ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑ ΣΤΗΝ …ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΑΣ ΕΠΟΧΗ;

του Μιχαήλ Γ. Χούλη, Θεολόγου

Στην εποχή μας, 2.016 χρόνια μετά τον Χριστό, μια εποχή προόδου και μεγάλων επιστημονικών, ιατρικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων, κάποιοι συνάνθρωποί μας εμφανίζονται να σκέπτονται και να συμπεριφέρονται με δεισιδαιμονικό και θρησκόληπτο τρόπο, που θα έπρεπε να ισχύει μόνο στις πρωτόγονες φυλές και τους μάγους των ειδωλολατρικών χρόνων.

Ακόμη και σήμερα δυστυχώς, μετά τη ζωογόνο επικράτηση του Χριστιανισμού και αφού ήδη από τον Ιουδαϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης τα ουράνια σώματα και οι φυσικές δυνάμεις έχουν απομυθοποιηθεί -διότι θεωρήθηκαν, πολύ σωστά, δημιουργήματα και όχι θεοί (αρχή της επιστήμης)- πολλοί άνθρωποι αρέσκονται να επισκέπτονται μάγους και πνευματιστές, να καταφεύγουν σε μάντεις, ονειροερμηνευτές, καφετζούδες, χαρτορίχτρες, οραματίστριες, ταρωγνώστες κ.λπ. για να μάθουν υποτίθεται το μέλλον τους, να λύσουν τα προβλήματά τους, να διαλευκάνουν αν τους απατά το ταίρι τους, να βρουν τα χαμένα τους αντικείμενα, να μιλήσουν με συχωρεμένους γονείς, συγγενείς, φίλους κ.α.
Οι λόγοι, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά, είναι γνωστοί: Το άγχος της σύγχρονης ζωής, τα μύρια καθημερινά προβλήματα, οι προστριβές με τους άλλους και η ανάγκη διεξόδου, η περιέργεια για τον μεταφυσικό κόσμο, οι αναζητούμενες εμπειρίες της Νέας Εποχής που σχετίζονται με πνευματιστικές ενέργειες, αύρας, κρυστάλλων, ζωδίων κ.ο.κ., ωθούν ορισμένους στην εξερεύνηση μεταφυσικών χώρων και στην προσπάθεια αντλήσεως πληροφοριών υπέρ «εαυτών και αλλήλων». Όταν μιλάμε για «Νέα Εποχή» εννοούμε ένα μόρφωμα από αρχαίες θρησκείες, ειδωλολατρία, μεσαιωνικό συμβολισμό, πανθεϊσμό, πνευματισμό και γνωστικισμό, που αντιτίθεται γενικά στον χριστιανισμό παγκοσμίως. Μέσω της ‘νέας εποχής’ απλώνεται σήμερα και ο νεοσατανισμός, ντυμένος δυστυχώς με επιστημονικό μανδύα.
Χριστιανικά και φιλοσοφικά οι τάσεις και πρακτικές αυτές δείχνουν πνευματική οπισθοδρόμηση. Ο σκοτισμένος από τη φθορά, την υπαρξιακή αγωνία και την απομάκρυνση από το Θεό άνθρωπος, αντί να αναζητά το δρόμο της επιστροφής, της χαράς και της ευτυχίας του στον Τριαδικό Θεό, προτιμά να αρνείται καθημερινά τα σημάδια της ελπίδας και της απύθμενης αγάπης του μόνου αληθινού Θεού (μετάνοια, εκκλησιαστική λατρεία, μυστηριακή ζωή, προσευχή, ανάγνωση Αγίας Γραφής, Θεία Κοινωνία κ.λπ.), που προσφέρονται δωρεάν για τη σωτηρία του κόσμου, και να επισκέπτεται και εντρυφά σε χώρους μαντείας, παραδοξολογίας και απελπισίας. Αποτέλεσμα: Να τρώνε με χρυσά κουτάλια οι κάθε είδους εκμεταλλευτές της αμάθειας και της ευπιστίας του καθενός!.. Οι οποίοι απομυζούν το όνειρο, την πνευματική λεβεντιά και την ελπίδα του κοσμάκη.
Σε τέτοιο δυστυχώς χαμηλό επίπεδο (α)παιδείας και κριτικής (αν)ικανότητας ξεπέσαμε ορισμένοι νεοέλληνες; Να καταφεύγουμε σε αστρολόγους, μέντιουμ, χαρτομάντες και καφετζούδες για να ορθοποδήσουμε στη ζωή μας; Να εξαρτιόμαστε πνευματικά, αλλά και πολιτιστικά, πολιτικά και υλικά (αφού υφαρπάζονται μεγάλες περιουσίες για να γίνουν οι προβλέψεις σε επώνυμους και μη) από τον κάθε τυχαίο «απόφοιτο» μεταφυσικών δήθεν σχολών, ή εσωτερικής φιλοσοφίας, ή ενεργειακής αύρας και χειροπρακτικής, ή αποκρυφιστικών τεχνών, ή εξωσωματικών εμπειριών ή ενίοτε υποτιθέμενο ανατολίτη ‘ειδικό’ και να εμπιστευόμαστε το μέλλον μας (που διαμορφώνεται από τη δική μας θέληση και τη δική μας ελεύθερη προσωπικότητα) σε κάποιους, που μόνο εμπιστοσύνη δεν αποπνέουν, αλλά μόνο ιδιοτελή συμφέροντα και υλιστικά κίνητρα; Είναι γνωστό εξάλλου το εμπόριο μαντικών αντικειμένων, το οποίο έχει και τεράστια κέρδη και προωθείται από συναφείς εταιρείες ή λέσχες και συλλόγους εσωτερισμού, που μυστικά ή φανερά διαδίδουν τη μαγικού περιεχομένου φιλοσοφία τους και πωλούν τελετουργικά όργανα, κρυστάλλους της Νέας Εποχής (κομμάτια χαλαζία, που θεωρούν κάποιοι σύγχρονα φυλακτά ) και δήθεν ισχυρά φίλτρα.
Ο αριθμός αυτών των παραθρησκευτικών ομάδων είναι μεγάλος. Ορισμένες παραμυθιάζουν τον κόσμο με σύγχρονες ενεργειακές και πνευματιστικές τεχνικές (όπως το ‘ρέϊκι’ και το ‘τσάνελλινγκ’ π.χ.), με αμφισβητούμενη εξωτική φιλοσοφία, με δυτικού τύπου γιόγκα και διαλογισμό κ.λπ. [Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι θρησκευτικές ινδουιστικές τεχνικές και όχι γυμναστικές ασκήσεις, όπως προσφέρονται πλέον για χρηματισμό ορισμένων. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να απομονώσουμε τις ‘μετάνοιες’ στην Ορθόδοξη Εκκλησία από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο και να τις θεωρήσουμε σαν γυμναστική]. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται ακόμη και στα διάφορα ‘φυλακτά’ που διαφημίζονται και πωλούνται. Πολλά έχουν αμφιβόλου προελεύσεως σύμβολα, ιδιαίτερα εκείνα που μαζί με τα χριστιανικά σύμβολα συνδυάζουν και κάποιο περίεργο «γούρι» για να δημιουργούν περισσότερη σύγχυση.
Οι άνθρωποι που εντάσσονται σε τέτοια περιβάλλοντα και υποτάσσονται σε θρησκοληψίες είναι ή καταντούν δυστυχισμένοι! Η ζωή τους γεμίζει φόβο και αγωνία. Διώχνουν τον Θεό μακριά και προσκυνούν ειδωλολατρικά τεχνάσματα ή ακόμη ειδωλικά κατασκευάσματα! Δεσμεύεται η θέληση και υπηρετούν είτε τον αρχηγό κάποιας ύπουλης οργάνωσης είτε την ειμαρμένη και τη δεισιδαιμονία. Γι’ αυτό και η Εκκλησία εύστοχα καταδικάζει όλα τα παραπάνω και μας καλεί όλους να μείνουμε μακριά από τέτοιες ιδεολογίες και πρακτικές. Ο χριστιανισμός ελευθερώνει τον άνθρωπο, καθώς η γνώση του αληθινού Θεού και η συνειδητή συμμετοχή μας στην Εκκλησία ρίχνει φως στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Η μαγεία, η μαντεία και η δεισιδαιμονία καταδικάζουν σε άγνοια, δυστυχία, ξεπεσμό, πνευματικό σκοτάδι. Όσοι καταφεύγουν στις σύγχρονες νεοεποχίτικες τεχνικές, και δεσμεύονται έτσι στον αποκρυφισμό και τις παραθρησκείες, σε αστρολόγους, ονειροκρίτες, χαρτομάντεις, καφεμάντεις, μέντιουμ και οραματιστές, αρνούνται στην ουσία το Θεό στη ζωή τους και εμποδίζουν το Άγιο Πνεύμα να μιλήσει στην καρδιά τους. Υποτάσσονται, πολλές φορές εν αγνωσία τους, στα έργα του σκότους, της φθοράς και της ματαιοδοξίας, ενώ αντίθετα η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα χριστιανικής ζωής που διαχρονικά και προσωπικά τελειοποιεί και αγιάζει ανθρώπινους χαρακτήρες. Στη Θεία Λειτουργία αυτό συνοψίζεται στην πρόταση: «Εαυτούς και αλλήλους, και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

πηγή: http://oodegr.co/

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΕΟΙ;

– Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;

– Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνη. Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση.

Εάν δη όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία.

Είναι δηλαδή σαν να τους λέη:

«Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.

Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρωνται, γιατί που ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;

Θα μπορούσε άραγε να σωθή; Όταν του 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίη.Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε.

Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο. Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους.

Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας».

Και ο Χριστός θα τα ακούση και θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα. Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώση κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε.

«Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;» «Όχι,της είπα, καλύτερα να μη δίνης». Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε: «Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν. 

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ: «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΗΡΙΚΗ ΚΑΡΕΚΛΑ»

Μια απίστευτη ιστορία έζησε ο Σταμάτης Σπανουδάκης. Όπως εξομολογήθηκε στην προσωπική του σελίδα στο facebook, ο Άγιος Σπυρίδωνας τον βοήθησε με έναν απίστευτο τρόπο μετά από μεγάλη περιπέτεια να σταθεί στα πόδια του!
 Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης τους τελευταίους τρεις μήνες είχε κάποια κινητικά προβλήματα και βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Στις αρχές Αυγούστου προβληματίστηκε αν θα έπρεπε να ακυρώσει η όχι την συναυλία του στην Κέρκυρα. Το ένστικτο του όμως και η πίστη του στο Θεό, τον έκαναν να μην την ακυρώσει. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στη συμπλήρωση 300 ετών από το θαύματα του πολιούχου της Κέρκυρας  το 1716.
Ο Σταμάτης Σπανουδάκης τελικά πήγε στην Κέρκυρα με το αναπηρικό καροτσάκι με την επιθυμία να ακουστεί και το νέο του κομμάτι με τίτλο "η Κέρκυρα κι  ο Άγιος" που έγραψε για την περίσταση, σύμφωνα με την Espresso
Τον επισκέφιηκε στο ξενοδοχείο ο οστεοπλαστικός γιατρός Σπύρος Νίκας και κάνοντας τα πρώτα δειλά του βήματα έγινε το θαύμα... Κατάφερε να σταθεί όρθιος για 6 ολόκληρες ώρες! "Ήμουν 6 ώρες όρθιος. "Να το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα  λέω μέσα μου".

Η συναυλία αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας αλλά την επόμενη έγινε με απόλυτη επιτυχία και τον μουσικοσυνθέτη να ευχαριστεί τον Άγιο για όσα έκανε....

Η ΨΥΧΗ ΜΙΑΣ ΚΟΠΕΛΑΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Το γεγονός αυτό συνέβη σε μια κωμόπολη του νομού Αχαΐας το 2007 και αποδεικνύει αναμφίβολα ότι κάθε φιλάνθρωπη πράξη που γίνεται εκ μέρους των συγγενών για την ψυχούλα των κεκοιμημένων, έχει αγαθή επίδραση και τους δίνει το θείο έλεος.
Η κοπέλα μιας αγροτικής οικογενείας, μορφωμένη και προικισμένη από τον Θεό με ψυχική και σωματική ωραιότητα, προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος και τελικά την πήρε ο Θεός κοντά Του. Οι γονείς της, θεοσεβείς και με ακλόνητη πίστη, πόνεσαν μεν πολύ, αλλά τελικά εμπιστεύθηκαν το παιδί τους στα χέρια του θεού και ησύχασαν. Επειδή δε ανέκαθεν ήταν ελεήμονες, συνέχισαν ακόμη περισσότερο την ευλογημένη τακτική τους μετά την κοίμηση της κόρης τους.
Μια γνωστή τους κοπέλα είχε στην μικρή αυτή πολιτειούλα ένα μαγαζάκι και, όταν έσφαζαν κανένα ζώο, το πουλούσε εκεί. Επειδή είχε υποχρέωση στους ανθρώπους αυτούς η κρεοπώλης, διότι πολλές φορές την είχαν βοηθήσει ποικιλοτρόπως, μια ημέρα χάρισε στην μητέρα της κεκοιμημένης ένα εκλεκτό κομμάτι κρέας για τον σύζυγό της. Την ευχαρίστησε και, όταν πήγε στο σπίτι, όπως είπε χαρακτηριστικά, το πέταξε μέσα στην κατάψυξη του ψυγείου όπως ήταν.
Μετά από δύο ημέρες, πήγε στο σπίτι της μια φτωχούλα χήρα γυναίκα και είχε και παιδάκια και της ζήτησε βοήθεια. Η ελεήμων γυναίκα της έδωσε ό,τι μπορούσε και τελικά θυμήθηκε κι εκείνο το κρέας και ανοίγοντας το ψυγείο το έδωσε και της είπε:
- Πάρε αυτό και μαγείρεψέ το για τα παιδιά.
Μετά από μερικές μέρες, συνάντησε την κρεοπώλη, η οποία συγκινημένη αλλά και απορημένη της είπε τα εξής:
- Κυρία Μαρία μου, είδα στον ύπνο μου την κόρη σου. Έλαμπε από ομορφιά και χαρά! Την ρώτησα πώς περνάει και μου είπε: “Είμαι πολύ καλά και σε παρακαλώ να το πεις στην μητέρα μου, για να μην στενοχωριέται. Για το κρέας που έδωσες στην μητέρα μου, σ’ ευχαριστώ. Ευχαριστώ και την μητέρα μου. Να της πης πως από αυτό το κρέας έφαγα κι εγώ!”. Αυτό βέβαια το τελευταίο δεν μπόρεσα να καταλάβω τί σήμαινε.
Ακούγοντας αυτά η πονεμένη μητέρα, έμεινε άφωνη και γέμισαν τα μάτια της δάκρυα. Όταν συνήλθε, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, είπε:
- Είναι αλήθεια ότι όσοι έφυγαν από αυτή τη ζωή, ζουν! Το κρέας που μου έδωσες, παιδί μου, το έδωσα ελεημοσύνη σε μια φτωχούλα που μου ζήτησε βοήθεια. Την λυπήθηκα. Και να, η ελεημοσύνη έδωσε χαρά και στην ψυχή της κόρης μου και σου το αποκάλυψε.
Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δίνε πάντα χαρά στο παιδάκι μου!...

Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα
Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΔΩΡΙΔΑ 2009

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: ΟΙ ΤΖΙΧΑΝΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ

ΟΙ ΤΖΙΧΑΝΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Οι Χριστιανοί  είναι γνωστό πως αποτελούν  στόχο τζιχαντιστών και αντιεξουσιαστών. Στη Γαλλία τζιχαντιστές δολοφόνησαν γέροντα ιερέα, κόβοντάς του το λαιμό.
Ήταν η πιο πρόσφατη από τις εκατοντάδες τρομοκρατικές ενέργειες τους σε βάρος των χριστιανών στην εν λόγω χώρα. Στην Ελλάδα παρατηρείται έξαρση εχθρικών ενεργειών σε βάρος της Εκκλησίας από τους αντιεξουσιαστές. Οι πιο πρόσφατες ήσαν στη Θεσσαλονίκη η εισβολή τους στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και η εκ μέρους τους διακοπή της Θείας Λειτουργίας και επιχείρηση τρομοκράτησης των ιερέων και των πιστών και στην Αθήνα ο εμπρησμός αυτοκινήτων στον προαύλιο χώρο της Ιεράς Συνόδου. 
          Οι εκ μέρους των αντιεξουσιαστών  πρόσφατες  τρομοκρατικές ενέργειες είναι συνέχεια πολλών άλλων. Υπενθυμίζεται η καταστροφή του εσωτερικού και η αρπαγή κειμηλίων από το δίπλα στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ ναΐδριο των Αγίων Αναργύρων, η επίθεση με γκαζάκια σε εκκλησία στην Κρήτη, η αναγραφή συνθημάτων στο εκκλησάκι του άλσους της Νέας Φιλαδελφείας και οι βεβηλώσεις ναών στο κέντρο των Αθηνών, του Αγίου Βασιλείου στην οδό Μετσόβου, του Αγίου Νικολάου Πευκακίων και της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Οι βάρβαρες αυτές ενέργειες δεν είναι μόνο σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι γενικά κατά της θρησκευτικής ελευθερίας και θυμίζουν το ισλάμ και τους τζιχαντιστές.
          Κοινό στοιχείο τζιχαντιστών και αντιεξουσιαστών είναι το μίσος  εναντίον των Χριστιανών. Των τζιχαντιστών έχει θρησκευτικές ρίζες, των αντιεξουσιαστών ιδεολογικές. Και οι δύο δεν έχουν καμία εκτίμηση στη ζωή και δεν σέβονται τους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι μεν τζιχαντιστές επιχειρούν να επιβάλουν στην Ευρώπη τη σαρία, οι δε αντιεξουσιαστές επιδιώκουν να  καταστρέψουν ό,τι υπάρχει, χωρίς να προτείνουν κάτι που να το αντικαταστήσει. Και τα δύο ρεύματα ονειρεύονται την τυραννία, οι μεν του ισλάμ, οι δε του τίποτα...
Η κυβερνητική εξουσία των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δείχνει πρωτοφανή  ανεκτικότητα στις ιερόσυλες πράξεις των αντιεξουσιαστών σε βάρος της Εκκλησίας και στις επιδιώξεις των ισλαμιστών. Ενδεικτικός της νοοτροπίας του κυβερνώντος Κόμματος ήταν ο λόγος του βουλευτού του, κ. Γ. Κυρίτση. Θέλοντας να δικαιολογήσει τις καταλήψεις κτιρίων και της Εκκλησίας  από τους αντιεξουσιαστές ισχυρίστηκε   πως «χιλιάδες είναι τα καταπατημένα κτίρια και από την Εκκλησία ακόμη».
Η Ιερά Σύνοδος θα ‘πρεπε να ζητήσει από τον κ. Κυρίτση να πει έστω ΕΝΑ κτίριο, που η Εκκλησία έχει καταπατήσει, αλλιώς να ομολογήσει δημόσια τη συκοφαντική ανακρίβεια, που εξεστόμισε σε βάρος Της.  Η Αρχιεπισκοπή εξάλλου να αποστείλει στον κ. Κυρίτση το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, με την «απάντηση της Εκκλησίας στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού  λαϊκισμού». Σ’ αυτό περιλαμβάνεται πίνακας με τα χωρίς καταβολή αποζημίωσης απαλλοτριωθέντα χιλιάδων στρεμμάτων εκτάσεις και οικόπεδα σε κεντρικά σημεία των Αθηνών και άλλων περιοχών της Αττικής, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων Ευρώ. Για να ενημερωθεί και να μη δείχνει αγνωμοσύνη προς την ευεργέτιδα του Ελληνικού κράτους.

ΜΑΖΙΚΟΙ ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Προβληματισμό προκαλούν στους κόλπους της εκκλησίας της Κρήτης τα αλλεπάλληλα περιστατικά βανδαλισμών σε ναούς και εκκλησίες του νησιού, που συχνά μπαίνουν στο στόχο βανδάλων.
Και στη Μεσσαρά υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα περιστατικά, όπως τονίζει ο μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, Μακάριος.
"Να περιφρουρήσουμε την πνευματική μας κληρονομιά. Καταδικάζω απερίφραστα τέτοιου είδους περιστατικά, εκφράζοντας, παράλληλα, την αγανάκτηση μου για αυτά τα ακραία φαινόμενα."
Ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, αναφέρεται, επιπλέον, στον εμπρησμό της αυλής των γραφείων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τη διακοπή της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίζοντας τέτοιου είδους φαινόμενα ως λυπηρά, που κάθε υγιής νους πρέπει να τα καταδικάζει, όπως ξεκαθαρίζει.

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝΔΥΜΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝ∆ΥΜΑ
Οἱ σύγχρονοι πολιτικοί διέψευσαν τά ὁράματα
τῶν μεγάλων ἡγετῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Γράφει ὁ πρωτοπρ. π. Γεώργιος ∆. Μεταλληνός

Τό γένος µας ἐλευθερώθηκε µετά ἀπό δουλεία αἰώνων σέ βαρβάρους ὂχι µόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς ∆ύσης, πού ἐργάζονταν καί αὐτοί γιά τόν πνευµατικό θάνατο τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέ τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.∆υναµογόνος πηγή τοῦ Ἐθνικοῦ µας ἀγώνα ὑπῆρξε ἡ ἂσβεστη συνείδηση ὃτι «εὒδαιµον τό ἐλεύθερον»1. 
Ὁ Ἑλληνισµός δέν ἒπαυσε, καί στήν µακρόσυρτη περίοδο τῆς δουλείας, νά εἶναι φορέας καί συνεχιστής ἑνός παγκόσµιας ἐµβέλειας πολιτισµοῦ, πού δέν ἒσβησε οὒτε καί στήν πολυώνυµη δουλεία του: ἀραβοκρατία, φραγκοκρατία, ἑνετοκρατία, τουρκοκρατία καί ἀγγλοκρατία.
Ἡ πολιτιστική ταυτότητα τοῦ Ἒθνους µας εἶναι προϊόν τῆς συζεύξεως Ἑλληνικότητας καί Ὀρθοδοξίας, σέ µία ἓνωση θεανθρώπινη, στήν ὁποία θεῖο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἒνσαρκη Ὀρθοδοξία - Ἰησοῦς Χριστός καί ἀνθρώπινο ὁ Ἑλληνισµός, ὡς ἱστορική σάρκα αὐτῆς τῆς «ἀσύγχυτης καί ἀδιαίρετης» ἓνωσης. Ἡ πραγµάτωσή της ὁδήγησε στήν ἐκ θεµελίων ἀναδόµηση καί µεταµόρφωση ἑνός πολιτισµοῦ, πού ὑπῆρξε ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπίνης προόδου ἀπό τήν πτώση µέχρι τήν Σάρκωση. Ἀναζητώντας τήν καθολική Ἀλήθεια ἡ ἐλληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.

 Ὁ Ἑλληνισµός «ὁλοκληρώθηκε µέσα στήν Ὀρθοδοξία» καί µέ τή νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε καί µεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», κατά τόν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Τήν αὐθεντική ἓνωση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας σώζουν στούς αἰῶνες οἱ ἃγιοι Πατέρες, ὃπως οἱ Μεγάλοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Μέσω αὐτῶν σφραγίσθηκε εὐεργετικά ἡ πορεία ὂχι µόνο τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά καί τῆς παγκόσµιας ἱστορίας, ἐφ’ ὃσον βέβαια ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων λειτουργεῖ ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα καί ὂχι ὡς παραχάραξή της. Ὁ προσληφθείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἑλληνισµός, µέ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού ἦταν συµβατά µέ τήν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια ἀναγεννήθηκε, συνεχίζοντας τήν πορεία του στήν ἱστορία ὡς ἓνας νέος κόσµος, κινούµενος στό Φῶς τῆς ἂκτιστης θεϊκῆς Χάρης καί ἐνδυναµούµενος ἀπό τή διαρκῆ ζήτησή της.
Χῶρος τῆς ἱστορικῆς πραγµάτωσης τῆς νέας ἑλληνικῆς ταυτότητας ὑπῆρξε ἡ (ἑλληνορθόδοξη) Ρωµανία, τό «Βυζάντιο», στήν Βυζαντινή καί µεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στήν µητρική ἀγκάλη τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης (Ρωµανίας) καί τῆς φυσικῆς προέκτασής της στή δουλεία, τῆς Ἐθναρχίας, ἡ ἑλληνική συνείδηση πραγµατώνει τήν οἰκουµενικότητά της σέ µιά ὑπερφυλετική πανενότητα ἢ ὑπερεθνικότητα, τό «ἒθνος ἃγιον» (Α΄ Πέτρ. 2,9) καί «γένος τῶν Ρωµαίων», τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώµης. Ἒτσι ὑπερβαίνεται ὁ παλαιός δυαλισµός «Ἓλληνες καί βάρβαροι», γιά νά ἰσχύσει τό «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἓλλην» (Γαλ. 3,28).
Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἒγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισµοῦ καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς ἐπιβίωσης καί διαχρονικῆς παρουσίας του. Αὐτό ὁµολόγησε τό 1852 ἡ ἁρµόδια γιά τά ἐκκλησιαστικά Νοµοσχέδια Ἐπιτροπή τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς: «Αὓτη (δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διετήρησεν ἐν ταῖς περιπετείαις τῶν χρόνων τήν πνευµατικήν καί ἐθνικήν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων». Αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἐµπειρία τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέχρι τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (συµβατικά τό 1830). Ἡ ὑπεροχική παρουσία τῆς ἑλληνικότητας στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος τεκµηριώνεται µέ τή θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σ’ ὃλες τίς ἱστορικές µορφές της, στόν ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀποβαίνοντας ἡ γλώσσα σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας µέχρι σήµερα.Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται διεθνῶς «ἑλληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Ἡ Ὀρθοδοξία συνέζευξε τόν Παρθενώνα µέ τήν Ἁγιά-Σοφιά, ὡς Ρωµηοσύνη ἀπό τό 330 (ἳδρυση τῆς Νέας Ρώµης), µέ παραµόνιµα ἰδανικά τόν «θεούµενον ἂνθρωπον», τόν Ἃγιο, καί τόν ἀδελφικό-κοινοτικό τρόπο ὑπάρξεως, πού σώζεται αὐτούσιος στό ὀρθόδοξο κοινοβιακό µοναστήρι.
Μετά ἀπό αὐτά κατανοεῖται, γιατί ἡ βούληση τοῦ Ἒθνους κατά τήν δουλεία ἦταν ἡ ἀνάσταση καί συνέχεια αὐτῆς τῆς πραγµατικότητας. Κατά τόν π. Ἰ. Ρωµανίδη, «οἱ Ρωµηοί ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνη ἡ Ρωµηοσύνη κράτος µέ τόν ρωµαίικο (=ἑλληνορθόδοξο) πολιτισµό της, πού µέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχαν διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας»4 . Αὐτό τό ὃραµα εἶχαν οἱ µεγάλοι πρωταγωνιστές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. ∆ειγµατοληπτικά παρουσιάζουµε τούς ὁραµατισµούς τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, πού ὡς Κυβερνήτης τῆς µικρῆς Ἑλλάδας θέλησε νά πραγµατώσει τά ὂνειρα τῶν Ἀγωνιστῶν.
Ἰωάννης Καποδίστριας (1766-1831)
Ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), πού ὡς «Γραµµατεύς Ἐπικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τόν Καποδίστρια, παραδίδει τήν πληροφορία, ὃτι ὁ πρῶτος µας «Κυβερνήτης» ἢθελε νά δηµιουργήσει «Νεορωµαϊκήν αὐτοκρατορίαν», ἐπισηµαίνοντας ἒτσι τόν οἰκουµενικό µεγαλοϊδεατισµό του. Ὁ Καποδίστριας ἢθελε νά ἀναστηθεῖ τό «ρωµαίικο», ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Εἶναι, ἂλλωστε, γνωστή µιά σχετική διπλωµατική ἐνέργειά του. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 προσπάθησε νά πείσει τόν τσάρο Νικόλαο νά ἱδρυθεῖ Ὁµοσπονδία ἀπό πέντε αὐτόνοµα κράτη στήν Βαλκανική: Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καί ∆ακίας µέ ἐλεύθερη πόλη τήν Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στήν µελλοντική ἓνωσή τους καί ἒτσι τήν ἀποκατάσταση µεγάλου µέρους τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης5 . Ἐξ ἂλλου, ἢδη τό 1819 σέ ἐπώνυµο ὑπόµνηµά του ἀπό τήν Κέρκυρα, ὑπεστήριζε τήν ἀναβολή τῆς ἑτοιµαζοµένης ἐπαναστάσεως, διότι προέβλεπε τήν χειραγώγησή της ἀπό τίς ∆υτικές ∆υνάµεις, καί τήν θεµελίωση τῆς «Φιλικῆς Ἑταιρείας» οὐχί ἐπί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐθνότητος, ἀλλά ἐπί τῆς εὐρείας καί ζώσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»6 . Καί ὁ Καποδίστριας ἢθελε ἀνάσταση τοῦ ρωµαίικου, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς Ἐθναρχίας. Μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὂχι τήν ἀποχριστιανοποιηµένη Εὐρώπη συνέδεε καί αὐτός τό µέλλον τοῦ Ἑλληνισµοῦ.
 Ἀκραιφνῶς ἑλληνορθόδοξο ἦταν τό φρόνηµά του γιά τό Ἒθνος.Ὃπως ἒγραφε στὸν ὑφυπουργό Πολέµου καί Ἀποικιῶν Οὐίλµοτ Χόρτον (15/27 Ὀκτωβρίου 1825): «Τό ἑλληνικόν Ἒθνος ἀποτελεῖται ἀπό ἂτοµα, τά ὁποῖα, µετά τήν κατάκτησιν (=ἃλωση) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δέν ἒπαυσαν νά πρεσβεύουν τήν ὀρθόδοξον θρησκείαν, νά ὁµιλοῦν τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων των καί τά ὁποῖα τελοῦν ὑπό τήν πνευµατικήν ἢ κοσµικήν (γρ. ἐθναρχικήν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ἀσχέτως τοῦ τόπου πού διαµένουν ἐν Τουρκίᾳ... Τά ὃρια τῆς Ἑλλάδος ἒχουν χαραχθῆ ἀπό τεσσάρων αἰώνων διά τῶν δικαίων, τά ὁποῖα οὒτε ὁ χρόνος, οὒτε πάσης φύσεως δεινά, οὒτε ἡ κατάκτησις ἠδυνήθησαν ποτέ νά διαγράψουν»7 . Μέσα σέ λίγες γραµµές προσδιορίζεται ἡ ἑλληνική ταυτότητα, µέ κύρια στοιχεῖα τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τή γλώσσα. «Ἡ χριστιανική θρησκεία -σηµειώνει ἀλλοῦ- ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναµνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι «στύλος καί ἑδραίωµα» (Α΄Τιµ. 3,15). Ἀληθινή κιβωτός τοῦ ἀναγεννώµενου Ἒθνους ἦταν, κατά τόν Καποδίστρια ἡ Ὀρθοδοξία.Ἡ στυγερή δολοφονία του δέν ἀνέκοψε µόνο τήν ὁµαλή πορεία τοῦ Ἒθνους πρός τήν πλήρη ἀποκατάστασή του, ἀλλά καί τήν πορεία ὃλης τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τῶν λοιπῶν βαλκανικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας.
Ὁ Καποδίστριας δέν ἀνῆκε ποτέ, πνευµατικά καί πολιτιστικά, στήν Εὐρώπη, παραµένοντας πάνω ἀπ’ ὃλα Ἓλλην. Ὑποστήριξε τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, χωρίς ὃµως στό ἐλάχιστο νά ὑποτιµήσει ἢ νοθεύσει τή δική του ταυτότητα. Σήµερα θά λέγαµε, ὃτι ἐργάσθηκε γιά µιάν Εὐρώπη, «τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισµῶν». Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς δέν θέλει νά εἶναι ἡ σηµερινή Εὐρώπη, ἐπιµένοντας στόν φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισµό της.
Ὁ Καποδίστριας ὁραµατιζόταν τήν συνέχεια τοῦ Ἒθνους µέσα στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του. Ἒτσι δέν ἂργησε νά ἒλθει σέ σύγκρουση µέ τίς δυνάµεις ἐκεῖνες, ξένες καί ἐγχώριες, πού ἐπεδίωκαν τόν ἐξευρωπαϊσµό τῆς Χώρας µέ τήν ἀποσύνδεσή της ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισµό της. Ὁ Κυβερνήτης ὃµως πίστευε καί διεκήρυττε, ὃτι «ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης»!8 .
 Ἑλληνορθόδοξο ἦταν καί τό ὃραµά του γιά τήν παιδεία τοῦ Ἒθνους. Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν στή συνείδησή του ἀλληλένδετα. Γι’ αὐτό καί συνέστησε Γραµµατεία (=Ὑπουργεῖο) «τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς ∆ηµοσίου Παιδείας», διότι, ὃπως ἒλεγε, ἦσαν «δύο ὑπηρεσίαι ἀχώριστοι, πρός ἓνα συντρέχουσαι σκοπόν, τήν ἠθικήν τῶν πολιτῶν µόρφωσιν, ἣτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς τοῦ ἒθνους ἀνορθώσεως»9. Τήν σηµασία αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς φωτίζει ἡ καλβινίζουσα σύζευξη ἀπό τόν Κοραῆ τῆς Παιδείας µέ τήν Ἀστυνοµία, σέ ἓνα κοινό ὑπουργεῖο ...
Ἒτσι ὃµως ἐξηγεῖται ἡ ἐφεκτική στάση τοῦ Καποδίστρια ἒναντι τῶν Ξένων, ὂχι µόνο στή σφαῖρα τῆς πολιτικῆς, ἀλλά περισσότερο στόν χῶρο πού µποροῦσαν νά ἀλλοιώσουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἒθνους, τήν Ἐκπαίδευση. Μία ἀπό τίς βασικότερες ἐναντίον του κατηγορίες τῶν δυτικῶν Μισσιοναρίων ἦταν ὃτι τά σχολεῖα τοῦ Καποδίστρια εἶχαν µοναστηριακή ὀργάνωση, συνδυάζοντας τήν σπουδή µέ τή λατρεία καί τήν ἀνάγνωση στήν τράπεζα βίων Ἁγίων. Ὁ δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, πού θά ἐλέγχει τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση ἐπί Βαυαρῶν, λέγει γιά τόν Καποδίστρια: «Ἐπέµενε ἒντονα στό νά µή ἐπιτραπῇ νά διδάσκεται τίποτε στά σχολεῖα τῶν Μισσιοναρίων χωρίς νά ἒχει λάβει προηγουµένως γνώση ἡ Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δέ ἀντιρρήσεις στήν κυκλοφορία προτεσταντικῶν φυλλαδίων, πού προσέβαλλαν τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ11. Ὁ Καποδίστριας ἒγραφε καί στόν ἀµερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ὃτι οἱ Ἓλληνες θά δέχονταν εὐαρέστως σχολεῖα καί βιβλία, καί εἰκόνες, καί κάθε τι, πού δέν θά τούς ἀποσποῦσε ἢ δέν θά ὑπονόµευε τήν πίστη τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἒθνους τους12. Ὁ Κυβερνήτης ἦταν ὁ µόνος πολιτικός µας, πού ἀπέκρουσε τήν διαρπαγή, δήµευση ἢ ἀπαλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐπιδιώκοντας τήν ἀξιοποίησή της γιά τήν µισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί τήν συντήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου. Εἶναι δε γνωστό, ὃτι οὐδεµία ἀποζηµίωση δέχθηκε ποτέ ἀπό τήν Ἑλληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της ὃλη τήν ἀτοµική του περιουσία. Ὁ χαρακτηρισµός τοῦ Καποδίστρια ὡς «τοῦ πρώτου καί τελευταίου Κυβερνήτου, πού ἀγάπησε καί ἐνδιεφέρθη εἰλικρινῶς διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος»13 δέν εἶναι, µετά τά παραπάνω, ὑπερβολή.
Θά διαψευσθῆ ὃµως ἀπό ἐκείνους, πού θά ἀναλάβουν τήν περαιτέρω ὀργάνωση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους.
Ἡ τραγική διάψευση
Τό Ἒθνος µας, στά πρόσωπα ὃλων ἐκείνων (Πολιτικῶν καί ∆ιανοουµένων), πού διαχειρίσθησαν τίς τύχες του, ἀδιαφόρησε γιά τίς παραπάνω ὑποθῆκες. Ὂχι µόνο στόν πολιτικό, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ἡ διακήρυξη «ἀνήκοµεν εἰς τήν ∆ύσιν» δέν περιορίσθηκε στίς διεθνεῖς πολιτικές σχέσεις, ἀλλά ἐπεξετάθη καί στά πολιτιστικά καί πνευµατικά, ὁδηγώντας σέ πολιτική ὑποτέλειας καί ἐξάρτησης ἀπό τίς εἰσαγόµενες δυτικογενεῖς ἰδεολογίες καί τά ὀθνεῖα πολιτικοκοινωνικά συστήµατα, ἢ ἀναγνωρίζοντας στούς διαχριστιανικούς ∆ιαλόγους τήν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ∆υτικοῦ Χριστιανισµοῦ στό σύνολό του. Οἱ εὐρωπαΐζοντες Ἓλληνες εὐθυγραµµίζονται µονίµως µέ τήν πολιτική τῶν Εὐρωπαϊκῶν ∆υνάµεων γιά τό κράτος µας καί ὃλη τήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή». Ἂς µή λησµονεῖται δέ ποτέ, ὃτι καί ἡ Σοβιετική Ἓνωση εὐρωπαϊκή «∆ύναµις» ἦταν.
Ἡ συνάντηση καί ὁ ἐκστασιασµός µας µέ τά «εὐρωπαϊκά φῶτα» ἢδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα, ἐπέφεραν τή διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς µας, εἰσάγοντας νέα παιδευτικά καί κοινωνικά πρότυπα, τήν ἐπιβολή τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ Ἐκπαίδευση, σέ ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιµᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία ἢ τήν χρησιµοποιεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τῶν ἒξωθεν προσδιοριζοµένων κοµµατικῶν στόχων. Ἒτσι ἀποδεχθήκαµε τήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετηµένου ἢδη ἀπό τήν Ἀναγέννηση Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε µέ τή λογική αὐτάρκειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του, ὑποκαθιστώντας µέ τό λογικό τήν θεϊκή Χάρη. Τά Ἱερά Γράµµατα τοῦ Πατροκοσµᾶ καί τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά εὐρωπαϊκά «Φῶτα». Τό ἰδεολογικό πλαίσιο, τοῦ δυτικοῦ κόσµου µετακενώθηκε βαθµιαῖα στήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή», µαζί µέ ὃλα τὰ γεννήµατα τῆς δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευµατικά καί κοινωνικά, ὃλα διαµετρικά ἀντίθετα πρός τόν κόσµο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὡς τοκετοί ξένων ὠδίνων .
Στό πνεῦµα τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ἡ σηµερινή Ἑλλάς. Ὁ homo oeconomicus, capitalisticus καί marxisticus, κινούµενος στήν ἀλογία τῆς χρησιµοθηρίας καί τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τοῦ ὠφελιµισµοῦ, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τόν ἂνθρωπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἰδεολογική ταυτολογία τῶν πολιτικῶν µας κοµµάτων, θεµελιωµένη στήν κοινή πηγή τῶν ἀρχῶν τους, φανερώνεται ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης, ὃπου ἡ στάση ἀπέναντι στήν παράδοση παραµένει καθαρά εὐρωπαϊκή. Ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, δηλαδή ἡ πατερικότητα, ἒχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούµενη ὡς µουσειακή ἐπιβίωση καί ἒκθεµα λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καί ὂχι ὡς ζωτικό καί οὐσιῶδες συστατικό τῆς Ἑλληνικότητας.
Τό νέο αὐτό πλαίσιο, παιδευτικό καί κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µιά νέα συλλογική νοοτροπία καί στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονοµίας καί χριστοκεντρικότητας. Ὁ Ἑλληνισµός, τόν ὁποῖο δεχόµεθα καί ἐκπροσωποῦµε σήµερα, δέν ἒχει πιά σχέση µέ τόν Ἑλληνισµό, τόν ὁποῖο ζοῦσαν καί γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίζονταν ὁ Πατροκοσµᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης καί ὁ Καποδίστριας καί ὃλη ἡ πλατειά βάση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
Τό πρόβληµα τοῦ σηµερινοῦ Ἑλληνισµοῦ, σέ ὃλα τά ἐπίπεδά του, εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἀπουσία ὁραµάτων, ἐµπνεοµένων ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σέ µιά ἒκρηξη θλίψεως, καί προπάντων ἀγανάκτησης, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης θά γράψει στά Ἀποµνηµονεύµατά του: «Ἂν µᾶς ἒλεγε κανείς αὐτήν τήν ἐλευθερίαν, ὁπού γευόµαστε, θά περικαλούσαµεν τόν Θεόν, νά µᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἂλλα τόσα χρόνια, ὃσο νά γνωρίσουν οἱ ἂνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θά εἰπεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιµία (=φιλότιµο), τί ἀρετή, τί τιµιότη». Εἲθε νά µᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός καί στή σηµερινή ἀναβίωση τῆς Τουρκοκρατίας, µέσα στήν Ἑνωµένη Εὐρώπη, καί νά ἐπανεύρουµε τόν ἐθνικό βηµατισµό µας, στά ἲχνη τῶν γνησίων καί ἀληθινῶν Ἡγετῶν µας, γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. ∆ιαφορετικά ἡ Ἑλλάς θά ἀντιµετωπίσει τόν θάνατο. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εὐδαιμονία εἶναι ἡ Ἐλευθερία (Περικλέους Ἐπιτάφιος).
2. Λέγει ὁ Ἀθηναῖος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς Ἀλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ἐνθένδε (...) τήν φιλοσοφίαν ζήτησιν ἒχειν περί ἀληθείας καί τῆς τῶν ὂντων φύσεως, ἀλήθεια δέ αὓτη, περί ἧς ὁ Κύριος αὐτός εἶπεν΄ἐγώ εἰμί ἡ Ἁλήθεια» (Στρωματεῖς α΄VI).
3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στόν τόμο: Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σ.32.
4. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀριθμ. 309/25.3.1978 (ἒκτακτη ἒκδοση).
5. Τό σχέδιό του ὃμως ἀπορρίφθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Ἰ. Καποδίστρια συνιστοῦσε ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγή τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα.
6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.
7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.
8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Ἃπαντα-Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, τ. Γ΄, Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια, σ. 242.
9. Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος, 1829, ἀρ. 73, 74.
10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 397.
11. Στό ἲδιο.
12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival of Bulgaria, New York 1971, σ. 232.
13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ὁ Καποδίστριας ὡς θρησκευτική προσωπικότης, Ἀνάπλασις, ἀρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.

