὶ πάντα ἡ τροφή μου καὶ ἡ δύναμίς μου· καὶ αὐτὴ μόνο τὴν χάρι, πολυαγαπητέ μου, σοῦ ζητῶ· ἡ ψυχή μου ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε τί ποὺ δὲν σοῦ ἀρέσει, νὰ μένῃ πάντα ντυμένη μὲ τὴν στολὴ τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν καὶ ἑτοιμασμένη στὸ νοητὸ ἐρχομό σου καὶ σὲ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ μοῦ δώσῃς».
Ἂν φυλάξης αὐτὲς τὶς παραγγελίες, νὰ εἶσαι σίγουρος, ὅτι κάθε ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ, ποὺ ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ὁλοκληρώσῃς, ποὺ προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν φύσι, εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ θέλει νὰ σὲ ἐνοχλεῖ πάντα καὶ νὰ σὲ βγάζῃ πάντα ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς· ἢ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ ὑποταγή σου στὸ θέλημά του· σὲ κάθε, λέγω, ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία σου, θὰ ἔχῃς πάντα ἀφορμὴ νὰ εὐχαριστῇς τὸν Θεό σου, ὅπως τοῦ ἀρέσει. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀποτελεῖται ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια καὶ ἡ ὑπηρεσία ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς.
Γνώριζε ἀκόμη καὶ αὐτό, ὅτι γιὰ νὰ μὴν ἀγανακτῇς καὶ χάνῃς τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται, ἀπὸ ὅποιο μέρος καὶ ἂν εἶναι, πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς ἐκεῖνα τὰ δίκαια καὶ φρόνιμα μέσα, ποὺ συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ μὴ δίνης ἐσὺ ἀφορμὴ σὲ αὐτές, τὸ νὰ παρακαλῇς τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἐλευθερώνῃ ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἄλλα παρόμοια· ὄχι ὅμως μὲ τόση ἐπιθυμία καὶ ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις αὐτές, ἀλλὰ γιατὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μεταχειριζώμαστε τὰ παρόμοια μέσα καὶ ὄργανα (2). Γιατὶ, ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ἀπὸ τὴν θλῖψι ἐκείνη. Ὁπότε ἂν σὺ κάνῃς ἀλλιῶς, ζητώντας ὁλοκληρωτικὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις, θὰ γκρεμισθῇς σὲ πολλὰ κακά, καὶ εὔκολα θὰ πέσῃς στὴν ἀνυπομονησία, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνεται ἡ ἐλευθερία αὐτὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσπάθειά σου· ἢ ἡ ὑπομονή σου θὰ εἶναι ἐλαττωματική, καὶ δὲν θὰ εἶναι ὅλη ἀρεστὴ στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄξια μικροῦ μισθοῦ.
Τέλος πάντων, σὲ πληροφορῶ ἐδῶ γιὰ μία κρυφὴ ἀπάτη τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ σκεπάζῃ τὰ ἐλαττώματά μας καὶ μὲ κάποιο τρόπο νὰ τὰ ἀποκρούῃ ὅπως στὸ παράδειγμα· βρίσκεται κάποιος ἄρρωστος, λίγο ὑπομονητικὸς στὴν ἀσθένειά του, ὁ ὁποῖος κρύβει τὴν ἀνυπομονησία του μὲ σκέπασμα κάποιου ζήλου φαινόμενης ἀρετῆς, λέγοντας πὼς ἡ λύπη του δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἀνυπομονησία γιὰ τὸ μαρτύριο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ ὅτι λυπᾶται εὔλογα, ἢ γιατὶ αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ἢ γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, ἀηδιάζουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του καὶ δυσανασχετοῦν καὶ βλάπτονται. Ἔτσι μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι καὶ ὁ φιλόδοξος, ποὺ συγχύζεται γιὰ τὴν δόξα ποὺ δὲν πῆρε, δὲν ἀποδίδει τὴν ἀφορμὴ τῆς ἀποτυχίας στὴ δική του ὑπερηφάνεια καὶ ματαιότητα, ἀλλὰ σὲ ἄλλες ἀφορμὲς καὶ προφάσεις. Ὅτι δὲ ἡ ρίζα τῆς μικροψυχίας καὶ συγχύσεως αὐτῶν, δὲν εἶναι γι᾿ ἄλλους ἢ γι᾿ ἄλλη αἰτία, παρὰ γιατὶ αὐτοὶ μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν ἐπιθυμία τους, φανερὸ εἶναι· ἐπειδή, οὔτε ὁ παραπάνω ἄρρωστος φροντίζει καὶ συγχύζεται, γιατὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, κοπιάζουν τὸ ἴδιο ἢ ἀηδιάζουν καὶ βλάπτονται γιὰ τὴν ἀσθένεια κάποιου ἄλλου, παρὰ γιὰ μόνο τὴ δική του· οὔτε ὁ φιλόδοξος, ποὺ ἀναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο γιὰ ἄλλες θλιβερὲς ὑποθέσεις, ποὺ τοῦ τυχαίνουν, ὅσο γιατὶ ἀπέτυχε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ θέσις ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Ὁπότε, ἐσύ, γιὰ νὰ μὴ πέσῃς σὲ αὐτὸ τὸ σφάλμα καὶ σὲ ἄλλα, ὑπόφερε πάντα μὲ ὑπομονὴ κάθε κόπο καὶ ἐκπαίδευσι, ποὺ θὰ σὲ ἀκολουθήσῃ, ἀπὸ ὅποιου εἴδους ἀφορμὴ καὶ ἂν εἶναι.

1. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προκόβει κάτω ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ κάποιου Γέροντα, ἐπιθυμώντας νὰ κατορθώσῃ μεγαλύτερες ἀρετές, ἀπατᾶται καὶ ἀφίνει τὴν ὑπακοὴ καὶ πηγαίνει στὴ μοναξιὰ καὶ ἄσκησι· καὶ ἐκεῖ πέφτοντας στὴν ἀμέλεια, χάνει καὶ τὴν λίγη προκοπὴ ποὺ ἔκαμνε στὴν ὑπακοή, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας· τὸ ἴδιο παθαίνει καὶ ὁ ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής, ὅταν ἀφήσῃ τὴν ἐρημιὰ καὶ πηγαίνῃ σὲ ὑπακοή, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τάχα περισσότερες ἀρετὲς καὶ ὠφέλεια· ἐπειδὴ στὴν ὑποταγὴ χάνει καὶ τὴ λίγη ἡσυχία, ποὺ ἀπελάμβανε στὴν μοναξιά.

2. Δηλαδὴ νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μπαίνουμε σὲ πειρασσμό, διότι λέγει· «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Καὶ πάλι· «Προσεύχεσθε νὰ μὴ εἰσέλθετε σὲ πειρασμό» (Λουκ. 22,40)· αὐτὸ ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ὅτι εἶναι δαιμονικὸ πρᾶγμα καὶ ὑπερήφανο, τὸ νὰ ρίχνῃ κάποιος μόνος τὸν ἑαυτό του σὲ πειρασμούς. «Δαιμονιώδες γὰρ τὸ ἐπιρρίπτειν ἑαυτοὺς εἰς πειρασμοὺς καὶ ἀλαζονικόν». Πρέπει λοιπὸν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, νὰ παρακαλοῦμε γιὰ νὰ μὴ πέσουμε σ᾿ αὐτόν, καὶ ἀφοῦ πέσουμε στὸν πειρασμὸ πάλι νὰ παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν (διότι ἔτσι ἑρμηνεύτεται τὸ «μὴ εἰσελθεῖν ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν Θεοφύλακτο)· δὲν πρέπει ὅμως νὰ πέφτουμε τόσο, νὰ γογγύζουμε, νὰ ἀνησυχοῦμε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν μᾶς τύχουν πειρασμοὶ διάφοροι καὶ θλίψεις, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ χαιρώμαστε, καθὼς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀδελφόθεος: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· ὄντας πληροφορημένοι, ὅτι ὁ πειρασμὸς ποὺ πάσχουμε, κατὰ τὸ ὄνομα πειράζει, δηλαδὴ δοκιμάζει καὶ λαμπρύνει τὴν πίστι καὶ ἀγάπη ποὺ ἔχομε πρὸς τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἡ φωτιὰ λαμπρύνει τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι.
 
Οσίου Νικόδημου του Αγιορείτου – «Ο Αόρατος πόλεμος»