ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΩΣΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Αναμφίβολα, την Αγία Γραφή, δεν μπορούμε να την διαβάζουμε όπως ένα οποιοδήποτε βιβλίο. Η Αγία Γραφή έχει ανάγκη ερμηνείας, γιατί έχει βάθος πολύ. Αν μείνει κανείς στην επιφάνεια, δεν θα καταλάβει. Ίσως, πολλά πράγματα να τα διαστρεβλώσει.
Επιπλέον, δεν μπορεί κανείς  να ερμηνεύει την Αγία Γραφή όπως επιθυμεί. Έτσι έκαναν οι προτεστάντες, γι’ αυτό και έγιναν πεντακόσια κομμάτια.

Η Αγία Γραφή είναι το βιβλίο της Εκκλησίας. Για έναν άνθρωπο εκτός Εκκλησίας, πιθανόν να είναι ένα λευκό χαρτί με μαύρα γράμματα. Στο βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού» διαβάζουμε: «… Η Αγία Γραφή μιλά με κεκαλυμμένο τρόπο, για πράγματα τα οποία δεν μπορούμε εύκολα να τα συλλάβουμε με τις ασθενείς μας ανθρώπινες δυνάμεις. Θα σας πω ένα παράδειγμα σχετικό. Ο ήλιος είναι το πιο μεγάλο, το πιο λαμπρό και το πιο θαυμάσιο από όλα τα ουράνια σώματα, αλλά δεν μπορεί κανείς να τον συλλάβει και να τον εξετάσει με απροστάτευτα μάτια. Πρέπει να χρησιμοποιήσει μαύρα γυαλιά που είναι σε επιφάνεια εκατομμύρια φορές μικρότερα από τον ήλιο. Όμως μέσα από τα μικρά μαύρα »γυαλιά, μπορεί να τον χωρεί, χωρίς να τον βλάψουν οι βλαβερές του ακτίνες». Έτσι και η Αγία Γραφή είναι σαν το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Για να απολαύσει κανείς το φως της χρειάζονται ορισμένα γυαλιά, δηλαδή μερικοί βασικοί τρόποι.

α) Η Προσευχή. Λέει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς: «…Οι Άγιοι Πατέρες με επικεφαλής τον Άγιο Χρυσόστομο, είναι, οι καλύτεροι καθηγητές σ’ αυτό. Ο Άγιος Χρυσόστομος, μπορούμε να πούμε, έγραψε το πέμπτο ευαγγέλιο. Οι Άγιοι Πατέρες συνιστούν σοβαρή προετοιμασία για την ανάγνωση και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Και η προετοιμασία έγκειται σε τι; Κατ’ αρχήν στην προσευχή. Προσευχήσου στον Κύριο να φωτίσει τον νου σου, ώστε να κατανοήσεις τους λόγους της Αγίας Γραφής, και να χαριτώσει την καρδιά σου να αισθανθείς την αλήθεια των λόγων αυτών και την ζωή. Συνειδητοποίησε ότι αυτά είναι λόγια του Θεού, που Αυτός ο ίδιος απευθύνει σε σένα. Η προσευχή, σε σχέση με τις άλλες ευαγγελικές αρετές, είναι η καταλληλότερη για να καταστήσει ικανό τον άνθρωπο να κατανοήσει την Άγια Γραφή».

β) Με ευλάβεια, φόβο και σεβασμό. Με πόσο σεβασμό στέκεται η Εκκλησία στο Ευαγγέλιο. Το τοποθετεί χρυσόδετο πάνω στην Αγία Τράπεζα. Όταν ο ιερέας μπει στο Ιερό, πρώτα κάνει τρεις μετάνοιες και προσκυνεί το Ευαγγέλιο. Και εμείς όταν περνάει από μπροστά μας σηκωνόμαστε όρθιοι, ενώ σε ορισμένες ακολουθίες το ασπαζόμαστε με ευλάβεια. Παλαιότερα οι Χριστιανοί πριν το αγγίξουν έπλεναν τα χέρια τους.

γ) Με Ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη. Όταν παίρνουμε ένα γράμμα από ένα αγαπημένο πρόσωπο, δεν το κριτικάρουμε. Δεν μένουμε στα άψυχα στοιχεία, στο μελάνι, στο χαρτί. Πίσω από αυτά νοιώθουμε την καρδιά του αγαπημένου προσώπου. Ό,τι γράφει είναι το εκχύλισμα της αγάπης του για μας. Γι’ αυτό ό,τι υπάρχει στο γράμμα το δεχόμαστε απόλυτα, με ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη. Η Αγία Γραφή είναι το γράμμα Του Ουράνιου Πατέρα. Γι’ αυτό και το διαβάζουμε με αγάπη, προσπαθώντας πίσω και μέσα από κάθε γράμμα να βρούμε το θέλημα του Θεού και να νοιώσουμε την παρουσία της αγάπης Του.
Με διάθεση υπακοής και εφαρμογής. Η μοναδική μέθοδος για την κατανόηση της Αγίας Γραφής είναι η εφαρμογή της. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού. Όταν εφαρμόζει κανείς αυτά που διαβάζει, όταν δέχεται ταπεινά το θέλημα του Θεού και τηρεί τις εντολές Του, τόσο και περισσότερο κατανοεί την Αγία Γραφή.

