ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Κυριακή 7 Μαΐου 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ, ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ!
Για τους Εβραίους ημέρα αφιερωμένη στον Θεόν ήταν το Σάββατο, δηλαδή η ημέρα της αναπαύσεως του Δημιουργού από την εξαήμερον δημιουργίαν. Για μας τους Χριστιανούς η ημέρα που είναι αφιερωμένη στον Κύριο είναι η Κυριακή, η ημέρα της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Χριστού και της νίκης Του κατά του Διαβόλου. Είναι η ημέρα που κατεξοχήν πρέπει να ευγνωμονούμε τον Κύριο για όσα εργάσθηκε για την σωτηρία μας. Η ημέρα της δοξολογίας της αγάπης Του.
Η Κυριακή είναι η γενέθλιος ημέρα της σωτηρίας και της αναδημιουργίας του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, «όπως η πρώτη δημιουργία άρχισε την ημέρα της Κυριακής, έτσι και η δευτέρα δημιουργία άρχισε πάλι από την Κυριακή». Αυτή η καινούργια Δημιουργία του Θεού, λέει ο άγιος Γρηγόριος, είναι πιο λαμπρή και πιο θαυμαστή από την λαμπρή και θαυμαστή πρώτη Δημιουργία «διότι οδηγεί στην ουράνια κατάσταση». Οι πιστοί που δεν τιμούν την ημέρα του Κυρίου, δεν λαχταρούν ούτε την ουράνια βασιλεία Του.
Η Κυριακή ήταν πάντα για τους πιστούς ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο και την δοξολογία Του στον Ναό. Ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι την ημέρα της Κυριακής δεχθήκαμε από τον Κύριο κάθε αγαθό. «Αυτήν την ημέρα, γράφει, αρχίσαμε να ζούμε οι πιστοί». Γι’ αυτό, λέει ο Άγιος, δεν θα ήταν λάθος να ονομάσει κανείς την Κυριακή γενέθλιο ημέρα ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως. «Διότι ήμασταν χαμένοι και βρεθήκαμε, νεκροί πνευματικά και αναζωογονηθήκαμε, εχθροί του Θεού και συμφιλιωθήκαμε».
Την ημέρα της Κυριακής, λέει ο άγιος Ιωάννης, «κατελύθη ο θάνατος, έσβησε η κατάρα, εξαφανίστηκε η αμαρτία, έσπασαν οι πύλες του Άδου, έγινε αιχμάλωτος ο Διάβολος, σταμάτησε ο διαρκής πόλεμος και έγινε η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους». Για όλα αυτά τα μεγάλα δώρα που μας έδωσε ο Κύριος κατά την ημέρα της Κυριακής, καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «πρέπει να αποδίδουμε στην ημέρα αυτήν την πνευματική τιμή που αρμόζει».
Ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε την ημέρα του Κυρίου είναι να μεταβούμε στον άγιο Οίκο Του και να συμμετάσχουμε στην κοινή λατρεία της Εκκλησίας. Εκεί κατά την θεία Λειτουργία είναι παρών ο Χριστός, όπως ακριβώς κατά Κυριακήν επισκεπτόταν τους μαθητές Του μετά την Ανάσταση: Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη τη μιά των σαββάτων (δηλαδή την Κυριακή) και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον και λέγει αυτοίς, Ειρήνη υμίν... Και μεθ’ ημέρας οκτώ (δηλαδή την επομένη Κυριακή) πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί Αυτού και Θωμάς μετ’ αυτών. Έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων και έστη εις το μέσον και είπεν Ειρήνη υμίν.
Ερμηνεύοντας την περικοπή αυτή ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει: «Βλέπετε ότι Κυριακή συνέβησαν η συνάθροιση των Μαθητών και ο ερχομός του Κυρίου προς αυτούς; Διότι Κυριακή ήταν, όταν για πρώτη φορά ήλθε στην συνάθροιση τους και ύστερα από οκτώ ημέρες, πάλι Κυριακή, έρχεται σε σύναξη τους. Εκείνες τις συνάξεις των μαθητών εικονίζει διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού με το να επιτελεί κυρίως κατά την Κυριακή τις συνάξεις, όπου και εμείς οι επίσκοποι είμαστε ανάμεσα σας και κηρύττουμε δημοσίως τα χρήσιμα για την σωτηρία και οδηγούμε προς την ευσέβεια και τον ευσεβή βίο». Και ο άγιος Γρηγόριος συνεχίζει : «Κανένας λοιπόν να μην απουσιάζει από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις, είτε από ραθυμία, είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, ώστε να μην εγκαταλειφθεί δικαίως από τον Θεό και έτσι πάθει κάτι παρόμοιο με τον Απόστολο Θωμά που δεν ήλθε στην ώρα του. Και αν ακόμη πνιγμένος από τις φροντίδες απουσιάσει μία φορά, να ανταποδώσει την επομένη, φέρνοντας τον εαυτό του στην εκκλησία του Χριστού... Ας συναθροιζόμαστε στην Εκκλησία του Θεού και ας την επισκεπτόμαστε συχνά. Διότι κάθε αληθινά ευλαβής χριστιανός παρευρίσκεται στον Ναό. Και όταν ο καθένας έρχεται στον Ναό ας παρατηρεί τους ευλαβέστερους και σεβόμενους τον Κύριο (εκείνους που στέκονται με σιωπή και προσοχή) και πλησιάζοντας ας προσκολλάται σ’ αυτούς και ας συμπαραστέκεται στον Θεό μαζί με αυτούς».
