ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
 
Οἰκονομάει ὁ Θεός. Βλέπει τὶς ἀνάγκες, τὶς ἐπιθυμίες μας, καί, ὅταν κάτι εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, μᾶς τὸ δίνει. Ὅταν κανεὶς χρειάζεται σὲ κάτι βοήθεια, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία βοηθοῦν. Ρωτοῦσαν τὸν Γέροντα Φιλάρετο: «Τί θέλεις, Γέροντα, νὰ σὲ οἰκονομήσουμε;». «Ὅ,τι θέλω ἡ Παναγία θὰ τὸ στείλη», ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. Καὶ ἔτσι γινόταν. Ὅταν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό, ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς οἰκονομάει. Σὰν καλὸς οἰκονόμος δίνει στὸν καθένα μας ὅ,τι τοῦ χρειάζεται καὶ μᾶς φροντίζει ἀκόμη καὶ σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες μας. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν φροντίδα Του, τὴν πρόνοιά Του, μᾶς δίνει ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς χρειάζεται. Νὰ μὴν περιμένης ὅμως πρῶτα νὰ σοῦ δώση ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ δώσης ὅλο τὸν ἑαυτό σου στὸν Θεό. Γιατί, ἐὰν ζητᾶς συνέχεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀφήνης τὸν ἑαυτό σου μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχεις δικό σου σπίτι καὶ ἀποξενώνεσαι ἀπὸ τὶς αἰώνιες οὐράνιες Μονές. Ὅσοι ἄνθρωποι τὰ δίνουν ὅλα στὸν Θεὸ καὶ δίνονται ὁλόκληροι σ᾿ Αὐτόν, στεγάζονται κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο τροῦλλο τοῦ Θεοῦ καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὴν θεία Του πρόνοια. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ εἶναι μιὰ συνεχὴς μυστικὴ προσευχή, ποὺ φέρνει ἀθόρυβα τὶς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ποὺ χρειάζονται καὶ τὴν ὥρα ποὺ χρειάζονται, καὶ τότε τὰ φιλότιμα παιδιά Του Τὸν δοξολογοῦν συνέχεια μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη.

Ὁ Παπα-Τύχων, ὅταν εἶχε πάει στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν εἶχε Ναό, ἂν καὶ τοῦ ἦταν ἀπαραίτητος. Οὔτε χρήματα εἶχε γιὰ νὰ φτιάξη, παρὰ μόνο μεγάλη πίστη στὸν Θεό. Μιὰ μέρα προσευχήθηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὶς Καρυές, μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ οἰκονομοῦσε τὰ χρήματα ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ φτιάξη τὸν Ναό. Πρὶν φθάση ἀκόμη στὶς Καρυές, τὸν φώναξε ἀπὸ μακριὰ ὁ δικαῖος τῆς Σκήτης τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὅταν πλησίασε ὁ Παπα-Τύχων, ὁ δικαῖος τοῦ εἶπε: «Κάποιος καλὸς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μοῦ ἔστειλε αὐτὰ τὰ δολλάρια, γιὰ νὰ τὰ δώσω σὲ κανέναν ἀσκητὴ ποὺ δὲν ἔχει Ναό. Ἐσὺ δὲν ἔχεις Ναό· πάρ' τα καὶ φτιάξε». Δάκρυσε ὁ Παπα-Τύχων ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Καλὸ Θεὸ πού, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, εἶχε φροντίσει γιὰ τὸν Ναό, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνος Τὸν παρακαλέση, ὥστε νὰ τοῦ ἔχη ἕτοιμα τὰ χρήματα, ὅταν θὰ τοῦ τὰ ζητοῦσε.

Ὅταν κανεὶς ἀφήνεται στὸν Θεό, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ πράγματι, ἂν χρειασθῆς αὔριο στὶς δέκα ἡ ὥρα κάτι, ὅταν δὲν εἶναι παράλογο καὶ εἶναι ἀνάγκη πραγματική, ἐννιὰ καὶ σαράντα πέντε λεπτὰ ἢ ἐννιὰ καὶ μισὴ θὰ τὸ ἔχη ἕτοιμο ὁ Θεός, γιὰ νὰ σοῦ τὸ δώση. Π.χ. σοῦ χρειάζεται ἕνα κύπελλο στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα. Στὶς ἐννιὰ παρὰ πέντε σοῦ ἔρχεται τὸ κύπελλο. Σοῦ χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. Τὴν ὥρα ποὺ τὶς θέλεις ἔρχονται ἀκριβῶς πεντακόσιες δραχμές· οὔτε πεντακόσιες δέκα οὔτε τετρακόσιες ἐνενῆντα. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ἂν μοῦ χρειασθῆ λ.χ. κάτι αὔριο, ὁ Θεὸς τὸ ἔχει προνοήσει ἀπὸ σήμερα· πρὶν δηλαδὴ τὸ σκεφθῶ ἐγώ, τὸ ἔχει σκεφθῆ ὁ Θεὸς πιὸ νωρὶς καὶ τὸ παρουσιάζει τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι. Γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔρχεται, γιὰ νὰ φθάση σ' ἐμένα ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ τὸ χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος ἀπαιτεῖται. Ἄρα ὁ Θεὸς τὸ φρόντισε νωρίτερα.
Ὅταν ἀπὸ φιλότιμο κάνουμε τὸν Θεὸ νὰ χαίρεται μὲ τὴν ζωή μας, τότε Ἐκεῖνος δίνει ἄφθονες τὶς εὐλογίες Του στὰ φιλότιμα παιδιά Του, τὴν ὥρα ποὺ τὶς χρειάζονται. Ὅλη ἡ ζωὴ μετὰ περνάει μὲ εὐλογίες τῆς θείας πρόνοιας. Μπορῶ ὧρες νὰ σᾶς λέω παραδείγματα ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἤμουν στὸν πόλεμο, στὶς ἐπιχειρήσεις, εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἔδωσα σὲ κάποιον. Μετὰ ἔλεγα: «Ἄχ, νὰ εἶχα ἕνα Εὐαγγέλιο, πόσο θὰ μὲ βοηθοῦσε!». Τὰ Χριστούγεννα μᾶς εἶχαν στείλει πάνω στὸ βουνὸ διακόσια δέματα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἀπὸ τὰ διακόσια δέματα, μόνο στὸ δικό μου δέμα ὑπῆρχε ἕνα Εὐαγγέλιο! Ἦταν παλιὸ Εὐαγγέλιο, εἶχε καὶ χάρτη τῆς Παλαιστίνης. Στὸ δέμα ὑπῆρχε καὶ ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἂν χρειάζεσαι καὶ ἄλλα βιβλία, γράψε μας νὰ σοῦ στείλουμε». Ἀργότερα, στὴν Μονὴ Στομίου, χρειάσθηκα μιὰ φορὰ ἕνα κανδήλι γιὰ τὸν Ναό. Ἕνα πρωί, χαράματα, κατέβηκα στὴν Κόνιτσα. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσα ἔξω ἀπὸ ἕνα σπίτι, ἀκούω μιὰ κοπέλα νὰ λέη στὸν πατέρα της: «Πατέρα, ὁ καλόγερος!». Τότε ἐκεῖνος ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἔταξα ἕνα κανδήλι στὴν Παναγία· πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ τὸ ἀγοράσης», καὶ μοῦ δίνει πεντακόσιες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσο ἔκανε τὸ 1958 ἕνα κανδήλι. Ἀλλὰ καὶ τώρα, ὅταν κάτι χρειάζωμαι, τὰ οἰκονομάει ἀμέσως ὁ Θεός. Θέλω λ.χ. νὰ κόψω ξύλα καὶ δὲν μπορῶ. Τότε οἰκονομοῦνται τάκα–τάκα τὰ ξύλα. Πρὶν ἔρθω ἐδῶ, ἔλαβα ἕνα δέμα ποὺ εἶχε μέσα πενῆντα χιλιάδες δραχμές, ἀκριβῶς ὅσα χρειαζόμουν. Ἔδωσα μία εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν» σὲ κάποιον εὐλογία, τὴν ἄλλη μέρα μοῦ φέρνουν μία τῆς «Πορταΐτισσας!». Φέτος τὸ καλοκαίρι, πρὶν βρέξη, δὲν εἶχα καθόλου νερό. Τώρα ποὺ ἔβρεξε λίγο, μαζεύω ἑνάμισι κουτὶ τὴν ἡμέρα. Ἡ στέρνα ἔχει περσινὸ νερό, καὶ αὐτὴ εἶναι χάλια. Πῶς τὰ οἰκονομάει ὅμως ὁ Θεός! Ἔχω ἕνα βαρέλι μὲ νερό. Τόσοι ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται κάθε μέρα πίνουν, πλένονται, γιατὶ εἶναι καὶ ἱδρωμένοι, καὶ ἡ στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα-πέντε δάκτυλα! Ἑκατὸν πενῆντα-διακόσιοι ἄνθρωποι νὰ βολεύωνται καὶ νὰ μὴν ἀδειάζη τὸ βαρέλι! Ἄλλοι ἀνοίγουν πολὺ τὴν κάννουλα τῆς βρύσης, ἄλλοι τὴν ξεχνοῦν ἀνοιχτὴ καὶ τρέχει, καὶ ὅμως τὸ νερὸ δὲν τελειώνει!

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΕΛΠΙΔΙΟΥ ΒΑΓΙΑΝΑΚΗ- ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ  Μ Ε Τ Α Ν Ο Ι Α Σ 
(Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου Βαγιανάκη)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ποιός σήμερα μπορεί να πει με σιγουριά ότι δεν είναι αμαρτωλός; Και ποιός μπορεί να βεβαιώσει ότι ποτέ δεν θα αμαρτήσει;

Κανείς συνετός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί αυτό που λέει η Αγία Γραφή:
«πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»
(Προς Ρωμαίους, γ΄, 23)
Άλλος λίγο, άλλος πολύ, αμαρτάνουμε σε καθημερινή βάση, πικραίνουμε το Θεό Πατέρα μας και βάζουμε τη ψυχή μας σε μεγάλη θλίψη και ταραχή με την αμαρτία.
Γιατί, εκτός του ότι η αμαρτία μετά θάνατον οδηγεί την ψυχή μας στην αιώνια κόλαση, ακόμη κι εδώ στη γη την ταλαιπωρεί, στερώντας την από τη χάρη του Θεού. Κι όταν λείπει η χάρις του Θεού, που χαρίζει στην ψυχή αληθινή χαρά και ειρήνη, τότε η ψυχή περιδιαβαίνει τους δρόμους του άγχους, του στρες, της σύγχυσης, της απελπισίας, με λίγα λόγια ζει μια πρόγευση της κόλασης.
Η μετάνοια σαν ένα από τα μέγιστα δώρα του Θεού, είναι η μεγαλειώδη έκφραση της άπειρης ευσπλαχνίας Του στους ανθρώπους και το αντίδοτο του ψυχικού πόνου από την αμαρτία.
Έχει τόση δύναμη η μετάνοια, που μπορεί να βγάλει τον αμαρτωλό άνθρωπο από την πιο βαθιά κόλαση και να τον οδηγήσει στο πιο ψηλό επίπεδο σωτηρίας, την αγιότητα.
Το βιβλιαράκι αυτό περιέχει πανέμορφες διδακτικές ιστορίες, παρμένες από ένα πατερικό βιβλίο, <<ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ>>.  
Οι ιστορίες αυτές, γεμάτες από την σοφία των αγίων μας ασκητών, θα σε βοηθήσουν πολύ στο               
- να αντισταθείς στην απελπισία που σε οδήγησε η αμαρτία και  
- να βρεις τη χαρά και την ευτυχία που χαρίζει η πρωτοκόρη της ευσπλαχνίας και της άπειρης αγάπης του Θεού, η βασίλισσα των αρετών, η ΜΕΤΑΝΟΙΑ.

Από ληστής... Άγιος!


Πόσοι και πόσοι πρώην μεγάλοι αμαρτωλοί και εγκληματίες δεν έγιναν με την μετάνοια και την ταπείνωσή τους, χάρη στο έλεος και την ευσπλαχνία του πανάγαθου επουράνιου Πατέρα μας, μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας μας!
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και ο όσιος Μωυσής ο Αιθίωψ. Η μεταστροφή του, από τον δρόμο του εγκλήματος στο δρόμο της αρετής, μπορεί να παρηγορήσει τον κάθε σύγχρονο μεγάλο αμαρτωλό που αμφιβάλει στη σκέψη αν ο Θεός μπορεί να τον συγχωρήσει και να τον δεχτεί και πάλι στην αγκαλιά του σαν παιδί του.

