ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.

Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύνθηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.

Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κάποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…

–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦμε… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;

Ο ΓΕΡΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ


Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης».
Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή.
Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε».
Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ΄ έξω και ζούσανε κάποιοι απ αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας.
Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε:
«Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό…

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Η γυναίκα της αμαρτίας και ο ερημίτης

Έβαλε κάποτε στο νου της μια γυναίκα της αμαρτίας καί στοιχημάτισε με τους φίλους της, πως θα το πετύχαινε να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη, που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη καί που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της κι’ ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Όταν βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε, ταράχτηκε…
Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποια ήταν καί τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
— Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου κι’ ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από την συμπάθεια καί την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της καί του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τον αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι’ είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι’ έκανε θερμή προσευχή. Απόψε συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού καί αόρατου εχθρού. Ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον έκαιγε. Για μια στιγμή ένοιωσε να λυγίζει η αντίστασή του καί τρόμαξε.
Αυτοί, πού μολύνουν το σώμα με αμαρτωλές πράξεις, πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή, αν θα αντέχεις στη βασανιστική φωτιά. Άναψε το λυχνάρι του κι’ έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα δεν τον άφηνε να νοιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύθηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι να ξημερώσει έκαψε καί τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η αθλία παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού καί, βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε. Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν σε βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
— Μέσα είναι καί κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος. Μπήκαν μέσα καί τη βρήκαν νεκρή.
—Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι. Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του καί τους έδειξε τα δάχτυλά του.
— Για δέστε δω, τί μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου; Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να κάνω καλό αντί κακού. Στάθηκε καί προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα καί την επανέφερε στη ζωή.

Πηγή: Γεροντικό

Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΛΑΘΟΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ..!!!


Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας νέος, που από μικρός είχε πόθο να γίνει ασκητής.
Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.


Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανάπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.

Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με». Ο Γερο-ασκητής ήταν κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε ελέησον με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.

Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντός του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.

Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της ευχής και προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, γι’αυτό και τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα νύχτα προσήχευτο με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.

Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητή που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε έναν σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος να προσεύχεται και να κλαίει. Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησον με».
Ταράχτηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στην ψυχή του και ξέσπασε σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή.
Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» την γλώσσα στο να λέει «Κύριε ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησον με».

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
-Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σ’αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα..! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
-Τι να λέω; Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνηση του απάντησε:
-Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου.
Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα έναν σταυρό!


*Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Κεφ.1 -Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).


ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

Ρώτησε ένας άνθρωπος με το "πνεύμα του κόσμου" ένα νεαρό παλικάρι:
- Καλά, βρε παιδί μου! Συ το πιστεύεις, ότι με τη θεία Κοινωνία έρχεται μέσα σου ο Χριστός; Σε πόσους ανθρώπους μπορεί να μπει πια… Αφού είναι ένας!

Ο νεαρός έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Και μετά του απάντησε ως εξής:

- Εδώ μένεις;
- Ναι!
- Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μας;
- Δεν τα μέτρησα. Αλλά πολλά. Εκατοντάδες χιλιάδες. Εκατομμύρια!
- Από τα παράθυρα αυτά, δεν μπαίνει στα σπίτια μας ο ήλιος;
- Ναι, βέβαια!
- Μα πόσους ήλιους έχουμε;
- Ένα. Μόνον ένα!

 Τον ρώτησε λοιπόν το έξυπνο παλικάρι:
- Και πώς γίνεται και ο ένας ήλιος μπαίνει σε τόσες χιλιάδες σπίτια, από τόσα παράθυρα;

Κάτι πήγε να ψελλίσει ο άλλος, αλλά δεν βρήκε λόγια. 

Έτσι ο νεαρός του εξήγησε:
- Κοίταξε... Σκέψου καλύτερα μήπως έχεις λάθος λογισμό. Σε σύγκριση με τον ήλιο, ο Θεός είναι πολύ πιο μεγάλος! Και πιο σοφός! Και πιο δυνατός! Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει! Και δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό κάτι που το θεωρείς τόσο φυσικό για τον ήλιο, να το βρίσκεις αδύνατο και απαράδεκτο για το Θεό. Εφόσον λοιπόν ο Θεός είναι ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον ήλιο, όλα Του είναι δυνατά και όλα τα μπορεί!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ο ΕΡΗΜΟΣ


Από νωρίς άρχισε ο σταυρός του. Ο πατέρας του, που ήταν αρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τη μητέρα του, που ήταν μια πολύ απλοϊκή χωρική, την ξαναπάντρεψαν οι δικοί της με το ζόρι σε άλλο τόπο! Τον Μιχαλάκη και την αδελφή του τους έκλεισαν σ  ἕνα ίδρυμα. Όταν μεγάλωσαν τα δύο παιδιά, το μεν κορίτσι το πήρε υπό την προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τον δε Μιχαλάκη τον έδιωξε το ίδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε! Ο Μιχαλάκης όμως δεν είχε μεγαλώσει και ούτε μπορούσε ποτέ να μεγαλώσει. Κι αυτό, γιατί είχε παιδική καρδιά και απλό μυαλό. Ήταν λογικός, αλλά απονήρευτος και ευκολόπιστος. Όλους τους θεωρούσε καλούς! Αυτή ήταν η «καθυστέρησή» του. Τον βοήθησε το ότι ήταν εργατικός. Τα αφεντικά όμως στα οποία πήγαινε για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί, οι περισσότεροι δεν άφηναν την ευκαιρία να πάει … χαμένη. Τον εκμεταλλεύονταν ασυνείδητα. Και αυτός ο φτωχός, μόλις το καταλάβαινε, προσπαθούσε να βρει άλλη δουλειά, αλλά και πάλι έπεφτε στα ίδια.
Εν τω μεταξύ η αδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρήκε και μια δουλίτσα και ύστερα έναν σύζυγο. Ποτέ όμως δεν είπε σε κανέναν είτε συγγενή είτε ξένο πως είχε έναν λίγο «καθυστερημένο» αδελφό. Φοβόταν μη χαλάσει ο γάμος της και οι κοινωνικές σχέσεις της. Καμία επαφή, κανένα ενδιαφέρον. Τρόμος την έπιανε, μήπως και μαθευτεί το … τρομερό, κατά τη γνώμη της, μυστικό…
Ο καημένος ο Μιχαλάκης πληγωμένος, ώριμος νέος πλέον κατά την ηλικία, δεν έπαυε να την αγαπάει. Να την πλησιάσει όμως δεν τολμούσε. Ήξερε ότι δεν τον ήθελε. Του το είχαν πει κάποιοι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας τους. Πήγαινε όμως στο απέναντι πεζοδρόμιο απ  ἐκεῖ που δούλευε η αδελφή του, για να τη δει έστω και από μακρυά! Και στον γάμο της, όταν έμαθε ότι επ  οὐδενί ήθελε να παρουσιαστεί ο αδελφός της, μαζί με μια συγγενή που τον λυπόταν, ανέβηκε κρυφά στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας που θα γινόταν ο γάμος, για να κρυφοκαμαρώσει την αδελφούλα του νύφη!
Ω, πόσες πληγές είχε η ψυχή του πάνω της! Κι όμως, είχε μια παιδικότητα, μια καλωσύνη αγγελική. Δεν παραπονιόταν, δεν θύμωνε, ρωτούσε για όλους τους συγγενείς αν ήταν καλά με μια ήρεμη ανεξίκακη αγάπη. Χαρακτηριστική ήταν η απάντησή του όταν του είπαν πως δεν έπρεπε να πάει στον γάμο της αδελφής του. Είπε σοβαρά και νηφάλια:
» Όχι, δεν θα παρουσιαστώ. Δεν θέλω να κάνω κακό στην αδελφή μου!».
Κι έτσι, με ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες και στερήσεις κύλησε η ζωή του κι έφθασε στη μέση ηλικία. Είχε μαζέψει λίγα χρήματα από τις δουλειές που έκανε, αλλά ένας επιτήδειος του είπε ότι δήθεν θα συνεταιρισθούν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά και τελικά του τα » έφαγε «. Κι έμεινε ο φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Τότε αναγκάστηκε να πάει να φυλάει τα ζώα κάποιου που είχε κτήμα, φάρμα, έξω από την πόλη. Το πως ζούσε εκεί, που κοιμόταν, τι έτρωγε, ο Θεός το ξέρει.
Αυτό που τελικά μαθεύτηκε είναι το ότι σε μια από τις δυνατές παγωνιές του χειμώνα πριν λίγα χρόνια τον βρήκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στην καλύβα των ζώων!
Έτσι έπαψαν όλοι να ντρέπονται για τον φτωχό Μιχαλάκη. Όταν όμως τον δούνε μεθαύριο στον ουρανο να λάμπει σαν μικρός ήλιος, να δούμε αν θα ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους όσοι τον εκμεταλλεύτηκαν, όσοι τον πλήγωσαν, όσοι τον αγνόησαν. Όποιος υπομένει για τον Χριστό τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες αυτής της ζωής χωρίς να αγανακτήσει, χωρίς να μνησικακήσει, τον αναμένει η αιώνια μακαριότητα κοντά στον Θεό.
Το μεγάλο όμως αυτό κατόρθωμα, δεν πραγματοποιείται και δεν επιτυγχάνεται αν ο άνθρωπος δεν έχει μυστηριακή ζωή, μέσα στην οποία να ενώνεται με τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν αγαπά τον Θεό, δεν τηρεί τις εντολες του Θεού στη ζωή του, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει τον εξαγιασμό και την σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν την απορία τι θα απογίνουν τόσοι άνθρωποι που δεν γνώρισαν Χριστό. Αυτό, βέβαια, είναι θέμα του Θεού. Αλλά, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος, αυτοί θα κριθούν σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο, τη συνείδηση που έχει φυτέψει ο Θεός μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή(Ρωμ. β : 14).
Αυτοί όμως που γνώρισαν την αλήθεια και τον θείο νόμο, ας προβληματιστούν αν δεν τον σέβονται και δεν τον τηρούν. Σ  ἐκεῖνον που εδόθη πολύ, θα ζητηθεί και πολύ. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες ειδικά, ας αναλογιστούμε τις ευθύνες που έχουμε ενώπιον του Θεού, ενώπιον της ανθρωπότητας, ενώπιον της αθάνατης ψυχής μας.
Είθε!

Από Το Βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα Της Παναγίας Στη Βαρνάκοβα
& Ιστορίες Για Την Αιωνιότητα» 
Εκδόσις: Ιεράς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007

ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΕΧΑΓΙΑΣ - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ "ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ"


ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ, ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Τύπος και υπογραμμός αρετής ανεδείχθη ο εξ Επανομής Θεσσαλονίκης καταγόμενος, τροχιοδρομικός Σταύρος Κεχαγιάς. Εγγενήθη το έτος 1910 και εκοιμήθη σε ηλικία 82 ετών.
Υπήρξε άνθρωπος μεγίστης πίστεως και πολλής αγάπης. Προ πάντων ήταν ο ειρηνοποιός. Όταν ευρίσκετο εμπρός σέ διαφωνούντες είχε πάντοτε στη γλώσσα του την προσφιλέστατη προτροπή: «ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ παιδιά μου, ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ». Είχε στο τσεπάκι του γιλέκου του μέντες και καραμέλες και κερνούσε τούς διαπληκτιζομένους. Όταν κάποιος τον κακολογούσε, τον άφηνε να ξεθυμάνει και στο τέλος τον κερνούσε μία καραμέλα λέγων: «Μπράβο παιδί μου. Πάρε τώρα μία καραμέλα».
Ποτέ δεν θύμωνε.

Επί κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τούς ανθρώπους, είχε περιθάλψει πολλές οικογένειες. Η γιαγιά Μαρούδα (η γυναίκα του) έπλενε τα ρούχα και τα εκκαθάριζε από τις ψείρες. Το σπίτι του παππού Σταύρου ήταν πάντοτε ανοικτό και πάντοτε γεμάτο από φιλοξενουμένους. «Που θα μείνουμε απόψε; Στον Σταύρο και στην Μαρούδα», έλεγαν οι παρεπιδημούνται ξένοι εν Θεσσαλονίκη.
Η μάνα του είχε πολλά παιδιά. Όλα τα παιδιά τα είχε μάθει να κάνουν διάφορες εργασίες και εργόχειρα. Ούτως πως ό παππούς γνώριζε να μαγειρεύει, να κεντάη, να καθαρίζει το σπίτι.
Ήταν στο έπακρον ταπεινός. Ύπεκλίνετο στον πλέον μικρότερό του. Έβγαζε το καπέλο του στους πάντες, με το δεξί του χέρι και με το αριστερό έκανε σχήμα τιμής και σεβασμού. 

Ευγενέστατος, με μία ανυπόκριτη, αυθόρμητη αγάπη. Είχε γίνει εγγυητής προκειμένου να σωθεί από την πορνεία μία κοινή γυναίκα. Για να επιβεβαιώνεται η ηθική της αποκατάσταση πήγαιναν μαζί κατά διαστήματα στο αστυνομικό τμήμα ηθών. Τελικώς αργότερα την υπάνδρευσε και αυτή και το παιδί της. Έπεσκέπτετο πολλά ιδρύματα, ορφανά, φυλακές και ασθενείς. Στην πνευματική του ζωή ήταν επιμελέστατος. Άνθρωπος των Αγίων Μυστηρίων.
Ανελάμβανε να προστατεύση και να σπουδάσει πτωχά, εγκαταλελειμμένα και ορφανά παιδιά. Συχνά πήγαινε στο αρτοποιείο και παντοπωλείο και πλήρωνε το χρέος των πτωχών, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, παρά μόνον ο πατήρ ημών ο Ουράνιος «ο βλέπων εν τω κρύπτω και αποδίδων εν τω φανερώ».
Προησθάνθη τον θάνατόν του και παρήγγειλε να μη σπαταληθούν χρήματα για στεφάνια κ.λπ. Ξεψύχησε με το «ειρήνη υμίν» και με το «αγαπάτε αλλήλους». Αυτός ήταν ο πάππους ο Σταύρος, ο άνθρωπος της ειρήνης και της αγάπης ο άξιος εργάτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000

http://agiostherapon.blogspot.com

ΠΟΣΟ ΚΑΝΟΥΝ Τ' ΑΥΓΑ;


Μία πλούσια κυρία ρώτησε: “ Πόσo κάνουν τα αυγά; ”
Ο γέρος πωλητής απάντησε: “ 30 λεπτά το ένα αυγό, κυρία ”

Του είπε: “ Θα πάρω 10 αυγά για 2,50 Ευρώ ή αλλιώς θα φύγω ”.
Ο γέρος πωλητής απάντησε: “ Εντάξει, πάρτε τα στην τιμή που θέλετε. Και ίσως μου φέρει γούρι η επίσκεψη σας, γιατί σήμερα δεν έχω πουλήσει ούτε ένα μέχρι τώρα. ”

Η κυρία πήρε τα αυγά και έφυγε έχοντας την αίσθηση πως κέρδισε. Έβαλε τα αυγά στο διθέσιο αυτοκίνητο της και πήγε στο απέναντι εστιατόριο με τη φίλη της. Εκεί, παρήγγειλαν ό, τι τους άρεσε.
Και παρόλο που πήραν πολλά πιάτα, έφαγαν λίγο και άφησαν τα υπόλοιπα στο τραπέζι. Στη συνέχεια, ζήτησε τον λογαριασμό. Ήταν €37,30 και έδωσε €40,00 λέγοντας στον σερβιτόρο να κρατήσει τα ρέστα.

Αυτό το περιστατικό ήταν αρκετά φυσιολογικό για τον σερβιτόρο, αλλά έδειχνε επώδυνο για τον φτωχό πωλητή αυγών που τις κοιτούσε από μακριά.

Το θέμα είναι:
Γιατί δείχνουμε πάντα την δύναμη μας όταν βλέπουμε έναν φτωχότερο άνθρωπο;
Και γιατί γινόμαστε απλόχεροι σε όσους δεν έχουν και τόσο ανάγκη την γενναιοδωρία μας;

Κάποτε διάβασα κάπου:
Ο πατέρας μου αγόραζε απλά πράγματα από φτωχούς πλανόδιους σε ακριβή τιμή παρόλο που δεν τα χρειαζόταν. Μερικές φορές μάλιστα, συνήθιζε να τους πληρώνει πολύ παραπάνω.
Με παραξένεψε αυτή η συνήθεια του και έτσι τον ρώτησα: “ Γιατί το κάνεις αυτό; “ Τότε ο πατέρας μου απάντησε:
" Παιδί μου, αυτό που κάνω είναι μια πράξη φιλανθρωπίας τυλιγμένη με αξιοπρέπεια ".

http://apantaortodoxias.blogspot.com

Ο ΑΘΕΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Κάποτε ένας εξαίρετος χειρουργός γιατρός, κληρονομεί μια μεγάλη κλινική από τον πατέρα του, καλοπαντρεύεται με μια ενάρετη χριστιανή και δημιουργεί μια ωραία οικογένεια. Σύντομα τρία παιδάκια συμπληρώνουν την χαρά του.
Όλα τα καλά γύρω του: Χρήματα, κλινική, παιδιά, τα πάντα! Η γυναίκα του, αληθινό διαμάντι αρετής , ταπεινή, γλυκομίλητη, ευσεβέστατη. Το σπίτι τους σχεδόν καθημερινά, μυρίζει λιβάνι, γιατί η κυρά Μαρία συχνά θυμιατίζει, όταν ανάβει κάθε βράδυ το καντηλάκι της.
Τα τρία παιδιά τους, δυό αγόρια, κι ένα κορίτσι, προοδεύουν καταπληκτικά στα γράμματα, στις ξένες γλώσσες, στη μουσική (όλα μαθαίνουν πιάνο), στην αρετή. Η ευσεβέστατη Μαρία, τα οδηγεί στα Κατηχητικά, στην Εκκλησία, στο Χριστό, στις Χ.Μ.Ο. ( Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες ).
Ο γιατρός, ο κ. Παναγόπουλος Νικόλαος κολυμπά μέσα σε πλούσια υλικά αγαθά. Όμως πάντα είναι άκεφος, δύσθυμος, παραπονούμενος! Πότε του φταίει το ένα, πότε το άλλο. Πάντα βρίσκει κάτι να δικαιολογήσει τη μεγάλη στενοχώρια του.

Κάποια μέρα φωνάζει έναν παλιό, παιδικό του φίλο, θεολόγο, και του εξομολογείται:
- Βρε Παναγιώτη, όλα τα καλά του Θεού τα ‘χω! Δεν μου λείπει τίποτε! Ένα δεν έχω: γαλήνη, χαρά, ευτυχία. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ήρεμα τα βράδυα. Βλέπω τρομερά όνειρα, στριφογυρίζω άυπνος στο κρεβάτι μου!
- Με τη χριστιανική πίστη πώς τα πάμε;
- Θα σου μιλήσω «ξεκάθαρα», ντόμπρα! Δεν πιστεύω στο Θεό! Είμαι άθεος! Ίσως φταίει η Γερμανία, όπου σπούδασα, ίσως ο … Καζαντζάκης ! Έχω διαβάσει, Παναγιώτη μου, πολλά έργα του. Μια σκέψη είναι στο μυαλό μου: η θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Θεός δεν υπάρχει!
- Αγαπητέ Νίκο, μήπως εδώ κρύβεται η αιτία της λύπης σου; Μήπως δεν έχεις γερά στηρίγματα στη ζωή σου; Ο Πασκάλ, ο μεγάλος εφευρέτης, τον ξέρεις, λέγει: «Επειδή έχω μελετήσει αρκετά, έχω πίστη χωρικού, αν μελετήσω περισσότερο θα 'χω πίστη χωρικής». Αρκετοί επιστήμονες ομολογούν δημόσια την πίστη τους. Η χριστιανική πίστη, η λατρεία, η προσευχή, η συμμετοχή μας στα μυστήρια της Εκκλησίας είναι ουρανόσταλτα δώρα, χαρίζονται από τον Θεό σ’ όλους τους ανθρώπους, για να έχουν χαρά μόνιμη.
- Τότε, αγαπητέ Παναγιώτη, γιατί δεν τα δίνει και σε μένα; Γιατί ζω μέσα στο σκοτάδι, στη λύπη;
- Εσύ τα ζήτησες; Το Ευαγγέλιο, που δεν διαβάζεις, γράφει: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν». Εσύ, έχεις ζητήσει ποτέ σου τα δώρα του Θεού;
- Όταν ήμουν στο Δημοτικό, η μακαρίτισσα η μητέρα μου μ’ έστελνε στο Κατηχητικό και τότε πίστευα αρκετά. Τώρα δεν πιστεύω τίποτε. «Δεν υπάρχει Θεός, αλλά ύλη», λέγει ο Μπύχνερ. Ο Καζαντζάκης δεν πιστεύει σε τίποτε, είναι ελεύθερος! Έτσι και γω, δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη!
- Η απιστία , Νίκο, γεννά ό,τι υπάρχει μέσα σου. Θέλεις να φύγει η λύπη σου;
- Αν θέλω λέει; Πάρα πολύ!!!
- Η λύση πανεύκολη. Ονομάζεται Εξομολόγηση!
- Α! Παναγιώτη! Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με παπάδες, ούτε θέλω να ‘χω. Όλοι τους είναι «ζήτουλες», «τσαρλατάνοι», εκμεταλλευτές του κόσμου! Ζουν με την αφέλεια των πολλών!
- Τότε μείνε μοναχός σου, για να ροκανίζει η λύπη το εσωτερικό σου!
- Ένα λεπτό, Παναγιώτη! Εσύ πιστεύεις ότι, αν εξομολογηθώ, θα ηρεμήσω;
- Απόλυτα! Εκατό τοις εκατό!
- Είσαι σίγουρος;
- Άκου, προσεκτικά! Όσοι εξομολογούνται ειλικρινά, βρίσκουν λύτρωση, χαρά, γαλήνη. Η εξομολόγηση είναι Μυστήριο μεγάλο, ωφελιμώτατο, γιατί το πανάγιο Πνεύμα απομακρύνει όλες τις ενοχές , δροσίζει απαλά κάθε φλεγόμενη καρδιά!
- Διστάζω, Παναγιώτη. Εγώ δεν πιστεύω. Δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ μου. Αλλά και να ‘θελα, πάλι δεν μπορώ.
- Γιατί Παναγιώτη μου;
- Να, εγώ «κοτζάμ γιατρός» κλινικάρχης, ντρέπομαι να πω τ’ αμαρτήματά μου! Ντρέπομαι! Αλλά και να νικήσω τη ντροπή μου, πάλι δεν θα το αποφασίσω! Ξέρεις γιατί;
- Όχι!
- Ποιος με βεβαιώνει ότι ο παπάς δεν θ’ ανοίξει το στόμα του και δεν θα πει παντού τα δικά μου;
- Άκου Παναγιώτη, εγώ εξομολογούμαι σε κάποιο γέροντα πνευματικό, τον π. Κωνσταντίνο, στον άγιο Γεώργιο Καρύτση. Είναι θεολόγος και τάφος. Θέλεις να πάμε;
- Τι να πω Παναγιώτη;
- Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός! Αν πεις ό,τι βαραίνει την ψυχή σου, θα φύγει το βάρος, θα κοιμάσαι, σαν παιδάκι!
- Καλά, θα το σκεφτώ.

Ο θεολόγος αναχωρεί ήρεμος από την κλινική . Αμέσως αρχίζει διάλογο θερμό με τον ουρανό.
- Ω! Χριστέ μου, φώτισε το πλανεμένο πρόβατό Σου! Λασπόνερα πολλά έχουν σκεπάσει την πίστη, την ευσέβεια. Φώτισέ τον, οδήγησέ τον στη μάντρα Σου, για να δοξάζει το άγιο όνομά Σου.

Η προσευχή για τον άλλο κάνει θαύματα! Σε μερικές μέρες , ο καλός θεολόγος παίρνει ένα χαρούμενο τηλεφώνημα:
- Παναγιώτη, εξομολογήθηκα! Έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου! Γαλήνεψα, ηρέμησα, τώρα είμαι χαρούμενος. Τώρα κοιμάμαι, σαν παιδάκι, όπως το είπες! Σ’ ευχαριστώ, Παναγιώτη, γιατί άνοιξες τα μάτια μου!
Ω! ουρανόσταλτη, ατίμητη μάνα! Εσύ έκρυψες στην καρδιά του γιατρού τα πρώτα χριστιανικά σπέρματα. Αυτά βλάστησαν ύστερα από πολλά χρόνια!
Γονείς, γιαγιάδες, παππούδες, σπέρνετε χριστιανικούς σπόρους στις ψυχές των παιδιών, εγγονών σας. Ουδέποτε τα χριστιανικά λόγια πηγαίνουν χαμένα!
Όσοι εξομολογείσθε, όσοι πίνετε ολόδροσα, γάργαρα νερά, οδηγείστε κάποιον γνωστό φίλο σας στη βρυσομάνα, που λέγεται εξομολόγηση!

Πηγή: «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ»

ΤΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ


«Επιτρέπει ο Θεός να τραντάζεται η γη, αλλά δεν την καταστρέφει, σείει δυνατά τα πάντα με το σεισμό, αλλά δεν τα κατεδαφίζει, για να μας οδηγήσει στην μετάνοια. Τόσο μεγάλο είναι το πέλαγος της ευσπλαχνίας Του. Γιατί είδε να παραβαίνουμε τις εντολές Του και να Τον πικραίνουμε υπερβολικά.
Είδε την επιθυμία μας να αρπάζουμε την ξένη περιουσία, είδε ότι χτίζαμε το ένα σπίτι κοντά στο άλλο και ότι επλησιάζαμε το ένα χωράφι κοντά στο άλλο, με σκοπό να κλέψουμε το διπλανό μας. Είδε ότι δεν ελεούσαμε τα ορφανά και αδιαφορούσαμε για τις χήρες. Είδε τους δασκάλους να κάνουν τα αντίθετα από εκείνα που εδίδασκαν. Είδε μαθητές να προσβάλουν τις σεμνές τελετές της Εκκλησίας με αταξίες που αρμόζουν σε θέατρα. Είδε να ζούμε μέσα στην κακία και να κινούμαστε από φθόνο. Είδε να προσθέτουμε στο φθόνο και την πονηρία. Είδε τις καταιγίδες της υποκρισίας να βυθίζουν σαν βάρκες τους απονήρευτους. Είδε να φονεύουμε σκόπιμα. Είδε ότι αδικούσαμε όσο μπορούσαμε περισσότερο. Είδε να ναυαγεί η αγάπη και να προκόβει η απάτη στο πέλαγος της ζωής. Είδε να αποσκιρτούμε από την αλήθεια και να καταφεύγουμε πρόθυμα στο ψέμα. Και για συνοψίσουμε, είδε να υπηρετούμε τον πλούτο και όχι τον Κύριο» (Εις άγιον Βάσσον, 1, MG 50, 721).

Είναι περιγραφή και της εποχής μας ή όχι;

«Αλίμονο σε κείνους που λένε το κακό καλό και το καλό κακό. Σε κείνου που παρουσιάζουν το φως ως σκοτάδι και το σκοτάδι ως φως. Σε κείνους που προβάλλουν το γλυκό ως πικρό και το πικρό ως γλυκό. Θα αφαιρέσω λοιπόν, λέει ο Θεός, για την ανομία σας από ανάμεσά σας κάθε ισχυρό άνδρα και δυνατή γυναίκα και κάθε άνθρωπο πολεμιστή και δικαστή και κάθε προφήτη και άνθρωπο συνετό. Δεν είναι δε μικρό είδος οργής να στερηθούν και τις προφητείες. Μαζί δε με τον προφήτη, λέγει, θα αφαιρέσει και κάθε στοχαστή. Εδώ μου φαίνεται στοχαστή ονομάζει εκείνον που από τη μεγάλη του σύνεση και από την ίδια την πείρα των πραγμάτων, δίνει σοφές συμβουλές για τα μέλλοντα. Και θα αφαιρέσω ακόμη και κάθε έμπειρο πρεσβύτερο και πεντηκόνταρχο. Πρεσβύτερο δεν ονομάζει απλά αυτόν που έχει γεράσει, αλλά αυτόν που μαζί με τα άσπρα μαλλιά του διατηρεί και την πρέπουσα σύνεση. Και όταν λέει πεντηκόνταρχο εννοεί όλους τους άρχοντες. Και άρχοντας είναι αυτός που είναι εμπειρογνώμων και γνώστης πολλών και που γνωρίζει να διευθετεί με σύνεση όλες τις υποθέσεις της πόλεως. Και μαζί μ’ αυτούς θα αφαιρέσει και κάθε συνετό ακροατή. Γιατί αν αυτό απουσιάζει, ακόμη κι αν υπάρχουν όλα τα άλλα , τίποτε πλέον δεν υπάρχει στις πόλεις, κι αν κόμη υπάρχουν προφήτες, σύμβουλοι, άρχοντες, αν δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να ακούσει, όλα είναι άσκοπα και μάταια. Εγώ νομίζω ότι εδώ το ‘θα αφαιρέσω’ που λέει ο Θεός , το λέγει με τη σημασία του θα εγκαταλείψω και θα αφήσω , όπως ακριβώς λέει ο Απόστολος Παύλος: ‘τους εγκατέλειψε ο Θεός, ώστε να παραδοθούν σε νου ανίκανο να διακρίνει το ορθό’, όχι για να δείξει αυτό, ότι δηλαδή τους έριξε σε παράνοια, αλλά τους εγκατέλειψε και τους άφησε να είναι ανόητοι. Και θα τοποθετήσω σ’ αυτούς νεαρούς άρχοντες, λέει ο Θεός. Αυτό είναι χειρότερο και φοβερότερο από την αναρχία. Γιατί εκείνος που δεν έχει άρχοντα, έχει στερηθεί εκείνον που θα τον οδηγήσει, ενώ εκείνος που έχει κακό άρχοντα, έχει εκείνον που τον σπρώχνει στους γκρεμούς. Και θα επιτρέψω σε απατεώνες να τους εξουσιάσουν, λέει ο Θεός. Απατεώνες ονομάζει τους είρωνες, τους κόλακες, εκείνους που με τα γλυκά τους λόγια παραδίδουν τους ανθρώπους στο κακό και τον διάβολο. Και θα συμπλακεί ο λαός και ο ένας άνθρωπος θα ορμήσει εναντίον του άλλου και ο άλλος θα ορμήσει εναντίον του πλησίον του, λέει ο Θεός. Όπως ακριβώς δηλαδή αν τα ξύλα που συγκρατούν τις οικοδομές σαπίσουν ή αφαιρεθούν, κατ’ ανάγκην οι τοίχοι γκρεμίζονται, αφού τίποτε δεν υπάρχει που να τους συγκρατεί, έτσι και αυτοί για τους οποίους προηγουμένως μιλήσαμε, αφού αφαιρέθηκαν άρχοντες, σύμβουλοι, δικαστές και προφήτες, δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε το λαό να διασπασθεί και να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Θα αυθαδιάσει το παιδί προς το γέροντα και ο ανέντιμος προς τον έντιμο, λέει και πάλι ο Θεός. Γιατί όταν περιφρονούνται τα γηρατειά από τους νέους, οι δε ανάξιοι και αποδοκιμασμένοι περιφρονούν εκείνους, που προηγουμένως ήταν αξιοσέβαστοι, η πόλη αυτή δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από εκείνη που καταφεύγει σε μάντεις» (Εις Ησαΐαν, κεφ. Γ’, 1,2,3,4, ΕΠΕ 8, 304-306-308-310-314-316-MG 56, 40-44).

Ίσως τελικά δεν είναι τυχαίο το ότι έχουμε στερηθεί ηγέτες σε όλους τους χώρους και πρέπει να ξαναδούμε τις πνευματικές ρίζες της κρίσης. Ο άγιος πάντως μας προτρέπει σε μετάνοια και υπέρβαση της ανομίας μας. Ας τον ακούσουμε.

Π. Θ.Μ.

Π. ΕΛΠΙΔΙΟΣ ΒΑΓΙΑΝΑΚΗΣ: ΤΑ ΑΝΤΙΔΟΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΘΛΙΨΗΣ...

ΤΑ ΑΝΤΙΔΟΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΘΛΙΨΗΣ...

...Όλος ο κόσμος σε λίγο θα βρίσκεται μέσα στο άγχος. Πριν όμως έλθει αυτό το άγχος του κόσμου, της Ευρώπης, της Αμερικής και άλλων κρατών, εμείς εδώ στην Ελλάδα θα ζήσουμε την μεγάλη θλίψη.

...Την μεγάλη θλίψη γιατί εγκαταλείψαμε το Θεό μας! Εγκαταλείψαμε τον Αρχηγό και τους Προστάτες του Ελληνικού αυτού κράτους, που είναι ο Χριστός μας, η Παναγίτσα μας και οι Άγιοί μας! 
...Θα ταπεινωθούμε πάρα πολύ από αυτούς που πιστέψαμε, γιατί δεν εμπιστευτήκαμε τη ζωή της πατρίδας μας στο Θεό, αλλά στους πολιτικούς ηγέτες.

...Αν θέλετε αυτήν την στιγμή να κερδίσουμε τη σωτηρία μας και να βοηθήσουμε την πατρίδα μας να μην υποφέρει τόσο πολύ, θα πρέπει να σας πω ότι υπάρχει ένας δρόμος. Ο τέλειος δρόμος της υποταγής όλων μας στο Βασιλιά και Θεό μας! 
...Πάρα πολλοί Χριστιανοί ήδη έχουν φτιάξει μια πολύ μεγάλη αλυσίδα προσευχής και την συνεχίζουν. Και αυτή η αλυσίδα προσευχής είναι αυτήν την στιγμή που σταματάει, που λιγοστεύει και που ελαχιστοποιεί τους μεγάλους κινδύνους. Εύχομαι να μην σταματήσει. 
...Οι κρυμμένοι Άγιοι συνεχώς κλαίνε και ικετεύουν το Θεό και ο Θεός ακούει τις προσευχές τους και συνέχεια μεταβάλλει, αλλάζει το χρόνο. 
...Ο Θεός ενημερώνει προφητικά μέσα από θείες αποκαλύψεις πολλών αγίων ανθρώπων και μας λέει: 
«Τώρα παιδιά Μου, φύγετε μακρυά από την αγκαλιά του Εωσφόρου, ταπεινωθείτε, πείτε τα λάθη σας, ζητήστε συγγνώμη. Εγώ θα σας συγχωρήσω για όλα σας τα λάθη. Ελάτε στην αγκαλιά Μου, ελάτε στην καρδιά Μου. Εγώ θα σας δώσω σαν πολύτιμα δώρα, δώρα προστασίας, τους Αγίους Μου και τους Αγγέλους Μου. Και σαν μεγάλο αντίδοτο για όλα τα κακά που θα προσπαθήσουν να σας μολύνουν, όχι πλέον εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, μέσα στο σώμα σας και μέσα στο αίμα σας, με αυτά που θα σας ποτίζουν, με αυτά που θα σας ταΐζουν, με αυτά που θα αναπνέετε, σας δίνω την θεία Κοινωνία και τον Αγιασμό».
...Η προσευχή είναι μεγάλη υπόθεση, αλλά αν δεν παίρνουμε τη θεία Κοινωνία, μην νομίζετε ότι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε αυτή την επιτυχία πάνω στα κακά που ο σατανάς θα επιβάλλει. 
...Η θεία Κοινωνία θα λειτουργεί όμως σαν αντίδοτο μόνο στους ευσεβείς ανθρώπους. Όχι σ’ αυτούς που με δολιότητα και με υπουλότητα θα λένε: «Θα μεταλαβαίνω εγώ και θα κάνω και τις αμαρτίες μου». Όχι. Αυτούς δεν πρόκειται η θεία Κοινωνία να τους βοηθήσει, απεναντίας η κοροϊδία θα τους οδηγήσει πιο γρήγορα στο κακό.
Αυτοί όμως που με απλότητα και ταπείνωση, θα αναζητήσουν την αγκαλιά του Θεού και θα μπουν μέσα στην καρδιά Του, η θεία Κοινωνία σαν αντίδοτο θα τους σώζει από όλα τα πρωτοφανή επιτεύγματα της επιστήμης, τα νανοκατασκευάσματα που θα εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτά που θα αναπνέουμε, σ’ αυτά που θα τρώμε και σ’ αυτά που θα πίνουμε. 
...Ο αγιασμός πάλι είναι τόσο σημαντικός που θα έλεγα το εξής: "Κάντε αγιασμό, αγαπητοί μου φίλοι, όλοι οι χριστιανοί να έχετε ένα μπουκάλι αγιασμό πάντα μέσα στο σπίτι σας. Και κάθε μέρα, εσύ γυναίκα που μαγειρεύεις το φαγητό, βάλε λίγο αγιασμό μέσα σ’ αυτό, βάλε λίγο αγιασμό μέσα στο νερό που θα πίνετε". 
...Ξεκινήστε από τώρα, συνηθίστε το από τώρα, γιατί όταν σε λίγο αυτά τα κακά που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη θα κορυφωθούν και θα γίνουν πλέον επίσημη καθημερινή κατάσταση, εμείς θα είμαστε στερεωμένοι και ασφαλισμένοι με τα φοβερά αντίδοτα του Θεού, που είναι η θεία Κοινωνία όποτε πάμε στη θεία Λειτουργία, και σε καθημερινή βάση η προσευχή και ο αγιασμός!

(αποσπάσματα από απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα 
του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Οκτ. 2013)

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