ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας.
Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε.
Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός. 
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε.
Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον.Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ δεν εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
  
 
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη.
Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 103 ΤΟΥ Ο «ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

Επαίτης και ο πιο γενναιόδωρος δωρητής της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, ο Παππούς Ντόμπρι, αγαπημένος πολλών πιστών, πέθανε χθες Τρίτη σε ηλικία 103 ετών, ανακοίνωσε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας.

Ο Παππούς Ντόμπρι Ντόμπρεφ, το όνομα και το επίθετο του οποίου προέρχονται από τη λέξη «καλοσύνη» και τον οποίο πολλοί Βούλγαροι χαρακτήριζαν άγιο, είχε αφιερωθεί εδώ και δεκαετίες στη συγκέντρωση χρημάτων για την ανακαίνιση εκκλησιών.

Γέροντας – σύμβολο

Με μακριά αχτένιστα λευκά γένια, πάντα ντυμένος μ’ ένα μαύρο μανταρισμένο παλτό, ζητιάνευε κυρίως στον μεγάλο καθεδρικό ναό της Σόφιας Αλέξανδρος Νιέφσκι, στον οποίο είχε δωρίσει περισσότερα από 40.000 λέβα (20.000 ευρώ).
Πολλές μονές και εκκλησίες της χώρας είχαν επιβεβαιώσει πως είχαν δεχθεί ποσά από 2.500 έως 10.000 ευρώ καθεμιά.

Στη χώρα του, όπου η διαφθορά αποτελεί ενδημικό φαινόμενο, ο Παππούς Ντόμπρι έγινε δημοφιλής χάρη στα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επαινούσαν την ανιδιοτέλειά του.

Το πορτρέτο του να κρατάει ένα κερί, έργο καλλιτεχνών του γκράφιτι, κοσμεί τον τοίχο ενος δεκαώροφου κτιρίου στην ανατολική Σόφια.







πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, https://www.newsit.gr

Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΤΑ

Η ασκήτρια Λαμπρινή από τήν Άρτα και οι φοβερές νηστείες

Σ’ όλη την ζωή της είχε μονοφαγία και ξηροφαγία. Έτρωγε συνήθως ψωμί και ελιές. Στο τριήμερο (της τεσσαρακοστής) δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτε. Κοινωνούσε την καθαρά Τετάρτη και μετά συνέχιζε την τελεία νηστεία…

Τις ημέρες πού δεν έτρωγε τίποτε έπινε γύρω στις 3 μ.μ. ένα κουταλάκι ζεστό νερό. Το συνηθισμένο φαγητό της ήταν μια πατάτα βρασμένη με ξύδι. Τα παιδιά της την πίεζαν να φάει, αλλά αρνιόταν και απαντούσε: «Μη στενοχωριέστε, δεν θα πεθάνω από τη νηστεία, η προσευχή είναι η τροφή μου. Το σώμα θα το περιποιηθώ γιατί είναι η κατοικία της ψυχής μου.Όταν έρθει η ώρα θα φάω. Μην ανησυχείτε».
Της έκανε το πρωί η κόρη της καφέ και το απόγευμα πού πήγαινε να πάρει το φλυντζάνι ήταν απείραχτο. Το Πάσχα πού κάθονταν όλοι μαζί να φάνε, η Λαμπρινή μιλούσε για τον Θεό και μετά από πίεση έτρωγε μια κουταλιά γιαούρτι η μια πιρουνιά σαλάτα. έλεγε:
«Σήμερα είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα αναστήθηκε ο Χριστός. Αν ερχόταν ένα πεθαμένο παιδί μου εγώ θα έτρωγα; Θα στόλιζα το σπίτι μου να το υποδεχθώ».

Την τελευταία εικοσαετία της ζωής της έτρωγε μόνο ψωμί,
νερό και ξύδι.

Κάποτε θα πήγαινε στην Αθήνα για μια εβδομάδα, διότι θα έκανε εγχείρηση ο αδελφός της. Μια γνωστή της έψηνε ψωμί από καλαμπόκι και της έδωσε μια φέτα. Το δέχθηκε με μεγάλη χαρά γιατί ήξερε ότι η γυναίκα αυτή χάραξε τον σταυρό πάνω στο ψωμί. Όταν γύρισε από την Αθήνα ευχαρίστησε την γυναίκα πού της έδωσε το ψωμί, και της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό το ψωμάκι ήταν η τροφή της για όλη την εβδομάδα πού πέρασε στην Αθήνα. Έτρωγα λίγο κάθε μέρα και ερχόταν ο Κύριος και μου το αυγάταινε (αύξανε)».
Πριν την κοίμηση της για ένα διάστημα αρκείτο μόνο σ’ ένα κουταλάκι αγίασμα, στο αντίδωρο και φυσικά στην θεία Κοινωνία. Σε κάποιον που την ρώτησε τι είχε φάει, απάντησε ότι έφαγε μόνο αντίδωρο πού είχε κρατήσει από την θεία Λειτουργία ότι μ’ αυτό ήταν χορτασμένη και θα την κρατήσει για κ’ ανά – δυό μέρες ακόμη.
Αφού πάντρεψε τα παιδιά της, από την ηλικία των 45 ετών σταμάτησε τις αγροτικές εργασίες και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. η ζωή της πλέον ήταν μια συνεχής προσευχή στο σπίτι και στην Εκκλησία, όπου τακτικά πήγαινε και κοινωνούσε συχνά…
Το καθημερινό τυπικό της ήταν περίπου το εξής:
Κοιμόταν μέχρι δύο ώρες το ημερονύκτιο από τις 3 μέχρι τις 4.30 τη νύχτα. Έκανε κομποσχοίνι γονατιστή και μεγάλες μετάνοιες. Έκανε όλες τις ακολουθίες κάθε ήμερα. Το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο τα διάβαζε με το αμυδρό φως από το καντήλι και με ένα κεράκι. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και πατερικά βιβλία. Την ημέρα, διάβαζε, έκανε την ακολουθία των Ωρών και προσευχή. Σε όσους την θαύμαζαν πού μπορούσε και αφιέρωνε την ήμερα της στο διάβασμα έλεγε πώς χρόνος υπάρχει για όλους.

Και μια σελίδα την ημέρα να διαβάζεις είναι αρκετό,
αρκεί να γίνεται με πίστη.

