ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΕΝΑΣ ΘΕΟΣΤΑΛΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ

Του Κώστα Παππά – Από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
 που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί κοντά στην Ελούντα στην ανατολική Κρήτη.

Είναι γνωστή ως «το νησί των ζωντανών νεκρών», αφού εκεί απομονώνονταν οι λεπροί από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα έως το 1957.

Ακόμη και η αναφορά στο όνομά της αποτελούσε ταμπού για πολλά χρόνια, καθώς είχε ταυτιστεί με τον πόνο και τη δυστυχία των χανσενικών που ζούσαν εκεί.

Αυτή η δραματική πτυχή της ιστορίας του νησιού ξεκινά το 1903, όταν ιδρύθηκε το Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό.

Κατά την αρχαιότητα, το όνομα του νησιού ήταν Καλυδών και μετονομάστηκε σε Σπιναλόγκα την περίοδο την Ενετοκρατίας, το οποίο ετυμολογείται από το spina lunga, που σημαίνει μακρύ αγκάθι.

Λόγω του ότι έως τότε η λέπρα ήταν μια ανίατη ασθένεια και ο κόσμος αγνοούσε πως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στη νόσο, το στίγμα έφερε και ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση. Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.
Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να μεταφέρουν εκεί λεπρούς απ' όλη τη χώρα και σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης.

Στην είσοδο του λεπροκομείου, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί μια ανατριχιαστική επιγραφή με το μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»...

Οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή τους και τα φάρμακά τους.

Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930, οπότε και μεταφέρθηκε στο νησί όταν νόσησε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ένας τριτοετής φοιτητής της Νομικής.

Ο νεαρός Επαμεινώνδας αγωνίστηκε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων του νησιού.
Με ενέργειές του έφερε ασβέστη για την απολύμανση των σπιτιών και κατάφερε παράλληλα να εγκαταστήσει ηλεκτρογεννήτρια προκειμένου να υπάρχει ρεύμα.

Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και των κοινόχρηστων χώρων και χάρη στις προσπάθειές του το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο, ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.

Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, ενώ λειτούργησε και σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν από τα ελάχιστα μέρη της Ελλάδας στα οποία δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί.

Στο νησί, λόγω του φόβου της μόλυνσης από τη λέπρα και της αποστροφής που προξενούσε το θέαμα των λεπρών, πήγαιναν ελάχιστοι, για να μεταφέρουν εκεί τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Σε αυτό το κλίμα απομόνωσης και φόβου προς τους λεπρούς βρέθηκε ένας άνθρωπος του Θεού, ο ιερομόναχος π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης, που ανέτρεψε τα πάντα! Ηταν ο ιερέας που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων της Σπιναλόγκας και τους έμαθε τη βιωματική αγάπη.
Μάλιστα, ήταν πράγματι «θεόσταλτος» για τους κατοίκους, αφού τοποθετήθηκε εκεί ως εφημέριος με δική του πρωτοβουλία.

Η «Ορθόδοξη Αλήθεια» επικοινώνησε με τον κ. Δημήτρη Παπαδάκη, πρώην λυκειάρχη και πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος γνώρισε τον π. Χρύσανθο και μας μετέφερε το μεγαλείο ψυχής του ιερέα, όπως αποτυπώνεται από τις συνομιλίες που είχε μαζί του αλλά και από τη μαρτυρία ενός πρώην χανσενικού στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, η οποία αποδεικνύει πως με την αγάπη του ο παπα-Χρύσανθος μετέτρεψε το «μακρύ αγκάθι» (spina lunga) σε άνθος διακονίας και προσφοράς.

«Πεταμένοι σαν κοπριά σ' έναν κοπρόλακκο βρωμερό»

«Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον Επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Μετά τη λήξη της άδειάς του δεν επέστρεψε στη θέση του. Ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του» αναφέρει ο κ. Παπαδάκης.

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα» (1936) γράφει: «Αυτοί, που δουλεύανε σ᾽ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους πεταμένοι σαν κοπριά σ᾽ έναν κοπρόλακκο βρωμερό, που λέγεται Σπιναλόγκα». Ο φόβος μετάδοσης της αρρώστιας ήταν μεγάλος, πίστευαν ότι μεταδίδεται ακόμα και με την αναπνοή. Ο δημοσιογράφος Αγγελος Σγουρός παρουσιάζει αυτόν τον φόβο σε άρθρο του τον Αύγουστο του 1929 στην εφημερίδα «Εμπρός». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ολοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με χαρακτήρισαν τρελό, πολλοί δε, γυρίζοντας στην Αθήνα, με κοιτάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας. Η εμφάνιση των λεπρών, με το σώμα να γεμίζει εξανθήματα και έλκη, τα δάκτυλα κόβονταν. Το πρόσωπό τους, με φαγωμένα μάγουλα, με μάτια ζαρωμένα στην κόγχη τους ή γουρλωμένα, με χείλη σκισμένα ή σάπια, με πεσμένα τα φρύδια, τα ματόκλαδα και τα δόντια, προκαλούσε αποτροπιασμό».

«Τότε ο ιερομόναχος της Μονής Φανερωμένης Ιεράπετρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης εξέφρασε την επιθυμία του στον Επίσκοπό του Φιλόθεο Μαζοκοπάκη να αναπληρώσει το κενό. Έτσι, το 1947 διορίσθηκε εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας» τονίζει ο κ. Παπαδάκης και προσθέτει: «Ο ιερομόναχος Τιμόθεος Περάκης, ο μετέπειτα Ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, μου είπε: "Οι μοναχοί της μονής θαυμάζαμε τον Χρύσανθο για την απόφασή του, απόφαση αυταπάρνησης, να πάει στη Σπιναλόγκα ως αναπληρωτής του ιερομονάχου Μελετίου. Την ημέρα της αναχώρησής του τελέσαμε θεία λειτουργία. Τον κατευοδώσαμε δε με πολλή συγκίνηση και υπερηφάνεια, γιατί ιερομόναχος της μονής μας θα είναι εφημέριος στη Σπιναλόγκα».

«Ήταν μορφή ασκητική, με ξεθωριασμένο ράσο και καλογερικό σκούφο»

Ο κ. Παπαδάκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη συγκινητική γνωριμία που είχε με τον παπα-Χρύσανθο, υπογραμμίζοντας: «Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού, όπου έπειτα από πρόσκληση του αγαπητού και σεβαστού μου Ηγουμένου, αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Σπανουδάκη έμεινα μια εβδομάδα. Ηταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα», ενώ ανασύρει από τη μνήμη του εικόνες και περιστατικά:

«Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο στην έξω από το Καθολικό μικρή αυλή. Τότε εμφανίστηκε ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά: "Πάτερ Χρύσανθε..." Και την ίδια στιγμή δυο αγκαλιές ανοίχθηκαν. Στο φτωχικό κελί του π. Χρύσανθου μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον ξένο αλλά και να τον προκαλέσω να μου μιλήσει για τις εμπειρίες του από την επαφή του με τον παπά στο νησί: "Ήμουνα λεπρός" είπε. "Εζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η αρρώστια μάς είχε παραμορφώσει. Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλεναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί λίγο πριν από τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το "νησί των ζωντανών νεκρών", όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.

Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με τον λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές τον μήνα.

 Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη θεία λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!

Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη.

Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε, ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα.

Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία.

Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη"».

«Μεταλάβαμε όλοι και έπειτα τον είδαμε να καταλύει ό,τι απέμεινε! Κλάψαμε σαν παιδιά»

Η διήγηση για τη δεύτερη ημέρα στο νησί του π. Χρύσανθου έχει ως εξής: «"Την άλλη μέρα πήγαμε στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη θεία λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της θείας λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο, του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεκτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι. Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της θείας λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα μάτια μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ό,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι. Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας την αγάπη. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο, τηρώντας το: μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για...", δεν κατάφερε να ολοκληρώσει όμως τη φράση του. Ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα».

«Ο πατήρ Χρύσανθος», συνεχίζει ο κ. Παπαδάκης, «έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, ακούγοντας τις περιγραφές του πρώην χανσενικού, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο: "Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν τον σταυρό στον γολγοθά τους. Έπειτα, η αρρώστια δεν μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού"».

Έμεινε για να προσέχει τους τάφους!

Με συγκίνηση ο π. Χρύσανθος μίλησε στον κ. Παπαδάκη για την απόφασή του να μείνει στο νησί όταν πια όλοι είχαν φύγει από αυτό: «Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Έφυγαν όλοι από το νησί, έμεινα μόνο εγώ εκεί».

Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε: «Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους. Εγκατέλειψα το νησί το 1959. Η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί. Ο Επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη μονή τούτη».

Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης επισκέφθηκε τη Σπιναλόγκα τον καιρό που έμενε εκεί μόνος ο πατήρ Χρύσανθος. Σε κείμενό του το 1959 αναφέρεται και στον π. Χρύσανθο, γράφοντας: «Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του... Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα».

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

ΠΡΩΗΝ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΥΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ

Ο Lasha Bordzikuli γεννήθηκε στην Γεωργία και πριν ήταν πολύ γνωστό μοντέλο στην χώρα του συμμετέχοντας και σε διαγωνισμούς ομορφιάς.Έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους το 2012 ενώ έπειτα έζησε στον Καναδά και στις Η.Π.Α. Το μοναχικό του όνομα είναι Διονύσιος.







ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ; Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΑΡΣΑΛΩΝ ΕΦΙΣΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ SAMAEL–LAKHSMI»

Διαλογισμὸς ἢ προσευχή;

«Διαλογιστεῖτε!» παρακινοῦν οἱ Γνωστικοὶ μὲ ἄρθρα τους στὸν τοπικὸ Τύπο, «εἰσέλθετε σὲ κατάσταση βαθειᾶς ἐνατένισης». «Ἑλλάδα διαλογίσου!» εἶναι τὸ σύνθημά τους σὲ ἀφίσες ποὺ κυκλοφοροῦν στοὺς δρόμους τῆς πόλεώς μας.

 Εἴχαμε κάνει γνωστὸ καὶ παλαιότερα ὅτι ἡ «Γνωστικὴ καὶ Πολιτιστικὴ Ἑταιρεία Samael–Lakhsmi», ποὺ δραστηριοποιεῖται ἐδῶ καὶ καιρὸ στὴν πόλη τῆς Καρδίτσας, ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας μὲ πολλὲς φορεσιές· ἄλλοτε ντυμένη μὲ τὸν μανδύα τῆς φιλοσοφίας, ἄλλοτε ὑπὸ τὸ πέπλο τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν ἢ τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητος, ἄλλοτε πάλι ἀπροκάλυπτα, δεικνύοντας τὶς ἀληθινὲς πτυχὲς τοῦ προσώπου της ποὺ εἶναι ὁ ἀποκρυφισμὸς καὶ ἡ μαγεία.
 Γιὰ φέτος φαίνεται πὼς φιλοτιμοῦνται νὰ μᾶς μυήσουν «στοὺς ἀνώτερους πνευματικοὺς κόσμους καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπαντήσεις ἢ λύσεις σὲ προβλήματα ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν», μέσῳ τοῦ διαλογισμοῦ φυσικά.
 Ἀδελφοί μου, δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλὰ λόγια — ἔχουμε ἀναφερθεῖ ἄλλωστε κατὰ καιροὺς στὶς πλάνες τοῦ Γνωστικισμοῦ καὶ τὶς ἐπικίνδυνες πρακτικές του.
 Δὲν μᾶς χρειάζεται διαλογισμός. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χρειάζεται εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ διαλογισμὸς καλλιεργεῖ «καὶ καλὰ» ἐσωτερικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι τέτοιο. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χρειάζεται εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Παντοδύναμο Τριαδικὸ Θεό. Ἐκείνου εἶναι ὅλη ἡ δύναμις — «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα», ὅπως λέμε στὸ τέλος τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἕνωση μὲ Ἐκεῖνον ἀνακουφίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ξαποσταίνει. Ἡ ἀποκρυφιστικὴ «ἐσωτερικὴ καλλιέργεια» κουράζει, ἀγχώνει στὴν οὐσία — κι ἂς λένε τὰ ἀντίθετα.
 Ἡ Ἑλλάδα μας δὲν χρειάζεται διαλογισμό, προσευχὴ χρειάζεται. «Ἑλλάδα, προσευχή σου!» θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ σύνθημά μας, καὶ ὄχι «Ἑλλάδα, διαλογίσου».
 Δὲν μᾶς χρειάζεται κανένας βυθισμὸς σὲ καταστάσεις ἀσυνειδησίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε ποτέ. Μᾶς χρειάζεται νῆψις καὶ ἐγρήγορσις.
 Καὶ βέβαια, μόλις καὶ μετὰ βίας εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε ὅτι τὰ «ἄφατα ὄντα», ἀπὸ τὰ ὁποῖα μᾶς προτρέπουν νὰ ζητοῦμε βοήθεια οἱ Γνωστικοί, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονες.


ΕΚ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 25 Σεπτεμβρίου και 2 Οκτωβρίου  2009
Ακολούθως δημοσιεύομεν κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι κάτωθι διαπρεπείς κληρικοί: 

π. Ιωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αθανάσιος Μηνάς, πρώην εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ελευθερίου Αρεως, π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Λαυρίου, π. Βασίλειος Κοκολάκης, εφημ. Ι. Ν. Υψώσεως Τ. Σταυρού Χολαργού, π. Σταύρος Τρικαλιώτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αντώνιος Μπουσδέκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Νικαίας, π. Γεώργιος Παπαδάκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αμαρουσίου, π. Νικόλαος Πουρσανίδης εφημ. Ι. Ν. Παμ. Ταξιαρχών Αχαρνών, π. Γεώργιος Χρόνης, εφημ. Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου Παιανίας, π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιάς, π. Ιωάννης Χατζηθανάσης εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Αττικής, π. Ευθύμιος Μουζακίτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Κοσμά Αιτ. Αμαρουσίου, π. Χρήστος Κατσούλης, εφημ. Ι. Ν. Παναγίας Βλαχερνών Αμαρουσίου, Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος εφημ. Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Αμαρουσίου, οι οποίοι προέρχονται από διαφόρους Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, βάσει του οποίου ελέγχεται ο π. Βασίλειος Θερμός, αλλά και όσοι αποδέχονται τας καινοτόμους, αντιπατερικάς ιδέας του.

Το ύφος του κειμένου είναι απλούν, θεολογικόν αλλά και αυστηρόν εις τας -φρικτάς, δυστυχώς!- διαπιστώσεις του π. Βασιλείου Θερμού δια το Μέγα Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, ως αυτό παρεδόθη από τους Αγίους Πατέρας και τελείται έως τας ημέρας μας αναλλοίωτον και πανάγιον. Ο π. Βασίλειος Θερμός εμμένει εις την λεγομένην Λειτουργικήν αναγέννησιν, την οποίαν απέρριψεν -επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου- ο ευσεβής Ορθόδοξος Ελληνικός λαός.

Φρικτοί οι χαρακτηρισμοί του δια την Θείαν Λειτουργίαν, την οποίαν έγραψαν Θεοφόροι Πατέρες, ως οι Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος. Ο ισοπεδοτικός π. Βασίλειος εχαρακτήρισεν ως «Βυζαντινολιγούρηδες όσους τιμούν το Βυζάντιον» και ότι ο Βυζαντινός πολιτισμός ήτο «ένας πολιτισμός όπως όλοι». Ο «Ορθόδοξος Τύπος» έχει ασχοληθή και παλαιότερον με δηλώσεις και ομιλίας του π. Βασιλείου Θερμού θέλων -με βάσιν τους Αγίους Πατέρας και την Ιεράν Παράδοσιν της Αγίας μας Εκκλησίας- να αντικρούση και ανασκευάση τας καινοτόμους ιδέας του.

Το κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι διαπρεπείς κληρικοί, έχει ως εξής:
 Όσα ακολουθούν αποτελούν κατά βάσιν κριτική στα λεχθέντα υπό του π. Βασιλείου Θερμού. Θα θέλαμε να παρακαλέσουμε τον αναγνώστη να τα διαβάσει έχοντας κατά νου την Αλήθεια και Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι ατεκμηρίωτες καθ’ ημών κατηγορίες και ετικέτες, που σπεύδουν να δώσουν οι εχθροί της Εκκλησίας σε όσους μάχονται τις αντορθόδοξες καινοτομίες τους. Τα περί φανατισμού, φονταμενταλισμού και προσωπικών επιθέσεων διαρκώς επαναναλαμβανόμενα δεν πρέπει να τα λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του. Aυτούς τους δύσκολους καιρούς ας κρατήσουμε ακέραιη τουλάχιστον τη λογική μας και την κριτική μας ικανότητα.

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του π. Γεωργίου Μπασιούδη «Η δύναμη της λατρείας. Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική θεολογία», οργανώθηκε εκδήλωση στη «Στοά του Βιβλίου», στην οποία μίλησαν ο συγγραφέας του βιβλίου, ο π. Βασίλειος Θερμός και ο κ. Θανάσης Παπαθανασίου, συντάκτης του περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ. Οι ομιλίες αυτές αναμεταδόθηκαν το Φεβρουάριο 2009 από την «Πειραϊκή Εκκλησία».

Ο π. Σμέμαν με τα γραπτά του, όπως είπε ο π. Μπασιούδης, διακηρύττει ότι «η δύναμη της λατρείας… να βυθίζει τον άνθρωπο στην πνευματική πραγματικότητα… στη Βασιλεία του Θεού και να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του, σήμερα έχει εξαφανισθεί… έχει χάσει κάθε αναφορά στην πραγματική ζωή. Υφίσταται ένα τείχος μεταξύ της λατρείας, του μηνύματός της… και της κοινότητας, η οποία θεωρητικά υπάρχει, για να λατρεύει το Θεό».
Περιττό να πούμε ότι τα παραπάνω αποτελούν ανεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ο μακαρίτης Σμέμαν βρίσκεται μάλλον μονίμως εν συγχύσει μεταφέροντας το ειδικό και επί μέρους στο γενικό και καθολικό. Ασφαλώς δεν φταίει η ευάρεστη στο Θεό Ορθόδοξη Λατρεία αν δεν ενεργεί η δι’ αυτής προσφερομένη Χάρις στην καρδιά όλων των ανθρώπων, αλλά η πνευματική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Ο Σμέμαν, άνθρωπος του θεολογικού εργαστηρίου βλέπει την Λατρεία σαν εργαλείο, που έχει παληώσει, που έχει υποστεί κακές παρεμβάσεις και θέλει ανανέωση και διόρθωση, για να καταστεί λειτουργικό, για να έχει αποτέλεσμα και να επιδρά στους ανθρώπους. Δεν βλέπει την άκτιστη Χάρη του Θεού και το πνευματοκίνητο χέρι των Αγίων στη διαμόρφωση της Λατρείας. Βλέπει στρώματα ποικίλα και αλλοπρόσαλλα που βρίσκονται συσσωρευμένα από ιστορικούς λόγους, πολλά από τα οποία προβληματικά, χωρίς αξία και δύναμη. Γι αυτό αγωνιά και θέλει να δώσει δύναμη στη Λατρεία.

Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε σχετικά με τα παραπάνω ότι φυσικά κάτι χρειάζεται διόρθωση όχι όμως η λατρεία αλλά ο καθένας μας προσωπικά. Διόρθωση είναι η μετάνοια για τις αμαρτίες μας, η διαρκής νηπτική εργασία, που θα μας οδηγήσει σε μια διαρκή και εις βάθος κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι θα επιτευχθεί η αληθής συνάντηση θείου και ανθρωπίνου μέσα στην παραδεδομένη Λογική λατρεία μας. Μ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο η Λατρεία έχει αποτέλεσμα. Δεν έχει η Λατρεία μας μια μαγική δύναμη. Είναι τα «Σα εκ των Σών» εκάστου μέλους της Εκκλησίας. Μια λατρεία που άμεσα και εύκολα χωρίς μετάνοια και άσκηση έχει τη δύναμη «να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου» μπορεί να ανήκει μόνο στις αποκρυφιστικές ομάδες, όπου απουσιάζει το σταυρικό – μαρτυρικό φρόνημα και βέβαια η θεία Χάρις.

Τελικώς τη δύναμη έχει ο Παντοδύναμος Τριαδικός Θεός («Σου εστίν η Βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»). Αυτός δύναται να μεταμορφώσει δια της Χάριτός του, προσφερομένης μέσα στη Θεία Λατρεία, το νου και την καρδιά κάθε καλοπροαίρετου και αγωνιζόμενου ανθρώπου. Μέσα στην αγωνία του να δώσει δύναμη στη λατρεία ο π. Αλ. Σμέμαν βρίσκει αδιάκοπο ενδιαφέρον και επιστημονική ενασχόληση με τα κακά της Λατρείας μας, μεμψιμοιρία και γκρίνια για το Βυζάντιο και προτάσεις για «αποκάθαρση της λατρείας από τα στοιχεία τα οποία την αλλοτριώνουν» [1].

Οι παρατηρήσεις του για εκκοσμίκευση έχουν σχέση με τα αμερικανικά δεδομένα, όπου πάμπολλες ενορίες ασχολούνται με συγκέντρωση χρημάτων και φιλανθρωπικές δράσεις, καταπατώντας τις νηστείες, τελώντας τη Θ. Λειτουργία σύμφωνα με τις απαιτήσεις «της πραγματικής ζωής» στις 11 π.μ. και 12 το μεσημέρι, αδιαφορώντας για την εξομολόγηση κ.λπ. Οι ομιλητές βέβαια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μεταφέρουν όλα αυτά στην ελληνική πραγματικότητα προσπαθώντας να εμφυσήσουν ένα «εκλεπτυσμένο» φιλοσοφικο-θεολογικό πνεύμα στους χριστιανούς και να προωθήσουν ποικίλες νεοεποχήτικες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Εκκλησίας και ιδίως της Λατρείας. Ο τολμηρότερος των ομιλητών ήταν ο π. Βασίλειος Θερμός.

Η ομιλία του κινήθηκε σε τρεις άξονες: 1) Παραφθορά, αλλοιώσεις και εκφυλισμός της Λατρείας. 2) Ευθύνες για όλα στο Βυζάντιο. 3) Ριζική αλλαγή της Λατρείας. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να επισημάνουμε ότι το όλο θέμα της Λατρείας, ο π. Βασίλειος το βλέπει μέσα από την προοπτική της ιστορίας και μόνο. Διακατέχεται η σκέψη του από ένα έμμονο ιστορισμό. Μέσα απ’ αυτόν ερμηνεύει όχι μόνο τα ζητήματα της Θείας Λατρείας, αλλά και όλη τη ζωή και θεολογία της Εκκλησίας π.χ.: «Η Εκκλησία μας έχει κακή σχέση με την ιστορία» και «η ιστορικότητα έχει κληροδοτήσει σ’ αυτήν (τη Λατρεία) στρώματα και προσθήκες, που εκφράζουν ποικίλες εποχές…»).

Όλα όσα καταμαρτυρεί στην αγία Λατρεία μας μοιάζουν να έχουν προκύψει ερήμην του Θεού, ωσάν ο Χριστός να είναι απών, ωσάν το Αγιο Πνεύμα να μη οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Μοιάζουν όλα έρμαια των ιστορικών συνθηκών, της προχειρότητας, της τύχης, της εκάστοτε νοοτροπίας, των εμμονών και των λαθών των ανθρώπων της Εκκλησίας. Μιλάει για την «ενανθρώπιση του Θεού Λόγου», «το θεανθρώπινο στοιχείο» στη διαμόρφωση της Λατρείας. Στην ουσία όμως οι αναφορές αυτές αποτελούν ένα άλλοθι προκειμένου να καταλήξει στον ισχυρισμό ότι η λατρεία κατά τη διαμόρφωσή της επηρεάζεται «από την ανθρωπινότητα (sic!) των ανθρώπων» και ότι «είναι προϊόν του αγώνος του Σώματος του Χριστού να αρθρώσει λόγο και πράξη ευχαριστίας». Απουσιάζει από το σκεπτικό του η τοποθέτηση του π. Σωφρονίου ότι «οι λόγοι της Λειτουργίας, και εν γένει των προσευχών, δεν είναι μόνον ανθρώπινοι, αλλά και Ανωθεν δεδομένοι» [2]. Γι’ αυτό από τις αναλύσεις του, καθ’ όλη την ομιλία του περί της Ορθοδόξου Λατρείας λείπει το «θεανθρώπινο στοιχείο», η επίπνοια του Αγίου Πνεύματος, ο θείος φωτισμός και η συμμετοχή των Αγίων.

Επειδή για πολλοστή φορά με απεριόριστο θράσος ο π. Θερμός βάλλει κατά της Ορθοδόξου λατρείας, παρουσιάζουμε στη συνέχεια αποσπάσματα της ομιλίας του για να καταδειχθεί η σφοδρή του αντίθεση προς αυτήν την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αγιωτάτη Παράδοσή της.

1) «Όλοι λέμε ότι η ορθόδοξη λατρεία είναι εσχατολογική… δεν κηρύσσει απλώς τη Βασιλεία του Θεού, αλλά την πραγματώνει εδώ και τώρα… κυρίως η Θεία Λειτουργία. Ε, λοιπόν μέσα στην Θεία Λειτουργία, αλλά και στις άλλες ακολουθίες έχουν εισβάλει ένθετα τα οποία εκφράζουν το βυζαντινό παλάτι. Καμμία σχέση· ημέρα με τη νύκτα· “μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον„ που θα έλεγε ο ΑγιοςΝικόδημος ο Αγιορείτης».
Ώστε, κατά τον π. Βασίλειο, με τις προσμίξεις του… βυζαντινού παλατιού (!), με τα διάφορα «ένθετα» (;) η Θ. Λειτουργία κατάντησε «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι όλοι οι απ’ αιώνος Αγιοι, που συνέθεσαν τη Θ. Λειτουργία και όσοι την τελούσαν δεν είχαν τις ειδικές γνώσεις των λειτουργιολόγων και γι’ αυτό τίποτε δεν κατάλαβαν και συνέχισαν να τελούν αυτή την αλλόκοτη, τερατώδη Λειτουργία! Πρέπει οπωσδήποτε να πούμε εδώ σε τι αναφέρεται ο λόγος του Αγίου Νικοδήμου «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Σχολιάζοντας ο Αγιος τον ΠΓ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, που αναφέρεται στην απαγόρευση κατοχής κρατικής εξουσίας από τους κληρικούς λέγει: «καθώς έπαθε τούτο ο Δίκερως Γίγας της Ρώμης, ο Πάπας φημί, ο οποίος κοντά όπου είναι εσωτερικός Αρχιερεύς θέλει να είναι εξωτερικός και κατά σώμα βασιλεύς· να ευλογή και να θανατοί, να κρατή την ποιμαντικήν βακτηρίαν, και μάχαιραν την φονεύτριαν. Μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον! Ας ιδή λοιπόν ούτος ότι παραβάτης του παρόντος Αποστολικού κανόνος ευρίσκεται, και καθαιρέσει υπόκειται αμφότερα βουλόμενος έχειν…» (Πηδάλιον σ. 109 υποσ. 1). Πράγματι τέρας αλλόκοτον είναι η μίξις του αντιπαπικού λόγου του Αγίου με την βλάσφημη άποψη του π. Θερμού ότι η Θ. Λειτουργία, με την οποία ζούμε και αναπνέομε τον Χριστό, είναι ένα τερατούργημα. Φρικτόν ειπείν! Όσον αφορά τα περί βυζαντινού παλατίου, ο π. Βασίλειος τα έχει παραλάβει από τα διαβάσματά του στα έργα του π. Σμέμαν. Κι εκείνος από που αλλού; Από τους «θεολόγους» – ερευνητές της νεκρής Δύσεως. Για παράδειγμα ο Σμέμαν στο βιβλίο του «Η Εκκλησία προσευχομένη» μιλάει για την «εξωτερική μεγαλοπρέπεια της λατρείας», που έχει «σαν κύρια πηγή… το τελετουργικό της αυτοκρατορικήςαυλής». Πιο κάτω ισχυρίζεται ότι «η σύνθεση και εξέλιξη της “υλικής„ πλευράς της λατρείας (ενδύματα, θυμίαμα, κεριά), η ανάπτυξη δηλαδή αυτής της πολύπλοκης λειτουργικής οργάνωσης… βρίσκει την εξήγησή της, τουλάχιστον μερικώς, στην επίδραση της αυτοκρατορικής αυλής» [3]. Ποιοί μας τα βεβαιώνουν αυτά; Ο Beurlier, ο Batiffol κ.λπ., στους οποίους παραπέμπει ο π. Σμέμαν. Αυτές τις ανοησίες μας μεταφέρει ο π. Θερμός χωρίς να μας εξηγεί τι συγκεκριμένα τον ενοχλεί στη Θ. Λειτουργία και τι του θυμίζει το «βυζαντινό παλάτι». Μήπως η Μικρά και η Μεγάλη Είσοδος και οι λιτανείες με τις λαμπάδες, τα εξαπτέρυγα, και τα θυμιατά; Αλλά ας προχωρήσουμε.

2) «Τους δύο πρώτους αιώνες, άντε τρεις, οι ακολουθίες της Εκκλησίας, τα μυστήρια βασικά, εμπνεόμενα από την εβραϊκή αντίληψη περί του κόσμου δεν περιλαμβάνουν ευλογία της ύλης. Δεν ευλογείτο ο άρτος ο οίνος… το νερό το λάδι, αλλά αναπεμπόταν ευχαριστία στο Θεό για τις δωρεές του και κατόπιν οι άνθρωποι κοινωνούσαν. Ήταν η πράξη της ευχαριστίας της κοινότητος, η οποία καθαγίαζε τα δώρα…Ο καθαγιασμός των υλικών αγαθών επέρχεται μετά τον 4ο αιώνα υπό την επίδραση του Ελληνισμού. Φεύγουμε από την αντίληψη ότι όλα είναι καλά λίαν στην κτίση και περνούμε στην αντίληψη ότι υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, υπάρχει μέσα στα στοιχεία της φύσεως το παγανιστικό στοιχείο, που πρέπει να δαμαστεί και να εξαγιασθεί. Και αυτό έκτοτε ισχύει. Δε λέω αν είναι κακό, που άλλαξε αυτό το πράγμα από μόνο του, αλλά περισσότερο το αναφέρω για τις παρενέργειες, που αυτό δημιούργησε, οι οποίες φάνηκαν στο Βυζάντιο αργότερα». 
Τί συμπεραίνουμε από τα ανωτέρω; Ότι, κατά τον π. Θερμό, τους δυο πρώτους αιώνες («άντε τρεις»!) καλά τα πήγαινε η Εκκλησία με τη λατρεία της. Μετά τα έμπλεξε με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία του ελληνισμού και άρχισε κατά την τέλεση των Μυστηρίων, όπως οι ειδωλολάτρες, να καθαγιάζει την ύλη για να «δαμάσει το παγανιστικό στοιχείο», που υπήρχε, δήθεν, μέσα της! Κι αυτό δημιούργησε «παρενέργειες», που φάνηκαν αργότερα στο Βυζάντιο [4]. Με όσα λέγει ο π. Βασίλειος περί της απουσίας του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων δια της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος («δεν ευλογείτο ο άρτος και ο Οίνος», γράφει) έρχεται πολύ κοντά στην παπική – δαιμονική πρακτική της μη επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος κατά την Αγία Αναφορά! Προσεκτικός πάντως ο π. Βασίλειος ομιλώντας δεν αναφέρεται σε πρόσωπα, χειριζόμενος τους ακροατές του με λεπτότητα για να τους εμβολιάσει με τις ιδέες του. Δεν μας λέγει ποιος τα έκαμε αυτά. Ποιός άλλαξε το «παράδειγμα» λατρείας; Η Εκκλησία; Οι Αγιοι; Και ο Χριστός του οποίου η Εκκλησία είναι Σώμα Του, πού ήταν όταν άρχισαν οι «παρενέργειες» στη λατρεία; Μας λέγει ο Απόστολος ότι «η Εκκλησία υποτάσσεται τω Χριστώ» (Εφεσ. 5, 24) και ότι ο Χριστός «εκτρέφει και θάλπει» την Εκκλησία (Εφεσ. 5, 29). Λοιπόν, έπαψε η Εκκλησία να υποτάσσεται στο Χριστό; Έπαψε ο Χριστός να εκτρέφει το Σώμα Του; Ανέχθηκε ο παθών υπέρ ημών Κύριος ειδωλολατρικές επιμιξίες κατά την προς Αυτόν Λατρεία και Ευχαριστία; Ή μήπως η «ανθρωπινότητα» των ανθρώπων δρα ανεξέλεγκτα και ανεξάρτητα από το Θεάνθρωπο Χριστό;
Συνεχίζουμε παίρνοντας σαν αρχή του επομένου αποσπάσματος της ομιλίας του π. Θερμού την τελευταία φράση:

3) «…το αναφέρω για τις παρενέργειες, που αυτό δημιούργησε, οι οποίες φάνηκαν στο Βυζάντιο αργότερα. Ποιές ήταν αυτές: Αυτή η αλλαγή στην πραγματικότητα εγκαινίασε το διαχωρισμό ιερού και βεβήλου… Η μεγάλη φθορά στη λατρεία έγινε στα βυζαντινά χρόνια, επειδή το Βυζάντιο κράτησε πάρα πολύ —1100 χρόνια— και προσφερόταν για να γίνουν πάρα πολλές αλλοιώσεις και φθορές. Και υπ’ αυτήν την έννοια συμμερίζομαι τις επικριτικές τοποθετήσεις του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν σχετικά με το ρόλο του Βυζαντίου… Νομίζω ότι εκεί άρχισε η φθορά και ο εκφυλισμός, που δεν είναι ορατός λόγω της μεγάλης άνθισης της Υμνογραφίας, της θεολογικής γραμματείας, των Υπομνημάτων πάνω στη λατρεία. Επεκράτησε πλέον το φαινόμενο της λειτουργικής ευσέβειας, η οποία επεκάλυψε τις παραφθορές… Ο π. Σμέμαν φθάνει στο σημείο να πει ότι η λειτουργική ευσέβεια είναι ο κυριώτερος αντίπαλός μας… Επίσης πρέπει να πούμε ότι αυτά (εννοεί ο π. Βασίλειος τις αλλοιώσεις στη λατρεία) οφείλονταν στο γεγονός ότι… σε αντίθεση με τους βυζαντινολιγούρηδες, που ευδοκιμούν πάρα πολύ στην Εκκλησία μας, το Βυζάντιο δεν ήταν μια κοινωνία αγίων. Ήταν ένας πολιτισμός, που ήθελε να εμπνέεται από το Ευαγγέλιο και το Χριστό, ένας πολιτισμός όπως όλοι με τα ελαττώματα των ανθρώπων και γι’ αυτό έσβησε».
Διακρίνει κανείς στα παραπάνω μια αντιπάθεια του π. Θερμού προς το Βυζάντιο, προς τη ρίζα της Ρωμηοσύνης, προς την ιστορική μας συνέχεια, μια διάθεση πατροκτονίας, μια προσπάθεια διαγραφής από τη μνήμη των ελλήνων ακροατών της όλως ιδιαιτέρας πνευματικής προσφοράς του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό, μια κίνηση απαξιώσεως των 1100 χρόνων ιστορίας με τον ισοπεδωτικό αφορισμό «ένας πολιτισμός όπως όλοι» και με τον αισχρό χαρακτηρισμό «βυζαντινολιγούρηδες» για όλους όσους αγαπούμε την ιστορία μας με τα λάθη της, αλλά και με το μεγαλείο της. Το Βυζάντιο δεν ήταν κοινωνία αγίων, αλλά υπήρχε μέσα του μια κοινωνία Αγίων, το άλας της γης, που αλάτιζε αυτή την αυτοκρατορία και την κοινωνία της. Δεν ήταν το Βυζάντιο, η Ρωμιοσύνη σαν τους άλλους πολιτισμούς, σαν τον «πολιτισμό» της Δύσεως, που ταλανίζει ακόμη και σήμερα όλο τον κόσμο με τον σκληρό ορθολογισμό του, με τον παπικών προδιαγραφών ιμπεριαλισμό του και τον άνευ αρχών ευδαιμονισμό του. Υπήρχαν στη Ρωμιοσύνη δυνάμεις πνευματικές, που εξανθρωπίζανε την κοινωνία, που αγιάζανε τους ανθρώπους, που δεν εξαναγκάζανε κανένα, που κανένα δεν έκαιγαν στην πυρά για την πίστη του και τις επιστημονικές του απόψεις. Όπως φαίνεται ο π. Θερμός αγωνίζεται φιλότιμα να μειωθούν οι «βυζαντινολιγούρηδες» και να αυξηθούν οι «ευρω» – και «αμερικανολιγούρηδες» και βρίσκεται στην ίδια γραμμή μάχης με τους «φωταδιστές», οι οποίοι μάχονται την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Παράδοσή της και την ιστορία του Γένους μας. Παρά ταύτα οι παραπάνω κρίσεις μας αφορούν μια πρώτη ανάγνωση της ομιλίας του π. Βασιλείου. Τα υποκρυπτόμενα και υπονοούμενα στους λόγους του είναι σοβαρότερα. Λόγω του ιστορισμού του παραβλέπει το γεγονός ότι ο αυτουργός της Θείας Λατρείας δεν είναι το «Βυζάντιο», αλλά η Αγία Καθολική Εκκλησία. Ότι οι Αγιοι επώνυμοι και ανώνυμοι είναι αυτοί, που συνέταξαν τις ευχές και τους ύμνους της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών Ακολουθιών. Ότι η «άνθιση της θεολογικής γραμματείας και της Υμνογραφίας» δεν είναι άνθιση κάποιας κουλτούρας, αλλά η συγγραφή των θεοπνεύστων συγγραμμάτων και ύμνων υπό των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και ότι αυτά εμπνέουν και απαρτίζουν τη Λατρεία της Εκκλησίας μας. Ότι τις «αλλοιώσεις» τη «φθορά» την «παραφθορά», τις «παρενέργειες» και τον «εκφυλισμό της λατρείας», τα οποία αποδίδει στο «Βυζάντιο», κατ’ ουσίαν τα αποδίδει στην Εκκλησία του Χριστού και στους Αγίους Πατέρες.
Αυτό είναι εύκολο να αποδειχθεί, διότι δεν ήταν βέβαια ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ούτε οι κρατικοί λειτουργοί και θεσμοί, που καθόρισαν τον τρόπο της Λατρείας. Αλλά ήταν η ζώσα και υπό του Αγίου Πνεύματος οδηγουμένη Εκκλησία, που διαμόρφωσε τη Θεία Λατρεία. Ο ανθρώπινος παράγων ήταν ενεργός, αλλά ήταν και ο Χριστός παρών, συνέχων το Σώμα Του, παρόν και το Αγιο Πνεύμα ζωοποιούν και καθοδηγούν τους Αγίους. Όλη η ζωή της Εκκλησίας, η θεολογία της, η λατρεία της, η ασκητική της, η αρχιτεκτονική της, η εικονογραφία της, η μουσική της κ.λπ. ήταν σε μια διαρκή πρόοδο, έως ότου εμόρφωσε τους κατάλληλους τύπους, επαρκείς να εκφράσουν τη διδασκαλία της, τη ζωή της, την προσευχή της. Ουδείς εκ των αγίων εχλεύαζε τους προ αυτού Πατέρες, ούτε τους κατηγορούσε για εκφυλισμό και φθορά της λατρείας ακόμη και για «προδοσία της αρχαίας Εκκλησίας», όπως κάμει ο π. Βασίλειος. Όλες οι αλλαγές και οι προσθήκες έγιναν αβίαστα, χωρίς επαναστάσεις «ανανεώσεις» και «αναγεννήσεις». Τώρα με τη Χάρη του Θεού, έχουμε τη Λατρεία μας σε πλήρη τελειότητα. Δεν μας χρειάζεται καμμιά αλλαγή, παρά μόνο η προσωπική, η εσωτερική που επιτυγχάνεται με επίμονη και πολύμοχθη πνευματική εργασία, όπως την όρισαν οι Αγιοι. Αυτή η διαπίστωση στενοχωρεί τους επιδόξους αναμορφωτές της Εκκλησίας, τους στερεί κάθε επιστημονικό ενδιαφέρον για την Εκκλησία και κάθε φιλοδοξία να παίξουν ρόλο στην πορεία της. Γι’ αυτό σπεύδουν να κατηγορήσουν τους εμμένοντας στο αναλλοίωτο της Λατρείας ως φονταμενταλιστές. Θα πει κανείς δεν χρειάζεται κάτι καινούργιο για να αντιμετωπίσει η Εκκλησία νέες προκλήσεις; Αν χρειασθεί να αντιμετωπίσει η Εκκλησία νέες προκλήσεις θα το κάμει έχοντας ως βάση την Πίστη και την Παράδοσή της. Τέτοιες προκλήσεις είναι η άρνηση και η ποδοπάτηση της αμωμήτου Λατρείας και της Παραδόσεως, ο Οικουμενισμός, η προσπάθεια εγκλωβισμού της εκκλησιαστικής ζωής στα δίχτυα του ψυχαναλυτικού ολοκληρωτισμού, οι εγκληματικές μεταμοσχεύσεις κλπ. Για όλα αυτά έχει λόγο η Εκκλησία, που τον αρθρώνει στην κατάλληλη στιγμή.

4) «Η βασική φθορά που συνέβη εδώ, και ο μοναχισμός υπήρξε ο βασικός μοχλός γι’ αυτήν —που του χρωστάμε τόσα του μοναχισμού και τώρα και τότε εννοείται— ήταν η εισαγωγή της θεραπευτικής πνευματικότητος αντί της εκκλησιολογικής πνευματικότητος που υπήρχε προηγουμένως με όλα τα στοιχεία του ατομισμού του αισθητισμού…».
Μετά τη Θ. Λειτουργία, το Βυζάντιο, την Υμνογραφία, τη θεολογική γραμματεία, που άλλα προκάλεσαν τον εκφυλισμό της Λατρείας και άλλα τον συγκάλυψαν, δεν μπορούσε ο π. Βασίλειος να αφήσει έξω τον μοναχισμό, το «καύχημα της Χριστού Εκκλησίας», κατά τον Αγιο Ισαάκ τον Σύρο. Σύμφωνα με την ιδεοληψία του π. Βασιλείου η Εκκλησία έχει τη δική της «πνευματικότητα», την εκκλησιολογική, ενώ ο μοναχισμός προβάλλει μιαν άλλη «πνευματικότητα», την «θεραπευτική». Δεν τα είχαμε ξανακούσει αυτά τα πράγματα, αλλά εδώ, στην Ελλάδα μας, που «ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα», μας ήταν γραφτό να ακούσουμε κι αυτό. Υπονοεί ο π. Θερμός, ότι ο μοναχισμός καλλιεργεί μια ατομική πνευματικότητα και προβάλλει πολύ την αισθητική πλευρά με το Τυπικό, τις κανδήλες, τα κεριά, τις καμπάνες και τα τάλαντα κ.λπ. και παραβλέπει την εκκλησιαστική διάσταση της κοινότητος, της Ευχαριστίας κ.λπ. και τελικά επενδύει σε μια ψυχολογικού τύπου θεραπεία του ανθρώπου. Όλα αυτά βέβαια βρίσκονται μόνο μέσα στο μυαλό του. Ας κοιτάξει το Βίο και την Πολιτεία όχι μόνο των παλαιών Οσίων, αλλά και των εσχάτως διαλαμψάντων γερόντων για να δει αν υπάρχουν εκκλησιαστικότεροι άνθρωποι απ’ αυτούς και αν καλλιεργούσαν μια Λατρεία estet, δηλ. αν απολυτοποιούσαν την αισθητική αξία της λατρείας, ή οδηγούσαν εαυτούς και αλλήλους στον Χριστό, στη μετ’ Αυτού κοινωνία και την κοινωνία με τους άλλους και αν φρόντιζαν τη θεραπεία της ψυχής τους από τα δήγματα του αρχεκάκου όφεως. Δεν φαίνεται καθαρά στο λόγο του, αλλά μήπως στην απαξίωση της θεραπευτικής πνευματικότητος, της οποίας κατ’ εξοχήν φορέας είναι ο μοναχισμός, περιλαμβάνει την προσωπική άσκηση, τη νηπτική εργασία, την άσκηση της νοεράς προσευχής και τη Φιλοκαλία, την οποία ύβρισε ο Γιανναράς σαν έκφραση ατομικής ευσεβείας; Μετά απ’ αυτό δεν καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο π. Θερμός με τη φράση «χρωστάμε τόσα στο μοναχισμό». Δεν απομένει τίποτα. Ίσως ελέχθη για να προλάβει τις αντιδράσεις κάποιων ακροατών του.

5) «Αυτές οι αλλαγές που είπα ότι έγιναν από τον 5ο μέχρι τον 8ο αιώνα περίπου, παγιώθηκαν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα —το Βυζάντιο πλέον αρχίζει να φθίνει— οπότε παγιώνονται αυτά, δεν υπάρχουν κριτικές φωνές… Ήρθε η Τουρκοκρατία η οποία τσιμεντώνει τις αλλοιώσεις αυτές σ’ αυτά τα τετρακόσια χρόνια…».
Έτσι λοιπόν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η λατρεία της Εκκλησίας, πάντοτε κατά τον π. Θερμό, είναι αμόλυντη και καθαρά μέχρι και τον 4o αιώνα. Νομίζετε; Διαβάστε και τα παρακάτω για να σχηματίσετε σαφή γνώμη:
«Δεν είναι η αλήθεια μόνο στο απώτατο παρελθόν. Δεν είναι η καθαρή λατρεία αυτή που ήταν στους πρώτους αιώνες». Πάει λοιπόν και η τελευταία ελπίδα μας να πιστεύσουμε ότι τουλάχιστον τους πρώτους αιώνες είχαμε μια γνήσια και αληθινή εκκλησιαστική λατρεία που θα ικανοποιούσε τον π. Βασίλειο. Αλλά, όχι! Τότε τι;
«Παρατηρούμε μια πολύ μεγάλη ατολμία γύρω από τη διόρθωσή τους (των αλλοιώσεων), που υπάρχει επείγουσα ανάγκη να γίνει και να αποκατασταθεί η λατρεία, όχι σ’ αυτό που ήταν πριν εισέλθουν τα άλλα στρώματα. Δεν είναι η αλήθεια μόνο στο απώτατο παρελθόν, δεν είναι η καθαρή λατρεία αυτή, που ήταν στους πρώτους αιώνες. Χρειάζονται κριτήρια με τα οποία θα ξεκαθαρίσουμε τι θα μείνει. Τι από τα παλιά τι απ’ τα νεώτερα…».
Νομίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά όχι απλώς σε μια ελιτίστικη αντίληψη για τη λατρεία μας, σε μία ρομαντική ή επιστημονική απόπειρα επαναφοράς κάποιων παλαιοτέρων τυπικών, για μια διαφορετική, καλοπροαίρετη θεώρηση της λατρείας, αλλά μπροστά σε μια μηδενιστική, ανατρεπτική, καταστροφική μανία που δεν έχει όρια. Αν δεν κατεβάζουμε πολύ το επίπεδο του λόγου μας μας θυμίζει με όσα λέγει ο π. Βασίλειος τον παλιατζή που πηγαίνει σε κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι και «πιάνει δουλειά», βάζοντας σε ένα σωρό τα χρήσιμα και σ’ άλλον σωρό τα άχρηστα. Το λέει με όρους παλιατζίδικου ο π. Βασίλειος: «Χρειάζονται κριτήρια με τα οποία θα ξεκαθαρίσουμε τι θα μείνει. Τι από τα παλιά τι από τα νεώτερα». Ζητάει και κριτήρια. Ποιός θα τα ορίσει; Και βέβαια ο π. Βασίλειος!
«Ποιό είναι το διαχρονικό στοιχείο της λατρείας το οποίο πρέπει να παραμένει ακέραιο; Δοξολογία, ευχαριστία, δέηση». Το θέτει δε και «ως υπόθεση εργασίας». Όσα λέγει ο π. Βασίλειος δίνουν κατ’ αρχήν την εντύπωση ανθρώπου που δεν γνωρίζει από κοντά την Ορθόδοξη λατρεία, η οποία περιλαμβάνει σε όλες τις ακολουθίες και τα τρία αυτά στοιχεία. Όμως, όχι. Τα γνωρίζει αυτά ο π. Βασίλειος. Εκείνο που θέλει να πει είναι ότι θα κρατήσει ως υπόθεση εργασίας μόνο αυτά τα τρία στοιχεία, στοιχεία που έτσι ξεκομμένα υπάρχουν σ’ όλες τις ομολογίες και θρησκείες, και θ’ αρχίσει το ξήλωμα όλης της λατρείας. Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι ο π. Βασίλειος μάχεται και για την τέλεση της Λατρείας στη δημοτική γλώσσα, για την κατάργηση του ράσου, για την ενεργότερη συμμετοχή των ποικίλων ψυχο–επαγγελματιών στη ζωή της Εκκλησίας καταλαβαίνουμε ότι στην φανταστική περίπτωση που θα δινόταν σ’ αυτόν και τους συμφρονούντας μ’ αυτόν η εξουσία να ρυθμίσουν τη λατρεία δεν θα έμενε λίθος επί λίθου. Είναι και βιαστικός επιζητώντας «από χθες» θεσμικές αλλαγές και αλλαγές συνειδήσεων! «…το μεγάλο ερώτημα… είναι από πού θα έλθει το ποθούμενο; Δηλαδή θα προέλθει από την αλλαγή της λατρείας ή από αλλαγή των συνειδήσεων; …δηλ. οι θεσμικές αλλαγές θα αλλάξουν τα πράγματα στην Εκκλησία ή τα πρόσωπα; …χρειαζόμαστε αλλαγές και στα δύο επίπεδα. Ο,τι μπορούμε να κάνουμε για το ζήτημα του εκκλησιολογικού φρονήματος, το οποίο πάσχει, με την κατήχηση, το κήρυγμα, την εξομολόγηση, τον γραπτό λόγο… πρέπει να το κάνουμε, από χτες ήδη. Και ο,τι μπορούμε να κάνουμε για τη λατρεία να ανταποκριθεί στο όραμα της αυτό το τριπλό —δοξολογία, ευχαριστία, δέηση—…πρέπει να το κάνουμε κι αυτό από χθες». Δεν χρειάζεται να παρατείνουμε το λόγο μας. Από τα παραθέματα των λόγων του π. Βασιλείου Θερμού έγινε φανερή η αντίθεσή του στο απαύγασμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας που είναι η λατρεία της, η αντιπάθεια στο Βυζάντιο, τη μήτρα της Ρωμιοσύνης, και η επικριτική του στάση ακόμη και έναντι της Θ. Λειτουργίας. Όλα αυτά απαρτίζουν μια μηδενιστική εκκλησιαστική στάση, και συνιστούν μια ιδιότυπη αίρεση, καθώς «αιρείται», προτιμά να χαράξει το δικό του δρόμο, αντίθετο από την Οδό της Εκκλησίας, καθώς πλαγίως μεν αλλά σαφώς χλευάζει και περιφρονεί τους Αγίους και τα έργα τους. Η επιθυμία του να πραγματοποιήσει το φαντασιακό όραμα όλων των φιλόδοξων λειτουργιολόγων για τέλεια, καθαρή Λατρεία, πράγμα που, κατά τον π. Βασίλειο, δεν κατόρθωσε ούτε η αρχαία Εκκλησία, τον ωθεί στις παράλογες, αντορθόδοξες και επικίνδυνες τοποθετήσεις και προτάσεις του. Νομίζουμε γι’ αυτό ότι η στάση όλων μας, κληρικών, λαϊκών και μοναχών έναντι αυτών των ιδεών είναι αυτονόητη.