Ο π. Ιουστίνος γράφει για όλα αυτά: «…Η Αγία Γραφή θα πρέπει να διαβάζεται με προσευχή, φόβο και σεβασμό, γιατί σε κάθε λέξη υπάρχει και από μια σταγόνα αιώνιας αλήθειας, και όλες οι λέξεις αποτελούν απέραντο ωκεανό της Αιώνιας Αλήθειας. Η Αγία Γραφή δεν είναι βιβλίο αλλά ζωή. Γιατί οι λέξεις της «πνεύμα και ζωή εστίν» (Ίωαν.6,63), γι’ αυτό μπορούν να γίνουν καταληπτές εάν τις κάνουμε ψυχή της ψυχής μας και ζωή της ζωής μας. Αυτό είναι βιβλίο που διαβάζεται με ζωή, με έργο. Πρώτα αξίζει να ζήσει κανείς και μετά να καταλάβει. Εδώ ισχύει ο λόγος εκείνος του Σωτήρος: «… Εάν τις θέλει το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής πότερον εκ του Θεού εστίν…» (Ιωαν. 7,17). Δούλεψε για να καταλάβεις. Αυτός είναι ο βασικός κανόνας της ορθόδοξης ερμηνευτικής. Συνήθως ο άνθρωπος στην αρχή διαβάζει γρήγορα την Αγία Γραφή, και μετά όλο και πιο αργά, μέχρις ότου στο τέλος αρχίζει να διαβάζει λέξη προς λέξη. Γιατί σε κάθε λέξη ανακαλύπτει ατέλειωτη αλήθεια και άφατο μυστήριο. Κάθε μέρα διάβαζε από ένα κεφάλαιο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά παράλληλα με αυτό εξάσκησε και μια αρετή. Εξάσκησέ την μέχρις ότου σου γίνει συνήθεια. Παραδείγματος χάριν εξάσκησε πρώτα την συγχώρηση των προσβολών. Αυτό να σου γίνει καθημερινό καθήκον, και παράλληλα με αυτό εύχου προς τον Κύριον.
Κύριε αγαθέ, δώσε μου αγάπη γι ‘αυτούς που με προσβάλλουν.
Και όταν μετατρέψεις την αρετή αυτή σε συνήθεια, τότε θα σου είναι ευκολότερη κάθε άλλη μετά απ’ αυτήν, και έτσι θα εργαστείς με τη σειρά μέχρι την τελευταία. Βασικό είναι να διαβάζεις την Αγία Γραφή όσο το δυνατόν περισσότερο. Ό,τι ο νους δεν αντιλαμβάνεται, θα το αισθανθεί η καρδιά. Και αν ακόμα ο νους σου δεν αντιλαμβάνεται και η καρδιά σου δεν αισθάνεται, εσύ εν τούτοις διάβαζε. Γιατί με την ανάγνωση σπείρεις τον λόγο του Θεού στην ψυχή σου. Και ο σπόρος αυτός εκεί δεν θα καταστραφεί, αλλά βαθμιαία και απαρατήρητα θα περάσει στη φύση της ψυχής σου, και θα εκπληρωθεί σε σένα ο λόγος του Σωτήρος, περί του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος: «…βάλλει τον σπόρον επί της γης, και καθεύδει και εγείρεται νύχτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνεται ως ουκ είδεν αυτός» (Μάρκ. 4,26-29). Βασικό είναι να σπείρεις και ο Θεός είναι Εκείνος που κάνει ν’ αυξάνεται η σπορά (Α ’ Κορ. 3,6). Μόνο μή βιάζεσαι για την επιτυχία, ώστε να μην μοιάσεις με τον άνθρωπο εκείνο που σήμερα σπέρνει και την επομένη θέλει ήδη να θερίσει. Διαβάζοντας την Αγία Γραφή μεταφέρεις το φύραμα στη ζύμη της ψυχής και του σώματός σου, το οποίο σταδιακά αυξάνεται, διαπερνά την ψυχή μέχρις ότου διεισδύσει σ ’ αυτήν και ζυμωθεί με την Ευαγγελική Αλήθεια και Δικαιοσύνη. Τελικά η παραβολή του Σωτήρος περί του σπορέως και του σπόρου μπορεί να εφαρμοστεί στον καθένα μας. Σε εμάς δόθηκε μέσα στην Αγία Γραφή ο σπόρος της Θεϊκής Αλήθειας. Διαβάζοντάς την, σπείρουμε τον σπόρο αυτό στην ψυχή μας. Και αυτός πέφτει και σε πετρώδη και σε ακανθώδη μέρη της ψυχής, αλλά κάτι πέφτει και στην καλή γή της καρδιάς μας και φέρει καρπό. Και όταν θα δεις τον καρπό και τον δοκιμάσεις, τότε από την γλυκύτητα και την χαρά θα βιαστείς να καθαρίσεις και τα πετρώδη και τα ακανθώδη μέρη της ψυχής σου, να οργώσεις και να σπείρεις το σπόρο του λόγου του Θεού. Ξέρετε πότε ο άνθρωπος είναι σοφός μπροστά στα μάτια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού; Όταν ακούει τους λόγους και τους εκτελεί. Η αρχή της σοφίας είναι η υπακοή του λόγου του Θεού (Ματθ. 7,24). Κάθε λόγος του Σωτήρος έχει την ισχύ και την δύναμη να θεραπεύει και τις φυσικές και τις ψυχικές ασθένειες. «Ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου» (Ματθ. 8,8). Ό Σωτήρ «είπε λόγω» και θεραπεύτηκε ο δούλος του εκατοντάρχου. Όπως τότε, έτσι και τώρα, ο Κύριος αδιάκοπα επαναλαμβάνει τους λόγους Του και σε σένα και σε μένα και σε όλους μας. Μόνο πρέπει να σταθούμε, να εμβαθύνουμε σ’ αυτούς και να τους δεχτούμε με την πίστη του εκατοντάρχου. Και το θαύμα θα γίνει και σε εμάς. Και θα θεραπευτεί η ψυχή μας, όπως ακριβώς θεραπεύτηκε ο δούλος του εκατοντάρχου. Γιατί στο Ευαγγέλιο είναι γραμμένο και το ακόλουθο:
«…Προσήνεγκαν Αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω, και πάντας τους κακώς έχοντας εθεράπευσε» (Ματθ. 8,16). Αυτό κάνει και σήμερα, γιατί ο Κύριος «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο Αυτός, και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8).

Πηγή: Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος, Ναύπλιο

dogma.gr 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Πρέπει νά βοηθήσουμε μέ τήν προσευχή τον κόσμο όλο, νά μήν κάνη ό διάβολος ό,τι θέλει. Έχει αποκτήσει δικαιώματα ό διάβολος. Όχι ότι τον αφήνει ό Θεός, άλλα δέν θέλει νά παραβίαση το αυτεξούσιο.
Γι' αυτό εμείς νά βοηθήσουμε μέ τήν προσευχή. Όταν πονάη κανείς γιά τήν σημερινή κατάσταση πού επικρατεί στον κόσμο και προσεύχεται, τότε βοηθιούνται οι άνθρωποι, χωρίς να παραβιάζεται τό αυτεξούσιο.
Αν προχωρήσετε με την Χάρη τοϋ Θεού ακόμη λίγο, θα αρχίσουμε νά κάνουμε μιά προσπάθεια στό θέμα της προσευχής, νά μπή μια σειρά, νά γίνετε ραντάρ, γιατί και τά πράγματα ζορίζουν. Θα διοργανώσουμε ένα συνεργείο προσευχής. Νά κάνετε πόλεμο με τό κομποσχοίνι. Με πόνο νά γίνεται ή προσευχή. Ξέρετε τί δύναμη έχει τότε ή προσευχή;

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης:
– Γέροντα, ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας;
– Όποιος προλάβει πρώτος… Αυτός θα έχει και το μεγαλύτερο μισθό.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΓΚΡΙΝΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΡΑ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του, οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεού.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΘΕΟΣ ΕΣΠΕΙΡΕ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ!


Ο Θεός έσπειρε τις εκκλησίες μέσα στους δρόμους σαν τις οάσεις μέσα στην έρημο. Είναι εύκολο να καταφύγει κανείς σ’ αυτές. Μέσα στον οίκο του Θεού ξεκουράζεται, προσεύχεται, αλλάζει, αναπαύεται.

ΥΠΟΜΟΝΗ ΘΑ ΠΗ...


Υπομονή θα πει…
Να πονάς αλλά να μην καταβάλλεσαι.
Να πονάς αλλά να μην παραφέρεσαι.
Να πονάς αλλά να μην μεμψιμοιρείς.
Να πονάς αλλά να μην γκρινιάζεις.
Να πονάς αλλά να μην γίνεσαι αντικοινωνικός.
Να πονάς αλλά να μην γίνεσαι πρόβλημα στο περιβάλλον σου.
Να πονάς αλλά να μένεις ολόρθος.
Να πονάς αλλά να χαμογελάς.
Να πονάς αλλά να δοξολογείς.
Να πονάς αλλά να προσφέρεις.
Να πονάς αλλά να προσφέρεις.
Να πονάς αλλά να προσεύχεσαι.

ΓΕΡΩΝ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Ο ΦΙΛΟΘΕΪΤΗΣ: ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Ο Γέροντας Πανάρετος Φιλοθεΐτης μιλά για το σήμερα (εκοιμήθει το 1993).
Να κρατάτε αναμμένη την λαμπάδα της ψυχής σας… και να διψάει για την απόκτηση των αρετών.


Ψύχρανση της αγάπης, έξαρση της κατακρίσεως, μεταναστεύσεις λαών. Φιλόνικοι οι άνθρωποι χωρίς να μετέχουν στα Χριστιανικά τους καθήκοντα. Απιστία μίσος, φθόνος, έχθρα κ.λ.π.. Η φωνή του Γέροντα μοιάζει λίγο με του Αγίου Παΐσιου γι αυτό και το βίντεο κυκλοφορεί και με τα ίδια λόγια ως να τα είπε ο Γέροντας Παΐσιος.

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη 

Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.» (Α' Κορινθίους 13:13).

Η Αγία Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες χριστιανές. Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν.
Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες. Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό και θα της χορηγούσε τα πάντα, για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.

Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε.
Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και αυτή.

Περήφανη για τα παιδιά της η Σοφία, ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας το Θεό να την πάρει κοντά του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Σοφίας βρίσκεται στη Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών Αρκαδίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Σοφίας και των τριών θυγατέρων της στις 17 Σεπτεμβρίου.
 

https://www.saint.gr

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΝΑ ΠΑΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΣΟΥ!


Άγιος Νεκτάριος: Να παλέψεις για τη σιωπή του νου σου. Μην τον αφήσεις στη διάλυσή του. Αν δεν προσέξεις, θα τρέχει από δω κι από κει, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα. Θα παρατηρείς τα πάντα, θα κρίνεις τα πάντα, θα νομίζεις πως φτιάχνεις τον κόσμο και την ίδια ώρα θα γεμίζεις, ανεπαίσθητα, περιφρόνηση για τον κόσμο. Χωρίς να το καταλάβεις, θα μάθεις ν' ανεβάζεις τον εαυτό σου σ' ένα θρόνο ψηλό κι από κει να μετράς τους πάντες και τα πάντα με το δικό σου το μέτρο. Και θα μάθεις να μιλάς, να μιλάς πολύ! Η σιωπή όμως... η σιωπή! Θα αφήσει στην καρδιά σου χώρο ν' ακουστεί η φωνή του Θεού.

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΚΙ ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ ΜΙΛΑ, ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΣΥ ΝΑ ΣΙΩΠΑΣ!


Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: Κι όταν η ψυχή σού μιλά, καλύτερα εσύ να σιωπάς. Και σκύψε όσο μπορείς να την ακούσεις, γιατί η φωνή της είναι πάντα ψίθυρος, για να μην ενοχλεί την επιθυμία σου...

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

"ΤΡΙΛΟΓΙΑ" ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἙλλάδοςἸ. Γενναδίου 14115 21 ἈθήναΚοινοποίηση:
Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες    
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Πρό­ε­δρε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας μία μικρή «Τριλογία» μου, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά συμβάλει κάπως στή στήριξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ «Τριλογία» αὐτή ἀναφέρεται στήν «Ὑπεραξία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», στήν «βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» καί στήν «ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Διοίκησή της».

Α΄. «Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Ἡ λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης συγκλήθηκε, κατά τούς ἐμπνευστές καί διοργανωτές της, γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ λόγος τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, πού προέκυψαν ἀπό αὐτήν τήν σύγκληση, ὄχι μόνον δέν δικαίωσαν τήν φιλόδοξη στοχοθεσία, ἀλλά ἀνέδειξαν καί τήν κεκαλυμμένη πονηρία τῶν διοργανωτῶν της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, ποιά εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, καί μέ ποιόν τρόπο τήν «διακήρυξε» ἡ συγκεκριμένη αὐτή «Σύνοδος».
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά στόν Ὅρο - Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δέν μποροῦν, κατά κυριολεξία, νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικές Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνός σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους –πού συνιστᾶ καί τόν ὑπέρτατο βαθμό ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καί οὐσιαστικός σκοπός τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα διά τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές καί ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικά μέλη Του. Τήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καί φανερώνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτή ἑνότητα θεμελιώνεται στό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀντλεῖται ἀπό αὐτό: δηλαδή, τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτές φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ὀργανικά ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καί καλλιεργεῖται μέ τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καί φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό καί δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τήν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στό πλαίσιο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς μίας καί μόνης Ἐκκλησίας Του. Καί τοῦτο, γιατί ἡ ἑνότητα αὐτή προϋποθέτει τήν ἄνωθεν, ἄκτιστη καί χαρισματική γέννηση καί θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τίς ὑπαρξιακές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλά καί τήν δωρεά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργός μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στά θεουργά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἐνεργός Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τήν κατεξοχήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχήν μέ τόν Τριαδικό Θεό καί στή συνέχεια μεταξύ τους, ἐπειδή τότε φανερώνεται ἡ χαρισματική –μυστηριακή οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καί τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους. Τότε, τό ἑνοῦν αὐτούς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη-  εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καί ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτούς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καί Βασιλεία, ὅπως τήν  ἔζησαν ἱστορικά οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν θεία Μεταμόρφωσή Του, καί ὅλοι μαζί μετά καί μόνιμα, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν εἶναι κτιστός, ἀλλά ἄκτιστος. Καί αὐτό μᾶς τό διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμένη Ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν Ἀρχιερατική Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τήν ἑνότητα, τόσο ὡς πρός τόν ὀντολογικό χαρακτῆρα της, ὅσο καί ὡς πρός τόν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστός στόν Θεό Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλά καί τό μοναδικό πνευματικό «κλειδί» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καί τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ καί οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμός τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μέ τόν βαθμό τῆς κατά φύση ἀκτίστου ἑνότητας πού ἔχει ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπό τό παραπάνω Βιβλικό χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς –κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀγάμους καί ἐγγάμους- εἶναι ὁ ἴδιος  ἀκριβῶς γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως καί στόν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νά γίνουν ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, προκειμένου νά φθάσουν «ἀφθάστως» τήν ἄκτιστη τελειότητα καί νά τήν γεύονται καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί μόνον ἔτσι μποροῦν νά δίνουν ἐμπειρικά-βιωματικά τήν μαρτυρία τους γιά τήν τέλεια καί ἄκτιστη ἀγάπη Του καί νά παρέχουν θεοπειθῶς τήν ἱεραποστολή τους πρός τόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τόν Θεό κόσμο.
Κατά συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα στήν Ἐκκλησία, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διά τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στόν ὑπέρτατο βαθμό τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καί ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωή τῶν πιστῶν, ὡς σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στήν μία καί μόνη Ἐκκλησία Του. Στό πλαίσιο αὐτό τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακή θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καί παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἤ μοναχῶν- σέ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἤ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποια μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νά εἰδωλοποιεῖται καί νά ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ μορφή ἑνότητας εἶναι κτιστή καί αὐτονομημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτό καί εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρός τόν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καί χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καί φανερώνεται στήν πράξη, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στό φρόνημα –τήν πίστη-, ἀλλά καί ὡς συμφωνία στήν ἐσωτερική διάθεση – τήν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τό ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτή πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατά τόν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπό τήν ὀρθή πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τήν πίστη, ἀλλά ἀπαραιτήτως καί μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωή γνήσιας καί ἄκτιστης ἀγάπης. Μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καί τήν ὁρατή φανέρωσή τους στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι».

Β΄. «Η ΒΑΝΑΥΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές –Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς καί λαϊκοί θεολόγοι- ἀναφερόμενοι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὅλως παραπλανητικῶς στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάνουν –κατά κόρον- παράχρηση τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα τοῦ ἐπίκεντρου αὐτῆς: «ἵνα ὦσιν ἕν».
Ἡ συστηματική προσπάθεια, ὅμως, γιά μιά βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε ἤδη ἀπό τό 1961, πρίν πενήντα πέντε χρόνια, μέ τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Ἔτσι, ἡ δογματικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ξαφνικό καί βαρύτατο θεολογικό ἀτόπημα, ἀλλά προσχεδιασμένο καί συστηματικά προωθούμενο πολυχρόνιο σκοπό, ἀπό τούς ἐκφραστές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἐπέλεξε ὅ,τι ἀνώτερο καί ἁγιώτερο στήν Ἐκκλησία -τήν ἀρραγῆ καί ἁγιοπνευματική ἑνότητά της- καί τήν βεβήλωσε ἐν ὀνόματι τῆς ὑπερασπίσεως καί τῆς διακηρύξεώς της. Παράλληλα, μέ τίς Προσυνοδικές, τίς Συνοδικές διαδικασίες –μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης- ἀλλά καί ὅλες τίς συμπαρομαρτοῦσες ἐνέργειες, κακοσυστήθηκε ἀνεπίτρεπτα τό ἁγιοπνευματικό, Συνοδικό, πολίτευμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας.
Συγκεκριμένα, στή Σύναξη τῶν Προκαθημένων καί τῶν ἐκπροσώπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας, ἀλλά καί στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, κυριάρχησε, μέ παραπλανητικό τρόπο, ὡς προμετωπίδα, ἡ ἀπατηλή προβολή τῆς ὑπέρτατης ἀξίας τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς προηγουμένως νά προσδιοριστεῖ -μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια- ἡ ὀρθή νοηματοδότηση τοῦ ὅρου «ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἀντίστοιχα ἔγινε ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές καί μέ τόν ὅρο «ἀγάπη».
Προβλήθηκε συστηματικά ἡ ἀπροσδιόριστη θεολογικά ἑνότητα, καί παράλληλα, ἀφοῦ ἀπολυτοποιήθηκε, αὐτονομήθηκε καί εἰδωλοποιήθηκε, καλλιεργήθηκε ψυχολογικά τό φόβητρο τῆς διαιρέσεως, μέ τό σλόγκαν: «Νά μή διασπαστοῦμε», μέ ἀποτέλεσμα νά κυριαρχήσει ἡ παπική ἀντίληψη περί τοῦ «Πρώτου» καί νά προωθηθοῦν οἱ προσχεδιασμένες ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις καί οἱ δογματικές ἐκπτώσεις, γιά νά υἱοθετηθεῖ ἄκριτα, ἀπό τούς «λάτρεις» της, ὡς πανάκεια, ἡ «φιλάδελφη», ὄχι ὅμως καί φιλόθεη, Οἰκουμενιστική θεώρηση τῆς ἑνότητας. Προέβαλαν τήν ἀνώτατη ὑπεραξία τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς, ἑστιάζοντας αὐτονομημένα καί ἀπροϋπόθετα στήν συμπύκνωση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τήν ὁποία ἐκφράζει ἡ Βιβλική ρήση: «ἵνα ὦσιν ἕν», καί τήν κακοποίησαν, ὅπως καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες. Προέβαλαν δηλαδή μιά ἑνότητα, οὐσιαστικά γενικόλογη, ἀθεολόγητη καί κυρίως χωρίς προϋποθέσεις. Ἔτσι, οἱ συνελθόντες στήν Κρήτη Ἀρχιερεῖς, ὡς μή «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ» κινούμενοι, δέν ὀρθοτόμησαν τόν «λόγο τῆς Ἀληθείας», γιατί, ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, ἔκαναν ἐκπτώσεις στό δόγμα.
Ἀκόμη εἰδικότερα, στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε νά καθιερωθεῖ θεσμικά μία νέα, παράδοξη, διπλῆ Ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ οὐσιαστικά  παραμερίστηκε ἡ θεωρητικά πάντοτε ἀποδεκτή ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνότητα τοῦ πληρώματός της ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Θεό Πατέρα.
Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου προέκυψε ἀπό τούς ἑτεροζυγοῦντες δέκα Προκαθημένους, ἕνα ἑτερογενές «ἀποκύημα», ἕνας «τραγέλαφος», ἕνα «τέρας». Τοῦτο ἔγινε μέ τήν ἄμικτη μίξη τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς ἑτερόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι, δηλαδή οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοί ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἀποδέχθηκαν ἀβασάνιστα –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– τούς αἱρετικούς, ὡς Ἐκκλησίες. Ἐμφανίστηκαν νά ἀποδέχονται –θεωρητικά– τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί παράλληλα ἀναγνώρισαν «ἐκκλησιαστικότητα» καί στούς αἱρετικούς. Ἔτσι, εἰσηγήθηκαν μιά ἑτεροδιδασκαλία –μιά κακόδοξη Ἐκκλησιολογία. Υἱοθέτησαν στήν πράξη τήν μετα-πατερική θεολογία καί τήν θεολογική διγλωσσία. Ἀντί τοῦ Βιβλικοῦ, τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ» (Μθ. 5,37), δέχθηκαν τό «ναί» καί «ὄχι» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεολογικά καί πνευματικά ἀπαράδεκτη καί βέβηλη κοινωνία τοῦ «φωτός» μέ τό «σκότος» (Βλ. Β΄ Κορ. 6,14).
Ἀλλά, μέ τήν ἀνεπίτρεπτη –θεολογικά καί πνευματικά– διγλωσσία καί τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγοῦνται οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς στό Στ΄ Κείμενο, ὑπονομεύεται καί νοθεύεται ὁ χαρακτήρας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγεται διάπλατα ἡ «πόρτα» σέ κάθε Χριστιανική αἵρεση, νομιμοποιεῖται θεσμικά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀλλοιώνεται στήν πράξη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, πού ὁριοθετήθηκε –μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια– στόν Ὅρο καί Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ συνελθόντες Ἀρχιερεῖς στήν Κρήτη -ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, κινούμενοι μέ ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενο «φιλάδελφο» κίνητρο- ψήφισαν μιά νόθη ἐκκλησιαστική ἑνότητα, πού νοεῖται ὡς σύνθεση τῆς διαχρονικῆς ἁγιοπνευματικῆς, χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν αἱρετικοῦ χαρακτῆρα ἑνότητα, πού εἰσηγοῦνται τά πονηρά πνεύματα τῆς πλάνης.
Ἔτσι, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀποκαλύφθηκε τό ὑπᾶρχον ἤδη σοβαρό ἔλλειμμα τῶν κριτηρίων γιά τό Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀποδείχθηκε, ἐμπειρικῶς, ὅτι οἱ ψηφίσαντες δέν ἔχουν τό θεμελιῶδες –γιά τόν πνευματικό ἡγέτη– ἁγιοπνευματικό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Καί τοῦτο, γιατί ἔκαναν σύγχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ἀφοῦ δέν διέκριναν –πρακτικῶς– τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού διέπει τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα, πού κυριαρχοῦν στίς αἱρέσεις.
Λαμβάνοντας, σοβαρά, ὑπόψη τήν «συνοδική» διαδικασία, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας, κατανοοῦμε σαφῶς, –μέ πόνο ψυχῆς– ὅτι οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς δέν ἔβλεπαν πρός τόν Χριστό, ἀλλά πρός τόν «Πρῶτο». Ἔτσι, δέν μπόρεσαν νά ἐνεργήσουν ὡς Συν-Οδικοί, κατά κυριολεξία, ἀφοῦ δέν ἦσαν –πρακτικά– «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», τόσο στή διαδικασία τῆς Ὁδοῦ, ὅσο καί στό περιεχόμενο τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Αὐτό τεκμαίρεται, ἀδιαμφισβήτητα καί κατεξοχήν, ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας.
Τεράστια εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική εὐθύνη, ὄχι μόνον ἐκείνων τῶν Ἀρχιερέων, πού ὡς «Συνοδικοί» Ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Κρήτη, δέχτηκαν -ἀδιαμαρτύρητα καί ἐνυπογράφως- τήν εἰσήγηση τοῦ Προκαθημένου τους, ἀλλά καί τῶν μή συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχτηκαν παθητικά καί δέν ἀντέδρασαν, ἕως σήμερα, στίς ἐσφαλμένες ἀποφάσεις καί εἰδικότερα στήν παραβίαση τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρακτικῶς, οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἐμφανίστηκαν νά ἐπιδιώκουν νά ἀρέσουν στούς νομιζόμενους προϊσταμένους (Προκαθημένους) τους, καί ὄχι σέ Ἐκεῖνον (στόν Παράκλητο), πού τούς χειροτόνησε, ὡς ἰσοτίμους Ἀρχιερεῖς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκαλύφθηκε ὁ ὑφέρπων Παπισμός τῶν ψηφισάντων Ἀρχιερέων. Κατά ἐπιστημονική ἀκρίβεια, θά λέγαμε, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε «μετάλλαξη» τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, μέ τήν ἐπίφαση τῆς Συνοδικότητας, ἀφοῦ αὐτή ἡ Συνοδικότητα δέν λειτούργησε μέ βάση τίς Ὀρθόδοξες προδιαγραφές της. Στή «Σύνοδο» ἐμφανίστηκε ἕνα συλλογικό Πρωτεῖο τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἐπιμέρους εἰκοσιτέσσερεις Ἀρχιερεῖς τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀκινητοποιήθηκαν –πρακτικῶς– μή ἔχοντας δικαίωμα ψήφου. Βέβαια, ἡ παπικοῦ τύπου μετάλλαξη τῆς λειτουργίας τοῦ Πρώτου ἐμφανίστηκε ἤδη –πρακτικῶς– στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις, γιά χάρη τῆς ἐσφαλμένης θεωρήσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅλως -σκανδαλωδῶς- προκλητικό καί ταυτόχρονα τραγικό εἶναι, ὅτι καί σήμερα ὁρισμένοι ἀπό τούς μή μετασχόντες Ἀρχιερεῖς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης -ἔχοντας ἐσφαλμένη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδιάφερονται διακαῶς νά μή διασπαστοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν Προκαθήμενό τους, ὡς «φιλάδελφοι», ἀλλά δέν ἀνησυχοῦν καθόλου -φιλοθέως- γιά τό σοβαρότατο πλῆγμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῆς υἱοθετήσεως τῆς διπλῆς Ἐκκλησιολογίας τους, μέ τήν ἀπαράδεκτη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν καταδικασμένων καί ἀμετανοήτων αἱρετικῶν. 
Στήν πραγματικότητα, ἡ «Σύνοδος»  τῆς Κρήτης ὄχι μόνο δέν λειτούργησε στήν κατεύθυνση τῆς ἐκφράσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑποτίθεται ὅτι στόχευε, ἀλλά ἀποδόμησε καί τήν ὑπάρχουσα ἕως τότε ἑνότητα μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων, πού τίς ἀντιπροσώπευσαν. Αὐτό ἔγινε σαφές ἀπό τήν μή συμμετοχή στή «Σύνοδο» αὐτή τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας), τά ὁποῖα ἀριθμοῦν συντριπτικά περισσότερους πιστούς ἀπ’ ὅσους ἀριθμοῦν οἱ δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν σ’ αὐτήν. Ἡ ἀποδόμηση ὅμως τῆς ἐπιδιωκόμενης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔγινε καί ἐκφράστηκε, πρακτικῶς, καί ἀπό τούς μή ὑπογράψαντες Ἀρχιερεῖς τό Στ΄ Κείμενο.
Στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἔγιναν ἀποδεκτά «δύο μέτρα καί δύο σταθμά», ὡς μέσο ἐξυπηρετήσεως τῆς κακῶς νοουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως αὐτά λειτούργησαν στίς περιπτώσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα, ὁ Προκαθήμενος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἐψήφισε τό Στ΄ Κείμενο, ἐκφράζοντας τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας του, ἐρχόμενος ὅμως σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία (17 ἀπό τούς 24) τῶν Συνοδικῶν του, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀδιαφόρησε γιά τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του καί ψήφισε ἀντίθετα πρός αὐτήν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας. Ψήφισε, δηλαδή, γιά μιά ἑνότητα, αὐτονομημένη ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν ἐνέργειά του αὐτή ἐνισχύθηκε ἀπό τήν ἀσυνεπῆ, πρός τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ὑπογραφή τοῦ Κειμένου ἀπό τούς 23 συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, μέ λαμπρή ἐξαίρεση τοῦ 24ου Ἐπισκόπου τῆς ἀντιπροσωπείας του.
Ἀλλά καί ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δέν ἦταν καλύτερη, ἀφοῦ ὁ Προκαθήμενός της –μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης– κάκισε τήν στάση τῶν διαφωνησάντων τεσσάρων Ἀρχιερέων, πού δέν ὑπέγραψαν τό Στ΄ Κείμενο, καί ὅλως αὐθαιρέτως –παρά πᾶσαν διοικητικήν καί πνευματικήν δεοντολογίαν– ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ὄχι μόνον παπική νοοτροπία καί ἀνεντιμότητα ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί πράξη ποινικῶς διώξιμη.
Ἔτσι, ἡ πανηγυρική διάψευση τοῦ στόχου γιά τήν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, πού τέθηκε καί ὡς σκοπός συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στήν Κρήτη, ἔγινε –στήν πράξη– μέ τή μή συμμετοχή τεσσάρων Πατριαρχείων, τήν κραυγαλαία διαμυστηριακή ἀκοινωνησία δύο Πατριαρχείων (Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας), τήν θεσμικά ἀσυνεπῆ ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου ἀπό τόν Προκαθήμενο μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας (Ἑλλάδος), τήν μή ὑπογραφή τοῦ ἐπίμαχου δογματικοῦ περιεχομένου Κειμένου ἀπό σημαντικό ἀριθμό συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, καί τέλος, μέ τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τούς παραπάνω θεολογικούς λόγους, ἡ ἐκκλησιολογική εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, συνολικῶς, εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρή καί μεγάλη. Εὐτυχῶς, τό εὐλαβές ἐκκλησιαστικό πλήρωμα παραμένει πιστό στήν Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου –«ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– καί ἀπορρίπτει κατηγορηματικά τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί ψήφισε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, νομιμοποιώντας ἔτσι «θεσμικά» τό καρκίνωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στό «ἄσπιλο» σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλουν νά πάρουν ὑπεύθυνα θέση, καταρχήν προσωπικά, ἀλλά καί κατόπιν συλλογικά, στήν ἑπόμενη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἔναντι κυρίως τοῦ Στ΄ Κειμένου, μέ τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίστηκαν οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησίες, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἀλλά καί τό εὐλαβές πλήρωμα, ὡς φύλακας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Σύνοδος τοῦ 1848), ἀναμένει τίς δέουσες ἐξηγήσεις, γιά ποιό λόγο δηλαδή, δέν ἐκπροσωπήθηκε ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν Προκαθήμενό της. Πολύ περισσότερο ἀναμένει ἀπό τήν Ἱεραρχία νά καταδικάσει τήν διπλῆ, αἱρετική, συγκρητιστική καί Οἰκουμενιστική Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ὡς πιστοί, ἀναμένουμε –στή συνέχεια– νά ἀναληφθοῦν πρωτοβουλίες καί σέ συνεργασία μέ τά τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά συγκληθεῖ -μελλοντικῶς- μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά ἀποκαταστήσει, μέ τό μεῖζον κῦρος της –ἐπίσημα καί θεσμικά– τήν διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα, νά καταδικάσει τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καί νά δημοσιοποιήσει τά Πρακτικά τῆς ἀμφισβητούμενης «Συνόδου».
Τέλος, ἐπιθυμοῦμε νά κλείσουμε μέ μία ρεαλιστική αἰσιοδοξία. Φρονοῦμε, ὅτι μέ ὅσα γράφουμε, παραμένουμε –«ὡς ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, καί κατά συνέπεια παραμένουμε μέ τόν παρόντα και τόν ἐσχατολογικό Νικητή. Βέβαια, μέ δεδομένη τήν ἀδιαμφισβήτητη Βιβλική καί Πατερική Ἀλήθεια, ὅτι ὁ εἰσηγητής ὅλων τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ πονηρός νόμισε πρός τό παρόν πώς πέτυχε ἐξαιρετικά μεγάλη νίκη κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς –μέ τό Στ΄ Κείμενό της– «ἀναγνωρίστηκαν» ὅλες οἱ Χριστιανικές αἱρέσεις, ὡς Ἐκκλησίες. Καί, προφανῶς, ἔχει κάθε λόγο νά πανηγυρίζει σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά τέτοια «Σύνοδος» στήν Ἱστορία της, πού νά νομιμοποιήσει θεσμικά ὅλες μαζί τίς αἱρέσεις διά μιᾶς, πρᾶγμα πού προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη καί ὀδύνη στούς πιστούς ἐκείνους, πού συμβαίνει νά πληροφοροῦνται καί νά κατανοοῦν καλῶς τά συμβαίνοντα στήν Ἐκκλησία τους.
Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ἡ χαρά του ἤδη μεταβάλλεται σέ βαρειά θλίψη. Καί τοῦτο, γιατί τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, κινούμενο ἀπό ἔλλογη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διαχρονικά, καί ὄχι ἄκριτα στήν Διοίκησή της, ἐξαιτίας τῆς ὑπαρξιακά βιούμενης μετάνοιας, τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, δέν πρόκειται νά ἀποδεχτεῖ ποτέ αὐτήν τήν «Σύνοδο». Ἔτσι, ἀκυρώνει –στήν πράξη– τήν ἐπαίσχυντη –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– ἀπόφαση τῆς «ἐκκλησιαστικοποίησης» τῶν αἱρέσεων.
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιά τήν συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς μή γενομένη.

Γ΄. «ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ»

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὡς γνωστόν, δέν ἀναφέρθηκε –διαχρονικά- στίς προηγούμενές της Οἰκουμενικές ἤ Πανορθόδοξες Συνόδους, οὔτε καί καταδίκασε καμία ἀπό τίς προγενέστερα καταδικασμένες αἱρέσεις, οὔτε βέβαια καί κάποια ἀπό τίς σύγχρονες, πρᾶγμα πού συνιστᾶ «πρωτότυπη» παραφωνία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅλως παραδόξως, ὅμως, ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἀπειλεῖ ὅσους ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θά ἀντιδράσουν στίς ἀποφάσεις της.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ παραπάνω «Σύνοδος» κάνει ἀνεπίγνωστη σύγχυση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκησή της.
Γιά τό σοβαρότατο αὐτό θέμα θά σημειώσουμε –μέ κάθε δυνατή συντομία- τά ἑξῆς σημαντικά, ἀπό Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογική ἄποψη.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό δη­λα­δή, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται κατά κόρον τόσο ἀπό πιστούς ὅσο καί ἀπό Ἱερεῖς καί Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας συνήθως καί ἄκριτα τήν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγνοώντας, ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇἘκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία (συνείδηση) στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με. Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να πρό­σω­πα. Αὐ­τό τό ἔδειξε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καθώς καί τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ Πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου». Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες αὐτές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου» μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).

Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Α.Π.Θ. 

«ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»: Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Οι Βίοι των Αγίων»: Η μοναδική Παιδαγωγική της Ορθοδοξίας
Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος
    
«Είμαστε για κλάματα»! Έτσι απλά εκφράζεται ο λαός, όταν βλέπει γύρω του να γκρεμίζονται άρδην «πνευματικά κατασκευάσματα», τα οποία χρειάστηκαν κόπο και χρόνο αιώνων, για να ορθωθούν και να αποτελέσουν «τις σταθερές» για την πορεία του ανθρώπου στο δύσκολο δρόμο του βίου του. Να παραμερίζονται με θράσος, με αδιαντροπιά, με εωσφορική μανία και μάλιστα από το ίδιο το κράτος. Λίγοι στρατευμένοι, που έχουν απωθημένα και προβάλλοντας ως επιχείρημα - προκάλυμμα την ευθυγράμμιση με το σήμερα, προχωρούν ανεμπόδιστοι στο «έργο» που τους ανατέθηκε.


     Γι` αυτό είμαστε για κλάματα. Διότι, ανεμπόδιστοι, οι λίγοι γκρεμίζουν και οι πολλοί στεκόμαστε θεατές του δράματος. Και όχι μόνο γι` αυτό, αλλά κυρίως και επειδή το γκρέμισμα στρέφεται στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας.

     Καταθέτουμε αρχικά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό στην επιστήμη της παιδαγωγικής και των συναφών σπουδών αλλά και στους σοβαρούς επιστήμονες και ερευνητές, που πολλοί απ` αυτούς κατανάλωσαν όλη τους τη ζωή για την προσφορά στο νέο άνθρωπο και τους έγραψε αξίως η ιστορία. Να τον βοηθήσουν να περπατήσει το δρόμο της μόρφωσης και γενικότερα της ζωής, ευκολότερα και αποδοτικότερα. Αλλά να βοηθήσουν και τους διδασκάλους, ώστε να φέρουν ελαφρώς το βαρύ φορτίο της διαπαιδαγώγησης των νέων και να μη «δέρουν εις αέρα», κοπιάζοντες αυτοσχεδίως και ματαίως και αποδίδοντες ολίγον και κακώς. Είναι άξιοι ευγνωμοσύνης.
      Ας ακούσουμε όμως, τι μας λέει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, στο βιβλίο του «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ», σχετικά με την διαμόρφωση και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και φυσικά του νέου, από τα χρόνια της μαθητείας του.
     Στο κεφάλαιο: «ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ», μας λέει πως ο Χριστός με την ενανθρώπισή του μας έσωσε από το θάνατο, με τον οποίο όλοι οι άνθρωποι ήμασταν δεμένοι. Η αληθινή πλέον ζωή είναι η ζωή εν Χριστώ και αυτήν τη ζωή την πραγματώνουν κυρίως οι άγιοι και ακολουθούν οι λοιποί αναλόγως του αγιασμού που λαμβάνουν, συμμετέχοντες στην άσκηση και στα μυστήρια της Εκκλησίας. Η ζωή είναι όντως ζωή, όταν είναι εν Χριστώ και μακριά από το Χριστό είναι θάνατος.
     Αφού οι άγιοι γίνονται ένα με το Χριστό και κατά χάρη χριστοί, οι βίοι τους είναι για μας το μεγάλο διδασκαλείο. Να πώς συνεχίζει ο άγιος Ιουστίνος:
     «Οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Χριστού, η επαναλαμβανόμενη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερα, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινόμενη  διά των αγίων… Η ζωή των αγίων είναι στην πραγματικότητα αυτή η ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία διοχετεύεται εις τους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται από αυτούς εν τη Εκκλησία Του…».
     Στη συνέχεια, ξεκινάει από τις «Πράξεις των αγίων Αποστόλων». Αυτές περιέχουν ό,τι δίδαξε ο Χριστός και η βίωση της ζωής Του από τους Αποστόλους, η οποία μεταδόθηκε μέσα στην Εκκλησία. Οι δε «Βίοι των Αγίων» είναι συνεπώς συνέχιση των «Πράξεων των Αποστόλων»… «Μέσα στ` αυτούς συναντά κανείς το ίδιο το Ευαγγέλιο, την ίδια τη ζωή, την ίδια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια «δύναμιν εξ ύψους», τον ίδιον Θεόν και Κύριον». Αυτή είναι και η Παράδοση της Εκκλησίας.
     «Οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο, παρά οι ευαγγελικές θείες αλήθειες, που μεταφέρθηκαν στην ανθρώπινη ζωή μας διά της χάριτος και των ασκήσεων. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, η οποία να μην μπορεί να μεταβληθεί σε ζωή. Όλες οι αλήθειες αυτές δόθηκαν από το Χριστό για ένα σκοπό: για να γίνουν ζωή μας, πραγματικότητά μας, κτήμα δικό μας, χαρά μας. Και οι άγιοι, όλοι τους μέχρις ενός, ζουν αυτές τις θείες αλήθειες ως κέντρο της ζωής τους και ως την ουσία του είναι τους. Ακριβώς γι` αυτό «Οι Βίοι των Αγίων»αποτελούν απόδειξη και μαρτυρία ότι η καταγωγή μας είναι από τον ουρανό. Ότι εμείς δεν είμαστε απ` αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον άλλο. Ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο «εν τω Θεώ». Ότι ζούμε επάνω στη γη διά του ουρανού. Ότι «ἡμῶν  τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20) και ότι ο σκοπός μας είναι να ουρανώσουμε τον εαυτό μας, τρεφόμενοι με τον «ουράνιον άρτον» τον καταβάντα εκ του ουρανού εις την γην…».
     Συνεχίζει: «Εις τους «Βίους των Αγίων» όλα είναι συνηθισμένα, όπως και στο Ευαγγέλιο, αλλά και όλα είναι παράδοξα, όπως στο Ευαγγέλιο. Εντούτοις και στις δυο περιπτώσεις είναι όλα πραγματικά και αληθινά, κατά ένα μοναδικό τρόπο …
     Λοιπόν, «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε σε χώρο ουράνιο, διότι η γη γίνεται ουρανός διά των αγίων του Θεού…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε στον Παράδεισο, όπου φυτρώνει και αυξάνει ό,τι το θείο, το άγιο, το αθάνατο, το αιώνιο, το δίκαιο, το αληθινό, το ευαγγελικό…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε στην αιωνιότητα. Χρόνος δεν υπάρχει πλέον: «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Απ. 10,6), διότι στους αγίους του Θεού βασιλεύει η αιώνια Θεία Αλήθεια, η αιώνια Θεία Δικαιοσύνη, η αιώνια Θεία Αγάπη, η αιώνια Θεία Ζωή…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Αποτελούν στην πραγματικότητα την εφαρμοσμένη Δογματική, επειδή έχουν βιωθεί από τους Αγίους όλες οι άγιες και αιώνιες δογματικές αλήθειες, σ` ολόκληρη τη ζωογόνα και δημιουργική δύναμή τους…
     «Οι Βίοι των Αγίων» εκτός αυτών, περιέχουν και όλη την ορθόδοξη Ηθική, το ορθόδοξο ήθος, σ` ολόκληρη τη λάμψη του θεανθρώπινου μεγαλείου του και της ακατάβλητης δύναμής του…
     «Οι Βίοι των Αγίων» αποτελούν τη βιωματική Ηθική, την εφαρμοσμένη Ηθική.
     «Οι Βίοι των Αγίων» βεβαιώνουν αναμφισβήτητα ότι η Ηθική δεν είναι άλλο, παρά μια εφαρμοσμένη Δογματική».
     Παρακάτω, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Άγιος φτάνει στην κορύφωση των σκέψεών και της βιωματικής του κατάθεσης:
     «Αλλά τι είναι ακόμα «Οι Βίοι των Αγίων»; Η μοναδική Παιδαγωγική της Ορθοδοξίας. Διότι μέσα σ` αυτούς, κατά αναρίθμητους ευαγγελικούς τρόπους, τελείως δοκιμασμένους διά της μακραίωνης εμπειρίας έχει καταδειχθεί πώς διαπλάθεται και οικοδομείται  το τέλειο ανθρώπινο πρόσωπο, ο τέλειος άνθρωπος, και πώς  αυξάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,13), διά των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών εν τη Εκκλησία του Χριστού. Τούτο δε ακριβώς αποτελεί και το παιδαγωγικό ιδεώδες του Ευαγγελίου, το μόνο παιδαγωγικό ιδεώδες, το άξιο ενός θεοειδούς όντος, όπως είναι ο άνθρωπος. Το ιδανικό αυτό το έθεσε, αλλά και το πραγματοποίησε πρώτος ο Θεάνθρωπος Χριστός, κατόπιν δε Αυτού το πραγματοποίησαν  και οι άγιο Απόστολοι και οι λοιποί άγιοι του Θεού. Εν τούτοις όμως, χωρίς το Θεάνθρωπο Χριστό και έξω απ` Αυτόν, οποιοδήποτε κι αν είναι το παιδαγωγικό ιδανικό του ανθρώπου, αυτός θα παραμένει διά παντός ένα ον ατελές, ένα ον θνητό, ένα ον άθλιο και τραγικό, άξιο των δακρύων όλων των οφθαλμών, όσοι υπάρχουν στους κόσμους του Θεού».
     Τέλος, για να μην κουράζουμε τους αναγνώστες, κλείνει μερικώς το κεφάλαιο ο άγιος με έναν ακόμη χαρακτηρισμό που αποδίδει στους «Βίους των Αγίων»:
     «Εάν θέλετε, λέει, «Οι Βίοι των Αγίων» είναι μία ιδιόμορφος ορθόδοξος εγκυκλοπαίδεια. Εις αυτούς δύναται να εύρει κανείς όλα όσα χρειάζονται εις μίαν ψυχήν πεινασμένην και διψασμένην διά την αιώνιαν Δικαιοσύνην και αιώνιαν Αλήθειαν μέσα σ` αυτόν τον κόσμο. Πεινασμένη και διψασμένη για τη θεία αθανασία και την αιώνια ζωή. Αν διψάς την πίστη, θα τη βρεις πλούσια στους «Βίους των Αγίων» και θα χορτάσεις την ψυχή σου με τροφή που ποτέ δε θα ξαναπεινάσεις. Εάν ποθείς την αγάπη, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ελπίδα, την πραότητα, την ταπείνωση, τη μετάνοια, την προσευχή ή οποιαδήποτε αρετή και άσκηση, στους«Βίους των Αγίων» θα βρεις ένα  πλήθος αγίων διδασκάλων για κάθε άσκηση και θα λάβεις τη βοήθεια της χάριτος για κάθε αρετή». 
     Τι περισσότερο θα τολμούσαμε να συμπληρώσουμε σ` όσα μας λέει ο άγιος Ιουστίνος; Κάνοντας μια σύγκριση με αυτά των ασχημονούντων εις βάρος  της νεότητας και το γένους, άδουμε θρηνητικώς:
«Κλάψετε μάτια, κλάψετε, κλάψετε και δακρύστε,
  τους γέλωτας αφήσατε, την  προσευχήν αρχίστε».

Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 9-9-2016 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ


Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, Ο ΦΥΛΑΞ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ!


«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»

ΣΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΣΟΥ!


Απολυτίκιο Ύψωσης του Τιμίου Σταύρου

Το απολυτίκιο της ημέρας είναι από τα πλέον το γνωστά στην Εκκλησία μας και ψάλλεται όχι μόνο την ημέρα της εορτής αλλά και σε άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις όπως τον Αγιασμό.

"Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα".

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ!