ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΘΕΛΕΙ...

Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό, τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε "Δόξα τω Θεώ" και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.
Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από τό σπίτι της γυναίκας την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε".

Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. "Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;" σκεφτόταν.

Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι "Δόξα τω Θεώ", νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του "Πήγαινε στου Σούπερ Μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ' αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει  ποιος τα έφερε θα της πεις οτι ο Διάβολος τα έφερε".

Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο Σούπερ Μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα. 

Όταν έφτασε της χτύπησε τη πόρτα. "Α, Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε" είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τα δυο καρότσια.

"Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;" την ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης.

"Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί" και παίρνοντας τα δυο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη... 

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ

Ποιός εἶναι ὁ σκοπός ὕπαρξης τῶν Ἁγίων Λειψάνων στήν Ὀρθοδοξία μας καί πῶς μποροῦμε νά σταθοῦμε καί νά ἀξιοποιήσουμε τήν ἰαματική τους Χάρη καί εὐλογία. Συνέντευξη μέ τόν μακαριστό γέροντα π.Ἰάκωβο Τσαλίκη, προηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυίδ Εὐβοίας.
Τό ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τήν ἐκπομπή Ράδιο-Παράγκα τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τήν ἐκπομπή παρουσίαζε ὁ πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος.
 
π. Ἰάκωβος: Μιά μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν π. Κωνσταντῖνε μου, κατά τή βουλή καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού μᾶς εἶπε καί ὁ Χριστός μας «καί πάντες ἀναστήσονται». Καί ὅτι ὀστέα γυμνά ἐκβλύζουν ἰάματα, ἀλλά μέσα σ᾽ αὐτά τά λείψανα, τά ἱερά, κατοικοῦσε ἤ κατοικεῖ ψυχή ἀθάνατος κι ὅσο καί νά φθαροῦν μέσα στό χῶμα καί μέσα στή γῆ κάποτε μιά μέρα θά λάβουν ζωή αὐτά τά λείψανα καί τά ὀστά αὐτά, πάτερ Κωνσταντῖνε, καί θά ἀναστηθοῦν καί θά παρουσιαστοῦν πάλι στόν Δεσπότη Χριστό ὅπως, μέ συγχωρεῖτε, ἤμασταν καί πρῶτα ἀλλά καί μέ τό σῶμα, κι ὅτι θά λάβουν ζωή τά λείψανα αὐτά. 
 
π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε, ἔχετε ἐκεῖ τά λείψανα τοῦ ὁσίου Δαυίδ. Μήπως μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε μερικά πράγματα γιά τήν ἐνέργεια πού κάνουν τά λείψανα...
αὐτά.
 
π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε, τά ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Δαυίδ τά βλέπετε γυμνά ὀστέα. Ἀναβλύζουν ἰάματα καί δίδουν θεραπεία καί θεραπεύουν κάθε κακή ἀρρώστια, ὅπως τόσα καί τόσα πράγματα πού βλέπουμε στίς μέρες μας, αὐτά πού σᾶς ἔλεγα προηγουμένως στόν ὅσιο καί στόν ἅγιο Δαυίδ ἀλλά καί στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσσο.
Πάτερ Κωνσταντῖνε μου, ἐδῶ ὁ ἅγιος Δαυίδ, τά λείψανά του, ἔχουν θαυματουργική δύναμη, διότι μέσα σ᾽ αὐτά κατοικοῦσε ἡ ἀθάνατος ψυχή καί κατοικοῦσε πάτερ μου, κατοικεῖ, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Λοιπόν, κάνουν πολλά θαύματα ὅταν σταυρώσουμε ἕναν ἄνθρωπο μέ τήν ἁγία του κάρα. Θεραπεύει ἀπό καρδιά, πού ἔρχονται στό μοναστήρι πολλοί ἄνθρωποι πονεμένοι, ἀπό καρκίνο, ἀπό διάφορες κακές ἀρρώστιες καί δύσκολες, καί θεραπεύει πάτερ μου κάθε κακή ἀσθένεια. Καί βλέπουμε ὅτι μέσα σ᾽ αὐτά τά ὀστά, τά ἅγια λείψανα, κατοικεῖ πάτερ μου, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πάτερα Κωνσταντῖνε. Καί εἶναι πολύ θαυματουργός ὁ Ἅγιος καί κάνουν πάντα τά θαύματά τους οἱ Ἅγιοι ὅταν κι ἐμεῖς ἔχουμε πίστιν Θεοῦ. Πῶς λέγει ὁ Χριστός μας «ἔχετε πίστιν Θεοῦ, αἰτεῖτε καί δοθήσεται». Εἶναι, πάτερ μου, ζωντανή ἡ χάρις τῶν Ἁγίων καί τά ἱερά λείψανα ἔχουν θαυματουργική δύναμη καί δίνουν, πάτερ μου, ἰάσεις καί δίνουν, πάτερ μου, ἁγιασμό καί στό σῶμα καί στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε εὐχαριστῶ πάρα πολύ γι᾽ αὐτά πού μᾶς εἴπατε γιά τά ἅγια λείψανα καί δέν ξέρω ἄν εἴχατε κάτι ἄλλο νά μοῦ πεῖτε γιά τούς ἀκροατές μας. Πῶς μποροῦν νά αἰσθανθοῦν μπροστά στά λείψανα καί πῶς μποροῦν νά ἀξιοποιήσουν τήν ἰαματική τους χάρη καί τήν εὐλογία.

π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε, τά ἅγια λείψανα ἔχουν χάρη ἀπό τόν Θεό. Ἄς ποῦμε, βλέπετε ἦταν κι αὐτοί ἄνθρωποι στή γῆ ἀλλά... καθώς καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου, ὅπως ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἶχε πεῖ ὅτι «νομίζουν πώς κοιμᾶμαι μέσα στή λάρνακα, πεθαμένος καί κοιμᾶμαι ἤ εἶμαι νεκρός. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ζωντανός», μέ συγχωρεῖτε, «κι ὅτι αὐτοί νομίζουν πώς βλέπουν καί κοιμᾶμαι καί δέν ὑπολογίζουν οἱ Χριστιανοί. Ἀλλά ἄκουσε πάτερ μου νά σοῦ πῶ», λέει, «πολλή ἁμαρτία στόν κόσμο, πολλή ἀσέβεια καί πολλή ἀπιστία». Γι᾽ αὐτό εἶχε πεῖ, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, δέν τά λέω ἐγώ γιατί εἶμαι... μέ συγχωρεῖτε βλέπω φαντασίες, ἀλλά πάτερ μου, εἶπε ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, ὅτι πρέπει νά γίνει πόλεμος, διότι πάτερ μου, πολλή ἁμαρτία στόν κόσμο.

Βλέπετε, πατέρα Κωνσταντῖνε μου ὅτι εἶχε κηρυχθεῖ ὁ πόλεμος, οἱ πλημμύρες, οἱ καταστροφές, τόσα καί τόσα κακά πού ἔγιναν ἐδῶ στήν Εὔβοια. Ἀλλά ἡ χάρις του εἶναι πολύ μεγάλη. «Νομίζουν οἱ χριστιανοί ὅτι ἐγώ κοιμᾶμαι στή λάρνακα. Ἐγώ τούς πάντας βλέπω καί εἶναι μέσα τό σῶμα μου, ἀλλά ἐγώ πολλές φορές ἐξέρχομαι». Ἦταν, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, ἔξω ἀπό τή λάρνακά του ὁ ἅγιος καί λέει αὐτοί δέν μέ βλέπουν, ἐγώ τούς βλέπω καί τούς ἀκούω τί λένε. Καί πάλι, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, εἰσῆλθε μέσα στή λάρνακά του καί ξάπλωσε σάν ἕνας ἄνθρωπος. Διότι ἔχουν, πάτερ μου, ζωήν αἰώνιον αὐτά τά λείψανα τῶν ἁγίων μας. Καί σ᾽ αὐτά τά κόκκαλα μέσα τά πεθαμένα, πού λέμε ἐμεῖς πεθαμένα, πατέρα Κωνσταντῖνε, ὑπάρχει ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, καί τό Πνεῦμα, πάτερ μου, καί ἡ ψυχή ἡ ἀθάνατος.


π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε Χριστός ἀνέστη κι εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ γιά ὅλα.
 
π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε μου νά μᾶς ἔρθεις νά σέ δοῦμε.
 
π.Κ.Σ.: Νά εὔχεστε νά ἔρθουμε σύντομα.
 
π. Ἰάκωβος: Εὐχαριστοῦμε πολύ πατέρα Κωνσταντῖνε, πάντως, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, τά ἱερά λείψανα ἔχουν τήν ἰαματική χάρη, ὅτι ὀστέα γυμνά ἐκβλύζουν ἰάματα καί θεραπεύουν κάθε κακή ἀρρώστια καί κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Διότι βλέπουμε, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, πρό ὀλίγου, ...τώρα μπορεῖ νά σέ κουράζω...

π.Κ.Σ.: Ὄχι, θέλω ν᾽ ἀκούσω πολλά ἀπό σᾶς...

π. Ἰάκωβος: Πρό ὀλίγου ἦταν ἕνας νέος ἀπό τήν πατρίδα τοῦ ἁγίου, τή Λοκρίδα, κι αὐτός ὁ νέος περίμενε τέσσερις ἡμέρες στή μονή καί μοῦ λέγει, πάτερ, μοῦ λέγει, πόσο καλό κάνει ἡ Ἐκκλησία. Ἐγώ πήγαινα, λέει, εἰκοσιπέντε χρόνια στήν Ἐκκλησία ἔμενα λιγάκι κι ἔφευγα. Ἐδῶ, πάτερ μου, κάθησα τρεῖς ἡμέρες στό μοναστήρι σας καί, πάτερ μου, καθόμαστε σ᾽ ὅλη τή Λειτουργία, ἀλλά τί ὡραῖα γράμματα πάτερ μου, λέει. Θά κατοικήσει, λέει, μέσα στό σῶμα μου, ὁ Θεός καί ὁ ἅγιος Δαυίδ. Καί εἴδαμε τή μεταμέλεια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, τοῦ νεαροῦ, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, εἴδαμε τή μετάνοιά του, κι ἀμέσως βλέπετε, ἔπεσε ὁ σπόρος εἰς ἀγαθήν γῆν καί ὁ καλός ὁ λόγος. Καί χαιρόμεθα πατέρα Κωνσταντῖνε μου, διότι ἔρχονται πονεμένες ψυχές καί ἄνθρωποι μέ ἁμαρτίες καί μέ σφάλματα καί γίνονται ἀπό παλαιοί ἄνθρωποι νέοι ἄνθρωποι.
Καί εὐχαριστῶ πάρα πολύ τήν ἀγάπη σας, πού μ᾽ ἀκούσατε πατέρα Κωνσταντῖνε μου...

π.Κ.Σ.: Βεβαίως, βεβαίως, μάλιστα...

π. Ἰάκωβος: Εὐχαριστοῦμε πολύ καί μέ τό καλό, εὔχομαι καλή δύναμη. Μέ τό καλό νά μᾶς ἔλθετε στήν ἁγία Μονή, μέ τό καλό πάντοτε νά ἐξυπηρετεῖτε τό ποίμνιό σας ἐκεῖ καί νά διδάσκετε τόν λόγον τῆς ἀληθείας...

Η ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΝ ΟΠΛΟΝ ΚΑΘΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ!


Συγκεκριμένα το κομποσκοίνι είναι φτιαγμένο για να κάνουμε την αδιάλειπτη προσευχή, αυτή που λέγεται αδιάκοπα, σύμφωνα με την προτροπή του απ. Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». 
Φυσικά την «ευχή» αυτή μπορούμε να την λέμε και χωρίς κομποσκοίνι. Με το νου μας και μάλιστα όσο συχνότερα είναι δυνατό και οπουδήποτε. Η προσευχή, που είναι η συνομιλία και η γλώσσα επικοινωνίας μας με το Θεό, μας χαρίζει ηρεμία, ψυχική γαλήνη και διώχνει το άγχος από τη ζωή μας.
Από την άλλη ο Θεός έχει το δικό του τρόπο να επικοινωνεί και να συνομιλεί με τον κάθε άνθρωπο που προσεύχεται. Αυτό εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου και από την ποιότητα της προσευχής.

ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ! ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ!


ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!
ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ!

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, ο οποίος ασκήτευσε σ’ ένα έρημο τόπο 70 χρόνια, με νηστεία, παρθενία και αγρυπνία. Στα τόσα δε χρόνια που δούλευε στο Θεό, δεν αξιώθηκε να δει καμία οπτασία και αποκάλυψη εκ Θεού. Και σκέφθηκε, λέγοντας τούτο:
«Μήπως για καμίαν αφορμή που δεν ξέρω εγώ, δεν αρέσει του Θεού η άσκησή μου, και η εργασία μου είναι απαράδεκτη; Μήπως γιά τούτο δεν μπορώ να έχω αποκάλυψη και να δω κανένα μυστήριο:».

Αυτά λογιζόμενος ο γέροντας, άρχισε να δέεται και να παρακαλεί το Θεό περισσότερο, προσευχόμενος και λέγοντας: «Κύριε, εάν σου αρέσει η άσκησή μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαί σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, να χαρίσεις και σε μένα κάποιο από τα χαρίσματά σου, για να πληροφορηθώ με μία φανέρωση ενός μυστηρίου ότι άκουσες τη δέησή μου, για να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητική μου ζωή».

Ενώ τα έλεγε αυτά ο άγιος γέροντας και παρακαλούσε, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: «Αν με αγαπάς και θέλεις να δεις τη δόξα μου, πήγαινε μέσα στη βαθύτατη έρημο, και θα σου αποκαλυφθούν μυστήρια».
Όταν άκουσε αυτή τη φωνή ο γέροντας, βγήκε από το κελλί του. Αφού απομακρύνθηκε, τον συνάντησε ένας ληστής, ο οποίος όταν είδε τον αββά, όρμησε με βία εναντίον του, θέλοντας να τον σκοτώσει. 

Όταν τον έπιασε, του είπε: 
«Σε καλή ώρα σε συνάντησα, Γέροντα, για να τελειώσω την εργασία μου και να σωθώ. Διότι εμείς οι ληστές έχουμε τέτοια συνήθεια και τέτοιο νόμο και πίστη. Ότι δηλαδή όποιος μπορέσει να κάνει εκατό φόνους, πηγαίνει στον παράδεισο. Εγώ, μετά από πολλούς κόπους έως τώρα, έκανα ενενήντα εννιά φόνους. Μου λείπει ακόμα ένας για να τελειώσω την εκατοντάδα μου και να σωθώ. Λοιπόν, σου χρωστάω μεγάλη χάρη και σε ευχαριστώ, γιατί σήμερα για σένα θ’ απολαύσω τον παράδεισο».

Όταν άκουσε τα λόγια του ληστή ο γέροντας, ξαφνιάστηκε και τρόμαξε με το ξαφνικό και ανέλπιστο πειρασμό. Και αφού με το νου του κοίταξε προς το Θεό, σκέφτηκε και είπε:
«Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, που θέλησες να δείξεις σε μένα το δούλο σου; Τέτοια συμβουλή έδωσες σε μένα τον αμαρτωλό, να βγω από το κελλί μου, για να με πληροφορήσεις τέτοιο φοβερό μυστήριο; Με τέτοιες δωρεές αμείβεις τους κόπους της ασκήσεως που έκανα για σένα; Τώρα αληθινά γνώρισα, Κύριε, ότι όλος ο κόπος της ασκήσεώς μου ήταν μάταιος· και όλες οι προσευχές μου θεωρήθηκαν από σένα σίχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχαριστώ τη φιλανθρωπία σου. Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την αναξιότητα μου, όπως μου πρέπει, για τις αμέτρητες αμαρτίες μου και με παρέδωσες στα χέρια του ληστή και φονιά».  

Αυτά λέγοντας ο γέροντας, λυπημένος, δίψασε πολύ και είπε στο ληστή: 
«Παιδί μου, επειδή με το να είμαι αμαρτωλός, με παρέδωσε ο Θεός στα χέρια σου να με θανατώσεις και να γίνει έτσι η επιθυμία σου, όπως το θέλησες, και εγώ στερούμαι τη ζωή, σαν κακός άνθρωπος που είμαι, γι’ αυτό σε παρακαλώ κάνε μου μία χάρη και ένα πολύ μικρό θέλημα και δος μου λίγο νερό να πιω, και μετά αποκεφάλισέ με».  

Όταν άκουσε ο ληστής το λόγο του γέροντα, θέλοντας με προθυμία να εκπληρώσει την επιθυμία του, έβαλε στη θήκη το σπαθί, που κρατούσε, και έβγαλε από τον κόρφο του ένα δοχείο και πήγε στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά και έσκυψε να το γεμίσει, για να φέρει στο γέροντα να πιεί. Και εκεί που προσπαθούσε να γεμίσει το αγγείο, πέθανε.


Όταν πέρασε λίγη ώρα και δεν ερχόταν ο ληστής, σκεπτόταν ο γέροντας και έλεγε: «Μήπως και ήταν νυσταγμένος και έπεσε και αποκοιμήθηκε και για αυτό αργεί και έτσι μπορώ νά φύγω και να πάω στο κελλί μου; Επειδή όμως είμαι γέρος, φοβάμαι, γιατί δεν έχω δύναμη να τρέξω, θα κουραστώ και θα με προφθάσει, και στο θυμό του θα με τυραννήσει χωρίς λύπη, κόβοντάς με ζωντανό σε πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αλλά ας πάω στο ποτάμι, να δω τί κάνει».


Πήγε λοιπόν ο γέροντας με­ τέτοιες σκέψεις και τον βρήκε πεθαμένο. Όταν τον είδε γέμισε θαυμασμό και έκπληξη. Και σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό έλεγε: 
«Κύριε φιλάνθρωπε, εάν δεν μου αποκαλύψεις το μυστήριο αυτό, δεν κατεβάζω τα χέρια μου. Λυπήσου λοιπόν τον κόπο μου και φανέρωσέ μου αυτό το πράγμα».

Ενώ προσευχόταν ο γέροντας, ήλθε Άγγελος Κυρίου και του είπε: 

«Βλέπεις, αββά, αυτόν που βρίσκεται μπροστά σου πεθαμένος; Εξαιτίας σου πέθανε με αιφνίδιο θάνατο, για να γλυτώσεις εσύ και να μη σε θανατώσει. Λοιπόν θάψε τον ως ένα σωσμένο. Διότι η υπακοή που έκανε σε σένα και έκρυψε το φονικό σπαθί στη θήκη του, γιά να πάει να σου φέρει νερό, να σβήσει τη φλόγα της δίψας σου, με αυτό το έργο καταπράυνε την οργή του Θεού και τον δέχθηκε ως εργάτη της υπακοής. Και η ομολογία των ενενήντα εννέα φόνων θεωρήθηκε ως εξομολόγηση.

Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τους σωσμένους. Και γνώρισε απ’ αυτό, το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας του Θεού. Καί πήγαινε χαίροντας στο κελλί σου και να είσαι πρόθυμος στις προσευχές σου και να μη λυπάσαι και να λες, ότι πως είσαι αμαρτωλός και στερημένος από αποκάλυψη. 
Γιατί όπως είδες σου απεκάλυψε ο Θεός ένα μυστήριον. Να ξέρεις δε και τούτο, ότι όλοι οι κόποι της ασκήσεως σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού, διότι δεν υπάρχει κανένας κόπος που γίνεται για το Θεό και να απορρίπτεται απ’ αυτόν». 

Αφού άκουσε αυτά ο γέροντας έθαψε τον νεκρό.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΟΤΑΝ ΕΛΕΓΕ ΤΟΝ ΨΑΛΜΟ!


Ἕνας ἀδελφὸς προχωρημένος στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαμνε τὸν κανόνα του μαζὶ μὲ τὸν δικό του ἀδελφό, τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του καὶ σταματοῦσε νὰ λέει τὸν ψαλμό. Μιὰ φορὰ ὁ ἀδελφὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πεῖ τί σκέφτεται τὴν ὥρα τοῦ κανόνα καὶ κλαίει τόσο πικρά.

Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Συγχώρησέ με, ἀδελφέ. Ἐγὼ πάντοτε ὅταν κάνω τὸν κανόνα μου, βλέπω τὸν κριτῆ κι ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ στέκομαι μπροστά του σὰν κατάδικος καὶ νὰ ἀνακρίνομαι καὶ νὰ μοῦ λέει: «Γιατί ἁμάρτησες;» Λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ, μοῦ κλείνεται τὸ στόμα καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνω τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ. Συγχώρησέ με ὅμως, ποὺ σὲ θλίβω. Κι ἂν σὲ ἀναπαύει, ἂς κάνει ὁ καθένας μας χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὸν κανόνα του».
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Ὄχι, πάτερ, γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ἐγὼ δὲν ἔχω πένθος, ἀλλ᾿ ὅμως, ὅταν σὲ βλέπω, κακίζω τὸν ἑαυτό μου».

Κι ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ταπείνωσή του καὶ χάρισε καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ πένθος τοῦ ἀδελφοῦ του.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΟΥΝ

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Και μόνο το όνομα Κωνσταντίνος ν’ ακουσθεί, συγκινεί κάθε χριστιανική καρδιά, όχι μόνο σήμερα αλλά από πολλά χρόνια πριν, διό­τι συνδέεται με τους θρύλους της φυλής, ότι “πάλι με χρόνια με και­ρούς πάλι δικά μας θάναι”. Συγκινεί, διότι ο πρώτος που έφερε το όνομα ο Κωνσταντίνος ο Α’ ο Μέγας, υπήρξε όχι μόνο ένας από τους μεγαλύτερους άνδρες της παγκόσμιας ιστορίας αλλά κάτι παραπά­νω.Υπήρξε Άγιος.
Κι όταν ακούσουν την λέξη Άγιος, αρχίζουν να διαμαρτύρονται οι κράχτες της αθεΐας και της απιστίας. Είναι Άγιος; Στρατηγός, ναι είναι, Βασιλιάς και Αυτοκράτορας ναι. Μέγας ναι είναι, αλλά Άγιος; Όχι, δεν είναι Άγιος λένε. Γιατί δεν είναι Άγιος; Διότι, λέ­νε, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος έκανε εγκλήματα, ότι σκότωσε τον γιο του τον Κρίσπο, ότι σκότωσε την δεύτερη γυναίκα του την Φαύστα, και συνεπώς δεν πρέπει να ονομάζεται Άγιος.***

Τι έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτούς, που πολεμούν τον Μ. Κωνσταντίνο, μόνο και μόνο επειδή υπήρξε Χριστιανός; Αν δεν ήταν Χριστιανός, αλλ’ ήταν ειδωλολάτρης, όπως ο Ιουλιανός ο παραβά­της, που πρόδωσε την Εκκλησία, τότε θα τον δόξαζαν. Ενώ ο Κωνσταντίνος, που υποστήριξε την πίστη την Ορθόδοξη και έθεσε γερά θεμέλια, μισείται και συκοφαντείται από τους εχθρούς του Χριστού.

Απαντάμε: Λησμονούν ή αγνοούν αυτοί, ότι στην πίστη μας υπάρ­χει ένα μεγάλο πράγμα, που λέγεται: Μετάνοια. Ένα δάκρυ του αμαρτωλού ο,τιδήποτε κι αν έχει διαπράξει, ένα δάκρυ στο μυστήριο της Εξομολόγησης συγχωρεί όλα τα αμαρτήματα. Αν δεν υπήρχε η μετάνοια, άδειος θα ήταν ο Παράδεισος, δεν θα είχαμε εορτολόγιο, δεν θα είχαμε Αγίους, διότι δεν υπάρχει άγιος που δεν έκλαψε και δεν μετανόησε για τα αμαρτήματά του. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον Παράδεισο, αγαπητοί, παρά μόνο η θύρα της μετανοίας. Και ο αγ. Κωνσταντίνος δεν γεννήθηκε Άγιος, έγινε Άγιος. Διέπραξε σφάλματα, ναι, αλλά μετανόησε. Μην ξεχνάτε, ότι ανατράφηκε μέσα στο περιβάλλον των απανθρώπων Διοκλητιανού και Γαλέριου, κι όμως διαφωνούσε με όλους αυτούς.

Είναι Άγιος, διότι η παρουσία του μέσα στον κόσμο είναι φως Χριστού. Φως είναι η κλήση του, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με την κλήση του απ. Παύλου γι’ αυτό κι αναφέρεται στο Απολυτίκιό του. Όπως ο απ. Παύλος κλήθηκε από τον Χριστό δι’ οράματος όταν βάδιζε την οδό της Δαμασκού και είδε φως υπέρλαμπρο και άκουσε φωνή: Σαούλ-Σαούλ τί με διώκεις; Έτσι και τον άγιο Κωνσταντίνο τον εκάλεσε δι’ οράματος. Οράματος ιστορικού που αναφέρουν οι σύγχρονοί του ιστορικοί1. Ποιό είναι το όραμα; Όταν έφθασε έξω από την Ρώμη την 28ηΟκτωβρίου του έτους 312 και ο στρατός του αντιπάλου του ήταν τριπλάσιος και η ήττα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν βεβαία, εκεί όπως καθόταν στενοχωρημένος, είδε μέρα μεση­μέρι σημείο μέγα: Είδε τα άστρα του ουρανού να σχηματίζουν Σταυ­ρό, και κάτω από τον Σταυρό είδε σύνθημα: «Εν Τούτω Νίκα» (In hoc vinca). Και από την ώρα εκείνη πείσθηκε πως το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκει στο Χριστό. Τότε θέσπισε το λάβαρο που προηγείτο της στρατειάς του και με το σήμα αυτό, το «Εν Τούτω νί­κα», νίκησε τον Μαξέντιο και εισήλθε στη Ρώμη και διεκήρυξε σε όλη την πόλη, ότι η νίκη αυτή δεν ανήκει στις λεγεώνες του αλλά ανήκει στον Τίμιο Σταυρό.

Φως είναι τα Διατάγματά του. Το πρώτο διάταγμα τον Φεβρουά­ριο του 313 ήταν να σταματήσει τους διωγμούς. Για φανταστείτε, 300 χρόνια κράτησε ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών. Απαγορευόταν να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μόνον η λέξη Χριστιανός ήταν αιτία καταδίκης, δεν εξέταζαν τίποτε άλλο, είσαι Χριστιανός; Τελεί­ωσε, δήμευση περιουσίας, μαρτύρια αφάνταστα, φρικτά βασανιστή­ρια. Πόσοι μάρτυρες; 12 εκατομμύρια μάρτυρες. Για 300 χρόνια παρακαλούσαν οι χριστιανοί: Κύριε, δος μας ειρήνη, και έδωσε, και η ειρήνη ήρθε στον κόσμο μέσω του εκλεκτού οργάνου της θείας Προνοίας2, ο οποίος ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Πώς λοιπόν να μην τον τιμήσουμε; Και μόνο για το διάταγμα αυτό που υπέγραψε με τα άγια του χέρια, έπρεπε να τον τιμήσουμε. Φως ακόμη είναι η ευγένεια της ψυχής του και η αμνησικακία του. Λένε, πως κάποτε εχθροί του ειδωλολάτρες, αποκεφάλισαν ένα άγαλ­μά του. Όταν του το κατήγγειλαν σήκωσε τα χέρια του, έπιασε το κεφάλι του και είπε, εδώ είναι το κεφάλι μου, δεν μου λείπει τίποτα, μη τους τιμωρήσετε. Άλλοτε έλεγε: εάν δω ένα κληρικό να αμαρτάνει, εγώ θα τον σκεπάσω με την χλαμύδα μου για να μη βλέπουν οι άνθρωποι τα αμαρτήματά του και αυτό δείχνει τον πόθο του για την Εκκλησία ώστε να μην υπάρχουν σκάνδαλα.
Κατήργησε την λατρευτική προσκύνηση του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος εθεωρείτο και ελατρεύετο ως ο επί γης Θεός.

Φως ακόμη είναι η Νομοθεσία του. Για πρώτη φορά παρουσιάσθη­κε νομοθεσία χριστιανική. Το όραμά του ήταν σπάνιο, τι όραμα; Να φτιάξει κράτος χριστιανικό, παγκόσμιο και να το προσφέρει ως προσφορά – ευχαριστία στο Χριστό για να το αγιάσει και να το θεώσει, γι’ αυτό και εικονίζεται κρατώντας στο χέρι του μία σφαίρα, τον κό­σμο δηλαδή. Κι όπως ο πατριάρχης Αβραάμ άκουσε τη φωνή του Θε­ού που του είπε, έξελθε εκ της χώρας σου και να εγκατασταθείς σε χώρα μακριά που θα σου δείξω (Γένεσις 12, 1), έτσι κι ο άγ. Κωνσταντίνος εξήλθε εκ της αρχαίας Ρώμης, της πόλης του εγκλήματος της βαμμένης με τα αίματα των αθώων Χριστιανών και έχτισε νέα Ρώμη στον Βόσπορο, που αργότερα, μετά την αγία Κοίμησή του αξίως και δικαίως ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολις. Και από εκεί έλαβε μέτρα που απέβλεπαν στην ανύψωση της πνευματικής στάθμης και τον αγιασμό του λαού.

Ποιά μέτρα; Έκλεισε όλα τα νυχτερινά κέντρα διαφθοράς. Υ­πήρχαν κέντρα που μαζευόντουσαν γυναίκες κάτω από την προστα­σία των αισχρών θεοτήτων, κέντρα της Αφροδίτης, κέντρα του Βάκ­χου, τα έκλεισε όλα. Έκλεισε τα μαντεία, κατήργησε τους μάγους που εκμεταλεύοντο τον λαό και τον απατούσαν. Απαγόρευσε την βλαστήμια. Όλα τα συγχωρώ είπε, ένα όμως δεν το συγχωρώ, την βλαστήμια. Όποιος βλαστημήσει το όνομα του Χριστού, αυτός αμέσως θα συλλαμβάνεται και θα εξορίζεται.

Ετίμησε με διάταγμα την Κυριακή ημέρα. Την ανακήρυξε ημέρα λαμπρή και μεγάλη, απαγόρευσε να υπάρχουν καταστήματα ανοιχτά. Ιπποδρόμια, κέντρα διασκέδασης κλειστά, αργία τα πάντα.
Υποστήριξε τους μικροκτηματίες, τους εργάτες, έλαβε μέτρα κα­τά της τοκογλυφίας και κάθε αδικίας, ήταν ο πρώτος που υποστήριξε τα ανθρώπινα δικαιώματα, προστάτεψε τις χήρες και τα ορφανά, έδειξε ειδικό ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόνοια.
Προστάτεψε την Ορθόδοξη Πίστη. Κι όταν παρουσιάσθηκε ο αιρεσιάρχης Άρειος και άνοιξε το βρωμερό του στόμα εναντίον του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού, για να πει, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός ομοούσιος με τον Πατέρα, τότε ο άγ. Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να συγκληθεί η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας για να συντάξουν το Πιστεύω, και παρουσιάσθηκε και ο ίδιος εκεί στην συνέλευση των Ιεραρχών, όχι ως Αυτοκράτωρ – Πλανητάρ­χης Ανατολής και Δύσης, με εγωισμό, αλλά με ταπείνωση και ασπα­ζόταν τα χέρια των Αγίων Αρχιερέων πολλοί των οποίων είχαν πά­νω στα σώματά τους νωπά τα στίγματα του μαρτυρίου. Ερωτηθείς για το θέμα, μη γνωρίζοντας όμως θεολογία είπε το εξής ωραίο: Σέβο­μαι αυτό που δεν γνωρίζω.
Ενίσχυσε τις ιεραποστολές, επί των ημερών του οι Αρμένιοι έγι­ναν χριστιανοί, οι Ίβηρες επίσης, το φως του Χριστού έφθασε μέχρι την Ινδία.
Με εντολή του βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός και χτίστηκαν οι πρώτοι Ναοί στα Ιεροσόλυμα.
Υπήρξε ιδρυτής και θεμελιωτής μιας Αυτοκρατορίας Χριστια­νικής που κράτησε χίλια εκατό χρόνια.


Τέλος, αγαπητοί, όταν κατάλαβε πως πλησιάζει το επίγειο τέλος του, ενώπιον μιας ομηγύρεως Επισκόπων εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του και έκλαψε, και μετά βαπτίσθηκε σε ηλικία περίπου 63 ετών και δεν φόρεσε πια την αυτοκρατορική χλαμύδα, τα βασιλικά και λαμπρά ενδύ­ματα, αλλά μόνο την λευκή στολή του βαπτίσματος και ομολόγησε, πως τώρα αισθάνεται όντως Αυτοκράτωρ. Κοινώνησε τα άχραντα Μυστή­ρια, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και αγνός και καθαρός, χαίρων και προσευχόμενος επορεύθη στην ουράνια Βασιλεία.

Αγαπητοί, κι αν ακόμη αγνοήσουμε όλα τα παραπάνω, τα κριτή­ρια της Αγιότητός του για την Εκκλησία μας είναι τα εξής δύο: α) Η θεοπτία και η Χάρις που είχε ο Άγιος, όπως προαναφέραμε και β) Η μετά θάνατον θαυματουργία του.

Είναι αλήθεια πως μετά την αγία κοίμησή του, το ιερό λείψανο ενταφιάσθηκε με βασιλικές τιμές στο νάρθηκα του Ναού των Αγίων Αποστόλων, όπου ευωδίασε και μυρόβλυσε και πολλά θαύματα ετέλεσε3.

Ίσως πουν μερικοί, αυτά τα λέ­νε οι χριστιανοί δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Αγαπητοί, έστω και αν κάποιοι δεν πιστεύουν, τα κριτήρια της αγιότητός του είναι αυτά τα δύο και μόνον αυτά. Έτσι με την σφραγίδα του Θεού ο άγιος Κων­σταντίνος είναι Άγιος και Ισαπόστολος. Η ιστορία τον ανέδειξε Μέγα και η Εκκλησία Άγιο.

Με ευχές και αγάπη
Αρχιμ. Μελέτιος Στάθης
Εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Άνω Πατησίων
και συνεργάτης της Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας επί των αιρέσεων. 

*** Η αλήθεια είναι η εξής: Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος ήταν Καίσαρας στη Δύση, η Ρώμη ανέ­δειξε Αυτοκράτορα τον σκληρό και χριστιανομάχο Μαξέντιο, ο οποίος για να καλύψει τα δυτι­κά του νώτα, επειδή φοβόταν τον Κωνσταντίνο, τον ανάγκασε να χωρίσει την σύζυγό του Μινερβίνα και να νυμφευθεί την Φαύστα, μια πολύ φιλόδοξη και πανούργα γυναίκα, η οποία όμως ήταν αδελφή του Μαξέντιου, για να τον ελέγχει. Αυτή βλέποντας τον πρωτότοκο γιο του Κων­σταντίνου, τον Κρίσπο, να διακρίνεται στις μάχες και να προορίζεται για διάδοχος, ήθελε με κάθε τρόπο να τον εξοντώσει, και να προωθήσει στην εξουσία τους δικούς της τρεις γιους. Συκοφάντησε λοιπόν τον Κρίσπο, ότι προσπάθησε να την βιάσει και να σκοτώσει τον πατέρα του για να πάρει την εξουσία σαν νέος Αβεσσαλώμ. Δυστυχώς η σκευωρία της Φαύστας ήταν τόσο πειστική και οι συκοφαντίες της τόσο αριστοτεχνικές, ώστε και οι στρατηγοί και ο Κωνστα­ντίνος έπεσαν στην δαιμονική παγίδα. Και επέτρεψαν σύμφωνα με τους νόμους, να θανατωθεί ο Κρίσπος. Όταν έμαθε το γεγονός η βασιλομήτωρ αγία Ελένη, η οποία βρισκόταν μακριά, έλεγξε αυστηρά τον αυτοκράτορα γιο της για την απόφαση αυτή. Ο Κωνσταντίνος διέταξε εξ αρχής εξονυχιστικές έρευνες, από τις οποίες αποκαλύφθηκε, ότι είχε πέσει θύμα της εγκλημα­τικής πλεκτάνης της συζύγου του Φαύστας και του περιβάλλοντός της. Τότε διέταξε αμέσως να θανατωθεί και αυτή. Οι δύο αυτοί φόνοι προσώπων της οικογενείας του συγκλόνισαν τον Κων­σταντίνο, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του αναστέναζε και θρηνούσε γι’ αυτό και ζητούσε να τον συγχωρήσει ο Θεός. Ακόμη για να δείξει δημόσια την μετάνοιά του έστησε τον ανδριά­ντα του Κρίσπου με την επιγραφή: «Τω ηδικημένω υιώ μου».

1. Λακτάντιος (De mort pers., 44), Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. Θ’, 9.1-11, Σωκράτης (Εκκλ. Ιστ. Α’, 2.5-10), Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ. Α’ ,1) κ.ά. Βλ. Θ.Η.Ε. Τόμ. 8 σ. 14.

2. Ο άγιος Νεκτάριος στο βιβλίο του: «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι» γράφει, ότιο άγ. Κωνσταντίνος και η αγία Ελένη ήταν τα χέρια της Θείας Πρόνοιας. Βλ. Π. Σωτήρχου. Ο Γενάρχης της Ρωμιοσύνης, Εκδ. Αρμός, σ. 13.
3. Μέγας συναξαριστής της Εκκλησίας Τόμος Ε’ σ. 538.

Πηγή: ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΣΑΣ

 Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΣΑΣ
 
Τότε που οι Τούρκοι ήταν εδώ, και ζούσαν από το πλιάτσικο, άρπαξε και φάε δηλαδή, έβαλαν στο μάτι ένα μοναστήρι του Αι-Γιάννη και αποφάσισαν να πάνε να το πάρουν. Είπαν μερικοί:
–Θα πάμε τη νύχτα να τους να τους πιάσουμε στον ύπνο, να σκοτώσουμε τους καλογέρους.
–Σταθείτε, τους λέει ο πασάς. Θα τους κάνω εγώ να το παραδώσουν μέρα-καταμεσήμερο, και από μοναχοί τους.

Οι άλλοι παραξενεύτηκαν, αλλά αυτός είχε το σχέδιό του. Μια και δυό λοιπόν κίνησε να πάει να βρει τον ηγούμενο. Τον βρήκε που διάβαζε στο ηγουμενείο.
–Πέτα το βιβλίο πέρα, του λέει ο πασάς, άκουσε προσεκτικά και κάνε όπως θα σου πω. Αλλιώς, ήρθε η ώρα σας.
–Στις διαταγές σου, είπε ο ηγούμενος.
–Άκου. Σε εικοσιτέσσερες ώρες θα ‘χεις αδειάσει στο μοναστήρι και θα ‘χετε φύγει όλοι. Μας χρειάζεται και θα το πάρουμε. Αν δεν ακούσετε το λόγο μου, θα δείτε τη χαντζιάρα μου, και τίναξε το μαχαίρι από το ζωνάρι του, να σκιάξει τον καλόγερο.
–Δεν είναι δικό μας, λέει ο ηγούμενος.
–Τίνος είναι;
–Να, το αφεντικό είπε, κι έδειξε την εικόνα του Αι-Γιάννη. Αν σ’ αφήσει αυτός, πάρ’ το.
–Έχεις όρεξη για χωρατά, λέει ο πασάς, αλλά δε χωρατεύω. Όπως είπαμε και γρήγορα, εκτός αν…
–Εκτός αν…, λέει κι ο ηγούμενος.
–Εκτός αν…, παλιοκαλόγερε, μου λύσεις τέσσερα προβλήματα, που θα σου βάλω. Αν τα καταφέρεις, χάρισμά σας.
–Για πες τα, να τ’ ακούσω.
–Λοιπόν. Θα μου βρεις πόσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Πόσο κοστίζω εγώ. Τι βάζω με το νου μου, και θα μου μάθετε και το σκύλο γράμματα.
–Θέλω μια διορία 10 μέρες, λέει ο ηγούμενος.
–Την έχεις, απαντάει ο πασάς.

Ο Τούρκος έφυγε κι ο ηγούμενος έπεσε σε βαριά συλλογή. Τα σκεφτόταν από δω, τα ‘φερνε από κει, δεν έβγαζε άκρη. Γύρισε κατά τον άγιο και είπε:
–Αφέντη, βγάλτα πέρα. Δικό σου είναι το μοναστήρι.
Το μεσημέρι στην τράπεζα ήταν πολύ βασανισμένος. Ούτε έφαγε, ούτε τίποτα.
–Τι έχεις, άγιε ηγούμενε, του είπαν οι καλόγεροι.
–Το και το, τους είπε. Τι θα κάνουμε; Σε δέκα μέρες ξανάρχεται και δε χωρατεύει.

Κανένας δεν είπε τίποτα. Μόνο ο Ιάκωβος, ο μάγειρας, τον πήρε παράμερα και του λέει:
–Άγιε ηγούμενε, μη φοβάσαι τίποτα. Μου δίνεις εμένα τη στολή σου, παραγγέλνεις να μας φέρει το σκύλο και τα υπόλοιπα άσ’ τα όλα πάνω μου.
Τι να ‘κανε κι ο ηγούμενος, μπλοκαρισμένος όπως ήταν απ’ όλες τις μεριές, παράγγειλε να φέρει το σκύλο. Τον πήρε ο Ιάκωβος και τον έδεσε σ’ ένα μέρος, χωρίς να του δίνει τίποτα να φάει.
–Τι έχεις κατά νου, του έλεγαν οι άλλοι. Θα ψοφήσει το σκυλί κι αλίμονό μας. Θα μας κρεμάσει όλους.
–Δεν είναι δική σας δουλειά, απάνταγε ο Ιάκωβος.

Στις δέκα μέρες, ήρθε κι ο πασάς. Ζήτησε κατευθείαν να δει το σκύλο του.
Μόλις τον είδε εκείνος, έκαμε το χαμό. Ήθελε να κόψει το λουρί, να πάει κοντά του.
–Γιατί αδυνάτισε τόσο το σκυλί μου; Θα το πληρώσετε, παλιογκιαούρηδες. Νηστικό τ’ αφήνατε;
–Πασά μου, λέει ο Ιάκωβος. Τόσα γράμματα έμαθε και δύσκολα γράμματα, πώς να μην αδυνατίσει; Δεν διάβασες εσύ ποτέ πασά μου;
–Έμαθε να διαβάζει;
–Θα το δεις και μόνος σου, πασά μου.
Τότε ο Ιάκωβος πήρε ένα βιβλίο, που ανάμεσά του είχε βάλει ψίχουλα, και το άφησε μπροστά στο σκύλο. Το ζώο, όπως ήταν κατανηστικό, μύρισε το ψωμί και όρμησε στο βιβλίο. Με τη γλώσσα του γύριζε τις σελίδες και άου-άου-άου κάνοντας, μάζευε τα ψίχουλα και πήγαινε παρακάτω. Άου-άου-άου και δώσ’ του να γυρίζει άλλη σελίδα, ώσπου το ‘φτασε το βιβλίο στο τέλος.
–Τι γλώσσα το μάθατε; ρώτησε ο πασάς. Δεν καταλαβαίνω.
–Αρχαία ελληνικά, πασά μου, εγώ τούρκικα δεν ήξερα. Ξέρεις εσύ αρχαία ελληνικά;
Ο πασάς δεν ήξερε, ούτε αρχαία, ούτε καθόλου γράμματα. Δεν είχε τι να ειπεί, και το ‘χαψε.
–Τα υπόλοιπα προβλήματα τα ‘λυσες, λέει στον ηγούμενο.
–Λέω πως τα ‘λυσα πασά μου.
–Εμπρός, πόσο απέχει ο ουρανός απ΄ τη γη;
Ο Ιάκωβος είχε γεμίσει ένα τσουβάλι κουβάρια και του λέει:
–Πασά μου, όσο είναι αυτά τα κουβάρια.
–Και πού το ξέρεις; Το μέτρησες;
–Εγώ το μέτρησα. Αν εσύ δεν το πιστεύεις, φέρε το δικό σου μέτρο, ή πιάσε την άκρη από αυτά και πήγαινε μπροστά κι όπου μας βγάλει.
–Καλά, καλά, λέει θυμωμένος. Πες μου πόσο αξίζω εγώ;
–Βέβαια, εσύ είσαι πασάς άνθρωπος κι έχεις αξία, δεν είσαι σαν εμάς τους μαγκούφηδες. Αξίζεις πολλά βέβαια, αλλά πόσο να σε βάλω, έλεγε ο Ιάκωβος κι έξυνε το κεφάλι του, με το χέρι του. Σε … βάζω γύρω στα εικοσιέξι, μπα λίγο παραπάνω…, γύρω στα εικοσιεπτά αργύρια.
–Τι, εγώ, πασάς άνθρωπος, μόνο εικοσιεπτά αργύρια; Θα σε κρεμάσω παλιογκιαούρη.
–Πασά μου, τριάντα πουλήθηκε ο Χριστός μας. Ακριβότερα θα σε βάλουμε εσένα; Παραπάνω απ’ το Χριστό δεν σε κάνω. Κόψε μου το κεφάλι.
Ο πασάς αφού τον έβαλε λίγο πιο κάτω από το Χριστό, σαν καλά του ήρθε. Κατάλαβε ότι τον υπολογίζει.
–Λέγε, τι βάζω με το νου μου, είπε πεισματωμένος.
–Πότε, τώρα που κουβεντιάζουμε;
–Εμ πότε, χτες;
–Πασά μου, εσύ τώρα που κουβεντιάζουμε, λες ότι μιλάς με τον ηγούμενο. Εγώ όμως είμαι ο Ιάκωβος, ο μάγειρας.
Τότε ο πασάς ντροπιασμένος είπε:
–Χάρισμά σας το μοναστήρι, παλιοκαλόγεροι, γιατί είμαι μπεσαλής. Μα άλλη φορά κουβέντα με γκιαούρη δεν πιάνω.
Ε.Κ.

Από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Μαρτίου 2012/ΠΗΓΗ

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Ο ΕΠΙΖΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ

Μερικά χρόνια πριν, έζησε έναν τραγικό εφιάλτη. Ήταν ένας από τους μαθητές που επέβαιναν στο λεωφορείο που συγκρούστηκε με φορτηγό στα Τέμπη, οδηγώντας στον θάνατο 21 νέα παιδιά, μαθητές λυκείου από το Μακροχώρι Ημαθίας. 

Για τα γεγονότα που τον οδήγησαν να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του και να αφιερωθεί για πάντα στον Θεό, μίλησε στην εκπομπή «Μίλα» της Τατιάνας Στεφανίδου στο STAR, ο Ιεροδιάκονος Μακάριος, ένας εκ των επιζώντων μαθητών της τραγωδίας στα Τέμπη. 

Αρκετά χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα που έκοψε το νήμα της ζωής σε 21 αγγελούδια που επέστρεφαν στο σπίτι τους μετά από εκδρομή, ο Μακάριος αποφάσισε να ευχαριστήσει τον Θεό για την διάσωση του με τον πιο απόλυτο τρόπο, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην Εκκλησία και τον μοναχισμό.

Ο νεαρός κληρικός, είπε στην κάμερα της εκπομπής πως πλέον έχει συγχωρήσει εκείνους που έφταιξαν σημειώνοντας όμως πως όσο κι αν περάσει ο καιρός η «πληγή» στην καρδιά του παραμένει ανοικτή.


πηγή: dogma.gr