ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ


Ενώ πέρυσι οι αναπληρωτές Θεολόγοι ήταν 173, φέτος είναι μόλις 8.

Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί Θεολόγοι καταγγέλλουν πως ενώ πέρυσι είχαν προσληφθεί 173 Θεολόγοι αναπληρωτές φέτος οι αναπληρωτές που προσλήφθησαν είναι μόλις 8!
Στο alfavita.gr ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αναπληρωτών Θεολόγων στέλνει κείμενο καταγγελία για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών από εκπαιδευτικούς χωρίς "χωρίς καμία Θεολογική επιστημονική κατάρτιση" ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το μάθημα δίδεται καταχρηστικά σε εντελώς άσχετες ειδικότητες απλώς και μόνο για τη συμπλήρωση του ωραρίου.
Διαβάστε το κείμενο του Πανελλήνιου Συλλόγου Αναπληρωτών Θεολόγων στο alfavita.gr
Το Μάθημα των Θρησκευτικών βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της Εκπαιδευτικής επικαιρότητας τα τελευταία δύο χρόνια τουλάχιστον. Αυτό  δείχνει την αξία που αποδίδει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας στα Ανθρωπιστικά Μαθήματα και, μάλιστα, σε ένα Μάθημα που μιλάει στα παιδιά για αξίες που ο σύγχρονος τεχνοκρατικός πολιτισμός παραγνωρίζει: την Αγάπη, τον Σεβασμό στον Άλλο και τον Διάλογο με τους άλλους, είτε πιστεύουν στον ίδιο Θεό, είτε όχι. Είναι σημαντικό, για τους γονείς, για τα παιδιά, αλλά και για ολόκληρη την Εκπαίδευση,  η σχολική τάξη να είναι κάτι περισσότερο από μία ανταγωνιστική αρένα και το Μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί  να αποτελέσει έναν άλλο πόλο στο εξετασιοκεντρικό περιβάλλον του σχολείου.
Το ίδιο το Υπουργείο δείχνει να πιστεύει στον ρόλο που μπορεί να παίξει η Θρησκευτική Εκπαίδευση στο σύγχρονο σχολείο, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Προέβη σε μία ‘μεταρρύθμιση’ του Μαθήματος, ώστε αυτό να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές του σημερινού πολυπολιτισμικού σχολικού περιβάλλοντος και δείχνει να στηρίζει το Μάθημα των Θρησκευτικών. Είναι όμως έτσι;
Όσοι διδάσκουμε στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το κλειδί για να πετύχει ένα Μάθημα δεν είναι οι καλές προθέσεις που το συνοδεύουν. Το κλειδί είναι η διδασκαλία του από εκπαιδευτικούς που έχουν τις γνώσεις και την παιδαγωγική κατάρτιση να προσφέρουν αληθινή μάθηση στους μαθητές. Η Θρησκευτική Εκπαίδευση έχει πολλές ιδιαιτερότητες και ευαίσθητες ισορροπίες που ακόμα και έμπειροι θεολόγοι χρειάζονται συχνά  μεγάλη προετοιμασία,  να επιστρατεύσουν όλα τα «εργαλεία» που διαθέτουν για να παρουσιάσουν ένα εποικοδομητικό μάθημα. Εάν λοιπόν το Υπουργείο υποστηρίζει πραγματικά τη δική του μεταρρύθμιση οφείλει να την εμπιστεύεται μόνο σε επιμορφωμένους Θεολόγους εκπαιδευτικούς, γιατί είναι οι μόνοι που μπορούν να την υποστηρίξουν.
Τα τελευταία χρόνια τα μόνιμα κενά στο Μάθημα των Θρησκευτικών  είναι εκατοντάδες. Είναι και αυτό ένα αποτέλεσμα της Κρίσης στη χώρα μας και της αδιοριστίας των Εκπαιδευτικών. Τα κενά αυτά συνηθίζεται να καλύπτονται από Θεολόγους αναπληρωτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι διορίστηκαν 173 Θεολόγοι αναπληρωτές. Την χρονιά που διανύουμε όμως, μολονότι έχουν διοριστεί μέχρι σήμερα περίπου 20.000 αναπληρωτές στο σύνολο της Εκπαίδευσης, οι Θεολόγοι αναπληρωτές που προσλήφθηκαν στην Δευτεροβάθμια Γενικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ήταν μόλις 8! Τι γίνεται με τα υπόλοιπα κενά; Το Υπουργείο προσπαθεί να τα καλύψει με την γ’ ανάθεση παραχωρώντας το Μάθημα στον συμπαθή –πλην όμως χωρίς καμία Θεολογική επιστημονική κατάρτιση– κλάδο των Φιλολόγων ΠΕ02. Υπάρχουν δε καταγγελίες ότι στη νησιωτική επικράτεια γίνεται κατάχρηση και αυτής ακόμη της γ’ ανάθεσης, με αποτέλεσμα το Μάθημα να ανατίθεται σε συναδέλφους παντελώς άσχετων ειδικοτήτων που απλά συμπληρώνουν το ωράριό τους.

Αλήθεια, δεν αντιλαμβάνεται το Υπουργείο Παιδείας ότι μ’ αυτή την πολιτική συντελεί στην πλήρη απαξίωση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης; Δεν καταλαβαίνει ότι όλος αυτός ο αγώνας που το ίδιο δίνει για την ‘αναβάθμισή’ της ματαιώνεται στην πράξη από την ίδια την πολιτική του; Καλούμε το Υπουργείο, έστω και την ύστατη στιγμή:
1.       να προχωρήσει άμεσα στην κάλυψη των κενών όλων των ειδικοτήτων στη Δευτεροβάθμια.
2.       να κατανοήσει το αδιέξοδο που το ίδιο δημιουργεί και να καλύψει όλα τα κενά στο Μάθημα των Θρησκευτικών με Θεολόγους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και μόνον.
Όλοι οι αδιόριστοι συνάδελφοι Θεολόγοι  να εκτιμήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης και να πλαισιώσουν τον Πανελλήνιο Σύλλογο Αναπληρωτών Θεολόγων. Είναι χρέος μας πρώτα απ’ όλα παιδαγωγικό και επιστημονικό να απαιτήσουμε και να διεκδικήσουμε μία ουσιαστική αναβάθμιση του Μαθήματός μας και να μην συντελέσουμε διά της σιωπής μας στην επιχειρούμενη απαξίωση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης.

Αθήνα, 27 – 11 - 2018
Πανελλήνιος Σύλλογος Αναπληρωτών Θεολόγων (ΠΑΣΑΘ)

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΕΜΠΙΣΤΕΥΣΟΥ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ!


Εμπιστεύσου τη ζωή σου στο Θεό. 
Ότι προέρχεται από το Θεό, είναι πάντα ευλογημένο! 

ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ, ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ!


Δεν αρκεί να πιστεύουμε στο Θεό, πρέπει και να Τον εμπιστευόμαστε!


ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΧΡΕΟΣ!


Άγιος Νεκτάριος: Οι χριστιανοί έχουν χρέος, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, να γίνουν άγιοι και τέλειοι. Η τελειότητα και η αγιότητα χαράσσεται πρώτα βαθιά στην ψυχή του χριστιανού, και από εκεί τυπώνεται και στις σκέψεις του, στις επιθυμίες του, στα λόγια του, στις πράξεις του. Έτσι, η χάρη του Θεού που υπάρχει στην ψυχή ξεχύνεται και σ' όλο τον εξωτερικό χαρακτήρα.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ (ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΟ) ΜΕΓΑΛΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ

Τό (συνεχιζόμενο) μεγάλο ἔγκλημα σέ βάρος τῶν παιδιῶν μας
ὑπό Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου


Χθές ἦταν ἡ ἡμέρα πού πήραμε τούς βαθμούς γιά τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν μας στό σχολεῖο τους. Ἔχω μία θυγατέρα πού πηγαίνει στήν Γ' Τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Πῆγα ἐγώ, ὁ πατέρας της, στό Σχολεῖο, ἐπειδή ἡ μητέρα της ἐργαζόταν τή συγκεκριμένη ὥρα, γιά νά παραλάβω τή βαθμολογία καί νά ἐνημερωθῶ γιά τήν πρόοδο τοῦ παιδιοῦ μας τόσο στά μαθήματα, ὅσο καί  γιά τήν ὅλη συμπεριφορά της. Εἴμαστε Ἕλληνες πολίτες καί Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι καί δέν μᾶς ἐκφράζει καμμία ἀκραῖα στάση καί ἰδεολογία, πολιτικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ.

