ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ- ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ!

 Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Κυριακή ΙΑ’ Λουκά: Ομιλία εις την Κυριακήν των Προπατόρων  

Κατά την ενδεκάτην του παρόντος (Δεκεμβρίου μηνός), ει τύχοι εν Κυριακή, ή τη πρώτη μετ’ αυτήν ερχομένη, δια το εγγίζειν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Γέννησιν, μνείαν ποιούμεθα των προ Νόμου και εν Νόμω κατά σάρκα Προπατόρων Αυτού.

Ομιλία Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, εις την Κυριακήν των Προπατόρων

Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί». 

Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της. Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν. Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ. Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.

Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων. Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.

Πράγματι, τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.
Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». Όπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγον και τους λόγους ήκουσαν του ενυποστάτου Λόγου ο οποίος ενηνθρώπησε για εμάς, εφώναζαν ύστερα προς τον Πιλάτον «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός αν και είδε με τους οφθαλμούς του και απέκτησε περισσότερον από τους άλλους, πείρα της μεγαλειότητος και της θεότητος του Κυρίου, έπειτα τον παρέδωκε στους φονευτάς του. Και αυτός υπέμεινε —ω, τι απερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», οδηγώντας και εμάς προς υπομονήν, εκτός από τον ιδικόν του θρίαμβο κατά του αρχεκάκου, και μάλιστα έδειξε ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις μας οφελούν. Διότι λέγει, «εν θλίψει εμνήσθημέν σου», και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω δηλαδή)», και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες, με ανήγειρε και με έπεισε να βλέπω μόνον προς εσέ.

Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεόν, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποία άλλη ευκαιρία, ποίον από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά όμως, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματικήν τροφήν και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από τον Θεόν τα έλαβες, διότι λέγει, «τι έχεις o ουκ έλαβες;»─ ευχαρίστησε αυτόν που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του εμπράκτως την ευχαριστίαν. Όπως αυτός επήκουσε στο θέλημά σου και εξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και συ πρόσελθε και άκου και μάθε καλά το θέλημά του, και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος. «Ο ακούων μου», λέγει, «τους λόγους και ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω».

Και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχον ευεργέτην, όχι μόνο για τα παρερχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια. Διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβήσαι προσδοκωμένην απορίαν, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν από αυτόν ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε. «Υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός. Πράγματι, αυτός είναι, κατά το ψαλμικόν, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως δηλαδή). Ο ανοίγων την χείρα αυτού, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Αυτός που είπε «ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω δηλαδή) ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω».

Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων, μιμείσαι εκείνην που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στην γαστέρα, και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και επλάσθης όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητείς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνην, εύκολα και ημπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνον προστρέχεις σ’ αυτόν, και τον ακούεις, και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;

Γιατί, λοιπόν, μιμείσαι την επιβλαβή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την επωφελή; Άκου τον Προφήτη που λέγει ότι και οι σκύμνοι (οι μικροί λέοντες δηλαδή) όταν χρειάζονται τροφήν, ωρύονται και ζητούν από τον Θεόν, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν. Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες ευκόλως ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν ο λέων που είναι το πιο ωμοφάγον και αρπακτικόν και ρωμαλέον από τα θηρία, δεν ευρίσκει τι να αρπάξει, τι θα ειπούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει και ο Χριστός στο Ευαγγέλιον, λαμβάνοντας αφορμήν από τα πτηνά και λέγοντας, «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά».

Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού», και θα είσθε αιωνίως κληρονόμοι, όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με την χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητείτε πρωτίστως την Βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνον εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστόν τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε. Αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και του ιδίου του σώματος και καταδίκην και ζημίαν της ψυχής αιώνιον.

Αυτό έδειξε και εκείνος που ήκουσε από τον Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Εζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάγουν κρέας στην έρημο. Και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητον πλήθος ορτυγομήτρας, «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς (την ικανοποίησε δηλαδή). Αλλά έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τούς έριξε νεκρούς δηλαδή)». Γιατί η οργή του Θεού εφόνευσεν μεγάλο μέρος από το πλήθος; Ακριβώς επειδή εγόγγυζαν αφόβως εναντίον του Θεού και του κατά Θεόν προϊσταμένου των, και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριψε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμήν προς το χειρότερο. Τοιούτοι είναι όσοι εκβάλλονται από την ιεράν Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιόν είτε στον νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν. Αυτό δεικνύει και ο Κύριος όταν λέγει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά, και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον». Ποίοι είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεόν, και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθόν έργο.

Ποίοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστιν ειλικρινή τον νόμο και την διδασκαλία του Πνεύματος, και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους.

Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς, και να απαλλαγεί από το σκότος το εξώτερον και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή μέθη, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, οργή, καταλαλιά και κάθε πονηρόν πάθος. Ας ενδυθεί δε με έργα «τον νέον άνθρωπον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίον υπάρχει αγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, εγκράτεια και κάθε είδος αρετής. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός, και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτόν του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». 

(13ος – 14ος αιών – ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τόμ. 11, σελ. 376. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 403 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς) 

(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr) 

alopsis.gr

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ- ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ!

 
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή ΙΑ΄Λουκά: σχετικά με την παραβολή των βασιλικών γάμων 

(Λουκά ιδ΄16-24)
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΞΘ΄

«Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε πάλι με παραβολές: Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με άνθρωπο βασιλέα, ο οποίος έκανε τους γάμους του υιού του. Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν. Πάλι έστειλε άλλους δούλους, λέγοντας· Πείτε στους καλεσμένους· το γεύμα μου είναι έτοιμο, οι ταύροι και τα μοσχάρια μου είναι σφαγμένα και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους. Αυτοί όμως έδειξαν αδιαφορία και μετέβησαν, άλλος μεν στο χωράφι του και άλλος στην επιχείρησή του, οι δε υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. Όταν όμως ο βασιλεύς τα άκουσε αυτά, οργίστηκε και έστειλε τον στρατό του, εξολόθρευσε εκείνους τους φονείς και κατέκαυσε την πόλη τους. Τότε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι. Πηγαίνετε στα σταυροδρόμια και όσους θα βρείτε καλέστε τους στους γάμους. Και αφού βγήκαν οι δούλοι στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα των γάμων από τους καλεσμένους. Όταν όμως εισήλθε ο βασιλιάς για να δει τους καλεσμένους, είδε κάποιο άνθρωπο που δεν είχε ένδυμα γάμου και του λέγει· Φίλε, πώς εισήλθες εδώ χωρίς να έχεις το ένδυμα του γάμου; Αυτός δε δεν απάντησε. Ο δε βασιλιάς είπε στους υπηρέτες· Δέσετέ τον πόδια και χέρια και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών· διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». 

Αντιλήφθηκες τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της προηγούμενης παραβολής του υιού του κτηματία που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί και αυτής εδώ της παραβολής των δούλων;
Αντιλήφθηκες ότι υπάρχει μεγάλη μεν συγγένεια μεταξύ των δύο παραβολών, αλλά και πολύ μεγάλη διαφορά; Καθ’ όσον και αυτή δείχνει και του Θεού την μεγάλη μακροθυμία και την πρόνοια και την ιουδαϊκή αγνωμοσύνη. Αλλ΄ αυτή έχει και κάτι επιπλέον από εκείνη. Διότι προλέγει μεν και την έκπτωση των Ιουδαίων και την κλήση των εθνικών, αλλά μαζί με αυτά δείχνει και την ορθότητα του βίου και πόση τιμωρία επιφυλάσσεται για εκείνους που θα επιδείξουν αδιαφορία. Και πολύ ορθά αυτή η παραβολή αναφέρεται μετά από εκείνη. Διότι, επειδή είπε ότι «θα δοθεί η βασιλεία του Θεού σε έθνος που θα παράγει τους καρπούς της», αποκαλύπτει λοιπόν εδώ και σε ποιο έθνος θα δοθεί· και όχι μόνον αυτό, αλλά δείχνει και πάλι την απερίγραπτη πρόνοια του Θεού προς τους Ιουδαίους. Διότι σε εκείνη μεν την παραβολή φαίνεται να τους καλεί πριν από την σταύρωση Του, ενώ σε αυτήν και μετά την σφαγή Του φροντίζει να τους προσκαλεί κοντά Του. Και τότε που έπρεπε αυτοί να υποστούν την πιο φοβερή τιμωρία, ακριβώς τότε και στους γάμους τους προσκαλεί και τους τιμά με την ανωτάτη τιμή. Και πρόσεχε ότι και στην παραβολή των κακών γεωργών δεν προσκαλεί πρώτα τους εθνικούς, αλλά τους Ιουδαίους, το ίδιο επίσης κάνει και εδώ. Αλλά όπως ακριβώς εκεί, τότε έδωσε τον αμπελώνα στους άλλους, όταν δεν θέλησαν να Τον δεχθούν αλλά και Τον σφαγίασαν όταν ήλθε, έτσι και εδώ, τότε κάλεσε άλλους στους γάμους, όταν δεν θέλησαν αυτοί να έλθουν. Τι λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερο από αυτή την αχαριστία τους, από τη στιγμή που αποσκιρτούν την ώρα που προσκαλούνται στους γάμους; Διότι ποιος δε θα προτιμούσε να έλθει σε γάμους βασιλέως και μάλιστα σε γάμους του υιού του βασιλέως;

Και γιατί, θα πει κάποιος, ονομάσθηκε το γεγονός αυτό «γάμος»; Για να γνωρίσεις την φροντίδα του Θεού, την μεγάλη αγάπη Του προς εμάς, το χαρωπό του γεγονότος, διότι τίποτε το λυπηρό δεν υπάρχει εκεί ούτε δυσάρεστο, αλλά όλα είναι γεμάτα από πνευματική χαρά. Για τον λόγο αυτό και ο Ιωάννης τον ονομάζει «νυμφίον» (Ιω.3, 29), για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει· «σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνος προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστό, για να παρουσιάσω την ψυχή σας αγνή και καθαρή προς αυτόν, ως παρθένο και πνευματική νύφη» (Β΄Κορ. 11, 2)· και αλλού πάλι· «Αυτό το μυστήριο είναι μεγίστης σπουδαιότητος· κατά την γνώμη μου λοιπόν αναφέρεται στην πνευματική ένωση Χριστού και Εκκλησίας» (Εφ. 5, 32). Γιατί λοιπόν η νύμφη-Εκκλησία δεν αρραβωνίζεται με τον Πατέρα, αλλά με τον Υιόν; Διότι η νύμφη που αρραβωνιάζεται με τον Υιό, συνδέεται και με τον Πατέρα. Καθόσον η Γραφή αναφέρει αυτό ή εκείνο χωρίς καμία διάκριση, διότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατέρα.

Με αυτήν επίσης την παραβολή προείπε και την ανάσταση. Επειδή δηλαδή προηγουμένως μίλησε για τον θάνατό Του, δείχνει τώρα ότι και μετά τον θάνατο, τότε θα γίνουν οι γάμοι, τότε θα έλθει ο νυμφίος. Αλλά όμως ούτε και έτσι γίνονται αυτοί καλύτεροι, ούτε ημερότεροι· τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτό; Και αυτό είναι η τρίτη κατηγορία. Η πρώτη είναι ότι φόνευσαν τους προφήτες· η δεύτερη ότι φόνευσαν και τον Υιό· στη συνέχεια, αν και εφόνευσαν τον Υιό, και καλούνται στους γάμους του φονευθέντος Υιού από τον ίδιο τον φονευθέντα, δεν προσέρχονται, αλλά προβάλλουν δικαιολογίες, ζεύγη βοδιών, αγρούς και γυναίκες. Μολονότι βέβαια οι προφάσεις φαίνονται δικαιολογημένες, αλλ’ από εδώ διδασκόμαστε ότι και αν ακόμη είναι αναγκαία τα υλικά καθήκοντά μας, πρέπει πριν από όλα να προτιμώνται τα πνευματικά.

Και η πρόσκληση δεν γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά πριν από πολύ χρόνο. Διότι λέγει «πείτε στους καλεσμένους»· και πάλι· «καλέστε τους καλεσμένους», πράγμα που έκανε μεγαλύτερη την κατηγορία. Και πότε καλέστηκαν; Κατ’ αρχήν με όλους τους προφήτες και ύστερα διά του Ιωάννου· διότι προς τον Χριστόν τους έστειλε όλους, λέγοντας· «Εκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε, ο πρόδρομός του, να μικραίνω, ώστε όλοι πλέον να ακολουθούν εκείνον και όχι εμένα» (Ιω. 3, 30). Αλλά και με τον ίδιο τον Υιό Του· διότι λέγει· «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθήτε και κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11, 28)· και πάλι· «Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμένα και ας πιει». Και δεν τους καλούσε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και μετά την Ανάληψη διά του Πέτρου και των συνεργατών του. «Διότι», λέγει, «αυτός που ενήργησε στον Πέτρο, ώστε να γίνει απόστολος των περιτμημένων, ενήργησε και εμένα, ώστε να γίνω απόστολος στα έθνη» (Γαλ. 2, 8). Διότι επειδή οργίσθηκαν μόλις είδαν τον Υιό και Τον εφόνευσαν, στη συνέχεια τους προσκαλεί διά των δούλων. Και για ποιο πράγμα τους καλεί; Για μόχθους και κόπους και ιδρώτες; Όχι, αλλά για απόλαυση· διότι λέγει· «οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγεί». Πρόσεχε πόσο πολύ πλούσιο είναι το συμπόσιο, πόσο μεγάλη η τιμή που τους γίνεται. Και όμως ούτε και έτσι φιλοτιμήθηκαν, αλλά όσο μεγαλύτερη μακροθυμία έδειχνε, τόσο μεγάλωνε η σκληρότητά τους. Και δεν ήλθαν όχι επειδή ήταν απασχολημένοι, αλλά από αδιαφορία.

Πώς λοιπόν άλλοι μεν προβάλλουν ως δικαιολογία γάμους και άλλοι ζεύγη βοδιών; Ασφαλώς αυτά είναι απασχόληση. Δεν είναι καθόλου απασχόληση· διότι όταν υπάρχει πρόσκληση για πνευματικά πράγματα, δεν είναι αναγκαία καμία άλλη απασχόληση. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποίησαν αυτές τις προφάσεις για να τις προβάλουν ως προκαλύμματα της αδιαφορίας τους. Και δεν είναι μόνο αυτό το φοβερό, το ότι δεν ήλθαν δηλαδή, αλλά το πιο φοβερό και το μεγαλύτερο δείγμα της παραφροσύνης τους είναι το ότι έδειραν χωρίς κανένα οίκτο αυτούς που ήλθαν, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν· αυτό ήταν χειρότερο από το προηγούμενο. Διότι εκείνοι μεν [:οι υπηρέτες του γαιοκτήμονα που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί στην προηγούμενη παραβολή] ήλθαν για να ζητήσουν τη σοδειά και τους καρπούς και εσφάγησαν, ενώ αυτοί καλώντας αυτούς στους γάμους αυτού που εσφάγη από αυτούς, φονεύονται και αυτοί. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτή τη μανία; Γι’αυτό το πράγμα κατηγορώντας τους ο Παύλος, έλεγε: «Αυτοί οι οποίοι και τον Κύριο εφόνευσαν και τους ίδιους τους προφήτες και εμάς κατεδίωξαν» (Α΄Θεσσ. 2, 15).

Έπειτα για να μη λένε ότι είναι αντίθεος και για τούτο δεν προσερχόμαστε, άκουσε τι λένε αυτοί που τους προσκαλούν· «ο Πατήρ είναι αυτός που κάνει τους γάμους και ο ίδιος τους προσκαλεί». Τι ακολουθεί στην συνέχεια; Επειδή δεν θέλησαν να έλθουν, αλλά και εφόνευσαν αυτούς που ήλθαν να τους καλέσουν, κατακαίει τις πόλεις τους, και αφού απέστειλε στρατό, τους εξολόθρευσε. Αυτά δε τα λέγει, προλέγοντας τα όσα συνέβησαν επί Βεσπασιανού και επί Τίτου, και ότι και τον Πατέρα εξόργισαν, επειδή δεν πίστευσαν σ’ Αυτόν· διότι Αυτός είναι εκείνος που επέτρεψε την καταστροφή τους. Για τον λόγο αυτόν και η άλωση της Ιερουσαλήμ δεν έγινε αμέσως μετά την σταύρωση του Χριστού, αλλά μετά σαράντα χρόνια, για να δείξει την μακροθυμία Του· η καταστροφή έγινε αφού φόνευσαν τον Στέφανο, αφού φόνευσαν τον Ιάκωβο, αφού κακοποίησαν τους αποστόλους. Είδες πραγματοποίηση προφητειών και ταχύτητα πραγματοποιήσεως αυτών; Διότι αυτά συνέβησαν ενώ ζούσε ακόμη ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής και πολλοί άλλοι από αυτούς που συναναστράφηκαν τον Χριστό και ήσαν μάρτυρες των όσων συνέβησαν αυτοί που τα άκουσαν αυτά.

Πρόσεχε λοιπόν απερίγραπτη κηδεμονία. Φύτευσε αμπελώνα και όλα τα έκανε και τα τακτοποίησε· και μολονότι φονεύθηκαν οι δούλοι, έστειλε άλλους δούλους· και όταν και εκείνοι εσφάγησαν, έστειλε τον Υιό Του· και όταν και εκείνος εφονεύθη, τους καλεί και πάλι στους γάμους· αλλά δεν θέλησαν να έλθουν. Στη συνέχεια αποστέλλει άλλους δούλους· αυτοί όμως και αυτούς τους εφόνευσαν. Τότε λοιπόν καταστρέφει αυτούς, επειδή ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους. Το ότι βέβαια ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους, το απέδειξαν όχι μόνο τα όσα συνέβησαν, αλλά και το ότι, αν και πίστευαν και οι πόρνες ακόμη και οι τελώνες, αυτοί διέπραξαν όλα αυτά. Ώστε κατακρίνονται όχι μόνο από όσα διέπραξαν οι ίδιοι, αλλά και από όσα κατόρθωσαν οι άλλοι.

Εάν όμως κάποιος ήθελε να πει ότι δεν εκλήθησαν τότε οι εθνικοί, όταν δηλαδή μαστιγώθηκαν οι απόστολοι και έπαθαν τόσα πολλά, αλλά αμέσως μετά την ανάσταση (διότι τότε λέγει σε αυτούς, «πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη»), θα μπορούσαμε να του πούμε, ότι και πριν από τη σταύρωσή Του και μετά από αυτήν με αυτούς εξαρχής είχε συνδιαλλαγές. Καθόσον πριν από την σταύρωσή Του λέγει προς αυτούς· «Πηγαίνετε προς τα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ» (Ματθ. 10, 6)· και μετά από τον σταυρό δεν τους εμπόδισε αλλά έδωσε εντολή προς αυτούς να κηρύσσουν το ευαγγέλιο. Μολονότι βέβαια είπε, «κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη», όταν όμως επρόκειτο να ανεβεί στον ουρανό, είπε σε εκείνους να κηρύξουν πρώτα. Διότι λέγει· «Θα λάβετε δύναμη, όταν θα έλθει το άγιο Πνεύμα σε εσάς, και θα γίνετε μάρτυρές μου και στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και μέχρι τα πέρατα της γης»(Πρ. 1, 8). Και ο Παύλος πάλι· «Αυτός που ενήργησε στον Πέτρο, στέλνοντάς τον σε αποστολή γι’ αυτούς που έχουν την περιτομή, ενήργησε και σ’ εμένα στέλνοντάς με στους εθνικούς» (Γαλ. 2, 8). Για τούτο και οι απόστολοι αρχικά μετέβησαν προς τους Ιουδαίους και αφού διέμειναν επί πολύ χρόνο στην Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια, αφού εκδιώχθηκαν από αυτούς, τότε διασκορπίσθηκαν στα έθνη.

Εσύ όμως πρόσεχε και στην περίπτωση αυτή την φιλοτιμία του Κυρίου. «Όσους θα βρείτε», λέγει, «καλέστε τους στους γάμους». Διότι πριν από αυτό που προανέφερα, κήρυτταν και προς τους Ιουδαίους και προς τους εθνικούς, και περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους διαμένοντας στην Ιουδαία, επειδή όμως επέμεναν οι Ιουδαίοι να τους επιβουλεύονται, άκουσε τον Παύλο που ερμηνεύει αυτή την παραβολή και λέγει τα εξής: «Σ’ εσάς ήταν κατ’ αρχάς αναγκαίο να κηρυχθεί ο λόγος του Θεού, επειδή όμως φανήκατε ανάξιοι να δεχθείτε τον λόγο του Θεού, στρεφόμαστε πλέον προς τα έθνη» (Πρ. 13, 46). Για τον λόγο αυτό λέγει και αυτός˙ «ο μεν γάμος είναι έτοιμος, οι καλεσμένοι όμως δεν ήσαν άξιοι». Βέβαια αυτό το γνώριζε και πριν να συμβεί, αλλά όμως για να μην τους αφήσει καμία πρόφαση αναισχύντου αντιλογίας, μολονότι τα γνώριζε, προς αυτούς πρώτα και ο ίδιος ήλθε, και άλλους απέστειλε στη συνέχεια και αποστομώνοντας έτσι εκείνους και διδάσκοντάς μας να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από μας, και αν ακόμη πρόκειται κανείς να μην κερδίσει τίποτε από αυτό.

Επειδή λοιπόν δεν ήσαν άξιοι, «πηγαίνετε», λέγει, «όπου βγάζουν οι δρόμοι και καλέστε όσους θα βρείτε» και αυτούς που θα βρίσκονται εκεί κατά τύχη και τους περιφρονημένους. Επειδή δηλαδή συνεχώς έλεγε, ότι «πόρνες και τελώνες θα κληρονομήσουν τον ουρανό» (Ματθ. 21, 31) και «οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι» (Ματθ. 19, 30) αποδεικνύει ότι αυτά δικαίως γίνονται, πράγμα που κατ’ εξοχήν ενοχλούσε τους Ιουδαίους και τους πείραζε πολύ φοβερότερα αυτό και από την κατακρήμνιση του ναού, το να βλέπουν δηλαδή να εισάγονται οι εθνικοί και μάλιστα πολύ περισσότερο στη θέση εκείνη που ανήκε σε αυτούς.

Στη συνέχεια για να μην επαναπαυθούν και αυτοί απλώς και μόνο στην πίστη, τους ομιλεί και περί της κρίσεως για τις πονηρές πράξεις, των μεν απίστων για το ότι δεν προσήλθαν ακόμη στην πίστη, των δε πιστών για την ανάλογη φροντίδα που έδειξαν στη ζωή τους. Διότι στην περίπτωση αυτή «ένδυμα» είναι ο τρόπος ζωής και οι πράξεις. Και βέβαια η κλήσις είναι έργο της χάριτος. Γιατί όμως ομιλεί με τόση ακρίβεια; Για το ότι η μεν κλήση και η κάθαρση είναι έργο της χάριτος, το να παραμείνει όμως κανείς από αυτούς που κλήθηκαν και ενδύθηκαν καθαρά ενδύματα με τέτοια ενδύματα, οφείλεται στη φροντίδα αυτών που εκλήθησαν. Η κλήση δεν έγινε εξαιτίας της αξίας τους, αλλά κατά θεία χάρη. Έπρεπε λοιπόν η χάρις να αμείψει αυτόν που υπάκουσε και να μη δείξει ο τιμημένος τόση κακία μετά την τιμή που του έγινε.

Αλλά, θα πει κάποιος, δεν απήλαυσα αυτά που απήλαυσαν οι Ιουδαίοι. Και όμως απήλαυσες πολύ περισσότερα αγαθά. Διότι αυτά που ετοιμάζονταν για εκείνους, αυτά τα έλαβες εσύ. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει˙«Τα δε έθνη να δοξάσουν τον Θεό για την ευσπλαχνία Του προς αυτά» (Ρωμ. 15, 9). Διότι αυτά που προετοιμάζονταν για εκείνους σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, αυτά εσύ τα έλαβες σε μία στιγμή χωρίς να είσαι άξιος. Για τον λόγο αυτό και αναμένει μεγάλη τιμωρία εκείνους που θα δείξουν αδιαφορία. Καθόσον, όπως ακριβώς εκείνοι τον προσέβαλαν που δεν προσήλθαν, έτσι και εσύ Τον προσβάλλεις με το να καθίσεις στην τράπεζα με τέτοιο διεφθαρμένο βίο. Διότι αυτό σημαίνει η είσοδος με ρυπαρά ενδύματα˙ το να φύγει δηλαδή κανείς από αυτήν τη ζωή με βίο ακάθαρτο˙ και ακριβώς για τον λόγο αυτό και «αυτός που δε φορούσε ένδυμα γάμου» σιωπούσε, όντας αναπολόγητος. Βλέπεις πως αν και είναι τόσο ολοφάνερο το πράγμα, δεν τιμωρεί κατ’ αρχήν, προτού ο ίδιος ο αμαρτωλός γίνει αίτιος της καταδίκης του; Διότι, με το να μην έχει να πει τίποτε, κατέκρινε τον εαυτό του και έτσι οδηγείται προς τις απερίγραπτες τιμωρίες. Μη νομίσεις όμως ακούγοντας τη φράση «σκότος το πυκνότατο» ότι αυτός τιμωρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγούμενος δηλαδή απλώς και μόνο οδηγούμενος σε σκοτεινό μέρος, αλλά οδηγείται εκεί όπου είναι το κλάμα και ο τριγμός των δοντιών. Αυτό δε το λέγει για να δείξει τα ανυπόφορα βάσανα.

Ακούστε όσοι απολαύσατε των μυστηρίων και περιβάλλετε την ψυχή σας με ρυπαρές πράξεις, αν και προσήλθατε στους γάμους. Ακούσατε από που προσκληθήκατε. Από τα σταυροδρόμια. Τι ήσαστε προηγουμένως; Χωλοί και ψυχικά ανάπηροι, πράγμα που είναι κατά πολύ χειρότερο από τον ακρωτηριασμό του σώματος. Σεβασθείτε την φιλανθρωπία Αυτού που σας κάλεσε και κανείς ας μη συνεχίσει να μένει με ρυπαρά ενδύματα, αλλά ο καθένας ας φροντίζει για την στολή της ψυχής του. Ακούστε, γυναίκες˙ ακούστε, άνδρες. Δε χρειαζόμαστε αυτά τα χρυσοΰφαντα ενδύματα, που μας στολίζουν εξωτερικά, αλλ’ εκείνα που μας στολίζουν εσωτερικά. Ενόσο θα έχουμε αυτά, είναι δύσκολο να ενδυθούμε εκείνα. Δεν είναι δυνατόν να καλλωπίζουμε συγχρόνως και την ψυχή και το σώμα. Δεν είναι δυνατό και στον μαμωνά να δουλεύεις και στον Χριστό να υπακούεις όπως πρέπει.

Ας εκδιώξουμε λοιπόν από πάνω μας αυτή τη φοβερή τυραννίδα. Διότι ούτε θα το ανεχόσουν με ευχαρίστηση εάν κάποιος την μεν οικία του την στόλιζε κοσμώντας την με χρυσά παραπετάσματα, εσένα όμως σε προσκαλούσε να καθίσεις στο τραπέζι του κουρελιάρη και γυμνό. Αλλά να, τώρα εσύ το κάνεις αυτό στον εαυτό σου˙ την μεν οικία της ψυχής σου, δηλαδή το σώμα, το καλλωπίζεις με άπειρα παραπετάσματα, την δε ψυχή σου την αφήνεις να κάθεται μέσα σε αυτό με κουρέλια. Δε γνωρίζεις ότι ο βασιλεύς της πόλεως πρέπει προπάντων να στολίζεται; Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν για μεν την πόλη έχουν κατασκευαστεί παραπετάσματα από λινό, για δε τον βασιλέα αλουργίδα και στέμμα. Έτσι και συ, το μεν σώμα ένδυσέ το με πολύ ασήμαντη στολή, τον δε νου ένδυσέ τον με αλουργίδα και βάλε επάνω σε αυτόν στεφάνι και βάλε τον να καθίσει επάνω σε όχημα υψηλό και περίλαμπρο. Τώρα όμως κάνεις το αντίθετο˙ την μεν πόλη την καλλωπίζεις ποικιλοτρόπως, τον βασιλέα όμως νου τον αφήνεις να σύρεται δεμένος οπίσω από τα παράλογα πάθη. Δε σκέπτεσαι ότι κλήθηκες σε γάμο και μάλιστα γάμο Θεού; Δεν αναλογίζεσαι πώς πρέπει να εισέρχεται σ’ αυτούς τους νυφικούς θαλάμους η καλεσμένη ψυχή, ενδεδυμένη δηλαδή με χρυσά κροσσωτά και καλλωπισμένη;

Θέλεις να σου δείξω αυτούς που είναι έτσι στολισμένοι; Αυτοί που έχουν ένδυμα γάμου; Ενθυμήσου εκείνους τους αγίους, περί των οποίων σας μίλησα παλαιότερα, που φορούν τρίχινα ενδύματα και κατοικούν στις ερήμους. Αυτοί κατ’ εξοχήν είναι εκείνοι που φορούν τα ενδύματα εκείνων των γάμων· και αυτό γίνεται φανερό από το εξής· όσα δηλαδή βασιλικά ενδύματα και αν τους δώσεις, δε θα προτιμούσαν να τα λάβουν· αλλ’ όπως ακριβώς ένας βασιλιάς, εάν κάποιος αφού λάμβανε το κουρελιασμένα ενδύματα του πτωχού, προέτρεπε αυτόν να ενδυθεί αυτά, θα βδελυσσόταν την στολή, έτσι και εκείνοι σιχαίνονται την βασιλική στολή. Και συμβαίνει αυτό σε αυτούς όχι για κάποια άλλη αιτία, αλλά για το ότι γνωρίζουν το κάλλος της δικής τους στολής. Για τον λόγο αυτό και το βασιλικό εκείνο ένδυμα το περιφρονούν σαν αράχνη. Και όλα αυτά βέβαια τους τα δίδαξε ο σάκος που φορούν· καθόσον είναι πολύ υψηλότεροι και λαμπρότεροι και από αυτόν τον ίδιο τον βασιλέα. Και αν μπορέσεις να ανοίξεις τις πύλες του νου τους και να εξετάσεις την ψυχή τους και όλο τον εσωτερικό τους κόσμο και αν ακόμη καταπέσεις στη γη, δε θα μπορέσεις να αντέξεις την λαμπρότητα της ομορφιάς τους και την λάμψη των ενδυμάτων εκείνων και την απαστράπτουσα συνείδησή τους.

[…] Τι λοιπόν; Δε θα προσφύγουμε προς μία τόσο μεγάλη μακαριότητα; Δε θα φορέσουμε καθαρά ενδύματα για να ακολουθήσουμε τους γάμους αυτούς, αλλά θα παραμείνουμε επαίτες, χωρίς να βρισκόμαστε σε καλύτερη μοίρα από τους ζητιάνους των δρόμων, μάλλον δε σε πολύ χειρότερη και αθλιότερη κατάσταση; Καθόσον είναι πολύ χειρότεροι από εκείνους όσοι πλουτίζουν παράνομα, και είναι προτιμότερο να ζητιανεύει κανείς, παρά να αρπάζει˙ διότι το μεν πρώτον είναι δυνατόν να συγχωρηθεί, το δεύτερο όμως είναι άξιο κατηγορίας˙ και ο μεν ζητιάνος καθόλου δεν αντιστρατεύεται προς τον Θεό, αυτός που πλουτίζει αρπάζοντας τα αγαθά των άλλων όμως, παρανομεί και έναντι των ανθρώπων και έναντι του Θεού.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και απορρίπτοντας την πλεονεξία εξ ολοκλήρου, ας προσπαθούμε να συγκεντρώνουμε περισσότερο ουράνιο πλούτο, αρπάζοντας με πολλή προθυμία την ουράνια βασιλεία. Διότι δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν κάποιος που είναι ράθυμος να εισέλθει σε αυτήν. Είθε δε αφού όλοι γίνουν πρόθυμοι και επάγρυπνοι να επιτύχουν αυτήν, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

(Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου “Άπαντα τα έργα”, εκδ. σειρά “Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας”, σελ. 401-431) 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr