ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: AΣ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Ο ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Aς εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ και το Σύνταγμα ο Υπ. Παιδείας για τα συγκρητιστικά Θρησκευτικά
Ηρακλής Ρεράκης, καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Μια ενημερωτική επιστολή έστειλε η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) προς τα μέλη της, τους Θεολόγους Εκπαιδευτικούς στα σχολεία, στην οποία τους πληροφορούσε για τα προβλήματα με τα οποία αρχίζει η νέα σχολική χρονιά,
επειδή ο κ. Υπουργός αρνείται να εφαρμόσει τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις 660/2018 και 926/2018 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι οποίες ακυρώνουν τα νέα Προγράμματα του Υπουργείου για τα Θρησκευτικά, επειδή αυτά εισήγαγαν στα σχολεία μάθημα Θρησκευτικών μη ορθόδοξο και αντισυνταγματικό και τα οποία οδηγούν σε προσηλυτισμό και ο Υπουργός έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να απειλεί με πειθαρχικές διώξεις όσους δεν τα εφαρμόσουν.

Η Ένωση, ως όφειλε, ενημέρωσε τα μέλη της ότι:
α) Η διδασκαλία των ακυρωμένων με απόφαση του ΣτΕ Προγραμμάτων (Μάρτιος και Απρίλιος του 2018) είναι παράνομη και αντισυνταγματική και ότι το Υπουργείο ήταν υποχρεωμένο, πριν ακόμη αρχίσει η νέα χρονιά,  να αποσύρει τα ακυρωμένα Προγράμματα από το σχολείο και να επαναφέρει, προσωρινά σε ισχύ, τα πριν από την εφαρμογή των ακυρωμένων προγραμμάτων Προγράμματα.
β) Ότι είχε δεχθεί εξώδικη επιστολή από γονείς μαθητών, που αναφέρει ότι οι γονείς έχουν σκοπό να καταθέσουν μηνύσεις για προσηλυτισμό σε όσους θα συμβάλουν στην διδασκαλία των ακυρωμένων από το ΣτΕ προγραμμάτων, διότι ασκούν προσηλυτισμό σε βάρος των παιδιών τους.
γ) Ποιες δυνατότητες έχουν οι Θεολόγοι να προστατευτούν από τυχόν δυσάρεστες καταστάσεις και συνέπειες.
δ) Προτάσεις για το πώς μπορούν, εναλλακτικά, να διεξάγουν, προς το παρόν, νόμιμα και συνταγματικά τη διδασκαλία τους, με βάση την ύλη που χρησιμοποιούσαν πριν το 2016.
Είναι λυπηρό όμως για έναν υπουργό Παιδείας, να παρανομεί, εν γνώσει του, επειδή δεν εφαρμόζει τις επί των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά και να απειλεί με πειθαρχικές διώξεις τους μάχιμους Θεολόγους Εκπαιδευτικούς, εάν δεν εφαρμόσουν τη δική του παρανομία, δηλαδή τα ακυρωμένα Προγράμματα, με το νέο ΦΕΚ που τους έβαλε.

Δεν σταμάτησε όμως εδώ ο Υπουργός, αλλά προχώρησε σε ψεύδη και χαρακτηρισμούς και σε προοδευτικού τύπου παραληρήματα. Διατύπωσε αναληθείς πληροφορίες, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η Εκκλησία έχει συμφωνήσει για τα νέα Προγράμματα, όταν:
α) Είναι σαφές, από τα Πρακτικά της μόνης αρμόδιας να αποφασίζει της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, που συνεκλήθη τον Ιούνιο του 2017, ότι δεν υπήρξε συμφωνία για τα νέα Προγράμματα, αλλά απόφαση ΜΟΝΟΝ για τη συνέχιση του διαλόγου με την πολιτεία για τα Προγράμματα.
β) Ο ίδιος ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος έχει εκφράσει τις έντονες μάλιστα αντιθέσεις του για τα Προγράμματα αυτά, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016.

Ως προς τους χαρακτηρισμούς του, ο Υπουργός μίλησε για νόμους και κανόνες της Δημοκρατίας, υπεράνω των οποίων δεν είναι κανείς, απευθύνοντας τα βέλη του προς τους Θεολόγους, όταν αυτός πρώτος θέτει τον εαυτό του υπεράνω των νόμων και των κανόνων της Δημοκρατίας και διαπράττει την υψηλότερου επιπέδου παρανομία, που πληγώνει τη Δημοκρατία, δηλαδή να μην εφαρμόζει, ως διοίκηση, τις αποφάσεις του ανωτάτου δικαστικού οργάνου, του ΣτΕ, που διαφυλάσσουν τη νομιμότητα και τη συνταγματική τάξη, δηλαδή την καρδιά της Δημοκρατίας.
 Συνιστούμε επομένως στον κ. Υπουργό, με όλον τον σεβασμό και την τιμή που έχουμε στο πρόσωπό του, να προσέχει τις ενέργειές του, διότι αυτό που έπραξε, να θέσει εκ νέου σε ισχύ, με νέους αριθμούς ΦΕΚ τα ίδια ήδη ακυρωμένα από το ΣτΕ Προγράμματα, δείχνει βαθύτατη ασέβεια και περιφρόνηση προς τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα και τον εμφανίζει ως αρνητικό πρότυπο ανώτατου βαθμού παρανομίας.