Όλα αυτά τα έκανε με ευλογία από τον πνευματικό της π. Μητροφάνη, ο οποίος της είχε δώσει τον κανόνα της προσευχής. Την Μ. Σαρακοστή, έκανε το Μεγάλο Απόδειπνο και όταν κάποιος την διέκοπτε δεν το συνέχιζε, αλλά το άρχιζε πάλι από την αρχή…

Όταν γινόταν αγρυπνία σε κάποια Εκκλησία ήταν πάντα πρώτη. Συνήθως την ακολουθούσαν και γυναίκες από τα γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τις γυναίκες στο σπίτι της και έκαναν ομαδική προσευχή.
Από την ηλικία των 30 ετών έραψε ένα τρίχινο σάκκο και τον φορούσε κατάσαρκα σ’ όλη την ζωή της, για άσκηση και κακοπάθεια. Κανείς δεν το ήξερε. Για 54 χρόνια τον φορούσε και ποτέ δεν τον έπλυνε. Πριν από την κοίμηση της άφησε εντολή στην κόρη της να μην τον πλύνει ποτέ. Όσοι τον είδαν μαρτυρούν ότι φαίνεται σαν να βγήκε από πλυντήριο και μοσχοβολά (ευωδιάζει).
Παρ’ όλο που ζούσε μέσα στον κόσμο, ο πόθος της για τον Μοναχισμό και την Εκκλησία την έκαναν να μετατρέψει το δωμάτιό της σ’ ένα μοναχικό κελλί. Ό,τι χαρτάκι εύρισκε πού είχε φωτογραφία κάποιου αγίου το κολλούσε στον τοίχο, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Δεν αγαπούσε τα χρήματα, ήταν ανάργυρη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μπορεί να κάνει ελεημοσύνες και να βοηθά τον κόσμο. Όλη την σύνταξη της την μοίραζε σε ελεημοσύνες.
Όταν τα παιδιά της, επίσης της έδιναν χρήματα, τα διέθετε και αυτά για να βοηθά φτωχούς. Έλεγε στα παιδιά της: «Τα χρήματα αυτά που δίνω, δεν είναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σε σας, γιατί δικά σας είναι».
Απέφευγε μάλιστα να πιάνει με τα χέρια της τα χρήματα, αλλά με μια χαρτοπετσέτα ή με ένα κομμάτι ύφασμα. Και όταν πήγαινε να ψωνίσει άνοιγε το πορτοφόλι ή την χαρτοπετσέτα και έπαιρνε ο μπακάλης μόνος του. Από το σπίτι της έβγαινε τη νύχτα κρυφά, να μην την βλέπουν, και πήγαινε σε φτωχά σπίτια, άφηνε έξω από την πόρτα ό,τι είχε και έφευγε.
Στον φούρναρη είχε δώσει παραγγελία να εφοδιάζει με ψωμί μια φτωχή οικογένεια, χωρίς να μάθει κανείς τίποτε. Το είπε στην κόρη της μόνο πριν κοιμηθεί, και της άφησε παρακαταθήκη να συνεχίσει την ελεημοσύνη. Η Λαμπρινή συμβούλευε:
«Μεγάλη ευλογία έχει ο άνθρωπος που κάνει ελεημοσύνη. Όταν κάνετε ελεημοσύνη δεν θα δίνετε αυτό που είναι για πέταμα, αλλά θα δίνετε για τον ξένο και τον φτωχό το καλύτερο. Οι γονείς να μην στενοχωρούνται που δεν έχουν ν’ αφήσουν περιουσία στα παιδιά τους, αλλά να φροντίζουν για την κατά Θεόν πρόοδό τους και τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός».
Επισκεπτόταν αρρώστους χωρίς φόβο να κωλύσει κάτι, αφού πολλές φορές κοινωνούσε πρώτα ο άρρωστος (ετοιμοθάνατος) κα! αμέσως εκείνη, γιατί δεν φοβόταν τον θάνατο, αντίθετα θεωρούσε πώς θα την έφερνε πιο κοντά στον Θεό.
Κάποτε πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα με ένα παιδάκι που το είχε βαφτίσει, χωρίς να έχει μαζί της χρήματα. Όμως με την βοήθεια του Θεού πήγαν και γύρισαν, χωρίς να τους ζητήσουν χρήματα ούτε στο λεωφορείο ούτε στο καράβι.
Η γιαγιά Λαμπρινή αγαπούσε τον Χριστό, αγωνιζόταν περισσότερο από μοναχή, προσευχόταν συνέχεια και μετέδιδε την θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν να την δουν, να την συμβουλευθούν και να ζητήσουν την προσευχή της.
Ολόκληρα λεωφορεία σταματούσαν στο φτωχικό της. Δεχόταν όλους τους ανθρώπους αδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς ούτε μια διακοπή στην διάρκεια της ημέρας.
Οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν καθημερινές. Δεν υπήρχε ωράριο. Ο καθένας ερχόταν οπότε ήθελε και έφευγε όταν ήθελε. Δεχόταν τους πάντες αγόγγυστα. Όταν ήταν μόνη της διάβαζε ή προσευχόταν. Για να ξεμουδιάσει έβγαινε και έκανε περίπατο, όχι στο χωριό, αλλά στον κήπο με τις πορτοκαλιές και έλεγε την ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με).
Ο λόγος της ήταν πάντα για την υπομονή. Έλεγε: «Εμείς Οι χριστιανοί θα περάσουμε εδώ μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέσα στην ίδια την οικογένεια μας. Θα πρέπει να δείχνουμε υπομονή, αγάπη, και να κάνουμε ελεημοσύνες». Σε όσους είχαν οικογενειακά προβλήματα τους παρακαλούσε να μη διαλύσουν την οικογένεια τους. «Ο πειρασμός σας βάζει», έλεγε.
Σε νέους πού την επισκέπτονταν συμβούλευε: «Αποφάσισες να παντρευτείς; Θα κάνεις υπομονή και όχι μία, αλλά πολλές. Να εκκλησιάζεστε τακτικά, να εξομολογείστε, να κοινωνάτε και να προσεύχεσθε. Όταν κάνετε αυτά, θα πάτε κοντά στον Χριστό να χαίρεστε για πάντα».
Αν και δεν είχε σπουδάσει, όμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τα κατανοούσε και τα εξηγούσε.
Άνθρωποι εγγράμματοι – ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου – πήγαιναν να ακούσουν την γιαγιά Λαμπρινή. Την είχαν σε ιδιαίτερη ευλάβεια γιατί η ζωή της ήταν τελείως δοσμένη στον Χριστό, αλλά και γιατί έβλεπαν να ενεργεί η θεία Χάρη μέσω αυτής θαυμαστά έργα.
Αρπαζόταν πολλές φορές ο νους της και έβλεπε τα αθέατα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, η προσευχή της εισακούετο, γνώριζε τα κρύφια των ανθρώπων, και προέβλεπε γεγονότα του μέλλοντος…

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΠΕΘ ΗΡΑΚΛΗ ΡΕΡΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Σε εκτενές ρεπορτάζ της εφημερίδας Φιλελεύθερος για τις πρόσφατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου για τα Θρησκευτικά φιλοξενείται μεταξύ άλλων δήλωση του προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων Ηρακλή Ρεράκη. 


Ο κ. Ρεράκης δήλωσε στον "Φιλελεύθερο": «Αυτά που είπε ο μακαριότατος είναι πάρα πολύ λίγα για να εκφράσουν τη μεγάλη πνευματική ζημιά που υφίστανται οι ορθόδοξοι μαθητές από τη μεθοδευμένη αποορθοδοξοποίηση που επιχειρούν οι ιδεοληψίες της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Δεν είναι δυνατό να σέβεται και καλώς κάνει το υπουργείο Παιδείας τους Έλληνες μουσουλμάνους εβραίους και ρωμαιοκαθολικούς και να τους δίνει τη δυνατότητα να διδάσκονται αυτούσια την πίστη τους να προτείνουν δικά τους διδακτικά εγχειρίδια και να τα αποδέχεται το υπουργείο να εγκρίνουν αυτοί τους διδάσκοντες τη δική τους πίστη ενώ η μεγάλη πλειονότητα του λαού μας να απολαμβάνει αυτή τη διάκριση και την υποτίμηση και να μην απολαμβάνει καν αυτό που απολαμβάνουν οι θρησκευτικές μειονότητες στη χώρα μας.»

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ!

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν. 

ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ!

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς.
Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν.
Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν,
ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον. 

ΕΧΕΙΣ ΦΟΒΟ; ΛΕΓΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ!

Έχεις φόβο; Λέγε την ευχή!
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησόν με!

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΑΡΧΙΜ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗΣ: Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ

«..ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.» (Ματθ κδ-24)

Στην εκδοτική σειρά σύγχρονες αγιορείτικες μορφές, της Ιεράς Μονής Παρακλήτου, υπάρχει και το βιβλίο Σάββας ο πνευματικός, που είναι το έκτο αυτής της σειράς.
Ο συγγραφεύς του βιβλίου Αρχιμανδρίτης Χερουβείμ, κτήτωρ της Ιεράς Mονής Παρακλήτου, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εμόναζε στο Άγιο Όρος σε νεαρή ηλικία, άκουε πολλά θαυμαστά για τον παπά Σάββα τον πνευματικό που ασκήτευε μέχρι το 1908, έτος της κοιμήσεως του, στη σκήτη της μικράς Αγίας Άννης.
Είχε έντονη επιθυμία να συγγράψει το βίο του πράγμα που πραγματοποιήθηκε το 1972. O παπά Σάββας ήταν εκπληκτικός στην διάκριση πνευμάτων, όσο δυσδιάκριτη και εάν ήταν η πλάνη την οσφραινόταν, αυτό διαφαίνεται στην μελέτη του βιβλίου που αναφέραμε.
Μέσα στις σελίδες του περισώθηκαν κάποια γεγονότα πολύ σημαντικά, εμείς σήμερα θα δούμε ένα συγκλονιστικό περιστατικό που τιτλοφορείτε «Ο Άγγελος που δεν ήταν Άγγελος» πριν το παρουσιάσουμε αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε τον μακαριστό συγγραφέα του βιβλίου που μας το διέσωσε.
Πρόκειται για μια ιστορία που μπορεί να ανοίξει τα μάτια κάποιων αδελφών που παραπλανήθηκαν από εκείνον που ενώ είναι άγριος λύκος, τα καταφέρνει να εμφανίζεται σαν αρνί, λοιπόν, διαβάζουμε…
Στους τόσους που εξομολογούσε ο πάπα-Σάββας ήταν και ένας Ρουμάνος διάκονος. Νεαρός ακόμη ήρθε στον Άθω και ησύχαζε κάπου στην έρημο, όχι και πολύ μακριά από την Μικρά Αγία Άννα.

-Πνευματικέ μου, του λέει μία ημέρα ο διάκονος αυτός περίλυπα, σε παρακαλώ, μη ξεχάσεις να μνημόνευσης αύριο στην λειτουργία την μητέρα μου που έχει τα τρίτα της.

Τα λόγια αυτά χτύπησαν στην ακοή του πάπα-Σάββα σαν λόγια που πρόδιδαν θριάμβους του διαβόλου. Ο διακριτικός γέροντας ταράχτηκε. Εδώ, σκέφθηκε, κάποιο άσχημο φαγητό μαγείρεψε ο εχθρός. Ο πανούργος! Με πόση τέχνη πλανεύει και σκοτίζει τα πλάσματα του Θεού!
Χωρίς να δείξει εξωτερικά την αγωνία του, επιδόθηκε στην ανίχνευση του κακού.

-Για πες μου, παιδί μου, καθαρότερα την υπόθεση. Η μητέρα σου έχει αύριο τα τρίτα της. Δηλαδή πέθανε προχθές. Πέθανε στην Ρουμανία. Πώς εσύ σε δύο ημέρες πληροφορήθηκες τον θάνατό της;

Μεσολάβησε λίγη σιγή.
-Πώς; Πώς το έμαθα; άρχισε να λέει δειλά ο διάκονος. Να, μου το είπε …..
-Ποιος σου το είπε;
-Μου το είπε ο φύλακας άγγελός μου.
-Ο φύλακας άγγελός σου; Έχεις ιδεί τον άγγελό σου;
-Αξιώθηκα να τον ιδώ. Δεν είναι μία και δύο φορές. Είναι τώρα δύο χρόνια. Μου παρουσιάζεται και με συντροφεύει στην προσευχή. Λέμε μαζί τους Χαιρετισμούς, κάνουμε μετάνοιες, ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις …;

Εκείνο το «δύο χρόνια» πίκρανε πολύ τον παπά-Σάββα. Δύο χρόνια πλάνης δεν είναι κάτι το ασήμαντο.
Να αφήνεις τον εχθρό να χτίζει μέσα σου ανενόχλητα επί δύο χρόνια το οικοδόμημα της καταστροφής σου, είναι θλιβερό.

-Και γιατί, παιδί μου, τόσο καιρό, δεν μου ανέφερες τίποτε;
-Μου είπε ο άγγελος πως δεν είναι απαραίτητο.

Ο παπά-Σάββας καταλάβαινε πως έχει να δώσει μεγάλη μάχη. Να πείσει πρώτα τον δυστυχή διάκονο ότι δεν πρόκειται για άγγελο. Να έτοιμασθη έπειτα να αντιμετώπιση την οργή του δαίμονος. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον και σώσον ημάς», προσευχήθηκε μυστικά με θέρμη.

-Παιδί μου, είσαι βέβαιος πως είναι άγγελος του Θεού αυτός που σου εμφανίζεται;
-Βέβαιος; Βεβαιώτατος, γέροντά μου! Μα προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινώς χίλιες μετάνοιες, συζητούμε για την μέλλουσα ζωή, για τον παράδεισο …; Ο φύλακας άγγελος μου είναι.

Ο διάκονος φαινόταν αμετάπειστος. Εκείνο όμως που τον έκανε επιφυλακτικό ήταν η εμπιστοσύνη του στον θεοφώτιστο πνευματικό του. Αλλά πάλι, έλεγε, πως μπορεί ο δαίμονας να με ενισχύει στην προσευχή; Αυτός πολεμεί τους προσευχομένους.
Μετά από πολλά συμφώνησαν να καταφύγουν σε μερικές δοκιμασίες. Να δοκιμάσουν τον «φύλακα άγγελο».

-Ζήτησέ του, του είπε ο παπά-Σάββας, μόλις ξανάρθει να πει το «Θεοτόκε Παρθένε». Ακόμη πες του να κάνει το σημείο του σταυρού.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Όταν δύο ολόκληρα χρόνια σε έχει ο πονηρός τυλιγμένο στην πλάνη, τότε και τα μάτια σου και τα αυτιά σου τα πλανεύει και φαντάζεσαι πως ακούς το «Θεοτόκε Παρθένε» και πως τον βλέπεις να σταυροκοπιέται.
Στην επόμενη επίσκεψη ο διάκονος με κάποια κρυφή εσωτερική ικανοποίηση ανήγγειλε στον πνευματικό.

-Γέροντα μου, τα πράγματα έχουν όπως σου τα είπα. Είναι άγγελος του Θεού. Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Και το «Θεοτόκε Παρθένε» το είπε και τον σταυρό του τον έκανε.

Ο παπά-Σάββας καλά το είχε αντιληφθεί. Δύο ετών δουλειά από τον πολυμήχανο εχθρό δεν μπορούσε να αχρηστευθεί εύκολα. Αν όμως αυτός ξέρη πολλές μηχανές, στους θεοφόρους λάμπει το φως της πανσοφίας του Θεού, που εξουδετερώνει τα τεχνάσματα του σκότους.
Κάποια φωτεινή ιδέα άστραψε τότε στον φωτόμορφο νου του Πνευματικού. Και στρέφεται αμέσως προς τον διάκονο:

-Άκου εδώ, παιδί μου. Πρόσεξε σε μία τελευταία δοκιμασία. Μ΄ αυτήν θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Στους αγγέλους του Θεού υπάρχει η δυνατότης όλα να είναι γνωστά, γιατί τους τα αποκαλύπτει ο Θεός. Στους δαίμονες αντιθέτως δεν υπάρχει παρομοία δυνατότης και πολλά πράγματα τους είναι σκοτεινά. Συμφωνείς;
-Συμφωνώ.
-Αφού συμφωνείς, πρόσεξε τί θα κάνουμε. Εγώ, την στιγμή αυτή, ακριβώς την στιγμή αυτή, κάτι θα σκεφθώ -σκέφθηκε κάτι εις βάρος του διαβόλου- και το αφήνω κρυπτό και αψηλάφητο μέσα μου. Εσύ το βράδυ να ζήτησης από τον άγγελο να σου το πει. Αν το βρει, τότε χωρίς αμφιβολία είναι του Θεού. Και να ‘ρθεις να με ενημέρωσης.

Γυρίζοντας ο διάκονος στην καλύβη του, σάλευε μέσα του κάτι σαν αγωνία, σαν δυσάρεστη προαίσθηση. Από την άλλη μεριά θαύμαζε την σπουδαία ιδέα του πνευματικού. Η υπόθεσις θα περνούσε τώρα στην κρίσιμη φάση της.
Μόλις ζητήθηκε, την νύχτα, από τον άγγελο η λύσις του προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή αυλάκωσε το φωτεινό πρόσωπό του. Φάνηκε να σαστίζει.

-Μα, αγαπητέ μου πάτερ. Γιατί εσύ, ανώτερος άνθρωπος, να ενδιαφέρεσαι για τους λογισμούς ενός θνητού; Αυτό είναι κατάντημα. Φτωχές επιθυμίες. Δεν προτιμάς να πάμε να σου δείξω απόψε την κόλαση, τον παράδεισο, την δόξα της Κυρίας Θεοτόκου;

Ο διάκονος, που άρχισε κάτι να υποψιάζεται, επέμενε στο θέμα τους.
-Κάνω υπακοή στον πνευματικό. Να μου πεις τι σκέφθηκε.

Ο άγγελος με μερικούς επιδέξιους ελιγμούς προσπάθησε να μεταφέρει αλλού την συζήτηση. Ο διάκονος όμως με επιμονή τον επανέφερε στο θέμα. Άλλωστε οι τεχνικές αυτές υπεκφυγές δεν του προξενούσαν καλή εντύπωση.

-Να μου πεις τι σκέφθηκε ο πνευματικός. Το θέμα είναι απλό. Γιατί αποφεύγεις; Το αγνοείς;
-Πρόσεχε, διάκο. Με τον μικροπρεπή τρόπο που μου συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις να χάσης την εύνοιά μου.
-Δεν ξέρω. Σου ζητώ κάτι το εύκολο. Γνωρίζεις ή όχι, επί τέλους, τι σκέφθηκε ο πνευματικός;

Την ώρα αυτή πετάχτηκε το λαμπερό προσωπείο, μια φρικτή μορφή αποκαλύφθηκε, μερικά άγρια δόντια έτριξαν, και σαν από στόμα λυσσασμένου θηρίου ακούσθηκαν τα λόγια:
-Να χαθείς, άθλιε. Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση, στην φωτιά! Θα σε κάψουμε! Θα σε καταστρέψουμε!

Και ο διάκονος έμεινε μόνος του. Μόνος του και σωστό ερείπιο. Όλη η γλυκύτητα των οπτασιών, δύο χρόνια τώρα, δεν αντιστάθμιζε την τωρινή του πικρία. Αν δεν τον εστήριζαν από μακριά οι προσευχές του πνευματικού που ξαγρυπνούσε και παρακαλούσε γι΄ αυτόν, θα’ χε παραδώσει το πνεύμα του.
Πέρασαν αρκετές ώρες ώσπου να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του. Η καλύβη του πια δεν τον χωρούσε. Πουθενά δεν έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο κοντά στον πνευματικό. Σ΄ όλη του την διαδρομή βούιζε στ΄ αυτιά του η απειλή: «Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση»! Ο τρόμος τον διαπερνούσε μέχρι το μεδούλι.
Έφθασε όπως έφθασε ως την καλύβη της Αναστάσεως. Έπιασε το ράσο του πνευματικού και δεν το άφηνε ούτε στιγμή. Και την ώρα που έπρεπε εκείνος να κοιμηθεί λίγο, δίπλα του ο τρομοκρατημένος διάκονος!

Μη φοβάσαι, παιδί μου. Ηρέμησε.
-Πώς να μη φοβηθώ, πνευματικέ μου, που πλησιάζει η ώρα. Ω! Πλησιάζει η ώρα που θα με πάρουν. Χριστέ μου, σώσε με!

Και πράγματι. Την καθορισμένη ώρα δέχθηκε βιαία επίθεση των πονηρών πνευμάτων. Τί κραυγές τρόμου και απελπισίας ήταν αυτές!
-Σώσε με, πνευματικέ μου! Χάνομαι! Με παίρνουν! Σώσε με!

Γονατίζει ο πάπα-Σάββας και γεμάτος πόνο και δάκρυα δέεται στον Κύριο να λυπηθεί τον δούλο Του και να επιτιμήση τους πονηρούς δαίμονες. Εισακούσθηκε η δέησίς του και ο ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε από «στόματος λέοντος».
Έτσι πήρε τέλος η τραγωδία. Τραγωδία πολύ διδακτική. Αλήθεια, τί κίνδυνοι κρύβονται πίσω από τις οπτασίες και τα οράματα! Τι μπορεί να χτίση ο εχθρός, όταν δεν ξεδιπλώνουμε πλήρως τον εσωτερικό μας κόσμο στην εξομολόγηση…!