Τις θέσεις του κειμένου υπογράφουν οι κάτωθι ιερείς:
π. Ιωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής. π. Αθανάσιος Μηνάς, πρώην εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ελευθερίου Άρεως. π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Λαυρίου. π. Βασίλειος Κοκολάκης εφημ. Ι. Ν. Υψώσεως Τ. Σταυρού Χολαργού. π. Σταύρος Τρικαλιώτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής. π. Αντώνιος Μπουσδέκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Νικαίας. π. Γεώργιος Παπαδάκης εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αμαρουσίου. π. Νικόλαος Πουρσανίδης εφημ. Ι. Ν. Παμ. Ταξιαρχών Αχαρνών. π. Γεώργιος Χρόνης, εφημ. Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου Παιανίας. π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιάς. π. Ιωάννης Χατζηθανάσης, εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Αττικής. π. Ευθύμιος Μουζακίτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Κοσμά Αιτ. Αμαρουσίου. π. Χρήστος Κατσούλης, εφημ. Ι. Ν. Παναγίας Βλαχερνών Αμαρουσίου. Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος εφημ. Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Αμαρουσίου.

Σημειώσεις
1. Στο Γ. ΦΙΛΙΑ, Παράδοση και εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, σ. 248. 2. ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1993, σ. 376. 3. π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία προσευχομένη (μτφρ. Πρωτοπρ. Δ. Τζέρπος) εκδ. Ακρίτας Αθήνα 1991. 4. Θέλοντας να μιλήσουμε επί της ουσίας των σκέψεων του π. Θερμού δεν ασχολούμεθα με τα ανωτέρω ιδεολογήματα και τις υποθέσεις των λειτουργιολόγων, οι οποίοι μελετούν στενόκαρδα σαν ραββίνοι τα κείμενα της Παραδόσεώς της Εκκλησίας μας με τα γυαλιά των δυτικών. Κοιτούν το «γράμμα» και ξεχνούν ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι καταγεγραμμένη. Ότι πολλά ενεργούνταν μέσα στη Λατρεία αλλά όλα, ως αυτονόητα για τους λειτουργούς, δεν καταγράφονταν. Με τη στενόκαρδη αυτή μελέτη τους εξάγουν «πρωτότυπα», αλλά πλήρως εσφαλμένα συμπεράσματα.

Πηγή: (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 25 Σεπτεμβρίου και 2 Οκτωβρίου  2009)& Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου & tideon.org &alopsis

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο). Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.

Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.

Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».

Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.

Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ- Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ


ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ


ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ


Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

«ΕΦΥΓΕ» ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ Ο «ΦΩΤΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ» – ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ «ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ»

Τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου 2017 άφησε την τελευταία του πνοή στο Αχιλλοπούλειο Γενικό Νοσοκομείο «ο Φώτης του Βόλου» (κατά κόσμο Λαδόπουλος), η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της πόλης, που τον περασμένο Απρίλιο υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και, έκτοτε, μετά την απαραίτητη παραμονή του στο Νοσοκομείο, φιλοξενούνταν στο Ίδρυμα «Γηροκομείον Βόλου». 

Η εξόδιος ακολουθία θα τελεσθεί στον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων του Γηροκομείου αύριο στις 9:00 π.μ. και θα ακολουθήσει η ταφή στο Δημοτικό Κοιμητήριο Βόλου με δαπάνη του Ιδρύματος. 

Η σορός θα βρίσκεται από τις 8.15 π.μ. εντός του Ιερού Ναού ώστε όλοι οι φίλοι του Φώτη να προσέλθουν και να του αποδώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό. 

Στις 6 Μαρτίου 2016 η “Θεσσαλία” είχε δημοσιεύσει αφιέρωμα στην ασκητική ζωή του Φώτη Λαδόπουλου με τίτλο “Αποστάγματα ψυχής από τον Βολιώτη ασκητή”. 

Μέσα από τα μάτια του Φώτη Λαδόπουλου, η ζωή δείχνει να αποκτά ένα ξεχωριστό νόημα. Ο Φώτης, τον οποίον όλοι στο Βόλο γνωρίζουν με το μικρό του όνομα, αποτελεί μία από τις πλέον οικείες φιγούρες αυτής της πόλης. Πλανιέται στους δρόμους πολλές δεκαετίες τώρα, αλλά πάντοτε με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του κι έναν καλό λόγο για όλους. Ο 86χρονος γέροντας έχοντας μεγάλη πίστη στο Θεό και με τη βαθιά ανθρωπιά που τον διακρίνει, μοιράστηκε το απόσταγμα της εμπειρίας και της σκέψης του κι έδωσε πολύτιμες συμβουλές για το πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει καλύτερος. 
Επέλεξε να ζει ασκητικά και μακριά από τους ανθρώπους. Στην αρχή τον χλεύασαν, αλλά στη συνέχεια τον αποδέχθηκαν και πλέον όλοι όσοι τον συναναστρέφονται, έχουν να πουν μόνο καλά λόγια για εκείνον. Το μονοπάτι που ακολουθεί για τη σωτηρία της ψυχής του στους περισσότερους φαντάζει δύσβατο, αλλά ο Φώτης παραμένει αφοσιωμένος στα «πιστεύω» του και καθημερινά μοχθεί να βρίσκει λύσεις, προκειμένου να ξεφεύγει από τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. 

Η συνάντηση μαζί του υπήρξε τυχαία. Ξεκουραζόταν σε ένα παγκάκι στην παραλία. Άφηνε το βλέμμα του να πλανηθεί στη θάλασσα και γαλήνευε, καθώς αντίκριζε τα γαλάζια νερά του Παγασητικού. Ωστόσο, η σκέψη του ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν, όταν ο ίδιος παιδί ακόμη έκανε περιπάτους στην παραλία του Βόλου: «Θυμάμαι τον παππού μου, ο οποίος με έπαιρνε από το χέρι, με κατέβαζε στην παραλία και με την παρουσία του μού έδινε την ευκαιρία από τότε να δω κάτι καλύτερο. Φώτιος κι εκείνος, το όνομά του έχω. Είχε έρθει πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη. Από την Πόλη ήταν η καταγωγή της οικογένειάς μου. Τότε μέναμε στην Ανάληψη. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Στην εκκλησία της Ανάληψης έγινε και η βάπτισή μου. Επτά μηνών μωρό ήμουν, όταν με βάπτισε ο παπα-Λάμπρος, ο ιερέας που είχαμε τότε στην Ανάληψη». 

Οι ιστορίες που συνοδεύουν τον Φώτη είναι πάμπολλες, αλλά γνώριμες στους περισσότερους Βολιώτες, πολλοί εκ των οποίων τον χαρακτηρίζουν ως έναν από τους «διά Χριστόν σαλούς». Η εποχή που επέλεξε να αφήσει το τσαγκάρικο που εργαζόταν όταν ήταν νέος, για τον ίδιον φαντάζει πολύ μακρινή πλέον. Ωστόσο, δεν φαίνεται μετανιωμένος για το δρόμο που επέλεξε να χαράξει: «Όσοι με ρωτούν εάν έχω παράπονα από τη ζωή, τους απαντώ: «Κανένα απολύτως». Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν το έπραξα. Αντίθετα, προσπαθούσα πάντοτε να μην πικραίνω τους άλλους. Κρατούσα μέσα μου τα λάθη και προσπαθούσα, όπως και τώρα, να λύνω τα προβλήματά μου και να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος». 

Να αποφεύγουμε τα λάθη

Ο 86χρονος ερημίτης, ο οποίος για πολλά χρόνια διαβίωσε σε μία σπηλιά στο λόφο της Γορίτσας και πλέον βρήκε καταφύγιο σε μία καλύβα που του προσφέρθηκε σε ένα κτήμα στα Κογιάτικα της Νέας Ιωνίας, μπορεί να έχει όψη πένητα, αλλά ο πλούτος της ψυχής του είναι μοναδικός. «Τα βράδια που πέφτω για ύπνο, πάντοτε προσεύχομαι στο Θεό. Λέω το «Πατέρ ημών», μία ολοκληρωμένη προσευχή για κάθε Έλληνα και Ελληνοπούλα. Πόσοι προσεύχονται πλέον καθώς πλαγιάζουν στο κρεβάτι τους; Ελάχιστοι πια», σημείωσε με νόημα ο Φώτης, για να συμπληρώσει με την ταπεινότητα που τον διακρίνει: «Ένας άνθρωπος που αγαπάει τον Θεό και έχει σεβασμό απέναντί του, κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Όταν προσπαθείς να μην κάνεις λάθη, δεν περπατάς στη γη, αλλά πετάς και μοιάζεις σαν να έχεις αποκτήσει δύο φτερά αγγελικά». 

Στις κουβέντες του στάθηκε ιδιαίτερα στην αποφυγή των λαθών από τους ανθρώπους, «Όλοι κάνουμε σφάλματα, τα οποία βέβαια είναι συγχωρητέα. Έχουμε όμως ιερό καθήκον να μάθουμε να τα περιορίζουμε. Γίνεται; Ναι…», είπε αρχικά και κατέληξε: «Είμαστε αδικαιολόγητοι με τα τόσα λάθη που κάνουμε. Όμως, οφείλουμε να κάνουμε όσο το δυνατόν πιο λίγα, μέχρι να τα μηδενίσουμε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε στο ποιοι κάνουν λάθη στη ζωή, αλλά πώς θα διορθώνουμε τις καταστάσεις. Χάσαμε τον έλεγχο, γιατί ζητάμε πράγματα που δεν τα έχουμε πραγματικά ανάγκη. Μας αγκαλιάζουν τα άχρηστα, μπερδεύονται μες στη ζωή μας. Γι’ αυτό υποπίπτουμε σε λάθη. Θέλει αυτοσυγκέντρωση για να μένουμε σωστοί καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Αν ο άνθρωπος ψαχθεί καλύτερα, θα καταλάβει ότι πρέπει να φροντίζει να μένει σωστός. Ακόμη και μια πεταλούδα έχει ανάγκη από τη δική μας παρουσία, για να την κρατήσουμε στη ζωή. Ή ας θυμηθούμε τι κάνει ένας αγρότης όταν θέλει να σπείρει. Πασχίζει πάνω απ’ όλα να έχει καλό σπόρο. Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Να πορευόμαστε έχοντας να πούμε έναν καλό λόγο. Χρειάζεται αγωγή στο λόγο μας». 

Ζωή καμωμένη με αγάπη

Άνθρωπος που απεκδύθηκε τα υλικά αγαθά, έδωσε τη δική του διάσταση για το πώς μπορεί κάποιος να νιώθει ευτυχισμένος: «Μόλις ξυπνάμε το πρωί, ας μην είναι η πρώτη σκέψη μας πόσα χρήματα θα βγάλουμε. Να κοιτάζουμε τη ζωή με αγάπη, χωρίς απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις τον άνθρωπο τον αποπροσανατολίζουν και δεν μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα την αποστολή που έχει. Η εξέλιξη κούρασε τον άνθρωπο. Κι εφόσον συνέβη αυτό, είναι λογικό να κάνουμε λάθη. Ο καθένας μας πρέπει να πάρει μία ευθύνη για την παρουσία του και το έργο που θα επιτελεί πάνω σ’ αυτή τη γη που περπατάμε. Έτσι θα ξεφύγουμε και από όλα εκείνα που μας κρατούν φυλακισμένους». 

Σκέψεις καθάριες, αλλά απόλυτα φιλοσοφημένες, με τον Φώτη να υπογραμμίζει: «Τα προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν για όλους. Όμως και πάλι μπορούμε να καλυτερέψουμε τις ζωές μας. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό. Αρκεί ο καθένας να βάζει το δικό του λιθαράκι. Μόνο εάν γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου, μπορείς να ελπίζεις. Όταν σηκώνεσαι το πρωί και βγαίνεις έξω στην κοινωνία, να προσπαθείς να δώσεις εκείνο που δεν έδωσε ο άλλος. Κάθε μέρα που αντικρίζουμε το φως του ήλιου, να είμαστε χαρούμενοι και να αντιλαμβανόμαστε την ευλογία που κρύβει η ζωή». 

Η πίστη είναι το παν

Όσο για το πού κρύβεται η πραγματική ευτυχία των ανθρώπων; Ο ευσεβής γέροντας απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Κάθε άνθρωπος είναι ένα τέλειο δώρο από τον Θεό, ο οποίος μας χαρίζει άπειρα πράγματα από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο ετούτον. Πιστεύοντας στο Θεό, μπορούμε να βρούμε λύσεις και να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Η πίστη είναι το παν. Όταν αγαπάμε τον Θεό και δεν κάνουμε λάθη, έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε την ομορφιά της ζωής». 

Κείμενο: Χριστόφορος Σεμέργελης
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Ανδριώτης

ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

                                         Άγιος Ελευθέριος ο Ιερομάρτυρας 

Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε τον 2o αιώνα μ. Χ. στην Ελλάδα (κατά άλλους στην Ρώμη) από πλούσιους γονείς. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία (της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) η οποία έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου. 

Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ανίκητος, όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του. 

Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο, διάκονος και έπειτα από τρία χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Αργότερα και σε ηλικία είκοσι ετών, με κοινή ψήφο κλήρου και λαού έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα. 

Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.... Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του: «Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα». 

Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε «κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια. 

Η φήμη της αρετής του Αγίου Ελευθερίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς της, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του. 

Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε την χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε την σύλληψή του. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε από τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με την μητέρα του. 

Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού. Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου. 

Ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. «Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις...», δηλαδή, Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία.... Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του στις 15 Δεκεμβρίου.

http://www.saint.gr

ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Άγιος Ελευθέριος ο Ιερομάρτυρας 

Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε τον 2o αιώνα μ. Χ. στην Ελλάδα (κατά άλλους στην Ρώμη) από πλούσιους γονείς. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία (της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) η οποία έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου. 

Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ανίκητος, όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του. 

Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο, διάκονος και έπειτα από τρία χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Αργότερα και σε ηλικία είκοσι ετών, με κοινή ψήφο κλήρου και λαού έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα. 

Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.... Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του: «Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα». 

Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε «κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια. 

Η φήμη της αρετής του Αγίου Ελευθερίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς της, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του. 

Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε την χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε την σύλληψή του. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε από τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με την μητέρα του. 

Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού. Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου. 

Ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. «Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις...», δηλαδή, Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία.... Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του στις 15 Δεκεμβρίου.

http://www.saint.gr