ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

Ο π. Ιωάννης (Ιβάν) Ίλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1829 μ.Χ., την μέρα εορτής του μεγάλου Σλαύου Οσίου Ιωάννη της Ρίλας (Βουλγαρίας), του οποίου πήρε και το όνομα, στο χωριό Σούρα του Αρχάγγελσκ (βορεινή Λευκή θάλασσα της Ρωσίας). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ηλίας (Ίλιτς) Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ και η μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα και ήσαν δύο ευσεβείς και με πενιχρή μόρφωση χωρικοί, ενώ ο παππούς του ήταν ιερέας.

Από μικρή ηλικία λόγω του οικογενειακού κλίματος η θεία λατρεία και η αυστηρή νηστεία έγιναν οι βάσεις της παιδικής του κατήχησης. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε η μητέρα του να του παραδίδει μαθήματα και σε ηλικία 10 ετών στάλθηκε στην ενοριακή σχολή του Αρχάγγελσκ, όπου αποφοίτησε σε ηλικία 22 ετών ως αριστούχος στο θεολογικό Σεμινάριο, με αποτέλεσμα να επιτύχει κρατική υποτροφία και να σταλεί στη θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Την ίδια εποχή πεθαίνει ο πατέρας του σε ηλικία 48 ετών. Με όπλο τον καλλιγραφικό γραπτό του χαρακτήρα, γίνεται γραμματέας της Ακαδημίας και με πενιχρό μισθό, ζει αυτός και η μητέρα του. Ενώ είχε την επιθυμία να γίνει ιεραπόστολος στη μακρινή Κίνα, στο τέταρτο έτος των σπουδών περνάει βαθιά κατάθλιψη, που όμως την ξεπερνάει σιγά-σιγά. Μελετά τα γραπτά πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και στέκεται ιδιαίτερα στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Φιλάρετο Μόσχας.

Στο τέλος των σπουδών του εγκαταλείπει οριστικά τη σκέψη της εξωτερικής ιεραποστολής και όταν του προτείνεται η θέση ιερέα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου στην Κρονστάνδη, στο νησί Κότλινε του Φιννικού κόλπου, που ήταν τόπος εξορίας. Ο γέροντας ιερέας Κωνσταντίνος Νετβίτσκυ του ζήτησε επιπλέον, και αυτός δέχτηκε, να νυμφευτεί και την κόρη του Ελισσάβετ Κωνσταντίνοβνα. Στις 11 Νοεμβρίου του 1855 μ.Χ. (26 ετών) έγινε διάκονος και την επόμενη μέρα πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Χριστόφορο Βιννίτσκυ, στο ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ως ιερέας ο Ιωάννης, ακολουθεί αυστηρό πνευματικό βίο, ενώ η σύζυγός του γίνεται με αυταπάρνηση βοηθός στο έργο του και μετά από ένα χρονικό διάστημα συναποφασίζουν τελικά να ζήσουν χωρίς παιδιά, σαν αδέλφια.

Στον τόπο εξορίας, στην Κρονστάνδη, ο πληθυσμός ακολουθούσε βίο μακριά από την εκκλησιαστική πρακτική. Γρήγορα ο Ιωάννης κατάλαβε πως όλοι ανήκουν στο ποίμνιό του. Η προσέγγιση άρχισε από τα παιδιά, γιατί όπως έλεγε κρατούν ένα μέρος από το αρχικό μεγαλείο της εικόνας του Θεού. Ακολούθησαν σιγά-σιγά και οι μεγάλοι. Ενθάρρυνε κάθε άνδρα και γυναίκα να εισέλθουν στον εκκλησιαστικό βίο. Μοίραζε τα πενιχρά του έσοδα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερείται ακόμα τα απαραίτητα. Ο ίδιος έπραττε σημαντικό ιεραποστολικό έργο. Αγόραζε τρόφιμα, φάρμακα, καλούσε γιατρούς.

Η βάση της φιλανθρωπικής του δράσης στηριζόταν στο να οργανώσει αυτούς που μπορούσαν να βοηθούν. Με συχνά κηρύγματα ανέλυε τις πολύπλευρες αιτίες της Κρονστανδικής πενίας και επαιτείας. Έτσι κατάφερε σύντομα να ιδρυθούν πτωχοκομεία, εργατικές πολυκατοικίες, επαγγελματικές σχολές και έτσι να δοθεί ανάλογα στον καθένα κατοικία και εργασία. Έμβλημά του υπήρξε η κοινωνική αλληλεγγύη γι αυτό και το έργο του αφορούσε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από καταγωγή ή θρησκευτική ομολογία.

Μερικά παραδείγματα του κοινωνικού του έργου είναι:

Το 1874 μ.Χ συγκροτεί ενοριακή πρόνοια για τους φτωχούς.
Το 1882 μ.Χ , εγκαινιάζει εργατική εστία. Η εστία κάηκε, αλλά πάλι την έκτισε, αφού είχε ήδη δημιουργήσει ασφαλιστικό ταμείο. Το ίδρυμα αυτό μεγάλωσε και έγινε πολυδύναμο, όπου έβρισκαν γνώσεις και εργασία παιδιά και απόκληροι. Το 1902 μ.Χ δούλευαν σε αυτό 7281 εργαζόμενοι.
Το 1903 μ.Χ. η στοιχειώδης σχολή του ιδρύματος είχε 259 παιδιά, το τμήμα ζωγραφικής 30 άτομα, το εργαστήρι ξυλουργικών ειδικοτήτων 61 άτομα, το γυναικείο τμήμα 50 άτομα. Διέθετε επιπλέον εργαστήρι υποδηματοποιίας, ζωολογική συλλογή και τμήμα γυμναστικής.
Η παιδική βιβλιοθήκη το 1896 μ.Χ., διέθετε 2687 τόμους, ενώ παράλληλα με αυτήν λειτουργούσαν δύο βιβλιοπωλεία.
Εκτός από τα ιδρύματα λειτουργούσαν ακόμη το σχολείο της Κυριακής, το κέντρο λαϊκών διαλέξεων, το λαϊκό αναγνωστήριο και η δανειστική βιβλιοθήκη.
Η ενοριακή πρόνοια συντηρούσε ορφανοτροφείο - νηπιαγωγείο και εξοχικό οίκημα για παιδιά, πτωχοκομείο, ξενώνα για αστέγους και κέντρο ιατρικής βοήθειας. Το 1896 μ.Χ πέρασαν δωρεάν από το ιατρείο αυτό 2721 ασθενείς, ενώ η λαϊκή τραπεζαρία ετοίμαζε σε καθημερινή βάση 400 έως 800 μερίδες φαγητού.
Επιστέγασμα αυτής του της πορείας είναι η ίδρυση στην Πετρούπολη γυναικείας μονής αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη της Ρίλας, η ίδρυση της μονής Βοροντσόφσκυ στο Ριμπίνσκυ της επαρχίας Πσκόφ και της μονής Πιουχτίτσκυ στη Ρωσική Πολωνία.
Χτίζει στη Σούρα τρισυπόστατο πέτρινο ναό αφιερωμένο στον Αγ. Νικόλαο, τον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας και την Αγ. Παρασκευή. Ιδρύει ακόμη ορθόδοξη εκκλησιαστική αδελφότητα, σχολείο, παιδική στέγη, πριονιστήριο και συνεταιρισμό. Κατόπιν δημιουργεί ιερά γυναικεία μονή αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας. Το 1912 μ.Χ. η μονή είχε 120 μοναχές, ενώ διέθετε ξεχωριστή σκήτη κοντά στο χωριό και μετόχι στο Αρχάγγελσκ.

Επί 32 χρόνια ο π. Ιωάννης εργάστηκε σαν παιδαγωγός (1857 - 1862 μ.Χ. στην περιφερειακή σχολή Κρονστάνδης και 1862 - 1889 μ.Χ. στο Γυμνάσιό της). Βασική του αρχή ήταν η απλότητα στη διδασκαλία. Θεωρούσε πως η γνώση είναι απέραντη, γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εκλεγεί για τα παιδιά μόνο το πιο απαραίτητο τμήμα της. Για να δημιουργηθεί ένα αρμονικό σύστημα, θεωρούσε πως η μόρφωση είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς, η οποία και προηγείται. Σαν δάσκαλος απέφευγε να τιμωρεί, δίδασκε με συζήτηση, επαναλάμβανε τις εκλεκτές περικοπές από την Αγία Γραφή, προκαλούσε ερωτήματα, ενθάρρυνε την παιδική ελευθερία και πρωτοβουλία.

Οι προσωπικές του παιδαγωγικές αρχές που ξεχωρίζουν στο έργο του είναι:

Η αρχή της απλότητας της διδασκαλίας.
Η μόρφωση οφείλει να είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς.
Να μη τιμωρεί.
Να διδάσκει με διαλογική συζήτηση.
Να επαναλαμβάνει με τρόπο ζωντανό αναλύσεις της Αγ. Γραφής συνοδεύοντας την επανάληψη με αναγνώσεις εκλεκτών περικοπών.
Να επιτρέπει τις ερωτήσεις των μαθητών και να προκαλεί συζητήσεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος πολλοί απ’ αυτούς.
Η ενθάρρυνση της ελευθερίας και της πρωτοβουλίας των μαθητών.
Η εκκλησιαστική ακολουθία μπορεί και πρέπει να είναι το καλύτερο μέσον αγωγής για την μόρφωση της χριστιανικής ψυχής.

Ο άγιος Ιωάννης σύντομα αντιτάχθηκε στη θεολογική πρόταση της αραιής μετάληψης της Θείας Κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο πρότεινε συχνή συμμετοχή στις ακολουθίες, αγωνιστική διάθεση φιλανθρωπίας και εξομολόγηση μετά από μετάνοια. Η προσωπική εξομολόγηση που έκανε, ήταν συχνά πολύωρη, έτσι το μεγάλο πλήθος των πιστών τον οδήγησε σε αναβίωση της κοινής εξομολόγησης. Καταδίκαζε με αυστηρότητα την χλιαρότητα και τον τυπικό ευσεβισμό της Ρωσικής κοινωνίας, που είχε υποβαθμίσει τη μετοχή στη θεία Κοινωνία σε μία άπαξ του έτους υποχρέωση και την Θεανδρική ζωή της εκκλησίας στο επίπεδο των εθίμων.

Εν τέλη έγινε λοιπόν ένας «στάρετς» που έκαναν σ’ αυτόν ελεύθερη υπακοή χιλιάδες πιστοί, γιατί άνοιξε καινούργιους δρόμους μένοντας πιστός στην ορθόδοξη πίστη. Εμπόδιζε από τη Θεία Κοινωνία μόνο τους φανατικούς οπαδούς του (Ιωαννίτες), με τους οποίους είχε ανοικτούς λογαριασμούς από το 1880 μ.Χ., οι οποίοι τον θεωρούσαν ως νέα ενσάρκωση του Χριστού. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος να πηγαίνει στα μέρη που δρούσαν για να τους καταπολεμήσει. Έτσι το πρώτο ταξίδι γι’ αυτό το σκοπό το έκανε το 1892 μ.Χ. στη περιοχή Γντόφσκυ, κοντά στη Πετρούπολη.Ό ίδιος όμως πραγματοποιούσε και μεγάλες περιοδείες, που επαναλαμβάνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη που δημιούργησε η απήχηση της ζωής του πέρα από την Κροστάνδη και η τεράστια αλληλογραφία που είχε.

Τα ταξίδια αυτά άρχισαν το 1888 μ.Χ. πηγαίνοντας κάθε χρόνο στο χωριό του Σούρα. Τα υπόλοιπα ταξίδια - περιοδείες έγιναν στο Βορονέζ, Χάρκοβο, Κίεβο, Κουρσκ, Οδησσό, Βαρσοβία μέχρι και το Βερολίνο.

Το 1907 μ.Χ. και ενώ ήταν επίλεκτο μέλος πολλών κοινωφελών οργανώσεων, διορίστηκε και μέλος της Ιεράς Συνόδου. Όμως ποτέ δεν έκανε χρήση του δικαιώματος να συμμετάσχει καθώς τα παράσημα που του έδωσαν, όπως και τα βαρύτιμα ράσα ή οι δωρεές των πλουσίων, έδιναν αφορμές για επικρίσεις. Ήταν ένα συμπλήρωμα των δοκιμασιών του διότι δεν ξεχώρισε την καλή αγγελία και ως ανάγκη και των πλουσίων και των επιφανών.

Βαριά άρρωστος τον Δεκέμβρη του 1908 μ.Χ., χωρίς να καταλύει την νηστεία των Χριστουγέννων, τέλεσε για τελευταία φορά τη Θεία Λειτουργία στις 10 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ. Στις 18 του μηνός είπε «δόξα τω Θεώ, ότι έχουμε δυο μέρες ακόμα για να τα κάνουμε όλα». Στις 19 έχασε τις αισθήσεις του, το βράδυ συνήλθε αλλά με πυρετό. Λειτούργησαν μεσάνυκτα για να προλάβουν να τον κοινωνήσουν με πολύ κόπο. Στις 6.00 του διάβασαν την ευχή «εις ψυχορραγούντα». Απεβίωσε, στην Κρονστάνδη, στις 07:40 της 20 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ., σε ηλικία 80 ετών. Η κηδεία του ήταν επιβλητική. Την ακολούθησαν πάνω από 20.000 πιστοί. Συμμετείχε ο πρωθιεράρχης της ρωσικής εκκλησίας με πολλούς επισκόπους, 60 ιερείς και 20 διακόνους.