***

Θαύμασα, γράφει ο Παλλάδιος, κι έμεινα πολλή ώρα εκστατικός, όταν μου διηγήθηκαν πως ο περίφημος ασκητής της Αφρικάνικης ερήμου, Μωυσής ο Αιθίωψ μεταστράφηκε και από λήσταρχος  έγινε αγιότατος μοναχός. Αυτή είναι με συντομία η παραδειγματική του ιστορία.
Γέννημα και θρέμμα της Μαύρης Ηπείρου ο Μωυσής, ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Σκληρός και δύστροπος στο χαρακτήρα, αναστάτωνε καθημερινώς το σπιτικό του αφέντη του, φιλονικώντας με τους άλλους δούλους. Κατάντησε αφόρητος. Στο τέλος, εκείνος τον βαρέθηκε και τον πέταξε στο δρόμο.
Ο Μωυσής τότε βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία. Με την τεράστια σωματική του δύναμη (ήταν σωστός μαύρος δαίμονας, που μόνο και να τον έβλεπες παρέλυες από τον φόβο) γρήγορα επιβλήθηκε στους άλλους ληστές κι έγινε αρχηγός τους. Χαρακτηριστικό της ωμότητάς του είναι και τούτο το ακόλουθο:
Κάποτε, απέτυχε σε μια από τις παράνομες νυχτερινές επιδρομές του, από τα άγρια γαυγίσματα των σκυλιών ενός κοπαδιού, που έβοσκε εκεί γύρω. Τόσο πολύ οργίστηκε γι΄ αυτό, που έβγαλε αμέσως την απόφαση να σφάξει τον τσοπάνη. Έπρεπε όμως να περάσει στην απέραντη όχθη του Νείλου για να φθάσει στην καλύβα του. Όρμησε μέσα στα νερά, που είχαν αρχίσει να φουσκώνουν και δυσκόλευαν το πέρασμα. Ο Μωυσής έδεσε στο κεφάλι του τα ρούχα του, κράτησε με τα δόντια του το μεγάλο δίστομο μαχαίρι του, με το οποίο έφερνε παντού τον όλεθρο και κολυμπώντας πέρασε. Στο μεταξύ όμως, ο τσοπάνης εξαφανίστηκε για να σώσει τη ζωή του. Ο λήσταρχος που έχασε τα ίχνη του, έπεσε με πρωτάκουστη μανία μέσα στο έρημο κοπάδι και για εκδίκηση, έσφαξε όσα πρόβατα βρεθήκανε μπροστά του. Σαν χόρτασε το μάτι του από αίμα, έδεσε μεταξύ τους από τις ουρές τέσσερα από τα καλύτερα κριάρια, τα φορτώθηκε στον ώμο και πέρασε  πάλι κολυμπώντας τον Νείλο. Ύστερα, έψησε τα κριάρια, έφαγε τα καλύτερα κρέατα, ήπιε εικοσιπέντε λίτρες κρασί που είχε φυλαγμένο, περπάτησε πενήντα μίλια χωρίς διακοπή κι έφτασε στο κρησφύγετό του.
Κάποτε όμως, το ανθρωπόμορφο αυτό θεριό, κυνηγημένο από την εξουσία για ένα σωρό εγκλήματα, πήγε να κρυφτεί βαθιά στην έρημο, όπου ζούσαν τότε οι πιο ονομαστοί από τους Αιγυπτίους Αναχωρητές. Η συναναστροφή με τους αγίους, η κατανόηση και η στοργή που του έδειξαν, ημέρεψαν σιγά - σιγά τα βάρβαρα ένστικτά του. Κι ο Θεός, που δεν θέλει τον θάνατο αλλά την επιστροφή του αμαρτωλού, επεσκίασε τη ψυχή του με τη Χάρη Του. Ο μαύρος αγριάνθρωπος ένιωσε να μαλακώνει η καρδιά του, μετανόησε και ζήτησε τη λύτρωση.
Ποιός ξέρει αν το κολοσσιαίο αυτό έργο της Χάριτος δεν το παρακίνησε η ταπεινή προσευχή κάποιου αφανούς Αγίου;
Η αλλαγή του ήταν ριζική. Πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι μπορούσε ακόμη να προβλέψει κι ο πιο ευφάνταστος νους, ο Μωυσής έφτασε στα μέτρα των πιο μεγάλων Πατέρων της ερήμου. Έγινε πρότυπο της αρετής και της αγιότητας και ζωντανό παράδειγμα για τους δύσκολους χαρακτήρες που επιθυμούν να στρώσουν, να γίνουν εύπλαστο ζυμάρι, για να τυπώσει πάνω τους τη σφραγίδα του ο Πλαστουργός.
Κάποτε, τέσσερις ληστές, παλιοί σύντροφοι του Αιθίοπα, μπήκαν να ληστέψουν την καλογερική καλύβα του, χωρίς να φαντάζονται ποιον μπορούν να βρουν μέσα. Σαν τον είδαν, κυριολεκτικά σαστίσανε. Εκείνος, με μεγάλη ευκολία τους έπιασε, τους έδεσε και τους οδήγησε στη συνάθροιση των Γερόντων.
- Τι προστάζετε να κάνω τους ανθρώπους αυτούς, που ήρθαν να με ληστέψουν; ρώτησε. Σε μένα δεν αρμόζει πια να τιμωρήσω άνθρωπο.
Οι Πατέρες τον συμβούλεψαν να τους λύσει και να τους αφήσει να φύγουν ανενόχλητοι.
Εκείνοι όμως, δεν θέλησαν πια να φύγουν!
Τους συγκλόνισε το παράδειγμα του πρώην αρχηγού τους.  Έμειναν κοντά του για να βρουν κι αυτοί τον ίσιο δρόμο.
                             
Ο Μωυσής ο Αιθίωψ, που αξιώθηκε να χειροτονηθεί και Πρεσβύτερος για την μεγάλη αρετή του, όταν έφυγε από τον κόσμο, λένε πως άφησε περίπου εβδομήντα μαθητές.
Η Ορθόδοξη εκκλησία τον κατάταξε μεταξύ των Οσίων της και τιμά τη μνήμη του στις 28 Αυγούστου!
              
Μην απελπίζεσαι


Πολλοί άνθρωποι, που έχουν μετανιώσει για τα λάθη τους και έχουν εξομολογηθεί, βρίσκονται και πάλι σε σύγχυση και θλίψη, γιατί, ενώ προσπαθούν να μην αμαρτήσουν ξανά, η δύναμη του πάθους τους οδηγεί πάλι σε πτώση και σε επανάληψη της αμαρτίας. Αυτό τους συντρίβει, τους αποκαρδιώνει και πολλές φορές τους απελπίζει.
Όλους αυτούς, η Εκκλησία δεν παύει να τους παρηγορεί και να τους υπενθυμίζει πως, ο αγώνας αυτός ενάντια στα πάθη και την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης είναι μακροχρόνιος και δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.
Είναι ένας αγώνας κερδοφόρος, διότι η ταπείνωση που αναπτύσσεται από τις πολυπληθείς πτώσεις των αδυναμιών μας και η απαραίτητη υπομονή που χρειάζεται για να μην εγκαταλειφθεί ο αγώνας αυτός για την απόκτηση των αρετών, δαφνοστεφανώνει τον αγωνιστή Χριστιανό. Μάλιστα, τον συγκαταριθμεί ο Θεός στις τάξεις των αγίων του μαρτύρων.
Ο Θεός δεν βλέπει μόνο την επιτυχή έκβαση του αγώνα αλλά βραβεύει και τιμά και τον κάθε αγωνιστή που δεν εγκαταλείπει τον στίβο.
Γι΄ αυτό, πρέπει να έχουμε πάντα πίστη, υπομονή, ταπείνωση και κουράγιο και να είμαστε σίγουροι ότι ο Θεός θα μας ελεήσει με το πολύτιμο αυτό δώρο, τη ΜΕΤΑΝΟΙΑ.  
Ποτέ να μην ξεχνάμε την σωτηρία του μετανοημένου ληστή, που έγινε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Μέσα σε 2 δευτερόλεπτα, με ένα «μνήσθητι μου Κύριε», που είπε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, ο πολυεύσπλαχνος Θεός όχι μόνο συγχώρεσε όλα τα προηγούμενα λάθη του αλλά τον έκανε και πρώτο πολίτη του Παραδείσου.

***

Κάποτε, ένας αδελφός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
- Έπεσα, Πάτερ. Τι να κάνω τώρα;
- Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στη καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με λύπη ο αδελφός.
- Και τι σε εμποδίζει να ξανασηκωθείς;
- Ως πότε; ρώτησε ο αδελφός.
- Έως την ώρα που θα σε βρει ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση! Εξάλλου είναι γραμμένο <<όπου θα σε βρω, εκεί και θα σε κρίνω>>,  εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στο Θεό, να σε βρει την τελευταία σου στιγμή σηκωμένο με την άγια Mετάνοια.

Από πόρνη...  Αγία!


Την εποχή που ανθούσε ο ασκητισμός στην Αίγυπτο, ζούσε στην Αλεξάνδρεια μια ορφανή κόρη που την έλεγαν Ταϊσία. Όταν πέθαναν οι καλοί γονείς της, της άφησαν κληρονομιά πρώτα την ευσέβεια και την αγάπη τους για τους φτωχούς και ξένους και ύστερα, ένα μεγάλο σπίτι και πολλά χρήματα για να πορεύεται.
Η κόρη, από μεγάλη ευλάβεια προς τους ερημίτες, έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη τους και όταν κατέβαιναν στην πόλη να πουλήσουν τα εργόχειρα τους, τους περιποιόταν με όλη της την καρδιά.
Με τα χρόνια όμως, τα χρήματα της Ταϊσίας ξοδεύονταν και η ίδια άρχισε να στερείται. Τότε, μπήκαν στη μέση κακοί και διεφθαρμένοι άνθρωποι. Εκμεταλλεύτηκαν τη δυστυχία της και με πονηριά την παρέσυραν στη διαφθορά.
Η ωραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη πόρνη!
Όταν οι Πατέρες της ερήμου έμαθαν το κατρακύλισμα της ορφανής κόρης, αποφάσισαν να κάνουν ότι περνούσε από το χέρι τους για να τη σώσουν.
- Εκείνη, όταν είχε τα μέσα, μας έδειχνε όλη τη συμπάθειά της, έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα, που κινδυνεύει η ψυχή της, πρέπει να ξεπληρώσουμε κι εμείς το χρέος μας σ΄ αυτήν.
Ανέθεσαν λοιπόν στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, την λεπτή και δύσκολη αυτή αποστολή. Εκείνος στην αρχή δίστασε. Του φαινόταν ακατόρθωτο το έργο. Στο τέλος όμως, για να μην παρακούσει τους Γέροντες, αποφάσισε να κατέβει στη πόλη και να παρουσιαστεί στο σπίτι της αμαρτωλής. Όταν έφτασε, παρακάλεσε τη θυρωρό να τον οδηγήσει στην κυρία της.
- Φύγε από δω, παλιοκαλόγερε, του φώναξε εκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρώτα την περιουσία της και έρχεστε τώρα να την ενοχλήσετε ξανά;
Ο Αββάς δεν απελπίστηκε. Εξακολουθούσε να παρακαλεί να δει την Ταϊσία για κάτι πολύ ωφέλιμο γι’ αυτήν, όπως έλεγε. Μπροστά στη μεγάλη του επιμονή, η γριά υποχώρησε και πήγε να ειδοποιήσει την κυρία της.
- Αυτοί οι καλόγεροι, ψαρεύουν συχνά στην  Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια, είπε η Ταϊσία. Φέρε τον πάνω.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της, έφτιαξε τα μαλλιά και το φόρεμα της, έριξε κάμποσο άρωμα επάνω της και ξάπλωσε στο χαμηλό ντιβάνι με το ύφος των ξεπεσμένων γυναικών, για να υποδεχτεί τον Ερημίτη.
Ο Αββάς Ιωάννης πέρασε στο δωμάτιο περίλυπος. Στάθηκε απέναντί της και την κοίταξε αμίλητος με οίκτο πολλή ώρα. Ύστερα, της είπε με σιγανή φωνή:
- Σε τι σου έφταιξε ο Χριστός μας Ταϊσία και Tον προσβάλλεις τόσο άσπλαχνα;


Σταμάτησε, δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τον έπνιξαν οι λυγμοί. Από τα βαθουλωμένα μάτια του έπεφταν καυτά δάκρυα. Εκείνη τότε ένιωσε συστολή. Άφησε την απρεπή προκλητική της στάση και στενοχωρημένη τον ρώτησε:
- Γιατί κλαις Αββά;
- Πως να μην κλάψω κόρη μου, που βλέπω το σατανά να παίζει στη μορφή σου;
Η κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί της.
- Τώρα που ήρθες είναι πολύ αργά, Γέροντα. Δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο μέσα μου. Τα κύλησα όλα στη λάσπη, σιγoμουρμούρισε συγχυσμένη.


Ήθελε και κάτι άλλο να πει αλλά σταμάτησε. Ο Γέροντας περίμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατά για τη σωτηρία της κόρης, που λες και γύρευε να τραντάξει τα ουράνια.
- Υπάρχει άραγε σωτηρία και για μένα, Αββά; ψιθύρισε με αγωνία εκείνη.
- Ω ναι, υπάρχει κόρη μου, φώναξε με αγωνία ο Γέροντας. Η μετάνοια φέρνει τη σωτηρία.
Το θαύμα που τόση ώρα ζητούσε με τη προσευχή του, έγινε εκείνη τη στιγμή. Η Ταϊσία έπεσε συντετριμμένη στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε:
- Βγάλε με από δω μέσα, Πάτερ. Δείξε μου το δρόμο της σωτηρίας.
- Ακολούθησε με.
Χωρίς άλλη κουβέντα, η κόρη σηκώθηκε κι ακολούθησε τον Γέροντα. Εκείνος θαύμασε που δεν έδειξε καθόλου ενδιαφέρον για το σπιτικό της. Πήραν το δρόμο για την έρημο. Μα, είχαν πολύ ακόμα να βαδίσουν και τους βρήκε η νύχτα. Έτσι, σταμάτησαν και ο Αββάς Ιωάννης έκοψε μερικούς θάμνους κι έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεβάτι για τη κόρη.
- Κοιμήσου μέχρι να ξημερώσει, τη συμβούλεψε.  Έχουμε να κάνουμε πολύ δρόμο ακόμα.
Εκείνος απομακρύνθηκε κάμποσο. Είπε τις προσευχές του και πλάγιασε στο χώμα να ξαποστάσει, παίρνοντας για προσκεφάλι του μια σκληρή πέτρα. Πήρε λίγο ύπνο και ξύπνησε πάλι τα μεσάνυχτα για να συνεχίσει την προσευχή του.
Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ένα θέαμα μεγαλειώδες! Από το σημείο, που είχε αφήσει την κόρη να κοιμάται, άρχιζε ένας δρόμος ολοφώτεινος που άγγιζε τον ουρανό. Άγγελοι γοργόφτεροι ανέβαζαν μια ψυχή ολόλευκη σαν περιστέρι στο θρόνο του Θεού.
Ο Όσιος στάθηκε πολλή ώρα κι έβλεπε συνεπαρμένος αυτό το όραμα. Ύστερα, κίνησε να πάει στο μέρος που άφησε την Ταϊσία να κοιμάται. Της φώναξε να ξυπνήσει, μα εκείνη δεν άκουσε. Την κούνησε τότε ελαφρά, μα εκείνη δεν αισθανόταν.
Είχε πια πεθάνει.
Συγκινημένος βαθιά ο Ερημίτης, γονάτισε πλάι στο άψυχο σώμα και παραδόθηκε σε θερμή προσευχή. Τότε, του φάνηκε πως μια γλυκιά φωνή βεβαίωνε το σαστισμένο λογισμό του:
·  Αρκεί λίγος χρόνος βαθιάς συντριβής για να βρει η ψυχή το δρόμο της Σωτηρίας!


Το μεγαλείο της μετανοίας!


Όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει, χαροποιεί πολύ τον σατανά, ο οποίος, όταν έρχεται, με πολύ δυσκολία πλέον φεύγει, αφού οι αμαρτίες που κάνουμε είναι η χαρά και η ευτυχία του δαίμονα.
Όταν ο άνθρωπος αντισταθεί στην αμαρτία ή μετανοήσει για τα λάθη του, οι δαίμονες φεύγουν τρομοκρατημένοι από κοντά του και επανέρχεται πολύτιμος σύντροφος και οδηγός ο φύλακας άγγελος του, ο οποίος τον σκεπάζει με τις φτερούγες του και τον βοηθά να αγωνίζεται στον δρόμο της αρετής.
Συγκινητική είναι η παρακάτω ιστορία:

***

"Ο όσιος Παύλος ο απλούς πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι μοναχοί μαζεύονταν στην Εκκλησία για να λειτουργηθούν. Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από το Θεό να διαβάζει τη ψυχή, όπως εμείς διαβάζουμε την όψη των συνανθρώπων μας.
Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά, έδειχναν αγιότητα και πρόοδο στην αρετή κι ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με την καρδιά του το Θεό.
 Καθυστερημένος πολύ, έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο! Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν χωριστά ο καθένας να τον τραβήξει με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχής φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του περίλυπος στεκόταν σε απόσταση. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ αναστεναγμό και έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού.
Η Θεία Λειτουργία τέλειωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά, άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.
Τώρα έδειχναν πιο λαμπεροί και οι  Άγγελοι τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Περίμενε να δει και τον άλλο μοναχό, που τόσο είχε προσευχηθεί γι’ αυτόν σε όλη τη Λειτουργία.
Δεν άργησε να φανεί.
Τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί και ο φύλακας Άγγελος του, τον σκέπαζε με τις φτερούγες του!
Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!
- Δόξα σοι ο Θεός! ξέφυγε από τα χείλη του Οσίου.
Οι αδελφοί γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε, τους φανέρωσε τι είχε δει το πρωινό στην εκκλησία. Ύστερα, ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πήγε εκεί και πως έφυγε. Εκείνος δεν δίστασε να εξομολογηθεί μπροστά σε όλους:
- Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια τη ζωή μου. Τα πάθη και οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωση μου. Σήμερα όμως  με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωση. Άκουσα τον προφήτη, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να λέει με το στόμα εκείνου στους όμοιούς του αμαρτωλούς:  

<<λούσασθε καὶ καθαροὶ  γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶνὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν... μάθετε καλὸν ποιεῖν ...καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶνὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ...>> (Ησ. α΄ 16 - 18).

Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον ουράνιο Πατέρα να κάνει και σε μένα τον άθλιο όσα υπόσχεται με τα λόγια του Προφήτη.
Έδωσα κι εγώ υπόσχεση να αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσή μου. Μ΄ αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεση μου.
Ο Όσιος και οι αδελφοί, που άκουσαν την εξομολόγηση του μοναχού, θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους:
«Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της Mετανοίας»."

Ο αγώνας της Mετανοίας θέλει υπομονή και επιμονή!

Όταν ο άνθρωπος αποφασίζει να μετανοήσει, ο σατανάς θυμώνει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να ρίξει τον άνθρωπο αυτό στην απελπισία ή να τον πείσει ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία.
Τότε χρειάζεται υπομονή και επιμονή στον ωραίο αυτό αγώνα της μετανοίας. Ο αγιασμός και η σωτηρία είναι το σίγουρο αποτέλεσμα αυτής της φιλότιμης προσπάθειας της χριστιανικής ψυχής. 

***

Ένας νέος, παρασυρμένος από τη τρομερή δύναμη της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα, έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στο Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια:
  
- Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δεν θέλω. Εγώ σαν χωματένιος που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από τη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως, έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά Σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε Κύριε την φιλανθρωπία Σου και το έλεός Σου και σώσε με, με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σένα μόνο καταφεύγω ο δυστυχής!

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά, που πάλι νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε παρευθύς κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στην Θεία Ευσπλαχνία ερέθισε τον διάβολο, ο οποίος παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

- Άθλιε, δεν νιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου του Θεού το όνομα; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο γενναίος αγωνιστής δεν φοβήθηκε, ούτε έχασε την ελπίδα του, όπως περίμενε ο διάβολος.

- Μάθε κι εσύ, του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δεν θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και τη προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς με την αμαρτία.


- Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου, κι έγινε άφαντος.

Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως, ούτε μια στιγμή δεν έπαυε να προσέχει τον εαυτό του και έκλαιγε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.

Ο Χριστός παρηγορεί τον μετανοημένο αμαρτωλό!


Από τη στιγμή που ο κάθε αμαρτωλός αρχίσει τον αγώνα της μετανοίας, πλήθος αγγέλων βρίσκονται κοντά του, έτοιμοι να τον βοηθήσουν και να χαρούν.
«χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». (Λουκ. ιε΄, 10)
Αν πεις και για τον Κύριο μας, Αυτός παρακολουθεί γεμάτος χαρά και αγάπη τον φιλότιμο αγώνα της μετανοιωμένης ψυχής, έτοιμος να αγκαλιάσει με στοργή και να ευλογήσει το πολυαγαπημένο μετανοημένο Του παιδί.

***

Κάποιος νέος παραστράτησε, μα τόσο πολύ μετανόησε στο άκουσμα ενός και μόνο κηρύγματος, που όταν τον επισκέφθηκε η Χάρις του Θεού, άφησε τον κόσμο κι έγινε καλόγερος. Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο για τις αμαρτίες του. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλοσύνη.
- Τι έχεις άνθρωπε και κλαις με τόσο πόνο; τον ρώτησε με τη γλυκιά φωνή Του.
- Κλαίω Κύριε γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός.
- Ω, τότε σήκω!
- Δεν μπορώ μόνος, Κύριε.
Άπλωσε τότε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλιάς της αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει.
- Τώρα γιατί κλαις;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτο των χαρισμάτων Σου σε ασωτίες.

Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης, στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με ιλαρότητα:

- Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ, εγώ έπαψα πια να λυπάμαι για τα περασμένα.

Ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του, μα Εκείνος δεν ήταν πια εκεί.
Στη θέση που πατούσε, είχε σχηματιστεί ένας πελώριος ολόφωτος Σταυρός. Λυτρωμένος πια από το βάρος της αμαρτίας, έπεσε και τον προσκύνησε.
 Μ΄ ευγνωμοσύνη στην ψυχή, ύστερα από το όραμα εκείνο, κατέβηκε πάλι στην πολιτεία ο νέος για να γίνει ο πιο θερμός κήρυκας της μετανοίας και να οδηγήσει στο Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.

Μην εγκαταλείπεις τον αγώνα της μετανοίας.

Ένα επικίνδυνο σημείο που πρέπει απαραιτήτως να προσέξουμε, είναι η εγκατάλειψη του αγώνα μετά τη μετάνοια. Η απροσεξία αυτή, πολύ ευχαριστεί  τον σατανά, αφού μπορεί να γίνει αιτία να πέσουμε ξανά στα ίδια ή και σε χειρότερα λάθη.
Επίσης, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε όταν βλέπουμε πολλές αδυναμίες και πάθη πάνω μας και δυσκολευόμαστε στην εκρίζωσή τους!

***

Ένας νέος πήγε με βαριά καρδιά στον Πνευματικό του κι εξομολογήθηκε:

- Ο λογισμός με βασανίζει Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού και ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και την μετάνοιά μου, δεν μπορώ ακόμα να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.

- Μου θυμίζεις, με αυτά που λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ’  ένα φίλο αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή μου ιστορία.

Ο νέος άκουγε πάντοτε μ’ ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:

"Ο φίλος μου που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο και ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρει. Αλλά έπρεπε πρώτα να καθαριστεί. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γιο να κάνει τη δουλειά αυτή. Μα, σαν είδε το παλικάρι τα πελώρια αγκάθια και τ’ αγριοβότανα, έπεσε σε απελπισία.
- Δεν γίνεται να φτιάξει ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πως να ξεριζώσω τόσα αγριόχορτα;
Έτσι, έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνει η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέση του ως το βράδυ χωρίς να κάνει τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα, και την τρίτη... Χασμουριόταν, στριφογύριζε με τεμπελιά, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε και μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνει.
- Τίποτα δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε και είδε πως ο γιος του δεν έβγαλε ούτε ένα αγκάθι.
- Βαραίνει η ψυχή μου πατέρα, όταν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δεν μπορώ να πάρω απόφαση ν’ αρχίσω.
- Αν κάθε μέρα παιδί μου, καθάριζες τόση γη όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνεις και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσεις.
Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γιος, έβαλε αμέσως σε πράξη τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του, πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίσει το χέρσο χωράφι.
Μιμήσου τον κι εσύ παιδί μου κι όταν ξανάρθεις, θα μου πεις αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξεριζώσεις με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.
Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμη από την εξομολόγηση, αποφασισμένος να συνεχίσει τον καλό αγώνα!"


Επίλογος


Μέσα από όλες αυτές τις ιστορίες μετανοίας, όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσο ευσπλαχνικός είναι ο Θεός και πόσο πολύ μας αγαπά, ώστε να μπορεί εύκολα να συγχωρεί τα πάντα, αν φυσικά δει ειλικρινή μετάνοια, προκειμένου να επιστρέψουμε όλοι πίσω στη θεϊκή Του αγκαλιά.
Στ’ αλήθεια, ο Θεός με μητρική αγάπη μας λατρεύει και σαν Μάνα που είναι για όλους μας, μπορεί να συγχωρήσει κάθε λάθος και κάθε αμάρτημα που κάνουμε, όσο φοβερό κι αν είναι αυτό.
Μόνο ένα μας λάθος Τον πληγώνει πολύ και Τον θλίβει, το ότι δεν πιστεύουμε πως Εκείνος είναι ο πραγματικός μας Πατέρας και η πραγματική μας Μητέρα και σαν Βασιλιάς που είναι, όλοι εμείς είμαστε τα βασιλόπουλα της θεϊκής καρδιάς Του.
Αν αυτό το πιστεύαμε, θα προσπαθούσαμε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα μας και δεν θα κάναμε κάτι που θα Τον στεναχωρούσε, θα Τον πρόσβαλε και δεν θα ήταν σύμφωνο με την βασιλική μας καταγωγή!
Η άρνηση της ψυχή μας να αντιληφθεί πόσο στοργικός Πατέρας είναι για μας ο Θεός, μας κάνει να ζούμε απρόσεχτα και να απομακρυνόμαστε συνεχώς από την ζεστή και ασφαλή αγκαλιά Του. Τότε, μας βρίσκει ανοχύρωτους ο σατανάς, ο οποίος στηριζόμενος στη δική μας απιστία και αμφιβολία, εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες μας, μας παρακινεί να αμαρτήσουμε και μετά προσπαθεί ύπουλα να μας πείσει πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για μας.
Και αλήθεια, αν πιστέψουμε πως ο Θεός δεν νοιάζεται για μας και είναι πολύ σκληρός, απόμακρος και τιμωρός, θα είχε δίκιο.
Μα, αν πιστέψουμε πως μας αγαπά πολύ, όπως αγαπά κάθε στοργική μανούλα τα παιδιά της και πάντα με πολύ αγάπη τα αγκαλιάζει ακόμη και στα πιο μεγάλα τους παραπτώματα, δεν θα χάναμε ποτέ το κουράγιο μας και πάντα θα προσπαθούσαμε να σηκωθούμε σε κάθε μας πτώση.
Ας αφήσουμε λοιπόν την ψυχή μας να γαληνέψει στην λατρεία που νιώθει ο Θεός Πατέρας για όλους εμάς και ας είναι η μόνη μας αγωνία να μην κάνουμε κάτι που θα λυπήσει τον στοργικό αυτό Πατέρα.
Αλλά και αν κάνουμε το οποιοδήποτε λάθος, να μην απογοητευτούμε αλλά με το θάρρος που έχει ένα παιδί στον αγαπημένο του πατέρα, να τρέξουμε στην αγκαλιά του γλυκύ και πολυεύσπλαχνου Θεού Πατέρα μας, για να του πούμε ταπεινά τα λάθη μας και να πάρουμε την πατρική Του συγχώρεση και ευλογία.