Το πιο σημαντικό, μάλιστα, είναι ότι η ενέργεια αυτή του Υπουργού έχει μεγάλο κόστος, διότι  βλάπτει πνευματικά περισσότερους από 1.000.000 μαθητές.
Η προσπάθειά του, να δείξει ότι κάποιοι συμφωνούν με τα νέα συγκρητιστικά Προγράμματά του, δεν δικαιώνει την απείθειά του έναντι των αποφάσεων του ΣτΕ, όταν μάλιστα όλοι γνωρίζουν ότι οι πλείστοι των φερομένων από αυτόν ως συμφωνούντες  με τα νέα Προγράμματα, το πράττουν μόνον από φόβο για τις συνέπειες της φανέρωσης της διαφωνίας τους και όχι επειδή στην πραγματικότητα συμφωνούν συνειδησιακά.
Εξάλλου στη Δημοκρατία μας, η εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ είναι υποχρεωτική για όλους και δεν εξαρτάται από το εάν συμφωνούν ή διαφωνούν κάποιοι. Γι΄ αυτό ο κ. Υπουργός οφείλει να εκτιμήσει θετικά και όχι αρνητικά το γεγονός ότι βγαίνει η ΠΕΘ, με παρρησία και του υπενθυμίζει το χρέος του, ως προς τις στάσεις του ως διοικητικού υπευθύνου, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, επιθυμώντας τη διατήρηση της δικής του αξιοπιστίας ως Υπουργού.
 Εκείνος,  όμως, συμβουλευόμενος ίσως άλλους, που στην ουσία δεν θέλουν το καλό του, κουνά το δάκτυλο στους Θεολόγους, που του υπενθυμίζουν την δεοντολογία των ενεργειών του ως Υπουργού, εκστομίζοντας, μάλιστα, ανεπίτρεπτες για Υπουργό Παιδείας και Καθηγητή Πανεπιστημίου, εκφράσεις ή απειλές εναντίον τους.
Όμως, δεν είναι δίκαιο και αξιοπρεπές, ενεργώντας ο ίδιος, εμφανώς μη συνταγματικά, να κατεβάζει το επίπεδο διαλόγου για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η μέσω του Μαθήματος των Θρησκευτικών πνευματική κατάρτιση των μαθητών, διαστρεβλώνοντας τα κείμενα και τις προθέσεις της ΠΕΘ, που αγωνιά για τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης και της Δημοκρατίας, ισχυριζόμενος ότι «έχουν μέσα όλων των ειδών τις διανοητικές ακροβασίες» ότι ο ρόλος της είναι παράνομος, ότι κάνει κάλεσμα για απείθεια στους Θεολόγους, ότι δεν γίνονται αυτά στη Δημοκρατία κ.ά. Συμβουλεύει μάλιστα την ΠΕΘ  να «υιοθετεί τις αξίες των δυτικών δημοκρατιών και όχι άλλων χωρών», θέλοντας, έτσι, να δημιουργήσει τις γνωστές συνθήκες λασπολογίας σε βάρος της.
Στην ουσία, την ένταση δεν την δημιουργούν στα σχολεία οι νόμιμες αντιδράσεις της ΠΕΘ, αλλά οι παράνομες και αντισυνταγματικές δράσεις του κ. Υπουργού, δηλαδή, αφενός η μη εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά και, αφετέρου, η παραπλανητική παρουσίαση των Προγραμμάτων Φίλη ως δικών του και δήθεν διαφορετικών, ενώ στην πραγματικότητα, ως έχει αποδειχθεί, οι διαφορές τους είναι ελάχιστες και ανεπαίσθητες, μεταξύ των οποίων ο νέος αριθμός ΦΕΚ και η νέα δική του υπογραφή.
Είναι ολοφάνερο τι έπρεπε να πράξει ο Υπουργός στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση αποφάσεις του ίδιου του ΣτΕ,  το Σύνταγμα (άρθρο 95, παρ. 5), σχετικές αποφάσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) και το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να αρκεστούμε σε αυτό, δέχεται παγίως ότι «η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι, μετά την δημοσίευση της αποφάσεως, η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια, που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί, επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος» (βλ. ΣτΕ 1518/2014, 2559/2011 κ.ά.).
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη, νομικά, τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, αλλά οφείλει να προχωρήσει, με θετικές ενέργειες, στην αναμόρφωσή της ή των νομικών καταστάσεων, που διαμορφώθηκαν εν τω μεταξύ βάσει της πράξεως ή της παραλείψεως που ακυρώθηκε ή ως συνέπεια αυτής. Προς τον σκοπό αυτό οφείλει να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που στηρίζονται στη ακυρωθείσα και να επαναλάβει τις πράξεις που κατά νόμο υποχρεούται να εκδώσει, χωρίς τη νομική πλημμέλεια, που διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, ώστε να διαμορφωθεί νομική κατάσταση σύμφωνη προς τον νόμο κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως (ΣτΕ 4010/2015, 2854/1985, 1512/2009 κ.ά.).
Ας επανέλθει συνεπώς στη συνταγματική νομιμότητα ο Υπουργός και εκεί, είναι βέβαιο, ότι θα συναντήσει και την ΠΕΘ.

Ορθόδοξη Αλήθεια, 10.10.2018

http://thriskeftika.blogspot.com

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!


ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!

ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ!


ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ!

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΕΠΗ ΣΟΥ!


Παναγία μου πάρε υπό την σκέπη σου όλα τα παιδιά σου
που ταπεινά σε παρακαλούν για την βοήθειά σου!

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟ ΘΕΩΡΕΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ


Στα άκρα έχει οδηγηθεί πλέον η σχέση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με τη Ρωσική Εκκλησία μετά την απόφαση του Φαναρίου να προχωρήσει στην αυτοκεφαλία της «Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Πατριαρχείο Κιέβου».

Αντιδρώντας, η Μόσχα σε πρώτη φάση διέκοψε κάθε δεσμό με το Φανάρι δείχνοντας έμπρακτα την οργή και την αντίθεσή της στις κινήσεις του κ. Βαρθολομαίου, ενώ σήμερα με δηλώσεις του ο επικεφαλής των εξωτερικών σχέσεων του Πατριάρχη Μόσχας χαρακτήρισε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σχισματικό.