  Πρίν ἀναφερθῶ στά ὅσα πληροφορήθηκα στό σχολεῖο τοῦ παιδιοῦ μου, θά ἤθελα νά ἀναφέρω κάτι πού εἶχα παρατηρήσει παρακολουθώντας τήν μαθησιακή της πορεία ἀπό τήν ἀρχή της φετινῆς χρονιᾶς. Γενικῶς διεπίστωνα ὅτι ἡ ἐκπαιδευτική πολιτική τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἔχει δημιουργήσει ἕνα μαθησιακό πλαίσιο πού ἄν μή τί ἄλλο προβληματίζει γιά τά χαρακτηριστικά τῆς κοπώσεως καί συγχύσεως πού δημιουργεῖ, ὅσον ἀφορᾶ στήν προοπτική τῆς χρήσιμης καί ὁλοκληρωμένης γνώσεως πού θά ἔπρεπε νά ὑπηρετεῖ ὡς στόχο, καθώς καί στά ἰδιαίτερα πνευματικά καί πολιτιστικά χαρακτηριστικά της. Εἰδικότερα, ὅμως, καί λόγῳ εἰδικότητος (ὡς Θεολόγου, ὁ ὁποῖος δέν ἀσκεῖ τό λειτούργημα τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ) μέ προβλημάτισε ὁ τρόπος διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ τόσο μικρά παιδιά. Πιό συγκεκριμένα, μοῦ ἔκανε πρωτίστως ἐντύπωση ὅτι τό βιβλίο τῶν Θρησκευτικῶν παρέμενε μέ σύσταση τοῦ διδάσκοντος στό Σχολεῖο! Τό παιδί δέν τό "χρειαζόταν", χωρίς βεβαίως νά τοῦ ἀπαγορεύεται νά τό παίρνει μαζί του, διότι ἁπλούστατα ἡ διδασκαλία τοῦ συγκεκριμένου μαθήματος δέν προβλέπει, ὅπως συμβαίνει γιά ὅλα τά ὑπόλοιπα μαθήματα, μελέτη στό σπίτι καί τή σχετική ἐξέτασή του στό Σχολεῖο. Προσπαθώντας περί ὅλων αὐτῶν νά πάρω τίς πρῶτες, μόλις ἀναφερθεῖσες, πληροφορίες ἀπό τό ἴδιο τό παιδί μου, διέκρινα καί τοῦ ἴδιου τήν ἀπορία γιά τήν εἰδική καί ἰδιαίτερη ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ μαθήματος καί τόν τρόπο διδασκαλίας του. Μοῦ ἀνέφερε, λοιπόν, ἡ μικρή, ὅτι ὅταν ἔχουν Θρησκευτικά, κάθονται ὅλοι σάν μία παρέα καί ἡ δασκάλα διηγεῖται στά παιδιά μία ἱστορία (κάτι σάν παραμύθι), γύρω ἀπό τήν ὁποία καλοῦνται στή συνέχεια νά κάνουν ἁπλῶς μία συζήτηση.Ρωτώντας δέ τό παιδί, γιά νά διαπιστώσω κατά πόσο ἔχει ἀποκομίσει κάποιες γνώσεις βάσει τοῦ συγκεκριμένου τρόπου διδασκαλίας, εἰσέπραξα τήν αὐθόρμητη ἀντίδραση του ὅτι δέν χρειάζεται νά μάθουν ἤ νά θυμῶνται κάτι, διότι τό μάθημα αὐτό ἔχει τό χαρακτήρα χαλαρῶν ἀφηγήσεων καί διηγήσεων, χωρίς κάποια ἄλλη προέκταση ἤ διαδικασία.
Χθές, λοιπόν, ἀφοῦ ἡ ἐκλεκτή δασκάλα τῆς θυγατέρας μου μοῦ ἐξέθεσε καί ἀνέφερε ὅλα τά σχετικά μέ τήν πρόοδο τοῦ παιδιοῦ μου ἀλλά καί τά τῆς συμπεριφορᾶς της στήν τάξη καί τή μαθητική κοινωνία, θεώρησα ἀναγκαῖο νά ζητήσω νά ἐνημερωθῶ ἐγκύρως γιά ὅσα περίεργα καί μᾶλλον ἀνησυχιτικά εἶχα ἤδη ἐπισημάνει ὅτι συμβαίνουν, ὅσον ἀφορᾶ στό μάθημα καί τή διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν, στό ἐκπαιδευτικό ἐπίπεδο τοῦ παιδιοῦ μου. Ἔτσι ἄκουσα μέ λύπη καί ἀπογοήτευση τή δασκάλα νά μοῦ ἐπιβεβαιώνει ὅλα ὅσα εἶχα ἤδη ἀντιληφθεῖ ὅτι συμβαίνουν σ' αὐτή τήν ὑπόθεση. Συγκεκριμένα, ἡ δασκάλα μοῦ ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν σαφεῖς καί αὐστηρές ὁδηγίες ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες καί προκειμένου νά μήν κουράζονται τά παιδιά, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν νά ἔχει χαρακτήρα μετάδοσης ἁπλῶν γενικότερων γνώσεων περί διαφόρων θρησκειῶν, βάσει τοῦ νέου βιβλίου διδασκαλίας του, τό ὁποῖο διαφέρει σέ μεγάλο βαθμό ὡς πρός τό περιεχόμενο ἀπό τό περυσινό σχολικό ἐγχειρίδιο. Δηλαδή, ἐπί τῆς οὐσίας τό μάθημα ἔχει τεχνηέντως μετατοπιστεῖ στό περιθώριο τῆς βασικῆς μαθησιακῆς διδασκαλίας καί διαδικασίας, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου πλέον τά παιδιά χαλαρώνουν καί ἁπλῶς ἀκοῦν διάφορες ἱστορίες, μᾶλλον ἑτερόκλητες. Μάλιστα, ἡ δασκάλα δέν ἔκρυψε τήν δυσφορία καί τόν προβληματισμό της, παρότι ἐξ ὅσων κατάλαβα καί γνωρίζω δέν πρόκειται γιά ἰδιαίτερα θρησκεῦον ἄτομο, τόσο γιά τίς ὁδηγίες περί τοῦ νέου τρόπου τῆς "διδασκαλίας" τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὅσο καί γιά τό νέο περιεχόμενό του, τό ὁποῖο, δειλά καί ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ἡ καλή ἐκπαιδευτικός χαρακτήρισε ἀκατάλληλο γιά τά παιδιά αὐτῆς μάλιστα τῆς ἡλικίας. Μοῦ ἐξέφρασε γι' αὐτό τή λύπη της, ἐνῶ ἀκούγοντας καί τίς δικές μου σκέψεις καί ἐπισημάνσεις μέ διαβεβαίωσε ὅτι κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά μή ἐπιτείνεται ἡ σύγχυση καί ἡ ὑποβάθμιση σημαντικῶν πραγμάτων πού θίγονται στό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ μαθήματος. Ἔφυγα ἔντονα προβληματισμένος, ἀφοῦ ἡ ἐνημέρωσή μου δέν ἄφησε κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι κυριολεκτικῶς κάτω ἀπό τή μύτη μας καί πίσω ἀπό τήν πλάτη μας, ἀλλά καί μέσα στόν πιό εὐαίσθητο χῶρο πού ἐμπιστευόμαστε νά ἀνατρέφονται πνευματικά καί νά ἐνισχύονται καί πλουτίζονται γνωσιακά καί νά ἐκπαιδεύονται τά παιδιά μας, δηλαδή τό Δημοτικό Σχολεῖο, συντελεῖται ἕνα ἠθικό καί πνευματικό ἔγκλημα σέ βάρος τῶν παιδιῶν τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν καί δή τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ἀρκεῖ νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ ἕνα καί μόνο στοιχεῖο: Πουθενά στό περιεχόμενο τῶν "νέων"Θρησκευτικῶν δέν ὑπάρχει ἀναφορά ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεόςκαί ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, οὔτε στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, οὔτε καί τοῦΧριστιανισμοῦ, ἐκλαμβανομένου ὡς μιᾶς (μεταξύ τῶν ἄλλων) θρησκείας!  Στέλνουμε τά παιδιά μας στό Ἑλληνικό Σχολεῖο καί τά ἐμπιστευόμαστε στά χέρια τῶν Ἑλλήνων ἐκπαιδευτικῶν καθ' ἥν στιγμήν τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, λόγω ἰδεοληψιῶν καί τῆς ἐπιλεγομένης ἐφαρμογῆς ἀντιθρησκευτικῆς καί δή ἀντιχριστιανικῆς προπαγάνδας, προκαλεῖ μεθοδικά, μέ τά νέα προγράμματα σπουδῶν, ἐρήμην καί ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Γονέων καί Κηδεμόνων τους,  σύγχυση καί διαχέει-ἐνσπείρει στρεβλώσεις σέ ,τι ἀφορᾶ τό χῶρο καί τά θέματα τῆς Πίστεως καί εἰδικότερα τῆς Θρησκείας τῶν Ἑλληνοπαίδων. Ἔχω διαβάσει πολλά σχετικά, γράφονται πολλά, ὑποστηρίζονται ἀνάλογα, ἀλλά τό μεῖζον ζήτημα εἶναι ὅτι αὐτή τή στιγμή ἐξακολουθεῖ μέ ὕπουλο καί ἀπαράδεκτο, ἀντιδημοκρατικό, ἀντιεπιστημονικό, ἀντισυνταγματικό καί ἀνήθικο τρόπο καί μεθοδεύεται ἀλλοίωση καί ὑπονόμευση τῆς Ἑλληνικῆς Οἰκογένειας καί τῆς Πίστεως, τήν ὁποία τουλάχιστον οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐπιθυμοῦμε καί ἀδιαπραγμάτευτα ἀπαιτοῦμε νά γίνονται σεβαστά. Τελειώνω, αὐτή τή δημόσια ἐξομολόγηση τῆς προσωπικῆς μου ἐμπειρίας καί διαπιστώσεως, στό μεῖζον ζήτημα τῆς διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν στά Ἑλληνικά Σχολεῖα καί μάλιστα τῆς πρωτοβάθμιας ἐκπαιδεύσεως, μέ μίαἔκκληση καί συγχρόνως καταγγελία ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, γιά τό συντελούμενο ἔγκλημα σέ βάρος τῶν ἀθώων ψυχῶν τῶν παιδιῶν μαςδηλαδή τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ τόπου. Τά ἀπευθύνω σέ τρία πρόσωπα καί ὡς ἔσχατος γονέας ἐρωτῶΚύριε Πρόεδρε τῆς  Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλε, κύριε Πρωθυπουργέ Ἀλέξη Τσίπρα καί Ἀρχιεπίσκοπε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε τί θά γίνει μέ αὐτή τήν κατάσταση; Ἀναλαμβάνετε τήν εὐθύνη καί θά συνεχίσετε ἐπιτρέποντες τή διάπραξη αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος σέ βάρος τῶν παιδιῶν μας; Ἐάν ἀδιαφορήσετε, θά εἶστε οἱ κύριοι ἔνοχοι αὐτοῦ! Ἐάν ὄχι, ἐνεργήσατε τά ἐπιβαλλόμενα βάσει τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας, τῆς Δημοκρατίας, τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, τῆς Ἐθνικοθρησκευτικῆς μας, δηλαδή τῆς Ἑλληνορθοδόξου, Παραδόσεως καί τῆς Δικαιοσύνης, ἐδῶ καί τώρα! Σέ ἀντίθετη περίπτωση, δέν θά εἶστε μόνον ὑπόλογοι ἀλλά καί ἀσυγχώρητοι!

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ;

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
(με απλά λόγια και ιστορικά παραδείγματα)

Οικουμενισμός ονομάζεται η ιδεολογία η οποία ευρίσκεται πίσω από την Οικουμενική Κίνηση και την τροφοδοτεί ή συνεκδοχικώς είναι η ίδια η Οικουμενική Κίνηση.
Η Οικουμενική Κίνηση είναι η κίνηση προς ένωση των χριστιανικών ομολογιών – "εκκλησιών" μεταξύ τους. Κύριος φορεύς της δραστηριοποιήσεως αυτής σήμερα είναι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (W.C.C. -  “World Council of Churches”), υπό την σκέπη του οποίου συνεργάζονται όλες σχεδόν οι Προτεσταντικές Κοινότητες, οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πλην ολιγίστων, και οι Αντιχαλκηδόνιες Κοινότητες. Το Βατικανό δεν συμμετέχει στο Π.Σ.Ε., διότι, με συνέπεια προς τη διακήρυξή του ότι είναι η μόνη «εν ενεργεία» Εκκλησία επί γης, κρίνει ότι δεν μπορεί να θέτει σε ίση μοίρα και να συναριθμεί εαυτό με τις εκατοντάδες των υπολοίπων χριστιανικών ομολογιών, ούτε ακόμη και με τις «σχισματικές» Ορθόδοξες Εκκλησίες· έτσι έχει αποστείλει κατά καιρούς στο Π.Σ.Ε. μόνον παρατηρητές.
Στο περιθώριο των διαλόγων εντός του Π.Σ.Ε. διοργανώθηκαν από πολλών ετών και άλλοι θεολογικοί διαλόγοι διμερείς, όπως λ.χ. Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), Ορθοδόξων και Λουθηρανών κ.ο.κ.
Το Βατικανό, μετά τη Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο (1964) άρχισε μια δική του προσπάθεια ενώσεως των χριστιανών υπό τον Πάπα, η οποία από τη δεκαετία του 1980 άρχισε – όπως και η δραστηριότης του Π.Σ.Ε. – να απευθύνεται και στις άλλες θρησκείες, αρχίζοντας από τις λεγόμενες «μονοθεϊστικές», τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό (όπως είναι φανερό λ.χ. στις διαθρησκειακές συναντήσεις της Ασσίζης του 1986, 1994 κ.ά. με κυρίαρχη μορφή τον Πάπα)· ανάλογο «άνοιγμα» του Π.Σ.Ε. προς τις έξω θρησκείες άρχισε με τις Συνελεύσεις του Βανκούβερ (1983), της Καμπέρρα (1991) κ.ά.
Ο Οικουμενισμός εκκίνησε σαν υπόθεση καθαρώς ενδο-προτεσταντική, για την αποφυγή του σκανδάλου που προκαλούσε ο κατακερματισμός των προτεσταντικών ομολογιών στο δυτικό κόσμο και στην ιεραποστολή, για τη διοργάνωση από κοινού των βιβλικών εκδόσεων, την αντιμετώπιση των αντιχριστιανικών ιδεολογιών, κ.ά. σκοπιμότητες. Ωστόσο, σχετική Πατριαρχική Εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» το 1920, ανατρέποντας την παραδοσιακή Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, προσπάθησε να προσφέρει εκκλησιολογικά ερείσματα που θα ενίσχυαν τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση και οδήγησε επιτυχώς σε πολύ ευρύτερη έκτοτε συμμετοχή των Ορθοδόξων στον Οικουμενισμό. Οι δύο κύριες οικουμενικές κινήσεις, «Ζωή και Εργασία» και «Πίστις και Τάξις», ασχολούμενες η μεν πρώτη με πρακτικά θέματα του χριστιανισμού και η δεύτερη με την επίλυση των διαφορών πίστεως μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών - εκκλησιών, μετά από μακρές διεργασίες κατά το διάστημα του μεσοπολέμου, συνενώθηκαν τελικώς στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών», με επίσημη έναρξη της λειτουργίας του το 1948 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. υπήρξε πάντοτε προσεκτική και επιφυλακτική όχι στον πρακτικό τομέα, δηλαδή προς μια καλύτερη διεθνή χριστιανική συνεργασία για την αντιμετώπιση πανανθρωπίνων κοινωνικών, ηθικών και άλλης υφής προβλημάτων(εκπαιδεύσεως, διεθνών σχέσεων, οικονομίας, εκβιομηχανισμού  κ.ο.κ.), αλλ’ έναντι του κινδύνου αλλοιώσεως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και θεολογίας, αλλοιώσεως που θα εξυπηρετούσε αφ’ ενός μεν μια προσέγγιση με τους ετεροδόξους ισοπεδωτική και νοθευτική για την Ορθοδοξία, αφ΄ ετέρου δε τη δημιουργία μιας πλασματικής, πρόχειρης και επιφανειακής ενότητος μεταξύ των Χριστιανών.
Δυστυχώς, η εγκατάλειψη της αυστηρής εκκλησιολογικής γραμμής των Ορθοδόξων αντιπροσώπων μετά την Συνέλευση του Νέου Δελχί (1961) και η υιοθέτηση μιας περισσότερο «ελαστικής» εκκλησιολογίας, χριστολογίας κ.λπ. (αρχής γενομένης από τη Δ΄ Συνέλευση του Π.Σ.Ε., στο Μόντρεαλ, τό 1963) οδήγησαν σταδιακώς στο σημείο σήμερα να διολισθαίνει σοβαρότατα μακράν της Αληθείας η ορθόδοξη μαρτυρία προς τον κόσμο, υιοθετώντας επίσημα κείμενα, όπως αυτό της Θ΄ Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Porto Allegre (2006), τα οποία ανατρέπουν και αλλοιώνουν παντελώς την αυθεντική απ’ αιώνων διδασκαλία και αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας· τα κείμενα αυτά δίνουν και εσφαλμένη εικόνα περί του τί είναι η Ορθοδοξία, στους ειλικρινείς θύραθεν μελετητές της.  Έτσι, η Οικουμενική Κίνηση σήμερα, ενώ θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τους θησαυρούς της ορθοδόξου εν γένει Παραδόσεως και της Θεολογίας, τα οποία είναι αναλλοίωτα από την εποχή των Αποστόλων, αντιθέτως είχε ως αποτέλεσμα την εμφύτευση του θεολογικού σχετικισμού στους ορθοδόξους, και (κατά περίπτωση) είτε τον εκπροτεσταντισμό είτε τον εκλατινισμό της ορθόδοξης διδασκαλίας μεταξύ των τάξεων των Ορθοδόξων Οικουμενιστών. Η ψευδής ένωση που προωθείται με αυτό τον τρόπο, δεν είναι η ένωση «εν αληθεία» (Γ΄ Ιωάννου 4), η οποία θα διατηρήσει την Εκκλησία, ώστε να έχει «ενα Κύριον, μίαν Πίστιν, εν Βάπτισμα» - σύμφωνα μέ την αποστολική εντολή (Εφεσίους 4,5) – αλλά «ενότητα στη διαφορετικότητα» (“unity in diversity”) ένα μείγμα ετερόκλητων πίστεων, τελετουργικών της λατρείας, γραμμών ποιμαντικής αντιμετωπίσεως κ.τ.σ.– που θα τείνει να δείξει ότι ο Χριστός, ο Θεός Λόγος των Χριστιανών, δεν είναι Ενοποιός, η Κεφαλή ενός αρμονικού Σώματος, όπου «του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία καί η ψυχή μία» (Πράξεις 4,32) αλλά είναι Θεός «ακαταστασίας καί ουχί ειρήνης» (πρβλ. Α΄ Κορινθίους 14, 33) ο Οποίος αντίθετα με την αποστολική επισήμανση είναι διηρημένος«μεμέρισται ο Χριστός» (πρβλ. Α΄ Κορινθίους 1, 13). Αυτήν την εσφαλμένη, επιφανειακή και μόνον εν πράγματι (“de facto”) ενότητα και όχι την ενότητα τη θεμελιωμένη στην κοινή Πίστη, ομοφροσύνη και ομόνοια του Σώματος του Χριστού, εξυπηρετεί η «γραμμή» που επικρατεί στην Οικουμενική Κίνηση τις τελευταίες δεκαετίες να συζητούνται όχι τα σημεία διαφωνίας των μελών, ώστε να επιλυθούν, αλλά μόνον τα σημεία συμφωνίας τους.
Για τους λόγους αυτούς το θέμα του Οικουμενισμού έχει λάβει διαστάσεις τεραστίου εσωτερικού εκκλησιαστικού προβλήματος της Ορθοδοξίας, μεταξύ της μειοψηφίας των Οικουμενιστών, οι οποίοι ως επί το πλείστον κατέχουν τις ανώτατες διοικητικές Κληρικές θέσεις στις Ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες, και των πολυπληθών επιγνωμόνων και ενήμερων πιστών, Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών, οι οποίοι βλέπουν τον Οικουμενισμό ως μια αίρεση, στο βαθμό που αυτός τείνει να αποδεχθεί και ενσωματώσει με άνωθεν επιβολή και πιέσεις, θεολογικά και εκκλησιολογικά στοιχεία που είναι αλλότρια ή ήδη σε προηγούμενες εποχές απεριμμένα από την Ορθοδοξία.  Δείγμα της διάστασης αυτής, οφειλόμενο εν πολλοίς στις βιαστικές και απρόσεκτες μεθοδεύσεις των Ορθοδόξων Οικουμενιστών, είναι και το ατυχές σχίσμα του 1924 (του Παλαιού Ημερολογίου) στην Ελλάδα και αλλού.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΜΠΑΝΑΚΙ ΙΟΒΕ: ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΛΑΖΕΙ ΑΡΔΗΝ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Οι μαθητές στα σχολεία όσο πάνε και λιγοστεύουν - Στο -5.9% η μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού μετά την έναρξη της κρίσης - Οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων και τη μετανάστευση

Τις επιπτώσεις της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής στην τρέχουσα και τη μελλοντική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος διερευνά μελέτη του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Κρίση, δημογραφικές μεταβολές και επιπτώσεις στην εκπαίδευση».

Η μελέτη αναλύει τις μεταβολές που έχουν σημειωθεί στα βασικά μεγέθη και δείκτες λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών που έχουν σημειωθεί, στη μελλοντική εξέλιξη και προοπτική της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.

Σύμφωνα με την μελέτη, η σημαντικότερη μεταβολή στα μεγέθη αυτά αφορά στη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση κυρίως αλλοδαπών που σημειώθηκε στη χώρα μετά την έναρξη της κρίσης, αλλά και στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα. Εξέλιξη που έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις.

Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης αφορούν στα εξής:

• Μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών στην δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυξήθηκε σημαντικά από 145 χιλ το 2000 σε 180 χιλ το 2010 (αύξηση 24%). Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σημείωσε σημαντική μείωση από 180 χιλ το 2010 σε 152 χιλ το 2017 (μείωση 15,6%).

• Οι αυξομειώσεις του αριθμού των εκπαιδευτικών που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, μετέβαλαν σημαντικά τις αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στο σύνολο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, πριν από την κρίση, η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών από 1:10,6 (2000) μειώθηκε σε 1:8,2 (2009). Μετά την έναρξη της κρίσης, οι αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών αυξήθηκαν εκ νέου σε 1:9,5 (2017).

• Παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε από το 2010 και έπειτα, οι αναλογίες εκπαιδευτικών μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν στην Ελλάδα μικρότερες από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, οι αναλογίες αυτές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είτε στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (Αττική, Κεντρική Μακεδονία), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού πληθυσμού, είτε στις περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές με μικρότερο πληθυσμό και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (π.χ. δυσπρόσιτα σχολεία νησιωτικών ή ορεινών περιοχών).

• Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος.

• Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009 (μείωση 1,1%) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%), στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης.

• Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.

• Επιπλέον, η κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς ο αριθμός των μαθητών από 94,2 χιλ. το 2000 και 93,4 χιλ. το 2009 μειώθηκαν σε 70,7 χιλ. το 2015 (-24,9% σε σχέση με το 2000). Οι εκπαιδευτικοί από 9,0 χιλ. το 2000 και 8,9 το 2009 μειώθηκαν σε 8,3 χιλ. το 2014 (-8,4% σε σχέση με το 2000).

• Η σημαντικότερη όμως επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης, που διαπίστωσε η παρούσα μελέτη, αφορά στη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης καθώς από 1,53 εκ το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται:

α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.),

β) στην μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).

• Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες αλλά βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία.

• Αυτές οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μια, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεσθεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει σταματήσει και ολοκληρωθεί. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών, που οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αποτυπώνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα, και συνεχίζεται μέχρι και το 2017 αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα τα προσεχή χρόνια και να μεταβάλλουν ριζικά το συνολικό τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.

Οι δημογραφικές επιπτώσεις

Προκειμένου να καταγράψει και αναδείξει πληρέστερα τις επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, η μελέτη του ΙΟΒΕ εκπόνησε εναλλακτικά σενάρια μελλοντικής εξέλιξης και προοπτικής του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τις δημογραφικές τάσεις. Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια μελλοντικής προοπτικής δείχνουν ότι, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές (τέτοιες ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των γεννήσεων ή την μαζική επιστροφή Ελλήνων και την εισροή μεταναστών από άλλες χώρες στην Ελλάδα τα προσεχή χρόνια), ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017. Όπως αναφέρθηκε, ήδη καταγράφεται μείωση του αριθμού νηπίων στα νηπιαγωγεία καθώς και του αριθμού μαθητών στις πρώτες τάξης του δημοτικού σχολείου ενώ οι επιπτώσεις της έναρξης μείωσης των γεννήσεων που σημειώθηκε το 2010 θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στη λειτουργία του Γυμνασίου από το 2022, ενώ στα Γενικά και τα Επαγγελματικά Λύκεια από το 2025. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται από το 2028 και έπειτα.

Συγκεκριμένα, ανάλογα και με την κατεύθυνση και τις επιλογές της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος), στο πλαίσιο της παραπάνω προοπτικής μείωσης του μαθητικού πληθυσμού:

α) ο αριθμός των σχολικών μονάδων ενδέχεται να μειωθεί έως 10,7 χιλ. το 2035 από 15,5 χιλ. 2008 (μείωση κατά 30,8% ή 4,8 χιλ σχολικές μονάδες),

β) ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 180,3 χιλ το 2009 ενδέχεται να μειωθεί το 2035 σε 110,5 χιλ (μείωση 38,7% στο σενάριο προσαρμογής) και σε 80,7 χιλ (μείωση 55,2% στο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης).

Οι επιπτώσεις της μείωσης των μαθητών στις ανάγκες σε εκπαιδευτικούς που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων, ανάλογα και με το σενάριο εκπαιδευτικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί τα προσεχή χρόνια, αναμένεται να έχουν επιπτώσεις στις διαφορετικές ειδικότητες εκπαιδευτικών. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδηλωθούν πρώτα (2018) στην ειδικότητα των Δασκάλων καθώς και των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων που διδάσκουν στα Δημοτικά σχολεία (Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής, Φυσικής Αγωγής, Μουσικής, Καλλιτεχνικών, Πληροφορικής). Η σταδιακή επέκταση της 2ετούς υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης (από το 2018) μετριάζει τις επιπτώσεις των δημογραφικών μεταβολών και αναβάλει προσωρινά για το 2019 την έναρξη εκδήλωσής τους στον αριθμό των νηπίων και στις ανάγκες για νηπιαγωγούς. Από το 2022 όμως, οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται και στις υπόλοιπες ειδικότητες εκπαιδευτικών μέσης εκπαίδευσης, και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια καθώς ο αριθμός των μαθητών θα μειώνεται σταδιακά και εντονότερα. Η έκταση του πλεονάσματος εκπαιδευτικών, συνολικά και ανά ειδικότητα που ενδέχεται να δημιουργηθεί τα προσεχή χρόνια, λόγω των δημογραφικών μεταβολών θα εξαρτηθεί και από τον αριθμό και την εξέλιξη των συνταξιοδοτήσεων/αποχωρήσεων εκπαιδευτικών καθώς και από την πολιτική προσλήψεων εκπαιδευτικών τα προσεχή χρόνια.

Η μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα έχει επίσης δυσμενείς επιπτώσεις στη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την απασχόληση, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κλπ.) απορροφά μεγάλο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων.

Ακόμα, η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται με τα σημερινά δεδομένα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εισαγωγή μαθητών στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς οι απόφοιτοι Λυκείου που διεκδικούν την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση από 71,8 χιλ. (2008) θα μειωθούν σε 54,2 χιλ. το 2035 (-24,5% ή 17,6 χιλ λιγότεροι), ενώ οι εισερχόμενοι στην ανώτατη εκπαίδευση από 68 χιλ θα μειωθούν σε 51,8 χιλ. το 2035 (-23,8% ή -16,2 χιλ λιγότεροι), αν διατηρηθεί η σημερινή αναλογία αποφοίτων-εισερχόμενων. Οι πρώτες επιπτώσεις στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση και στο πρώτο έτος των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης αναμένεται να εκδηλωθούν από το 2027 και έπειτα. Αν οι αριθμός των πρωτοετών φοιτητών στην ανώτατη εκπαίδευση παραμείνει σταθερός μέχρι το 2035, η διαφορά του με τον αριθμό των αποφοίτων Γενικού Λυκείου μετά το 2026 διευρύνεται σημαντικά.

Τέλος, οι δημογραφικές μεταβολές που έχουν σημειωθεί και η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται, αν δεν αναστραφούν σύντομα, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και την οικονομία, λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων. Ειδικότερα, αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στις εκπαιδευτικές ροές και τις επιλογές των μαθητών, ο ήδη ισχνός συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμός των μαθητών της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μειωθεί από 106,5 χιλ. το 2008 σε 80,5 χιλ. το 2035 (-26 χιλ. ή -24,4%), ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κατ' έτος από 37,3 χιλ. το 2010 σε 24,1 χιλ. το 2035 (-5,3 χιλ. ή -18,1%). Οι επιπτώσεις αυτές θα ξεκινήσουν να εκδηλώνονται από το 2027 και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια, μέχρι τουλάχιστον το 2035.