Από το βιβλίο «Σάββας ο πνευματικός» – Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού π. Δανιήλ Γούβαλη

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ΟΤΙ ΤΗ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΘΑ ΤΗ ΔΩΣΕΙ Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, γνωστός για τις νομικές του γνώσεις, προχώρησε σε σημαντική ανάλυση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών, κατά την κοινή σύσκεψη της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 6/2/2018.

Ο Μητροπολίτης Σεραφείμ έθεσε αρχικά τον προβληματισμό του ως εξής: «Ζούμε σε ένα Κράτος που έχει ένα συνταγματικό πλαίσιο. Το Σύνταγμα στο άρθρο 16 λέει ότι το Κράτος αυτό για να έχει τη δυνατότητα να υπάρχει ως Κράτος -  Έθνος των Ελλήνων οφείλει να διαμορφώνει εθνική και θρησκευτική συνείδηση των νέων Ελλήνων. Αυτή η συνείδηση θεμελιώνεται πάνω στο γνωστό τετράπτυχο του Ηροδότου: όμαιμον, ομόγλωσσο, ομόθρησκο, ομότροπο. Δεν υπερασπίζεται το Σύνταγμά μας έναν οποιοδήποτε λαό αλλά ένα Έθνος. Εάν λοιπόν οι ταγοί μας θέλουν να διατηρηθεί αυτό το Έθνος πρέπει να στηριχθεί οπωσδήποτε η θρησκευτική ιδιοπροσωπεία αυτού του λαού». Τόνισε μάλιστα ότι η στήριξη της ιδιοπροσωπείας αυτής δεν μπορεί να γίνει με τη μέθοδο του θρησκευτικού γραμματισμού καθώς ένα παιδί δεν μπορεί να προσλάβει και να αναλύσει πολύπλοκες έννοιες και στοιχεία  από διάφορες θρησκευτικές παραδοχές.
Ακολούθως ο Μητροπολίτης Σεραφείμ αναφέρθηκε στο «μείζον θέμα της καταστρατηγήσεως και απομειώσεως της αξιοπρέπειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ανέφερε ότι σύμφωνα με το νόμο 4386 του 2016 (άρθρο 55) αναγνωρίζεται το έννομο δικαίωμα των συνελλήνων Ρωμαιοκαθολικής και Εβραϊκής θρησκευτικής παραδοχής να έχουν για τα δικά τους παιδιά ομολογιακό μάθημα και μάλιστα διδασκόμενο από καθηγητές που επιλέγουν οι θρησκευτικές ηγεσίες τους κατά παρέκκλιση των πινάκων αναπληρωτών και απηύθηνε το ερώτημα:  «Γιατί για την Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να υπάρχει μία άλλη μεταχείριση που να προσβάλλει την αρχή της ισότητος και την αξιοπρέπεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν σχέσει με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες;». Για το θέμα αυτό, ο Μητροπολίτης Σεραφείμ είπε ότι ο ίδιος μαζί με την ΠΕΘ (Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων) προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας.  Ανέφερε μάλιστα ότι πιστεύει πως τη λύση θα τη δώσει η αναμενομένη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς ολοκλήρωσε την παρέμβαση του για το μάθημα των Θρησκευτικών τονίζοντας: «Πιστεύω ακράδαντα ότι τη λύση του προβλήματος θα τη δώσει η δικαστική εξουσία».

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ

Κάποτε ένας απογοητευμένος άνθρωπος περιφερόμενος τους λοφίσκους που περιέβαλαν την πόλη του, συνάντησε έναν βοσκό που έβοσκε το κοπάδι με τα πρόβατά του.Βλέποντάς τον ο βοσκός να είναι αναστατωμένος τον ρώτησε:
-Τι σε απασχολεί, φίλε μου;

-Αισθάνομαι μεγάλη μοναξιά, του απάντησε.

-Κι εγώ μόνος είμαι, αλλά δεν νιώθω θλίψη, είπε ο βοσκός.

-Ίσως, γιατί σε συντροφεύει ο Θεός! Του αποκρίθηκε με έναν τόνο μάλλον ειρωνικό.

-Το μάντεψες, είπε ο βοσκός αδιαφορώντας για τον ειρωνικό του τόνο.

-Βλέπεις την πόλη μας; συνέχισε ο βοσκός, βλέπεις τα σπίτια ; Bλέπεις τα παράθυρά τους;

-Όλα τα βλέπω, απάντησε ο άνθρωπος.

-Τότε δεν πρέπει να απελπίζεσαι, συνέχισε ο βοσκός. Ο ήλιος είναι ένας αλλά κάθε παράθυρο της πόλης και το πιο μικρό και απόκρυφο, κάθε μέρα λούζονται στου ήλιου το φως. Είσαι απελπισμένος μάλλον επειδή το «παράθυρό» σου παραμένει ερμητικά κλειστό!

ΜΗΤΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ
«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. 18,14)

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, μπορῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ μοῦ δείξῃ ἕνα νησὶ ποὺ νὰ μὴ τὸ βρέ­χῃ ἡ θάλασσα, τότε μπορεῖ νὰ βρεθῇ καὶ ἄν­θρωπος ποὺ νὰ μὴ τὸν πλήττουν τὰ κύματα τῆς ἁμαρ­τίας. Καὶ μία μέρα ἀκόμα ἂν εἶνε ἡ ζωή του, δὲν τὴν ἀποφεύγει (βλ. Ἰὼβ 4,17· 14,4-5. Παρ. 20,9). Εἶνε ἁ­μαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος! τὸ φωνάζει ἡ ἴ­δια ἡ συνείδησί του, τὸ φωνάζει ἡ παγκόσμιος ἱ­στο­­ρία, τὸ φωνάζει πρὸ παντὸς τὸ σημερινὸ εὐ­αγ­γέλιο. Ἐκείνη ἡ μακαρία φωνὴ ποὺ ἀκούσα­με, «Ὁ Θεός, ἱλάσθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­­τωλῷ» (Λουκ. 18,13), ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἄλ­λες πολύωρες προσ­ευχές· αὐτὴ ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἕναν ἁμαρτωλό. Αὐτὴ εἶνε προσ­ευχὴ καὶ κάθε ἄλλου ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἄφησε τὴ συνείδησί του νὰ πω­ρωθῇ.
Ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς, μὰ πρὸ παντὸς ἁμαρτωλός, στὸ τετράγωνο καὶ στὸν κύβο, ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰῶ­νος μας. Μπο­ρεῖ κανεὶς ν᾽ ἀπαριθμήσῃ τὰ ἁ­μαρ­τή­ματα τοῦ συγχρόνου κόσμου; Εὐκολώτερο εἶνε νὰ μετρή­σῃ τοὺς κόκκους τῆς ἄμ­μου τῆς θαλάσσης ἢ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἢ τὶς σταγό­νες τῶν ὠκεανῶν, παρὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ δι­απράττονται, μικρὰ καὶ μεγάλα, κρυφὰ καὶ φανερά, ἐν οἴκῳ καὶ ἐν δήμῳ, σὲ ὁ­ποι­ο­δήποτε σημεῖο τοῦ κόσμου. Οἱ ἄγ­γελοι ἀσφαλῶς θὰ ἔχουν σημειώσει στὰ μητρῷα τους τὸν αἰῶνα μᾶς ὡς τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ αἰῶνα τῆς ἱστορίας.
Ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ᾽ ἐὰν σᾶς ρωτήσω, ποιά εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἁ­μαρτίες, τί θ᾽ ἀπαντήσετε; εἶνε ὁ φόνος, ἡ ψευδορκία, ἡ ἀσέβεια στοὺς γονεῖς, τὰ ἁ­μαρτήματα τῆς σαρκός, ἡ ἀχαριστία, ἡ βλασφημία τῶν θείων;… Ὄχι, ἀγαπητοί μου.
Ἀσφαλῶς αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀκόμη εἶνε σο­βαρὰ καὶ κλείνουν τὴν θύρα τοῦ παραδείσου. Ἀλλὰ πάνω ἀπ᾽ αὐτά, στὴν κορυφὴ τῆς πυ­ραμί­δος, εἶνε ἕνα ἁμάρτημα ποὺ ἐπάνω στὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ ζυγίζει περισσότερο. Ποιό νά ᾽νε αὐτό; Ἕνας μοιχὸς ἢ πόρνος ἢ ἄδικος ἢ ἀχάριστος ἢ καὶ φονιᾶς κ᾽ ἐγκληματί­ας, ἔρ­χονται στιγμὲς ποὺ ἀναλογίζε­ται τὸ ἁμάρτημά του, τὰ θύματα ποὺ ἔχει δημι­ουργήσει, τὴν αἰώνια κόλασι ποὺ τὸν περιμένει, καὶ πέφτει μπροστὰ στὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου καὶ λέει «Χριστέ, συχώρεσέ με». Ἕνας μόνο στέκεται ὄρθι­ος, σὰν κολώνα καὶ πάσσαλος, καὶ δὲν λυγίζει νὰ ζητήσῃ τὸ ἔ­λεος τοῦ Θεοῦ· καὶ ἡ ἁμαρτία του, ἡ ἀβυσσώ­δης, ποὺ ἐμεῖς δὲν τὴν ὑπολογίζουμε ἀλλὰ οἱ ἄγ­γελοι καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἱστορία καὶ ἡ ψυχολο­γία καὶ πρὸ παντὸς τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο σήμερα τὴ βα­θμολογοῦν ὡς τὴν βαρύτερη ἁμαρτία – ποιά εἶνε, ἀδελφοί μου; Εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια.
–Ὥστε ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε τόσο μεγάλο κακό, ὥστε κατατάσσεται στὴν πρώτη γραμ­μή;…

* * *

Σᾶς φαίνεται, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ ὑπερβολι­κό. Ἀλλὰ σᾶς κάνω μία ἐρώτησι, ἐπάνω στὴν ὁποία ἔστυψαν τὰ μυαλά τους καὶ φιλόσοφοι χω­ρὶς νὰ βροῦν ἀπάντησι. Ἡ ἐ­ρώτησι εἶνε· πό­θεν τὸ κακό; ἀπὸ ποῦ εἰσέβαλε τὸ κακὸ στὸν κό­­σμο; Μήπως ἀ­π᾽ τὸ Θεό; Ἄ­παγε τῆς βλασφημί­ας! ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δὲν μπορεῖ νά ᾽νε ἡ πηγὴ τοῦ κα­κοῦ. Μήπως ἀπὸ τὸν ἄν­θρωπο; Οὔ­τε· γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶ­νε τὸ θῦμα τοῦ κακοῦ. Τότε ἀπὸ ποῦ ἦρθε ἡ συμφορά; Κατὰ τὴ Γρα­φὴ τὸ κακὸ προ­ῆλ­θε ἀπὸ τὸ σατανᾶ, αὐτὸς εἶνε ὁ ἐφευρέτης τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ποιά ἁμαρτία διέπραξε;
Προ­ηγουμένως ὁ σατανᾶς ἦταν τὸ λαμπρό­τε­ρο ἄστρο. Γιατὶ ὅπως ὑπάρχουν ὑλικὰ ἄστρα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ πνευματικὰ ἄστρα (βλ. καὶ Dante Al­ighieri, «Παράδεισος», 3ο βιβλίο τοῦ ἔργου Ἡ Θεία Κωμῳδία). Ὁ παράδει­σος εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ τέτοια ἄστρα· ὄχι ὑ­λικὰ ποὺ μιὰ μέρα θὰ σβήσουν ὅπως ὅλο τὸ σύμ­παν, ἀλ­λὰ πνευματικὰ ποὺ ποτέ ὁ χρόνος δὲν θὰ τὰ σβή­σῃ, ὅπως εἶνε π.χ. οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκ­κλησίας (Γρηγόριος, Βασίλειος, Χρυσό­στομος κ.λπ.), γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώ­­ματος» (δοξ. ἁγ. Πατέρ.). Πρὶν ἀ­πὸ τοὺς ἁγίους πατέρας, ἀ­στέρες καὶ φῶτα μεγάλα εἶνε οἱ ἄγγελοι, καὶ πρῶτος μέσα στὰ πλήθη ἐκεῖνα, ἄγγε­λος ποὺ φωσφόριζε καὶ σελάγιζε στὸ νοητὸ στε­ρέωμα, ἦταν ὁ «ἑωσφόρος». Τὸ ὄνομα αὐτὸ στὴν ἁ­γία Γραφὴ σημαίνει καὶ τὸν αὐγερινό, τὸν γνω­στὸ πλα­νή­τη Ἀφροδίτη· κατὰ λέξιν σημαί­νει «αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν ἕω, δηλαδὴ τὴν αὐ­γή, καὶ προμηνύει τὴν ἀνατολή» (Ψαλμ. 109,3). Κυρίως ὅμως σημαίνει τὸν σατανᾶ, καὶ δηλώνει ἀκρι­βῶς τὸ κάλλος, τὴν ὡραιότητα καὶ λαμπρότη­τα ποὺ εἶ­χε. Ὁ ἑωσφόρος λοιπόν, ὁ πρωτοστά­της ἄγγελος ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψί­στου, ἔπεσε (Ἠσ. 14,12)· ἔπεσε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐ­ρανοῦ «ὡς ἀστραπή», ἀκαριαῖα – στὴ στιγμή, ὅ­πως ἡ ἀστραπή, ἔτσι τὸν εἶδε ὁ Κύριος (Λουκ. 10,18).
Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα· πῶς ἔπεσε ὁ ἑωσ­φόρος; (Ἠσ. ἔ.ἀ.), ποιά ἦταν ἡ ἁμαρτία του ποὺ τὸν γκρέμισε ἀπ᾽ τὸν οὐρανό; Ἡ Γραφὴ ἀ­παντᾷ. Ὁ ἑωσφόρος δὲν εἶχε ὑλικὸ σῶμα· ἡ ἁ­μαρτία του δὲν ἦταν οὔτε μοιχεία οὔτε πορ­νεία οὔτε κλοπή, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ διαπράττει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ σῶμα του· ἡ ἁμαρτία ποὺ διέπραξε τὸ ἄ­υλο πνεῦμα ἦταν ἁμαρτία ἄυλη, πνευματικὴ ἁ­μαρτία, ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀνοῖξτε σᾶς παρακαλῶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα (βλ. Ἠσ. 14,13-15), κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῆτε τί λέει. Εἶπε μέσα στὴ σκέψι του ὁ ἑωσφόρος· Μικρὴ εἶν᾽ ἡ θέσι ποὺ κατέχω, πρέπει νὰ ὑψωθῶ· θ᾽ ἀνεβῶ στὸν οὐ­ρα­νὸ πάνω ἀπ᾽ τὰ σύννεφα, θὰ στήσω τὸ θρόνο μου πάνω ἀπ᾽ τ᾽ ἀστέρια, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο(!). Καὶ μόλις ἔκανε αὐτὴ τὴν ὑπερή­­­φανη σκέψι, κατέπεσε στὸν ᾅδη. Κι ὄχι μόνο ὁ ἴδιος ἀλλά, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις συμβο­λικά, μὲ τὴν οὐρά του παρέσυρε καὶ τὸ ἕνα τρίτο τῶν ἀστέρων, δηλαδὴ ἀγγέλους ποὺ ἔγιναν δαίμονες (Ἀπ. 12,4). Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φω­νὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν θεία λειτουργία, «Στῶμεν καλῶς, στῶ­μεν μετὰ φόβου…» (θ. Λειτ.), ἡ σάλπιγγα ποὺ σήμανε συναγερμὸ καὶ ἐγρήγορσι ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων γιὰ νὰ μείνουν πιστοὶ στὸν Κύριο.
Ἡ ὑπερηφάνεια λοιπὸν γκρέμισε ἀπ᾽ τὸν οὐ­ρανὸ τὸν ἑωσ­φό­ρο καὶ πλῆθος ἀγγέλους· γκρέ­μισε ἔπειτα στὴν Ἐδὲμ τοὺς πρωτοπλάστους ποὺ ἔμειναν ἀμετανόητοι στὴν παρακοή τους, γκρέμισε στὴ Βαβὲλ μὲ τὴ σύγχυ­σι τῶν γλωσσῶν ἐκείνους ποὺ ξεκίνησαν νὰ χτίζουν πύργο ποὺ θά ᾽φτανε μέχρι τὰ ἄστρα, γκρέμισε ἰ­σχυροὺς καὶ ὑπερηφάνους ὅπως π.χ. τὸν πάν­οπλο Γολιὰθ μὲ τὴ σφεντόνα ἑνὸς Δαυΐδ. Ὁ Κύ­ριος, ὅπως ἔψαλε ἡ Παναγία, «καθεῖλε δυνά­στας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς» (Λουκ. 1,52).
Ἂς ῥίξῃ καθένας μας ἕνα βλέμμα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Δὲν ὑπάρχει θνητὸς πάνω στὴ γῆ, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ μέσα του ὑπερηφάνεια. Ἄλλος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν ὡραιότητά του, ἄλλος γιὰ τὴ σωματική του δύναμι, ἄλλος γιὰ τὴ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη του, ἄλλος γιὰ τὰ πλού­τη του, ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του, ἄλλος γιὰ τὴ γυναῖκα του, ἄλλος γιὰ τὴν πατρίδα του, ἄλ­λος γιὰ ὁ,τιδήποτε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Μέσ᾿ στὴ ῥίζα τῆς ὑπάρξεώς μας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια.
Τ᾽ ἀποτελέσματα τῆς ὑπερηφανείας ποιά εἶ­­νε, ἀγαπητοί μου; Ἡ ἱστορία παλαιότερη καὶ νεώτερη μὲ μύρια παραδείγματα, καθὼς καὶ ἡ σύγχρονη πεῖρα, ὑπογράφουν ἐκεῖνο ποὺ εἶ­πε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Λυτρωτοῦ μας, ὅτι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ τα­πεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14· βλ. καὶ 14,11). Αὐτὸ εἶνε νόμος ποὺ θέσπισε ὁ Κύριος.
Σᾶς παρακαλῶ σήμερα, ἀνοῖξτε τὸν προφή­­τη Ἠσαΐα καὶ θὰ βρῆτε κάποια φοβερὰ χωρία (βλ. Ἠσ. 6,11· 24,6-13). Λέει ἐκεῖ, προφητεύοντας πρὶν ἀ­πὸ ὀχτακόσα χρόνια, ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερη­φανείας θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ οἱ πόλεις θὰ ἀ­δειάσουν, θὰ μείνουν ἔρημες, ἀκατοίκητες, ἡ γῆ θὰ ἐρημώσῃ, οἱ ἄνθρωποι θὰ λιγοστέψουν. Ἐπειδὴ τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ ὑπερηφανεύον­ται, θὰ ταπεινωθοῦν· θὰ γίνῃ «Ἁρμαγεδὼν» καὶ «σει­σμὸς μέγας» (Ἀπ. 16,16,18)· καὶ μέσα στὰ ἐρείπια θὰ ταφοῦν στρατηγοὶ καὶ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ ἐπιστήμονες πυρηνικῶν ἐρευνῶν. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ὀλέθριο κακό.

* * *

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα παρουσιάζει μπροστά μας δύο εἰκόνες, τὴ μαύρη εἰκόνα τοῦ ὑπερή­φανου ἀνθρώπου ποὺ μιμεῖται τὸ δαίμονα, καὶ τὴ φωτει­νὴ εἰκόνα τοῦ ταπεινοῦ. Ὁ ὑπερή­φανος κάνει ἐχθρὸ τὸ Θεό· καὶ ὅποιος πάει κόν­τρα μὲ τὸ Θεό, ὅποιος κι ἂν εἶνε, θὰ γίνῃ στάχτη.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο. Κρεμάει ἀπὸ τὰ ἄστρα μιὰ σκάλα καὶ μᾶς λέει· Προχωρεῖτε, ἀνεβαίνετε, γίνετε ἀ­στροναῦτες τοῦ πνεύματος! Ἑβδομήντα ἡμέρες διαρκεῖ ἡ περίοδος αὐτή. Σήμερα εἶνε ἡ πρώτη ἡμέρα. Ἡ τελευταία θὰ εἶνε τὸ Μέγα Σάββατο, ὅταν ὁ ἱερεὺς σκορπίζοντας δα­φνόφυλλα μέσα στὸ ναὸ θὰ λέῃ «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…» (Ψαλμ. 81,8). Ἐμπρός! σαλπίζει τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Ἂς ἀνεβοῦμε τὴ σκάλα αὐτή. Τὸ πρῶτο σκα­λὶ γράφει ἐπάνω· Ταπεινωθῆτε! Ἂς ταπεινωθοῦμε, ἂς κλάψουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς γίνου­με ἐλαφροὶ σὰν φτερωτοὶ ἄγγελοι, καὶ τότε θὰ φτάσουμε στὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, γιὰ νὰ ὑμνοῦ­με ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΤΕΛΙΚΑ ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΓΕΦΥΡΕΣ ΄Η ΦΡΑΧΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΜΑΣ;

Κάποτε, δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες, μάλωσαν. Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.

Όμως, η συνεργασία τους διακόπηκε απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών κουβέντων.

Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.
«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. «Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».
«Πράγματι», απάντησε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Έχω μια δουλειά για σένα. Βλέπεις εκείνο το απέναντι αγρόκτημα; Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας. Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να μ’ εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο. Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό του».
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου», απάντησε ο ξυλουργός.

Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη για να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.

Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.

Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.

Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο μικρότερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και αναφώνησε:«Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να είχα. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, εσύ έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας».
Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ό,τι είχε συμβεί ανάμεσα τους. 


Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.
«Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Θα ήθελα πολύ να μείνω» είπε ο ξυλουργός, «αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες»!

ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει.
 Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε “Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου”.

Έμεινα μόνος μου με ένα μωρό 13 μηνών…

Με λένε Μάνο και έχασα τη γυναίκα μου πριν 5 χρόνια από καρκίνο. Αναγκάστηκα να σταθώ όρθιος με το ζόρι σχεδόν με τη βία, για να μην καταλήξει να μεγαλώνει τη κόρη μου η 80χρονη γιαγιά της-η μητέρα μου-και αργότερα στα ιδρύματα. Για να μην χάσω το παιδί μου όπως έχασα τον παιδικό μου έρωτα.

Τη γυναίκα μου τη γνώρισα στο Λύκειο και όλοι έλεγαν πως μόλις έφευγα φαντάρος η σχέση μας θα τελείωνε. Τελικά διαψεύσαμε και τους άλλους και τον εαυτό μας. Εκείνη πήγε Πανεπιστήμιο, εγώ πήγα φαντάρος, πήρε το πτυχίο της, γύρισα και έπιασα δουλειά και ήμασταν ακόμα μαζί. Παντρευτήκαμε από έρωτα και γίναμε γονείς από επιλογή. Η κόρη μου ήταν το καλύτερο δώρο που μου είχε κάνει ποτέ. Δυστυχώς δεν προλάβαμε να το χαρούμε…

Ξεκίνησε με έναν απλό πυρετό και ύστερα με φρικτούς πόνους στα γόνατα. Οι εξετάσεις έδειξαν ξεκάθαρα:
Καρκίνος. Της έλεγα πως θα το ξεπεράσουμε αλλά δεν το πίστευα στα αλήθεια. 

Ήξερα πως θα φύγει και εκείνη το ήξερε. Έκανε τα πάντα για να αργήσει να μπεί στο νοσοκομείο για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου και κοντά στο παιδί μας. Γιατί ήξερε πως αν έμπαινε δεν θα ξανα έβγαινε. Πράγματι, όταν πια δεν γινόταν αλλιώς και έπρεπε να νοσηλευτεί, μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε. Οι φαρμακευτικές αγωγές δεν την έπιαναν, κάθε μέρα η κατάστασή της χειροτέρευε. Της πήγαινα φωτογραφίες της μικρούλας αλλά στο τελευταίο στάδιο δεν είχε όραση. “Περπατάει;” με ρωτούσε. “Ναι” της έλεγα και χαμογέλαγε. “Έφυγε” ένα μεσημέρι, εκείνα τα 5 λεπτά που κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω νερό. 

Δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια μου για να μην με τραυματίσει μια ζωή. Ακόμα και στον θάνατο με αγαπούσε…

Γύρισα σπίτι. Τί θες να σου πω; Ότι η μικρούλα μου κατάλαβε τί είχε γίνει, με πήρε αγκαλιά και δεν με άφηνε όλη νύχτα να κουνήσω βήμα από δίπλα της; Ότι την ώρα της ταφής, χαιρετούσαμε τη μαμά της μαζί, κάνοντας “γεια” με το χεράκι της; Τις μέρες έκανα τον κλόουν και τα βράδια έκλεινα τα φώτα, άναβα το καντήλι της κι έκλαιγα. Πολλά βράδια παρακάλεσα Τον Θεό να έρθει να με πάρει μα το πρωί που το κοριτσάκι μου ξυπνούσε και ζητούσε γάλα, το μετάνιωνα. 

Υπήρχαν στιγμές που την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ. Όταν η μικρή μου έκανε σπασμούς από το πυρετό, όταν τη βαφτίσαμε, όταν πήγε πρώτη μέρα σε παιδικό σταθμό, όταν με έπαιρναν οι δασκάλες της να πάω να τη πάρω επειδή έβγαλε μέσα στη μέση της χρονιάς άγχος αποχωρισμού, όταν με έδιωξαν και έπιασα ότι να’ ναι δουλειά γιατί φοβήθηκα μη μείνει νηστική η μικρή μου. Μην τυχόν δεν έχω να της προσφέρω τα απαραίτητα. Πέρασαν έτσι 6 χρόνια.

Σήμερα είναι ολόιδια η μαμά της και στέκομαι περήφανος στο πλάι της, περήφανος που παρά τη τραγωδία που ζήσαμε για καιρό, έμεινε κάτι πολύ σπουδαίο από τον έρωτά μας, αυτόν που κανείς δεν πίστευε πως θα κρατήσει. Η κόρη μου ξέρει πως η μαμά της πέθανε από καρκίνο. Της έχω πεί όλη την αλήθεια. Περάσαμε πολύ δύσκολα στην αρχή αλλά και πιο μετά. Όταν μένεις μόνος σου με ένα παιδί, κάθε μέρα σου φαίνεται σαν να είναι κολλημένη στην αρχή, σαν να μην υπάρχει ποτέ το παρακάτω. Σαν να σταματάει ο χρόνος. 

Περάσαμε Πρωτοχρονιές με κλάματα, Χριστούγεννα με θλίψη, καλοκαίρια κλεισμένοι στο διαμέρισμά μας γιατί δεν είχα χρήματα να πάμε ούτε μέχρι το εξοχικό μας που ήταν κλειστό για χρόνια, σχεδόν από το θάνατο της γυναίκας μου. Δεν είναι εύκολο αλλά ξεπερνιέται. Κάποια στιγμή ξεπερνιέται. Θέλει να αφήσεις τον χρόνο και το παιδί να κάνουν τη δουλειά τους. Σπουδαία δουλειά η κόρη μου, έγινε η κινητήριος δύναμή μου και ο λόγος που δεν ακολούθησα τη γυναίκα μου. Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει. Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε “Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου”.

Μάνος

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗ

ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ

ΓΕΡΩΝ ΝΙΚΩΝ: ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΝΑ ΝΟΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ- ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ!


Ψυχοσάββατο

Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω, λέγεται - «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το πρώτο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το δεύτερο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής).

Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ' αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».

Επειδή την Κυριακή της Απόκρεω ποιούμε ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και οι κεκοιμημένοι μας ακόμη δεν κρίθηκαν, τους μνημονεύουμε σήμερα και, επικαλούμενοι το άπειρο έλεος Του, παρακαλούμε τον Θεό με το μνημόσυνο πού κάνουμε, να τους αναπαύσει. Συγχρόνως δε, ενθυμούμενοι και εμείς το θάνατο και «διεγειρόμεθα προς μετάνοιαν...».