Η Ιερά Σύνοδος διέταξε ο βίος του να διδάσκεται στα ιερατικά σεμινάρια. Ο τάφος του βρίσκεται στον υπόγειο ναό της γυναικείας μονής Ιωάννοφσκυ της Πετρούπολης, ως μεγάλο προσκύνημα. Η ζωή του χαρακτηρίζεται προφητική για την Εκκλησία της Ρωσίας του 20ου και 21ου αιώνα. Στις 8 Ιουνίου 1990 μ.Χ., η Ι. Σ. της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην πράξη αναγνώρισης της αγιότητάς του αναφέρει ότι έγινε "... για την ενάρετη ζωή του με την οποία ήταν τύπος των πιστών και για την πλήρη ζήλου και θυσιών υπηρεσία του στον Θεό και την Εκκλησία. Για την αγάπη του στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Για τα θαύματα που έκανε, τόσο στη ζωή, όσο και μετά θάνατον, μέχρι σήμερα...".

Παρότι ο στάρετς Ιωάννης ήταν πνευματικό τέκνο του ορθοδόξου ησυχασμού, τα συγγράμματα και οι λόγοι του εκτός από τη λατρευτική μυστηριακή ζωή είχαν και κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι τα έργα του που εκδόθηκαν αφπρούσαν:

Συζητήσεις και κηρύγματα
Αντιρρητική συγγραφή, αναμνήσεις και επιστολές.
Αποσπάσματα από το ημερολόγιό του με το τον τίτλο «Η εν Χριστώ ζωή μου».

Το τελευταίο βιβλίο εκδόθηκε σε πολλές «επαυξημένες» εκδόσεις σε πολλές γλώσσες. Η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, 1987 μ.Χ., προκάλεσε αίσθηση με αποτέλεσμα κρίσεις να γραφούν στον αγγλικό, αμερικανικό και αυστραλέζικο τύπο.

Ο ίδιος αποτέλεσε σημείο αναφοράς της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης που σημειώθηκε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, παρότι αυτή δεν σημάδεψε καίρια και πλήρως την Ρωσική θεσμική Εκκλησία.

Από μερικούς γίνεται η παρανόηση, ότι ο άγιος Ιωάννης είχε σε υψηλή εκτίμηση τον Ρασπούτιν και μάλιστα τον παρουσίαζε ως άγιο άνθρωπο, συντελώντας στην αποδοχή του Ρασπούτιν από την αυτοκρατορική οικογένεια των Ρωμανώφ. Η σχετική βιβλιογραφική έρευνα δείχνει ότι αυτό δεν ευσταθεί, αλλά ότι πρόκειται για «αστικό μύθο» όπου γίνεται σύγχυση του αγίου Ιωάννη με έναν άλλο ιερέα της εποχής, τον πρωτοπρεσβύτερο Ioann Ianyshev.

ΑΓΙΕ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ!


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΙΕΡΕΑΣ, Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΑΝΔΡΑΣ

Πόσα και πόσα εγκλήματα δεν γίνονται «εν βρασμό ψυχής», πάνω δηλαδή στον κατακλυσμό της οργής που δεν αφήνει την λογική να κυριαρχήσει… εκείνη την στιγμή, η ικανοποίηση ενός βίαιου τέλους φαίνεται η μόνη υπαρκτή και λογική λύση.

Βρισκόμαστε μέσα σ’ένα ναό. Έχει μερικά λεπτά που η αγρυπνία έχει τελειώσει. Ο νεωκόρος αρχίζει σβήνει τα καντήλια του τέμπλου αφήνοντας αναμμένα μόνο του Χριστού και της Παναγίας. Ο ιερέας έχει τελειώσει την κατάλυση και αρχίζει σιγά σιγά να βγάζει τα ιερατικά του άμφια. Το ημίφως μέσα στον ναό δίνει μια νότα χαρμολύπης. Δυο τρεις οικογένειες έχουν μείνει μέσα στον ναό περιμένοντας υπομονετικά να πάρουν την ευχή του ιερέα κατ’ ιδίαν πριν φύγουν για το σπίτι τους…είναι ο πνευματικός τους πατέρας, θέλουν να του πούνε έστω ένα «καληνύχτα» πριν τον ξεπροβοδίσουν για το πατρικό του.

Ο ιεράς, γκριζομάλλης, γύρω στα 45, εξομολογεί αρκετούς ανθρώπους οι οποίοι βρίσκουν παρηγοριά στους λόγους του και ανάπαυση στο πετραχήλι του.
Η πόρτα του ιερού βήματος ανοίγει και ξεπροβάλλει η μορφή του ιερέα. Τα γένια του μακριά ακουμπούν ατημέλητα το στήθος του, τα μαλλιά του και αυτά μακριά αγγίζουν το χρώμα του χιονιού. Χαμογελά καθώς βλέπει κάποιοι να τον περιμένουν για το «καληνύχτα». Δεν το επιζητεί, αλλά ούτε το αρνείται. Χαίρεται που κάποιοι άνθρωποι νιώθουν τον ιερέα της ενορίας τους δικό τους άνθρωπο, πατέρα τους και όχι κάποιον ξένο μισθωτό ο οποίος απλά εκπληρώνει υπαλληλικά καθήκοντα.

Ασπάζονται την δεξιά του βάζοντας μια μικρή μετάνοια. Τον πηγαίνουν μέχρι το αυτοκίνητό του, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο πνευματικό κέντρο που με τόση επιμέλεια δημιούργησε πριν μερικά χρόνια.
Είχε πολύ κόσμο στην αγρυπνία. Όλοι χαίρονται όταν στην ενορία γίνεται αγρυπνία και πολύ ετοιμάζονται να κοινωνήσουν Σώμα και Αίμα Χριστού. Πριν αναλάβει την ενορία αυτή ο συγκεκριμένος ιερέας όλα αυτά ήταν άγνωστα στο λογικό ποίμνιο. Και όμως τώρα, μετά από χρόνια προσπαθειών, προσευχής, εσπερινών ομιλιών, εντατικής εξομολόγησης, αρχίζει και βλέπει αυτός ο ιεράς την ευλογία του Θεού πάνω στο ποίμνιό του το οποίο έχει αποκτήσει πνευματικά ενδιαφέροντα. Το ποίμνιό του δεν αρκείται πλέον μόνο στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία αλλά επιζητεί την συνεχή κοινωνία με τον Θεό διαμέσου των Αγίων Μυστηρίων, κάτι που θα έπρεπε ο κάθε χριστιανός να επιζητεί και να επιδιώκει.
Ο ιερέας ανάβει την μηχανή του αυτοκινήτου του, χαιρετά τους τα πνευματικά του τέκνα που με τόση αγάπη τον περίμεναν, κάνει τον σταυρό του και αναχωρεί για το πατρικό του σπίτι το οποίο βρίσκεται στην διπλανή πόλη. Η απόσταση είναι περίπου 15 χιλιόμετρα, σε μερικά λεπτά θα βρίσκεται σπίτι του.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της μητροπόλεως του υπενθυμίζει ότι η ώρα είναι 02:30π.μ. Έχει φτάσει στην πόλη που μεγάλωσε και ανδρώθηκε όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Εδώ γνώρισε την αγάπη του Χριστού διαμέσου ευλαβών ιερέων αλλά και του μακαριστού επισκόπου ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο.

Η διαδρομή του είναι πάντα συγκεκριμένη. Πάντοτε περνά μπροστά από την πλατεία της μικρής αυτής πόλης που συνήθως τα πρωινά είναι γεμάτη με μικρά παιδάκια που παίζουν και ηλικιωμένους που συζητούν και χαίρονται μέσα στα περιποιημένα λουλούδια, δενδρύλλια και το γρασίδι που με επιμέλεια περιποιείται ο κηπουρός του δήμου.

Εκείνο το βράδυ όμως η πλατεία μυρίζει οργή. Ο ιερέας σταματημένος στο φανάρι της πλατείας ακούει φωνές οι οποίες γίνονται όλο και εντονότερες.
Ξάφνου ένα νεαρός περνά μπροστά από το αυτοκίνητο του ιερέως... Δεν προλαβαίνει να κλείσει το ραδιόφωνο όταν άλλοι τρεις νεαροί περνούν τρέχοντας μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητό του. Τον κυνηγούν. Οι τρεις κυνηγούν τον πρώτο νεαρό…όχι για καλό. Το φανάρι έχει ανάψει πράσινο, ο ιερέας όμως δεν λέει να φύγει. Οι φωνές έχουν πλέον μετατραπεί σε κραυγές μίσους για τους τρεις και απόγνωσης για τον άμοιρο νεαρό.

Ο ιερέας ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του, κάνει τον σταυρό του και με βιαστικό βήμα τρέχει προς το μέρος που ακούγονται οι νεαροί. Σε μερικά μέτρα τους βλέπει. Οι τρεις έχουν πιάσει τον έναν και τον κτυπούν αλύπητα. Είναι κάτω πεσμένος στο έδαφος γεμάτος αίματα και όμως οι νεαροί δεν σταματούν. Το μίσος, η οργή είναι απίστευτη. Ο ιεράς όμως δεν διστάζει.
- Σταματήστε!!! Για όνομα του Θεού….Σταματήστε!!!
Οι νεαροί γυρνούν έκπληκτοι προς το μέρος του ιερέως. Το ανάστημα του μαυροφορεμένου άνδρα με τα γένια και τα μακρυά μαλλιά μοιάζει βγαλμένο από κάποιο ηρωικό έπος στα μάτια τους. Οι δύο πανικοβάλλονται και τρέπονται σε φυγή. Ο ένας βγάζει ένα μαχαίρι, μέσα από την τσέπη του παντελονιού του χωρίς καθυστέρηση. Δεν θέλει να επιτεθεί στον ιερέα, δεν τον νοιάζει αυτός. Θέλει να ξεκάνει μιας και καλή τον αιματοβαμμένο νεαρό, ο οποίος σφαδάζει από τον πόνο. Θέλει να τον σκοτώσει.

Το μαχαίρι υψώνεται με ορμή στον ουρανό και με άλλη τόση και πιο πολύ κατεβαίνει προς το στήθος του νέου που ουρλιάζει βλέποντας το τέλος του.
Το μαχαίρι όμως δεν βρίσκει τον στόχο του. Ο ιερέας βρίσκεται ανάμεσά τους. Κοιτά στα μάτια τον επίδοξο δολοφόνο και με τα χέρια του έχει πιάσει το κοφτερό μαχαίρι.
- Σύνελθε..τί πας να κάνεις; Σύνελθε άνθρωπε, για όνομα του Θεού…σύνελθε!!!
Τα θολωμένα μάτια του νεαρού κοιτούν σαστισμένα τα χείλη του ιερέως ο οποίος με δυο γρήγορες κινήσεις αφοπλίζει τον νεαρό…Στέκονται και οι δυο όρθιοι, σιωπηλοί… το βλέμμα του επίδοξου δολοφόνου είναι σαν χαμένο…κάνει να φύγει, μα το χέρι του ιερέως τον σταματά…
- Πρόσεχε παιδί μου…γιατί τόσο μίσος;
Ο νεαρός απομακρύνεται γοργά από τον τόπο. Ο ιερέας μένει μόνος του με τον αιμόφυρτο νεαρό ο οποίος ανασηκώνεται σιγά σιγά.
- Θα σε πάω στο νοσοκομείο…
- Όχι, στο νοσοκομείο….θα τα καταφέρω…αφήστε με ήσυχο.
- Μα παιδί μου δεν είσαι καλά…θα έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο.
- Σου είπα όχι παπά μου, όχι. Σ’ευχαριστώ για όλα…τώρα πάνε στο καλό σου.
Τα αίματα έχουν σκεπάσει το πρόσωπο του νεαρού. Ο ιερέας τον βοηθά να σηκωθεί. Το ζωστικό του έχει γεμίσει αίμα…
Ο νεαρός κοιτά στα μάτια των σωτήρα του..του φιλά με δυσκολία το χέρι.
- Σ’ευχαριστώ…τώρα άσε με να φύγω, μην στεναχωριέσαι για μένα..
 
Ο ιερέας δεν ξέρει τι να πει. Βλέπει τον νεαρό να απομακρύνεται αργά αλλά σταθερά από κοντά του, μέχρις που χάθηκε μέσα στην νύκτα.
Νεκρική σιωπή στην πλατεία. Το μόνο που ακούγεται είναι η αναμμένη μηχανή το αυτοκινήτου του. Ο ιερέας κάνει τον σταυρό του με το λουσμένο στα αίματα χέρι του. Μένει για μερικά δευτερόλεπτα εκεί στον τόπο μήπως και καταλάβει τι είχε γίνει. Μάταια.

* * *

Το Πάσχα έχει έρθει. Ο καιρός ανοιξιάτικός. Ο ιερέας μας βγαίνει από το σπίτι του και ετοιμάζεται να κάνει μια βόλτα πεζός. Περνά από την πλατεία, από το σχολείο. Κοντοστέκεται λίγο στα καφενεία της περιοχής όπου ανταλλάσσει ευχές σχεδόν με όλους. Είναι αγαπητός διότι είναι αληθινός. Σε όλους δίνει αγάπη, για όλους ενδιαφέρεται.
Εδώ και δυο εβδομάδες έχει ανοίξει ένα καινούργιο ζαχαροπλαστείο στην περιοχή. Περνά απ’έξω. Κοντοστέκεται. Κάτι του λέει να μπει μέσα και να χαιρετήσει, έστω για να πει κάποιες ευχές για το νέο ξεκίνημα αυτών των ανθρώπων.
Ανοίγει την πόρτα του ζαχαροπλαστείου και αμέσως ακούγονται κάποια μικρά καμπανάκια, τα οποία κρεμασμένα πάνω από την πόρτα ειδοποιούν τον μαγαζάτορα ότι κάποιος μπήκε.
Ο ιερέας κατευθύνεται προς το ταμείο μιας και δεν φαίνεται κανείς. Πριν προλάβει όμως να πει οτιδήποτε, ένας κύριος βγαίνει βιαστικός μέσα από το εργαστήριο και τον καλημερίζει.
- Καλημέρα και σε σένα παιδί μου. Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη, πάτερ μου!
- Έχετε λίγες ημέρες που ανοίξατε το μαγαζί και είπα να περάσω να σας ευχηθώ καλές δουλειές.
Ο μαγαζάτορας ενώ στην αρχή βγήκε γελαστός και ευδιάθετος, τώρα αρχίζει να κοιτά τον ιερέα με σοβαρότητα. Τα μάτια του αρχίζουν να βουρκώνουν…ο ιερέας είναι έτοιμος να ζητήσει συγνώμη και να φύγει μιας και νιώθει ότι κάτι κακό έκανε.
 
Δεν προλαβαίνει όμως. Ο ζαχαροπλάστης βγάζει βιαστικά την ποδιά του και βγαίνει πίσω από τον πάγκο. Βρίσκεται τώρα δίπλα στον ιερέα. Του πιάνει το χέρι. Το ασπάζεται.
- Συγχώρεσε με, παππούλη. Ήθελα να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ…
Αυτά πρόλαβε να πει πριν ξεσπάσει σε κλάματα. Ο ιερέας τον αγκαλιάζει πατρικά, γεμάτος όμως απορία…
- Τι έχεις παιδί μου;…μίλησέ μου..
Μετά από μερικές στιγμές, ο ζαχαροπλάστης συνέρχεται. Σκουπίζει τα μάτια του. Τα χέρια του δεν αφήνουν το χέρι του ιερέα…σαν να μην θέλει να χάσει την επαφή μαζί του.
-Τι έχεις παιδί μου… Ξαναλέει ο ιερέας.
Μετά από δυο τρεις βαθιές ανάσες, ο ζαχαροπλάστης αρχίζει να μιλά.
- Θυμάστε κάποτε… πριν περίπου 25 χρόνια….ένα βράδυ. Στο πάρκο. Κάποιοι νεαροί δέρνανε κάποιον άλλο ταλαίπωρο; Κάποιος απ’αυτούς έβγαλε και μαχαίρι…θυμάστε;

Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Ο γερασμένος, ασπρομάλλης ιερέας, προσπαθούσε να φέρει στην θύμησή του το περιστατικό. Είχε δει και είχε ακούσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια…όμως αυτό το περιστατικό δεν ήταν και συνηθισμένο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ο ιερέας θυμήθηκε.
- Ναι…θυμάμαι παιδί μου…θυμάμαι.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά του; Ποιος ήταν απ’όλους αυτούς τους νεαρούς που τότε είχε δει; Δεν ήξερε. Υπέθεσε όμως ότι ήταν το «θύμα» της υπόθεσης, και γι’αυτό τον ευχαριστούσε…επειδή τον έσωσε από τα χειρότερα.
Οι σκέψεις του όμως σταμάτησαν απότομα από την φωνή του ζαχαροπλάστη.
-Παππούλη μου, δεν ξέρω αν κατάλαβες ποιος είμαι απ’εκείνους τους νεαρούς, γι΄αυτό και θα σου πως εγώ….είμαι αυτός που κρατούσε το μαχαίρι…είμαι εκείνος που λίγο έλειψε να γίνει δολοφόνος.
Ο ιερέας γούρλωσε τα μάτια του. Δεν περίμενε τέτοια αποκάλυψη. Δεν ήξερε τι να πει….
-Σ’ευχαριστώ που με έσωσες από μια τέτοια μεγάλη αμαρτία, παππούλη. Σ’ευχαριστώ που μπήκες μπροστά μου εκείνη τη νύκτα και με απέτρεψες από τα χειρότερα…σ’ευχαριστώ.

Ασπάστηκε και πάλι την δεξιά του ιερέως, ο οποίος βουβός άκουγε τον ζαχαροπλάστη να του ομολογεί ότι αυτός ήταν ο γεμάτος οργή νεαρός που είχε συναντήσει πριν από πολλά χρόνια.
Μίλησαν για μερικά λεπτά ακόμα. Μοιράστηκε με τον ιερέα την νέα του ζωή. Του μίλησε για την καλή του σύζυγο, για τα τρία του παιδιά, για τους νεαρούς φίλους του που έχει χρόνια να τους δει…για τον νέο που κτύπησε εκείνη τη νύκτα τόσο άγρια και ο οποίος τελικά πέθανε από υπερβολική δόση μερικά χρόνια πριν.
Ζήτησε να εξομολογηθεί. Ανανέωσαν το ραντεβού τους.
 
Ο ιερέας βγαίνοντας από το ζαχαροπλαστείο αναστέναξε με πόνο αλλά και με χαρά…έκανε τον σταυρό του και απομακρύνθηκε. Κατευθύνθηκε προς την πλατεία, στο σημείο όπου είχε γίνει το περιστατικό.
Κάθισε σε κάποιο παγκάκι κοντά στο σημείο εκείνο αφήνοντας το μπαστουνάκι του στο πλάι. Ατένιζε τον καταγάλανο ουρανό. Άρχισε να φέρνει στην μνήμη του τα θαυμαστά που είχε ζήσει τόσα χρόνια μέσα στο ευλογημένο ράσο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Ένα μικρό παιδάκι τον πλησίασε...
-Παππούλη γιατί κλαις; Τι έπαθες; Πονάς;
Ο ιερέας ξαφνιάστηκε από το χαριτωμένο παιδάκι το οποίο έμοιαζε με άγγελο…
- Να με συγχωρείς παιδάκι μου. Όχι δεν πονάω.. δεν είναι όλα τα δάκρυα από λύπη και στεναχώρια. Συγκινήθηκα από κάτι που θυμήθηκα…από κάτι που έζησα πριν χρόνια…από κάτι που έζησα πριν λίγο…

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΙ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΣΕ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ: ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΖΕΤΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί αντικείμενο επιστολής του Συλλόγου Αγρινίου και Περιχώρων προς τον Υπουργό Παιδείας Κ.Γαβρόγλου. 

Η επιστολή:
Κύριε Υπουργέ,
Διαμαρτυρόμαστε εντονότατα ως Σύλλογος Πολυτέκνων Αγρινίου και Περιχώρων που έχουμε στη δύναμή μας 5850 οικογένειες μέλη,
για την απόφαση σας να αντικαταστήσετε τα ορθόδοξα βιβλία του μαθήματος των θρησκευτικών, με τετράδια γενικότερου θρησκειολογικού περιεχομένου, προκαλώντας σύγχυση, αμφισβήτηση και αμφιβολία στις αγνές ψυχές των μαθητών, δηλητηριάζοντας τες με διδασκαλίες αντιχριστιανικού περιεχομένου, αφού εξισώνεται ο Αρχηγός της πίστεως μας ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, με τον Μωάμεθ, τον Κομφούκιο, τον Βούδα, και άλλους ψευδοπροφήτες και ψευδοθεούς.
Η ενέργειας σας αυτή είναι εντελώς αδικαιολόγητη και ανεξήγητη σε εμάς. Επιπλέον αποτελεί πράξη έμπρακτης και μέγιστης αχαριστίες προς τον ΤΡΙΑΔΙΚΟ μας ΘΕΟ που ευεργέτησε και ευεργετεί το ΄Εθνος μας και τον κόσμο ολόκληρο. Αν κύριε Υπουργέ έχετε την αγωνία να εμπλουτίσετε τις γνώσεις των μαθητών στον τομέα της θρησκειολογίας αυτό μπορείτε να το κάνετε στους μαθητές του Λυκείου που έχουν αναπτυγμένο κριτήριο και όχι στις τρυφερές ηλικίες των μαθητών του Δημοτικού.
Χωρίς περιστροφές του λόγου, σας καλούμε να ανακαλέσετε άμεσα την απόφαση αυτή, που προκάλεσε και προκαλεί το θρησκευτικό συναίσθημα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού και του συνόλου των μελών του Συλλόγου μας. Δεν πρέπει να ξεχνάτε κύριε Υπουργέ ότι είστε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της χώρας που αποτελεί το λίκνο της ορθοδοξίας παγκοσμίως. Άλλο πράγμα κύριε Υπουργέ είναι η ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα και η ειρηνική συμβίωση με τους άλλους Λαούς και τα πιστεύω τους και άλλο πράγμα είναι η συνειδητή απεμπόληση αρχών, αξιών, ιδανικών και παραδόσεων του Λαού μας και του ΄Εθνους μας, που πορεύτηκε στο διάβα των αιώνων και μεγαλούργησε με τα δικά του πιστεύω, μπολιάζοντας επ’ αγαθώ την παγκόσμια κοινωνία.
Εν κατακλείδι εμείς διατρανώνουμε την πίστη μας στον ΤΡΙΑΔΙΚΟ μας ΘΕΟ όπως τον ομολογούμε στο σύμβουλο της πίστεως μας και σας καλούμε και πάλι να διορθώσετε το σοβαρό λάθος σας με την επαναφορά των βιβλίων του μαθήματος των θρησκευτικών και την απόσυρση των τετραδίων αυτών που εξήγειραν τις συνειδήσεις σχεδόν όλου του Λαού μας.
Οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές την αλήθεια της ορθόδοξης πίστεως μας όπως την παραλάβαμε από τους προπάτορες μας.
Με Τιμή
Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΕΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΗΡΙΟΣ ΝΤΑΟΥΛΑΣ      ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ


Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ "ΣΥΝΟΔΟΥ" ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Εἰσαγωγικὰ
Ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῆ πολλὰ καὶ σημαντικὰ γιὰ τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ 2016. 

Ἡ προετοιμασία της διήρκεσε περισσότερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, τὰ ἀποτελέσματα ὅμως καὶ οἱ ἀποφάσεις της διέψευσαν τὶς προσδοκίες τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὶς ἀνησυχίες ἐξεχόντων κληρικῶν καὶ θεολόγων, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Ἅγιοι Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ Παΐσιος Ἁγιορείτης, οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέροντες Δανιὴλ Κατουνακιώτης καὶ Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ἄλλοι. Οἱ ἀνησυχίες τους συνίσταντο εἰς τὸ ὅτι ἡ μεθοδολογία καὶ ἡ θεματολογία τῆς «Συνόδου» δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν ὀρθόδοξο πατερικὸ δρόμο, τὸ δὲ κίνητρο τῶν ὀργανωτῶν δὲν ἦταν ἡ ἐπίλυση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων ποιμαντικῶν καὶ δογματικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ ἡ ὑποστήριξη τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ συνοδικὴ εἰσαγωγή του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Προέβλεπαν ὅτι ἀπὸ «τοιαύτην σύνοδον» δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένει τίποτε, παρὰ ἕνα καὶ μόνο· σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διάφορες ἄλλες συμφορές, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος παρακλητικὰ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ζητοῦσε νὰ μὴ συμμετάσχουν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου οὔτε στὴν ἴδια τὴν Σύνοδο, «ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ»1.

Πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες καὶ διατυπώθηκαν προτάσεις ἐκ μέρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεμονωμένων ἱεραρχῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ διπλῆ κατεύθυνση: νὰ βελτιωθοῦν καὶ διορθωθοῦν ὀρθοδόξως τὰ ἑτοιμασθέντα προσυνοδικὰ κείμενα καὶ ὁ κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου», καὶ ἐὰν αὐτὸ χρονικὰ δὲν ἦταν ἐφικτό, νὰ ἀναβληθεῖ ἡ σύγκληση τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαραίτητη ὁμοφωνία, χωρὶς τὴν ὁποία κατὰ τὸν ὁμοφώνως ψηφισθέντα Κανονισμὸ ἡ «Σύνοδος» δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει, καὶ οἱ ἀποφάσεις ποὺ θὰ ἐλάμβανε στὴν ἀντίθετη περίπτωση θὰ ἦσαν ἄκυρες καὶ μὴ δεσμευτικές.
Ἀτυχῶς μὲ συνοδικὸ πραξικόπημα ἡ «Σύνοδος» συνεκλήθη, μὲ ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κείμενα δὲν βελτιώθηκαν σὲ οὐσιώδη θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρούμενη συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστα ἐπουσιώδη καὶ δευτερεύοντα, μὲ συνέπεια νὰ ὑπάρξει ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπὸ Ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀλλὰ καὶ κάποιων ἐπισκόπων ποὺ ὑπέγραψαν ἤ ὑποστήριξαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ ποὺ δὲν καταδικάζουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει στὴν Ρουμανία, στὴν Ἑλλάδα, στὴν Ρωσία, ἰδιαίτερα στὴν Μολδαβία.
Ἐμεῖς, ὡς κληρικὸς τῆς ἑνιαίας καὶ ὄχι ὁμοσπονδιακῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς Θεολογίας, ἐπράξαμε πᾶν τὸ δυνατὸν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ μετὰ τήν «Σύνοδο», ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν αἱρετίζουσες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐφθάσαμε καὶ μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016 ἀποδέχθηκε καὶ ἐπήνεσε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καὶ διένειμε στὶς ἐνορίες τὸ συνοδικὸ φυλλάδιο «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ παραπλανοῦσε τοὺς πιστοὺς πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου». Τώρα βρισκόμαστε ὑπὸ δικαστικὴ ἐπισκοπικὴ δίωξη μὲ ἀνυπόστατες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμᾶται, διότι ἀποτειχίζεται (= χωρίζεται) ὄχι ἀπὸ ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπο, καὶ δὲν προκαλεῖ σχίσμα, ἀλλὰ διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις2. Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ σειρὰ ὁμιλιῶν καὶ εἰσηγήσεων σὲ ἡμερίδες, συνέδρια καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις ἔχουμε κρίνει ἐπανειλημμένως τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης. Ὅλα αὐτὰ μάλιστα ἔχουν ἀποτελέσει ὑλικὸ τριῶν βιβλίων μας μὲ τοὺς ἑξῆς τίτλους: 1. Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; (Θεσσαλονίκη 2016) 2. Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 2017) καὶ 3. Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017. Εἰς αὐτὰ προστέθηκε ἐσχάτως καὶ τὸ μικρὸ βιβλίο Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις (Θεσσαλονίκη 2017).

Τὴν καλύτερη πάντως καὶ πιὸ πολύπλευρη ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εὑρίσκει κανεὶς στὸ ὀγκῶδες διπλὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 353-704), ὅπου παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὴν «σύνοδο» ἐκτιμήσεις τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς ἐργασίες της (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἑπτὰ ἀρχιερέων (Καλαβρύτων Ἀμβροσίου, Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου, Μπάτσκας Εἰρηναίου, Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Πειραιῶς Σεραφείμ, Κυθήρων Σεραφείμ, Γόρτυνος Ἰερεμίου), δεκαοκτὼ κείμενα λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ δέκα κείμενα λαϊκῶν. Τὸ γενικὸ πνεῦμα ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποτιμήσεων εὑρίσκεται στὸν τίτλο τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ τεύχους, ὁ ὁποῖος κραυγάζει ὅτι ἡ Σύναξη τῆς Κρήτης δὲν εἶναι «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Εἶναι κρίμα ποὺ τὰ σπουδαῖα αὐτὰ κείμενα, ὡς ἑλληνόγλωσσα, δὲν μποροῦν νὰ ἀναγνωσθοῦν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὸ ἀνὰ χεῖρας κείμενο θὰ προσπαθήσουμε σύντομα νὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ σύναξη τῆς Κρήτης εἶναι ξένο καὶ ἀποβλητέο σῶμα, διότι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της, οὔτε ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της. Διακόπτει τὴν συνοδικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὶς συνόδους μιὰ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα ὅμοιων κατὰ πάντα κρίκων, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ μεταγενέστερη ὅλες τὶς προηγούμενες, «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καί «μὴ μεταίρουσα ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Εἶναι τέτοια ἡ συνοχὴ καὶ ἡ συμφωνία τῶν συνόδων μεταξύ τους, ὥστε, ὅπως ὀρθῶς ἐλέχθη, φαίνονται ὡς ἐπὶ μέρους συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Ἐφ᾽ ὅσον τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ φωτίζει τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς εἰς ὅλες τὶς ἐποχές3, εἶναι εὔλογο καὶ αὐτονόητο ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ ἔχουν ἑνότητα καὶ συμφωνία, δὲν θὰ συγκρούονται οὔτε θὰ ἀλληλοαναιροῦνται, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση ἄλλο πνεῦμα, ἀντίθεο, καθοδηγεῖ τὶς ἐργασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις4.

1. Ἀντισυνοδικὸς καὶ διαιρετικὸς ὁ τρόπος προετοιμασίας καὶ λειτουργίας

α) Ἡ μακροχρόνια προετοιμασία σκόπιμη, ὥστε νὰ προχωρήσει ὁ Οἰκουμενισμός
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία καὶ παράδοση ὑπῆρξε τόσο μεγάλη σὲ χρονικὴ διάρκεια προετοιμασία συνόδου καὶ τόσο πολλὲς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, ὅπως καὶ τόσο μεγάλος κατάλογος θεμάτων, ποὺ περιελάμβανε ἀρχικὰ ὑπερεκατὸ θέματα, τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ἠθικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ καταλήξει σὲ δέκα θέματα προεργασίας ἀπὸ τὶς διάφορες Ἐπιτροπὲς καὶ τελικὰ στὰ ἕξη τῆς «Συνόδου». Ὅλες ὅμως οἱ σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, ἀμέσως μόλις προέκυπτε ἕνα σοβαρὸ ποιμαντικὸ θέμα, ἰδιαίτερα ἂν ἐπρόκειτο γιὰ αἵρεση, συνέρχονταν μὲ τὴν διαδικασία τοῦ ἐπείγοντος καὶ ἐντὸς ἡμερῶν, ἑβδομάδων ἤ τὸ πολὺ μηνῶν, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν ἐπίλυσή του, χωρὶς συγκρότηση προπαρασκευαστικῶν καὶ προσυνοδικῶν Διασκέψεων καὶ μάλιστα τόσο μακροχρονίων. Ἡ συνοδικὴ ἀπαίτηση γιὰ ἄμεση λύση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων θεμάτων καταγράφεται στὸν ΛΖ´ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ὁρίζει «δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν». Οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουν οἰκουμενικὸ κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὸν Β´ Κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν Α´ τῆς Ζ´, καὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἐπιλύονται τὰ ἀνακύπτοντα προβλήματα ἄμεσα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, χωρὶς παρεμβολὴ Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, χωρὶς ἐκπροσώπους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος, σχεδὸν ἀπὸ τὶς ἀρχές του, δύο φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν. Οἱ σχέσεις μας μὲ τόν «λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅπως οὐδέτερα καὶ εὐγενικὰ ὀνομάζουμε τώρα τὶς αἱρέσεις, τὶς ὁποῖες ἤδη τὸ 1920 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὀνόμασε ἐκκλησίες μὲ τὴν γνωστὴ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τὸ δεύτερο θέμα, ποὺ προκάλεσε ὄχι ἁπλῶς «ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας», ἀλλὰ καὶ σχίσματα, ἐξακολουθεῖ δὲ μέχρι καὶ σήμερα νὰ τραυματίζει καὶ νὰ διασπᾶ τὴν λειτουργικὴ καὶ ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση ποὺ ἀποφασίσθηκε ἀντισυνοδικὰ χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση τὸ 1924 καὶ διήρεσε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ Παλαιοημερολογίτες καὶ Νεοημερολογίτες, ἀφοῦ πολλὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἀκολούθησαν τὸ Νέο ἀλλὰ κρατοῦν τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ ἀναστάτωση καὶ οἱ ἀντιλογίες ποὺ προεκλήθησαν, καὶ μάλιστα μὲ διακοπὲς μνημοσύνου τῶν οἰκείων ἀρχιερέων, δὲν θὰ εἶχαν καταλήξει σὲ σχίσματα, ἂν, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ κανόνες, συνερχόταν ἀμέσως Πανορθόδοξη Σύνοδος, τὴν ὁποίαν ὅλοι ὑπόσχονταν καὶ ἀνέμεναν γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ. Ἡ κατάσταση ἐχειροτέρευσε, ὅταν ἀπὸ τὴν πατριαρχία τοῦ Ἀθηναγόρα (1948-1972) θέριεψε ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἕνωση τῶν χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν» καὶ ὁμολογιῶν, δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, ὄχι μὲ ἀποκήρυξη τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν καὶ ἐνσωμάτωση μὲ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ διατηρουμένων τῶν αἱρέσεων θέλουν οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ ἑνωθεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτές, ἐγκαταλείπουσα τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητά της, διότι δῆθεν καμμία ἐκκλησία δὲν διαθέτει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ὅλες ἔχουν μέρος αὐτῆς· καμμία δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅλες ἀποτελοῦν κλαδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν γνωστὴ προτεσταντική «Θεωρία τῶν κλάδων».
Ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ἡ χειρότερη ὅλων τῶν προηγουμένων αἱρέσεων, ἡ ὄντως παναίρεση, ποὺ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις προσφέρει δηλαδὴ ἐκκλησιαστικότητα στὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νέες, σχετικοποιεῖ καὶ περιφρονεῖ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀγνοεῖ τὶς διαφορὲς καὶ τὰ χωρίζοντα καὶ προβάλλει μόνον τὰ ἑνοῦντα, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ συγκρητιστικὴ παγχριστιανικὴ καὶ στὴ συνέχεια πανθρησκειακὴ ἑνότητα τοῦ Ἀντιχρίστου, ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, μὲ πανορθόδοξη σύνοδο, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ἀθηναγόρας, ὡς κατεπεῖγον καὶ φλέγον θέμα, ἐπειδὴ ἔθιγε «τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας» κατὰ τὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση καὶ ὑπαγόρευση. Τότε ὅμως τὰ πράγματα ἦσαν δύσκολα γιὰ ὅσους προωθοῦσαν τὸν Οἰκουμενισμό, διότι οὔτε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων χωρῶν οὔτε οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς εἶχαν διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ αἵρεση.
Ἡ μακροχρόνια λοιπὸν μὲ Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις προσυνοδικὴ διαδικασία μὲ πολλὰ μάλιστα θέματα, τὰ περισσότερα τῶν ὁποίων ἦσαν δευτερεύοντα καὶ λελυμένα μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἤ ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπέβλεπε ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ἐκτραπεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὰ κύρια στὰ δευτερεύοντα, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ νὰ δοθεῖ περισσότερος χρόνος στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ διαβρώσει καὶ νὰ ἀλλοτριώσει τὶς ἱεραρχίες τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ παρασύρει μαζὶ καὶ τοὺς καθηγητὰς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἔτσι τὸ μὲν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ἐνῶ παρέμεινε ἐγγεγραμμένο πρὸς συζήτηση καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τῶν προσυνοδικῶν Διασκέψεων, διεγράφη τὴν τελευταία στιγμή, μόνο καὶ μόνο γιατὶ οὔτε οἱ τοῦ Παλαιοῦ οὔτε οἱ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἐκκλησίες ἦσαν διατεθειμένες νὰ ἀλλάξουν θέση· ἐὰν συνεζητεῖτο, θὰ ὁδηγοῦσε σὲ διενέξεις καὶ πιθανὸν σὲ διάλυση τῆς «Συνόδου». Αὐτὸ ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθεῖ, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ κύριος καὶ μοναδικὸς στόχος τῆς «Συνόδου», ἡ συνοδικὴ ἐπικύρωση καὶ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ τολμοῦν πλέον κάποιοι νὰ τὸν ὀνομάζουν αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅσοι δὲ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ πράττουν νὰ κατηγοροῦνται ὡς ὑποκινοῦντες σχίσματα καὶ φατρίες, ὡς ἀνυπάκουοι καὶ ἀνυπότακτοι, ἀφοῦ οὔτε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» δὲν ἀποδέχονται. Ἔτσι, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ὑγιὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ ἐξέφραζαν καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι καὶ Ὅσιοι Γέροντες, ἀναμενόταν ἐπὶ δεκαετίες ἡ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μακροχρόνια διάρκεια τῆς προετοιμασίας προσέφερε στοὺς σχεδιαστὲς τὸν ἀπαραίτητο χρόνο γιὰ νὰ προετοιμάσουν καὶ ἐπιβάλουν συνοδικὰ τὴν ἐπικύρωση καὶ ἀποδοχή της.

β) Προσβολὴ τῆς ἰσότητας τῶν ἐπισκόπων καὶ καταρράκωση τῆς συνοδικότητας
Ἄκρως ἀντισυνοδικός, ἀντορθόδοξος, ὑποτιμητικὸς καὶ προκλητικός, μὲ τὴν ἴδια στόχευση, ἦταν καὶ ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῶν ἐπισκόπων. Σὲ μία γενικὴ καὶ πανορθόδοξη σύνοδο, ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε σχεδιασθῆ καὶ εἶχε θεωρηθῆ ὡς οἰκουμενικὴ καὶ αἰφνιδίως ἄλλαξε χαρακτήρα, γιὰ λόγους ποὺ ἔχουμε ἀναπτύξει σὲ ἄλλες μελέτες5, ἔπρεπε νὰ συμμετάσχουν μὲ πλήρη δικαιώματα λόγου καὶ ψήφου ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἂν στοὺς παλαιοὺς χρόνους προσεκαλοῦντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ μὲ τόσες συγκοινωνιακὲς δυσκολίες καὶ ἐπίπονα ταξίδια ἔπαιρναν μέρος περισσότεροι τῶν ἑξακοσίων (600) ἐπισκόπων, εἶναι παντελῶς ἀδικαιολόγητη καὶ σκόπιμη ἡ παρουσία ἀπὸ κάθε ἐκκλησία μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὄχι τοῦ συνόλου αὐτῶν. Ἀπὸ τοὺς ὀκτακοσίους περίπου ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν ἑξήντα, δηλαδὴ τὸ ἕνα πέμπτο, ἑπομένως ἐκπροσωπήθηκε στὴ «Σύνοδο» μόνο ἐλάχιστο μέρος τῶν πιστῶν, διότι ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τοὺς πιστοὺς τῆς ἐπαρχίας του καὶ αὐτὸς γνωρίζει τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ τόπου, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μεταφέρει στὴν σύνοδο σχετικὰ μὲ τὰ συζητούμενα θέματα. Ἂν μάλιστα ληφθεῖ ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι στὴν «Σύνοδο» δὲν ἔλαβαν μέρος τέσσερις ἐκκλησίες μὲ σύνολο πιστῶν ποὺ ὑπερβαίνει τὸ 70% τῶν Ὀρθοδόξων, τότε ἡ δι᾽ ἀντιπροσωπιῶν συμμετοχὴ κατεβαίνει καὶ κάτω τοῦ ἑνὸς πέμπτου τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκμηδενίζοντας τὸν δῆθεν πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου». Σημειωτέον ὅτι στὴν σύγχρονη Β´ Βατικάνεια Σύνοδο τοῦ Παπισμοῦ (1963-1965) ἔλαβαν μέρος 2.500 ἐπίσκοποι. Τόσο πτωχὴ θέλουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀνεπίσκοπη ὅσοι ἐσχεδίασαν τὴν ἐπιλεκτικὴ παρουσία μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων;
Γνωρίζουμε πῶς ἔγινε στὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐπισκόπων, πόσοι τρόποι ἐπιλογῆς προτάθηκαν, ποιοί ἀπορρίφθηκαν καὶ ποιός τρόπος ἐπιλογῆς τελικὰ ἐπελέγη, ποὺ ἐξασφάλιζε τὴν κατὰ πλειοψηφία μετάβαση στὴν «Σύνοδο» οἰκουμενιστῶν, φιλοοικουμενιστῶν ἤ ἀδιαφόρων καὶ χειραγωγήσιμων ἐπισκόπων, γιὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι βέβαιο πώς, ἂν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, θὰ ἀκούγονταν πολλὲς ὀρθόδοξες φωνές, ὅπως ἀκούσθηκαν στὴ σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς «Συνόδου», ποὺ καὶ αὐτὲς τὶς ἀχρήστευσαν στὴ συνέχεια. Ὁ μικρὸς ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἐξυπηρέτησε καὶ ἄλλον στόχο ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, τὴν διατήρηση τοῦ Status Quo στὴν πρωτοκαθεδρία καὶ ἱεράρχηση τῶν θρόνων, ὥστε νὰ ἀποκρυβεῖ ἡ δύναμη ποὺ ἔχει κάθε ἐκκλησία, ἀντίστοιχη μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν τῶν ἐπισκόπων.
Ἡ ὑποτίμηση ὅμως καὶ ἡ προσβολὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτοὺς προσέλαβε ἄλλες, πολὺ χειρότερες, διαστάσεις, ποὺ προσδίδουν στὰ τελεσθέντα καὶ πραχθέντα αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἐκκλησιολογικοῦ περιεχομένου μὲ τὴν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπόδοση ἁρμοδιοτήτων πρωτείου στοὺς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ὅπως ἐλέχθη ὀρθὰ ἀπὸ ἐπίσκοπο ποὺ συμμετεῖχε στὶς προσυνοδικὲς καὶ στὶς συνοδικὲς ἐργασίες, ἐνήργησαν «ὡς συλλογικός τις πάπας»6. Συγκεκριμένα ἐφευρέθηκε καὶ ἐνεργοποιήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» ὁ ἀμάρτυρος καὶ ἄγνωστος θεσμὸς τῆς «Συνάξεως τῶν Προκαθημένων», τῶν πατριαρχῶν δηλαδὴ καὶ ἀρχιεπισκόπων, οἱ ὁποῖοι συνήρχοντο καὶ ἀποφάσιζαν χωρὶς τὶς συνόδους τῶν ἐκκλησιῶν τους. Καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ δεχθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάντηση καὶ ἀνταλλαγὴ γνωμῶν τῶν πρωθιεραρχῶν ἦταν ἄτυπη καὶ εἶχε συμβουλευτικὸ χαρακτήρα, στὴν «Σύνοδο» ὅμως προσέλαβε θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ ἐτορπίλλισε κυριολεκτικὰ τὴν συνοδικότητα, βασικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, διότι τὸ δικαίωμα ψήφου ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τοὺς παρισταμένους ἐπισκόπους, καὶ περιορίσθηκε μόνο στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους, ἐκ τῶν ὁποίων παρόντες ἦσαν οἱ δέκα, ἀφοῦ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἀπουσίαζαν. Δὲν ἔφτανε τὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς ὀκτακόσιους ἐπισκόπους ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν ἑξήντα, τώρα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐψήφισαν μόνον οἱ δέκα, δηλαδὴ τὸ ἕνα ὀγδοηκοστὸ (1/80) τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔπρεπε νὰ ψηφίσουν τὰ ἑτοιμασθέντα ἱεροκρυφίως κείμενα. Καὶ λέγεται αὐτὸ σύνοδος ἐπισκόπων καὶ μάλιστα πανορθόδοξη; Ἔπαυσε πλέον νὰ ἰσχύει ἡ διαχρονικὴ συνοδικὴ ἀρχὴ «ἕνας ἐπίσκοπος = μία ψῆφος» καὶ ἴσχυσε ἡ ἀρχὴ «μία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία = μία ψῆφος», μὲ ἀπόδοση οὐσιαστικοῦ πρωτείου ἐξουσίας στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους. Ἔτσι, ἀντὶ γιὰ ἕνα πάπα ἡ «Σύνοδος» μᾶς ἐχάρισε δεκατέσσερις πάπες, ὅσοι καὶ οἱ προκαθήμενοι, παρουσίασε δὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἕνα ἑνιαῖο σῶμα, στὸ ὁποῖο ἰσοτίμως καὶ ἀδιακρίτως μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀσχέτως πρὸς τὸ ἔθνος, τὸν τόπο, τὴν γλώσσα καὶ ἄλλα ἀνθρώπινα γνωρίσματα, ἀλλὰ ὡς μία ὁμοσπονδία διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες δικαιοῦται μία ψῆφο. Αὐτὸ ποὺ παραδόθηκε καὶ διδάχθηκε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων καταστρατηγήθηκε βάναυσα στήν «Σύνοδο», ὡς μία προετοιμασία γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ἐφ᾽ ὅσον πλέον δὲν ἰσχύει τὸ πρωτεῖο τιμῆς καὶ ἁπλῆς πρωτοκαθεδρίας, τό «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, τό «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), ποὺ ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ «φωστῆρες» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Δικαιολογημένα γι᾽ αὐτὸ ἀντέδρασαν πολλοὶ ἐπίσκοποι γιὰ τὴν προσβολὴ αὐτὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων. Μνημονεύσαμε ἤδη τὸν ἐπίσκοπο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Μπάτσκας Εἰρηναῖο (Μπούλοβιτς), ὁ ὁποῖος ἐκτιμᾶ ὅτι ἡ διαδικασία αὐτὴ τῆς ἐπιλογῆς μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ δικαιώματος ψήφου μόνον στοὺς προκαθημένους ἀλλάσσει καὶ ἀλλοιώνει τὸν χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, τὴν ὑποβιβάζει ἀπὸ ἀληθινὴ πανορθόδοξη σύνοδο «εἰς σύναξιν Προκαθημένων ἐχόντων ἁπλῶς διευρυμένας συνοδείας»7. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος καὶ ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφεὶμ δηλώνει ὅτι διαφωνεῖ μὲ τὴν συνοδικὴ διαδικασία «ποὺ προσβάλλει τὸ Ἐπισκοπικὸν Ὑπούργημα καὶ μεταβάλλει τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο σὲ οὐσιαστικὰ διευρυμένη Σύνοδο Προκαθημένων ποὺ προδήλως παραβιάζει τὸν 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νὰ ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε ἐπισκόπου καὶ ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καὶ νὰ ὁμογενοποιεῖται ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»8. Τὴν ἴδια διαμαρτυρία ἐξέφρασαν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος καὶ Κυθήρων Σεραφείμ9. Κάποιοι μάλιστα ἀρνήθηκαν νὰ πάρουν μέρος στήν «Σύνοδο», διότι χωρὶς δικαίωμα ψήφου θὰ ἦσαν ἁπλῶς διακοσμητικὰ στοιχεῖα σὲ ρόλο γλάστρας, ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης Θεόκλητος. Τελικῶς τὸ ἑνιαῖο καὶ μὲ ἴσα δικαιώματα σῶμα τῶν ἐπισκόπων διαιρέθηκε σὲ τέσσερις ἄνισες κατηγορίες: α) Ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ὡς πρῶτος τῶν πρώτων, μὲ διολίσθηση ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τιμῆς στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας β) Οἱ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν μὲ δικαίωμα ψήφου στὴν «Σύνοδο», ὅπως καὶ ὁ Οἰκουμενικός, καὶ μὲ τὴν ἴδια διολίσθηση τοῦ πρωτείου γ) οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» χωρὶς ψῆφο καὶ δ) οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος, γιατὶ ἀποκλείσθηκαν10.
Ἡ ἄνευ ψήφου παρουσία τῶν ἐπισκόπων στὴν «Σύνοδο» ἐδημιούργησε καὶ ἄλλες ἀντισυνοδικὲς ἐκτροπὲς καὶ παραλογισμούς, διότι, μολονότι δὲν εἶχαν δικαίωμα ψήφου γιὰ τὰ ἐγκρινόμενα κείμενα, ἐκαλοῦντο νὰ τὰ ὑπογράψουν στὴ συνέχεια, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος τῆς τοπικῆς τους ἐκκλησίας. Παρατηρήθηκε γι᾽ αὐτὸ τὸ φαινόμενο κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀρνηθοῦν νὰ ὑπογράψουν κείμενα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν συμφωνοῦσαν, ὅπως τὸ περιβόητο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ἔστω καὶ ἂν ἡ ἐκκλησία τους τὰ εἶχε δεχθῆ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ προκαθημένου της, ὅπως οἱ τέσσερις ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου (Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Μόρφου Νεόφυτος, Ἀμαθοῦντος Νικόλαος, Λήδρας Ἐπιφάνιος), ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ δεκαεπτὰ (17) ἐπίσκοποι τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν 25μελὴ ἀντιπροσωπία τους. Ἡ μικρὴ αὐτὴ καὶ ἀξιέπαινη ἀντίδραση δὲν ἔφερε τὸ παραμικρὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα· ἀντίθετα προκάλεσε ὀδυνηρὲς καὶ τραγελαφικὲς συμπεριφορές, διότι γιὰ μὲν τοὺς Κυπρίους ὑπέγραψε «ἀντ᾽ αὐτῶν», δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ, χωρὶς ἐξουσιοδότηση, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ὁ Ναυπάκτου ὑπέστη προπηλακισμοὺς καὶ ὑβριστικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ Ἑλλαδίτες συνεπισκόπους του, ὅπως ὁ ἴδιος ἐδήλωσε, οἱ δὲ Σέρβοι ποὺ κατὰ πλειοψηφίαν ἀπέρριψαν τὸ κείμενο βρέθηκαν ἀνίσχυροι πρὸ τῆς μιᾶς ψήφου τοῦ προκαθημένου τους· ἡ ψῆφος καὶ ἡ γνώμη τοῦ ἑνὸς ὑπερίσχυσε τῆς γνώμης τῶν περισσοτέρων. Εἰς μάτην ὁ μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», πρὸ τοῦ συνοδικοῦ ἀδιεξόδου ὡς πρὸς τὸ περιλάλητο κείμενο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἔγκριση καὶ ἡ ὑπογραφή του11. Αὐτὸ ὅμως καθιέρωνε καὶ ἐπεκύρωνε τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ συνοδικὴ σφραγίδα, καὶ ὅλη ἡ διαδικασία, ὅλες οἱ μεθοδεύσεις εἰς αὐτὸ ἀπέβλεπαν. Δὲν ἔπρεπε νὰ χαθεῖ αὐτὴ ἡ εὐκαιρία. Ἡ συνοδικότητα καταρρακώθηκε καὶ μαζί της τραυματίσθηκε βαθιὰ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν ἦταν μήπως καλοστημένη μεθόδευση ἡ πρόβλεψη τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς «Συνόδου», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ προτάσεις βελτιώσεως καὶ διορθώσεως τῶν κειμένων ποὺ θὰ ὑπέβαλαν οἱ ἐκκλησίες, συνοδικὰ μάλιστα ἀποφασισμένες, γιὰ νὰ γίνουν δεκτές, ἔπρεπε νὰ συμφωνοῦν ὅλοι; Καὶ μία μόνον διαφωνία ἂν προεβάλλετο, ἀπορριπτόταν ἡ βελτίωση. Εἶχαν δυστυχῶς τὴν αὐταπάτη πολλοὶ ὅτι τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμασθῆ μὲ οἰκουμενιστικὴ κατεύθυνση, στὴν «Σύνοδο» θὰ μποροῦσαν νὰ διορθωθοῦν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβαν μέρος. Ἀπογοητεύθηκαν ὅμως καὶ διαψεύσθηκαν οἰκτρά, διότι ὅλες οἱ διορθώσεις ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ μὴν ἐνισχυθεῖ καὶ ἐπικυρωθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπορρίφθηκαν ἀμέσως. Κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ παρέα ἀνελάμβανε νὰ διαφωνήσει, καὶ ἔτσι ἡ πρόταση ἀπορριπτόταν, γιατὶ δὲν συμφωνοῦσαν ὅλοι, γιατὶ διαφωνοῦσε ἕνας. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ χρειάζεται ἀπάντηση εἶναι: Ποῦ ἐνεργοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν βελτιωτικὴ πρόταση, ποὺ εἶχε πίσω της συνοδικὴ ἀπόφανση, καὶ μάλιστα ὁμόφωνη, ὅπως στὶς προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ στὴν αἱρετίζουσα διαφωνία τοῦ ἑνὸς καὶ στὴν ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχή της; Γιὰ τὴν ἐπίφαση πάντως ἀντικειμενικότητας κάποιες προτάσεις σὲ δευτερεύοντα ἀκίνδυνα θέματα ἔγιναν δεκτές, ὅσες δὲν ἔπλητταν τὸν κύριο στόχο τῆς «Συνόδου» τὴν εἰσαγωγὴ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου» εἶναι ἀντιαποστολική, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ πράξη. Δὲν ἔχει προηγούμενο στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἰς ὅλες τὶς μετέπειτα συνόδους, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές. Μπορεῖ κάποιος ἐρευνητὴς νὰ μᾶς ὑποδείξει παρόμοιο Κανονισμό, στὸν ὁποῖο στηρίχθηκε ὁ Κανονισμὸς τοῦ Κολυμπαρίου; Πάντως, ὅπου ὁ Κανονισμὸς δὲν εἶχε προβλέψει κάποια προβλήματα ἤ δὲν εὐνοοῦσε κάποιες καταστάσεις, δὲν ἐδίσταζαν οἱ ἰθύνοντες νὰ παραβοῦν τὸν Κανονισμὸ ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν. Κραυγαλέο παράδειγμα ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, κατὰ τὴν Σύνοδον καὶ κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν αὐτῆς στάδιον, λαμβάνονται καθ᾽ ὁμοφωνίαν». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας εἶχε ζητήσει ἀναβολὴ τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ὁμοφωνία σὲ θέματα ποὺ ἔθετε. Δὲν ἐψήφισε μάλιστα οὔτε τὸν Κανονισμὸ τῆς «Συνόδου». Προστέθηκαν δὲ στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἐκκλησίες Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Καὶ διερωτᾶται εὔλογα τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας: «Πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ὁμοφωνία στὴν Κρήτη μὲ τὴν ἀπουσία τεσσάρων Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν»;12

2. Τὰ κύρια καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα τῆς «Συνόδου»

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρουσιάσει καὶ πολλὲς ἄλλες θλιβερὲς πτυχὲς ὡς πρὸς τὴν διαδικασία προετοιμασίας καὶ λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἂν μάλιστα κάνει τὸν κόπο νὰ ἐρευνήσει τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἐμεῖς θὰ ἀρκεσθοῦμε εἰς αὐτά, γιατὶ δείχνουν ὁλοφάνερα ὅτι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες ὀρθόδοξες συνόδους, διακόπτει τὴν διαδοχὴ τῶν συνόδων, δὲν ἀκολουθεῖ  τὸ «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι», εἶναι ξένο καὶ ἀπόβλητο σῶμα. Εἶναι ἄλλου εἴδους σύνοδος, «διαφορετικὸ εἶδος συνόδου», ὅπως μὲ εἰλικρίνεια καὶ καύχηση παραδέχθηκε μέσα στὴν «Σύνοδο» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Ὄντως, δὲν εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, ἀλλὰ οἰκουμενιστική, σύνοδος ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πολὺ χειρότερη εἶναι ἡ κατάσταση, ἂν ἀποβλέψει κανεὶς ὄχι εἰς τὸ σῶμα τῆς «Συνόδου», ὅπως κάναμε μέχρι τώρα μὲ τὰ ἐξωτερικά της γνωρίσματα, ἀλλὰ εἰς τὸ πνεῦμα τῆς «Συνόδου», εἰς τὰ κείμενα δηλαδὴ ποὺ ἔκρινε καὶ εἰς τὸ ποιμαντικὸ καὶ ἐκκλησιολογικό τους περιεχόμενο, ἰδιαίτερα στὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν ποὺ ἀκυρώνει καὶ ἀχρηστεύει καὶ τὰ ὑπόλοιπα.

α) Τὰ περισσότερα θέματα ἦσαν λελυμένα
Ὅπως ἤδη ἔχομε γράψει ἡ προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ξεκίνησε μὲ τὴν ἐγγραφὴ στὸν Κατάλογο μεγάλου ἀριθμοῦ θεμάτων ποὺ ἐθύμιζε πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια Δογματικῆς, Ἠθικῆς, Κανονικοῦ Δικαίου, Λειτουργικῆς καὶ ἄλλων ἀκαδημαϊκῶν μαθημάτων. Χρειάσθηκαν χρόνια γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ἡ λανθασμένη ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἀντισυνοδικὴ μεθοδολογία, καὶ νὰ περιορισθοῦν εἰς δέκα τὰ ὑπὸ ἐξέτασιν θέματα μὲ ἀπόφαση τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Γενεύη 1976). Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῆς: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ)Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις· ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Τελικῶς ἀπὸ τὰ δέκα θέματα ἀφαιρέθηκαν προσυνοδικὰ καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸν Κατάλογο τὰ δύο θέματα γιὰ τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα μὲ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη, Ὀκτώβριος 2015), ἐπειδὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν ὁμοφωνία, τὸ δὲ σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» συγχωνεύθηκε μὲ τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» στὴν ἴδια Διάσκεψη. Ἀπέμειναν ἔτσι ἑπτὰ θέματα καὶ τελικῶς ἕξι, διότι στὴν «Σύναξη Προκαθημένων» στὴν Γενεύη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016 ἀφαιρέθηκε καὶ τὸ ἐπίσης σημαντικὸ καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου, ποὺ καὶ μόνο του θὰ δικαιολογοῦσε τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου. Εἶχαν οἱ προκαθήμενοι γιὰ τὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ συνοδικὴ ἐξουσιοδότηση ἤ ἐνήργησαν βάσει τοῦ πρωτείου τους (ipso jure); Ἀπέμειναν ἔτσι γιὰ τὴν «Σύνοδο» ἕξι θέματα, τὰ ἑξῆς: α) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον· β) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· γ) Τὸ Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά· ε) Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ καὶ στ) Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἕξι θέματα συζητήθηκαν χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ ἀντιρρήσεις ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας (20 Ἰουνίου) μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς Πέμπτης (23 Ἰουνίου). Τελευταῖο ἀφέθηκε τὸ σημαντικώτερο θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἐνσωματωθεῖ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου ἀπὸ τὸ διαγραφὲν θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ στάση μας ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.  Εἶναι ἡ καρδιά, τὸ κέντρο τῆς «Συνόδου», ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεώς της, ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της. Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὶς ἐντάσεις καὶ ἐνστάσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν κατὰ τὴν συζήτησή του, ποὺ κράτησε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, ὁλόκληρη τὴν Παρασκευὴ καὶ τὸ Σάββατο (25 Ἰουνίου), χωρὶς νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ χωρὶς νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ πολλούς, ἀπὸ τὸ ὑποβληθὲν αἴτημα γιὰ ἀναβολὴ τῆς ἐγκρίσεώς του, ἀπὸ τὶς πιέσεις καὶ τοὺς προπηλακισμοὺς εἰς βάρος ἐπισκόπων, μελῶν, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο βασικὲς θέσεις του, ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ ἀρνήθηαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, γιατὶ ἐπικύρωνε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ προσυνοδικὰ τὸ κείμενο αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία τῶν ἀντιδράσεων τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁ βασικὸς λόγος τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τῆς διακοπῆς μνημοσύνου ὅσων ἐπισκόπων ὑπέγραψαν ἤ δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τῆς ἐγκρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ κειμένου δικαιολογημένα πλέον καλεῖται ψευδοσύνοδος, παρόμοια πρὸς τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἀντιπροσωπία αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, κατὰ πλειοψηφίαν, δεκαεπτὰ (17) ἀπὸ τοὺς εἰκοσιπέντε (25), δὲν ὑπέγραψε τὸ κείμενο, τὸ καθιστᾶ ἄκυρο καὶ ἀπορριπτέο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ ὅλη τή «Σύνοδο», γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καρδιά, τὸ κέντρο καὶ ἡ αἰτία της. Ὅπως γράφει ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος, τὸ κείμενο αὐτό, ἐκτὸς τῆς πλειονότητος τῶν Σέρβων ἐπισκόπων, δὲν τὸ ὑπέγραψαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι. «Τοῦτο κατὰ συνέπειαν εἶναι ἄκυρον, ἐφ᾽ ὅσον, συνῳδὰ τῇ ἀπὸ τοῦ 1961 ἰσχυούσῃ ἀρχῇ τῆς ὁμοφωνίας καὶ εἷς ἀρχιερεὺς νὰ μὴ ὑπογράψῃ (ἐνῶ ἀπαιτεῖται ἡ ὑπογραφή του!), τὸ ἔγγραφον εἶναι ἀνυπόστατον»13.
Δὲν μειώνουμε τὴν σπουδαιότητα τῶν ἄλλων θεμάτων, ἡ ἔγκριση τῶν ὁποίων συνοδεύεται βέβαια ἀπὸ σημαντικὰ λάθη καὶ ἀντικανονικὲς ρυθμίσεις, δὲν περικλείει ὅμως σωτηριολογικοὺς κινδύνους, ὅπως τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἡ ἀποδοχὴ νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐπικίνδυνης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λύκων μέσα στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων. Καὶ εἰς τὸ πολὺ καλὸ κείμενο γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς νηστείας θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διεύρυνση τῶν λόγων ποὺ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ παραβαίνονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, νὰ μὴ ἀθετοῦνται «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες», καὶ μειώνεται ὁ ζῆλος γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς νηστείας ποὺ ἐπιτέλεσαν μεγάλοι νηστευτὲς Ἅγιοι. Σὲ ἐποχὴ ὑπερκατανάλωσης ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ προγραμμάτων ὑγιεινῆς διατροφῆς γιὰ τοὺς ὑπέρβαρους, ἡ αὐστηρότης τῆς νηστείας πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ ὄχι νὰ μειωθῆ.
Σοβαρότερες εἶναι οἱ παρεκκλίσεις στὸ θέμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καὶ τῶν κωλυμάτων αὐτοῦ καὶ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας γιὰ τὴν ἰσχυρή της ἀντίδραση. Ἄσκηση οἰκονομίας, ὥστε νὰ ἐπιτρέπονται οἱ μεικτοὶ γάμοι μὲ ἑτεροδόξους αἱρετικούς, δὲν δικαιολογεῖται, διότι ὑπάρχει Κανών (νόμος) ὁ 72ος τῆς Πενθέκτης (Στ´) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν τέλεση μεικτοῦ γάμου· σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τελεσθεῖ πρέπει νὰ διαλύεται, οἱ δὲ παραβάτες νὰ ἀφορίζονται: «Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι, ἀλλ᾽ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον τὸν γάμον ἡγεῖσθαι, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι, οὐδὲ τῷ προβάτῳ τὸν λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον. Εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δὲν ἀφήνει ὁ Ἱερὸς Κανὼν κανένα περιθώριο ἀσκήσεως οἰκονομίας, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ οἰκονομία ἔχει πάντοτε προσωρινὸ χαρακτήρα, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸν γάμο, ὑπάρχουν σοβαρὰ θέματα, θέματα πίστεως, καὶ ἡ αἵρεση εἶναι θέμα πίστεως, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία καὶ συγκατάβαση· «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως», οὔτε ὅπως σοφὰ καὶ θεοφώτιστα λέγει ὁ Κανὼν νὰ ἀναμειγνύουμε τὰ ἄμικτα, τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, νὰ ἑνώνουμε τοὺς λύκους μὲ τὰ πρόβατα. Ἦταν μάλιστα πολὺ καλὴ εὐκαιρία κατὰ τὴν συζήτηση τοῦ θέματος τοῦ γάμου νὰ ὑπάρξει ρητὴ καὶ ἔντονη καταδίκη τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς Ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία ὡς θύελλα ἐνισχυόμενη ἀπὸ ἀντίχριστες δυνάμεις, ἀνατρέπει τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, τῆς ὁποίας βασικὸ γνώρισμα εἶναι ἡ διάκριση εἰς ἄρσεν καὶ θῆλυ, προσβάλλει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνεῖται τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐναντίον τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ ἁμαρτήματος. Οἱ ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέναντι στὶς παρελάσεις ὑπερηφανείας τῶν Ὁμοφυλοφίλων (Gay Pride), στὴν ψήφιση ἀπὸ τὴ Βουλὴ τοῦ «Συμφώνου Συμβίωσης» τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ ἐσχάτως τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ φύλου ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, δείχνουν ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάπτωση καὶ παρακμὴ συμπαρασύρουν καὶ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χάσει πλέον τὰ ὀρθὰ κριτήρια, ὥστε νὰ διακρίνουν τοὺς ἠθικοὺς καὶ πνευματικοὺς κινδύνους καὶ νὰ προστατεύουν τὰ ποίμνια ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός· αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ ὑποκριτικὸς ἀγαπισμὸς τοῦ δαιμονοκίνητου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δικαιολογεῖ ἀκόμη καὶ τὸν γάμο τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ τοὺς εἰσάγει ὡς ἱερεῖς καὶ ἱέρειες μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Δόγμα καὶ ἦθος πάντοτε συμβαδίζουν.
Ἡ τέλεση μεικτῶν γάμων κατ᾽ οἰκονομίαν ποὺ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος ἀκυρώνει καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές, τὸ μεγάλο αὐτὸ σκάνδαλο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ποὺ τείνει νὰ γίνει συρμὸς καὶ μόδα, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου γίνεται καὶ στοὺς δύο ναούς, τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν, παρισταμένων τῶν συγγενῶν καὶ φίλων ἀμφοτέρων τῶν νεονύμφων. Οὐσιαστικῶς πρόκειται καὶ γιὰ ἔμμεση ἔγκριση τῶν συμπροσευχῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὸν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες νὰ ἀλληλοαναιροῦνται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀντιτίθεται στὸν ἑαυτό του;

β) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἐνομιμοποίησε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ εἰσήγαγε τὶς αἱρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ἀπὸ τὸν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν μεικτῶν γάμων, τῶν γάμων δηλαδὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἐπειδὴ ἀναμειγνύονται τὰ ἄμικτα καὶ ἑνώνονται οἱ λύκοι μὲ τὰ πρόβατα, ἰσχύει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια γενικῶς καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται τὸ περιβόητο καὶ διαβόητο κείμενο τῆς «Συνόδου» «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», δηλαδὴ πρὸς τὸν κόσμο τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης. Στὴν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ τελέσουν τὸν ἄθεσμο μεικτὸ γάμο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νὰ ἐπιτύχουν τὴν κακῶς λεγόμενη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, ποὺ καταδικάζουν διαχρονικὰ μέχρι σήμερα καὶ ἀναθεματίζουν τὴν αἵρεση, στὴν προσπάθειά τους λοιπὸν αὐτὴ ἐπὶ δεκαετίες τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἐκκλησίες, ἑπομένως εἶναι θεμιτὲς οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν. Εἶναι χαριτωμένο καὶ σχετικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸ ἄνοιγμα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμμίαν ἐντύπωσιν, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»14.
Αὐτὲς λοιπὸν τὶς μοιχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μεγάλο σκάνδαλο, πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως αὐτὴ διαζωγραφεῖται στὰ συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐξαίρεται πανηγυρικὰ καὶ λειτουργικὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχαν ξεσηκωθῆ ὅλοι, νὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ ἀποκηρύξουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν ψευδοσύνοδο, ποὺ εἰσήγαγε τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ μία βλάσφημη ἀθέτηση τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ὅλο τὸ ὑγιὲς ὀρθόδοξο πλήρωμα, σκανδαλισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόθαλψη καὶ ἐνίσχυση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἔτρεφε τὴν φρούδα ἐλπίδα ὅτι τελικῶς σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο θὰ καταδικαζόταν ἡ μεγάλη αὐτὴ αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ ἡ καταδίκη ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων ποὺ εἶχαν καταδικάσει οἱ προηγούμενες σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, μὲ τὴν στερεότυπη συνοδικὴ ἔκφραση «δεχόμαστε ὅσα οἱ Πατέρες ἐδέχθησαν καὶ καταδικάζουμε ὅσα ἐκεῖνοι κατεδίκασαν»15. Ἀντιλήφθηκαν ἆραγε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ὅτι στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση;
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ συνοδικὰ κείμενα μεγάλης πανορθόδοξης συνόδου ἀπουσιάζει ἡ λέξη αἵρεση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· δὲν περιορίζεται δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ ἀπαράδεκτο καὶ ἐπικίνδυνο κείμενο νὰ ἀποκρύπτει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως πράττει στὸν τίτλο τοῦ κειμένου, ὅπου τὶς ὀνομάζει ἁπλὰ καὶ οὐδέτερα «λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο». Ἀλλὰ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία μεταμορφώνει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Ἡ μόνη θεολογικὴ δογματικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη ἦταν ἀκριβῶς ἡ παράγραφος ἕξη (6) τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου στὸ προσυνοδικὸ κείμενο οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονταν ἐκκλησίες. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ δυστυχῶς χάθηκε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ προδοτικὴ ὑποχώρηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου καὶ ὅλης τῆς ἀντιπροσωπίας τῶν 24 ἀρχιερέων, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καὶ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ προδοτικὸ αἱρετικὸ κείμενο.
Συγκεκριμένα στὸ προσυνοδικὸ καὶ ὑπὸ ψήφιση κείμενο, στὴν παράγραφο ἕξι (6) ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, ἐπρότεινε ὁμοφώνως, στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου, καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὑποχώρηση, τὴν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἀντικαταστάθηκε τό «ἀναγνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἀποδοχή, μὲ τό «γνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἁπλὴ πληροφόρηση καὶ γνώση, καὶ τό «ἐκκλησίες», ποὺ σημαίνει ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, μὲ τὸ οὐδέτερο καὶ ἀκίνδυνο «κοινοτήτων». Ἀκολούθησε πραγματικὸς σεισμὸς καὶ λυσσώδης ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ ἀλλαγὴ δύο μόνον λέξεων κατεδάφιζε καὶ κατεκρήμνιζε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη τήν «Σύνοδο», τῆς ὁποίας κύριος στόχος ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φαντασθῆτε τὶ θὰ γινόταν ἂν ἀντὶ τῶν οὐδετέρων καὶ διπλωματικῶν ἐκφράσεων «Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων», ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ κυριολεκτικὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ φράση «χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν» καὶ ἡ γενικὴ διατύπωση ἔπαιρνε τὴν ἀκόλουθη μορφή: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν, τὰς ὁποίας ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει».
Οὔτε μὲ τὶς οὐδέτερες καὶ διπλωματικὲς ἐκφράσεις ἱκανοποιοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές· θέλουν ἐκπεφρασμένη καὶ σαφῆ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων. Οἱ ἔντονες πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ στὰ μέλη τῆς ἑλλαδικῆς ἀντιπροσωπίας ὁδήγησαν στὴν ἀθέτηση τῆς ὁμόφωνης συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ στὴν προσβολὴ τῆς συνοδικότητας· ἔγινε δεκτὴ μία ἀνόητη καὶ ἀντιφατικὴ διατύπωση, ἡ ὁποία πάντως ἱκανοποιεῖ τοὺς Οἰκουμενιστάς, καὶ προφανῶς ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθε, διότι παραμένει ὁ ὅρος ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ νέα διατύπωση ποὺ ἀποτελεῖ πλέον συνοδικὴ ἀπόφαση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», καὶ ἐπανερχόμαστε στό «ἀναγνωρίζει», τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορικὴ ὀνομασία», παραμένει τό «Ἐκκλησιῶν» καὶ προστίθεται τό «ἑτεροδόξων».
Οἱ «εὐφυεῖς» ἐπινοηταὶ αὐτῆς τῆς διατύπωσης προσπαθοῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς των κοροϊδεύουν, διότι εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀνοησία καὶ ἡ ἀντιφατικότητα, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς αἱρετικούς. Ἀντικαθιστώντας τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» μὲ τό «ἱστορικὴ ὀνομασία», νομίζουν ἐσφαλμένα ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ μόνο τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχει ὅμως ὀνομασία χωρὶς ὕπαρξη; Ὀνομάζουμε πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Μόνον στὴν αἵρεση τοῦ Nominalismus ὑπάρχουν ὀνόματα χωρὶς πράγματα. Τὸ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει αἱρετικὲς ἐκκλησίες· αὐτὸ ὅμως εἶναι πλήρως ἀντιφατικὸ καὶ παράλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν αἵρεση· «δυοῖν θάτερον», τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θὰ εἶναι ἐκκλησίες ἢ θὰ εἶναι αἱρέσεις· ἢ τράγος ἢ ἔλαφος, ὄχι τραγέλαφος. Οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸ αἱρετικὲς ἐκκλησίες, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἁπλῶς ἐκκλησίες, ὄχι ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές.
Ἡ ἀπόδοση βέβαια ἐκκλησιαστικότητας στὶς αἱρέσεις δὲν προκύπτει μόνον ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησίες» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὴν παράγραφο ἕξι (6) τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες παραγράφους καὶ θέσεις. Ἐπισημαίνουμε μόνον τὶς δύο κατὰ τὴ γνώμη μας πιὸ σημαντικές. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, στοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ παράγραφοι 9-15. Οἱ Διάλογοι ἐπαινοῦνται, διότι δίδεται δῆθεν «ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ». Ἀποκρύπτεται ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῶν διαλόγων ποὺ ὑπῆρχε στὸ σχετικὸ προσυνοδικὸ κείμενο, ποὺ γι᾽ αὐτὸ διεγράφη, καὶ ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται τὰ αἱρετίζοντα κείμενα πολλῶν διαλόγων, ὅπως αὐτὰ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐκκλησίες καὶ τοὺς ἀποκαλοῦμε μάλιστα καὶ Ὀρθοδόξους, ὡς καὶ τὸ ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ ὁποῖο ὄχι μόνο ἀθωώνεται ἡ Οὐνία, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπίσημο κείμενο Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ ἐκκλησία, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ ἔγκυρη Ἱερωσύνη, Χάρη στὰ μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἀμοιβαία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ;
Χειρότερα εἶναι τὰ λεγόμενα καὶ ἀποφασισθέντα σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου καὶ μόνο ἡ συμμετοχή μας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πανσπερμία καὶ στὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων. Ἐξευτελίσαμε τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ὑποβιβάσαμε σὲ μικρὸ κομμάτι, ἀσήμαντο μέρος ἑκατοντάδων «ἐκκλησιῶν», τὴν ἐξισώσαμε μὲ παντοειδεῖς φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικῶς. (Βλ. Παράγρ. 16-21 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου). Συνυπογράψαμε μάλιστα κοινὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαινεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο. Ἀναφέρεται μάλιστα ὀνομαστικὰ στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (βλ. παράγραφο 19) ποὺ συνυπογράψαμε τὸ 1950, ὅπου, μολονότι γίνονται καὶ κάποιες ὀρθὲς ἐκκλησιολογικὲς διευκρινίσεις, λέγεται μεταξὺ ἄλλων πλανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, καὶ εἶναι πιὸ περιεκτικό, πιὸ σωστό, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν εὐρύτερη Ἐκκλησία παρὰ στὴν δική του ἐκκλησία: «Οἱ Ἐκκλησίες - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (Κεφ. 4, 3). Στὸ κείμενο τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ ΠΣΕ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) δεχθήκαμε συνυπογράψαντες ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες...Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 6-7). Στὸ δὲ κείμενο τῆς τελευταίας Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013) δηλώσαμε τὴ μετάνοιά μας, γιατὶ δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, προκάλεσαν διαιρέσεις συνυπογράφοντας ὅτι «μετανοοῦμε γιὰ τὶς διαιρέσεις μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ ἐντὸς αὐτῶν», καὶ πολλὰ ἄλλα πλανεμένα καὶ αἱρετικά. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν θέση ὅτι τὸ ἐπίμαχο συνοδικὸ κείμενο, ἐπαινώντας ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ τὰ συνυπογραφέντα κείμενα, ἀποδέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ καθιστᾶ ἔτσι ὅλη τήν «Σύνοδο» αἱρετική16.

3. Τί δέον γενέσθαι

Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς σκληρῆς πραγματικότητος, τῆς συνοδικῆς δηλαδὴ ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καὶ εἰδικώτερα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ στάση τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν εἶναι προκαθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση: Ἐπιβάλλεται διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπὸ ὅσους ἐπισκόπους, ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα ἢ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ πράγματα μάλιστα θὰ χειροτερεύσουν τὴν κατάσταση, ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ «Πρακτικά» τῆς ψευδοσυνόδου, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς θὰ ἐπιβεβαιώσουν πιὸ φανερὰ τὸ ὑπόβαθρο, τὰ θεμέλια τῶν ἀποφασισθέντων, ποὺ εἶναι τὸ αἱρετικὸ οἰκουμενιστικὸ φρόνημα τῶν περισσοτέρων ἐπισκόπων. Ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, μᾶς προϊδεάζει γι᾽ αὐτὸ τὸ μεῖζον θέμα ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου σὲ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς στὶς 10-11-2016 εἶπε ὅτι τὸ πιὸ ἀποκαρδιωτικό «καὶ οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν ᾽Ορθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθὴς πίστις δὲν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιὰ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθὲς βάπτισμα, μυστηριακὴ δομή, ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως καὶ ἡ αἵρεση εἶναι καὶ αὐτὴ “ὁδὸς πρὸς σωτηρίαν”. Οἱ θέσεις ὅμως αὐτὲς ἀνατρέπουν πλήρως τὴν θεολογίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καὶ ἀποτελοῦν καθαρὴ ὑποβολὴ τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρὸς ἀνατροπὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἐμμονὴ τῶν κακοδόξων στὴν αἵρεσή τους. Αὐτὰ βέβαια θὰ ἀποδειχθοῦν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου, καὶ τότε θὰ τεθῆ τὸ τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ ἐμφορούμενους ἀπὸ τέτοιες κακοδοξίες μὴ διακινδυνεύοντες τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καὶ τηροῦντες τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;»17.
Συμφωνοῦμε καθ᾽ ὅλα μὲ τὶς διαπιστώσεις ἀμφοτέρων τῶν καλῶν μας ἀρχιερέων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Διαφωνοῦμε μόνον μὲ τὴν πίστωση χρόνου ποὺ φαίνεται νὰ ζητοῦν καὶ νὰ κερδίζουν μὲ τὴν ἀναμονὴ τῆς δημοσίευσης τῶν Πρακτικῶν, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ βραδύνει πολὺ ἢ καὶ νὰ μὴ γίνει ποτέ. Οἱ κακοδοξίες ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων ἀναγνωρίσθηκε, ὅπως ἤδη ἔχει γράψει ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου18 καὶ ἔχει διακηρύξει καὶ προφορικὰ στὴν ἐν λόγῳ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς (10-11-2016), ἀπαντώντας σὲ ἐρώτημα ποὺ τοῦ ὑπέβαλε ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης Σεραφείμ. Ἂν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι κόκκινη γραμμή, τότε διακινδυνεύουν οἱ ἐπίσκοποι τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου τους καὶ δὲν τηροῦν τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Οὔτε ἐπίσης ἀποτελεῖ πατερικὴ στάση καὶ λύση νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε θετικὰ στοιχεῖα στὰ συνοδικὰ κείμενα καὶ νὰ προτείνουμε νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς προσυνοδικὴ φάση γιὰ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸ δεχθοῦν ποτὲ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς «Συνόδου» ποὺ τὴν θεωροῦν ὡς μεγάλο ἱστορικὸ γεγονός, ὁλοκληρωμένο καὶ τετελεσμένο, καὶ ἑπομένως «εἰς ἀέρα δέρομεν», αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μία αἱρετικὴ σύνοδος νὰ θεωρηθεῖ ὡς προσυνοδικὴ φάση μιᾶς ὀρθόδοξης συνόδου. Στὶς ὀρθόδοξες συνόδους ὅλα πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξα καὶ καθαρά, ὄχι ἀναμεμιγμένα, ἀμφίσημα καὶ ἀντιφατικά. Ἀκόμη καὶ μικρὴ πλάνη καὶ ἑτεροδοξία καθιστᾶ τὸ σύνολο, τὸ πᾶν, αἱρετικὸ καὶ ἀπόβλητο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες19. Ὁ Ὠριγένης εἶπε καὶ πολλὰ ὀρθόδοξα καὶ καλά, ὅπως καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, καταδικάσθηκαν ὅμως ὡς αἱρετικοί.
Ἡ μόνη ἁγιοπατερικὴ καὶ ὀρθόδοξη λύση εἶναι νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀπὸ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει, ὅταν οἱ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ὅσους ἔλαβαν μέρος ἤ τὴν στηρίζουν, καὶ συνέλθουν σὲ νέα Σύνοδο, καλώντας καὶ ἐπισκόπους ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι εἰκονομαχικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερος τῆς Εἰκονομαχίας, ὡς συγκρητιστικὴ παναίρεση.
Δὲν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο. Ἁπλὴ συνάθροιση καὶ σύναξη ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀντισυνοδικὸ τρόπο ποὺ προετοιμάσθηκε καὶ ἐλειτούργησε, δὲν συνιστᾶ σύνοδο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὅταν δὲν φυλάσονται καὶ δὲν τηροῦνται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες20. Ἐγκεκριμένες συνόδους θεωροῦν οἱ Κανόνες καὶ ἡ εὐσεβὴς Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, αὐτὲς ποὺ τηροῦν τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων21. Στὶς ψευδοσυνόδους δὲν εἶναι παροῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ22.

……………………….
1. Αγιου Ιουστινου Ποποβιτσ, «Ἔκθεσις ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς “Πανορθοδόξου Συνόδου”ὑποβληθεῖσα πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδος τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τὸ 1971», Θεοδρομία 18 (2016) 17-18: «Καὶ εἰς τὸ τέλος, τί δύναται νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ μίαν τοιαύτην Σύνοδον; Ἕν, καὶ μόνον ἕν: σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καὶ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι᾽ αὐτό, παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀπόσχῃ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν ἰδίαν τὴν Σύνοδον, ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ. Νὰ μὴ φορτώσωμεν τουλάχιστον καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φοβερὰν ἁμαρτίαν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγιοσαββιτικήν μας Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν ἀθῶον λαόν μας».
2. Κανὼν ΙΕ´ Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδι­δασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
3. Κανὼν Α´, Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
4. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ὁ Οἰκουμενισμός, τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης», Θεοδρομία 18 (2016) 555-556.
5. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Του Αυτου, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸ χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ εἰς τὸ βιβλίο μας Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
6. Επισκοποσ Μπατσκασ Ειρηναιοσ (Μπούλοβιτς), «Διατί δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενο τῆς ἐν Κρήτῃ Συνόδου περὶ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», Θεοδρομία 18 (2016) 394.
7. Αὐτόθι, 394.
8. Μητροπολιτησ Πειραιωσ Σεραφειμ, «Λόγοι παραιτήσεως ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», Θεοδρομία 18 (2016) 440.
9. Μητροπολιτησ Λεμεσου Αθανασιοσ, «Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου», Θεοδρομία 18 (2016) 124. Μητροπολιτησ Κυθηρων Σεραφειμ, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Θεοδρομία 18 (2016) 169-170.
10. Βλ. Αρχιμανδριτη Σαραντη Σαραντου, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον κ. Ἱερώνυμον γιὰ τήν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”», Θεοδρομία 18 (2016) 521. Ἡ Γερόντισσα Ιουστινα, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Paltin (Ρουμανία) σὲ ἕνα ἐξαιρετικὸ ὁμολογιακὸ κείμενο ἐπιστολῆς μὲ τίτλο «Καταργεῖται μόνη της ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης», ποὺ στέλνει πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰασίου καὶ Μητροπολίτη Μολδαβίας Θεοφάνη γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν παραβίαση τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, Θεοδρομία 18 (2016) 618: «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης παραβίασε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κανόνισε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων (Ματθ. 20, 25-28. Μκ. 9, 33-35) ἐμποδίζοντας μὲ τὴν ἁγία του φωνὴ νὰ γίνει ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ διαίρεση τῶν ἐπισκόπων σὲ τρεῖς κατηγορίες, -δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων χωρὶς τὸ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴν Σύνοδο, ἐκείνων μὲ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ νὰ μιλήσουν ἀλλὰ χωρὶς ἀποφασιστικὴ ψῆφο, καὶ μερικῶν μὲ πλήρη δικαιώματα, ἀκόμα καὶ μὲ δικαίωμα τοῦ βέτο- εἶναι πέρα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἐπιχειρηματολογία, ἐναντίον τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐξολοθρεύθηκε ἡ ἐλπίδα μας ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης θὰ διορθώσει τὸ σφάλμα, μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε τὴν πορεία της, ἐφόσον αὐτὴ ἡ φοβερὴ ἐκτροπὴ οὔτε κἂν συζητήθηκε».
11. Βλ. Μητροπολιτησ Παφου Γεωργιοσ, «Σύγκληση καὶ ἐργασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἀπόστολος Βαρνάβας, Μάϊος - Ἰούνιος 2016, σελ. 288: «Παρὰ τὴν θετικὴ στάση τοῦ Πατριάρχη Σερβίας ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος πρότειναν ἀναβολὴ τοῦ θέματος καὶ νὰ μείνει ἡ Σύνοδος ἀνοικτή. “Ἐγκρίθηκαν τὰ ἄλλα πέντε θέματα”, εἶπαν, “ἂς μείνει αὐτὸ σὲ μιὰ ἄλλη χρονικὴ στιγμή, ὅπως καὶ ἡ Β´ Βατικάνεια Σύνοδος ἔγινε τμηματικὰ σὲ διάφορες περιόδους». Ὁ Παναγιώτατος (πατριάρχης Βαρθολομαῖος) ἦταν κατηγορηματικός: “Ἡ Σύνοδος τελειώνει τὴν Κυριακὴ μὲ τὸ Συλλείτουργο”».
12. Πατριαρχειο Αντιοχειασ, «Ἀνακοινωθὲν γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», Θεοδρομία 18 (2016) 367.
13. Επισκοπου Μπατσκασ Ειρηναιου, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 394.
14. Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸν ἀείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ δημοσίευση στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» μὲ ἡμερομηνία 23 Ἰανουαρίου 1968. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Σχετικὸ εἶναι καὶ ἰδικό μας ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ “Σύνοδος” τῆς Κρήτης νόθος καρπὸς ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων», Θεοδρομία 18 (2016) 533-541.
15. Βλ. ὑποσημ. 3 παρούσης ἐργασίας ὅπου παρατίθεται σχετικὸ τμῆμα τοῦ Α´ Κανόνος τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
16. Βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία 18 (2016) 557-565 καὶ Μοναχος Σεραφειμ, «Γιατί εἶναι αἱρετικὴ ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (συνοπτικῶς)» Στῦλος Ὀρθοδοξίας, 14 Ὀκτωβρίου 2017, καὶ aktines.blogspot.gr.
17. Μητροπολιτησ Πειραιως Σεραφειμ, «Ὑπόμνημα ἐπὶ τῆς ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (23-24.11.2016)», Θεοδρομία 18 (2016) 460-461.
18. Μητροπολιτης Ναυπακτου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 421-425.
19. Αγιου Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ὁμιλία Α´, 6, PG 61, 622: «Μικρὸν παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται... Καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς».
20. Ἐπιστολὴ 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66. «Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ ἐρεύνῃ καὶ φυλακῇ τῶν κανόνων».
21. Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».

22. Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσὶ καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἂν σφῶν καταψεύδαντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».