Ορθόδοξος Τύπος, 5/8/2016

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: «ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ»

Μιά δαι­μο­νι­σμέ­νη ὁ­μο­λο­γοῦ­σε: “Ὅ­ταν ἤ­μουν 13 χρο­νῶν, ἔ­βο­σκα τά γε­λά­δια σέ μιά ρε­μα­τιά καί ἐ­κεῖ βλαστή­μη­σα τόν Χρι­στό καί τόν ἀν­τί­χρι­στο καί δαι­μο­νί­στη­κα, μπῆ­κε μέ­σα μου δαί­μο­νας. Ἀ­πό τό­τε δέν εἶμαι κα­λά.

Παν­τρεύ­τη­κα καί μέ πῆ­γε ὁ ἄν­τρας μου στήν Ἀγ­γλί­α, στήν Γερ­μα­νί­α, σέ ὅ­λους τούς για­τρούς. Οἱ για­τροί δέν βρῆ­καν τί­πο­τα. Δέν ξέ­ρουν ὅ­τι ἔ­χω δαί­μο­να. Τώ­ρα, μέ ἔ­φε­ρε καί σέ σέ­να”.
»Τούς εἶ­πα, “ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θεί­α Κοι­νω­νί­α” καί φώ­να­ξε τό δαι­μό­νιο: “Ἐ­σύ δέν τά λές κα­λά! Ἐ­κεῖ­νος ὁ ἄλ­λος ὁ πα­πάς (ἕ­νας ἄλ­λος Ἱ­ε­ρέ­ας ἐξ ἐγ­γά­μων πού εἶ­χαν πά­ει πρω­τύ­τε­ρα) τά λέ­ει κα­λύ­τε­ρα. Μό­νο μεταλα­βιά (θεί­α Κοι­νω­νί­α), δέν χρει­ά­ζον­ται δι­α­βά­σμα­τα (ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση) “.
»Εἴ­δα­τε, ἀ­δελ­φοί μου, πώς δέν τήν θέ­λει τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ὁ δι­ά­βο­λος καί ὅ­τι ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α δί­χως ἐ­ξομο­λό­γη­ση δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τα».

«Κοινωνᾶμε, ἀλλά δέν κοινωνᾶμε»
Μιά κυ­ρί­α ἀ­πό ἕ­να χω­ριό, ἦρ­θε πρίν με­ρι­κά χρόνια νά μέ δῆ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦρ­θε στίς Ρο­βι­ές στό πανηγύρι καί κα­τά τό ἔ­θος κοι­νώ­νη­σε. Ὅμως, ἐ­νῶ κα­τά­πι­ε τό “ζμί” (ζουμί–αἷ­μα Κυ­ρί­ου), τό “κοψί­δι” (ψίχα–σῶ­μα Κυ­ρί­ου) ἔ­μει­νε κά­τω ἀ­πό τήν γλῶσσα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τό κα­τα­πι­ῆ. Πή­γα­νε σέ ἕ­να σπίτι, τούς κέ­ρα­σαν κα­φέ καί πα­ξι­μά­δι, τά ἔ­φα­γε, ἀλ­λά τό κομ­μα­τά­κι δέν κα­τέ­βαι­νε. Τό εἶ­πε στήν γειτόνισ­σα καί τήν πα­ρα­κά­λε­σε νά τό σκουν­τή­ση μέ τό χέ­ρι της. Φύ­γα­νε ἀ­πό τίς Ρο­βι­ές. Στόν δρό­μο εἴχα­νε ψω­μί καί τυ­ρί καί φά­γα­νε σέ μιά πη­γή πού στα­μα­τή­σα­νε. Αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ τό ψιχου­λά­κι καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι μο­σχο­βο­λά­ει. Ἔ­βα­λε τό δά­κτυ­λο καί τό σκουν­τοῦ­σε καί αὐ­τό ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω πά­λι στήν γλῶσ­σα της.
— Τί ἦ­ταν αὐ­τό, π. Ἰ­ά­κω­βε; μέ ρώ­τη­σε.
— Μή­πως εἶ­χες κα­νέ­να ἁ­μάρ­τη­μα καί πῆ­γες νά κοι­νω­νή­σης καί δέν ἤ­σουν ἄ­ξια καί ἱ­κα­νή νά πᾶς νά κοινω­νή­σης; Μή­πως μέ καμ­μιά σου γει­τό­νισ­σα τά εἶ­χες χα­λά­σει;
— Ναί, πα­πά μου! Ἦρ­θε ἡ κότ­τα τῆς γει­τό­νισσας στήν αὐ­λή μου καί τήν ἔ­δι­ω­ξα λέ­γον­τας “ἴ­σου! νά φᾶς τήν νοι­κο­κυ­ρά σου, νά ψο­φή­ση ἡ νοι­κο­κυ­ρά σου!”. Καί ὕ­στε­ρα σάν νά μέ φώ­τι­σε ὁ Θε­ός τό βράδυ καί μοῦ εἶ­πε: “Δέν πᾶς νά πά­ρης συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν γει­τό­νισ­σα;”. “Νά πά­ω”, εἶ­πα. Στόν δρό­μο ὅ­μως πού πή­γαι­να, μοῦ εἶ­πε ὁ λο­γι­σμός: “Ἔ! δέν εἶ­ναι τί­πο­τα. Καί ἡ δι­κή μου πά­ει σέ αὐ­τήν καί αὐ­τῆς ἔρ­χε­ται σέ μέ­να”.
»Βλέ­πε­τε τί τῆς εἶ­πε ὁ δι­ά­βο­λος; Καί ἐ­νῶ πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση, δέν κοι­νώ­νη­σε, δι­ό­τι εἶ­χε κα­τα­ρα­στῆ τήν γει­τό­νισ­σά της». 

«Καί μιά ἄλ­λη φο­ρά, ἕ­να παλ­λη­κά­ρι ἦρ­θε νά κοι­νω­νή­ση καί δί­στα­ζα λί­γο μέ­σα μου νά τό κοι­νω­νή­σω. Φαί­νε­ται θά εἶ­χε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό κώ­λυμα. Ὅ­ταν, λοι­πόν, τό κοι­νω­νοῦ­σα, ἕ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος μονα­χός, ἀ­ρε­τῆς ἄν­θρω­πος, εἶ­δε νά φεύ­γη ἀπό τήν ἁ­γί­α Λα­βί­δα μιά χρυ­σή λάμ­ψη, νά περ­νᾶ πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι μου καί νά πά­η πά­νω στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα καί κά­θησε ἐ­κεῖ. Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, μοῦ τό εἶ­πε ὁ μο­να­χός καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό ἔ­βλε­πε (τό παλ­λη­κά­ρι) μαῦ­ρο στό πρό­σω­πο.

»Βλέ­πε­τε; Κοι­νω­νᾶ­με ἀλ­λά δέν κοι­νω­νᾶ­με! Γι᾽ αὐ­τό καί οἱ μά­γοι καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στοῦν καί θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά φρον­τί­ζουν νά μήν (μᾶς ἀφήσουν νά) σκε­φτοῦ­με (γιά) νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με σωστά».

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ

Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ’ ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία. Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της». Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.

Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου. Ο καιρός πέρασε και δεν ξαναγύρισα στην Άρτα, αλλά έμεινα στην Αθήνα που οι ευκαιρίες για τη δουλειά μου ήταν πιο πολλές. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα την Ευδοξία, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Όμως ο Θεός δεν την είχε ευλογήσει με όλα τα δώρα του και παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις προσευχές μας, δε καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα γιο, που ήταν και η ευχή του πατέρα μου.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με στρατολόγησαν για να προσφέρω τις γνώσεις μου στους πολεμιστές μας που αντιστεκόταν στον Ιταλό δικτάτορα και με έστειλαν για μια περίοδο σε μία μονάδα κοντά στο Δυρράχιο. Ένιωθα περήφανος στην αρχή, αλλά εκείνα τα πράγματα που αντίκρισαν τα μάτια μου με είχαν κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Κάποιοι μου έλεγαν πως τα βράδια έκλαιγα αλλά δε θυμόμουν ποτέ τίποτα το πρωί.
Εκείνη την εποχή άρχισα να αμφιβάλλω για κείνες τις Κυριακές στην εκκλησία με τη μάνα και τον πατέρα μου. Όσο περνούσε ο καιρός, σταμάτησα να προσεύχομαι. Που ήταν ο Θεός να ακούσει τις κραυγές των ετοιμοθάνατων; Αν δεν άκουγε αυτούς, πως θα μπορούσε να ακούσει την προσευχή μου; Σταμάτησα να προσεύχομαι και για τη μάνα μου και τον πατέρα μου, παρ’ όλο που είχα ορκιστεί να μη το αμελήσω ποτέ. Άρχισα να ξεχνάω, και το μόνο που είχε μείνει από αυτούς ήταν το ρολόι που μου είχε δώσει ο πατέρας μου. Όταν κάποια στιγμή μου έσπασε κι αυτό, ήταν να σαν να είχα γίνει ένας άλλος άνθρωπος, γνωστικός και χωρίς τις πλάνες του Θεού.

Η γυναίκα μου πέθανε τον χειμώνα του 41 στην Αθήνα, μαζί με τόσους άλλους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα που να κρατάει στην Ελλάδα, και έφυγα μετανάστης στη Γερμανία. Έκλαιγα όταν έφευγα. Πολεμούσα τόσα χρόνια τον Γερμανό και τώρα πήγαινα να δουλέψω γι’ αυτούς. Σκληροί άνθρωποι οι Γερμανοί, αγέλαστοι. Δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν φίλους, ήθελαν μόνο τα χέρια μας. Όμως δούλεψα σκληρά και κέρδισα τον σεβασμό τους, και πρόκοψα. Έγινα γνωστός χειρούργος, και μετά διευθυντής σε μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο. Δε ξαναπαντρεύτηκα ποτέ όμως. Μου έλειπε πάντα ο τόπος μου, οι άνθρωποι, πάντα πρόσχαροι και με φιλότιμο, έτοιμοι να σε βοηθήσουν. Ο Γερμανός δεν ήξερε από τέτοια.

Κάποια στιγμή επέστρεψα στον τόπο μου για λίγες μέρες. Ήταν καλοκαίρι και τα πανυγήρια έδιναν και έπαιρναν σε όλα τα χωριά. Ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Μόνο το πατρικό μου ήταν σε κακά χάλια, διαλυμένο και ερημωμένο. Είχα κάνει περιουσία στην Γερμανία, τα λεφτά δε μου έλειπαν και ξόδεψα αρκετά για να το φτιάξω όπως το θυμόμουνα.

Μια μέρα περπατούσα μέσα στην πόλη και βρέθηκα μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Σαν να θυμήθηκα τις δύσκολες εποχές της νιότης μου, θέλησα να μπω μέσα, παρ’ όλο που δεν είχα την ανάγκη να προσευχηθώ. Ήμουν άπιστος πια. Προχώρησα και είδα κάποιον παπά να κάθεται όρθιος μπροστά στην ΑγίαΤράπεζα. Μόλις με είδε μου χαμογέλασε και ήρθε προς το μέρος μου. Εγώ ένιωσα άβολα και θέλησα να φύγω αλλά ντράπηκα και δε το έκανα. Άρχισε να μου μιλάει.

– Ήρθες να προσευχηθείς; μου είπε.
Δεν ήξερα τι να του πω αλλά σαν να με ώθησε ο διάβολος, του απάντησα «Δε πιστεύω σ’ αυτά παπά».
Με κοίταξε και χαμογέλασε. «Όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού» μου είπε «και όλοι μας έχουμε τον Χριστό που μας καθοδηγεί».
– «Όχι εγώ», του απάντησα. «Εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει Θεός». Βλασφημούσα μέσα στον Ιερό Χώρο σαν να με καθοδηγούσε μια διαβολική φωνή. Νόμισα πως ο παπάς θα με έδιωχνε αλλά αντί γι αυτό συνέχισε να χαμογελάει και να μου μιλάει.
– «Όμως βαφτίστηκες Χριστιανός. Γιατί Τον ξέχασες; Γιατί Τον απέρριψες»;
– «Ήμουν στον πόλεμο παπά», του είπα. «Νέα παιδιά πέθαιναν από τις σφαίρες και το κρύο. Προσεύχονταν στο Θεό κάθε μέρα, και γω μαζί τους, και ο Θεός δεν βοήθησε ποτέ, δεν απάντησε καν. Είμαι άνθρωπος σπουδαγμένος, και ξέρω πως αν κάτι δε το βλέπεις, σίγουρα δεν υπάρχει».

Ο παπάς μου αποκρίθηκε. «Αυτή τη στιγμή πως ζεις; Ακούς την καρδιά σου να χτυπάει»;
Δεν ήξερα τι να του πω και συνέχισε. «Μερικές φορές τα πράγματα τα καθημερινά είναι τόσο σημαντικά, αλλά εμείς δε τους δίνουμε καμία σημασία. Η καρδιά σου χτυπάει, και αυτό είναι χάρη στον αέρα που αναπνέεις. Όπως είπες είσαι σπουδαγμένος άνθρωπος, και το ξέρεις».
Έμεινα άφωνος απ’ την απόκρισή του. Δε σταμάτησε εκεί: «Ο αέρας που αναπνέεις είναι η ζωή, όμως ποτέ δε τον βλέπεις, κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί, για σένα και για όλους μας. Έτσι είναι κι ο Θεός μας, ζωοδόχος και άπειρος. Μας δίνει κουράγιο, μας περιτριγυρίζει σε κάθε μας στιγμή. Κι όπως τα βράδια, καθώς ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου μετά από μια κουραστική μέρα, μπορείς να ακούσεις τον χτύπο της καρδιάς σου πιο καθαρά, έτσι είναι κι η προσευχή. Μπορείς να δεις και να ακούσεις, αρκεί να ξέρεις πως να ζητήσεις».
Σάστισα. Ξαφνικά ένιωσα πως όλα αυτά τα χρόνια μου μακριά από το Θεό με είχαν οδηγήσει μακριά από το μονοπάτι της αλήθειας Του. Ήθελα να δακρύσω αλλά συγκρατήθηκα γιατί εκείνη η αόρατη δύναμη με παρακινούσε να αντισταθώ.

– «Παπά, δε ξέρω αν είναι αυτά τα πράγματα όπως τα λες. Πάντα προσευχόμουν στο Θεό μας, κι μόνο δυσκολίες και κακά γνώρισα σ’ αυτή τη ζωή. Έφυγα στα ξένα, έζησα ανάμεσα σε κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους, και ποτέ δεν ένιωσα την αγάπη Του».
– «Έτσι και ο Γιός Του», μου είπε. «Ήρθε στον κόσμο μας, έζησε ανάμεσα σε αμαρτωλούς και εξιλέωσε τον άνθρωπο με το Πάθος Του». Ανατρίχιασα στο άκουσμα των λόγων του και δεν είχα λέξεις να του πω. Όμως αυτός είχε πολλές ακόμη. «Ο Ρωμιός είναι καταδικασμένος να υποφέρει, γιατί τον φθονούν εκείνοι που ξέρουν πως δε μπορούν ποτέ να τον φτάσουν. Μας ξενίτεψαν για να μας καταστρέψουν και δε τα κατάφεραν. Θα το ξανακάνουν πάλι σε πολλά χρόνια από τώρα. Θα προσπαθήσουν να μας διαβάλλουν, να μας μολύνουν. Θα προσπαθήσουν να μας χωρίσουν, να βάλουν τον αδερφό εναντίον αδερφού ξανά. Αυτό θα προσπαθούν να το κάνουν για πολλά χρόνια ακόμα, και κάποια στιγμή σχεδόν θα το καταφέρουν».

Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Μιλούσε σαν τους τρελούς του χωριού που βλέπουν το τέλος του κόσμου και τα πράγματα του μέλλοντος. Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την αξία τους.
-«Παπά, και συ που τα ξέρεις αυτά; Μη μου πεις πως στα είπε ο Θεός, γιατί ξέρω κι άλλους τέτοιους».

Μου χαμογέλασε και δεν απάντησε. «Η έλλειψη πίστης, στο Έθνος και στο Θεό είναι αυτό που θα μας οδηγήσει εκεί. Η έλλειψη της δικής σου πίστης και όλων αυτών που θα ακολουθήσουν. Όμως είμαστε Έλληνες και αν και χάνουμε συχνά το δρόμο μας, πάντα επιστρέφουμε σ’ αυτόν. Εσύ θα επιστρέψεις σ’ αυτόν. Οι μελλοντικές γενεές θα επιστρέψουν σ’ αυτόν. Θα έρθει η παρακμή, η απαξίωση.
Όμως θα βρεθούν εκείνοι οι Έλληνες, που θα βάλουν τα πράγματα στη σειρά. Έλληνες που δεν ξέχασαν ποτέ την Πατρίδα τους, την Σημαία τους, τη Σημαία του Ιησού Χριστού, αυτή που κυματίζει περήφανα στα χώματα τα ματωμένα από το αίμα αυτών που την προστάτεψαν. Αυτοί οι άνθρωποι θα χλευαστούν, θα κυνηγηθούν, θα φυλακιστούν. Όμως στο τέλος θα θριαμβεύσουν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα μας, και ότι είναι Ελληνικό είναι καταδικασμένο να είναι αιώνιο».

Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ που δε μπόρεσα να κρατηθώ και βγήκα τρέχοντας από την εκκλησία. Ένιωσα τον καθαρό αέρα να χτυπάει στο πρόσωπό μου και άρχισα να ανακτώ τα λογικά μου. Έκανα να φύγω, αλλά τότε ένιωσα άσχημα για τον παπά. Τρελός ή όχι, ήταν ένας γέροντας και θα έπρεπε να τον χαιρετίσω τουλάχιστον πριν φύγω. Ξαναμπήκα στην εκκλησία, δεν ήταν κανένας εκεί, όμως ήμουν σίγουρος πως ο παπάς δεν είχε βγει.
Πλησίασα προς την Αγία Τράπεζα και είδα πάνω της κάτι να γυαλίζει. Πλησίασα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Ήταν το ρολόι του πατέρα μου, μόνο που δεν ήταν σπασμένο αλλά δούλευε όπως τότε που μου το είχε πρωτοδώσει. Κάθισα στο σκαλοπάτι του Ιερού και έκλαιγα για ώρες, προσευχόμενος στον Θεό να με συγχωρήσει για τις αμαρτίες μου.

Έφυγα ξανά για τη Γερμανία, αλλά πάντα με έτρωγε μέσα μου το σαράκι να πω την ιστορία. Λίγοι θα με πιστέψουν, και κινδυνεύω να γίνω το θέμα χλεύης όλων εκείνων που σαν εμένα κάποτε, απομακρύνθηκαν από το δρόμο Του. Όμως πιστεύω τα λόγια του παπά, όποιος κι αν ήταν αυτός. Πως θα έρθει η ώρα και η στιγμή που ο δρόμος του Θεού θα είναι πια φανερός σε όλους, όπως φανερώθηκε σε μένα εκείνη τη μέρα, τη σπουδαιότερη μέρα της ζωής μου.

ΝΑ ΠΩΣ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΕΓΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ!

Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών… ελέησον ημάς», είπε ό ιερεύς και τελείωσε ή Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, πήραμε αντίδωρο και βγήκαμε στην αυλή της Μονής, περιμένοντας να κτυπήσει ή καμπάνα για την Τράπεζα. Ήμασταν αρκετοί επισκέπτες στη Μονή παρ’ όλο που ήταν αρχή ανοίξεως. Ό καιρός είχε μία ελαφριά ψύχρα και έναν πλούσιο ήλιο. Μου άρεσε να βλέπω μέσα στην πρωινή δροσιά τη θάλασσα στα πόδια μου και πάνω από το κεφάλι μου, τον γηραιό Άθωνα, που με τις βαθιές και απάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι το μοναστήρι, για να λειτουργηθεί κι αυτός.

Κοίταξα γύρω μου και προτίμησα μία θέση δίπλα σ’ ένα γηραιό μοναχό, που καθόταν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο περιμένοντας την ώρα της Τραπέζης. Όλα εδώ έχουν τον δικό τους χρόνο. Κάθισα σιωπηλός, προσεκτικά, για να μην ταράξω την ησυχία του παππού, που με κλειστά τα μάτια κάτι σιγομουρμούριζε. Βυθίστηκα και εγώ στις σκέψεις μου, για τα ωραία που μας χαρίζει η κυρία Θεοτόκος μέσα στο Περιβόλι της. Μου ήταν όμως πρόκληση το παρατεινό­μενο ψαλμομουρμουρητό του παππού. Έστησα αυτί λοιπόν και σιγά-σιγά μπήκα και εγώ στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Αγίω Πνεύματι, πάσα ή κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον…». Ήταν ό πρώτος ήχος και ή «βελόνα» είχε «κολλήσει» στους Αναβαθμούς. Ωραίο «κόλλημα», σκέφθηκα.

Το σιγόψαλλα και εγώ μερικές φορές. Γύρισε τότε ο παππούς και με κοίταξε. Χαμογέλασε και με ρώτησε: …
– Από πού’ είσαι εσύ;
- Από τις Καρυές, Γέροντα.
- Πάτερ μου, είναι τιμή για μας που μας έφερε ή Κυρά ή Παναγιά στο Περιβόλι της, και μας τα χαρίζει όλα απλόχερα. Να προσέχουμε να μη την στενοχωρούμε, και εσείς οι μικρότεροι με τις αταξίες σας, και εμείς οι γεροντότεροι με την ξεροκεφαλιά μας. Έχεις χρόνια μοναχός;
Τι να σας πω Γέροντα, δεν τα μετράω, άκουσα, καλή ώρα, έναν άλλον παλαιό μοναχό, ότι ό Θεός δεν τα μετράει τα χρόνια του μονά­χου, παρά μόνον τα ζυγίζει, και έτσι έκοψα το μέτρημα και φροντίζω να παίρνω βάρος.
Χαμογέλασε ό Γέροντας. Σοφός ό λόγος που άκουσες. Θέλεις ν’ ακούσεις και από έμενα κάτι για την σοφία της Παναγίας μας; Πώς με έφερε εδώ στο Περιβό­λι της;


- Αν θέλω λέει. Διψάω για ν’ ακούσω, απάντησα, αυξάνοντας την προσοχή μου.
- Ή καταγωγή μου είναι από το Άργος Ορεστικό -άρχισε ό παππούς- και έγινα μοναχός στα 22 μου χρόνια. Υπηρετούσα τότε, παιδί μου, στην Μ.Ο.Μ.Α., αν την ξέρεις; Ήταν μία τεχνική υπηρεσία του στρατού, στην οποία δούλευαν και πολίτες. Εγώ ήμουν οδηγός.  Βέβαια, ή ζωή μου δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία. Καταλα­βαίνεις, μία ζωή κοσμική, καφενεία, σφαιριστήρια, γλέντια και όλα τα συνακόλουθα.
Μία μέρα, λοιπόν, οδηγώντας το φορτηγό με γεμάτο φορτίο, κατέβαινα από το Άργος Ορεστικό και είχα στο δεξί μου χέρι τον γκρεμό. Ήμουν μόνος, χωρίς συνοδηγό. Καθώς ήταν κατηφόρα με στροφές, θέλησα να μειώσω την ταχύτητα για να ελέγχω το όχημα. Πατώντας τα φρένα, βλέπω ότι δεν λειτουργούσαν. Με έπιασε πανι­κός. Προσπαθούσα, αλλά τίποτε. Προχώρησα μερικές στροφές του βουνού, προσπαθώντας να μειώσω την ταχύτητα, αλλά εις μάτην. Ή ταχύτητα αυξανόταν. Ό δρόμος ήταν χωματένιος, είχε λακκούβες, πέτρες απ’ το βουνό. Σε μία μεγάλη λακκούβα, που δεν μπόρεσα να αποφύγω, έγινε αυτό που φοβόμουν. Χάνω τον έλεγχο του τιμονιού και στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό. Με το που βλέπω τις μπροστινές ρόδες στον αέρα, κλείνω με τα χέρια τα μάτια μου, για να μη δω τον θάνατο μου και με κραυγή απελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Εκεί που είχα τα μάτια μου σφαλισμένα με τα χέρια, πάτερ μου, πώς συνέβη δεν ξέρω, αισθάνομαι ένα τράνταγμα. Κατεβάζω τα χέρια μου και τι λες ότι βλέπω; Βλέπω το φορτηγό σταματημένο στην άλλη πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έτρεμα ολό­κληρος. Δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω. Έκατσα λίγη ώρα να συνέλθω. Με τα πολλά, έλεγξα το φορτηγό και όλα λειτουργούσαν μία χαρά. Είπα το γεγονός σε μερικούς συναδέλφους, άλλοι μου είπαν «φοβερό πράγμα», άλλοι μισοκορόϊδευαν. Δεν το καλλιέργησα όμως μέσα μου περισσότερο, το προσπέρασα.
Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο μου, που ήταν πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν τον έκανα συχνά παρέα, γιατί τον περνούσα για ψιλοχαζό. Δεν πήγαινε σε καφενεία, ούτε σε άλλα μέρη, όπως όλοι οι φίλοι μας. Του είπα το γεγονός. Μεγάλη και συγκινητική, μου λέει, ή ιστορία σου. Ν’ ανάψεις ένα κερί, να προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις τον Θεό. Μου πρότεινε, πριν πάμε μαζί στην εκκλησία να επισκεφθούμε μία οικογένεια που είχε ένα αυτιστικό, ένα καθυστερημένο παιδάκι, για να δώσουμε μία παρηγοριά. Δέχθηκα και πήγαμε. Φθάσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα. Την είχα ακουστά αυτή την φουκαριάρα τη μάνα με το παιδί. Έλα, όμως, που το παιδάκι δεν ήταν καθυστερημένο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, πρώτος ο φίλος και εγώ πίσω του, μόλις με βλέπει το παιδί, σηκώνεται και άρχισε να φωνάζει με μία φωνή καθόλου παιδική, αλλά άγρια, βραχνή, με βρυχηθμό.

-Φύγε εσύ. Εσύ εκεί, φύγε από εδώ. Εξαφανίσου. Φύγε εσύ πού κάνεις παρέα με την μαυροφόρα.
Εγώ τα ‘χασα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μπορούσα να κατα­λάβω, για ποιο λόγο ξαφνικά οι φωνές, και για ποια μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν με απορία. Γιατί φωνάζει αυτό το μικρό έξαλλο; Άρχισε τότε ό μικρός να μου πετά αντικείμενα. Ό,τι έβρισκε μπρο­στά του. Μπήκε στη μέση ο φίλος μου και φύγαμε βιαστικά. Εγώ ήμουν αμήχανος.
– Τι ήρθαμε εδώ, του λέω, και με βρίζει αυτό το μικρό; Πού με ξέρει και για ποια μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, και πήγαμε στην εκκλησία. Άναψα το κερί μου, είπα ότι θυμόμουν από προσευχή, χαιρέτησα τον παπά και κίνησα για το σπίτι μου, γιατί είχε βραδιάσει. Μέσα μου, όμως αναλογιζό­μουν: – Τι είναι όλα αυτά; Για ποια μαυροφόρα λέει; Έτσι προβλη­ματισμένος καθώς πλησίαζα σπίτι μου, από την πλάγια μεριά πού ήταν όλο τοίχος, ενώ ήταν νύχτα προχωρημένη -υπόψη ότι αυτά έγιναν πριν την κατοχή, πού δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε στα χωριά κινηματογράφοι- πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, λοιπόν ανοίγει ένα φως δυνατό και βλέπω. Τι λες να βλέπω; Βλέπω σαν σε κινηματογρά­φο ένα φορτηγό να κατεβαίνει από το βουνό, τον εαυτό μου να οδηγεί, να προσπαθεί να ελέγξει το όχημα, αυτό να τρέχει, να πέφτει στη λακκούβα, να χάνω τον έλεγχο, να στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό, να κλείνω τα μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… και ξαφνικά, στον ουρανό ψηλά, πάνω από τον γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναίκα, με μαύρα ρούχα, να πιάνει το φορτηγό στον αέρα, όπως πιάνουμε εμείς ένα σπιρτόκουτο, να το γυρνά και να το βάζει στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ήταν, αδελφέ μου, ή Κυρά μας ή Παναγία. Τότε αναγνώρισα το περιστατικό που μου συνέβη με το φορτηγό. Έπεσα κάτω αμέσως, συγκλονισμένος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Τότε κατάλαβα το φοβερό που μου συνέβη. Σηκώνομαι μετά από ώρα, με δάκρυα και τρέχω και το λέω του παπά. Του είπα τα πάντα, και ειδικά το τελευταίο, που τα είδα όλα σε ταινία, και ειδικά για την ψηλή και όμορφη μαυροφόρα, που σταμάτησε το φορτηγό στον αέρα και ήμουν εγώ μέσα. Συγκλονίσθηκε ό παπάς όταν τ’ άκουσε όλα. Μεγάλο θαύμα, παιδί μου, να ευχαριστήσουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μου ήρθε κάτι σαν φωτισμός, ότι δεν είμαι για τον κόσμον αυτόν. Τέτοιο θαύμα μου έκανε η Παναγία μας και εγώ κάθομαι στον κόσμο; Που να πάω, όμως; Μου λέει, καλή ώρα ό παπάς, αν θες να ευχαριστήσεις τον Θεό και να σώσεις την ψυχή σου, να πας στο Περιβόλι της Παναγίας, σ’ αυτή που σε έσωσε. Έτσι, αδελφέ μου, ήρθα στο Άγιο Όρος και δοξάζω τον Θεό για την πανάγαθη Πρόνοια Του. Θα μπορούσα να πω κι εγώ, μαζί με τον Απόστολο Παύλο, «ουκ εγγυώμην απειθής τη ουρανίω οπτασία» (Πραξ. 26, 19).

Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία του παππού και τα θαυμάσια της Κυράς μας της Παναγίας. Θέλησα να τον ρωτήσω για κάποιες απορίες μου, αλλά ακούσθηκε ή καμπάνα της Τραπέζης. Σηκωθήκαμε και μαζί με όλους τους πατέρες μπήκαμε στην Τράπεζα. Τον αναγνώ­στη δεν τον πολυπρόσεχα, γιατί έφερνα στο νου μου όλο το γεγονός που άκουσα και με είχε συγκλονίσει. Κρυφά λοξοκοίταζα την γαλή­νια μορφή του παππού. Περίμενα να γίνει προσευχή, να βγούμε και να ξανασυναντήσω τον Γέροντα. Τουλάχιστον να μάθω το Όνομα του. Μιλάγαμε τόση ώρα και δεν ήξερα πώς τον λένε. Κτύπησε το κουδούνι ο ηγούμενος, κάναμε προσευχή και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ό παππούς βγήκε από τους πρώτους. Μέχρι να βγω είχε εξαφανισθεί. Χρόνο δεν είχα να τον ψάξω, γιατί το καραβάκι έφευγε. Έτσι, πήρα τον ντορβά μου και κίνησα για την παραλία, ευχαριστώντας μέσα μου τον κτήτορα, το Βασιλόπουλο εκείνο που αγίασε, για την παρη­γοριά που μου έδωσε.
Αυτό, ήταν αγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008
1. Μοναχός Παίσιος Καρεώτης
2. Πρωτάτον αριθ. 112