Η Κυριακή είναι η ημέρα την οποία ευλόγησε και αγίασε η αγάπη του Κυρίου. Είναι η ημέρα η οποία, κατά τον Μέγα Βασίλειο, φανερώνει «την ημέρα που δεν τελειώνει, που δεν βασιλεύει ο ήλιος, την ημέρα που δεν διαδέχεται νύχτα, τον αιώνα που δεν τελειώνει και δεν γηράσκει. Αναγκαστικά, λοιπόν, η Εκκλησία διδάσκει τα παιδιά της να προσεύχονται όρθια την ημέρα της Κυριακής, ώστε με την διαρκή υπόμνηση της αιωνίου ζωής, να μην αμελούμε τα εφόδια για την εκεί μετάβαση μας». Με την όρθια στάση του σώματος κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας την Ανάσταση του Κυρίου, «ότι δηλαδή αναστηθήκαμε και εμείς μαζί με τον Χριστό και ότι οφείλουμε να επιζητούμε τα ουράνια». Και ταυτόχρονα διδασκόμαστε ότι η ημέρα της Κυριακής είναι εικόνα της μελλούσης ζωής.
Κατά τον Μέγα Βασίλειο η ημέρα της Κυριακής τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος, μετά δε θα είναι ο ίδιος ο μέλλων αιών. Συμμετέχοντες στην θεία Λειτουργία, ιδιαίτερα κατά την ημέρα της Κυριακής, ο νους μας μεταφέρεται από τα γήινα στα ουράνια, στην ανέσπερο ημέρα της Βασιλείας του Κυρίου. Εορτάζοντες σε κάθε θεία Λειτουργία το Πάσχα του Κυρίου υμνούμε τον Χριστό: «Ω πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ, ω σοφία και Λόγε του Θεού και δύναμις, δίδου ημίν εκτυπώτερον (δηλαδή τελειότερον και καθαρότερον) Σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου.
«Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ»
Ιερομ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Σάββατο 6 Μαΐου 2017
ΠΕΘ: ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΖΗΤΑΕΙ Η ΠΕΘ, ΓΙΑ ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΟΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΑΔΕΡΦΟ ΣΟΥ ΣΕ ΜΕΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ!
Τότε θα στραφεί σ’ εκείνους που θα βρίσκονται στα
δεξιά του και θα πει· “ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και
κληρονομήσατε την βασιλεία των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθεί για σας από
τότε που έγινε ο κόσμος. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε,
ήμουν ξένος που δεν είχα τόπο να μείνω, και με πήρατε στο σπίτι σας. Ήμουν
γυμνός και με ντύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, στη φυλακή ήμουν και ήρθατε
να με δείτε”.
“Αληθινά σας λέω, κάθε τι που κάματε σ’ ένα από τους αδελφούς μου, το κάματε σ’ εμένα”.
Ματθαίος 25,34-36. 25,40
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ ΤΩΝ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ
Σε Κώδικες του Αγίου
Όρους μαρτυρούνται πολυάριθμες εμφανίσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου σε Άγιους
Γέροντες, στους οποίους και δήλωσε: «όστις Με χαιρετίζει μίαν φοράν την ημέραν
με τους Χαιρετισμούς, τους οποίους πολύ αγαπώ, θα τον προστατεύω, θα τον διαφυλάττω
από παν κακόν, θα τον επιβλέπω καθ’ όλην την ζωή του και εν εκείνη την ημέρα
της Δευτέρας Παρουσίας, θα τον υπερασπισθώ ενώπιον του Υιού μου».
ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΑΣΚΗΣΑΣΑ
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.
Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της
και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη στην Καστοριά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη της στις 6 Μαΐου.
Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα
και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων
Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ: ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΒΛΕΠΟΥΝ!
ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΑΣΚΗΣΑΣΑ
Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.
Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της
και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη στην Καστοριά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη της στις 6 Μαΐου.
Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα
και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων
Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.