«Με βάση το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναγνώρισε σχισματικούς, οι κανόνες της Εκκλησίας έτσι προβλέπουν, και συνεπώς για μας ο Πατριάρχης είναι σχισματικός από εδώ και στο εξής» υπογράμμισε ο μητροπολίτης Ιλαρίων.

«Έτσι δουλεύουν οι κανόνες της εκκλησίας. Επομένως, για εμάς ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης είναι τώρα σχισματικός» εξήγησε ο μητροπολίτης στο τηλεοπτικό κανάλι «Ρωσία 24».

Όπως είπε, η Ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα του Βαρθολομαίου να αποφασίζει για την τύχη άλλων Εκκλησιών και να αλλάζει με οποιοδήποτε τρόπο το καθεστώς. «Και δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα που παραχώρησε παράνομα στον εαυτό του — να δέχεται μόνο τις εφέσεις των τοπικών ορθόδοξων εκκλησιών, να εισβάλει στην κανονική επικράτεια των Ορθοδόξων εκκλησιών, να ληστεύει, να αποφασίζει για μερικές από τις δομές τους χωρίς τη γνώση των εκκλησιών» τόνισε ο μητροπολίτης.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 18 Ὀκτωβρίου 2018

ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ  ΕΝ  ΤΗι ΟΡΘΟΔΟΞΩι ΚΑΘΟΛΙΚΗι ΕΚΚΛΗΣΙΑι ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ  ΕΦ’ ΟΛΗΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΚΤΟΣ  ΤΗΣ  ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ  ΣΥΝΟΔΟΥ;

Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος
τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς.Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόνὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων ΑὐτοκεφάλωνἘκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦαὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦἘκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίαςἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖταιἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήνἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τήν αὐτοκεφαλία τῆς ΟὐκρανικῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικέςἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη ὈρθόδοξηἘκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ ΣεπτοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίαςὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούςἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξηἘκκλησίας ἀνεγνώριζε. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέραςἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦΣοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένηςὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναιἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦκαθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱπρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονεςἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰκαὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν,ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰδικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδουἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περίἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁΖωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάςὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱκληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστικήἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου,ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καίἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁμακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳοὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶνἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καίἹερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνειἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆςἘκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον,ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίανἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόνἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁΚωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρονἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καίἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιοςἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί  τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦΠατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπόἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καίεἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆςἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώςἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱτῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶνἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνειἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦΜοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος,ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τόὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇκαθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημαὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦμέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ ΧριστοῦΜεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματοςἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίαςἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήνἘκκλησίαν». 

+ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

"ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ" Η ΑΣΚΗΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ;

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 18η Οκτωβρίου 2018
«ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» Ή ΑΣΚΗΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ;

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας ήταν και είναι η διάκριση μεταξύ γνησίας και νόθης πνευματικότητος. Μελετώντας τα αγιογραφικά κείμενα και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων μας διαπιστώνουμε ότι στη ζωή της Εκκλησίας,

ήδη από τα πρώτα βήματά της, από την εποχή των αποστολικών χρόνων, εμφανίστηκε παράλληλα με την γνήσια πνευματικότητα, που είναι  προϊόν και καρπός του αγίου Πνεύματος και μία άλλη «πνευματικότητα», νόθη και κίβδηλη, που εμπνέεται από το σατανά, με σκοπό την παραπλάνηση των πιστών. Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις και οι παύλειες Επιστολές, οι νεοφώτιστοι μετά το βάπτισμά τους ελάμβαναν υπερφυσικά χαρίσματα, έτσι ώστε να γίνεται αισθητή η παρουσία του αγίου Πνεύματος στα μέλη της Εκκλησίας, αλλά και στους εκτός αυτής. Ένα από αυτά τα υπερφυσικά χαρίσματα ήταν και το λεγόμενο χάρισμα της «διακρίσεως των πνευμάτων», για το οποίο κάνει λόγο ο απόστολος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών», (12,10). Στους χαρισματούχους αυτούς δηλαδή είχε δοθεί το ειδικό χάρισμα, να μπορούν να διακρίνουν τους αληθινούς προφήτες και διδασκάλους από τους απατεώνες και τα πραγματικά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος από τα ψεύτικα, που κρύβουν απατηλά την πλάνη. Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος μας παραγγέλλει «δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α΄ Ιωαν.4,1). Μας προτρέπει δηλαδή να εξετάζομε και να διακρίνομε τους ανθρώπους, που εμφανίζονται εμπνεόμενοι από το άγιο Πνεύμα, εάν πράγματι προέρχονται από τον Θεόν. Εάν μελετήσουμε επίσης τα ασκητικά κείμενα, (Γεροντικό, Ευεργετινός κ.α.), θα συναντήσουμε πάμπολλες διηγήσεις μεγάλων ασκητών, οι οποίοι, επειδή κάποτε υπερηφανεύθηκαν και νόμισαν ότι έφθασαν σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος, παραχώρησε ο Θεός και έπεσαν σε πλάνη και δέχθηκαν δήθεν αποκαλύψεις, οράματα και νόθες πνευματικές εμπειρίες, ως προερχόμενες από τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απάτες και τεχνάσματα των δαιμόνων. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης  ο Κασσιανός  διηγείται ότι ο αββάς Ήρων, αν και δαπάνησε πενήντα χρόνια σε αυστηρή άσκηση, όμως κάποτε υπερηφανεύτηκε και πίστευσε στους ιδικούς του λογισμούς, χωρίς να τους θέσει υπό την κρίση των πνευματικών του Πατέρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι εξαπατήθηκε από το διάβολο, ο οποίος εμφανίστηκε σ’ αυτόν ως «άγγελος φωτός» και τον έπεισε να αυτοκτονήσει, πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Κλασικά παραδείγματα νόθης πνευματικότητος στην εποχή μας συναντούμε στις λεγόμενες «χαρισματικές κινήσεις» του προτεσταντικού χώρου, όπως η «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής» και άλλες ομάδες του αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής», οι οπαδοί των οποίων ισχυρίζονται ότι έλαβαν το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ή άλλα χαρίσματα, κατά παρόμοιο τρόπο, όπως οι άγιοι απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής.



Ωστόσο το φαινόμενο της νόθης πνευματικότητος δεν απουσιάζει δυστυχώς και από τον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Και ακριβώς μια τέτοια περίπτωση, με πολύ πόνο ψυχής και συνοχή καρδίας, ερχόμαστε να επισημάνουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και προφύλαξη του πιστού λαού του Θεού. Πρόκειται για τηνμοναχή ονόματι Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), της οποίας τον βίο, τις δήθεν ιεραποστολικές δραστηριότητες και την διδασκαλία δημοσιεύει σε ογκώδες βιβλίο, (500 σελίδων περίπου), κάποια άλλη μοναχή, προφανώς υποτακτική της, ονόματι και αυτή Γαβριηλία με τίτλο: «Η Ασκητική της αγάπης». Το εν λόγω βιβλίο μελέτησε ενδελεχώς ο π. Βασιλειος Σπηλιόπουλος, ο οποίος στη συνέχεια δημοσίευσε μια ευστοχότατη και απόλυτα τεκμηριωμένη κριτική με τίτλο: «Κρίσεις και σχόλια στο περιεχόμενο του βιβλίου ‘Ασκητική της αγάπης’». Την κριτική προλογίζει οαρχ. π. Σαράντης Σαράντος. Η πνευματική ζημία που προήλθε από την κυκλοφορία του βιβλίου αυτού είναι ανυπολόγιστη, δεδομένου ότι σήμερα διανύει την 13η έκδοσή του και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε πολλές ενορίες ως εγχειρίδιο κατηχητικών σχολείων. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προχωρήσουμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του βιβλίου, αφού προηγουμένως παραθέσουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία της εν λόγω μοναχής.
Η Γερόντισσα Γαρβιηλία γεννήθηκε  στις 15 Οκτωβρίου του 1897 στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς. «Ήταν το τέταρτο και το τελευταίο παιδί της οικογενείας. Από τα αδέλφια της η μεγάλη, η Βασιλική, ήταν εκείνη που της πρωτομίλησε για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη». (Ιστ. «Διακόνημα»). Σπούδασε Γεωπονία στην Ελβετία, αλλά είχε αναπτύξει με τα φυτά «μεταφυσική σχέση», αφού«κυριολεκτικά μέχρι το τέλος της ζωής της «μιλούσε» μαζί τους και λες κι έβλεπες κάθε φορά την ανταπόκριση τους» (όπου ανωτ.). Μετά το θάνατο της μητέρας της το 1954 πήγε ως ιεραπόστολος στην Ινδία, την οποία αγάπησε με πάθος. Αλλά, στην αχανή αυτή χώρα, όπου έμεινε 5 χρόνια, εργάστηκε περισσότερο φιλανθρωπικά, παρά ιεραποστολικά, αφού «ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό, αν δεν της το ζητούσαν οι ίδιοι»(όπου ανωτ.)! Επίσης εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε φιλίες με την «μητέρα Τερέζα, Sivananda, Baba Amte» (όπου ανωτ.) και γνωστούς γκουρού του Ινδουισμού και του Βουδισμού, τους οποίους μνημονεύει στο σύγγραμμά της η υποτακτική της.       
Από την μελέτη της κριτικής του π. Βασιλείου και ιδιαιτέρως των αποσπασμάτων του βιβλίου, διαπιστώσαμε ότι στο εν λόγω βιβλίο κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ενώ παράλληλα ακυρώνεται η μοναδικότητα του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος ισοπεδώνεται και τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους αρχηγούς θρησκειών. Παράλληλα μέσω λόγων και πράξεων της Γερόντισσας γίνεται μια έντεχνη και μεθοδική προσπάθεια έμμεσης προβολής των βασικών δογματικών διδασκαλιών του Ινδουϊσμού και του Γκουρουϊσμού και των πρακτικών του.  Σύμφωνα με μια γενική εκτίμηση του συγγραφέως της κριτικής, «το βιβλίο αυτό στοχεύει στην προώθηση του λαϊκού Οικουμενισμού, στην προώθηση δηλαδή ανάμεσα στους απλούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, της διδασκαλίας ότι όλες οι θρησκείες κατέχουν μέρος της αληθείας και συνεπώς, όχι μόνο δεν δικαιούμεθα να απορρίπτουμε τις διάφορες διδασκαλίες τους, αλλά έχουμε χρέος ιερό να τις αποδεχθούμε, ώστε να φθάσουμε κάποτε στην επιθυμητή, για τους φορείς αυτής της ιδέας, ένωση όλων των θρησκειών σε μία. Αποτελεί, άρα, πράξη μίσους, φανατισμού η ‘φονταμενταλισμού’, κατά τη μοντέρνα ορολογία, και μισαλλοδοξίας η εμμονή στα δόγματα, τους κανόνες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας και η απόρριψη των υπολοίπων ομολογιών και δοξασιών, φαινόμενο που, κατά τη συγγραφέα, οφείλεται σε διάφορα κόμπλεξ και φοβίες που μας διακατέχουν», (σελ.4). Ο συγγραφέας της κριτικής, προκειμένου να τεκμηριώσει το παρά πάνω γενικό συμπέρασμα, παραθέτει στη συνέχεια ένα πλήθος περιπτώσεων λόγων και πράξεων της Γερόντισσας, (με πλήθος παραπομπών), που αποδεικνύουν  «την ύπαρξη ενός ανελέητου και νεοεποχίτικου συγκρητισμού, όσο και τις πλάνες των ανατολικών θρησκειών, οι οποίες είναι διάσπαρτες σ’ όλο το βιβλίο, ‘μεταμφιεσμένες’ επιμελώς σε Ορθόδοξη πνευματικότητα», (σελ.4).
Πιο συγκεκριμένα:
 Γίνεται αναφορά «σε πάμπολλους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους φίλους της Γερόντισσας, με τους οποίους διατήρησε σχέσεις σ’  όλη της τη ζωή, χωρίς ωστόσο να τους μεταστρέψει, ή έστω να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Αντίθετα, τους θεωρεί συχνά και ως αγίους (π.χ. σελ. 212 και 407) ή υπόδειγμα χριστιανών (σ. 72) και γι’  αυτό συνομιλεί μαζί τους για τον Θεό, (για ποιό Θεό άραγε;)», (σελ.4).
Γίνεται αναφορά για «τη στενή σχέση της Γερόντισσας με την αίρεση των Κουακέρων», (σελ.5). Οι Κουάκεροι είναι μέλη μιας Χριστιανικής Αντιτριαδικής Ομολογίας που φέρει την ονομασία «Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων» και ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από έναν περιπλανώμενο ιεροκήρυκα, τον Τζορτζ Φοξ. Κατά τον συγγραφέα της κριτικής «το έργο τους, [των Κουακέρων], στη Θεσσαλονίκη διαφημίζεται ως σπουδαίο, ενώ η ίδια, [η Γερόντισσα], κατέχει θέση διευθύντριας στη σχολή τους, αλλά και διδασκάλου του Ευαγγελίου. Ποιός αφελής θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, πως αν οι απόψεις της και η ερμηνεία που έδιδε στο Ευαγγέλιο δεν ταυτίζονταν απόλυτα μ’ αυτές της αιρέσεως, θα της εμπιστεύονταν τις δύο αναμφισβήτητα πιο ευαίσθητες θέσεις σε τέτοια αντιτριαδική αίρεση; Παράλληλα, δίδεται στον αναγνώστη η εσκεμμένη εντύπωση πως οι Κουάκεροι είναι ομάδα Ορθοδόξων χριστιανών με σπουδαίο μάλιστα έργο και δραστηριότητες, εντύπωση εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη, ακόμα και προσηλυτιστική».
 Επίσης στο κρινόμενο βιβλίο, (σελ. 50-51), «γίνεται σύγκριση γκουρουϊστικών τεχνικών με Ορθόδοξες απόψεις. Θεωρεί δηλαδή η Γερόντισσα πως στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, όπως και στον Ινδουϊστικό, είναι σύνηθες φαινόμενο η προσπάθεια του ασκητού να γίνεται αόρατος από τούς ανθρώπους, πράγμα εντελώς ξένο και άγνωστο στη δική μας ασκητική παράδοση. Στη σελ. 53 συγκρίνεται και η ινδουϊστική με την Ορθόδοξη λατρεία, χωρίς να απουσιάζει από τον κατάλογο των ‘ομοιοτήτων’ και η διαρκής επίκληση του ονόματος του Θεού, που δήθεν υπάρχει και στις δύο λατρείες, με μοναδική διαφορά το όνομα του Θεού, που ο ασκητής επικαλείται. Φυσικά, η διαφορά είναι πολύ πιο ουσιαστική, ενώ έντεχνα περνά και πάλι το μήνυμα ότι όλες οι θρησκείες έχουν την αλήθεια, με μόνη διαφορά το όνομα, που προσδίδουν στο Θείο», (σελ.6). Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο παραλληλίζονται η νοερά προσευχή με τη γιόγκα και τον διαλογισμό και με έμφαση τονίζονται οι εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών πρακτικών.   
Παρά κάτω γίνεται λόγος για την προσκύνηση των τζαμιών και ότι αυτή«δεν αντιβαίνει στο πνεύμα του βιβλίου, αφού οι Μουσουλμάνοι, οι Ινδουϊστές αλλά και οι Εβραίοι έχουν τον Θεό μέσα τους και οδηγούνται από το ίδιο πνεύμα του Θεού, όπως η ίδια η Γαβριηλία υποστηρίζει», (σελ.6). Συγκεκριμένα γράφεται επί λέξει: «Μου έλεγαν πολλές φορές: Γιατί θεωρείς τους Ινδούς σαν δικούς σου, ή τους Μουσουλμάνους, ή τους Εβραίους; Μα γιατί εγώ βλέπω τον ίδιο τον Χριστό μέσα τους, που ίσως συνειδητά δεν τον γνώρισαν ακόμα…Και έβλεπα πολλούς από αυτούς με τις πράξεις τους να κάνουν αυτό που τους οδηγούσε να κάνουν το πνεύμα του Θεού…», (σελ. 325).    
Παρά κάτω αναφέρει ένα ακόμη παράδειγμα θρησκευτικού συγκρητισμού: Η συγγραφέας του βιβλίου θέλει να περάσει το μήνυμα ότι «εκείνο που σώζει είναι η λιτότητα, η πτωχεία και η στενή οδός, η οποία όμως, συγκεκαλυμμένα παρακάτω, βιώνεται και στα ορθόδοξα μοναστήρια και στα Άσραμ», (σελ. 7). Γράφεται επί λέξει: «Μα το είπε ο Κύριος. Στενή η οδός η άγουσα στην αλήθεια…Και με πήγε με το χέρι του. Και πάλι την άλλη μέρα αλλού και αλλού, στο νοσοκομείο ενός μεγάλου κοινοβίου με μοναχούς, όπου και εκεί ήταν όλα λιτά, όπως στα δικά μας μοναστήρια…» (σελ. 245-246).
Παρά κάτω, (σελ.9), επισημαίνει ότι στο βιβλίο (σελ. 288),«παρερμηνεύεται η αγάπη που οφείλουμε προς όλους και προβάλλεται η Γερόντισσα ως ομολογήτρια της πίστεως, ενώ όσοι διαφωνούν ονομάζονται διώκτες της αγάπης» και θεωρούνται ως φανατικοί, φονταμενταλιστές, φοβισμένοι, άπιστοι, μισαλλόδοξοι κ.λ.π. Προβάλλεται δηλαδή η γνωστή, οικουμενιστικού τύπου αγάπη, εν ονόματι της οποίας αποκρύπτεται η εν Χριστώ αλήθεια, τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με το ψεύδος των θρησκειών του κόσμου, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να έρθουν σε κοινωνία «αγάπης» η αλήθεια με το ψεύδος, το φως με το σκότος, αγνοώντας τον λόγο του αποστόλου: «μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις, τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ.6,14).

    Παρά κάτω, (σελ.10),  κάνει λόγο για την αντιστροφή των χριστιανικών όρων, που είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδεολογίας της Νέας Εποχής και ότι αυτό το φαινόμενο της αντιστροφής το συναντούμε συχνά στο κρινόμενο βιβλίο. Γράφει: «Παίρνουν π.χ. τον όρο προσευχή και τον ταυτίζουν με το περιεχόμενο του όρου διαλογισμός για να ελκύσουν τα ανυποψίαστα θύματά τους ευκολώτερα, κάμπτοντας πιθανούς ενδοιασμούς και παρασύροντας, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς, αφού γίνεται λόγος για χριστιανικές αρετές και μεθόδους. Το φαινόμενο της αντιστροφής είναι πολύ σύνηθες και στο βιβλίο αυτό. Με έξυπνο ομολογουμένως τρόπο, ετοιμάζεται ο αναγνώστης να δεχθεί την ινδουϊστική φιλοσοφία και ζωή, εφόσον μάλιστα παρουσιάζεται ως γνήσια μορφή Ορθοδόξου πνευματικότητος, κατηχείται και σταδιακά μυείται, ακουσίως μάλιστα, σ’ αυτήν και κινδυνεύει να απομακρυνθεί από τη ζωή της Εκκλησίας, ή να παραμείνει τυπικά σ’  αυτή, προσκυνώντας άλλους θεούς, δαίμονες στην πραγματικότητα, που θα αποκτούν αυξανόμενη εξουσία πάνω του, αποξενώνοντάς τον από τη Θεία Χάρη και αμαυρώνοντάς του τον χιτώνα του Βαπτίσματος»,(σελ.10).
Παρά κάτω, (σελ. 13), στο κεφάλαιο περί της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου, που ως γνωστόν αποτελεί βασικό δόγμα της Νέας Εποχής, αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα ήταν βαθιά διαποτισμένη από την πεπλανημένη αυτή διδασκαλία. Γράφει: «Ίσως και πάλι φαντάζουν υπερβολικές οι σκέψεις μας σε μερικούς. Αυτοί όμως ας μας εξηγήσουν γιατί η Γερόντισσα μας παροτρύνει: ‘Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ’  όλης της ψυχής και εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’  όλης της διανοίας σου’ και σπεύδει να επεξηγήσει: ‘το σύμπαν δηλαδή’; (σελ. 199). Άρα, κατ’  αυτήν, ταυτίζεται το σύμπαν με τον Θεό, η κτίσις με τον Κτίσαντα, γεγονός που αποδεικνύει την υιοθέτηση εκ μέρους της της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου».
Για να μην μακρηγορούμε, ο π. Βασίλειος αναφέρει στη συνέχεια πάμπολλες περιπτώσεις από το κρινόμενο βιβλίο, όπου αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα προβάλλει ξεκάθαρα νεοεποχίτικες ιδέες και πρακτικές, ως δήθεν Ορθόδοξες, όπως είναι η χορτοφαγία, η γλωσσολαλιά, η Yama, η ανυπαρξία και η νέκρωση, ο διαλογισμός, η θετική σκέψη, η συμπαντική ενέργεια, αλλά και η προβολή πολλών δεισιδαιμονικών πρακτικών. Επιστέγασμα όλων αυτών ο ισχυρισμός της ότι είχε και «ιαματικό χάρισμα», «θεραπεύοντας» με τα χέρια της, τα οποία «έκαιγαν και κοκκίνιζαν τάχα από το Άγιο Πνεύμα».

Περαίνοντας την αναφορά μας, θέλουμε να συγχαρούμε τον π. Βασίλειο για την άριστη κριτική παρουσίασή του και να επισημάνουμε στον πιστό λαό του Θεού, ότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει πλάνες, που προέρχονται από τον χώρο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού με έντονο το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού. Ως εκ τούτου είναι μεγάλος ο κίνδυνος, από ενδεχόμενη ανάγνωσή του, να αλλοιωθεί το Ορθόδοξο φρόνημά των πιστών  και να παρασυρθούν σε συγκρητιστικές θεωρίες και αντιλήψεις, που θα τους οδηγήσουν μακριά από την σωστική αγκαλιά της Εκκλησίας μας, στην οποία, και μόνον, υπάρχει σωτηρία, ενώ έξω από αυτή υπάρχει ο όλεθρος και η καταστροφή. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τους πιστούς εκείνους, που δεν γνωρίζουν επαρκώς την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να διακρίνουν με σαφήνεια την αλήθεια της Ορθοδοξίας από το ψεύδος της αιρέσεως. Και επειδή σήμερα ο πιστός λαός του Θεού στη μεγάλη πλειοψηφία του παραμένει δυστυχώς, από ραθυμία και αμέλεια,  ακατήχητος και δεν διαθέτει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γι’ αυτό και δεν συνιστούμε την ανάγνωση του βιβλίου αυτού.  Είναι όντως λυπηρό το γεγονός ότι ο μισόκαλος διάβολος κατορθώνει στις έσχατες και αποκαλυπτικές ημέρες μας να πλανήσει «ει δυνατόν και τους εκλεκτούς», (Ματθ.24,24), πρόσωπα δηλαδή που προέρχονται από τον χώρο του Μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί το καύχημα της Εκκλησίας, ό,τι εκλεκτότερο έχει να παρουσιάσει σήμερα η Εκκλησία. Και ας μην ξεχνούμε ότι τα σκοτεινά κέντρα της «Νέας Εποχής» δεν στοχεύουν να αδειάσουν οι Εκκλησίες, αλλά να είναι γεμάτες με πιστούς, με αλλοιωμένο όμως φρόνημα και με νόθη «πνευματικότητα».
  
       Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

ΑΓΙΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ (ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ - ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ - ΟΙΚΟΣ)




Ἀπολυτίκιον
(Ἦχος γ’.)
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

“ΡΩΣΙΚΟ ΙΕΡΟ ΜΕΤΩΠΟ” ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ! ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΗΓΜΑ

Όλα σχεδόν τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στο ρήγμα της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο επικύρωσε η απόφαση της Ιεράς συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας να διακόψει πλήρως την ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή να διακόψει τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Παράλληλα η Ιερά σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κάλεσε του προκαθήμενους των άλλων εκκλησιών να εκφράσουν την δική τους εκτίμηση για τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το ρήγμα αυτό επήλθε μετά τη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αναιρέσει την απόφαση που είχε ληφθεί τον 17ο αιώνα σύμφωνα με την οποία η Μητρόπολις του Κιέβου περνούσε υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου τη Μόσχας και να άρει τον αφορισμό και την καθαίρεση που είχε επιβληθεί στον «πατριάρχη» Φιλάρετο της Ουκρανίας καθώς και στον μέχρι πρόσφατα σχισματικό «αρχιεπίσκοπο» Μακάριο τους οποίους επανέφερε στην κανονική τάξη.

«Η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε η λογική συνέπεια των αποφάσεων αυτών», δηλώνει ο διευθυντής του Κέντρου μελέτης θρησκευτικών και κοινωνικών προβλημάτων του Ινστιτούτου Ευρώπης Ρομάν Λουνκίν, στην εφημερίδα Kommersant επισημαίνοντας ότι οι θρησκευόμενοι δεν θα μπορούν να συμμετάσχουν στα μυστήρια που τελούνται σε ναούς που βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε όλο τον κόσμο».

«Σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελήφθησαν για την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία θα είναι σημαντικό να διατυπώσουν τις απόψεις τους οι αρχηγοί των ορθοδόξων εκκλησιών σε διάφορες χώρες» επισημαίνει ο Λουνκίν, προσθέτοντας ότι «προς το παρόν ούτε μια εκκλησία δεν ενέκρινε ευθέως τις ενέργειες του Βαρθολομαίου, ο οποίος μπορεί να βρεθεί στην μειοψηφία».


Ο καθηγητής της θεολογικής ακαδημίας της Μόσχας Αλεξέι Όσιποφ, με δηλώσεις του στην εφημερίδα Izvestia επισημαίνει ότι μετά την διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι εκκλησίες κατά τόπους δεν μπορεί να σιωπήσουν, θα πρέπει να εκφρασθούν. 

«Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί. Προς το παρόν πολλοί βρίσκονται σε αναμονή. όμως εάν δύο εκκλησίες διακόπτουν την κοινωνία, τότε θα πρέπει είτε να επιλέξουν την μία εκ των πλευρών, είτε να διακόψουν την κοινωνία και με τις δύο» εκτιμά ο Όσιποφ. 

Ο ίδιος προσθέτει ότι « στην πραγματικότητα, κάθε κατά τόπον εκκλησία πρέπει να διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία είτε με τον Οικουμενικό Πατριαρχείο, είτε με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είναι μια τόσο απλή κατάσταση».

Η εφημερίδα Rbk επισημαίνει ότι οι θρησκευόμενοι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά την απόφαση της Ιεράς συνόδου εφεξής δεν πρέπει να προσεύχονται στους ναούς που βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 

Εάν αυτό συμβεί, τους περιμένει η τιμωρία. Εάν προσευχηθούν σε «απαγορευμένους ναούς» θα είναι υποχρεωμένοι να μετανοήσουν για το αμάρτημα τους αυτό στην εξομολόγηση. 

Υπό απαγόρευση για τους ρώσους θρησκευόμενους επισημαίνει η ρωσική εφημερίδα βρίσκονται όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και οι εκκλησίες που βρίσκονται στο Άγιο Όρος.

Πηγές: Kommersant, Izvestia, Rbk, AFP

Ο «Α ΛΑ ΚΑΡΤ» ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΕΡΕΦΩΝΑ ΤΟΥ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΛΟΙΔΟΡΙΑ

Ο «α λα καρτ» θρησκευτικός σκοταδισμός από τα φερέφωνα
του ανθελληνισμού
Από τον Χαράλαμπο Β. Κατσιβαρδά, Δικηγόρο
    
Η ψευδεπίγραφη αριστερή νοοτροπία λοιδορεί σκαιότατα την Ορθοδοξία, μολονότι το ελληνικό Σύνταγμά μας έχει αποδεδειγμένα και ακραιφνώς χριστιανικό χαρακτήρα και ανυπερθέτως ορθόδοξο, όπως εξάλλου τούτο προκύπτει από το προοίμιό του, το οποίο ρητώς αναφέρει «Εις το Όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας», σε συνδυασμό με το άρθρο 3 περί της επικρατούσας θρησκείας, καθώς και το άρθρο 13 περί της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, το άρθρο 14 παρ. 3 διά το επιτρεπτό κατασχέσεως εφημερίδων, διά προσβολή της χριστιανικής θρησκείας, το άρθρο 16 παρ. 2 περί του σκοπού της Παιδείας των Ελλήνων, μεταξύ άλλων η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, το άρθρο 30 παρ. 2 και παρ. 3 περί της ορκωμοσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, το αυτό και διά τους βουλευτές κατ’ άρθρο 59 παρ. 1


Είναι πρόδηλο, λοιπόν, ότι ο υπέρτατος νόμος του κράτους, ο σεβασμός του οποίου (του Συντάγματος), καθώς και των νόμων που συμφωνούν με αυτό, όπως και η αφοσίωση στην πατρίδα και τη δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση των πολιτών (120 παρ. 2 του Συντάγματος), αναγνωρίζει ευθέως την Ορθοδοξία. 
Ως εκ τούτου, λοιπόν, η ζώσα ορθόδοξη παράδοση, η κιβωτός του γένους μας, καθίσταται η δομική σταθερά της εθνικής ιδιοπροσωπίας μας, εν παντί και πάντοτε, εις πείσμαν προς τα έμμισθα φερέφωνα, του ανθελληνισμού, τα οποία αποκηρύττουν συλλήβδην και ακράτως την Ορθοδοξία ως σκοταδισμό, παρασιωπώντας ότι η κατοχύρωση του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, προέρχεται από τον ορθόδοξο πολιτισμό, διότι ο χριστιανισμός ανεγνώρισε πρώτος εμπράκτως την αξία του ανθρώπου, αφού ανύψωσε αυτόν σε θέση «Θεού κατά χάριν», σε τέκνο Θεού κατά θέση με την υιοθεσία από τον Θεό Πατέρα και τον κατέστησε αντικείμενο της ασύλληπτης αγάπης του Θεού, ο οποίος έδωσε υπέρ αυτού «τον μονογενή του Υιόν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν, μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16).
Έμπρακτη απόδειξη ότι οι δήθεν αναθεωρητές εξυπηρετούν αλλότρια ανθελληνικά συμφέροντα είναι καθότι ουδεμία ένσταση προέβαλαν διά τη μη προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των γυναικών μουσουλμάνων στο θρήσκευμα, οι οποίες κυκλοφορούν, εντός της χριστιανικής Ευρώπης, αφενός εκδηλώνοντας μίσος προς τον σταυρό (γεγονότα Μυτιλήνης) και αφετέρου διά της «μανδήλας», καταδηλούν έναν αμιγώς θεοκρατικό τρόπο θέασης και ερμηνείας των πραγμάτων, προδήλως ασυμβίβαστο με τον δυτικό πολιτισμό.
Άρα, δύο μέτρα και δύο σταθμά.

dimokratianews17.10.2018

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΗΝΥΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Αγρίνιο: Μήνυση στον Υπουργό για τα θρησκευτικά

Στοιχεία στην Πταισματοδίκη Αγρινίου καλούνται να δώσουν οι καθηγητές θρησκευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Αγρινίου μετά τη μήνυση που υπέβαλε γονιός κατά του Υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου για τη διδασκαλία και το περιεχόμενο του βιβλίου των θρησκευτικών.

Ταυτόχρονα καλούνται για τον ίδιο λόγο και οι διευθυντές των σχολείων αυτών ενώ ζητήθηκαν και τα ονόματα των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκουν το μάθημα των θρησκευτικών τα δημοτικά. Μιλώντας στην ΕΡΤ ΠΑΤΡΑΣ και στην εκπομπή « Δυτικά και Στέρεα» της Β΄ΕΛΜΕ Γιώργος Κατσίφας επεσήμανε την αναστάτωση που προκαλεί το θέμα στην εκπαιδευτική κοινότητα δημιουργώντας κακό προηγούμενο.

Οι αντιδράσεις στο Αγρίνιο είχαν ξεκινήσει από τους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων που είχαν εκφράσει την αντίθεση τους για τα νέα προγράμματα σπουδών στα θρησκευτικά και τη διανομή των σχετικών « Φακέλων Μαθήματος» στα σχολεία.

Ζητούσαν να αποσυρθούν υποστηρίζοντας ότι « …με το χαρακτήρα και το περιεχόμενε τους ανατρέπουν εκ βάθρων το κορυφαίο εκπαιδευτικό ιδεώδες της ανατροφής των παιδιών μας σύμφωνα με τη διδασκαλία και τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.»

Νίκη Παπαδούλα

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: «ΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ»


Ο κ. Βασίλειος Νικόπουλος, Επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Διδάκτωρ Νομικής, ομιλεί με θέμα: «Το κατά το ισχύον Σύνταγμα περιεχόμενο του Μαθήματος των Θρησκευτικών και ο προσηλυτιστικός χαρακτήρας των Νέων Θρησκευτικών» στην Ημερίδα με θέμα «Η Αντισυνταγματικότητα του Προσηλυτισμού στα Νέα Θρησκευτικά και ο Προσηλυτισμός στην Αντισυνταγματικότητα» που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), υπό την Αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018 στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΘΑ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!


ΕΡΙΚΑ ΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗ: ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ ΘΕΟΣ!


ΕΛΛΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