ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

 Ο μικρός Δημήτρης με το διορατικό χάρισμα

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση. 

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας.

Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα. 
«Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε:
«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.

Από το βιβλίο: "Ασκητές μέσα στον κόσμο"(Β’ Τεύχος), Βιβλίο από τις Εκδόσεις του Ιερού Ησυχαστηρίου Άγίου Ιωάννου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικής.

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ

 Παπά Γιάννης ο εξορκιστής

Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε η επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τους εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία είχαν κρύψει οι γείτονές του και γλύτωσαν από τους κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.

Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή η θέση του εφημερίου.

Ο παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».

Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ο παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τους ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη που αμέσως θεραπεύονταν.

Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μας έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ο ίδιος ο Χριστός, τόσο καλός είναι».

Η νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε η ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένη. Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.

Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα εξής στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή η γυναίκα που την βασανίζει ο σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ο σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά όποιος θέλει να έρθει».

Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τους πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο.

Ο παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τους εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις' δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε ελέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».

Είχε πει και στον Δάσκαλο ο παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, που έλεγαν κι αυτά το «Κύριε ελέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ο παλιό παπάς που βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει η μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.

Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι που την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».

Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ο άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι η δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, που ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.

Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ο παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός που κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε η φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».

Η δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό που η ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ο παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.

Ο αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο που ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα που τηγάνιζε ψάρια, επειδή ο αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ο διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε η γυναίκα.

Ο αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ο διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ο παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς».

Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε η Παράκληση και έφυγε ο κόσμος μαζί και η δαιμονισμένη, ο παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί η βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο.

Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη που δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του που τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Η κόρη του που ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθεί». Όταν συνήλθε ο παπά-Γιάννης από την προσευχή που είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή που του είπε: «Παπά-Γιάννη, η γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει η 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».

Την τελευταία ημέρα είπε ο σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα η οποία ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.

Ο παπά-Γιάννης στο δωμάτιο που κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα οποία είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν.

Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι η προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπεδώση το βουνό δια της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ο άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ο παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Κάποιος το πρώτο Πάσχα που έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ο παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωριού, να χαρούν κι αυτά την ημέρα της Αναστάσεως.

Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ο παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ο παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γυναίκα.

Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ο άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία της δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συναντήση, διότι η συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.

Ο παπά-Γιάννης, ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τους διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ο τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».

Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά που στο πατρικό του σπίτι έμενε ο παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Αγίου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη». Αλλά το χωριό του που τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.

Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ

 Βουλγαρία: Το μάθημα των Θρησκευτικών γίνεται υποχρεωτικό
μετά από 30 χρόνια συζητήσεων

Οι θέσεις της Ιεράς Συνόδου

Τη γνώμη της σχετικά με το Νομοσχέδιο για την τροποποίηση και συμπλήρωση του νόμου περί προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης, το οποίο υποβλήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, εξέφρασε με ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

Στο νομοσχέδιο αυτό προβλέπεται ότι πλέον το μάθημα των Θρησκευτικών θα είναι υποχρεωτικό με την αιτιολογική έκθεση να αναφέρει ρητά ότι το μάθημα «Αρετές και Θρησκείες», όπως θα ονομάζεται το μάθημα των Θρησκευτικών, προσφέρεται για μελέτη ως επιλογή μεταξύ: «Θρησκεία – Ορθοδοξία», «Θρησκεία – Ισλάμ» ή «Αρετές/Ηθική».

Η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη γνωμοδότησή της  εξέφρασε την ικανοποίησή της για την πολυαναμενόμενη πρόταση που υπέβαλε το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών ως σχέδιο νόμου για τροποποιήσεις και συμπληρώσεις στον Νόμο για την Προσχολική και Σχολική Εκπαίδευση.

Η Ιερά Σύνοδος υποστηρίζει τους λόγους των αλλαγών σχετικά με την εισαγωγή του μαθήματος «Αρετές και Θρησκείες» στο υποχρεωτικό σχολικό ωράριο.

Από μια συγκριτική νομική ανασκόπηση που παρουσιάστηκε στο κοινό κατά τη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης του έργου, κατέστη σαφές ότι ένα τέτοιο ή παρόμοιο μάθημα υπάρχει ως υποχρεωτικό μάθημα σε πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν υιοθετήσει τη συνταγματική αρχή της κοσμικής εκπαίδευσης. Η παρουσία ενός τέτοιου μαθήματος ως κανονικού (υποχρεωτικού) μαθήματος στο πρόγραμμα γενικής εκπαίδευσης δεν έρχεται σε αντίθεση με κανέναν τρόπο με την ευρωπαϊκή πρακτική.

Η πρόταση για την εισαγωγή του υποχρεωτικού μαθήματος «Αρετές και Θρησκείες» προέκυψε μετά από περισσότερες από τρεις δεκαετίες συζητήσεων, εργασίας, προετοιμασίας σχολικών βιβλίων και εισαγωγής του μαθήματος «Θρησκεία» ως υποχρεωτικού και προαιρετικού μαθήματος. Συσσωρεύτηκε πολλή εμπειρία, ελήφθησαν υπόψη διαφορετικές έννοιες και επιτεύχθηκαν τα σημερινά θετικά αποτελέσματα με το σχέδιο  Νόμου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.

Για την επίτευξη αυτού του ικανοποιητικού αποτελέσματος, που παρουσιάζεται μέσω του σχεδίου του Νόμου για την Εκπαίδευση και Κατάρτιση των Εκπαιδευτικών, έχουν συμβάλει πολλοί εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, θεολόγοι, ιστορικοί, άνθρωποι του πολιτισμού, δημόσιες προσωπικότητες και εκπρόσωποι διαφόρων δημόσιων οργανισμών, καθώς και η υποστήριξη και η ακούραστη εργασία και εμπειρογνωμοσύνη επιστημόνων που προσέλαβε η Ιερά Σύνοδος, και πάνω απ ‘όλα – το έργο της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών και προσωπικά του Υπουργού Κράσιμιρ Βάλτσεφ, καθώς και του εξειδικευμένου προσωπικού του Υπουργείου.

Η Ιερά Σύνοδος υποστηρίζει τις ιδέες και το προτεινόμενο περιεχόμενο των διατάξεων του θεματικού πεδίου των οποίων αναφέρεται στην εισαγωγή του μαθήματος «Αρετές και Θρησκείες» ως μέρος των υποχρεωτικών μαθημάτων στο πρόγραμμα σπουδών της Βουλγαρίας.

Το νομοσχέδιο αποτελεί έναν επιτυχημένο συνδυασμό ιδεών, εννοιολογικού μηχανισμού και νομοθετικής τεχνικής, ο οποίος πληροί τα καλά πρότυπα δημιουργίας κανόνων δεοντολογίας και νομικών ορισμών, σύμφωνα με τα επιτεύγματα των θεολογικών και παιδαγωγικών επιστημών.

Οι θέσεις για την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών

Η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει επανειλημμένα τονίσει την επείγουσα ανάγκη εισαγωγής του μαθήματος «Θρησκεία», με πρώτη επιλογή την «Ορθοδοξία». Η ανάγκη αυτή προκύπτει από:

Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία της βουλγαρικής κοινωνίας δηλώνει ότι η Ανατολική Ορθοδοξία είναι η θρησκεία της και έχει το δικαίωμα τα παιδιά της να λαμβάνουν επαρκή, εις βάθος, ολοκληρωμένη και συστηματικά οργανωμένη γνώση σχετικά με τη θρησκεία τους.

Η Ανατολική Ορθοδοξία αποτελεί μέρος της συνταγματικής ταυτότητας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, ορίζεται ως παραδοσιακή θρησκεία, υπάρχει στο πρωτόκολλο του κράτους, στο ημερολόγιο των κρατικών εορτών.

Η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί μέρος του συστήματος ανώτερης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα (υπάρχουν θεολογικές σχολές και τμήματα στα μεγαλύτερα και πιο έγκυρα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα). Συνεπώς, η παρουσία της επιστήμης της θεολογίας σε μορφή προσιτή και ενδιαφέρουσα για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα βρισκόταν σε πλήρη αρμονική ενότητα με την ακαδημαϊκή διδασκαλία αυτής της επιστήμης, η οποία αναγνωρίζεται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, μαζί με όλες τις άλλες επιστήμες.

Η ορθόδοξη θεολογία και το μάθημα «Θρησκεία – Ορθοδοξία» που προκύπτει από αυτήν, εκτός από γνωστικό, θα έχουν και σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αξιών, στο βαθμό που η γνώση που διδάσκεται σε αυτήν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με συγκεκριμένες αξίες, η πρακτική αφομοίωση των οποίων οδηγεί στη διαμόρφωση συγκεκριμένων αρετών. Μερικές από αυτές τις αξίες είναι: η αγάπη για όλους τους ανθρώπους, η φροντίδα για την ανθρώπινη ζωή, η φροντίδα για τους άλλους ανθρώπους, η φροντίδα για τη φύση ως δημιούργημα του Θεού, η ειρήνη, κ.λπ. Αυτές είναι ιστορικά διαμορφωμένες αξίες και αρετές, ενσωματωμένες στην εθνική συνείδηση του βουλγαρικού λαού.

Το μάθημα «Θρησκεία – Ορθοδοξία» στο γυμνάσιο θα βοηθούσε τους μαθητές να αποκτήσουν μια πιο ολοκληρωμένη, εις βάθος και περιεκτική κατανόηση μιας σειράς γνώσεων που διδάσκονται σε άλλα μαθήματα, για τα οποία οι καθηγητές αυτών των μαθημάτων δεν έχουν την σχετική θεολογική επάρκεια: ιστορία, βουλγαρική γλώσσα και λογοτεχνία , φυσική και αστρονομία , καλές τέχνες, ηθική και δίκαιο , φιλοσοφία κ.λπ.

Όλα τα ηθικά συστήματα, ακόμη και τα πιο εκκοσμικευμένα, έχουν αναδυθεί ιστορικά σε ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό πλαίσιο. Η ηθική βρίσκεται σε γενεαλογική σχέση με τη θρησκεία. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την ευρωπαϊκή ηθική και τις αρετές της ανοχής και του αμοιβαίου σεβασμού, που αναδύθηκαν στα βάθη του Χριστιανισμού. Η γνώση βασικών στιγμών από τη βιβλική ιστορία, από την ιστορία και τη διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού, αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση των θεμελίων των ηθικών συστημάτων και της διδασκαλίας των αρετών στην Ευρώπη.

Το μάθημα «Ορθοδοξία» διδάσκεται ως υποχρεωτικό μάθημα στις γειτονικές μας ορθόδοξες χώρες και τα θετικά αποτελέσματα είναι παρόντα. Στην Ελλάδα, η διδασκαλία του δεν έχει σταματήσει από την Απελευθέρωση της χώρας (1821) μέχρι σήμερα, δηλαδή εδώ και 200 χρόνια. Ο υψηλός θρησκευτικός και θεολογικός διαφωτισμός και πολιτισμός της ελληνικής κοινωνίας σε συγκριτικούς όρους είναι γνωστός. Στη γειτονική Ρουμανία, με την εισαγωγή του μαθήματος, τα ηθικά και πολιτιστικά αποτελέσματα είναι επίσης παρόντα. Η Ορθοδοξία διδάσκεται ως ομολογιακό μάθημα σε πολλές μη ορθόδοξες χώρες της Ευρώπης.

Σκοπός της εισαγωγής του μαθήματος «Ορθοδοξία» δεν είναι η κατήχηση, δηλαδή η διαμόρφωση θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η διδασκαλία γνώσης που επιτρέπει την εφαρμογή μιας ικανής και φωτισμένης επιλογής, καθώς και η συστηματική γνωριμία σε προσιτή και ενδιαφέρουσα μορφή με την παράδοση στην οποία ζούμε για περισσότερα από 1000 χρόνια, η οποία διακόπηκε κατά την περίοδο του κρατικού αθεϊσμού. Δηλαδή, το μάθημα αυτό θα συμβάλει περαιτέρω στην ανάπτυξη των νέων ως υπεύθυνων, ελεύθερων, συνειδητών πολιτών, και θα συμβάλει επίσης στην αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και συνοχής σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής κρίσης και με τάσεις εσωτερικής αποσύνθεσης.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι η εισαγωγή του μαθήματος «Θρησκεία – Ορθοδοξία» ως υποχρεωτικό θα κάλυπτε ένα απτό έλλειμμα, ένα κενό στον συνολικό κύκλο γενικής εκπαίδευσης, εκπαίδευσης και ανατροφής στα βουλγαρικά σχολεία. Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα όλων των Βουλγάρων πολιτών, Ορθόδοξων Χριστιανών, που επιθυμούν τα παιδιά τους να γνωρίζουν την παραδοσιακή τους θρησκεία, κάτι που αποτελεί ανεκπλήρωτο καθήκον του βουλγαρικού κράτους απέναντι στον λαό του”, τονίζεται από την Ιερά Σύνοδο η οποία στην γνωμοδότησή της παραθέτει και τις προτεινόμενες αλλαγές σε ορισμένα εδάφια του νομοσχεδίου.

Τέλος, εύχεται στη βουλγαρική πολιτεία καλή επιτυχία στο εγχείρημα της εισαγωγής προς ψήφιση από το κοινοβούλιο του νομοσχεδίου το οποίο θα λειτουργήσει προς όφελος της βουλγαρικής κοινωνίας και των παιδιών που αποτελούν το μέλλον της χώρας.

eeod.gr

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΠΩΣ ΘΑ ΕΛΘΗ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΙΝΗ ΤΗΝ ΓΗ!


 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Πώς θα έλθη ο Θεός για να κρίνη την γη

Και τι θα μπορούσε να θεωρηθή ελεεινότερο από αυτήν την ψυχή; Αυτός ο βασιλιάς έρχεται να κρίνη την γη όχι με ζεύγος ημιόνων λευκών ή με χρυσή άμαξα ή με αλουργίδα και διάδημα. Αλλά πως; Άκουσε τους προφήτες τι λένε , όσο βέβαια μπορεί να το πη άνθρωπος. Ο ένας λέει∙ « Ο Θεός θα έλθη φανερά , ο Θεός μας και δεν θα αποσιωπηθή∙ πυρ θα καίεται ενώπιόν του και γύρω του δυνατή καταιγίδα∙ θα προσκαλέση τον ουρανό επάνω και την γη για να κρίνη τον λαό του» ( Ψαλμ. 49, 34 ) . Ο Ησαΐας πάλι αυτήν την ίδια την κόλασι μας θέτει προ οφθαλμών, όταν λέη∙ «Να, ημέρα Κυρίου έρχεται με άπαυστο θυμό και οργή, να καταστήση την οικουμένη όλη έρημη και τους αμαρτωλούς να καταστρέψη από αυτήν. Οι αστέρες του ουρανού ο Ωρίων και όλος ο κόσμος του ουρανού δεν θα δώσουν το φως τους και θα σκοτισθή ο ήλιος κατά την έξοδό του, και η σελήνη δεν θα δώση το φέγγος αυτής. Θα δώσω εντολή να έλθουν συμφορές σε όλη την οικουμένη και στους ασεβείς τιμωρίες για τις αμαρτίες τους. Θα καταστρέψω την έπαρσι των παρανόμων και τον εγωισμό των υπερηφάνων θα ταπεινώσω και όσοι θα παραμείνουν θα είναι πολυτιμότεροι από τον φυσικό χρυσό και οι άνθρωποι θα είναι πολυτιμότεροι από τον λίθο από το Σουφείρ. Και αυτός ο ουρανός θα σαλευθή και η γη θα σεισθή εκ των θεμελίων εξ αιτίας του θυμού του Κυρίου Σαβαώθ , κατά την ημέρα , που θα επέλθη ο θυμός του» ( Ησ. 13, 9-13 ) . Και πάλι∙ «Οι θυρίδες , λέει από τον ουρανό θα ανοιχθούν και θα πέση οργή του Θεού στους αμαρτωλούς ανθρώπους και θα σεισθούν τα θεμέλια της γης∙ θα συνταραχθή η γη, θα σαλευθή από τα θεμέλια σαν μεθυσμένη και σαν να είναι σε κραιπάλη∙ θα σεισθή σαν οπωροφυλάκιο η γη, θα πέση και δεν θα μπορή να σηκωθή, διότι υπερίσχυσε η ανομία. Και εκείνη την ημέρα θα επιφέρη ο Θεός την παντοδύναμη δεξιά του στο πλήθος των ουρανίων σωμάτων και στους βασιλείς της γης. Και θα τους συγκεντρώση σε δεσμωτήριο και θα τους κλείση σε φυλακή»( Ησ. 24, 18-22 ) . Και ο προφήτης Μαλαχίας μιλώντας με παρόμοιο τρόπο έλεγε: «Να, έρχεται Κύριος ο Παντοκράτωρ , Ποιος όμως θα μπορέση να υπομείνει την ημέρα εκείνη της εισόδου αυτού, ή ποιος θα σταθή όρθιος κατά την ημέρα της ελεύσεώς του; Διότι αυτός θα πορευθή ενώπιον των ανθρώπων ως πυρ χωνευτήριο και ως στακτόνερο ,για να καθαρίση τους πάντες, όπως ο χρυσοχόος καθαρίζει το αργύριο και το χρυσίο στο καμίνι» ( Μαλ. 3., 1-3 ) . Και πάλι∙ «Να , λέει , ημέρα έρχεται Κυρίου καιομένη ως κλίβανος και θα κατακάψη αυτούς . Όλοι οι αλλογενείς και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομία θα είναι σαν την καλαμιά και θα τους κατακαύση η ημέρα του Κυρίου που έρχεται, λέει ο Κύριος παντοκράτωρ, και δεν θα παραμείνη ούτε ρίζα ούτε κλάδος» ( Μαλ. 4, 1 ) . 

Ο δε ανήρ των επιθυμιών, λέει∙ «Έβλεπα , έως ότου θρόνοι στήθηκαν και ο παλαιός των ημερών εκάθησε ∙ και το ένδυμα αυτού ήταν λευκό σαν χιόνι και η τρίχα της κεφαλής του σαν μαλλί καθαρό∙ ο θρόνος του φλόγα πυρός , οι τροχοί του σαν του θρόνου του, σαν πυρ, που εξέπεμπε φλόγες. Χίλιες χιλιάδες αγγέλων τον υπηρετούσαν και μύριες μυριάδες παραστέκονταν δίπλα του. Κριτήριο στήθηκε και βιβλία ανοίχθηκαν» ( Δαν. 7, 9-10 ) . Και λίγο παρακάτω λέει∙ « Έβλεπα με προσοχή στο όραμα της νυκτός και ιδού, κάποιος ως υιός ανθρώπου ερχόταν ενώπιον των νεφελών του ουρανού, έφθασε μπροστά στον παλαιό των ημερών και ωδηγήθηκε προς αυτόν. Σε αυτόν δόθηκε η αρχή και η τιμή και η βασιλεία , και όλοι οι άνθρωποι, λαοί, φυλές γλώσσες αυτόν θα υπηρετήσουν. Η εξουσία του θα είναι αιώνια, και η βασιλεία του ποτέ δεν θα καταστραφή και δεν θα σβήση. Έφριξε το πνεύμα μου μέσα μου, εγώ ο Δανιήλ το βεβαιώνω αυτό , και τα οράματα αυτά της κεφαλής μου με συνετάραξαν» ( Δαν. 7, 13-15 ) .

Τότε ανοίγουν διάπλατα όλες οι πύλες των ουρανίων αψίδων ή μάλλον και αυτός ο ουρανός θα φύγη από το μέσο «Θα εκτυλιχθή , λέει, ως βιβλίο ο ουρανός» ( Ησ. 34, 4 ) , συστελλόμενος σαν παραπέτασμα θεατρικής σκηνής, ώστε να αλλάξη για το καλύτερο. Τότε τα πάντα γεμίζουν από έκστασι, φρίκη και τρόμο∙ τότε και αυτοί οι άγγελοι διακατέχονται από πολύ φόβο και όχι μόνον αυτοί, αλλά και οι αρχάγγελοι και οι θρόνοι και οι κυριότητες και οι αρχές και οι εξουσίες . «Θα σεισθούν, λέει , οι δυνάμεις των ουρανών», διότι θα απαιτηθούν από τους ανθρώπους ευθύνες για την εδώ ζωή» ( Ματθ. 24, 29 ) . Και μη θαυμάσης.

Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Θ΄
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ
Υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ «ΑΓΙΟΣ ΣΥΡΙΔΩΝ Α΄»
ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

2013

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΖΩΣΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ!

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Είναι μακάριοι εκείνοι που ζώστηκαν την υπομονή και την ελπίδα και ρίχτηκαν στη θάλασσα των θλίψεων για χάρη της αγάπης του Θεού, με απλότητα και χωρίς να το εξετάσουν.

ΜΗΝ ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΕΙΣ, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ!

Όταν έρχονται τα βάσανα, σε παρακαλώ μην αποθαρρύνεις, ο Θεός είναι πάντα δίπλα μας!

Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος- Κυριακή Ι’ Ματθαίου

(Ματθ.ιζ΄14-23)

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν
ὁμιλίαν νζ΄

α΄. Δὲν τὸ γνώριζαν ἀσφαλῶς ἀπὸ τὶς Γραφὲς, ἀλλὰ ἦταν ἑρμηνεία δική τους καὶ κυκλοφοροῦσε ὁ λόγος αὐτὸς ἀνάμεσα στὸν ἄπειρο λαό, ὅπως καὶ σχετικὰ μὲ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ἡ Σαμαρείτισσα· Ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλη ὅλα. Κι ἐκεῖνοι ρωτοῦσαν τὸν Ἰωάννη· Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἤ ὁ προφήτης; Ὅπως εἶπα ὑπῆρχε καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν Ἠλία, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐξηγοῦσαν ὅπως ἔπρεπε. Οἱ Γραφὲς ἀναφέρουν δύο παρουσίες τοῦ Χριστοῦ ἀυτὴν ποὺ ἔχει πραγματοποιηθῆ κι ἐκείνη ποὺ θὰ γίνη. Αὐτὲς ἐννοοῦσε ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγε· Φάνηκε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ σωτηρία καὶ μᾶς διδάσκει, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, νὰ ζήσωμε μὲ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ εὐσέβεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ μία. Ἄκουσε πῶς φανερώνει καὶ τὴν ἄλλη. Ὅταν εἶπα αὐτά, ἐπρόσθεσε· Καλλιεργῶντας τὴ μακάρια ἐλπίδα καὶ τὴν παρουσία τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ προφῆτες ἀναφέρουν τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη. Τῆς μιᾶς, τῆς δεύτερης, λένε ὅτι πρόδρομος θὰ γίνη ὁ Ἠλίας. Τῆς πρώτης πρόδρομος ἔγινε ὁ Ἰωάννης, ποὺ ὁ Χριστὸς τὸν ὀνομάζει Ἠλία. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ὁ Ἠλίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκτελοῦσε τὸ ἔργο ἐκείνου. Ὅπως ἐκεῖνος θὰ γίνη πρόδρομος τῆς δευτέρας, ἔτσι κι αὐτὸς ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης. Ἀλλὰ οἱ γραμματεῖς δημιουργῶντας σύγχυση σ’ αὐτὰ καὶ κατευθύνοντας στραβὰ τὸν λαό, τοῦ ἀνέφεραν ἐκείνη μόνο, δηλαδὴ τὴ δευτέρα παρουσία καὶ ἔλεγαν ὅτι ἄν εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ προηγηθῆ ὁ Ἠλίας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μαθητὲς ρωτοῦν, πῶς ἰσχυρίζονται οἱ γραμματεῖς ὅτι ἔπρεπε νὰ προηγηθῆ ὁ Ἠλίας; Καὶ γι’ αὐτὸ κι οἱ Φαρισαῖοι ἔστειλαν στὸν Ἱωάννη καὶ ρωτοῦσαν, ἄν εἶσαι σὺ ὁ Ἠλίας; Πουθενὰ δὲν ἀνέφεραν τὴν πρώτη παρουσία. Ποιὰ εἶναι ἡ λύση ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστός; Ὅτι ὁ Ἠλίας θαρθῆ τότε, πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα παρουσία μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα ἔχει ἔλθει ὁ Ἠλίας. Ἔτσι ἔλεγε τὸν Ἰωάννη. Αὐτὸς ἦρθε σὰν Ἠλίας. Ἄν ζητῆς τὸ Θεσβίτη, ἔρχεται κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ἔλεγε. Ἔρχεται ὁ Ἠλίας καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Ποιὰ ὅλα; Ὅσα ἔλεγε ὁ προφήτης Μαλαχίας. Λέει ὁ προφήτης· Θὰ σᾶς στείλω τὸν Ἠλία τὸ Θεσβίτη ποὺ θὰ συμφιλιώση τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα μὲ τοῦ γιοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθω καὶ χτυπήσω καίρια τὴ γῆ. Βλέπετε τὴν ἀκρίβεια τοῦ προφητικοῦ λόγου; Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἐκάλεσε τὸν Ἰωάννη Ἠλία, ἐξ αἰτίας τῆς κοινότητας τοῦ ἔργου, γιὰ νὰ μὴ νομίσετε τώρα ὅτι αὐτὸ λέγεται κι ἀπὸ τὸν προφήτη πρόσθεσε καὶ τὴν παρουσία του μὲ τὴ λέξη Θεσβίτης. Ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν Θεσβίτης. Μαζὶ μ’ αὐτὸ θέτει καὶ δεύτερο ὑπαινιγμό· Μὴν ἔρθω καὶ χτυπήσω καίρια τὴ γῆ, ἀναφερόμενος στὴ φοβερὴ δεύτερη παρουσία του. Κατὰ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦρθε νὰ χτυπήση τὴ γῆ. Δὲν ἦρθα λέγει γιὰ νὰ κρίνω τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο. Τὸ εἶπε λοιπὸν αὐτὸ φανερώνοντας ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία ποὺ περιέχει τὴν κρίση, ἔρχεται ὁ Θεσβίτης. Φανερώνει μαζὶ καὶ τὴν αἰτία τῆς παρουσίας του. Μὲ τὸν ἐρχομό του θὰ πείση τοὺς Ἰουδαίους νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ μὴ χαθοῦν ὅλοι μαζὶ ὅταν ἔρθη. Αὐτὸ θέλει νὰ φέρη στὴ μνήμη τους καὶ τοὺς λέει· Καὶ θ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Θὰ διορθώση δηλαδὴ τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ εἶναι τότε στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ μίλησε μὲ περισσὴν ἀκρίβεια. Δὲν εἶπε θὰ συμφιλιώση τὴν καρδιὰ τοῦ γιοῦ μὲ τὸν πατέρα ἀλλὰ τοῦ Πατέρα μὲ τοῦ γιοῦ. Ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν πατέρες τῶν Ἀποστόλων λέει ὅτι θὰ συμφιλιώση μὲ τὴ διδασκαλία τῶν παιδιῶν τους, δηλ. τῶν ἀποστόλων, τὶς καρδιὲς τῶν πατέρων τους, δηλαδή, τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ γένους.

Σᾶς λέγω ὅτι ὁ Ἠλίας ἦρθε καὶ δὲν τὸν κατάλαβαν ἀλλὰ τοῦ ἔκαμαν ὅσα θέλησαν. Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοπαθήση ἀπ’ αὐτούς. Τότε κατανόησαν ὅτι τοὺς εἶπε γιὰ τὸν Ἰωάννη. Δὲν τοὺς τὸ εἶπαν ὅμως οὔτε οἱ γραμματεῖς, οὔτε οἱ Γραφές. Εἶχαν γίνει προθυμότεροι καὶ προσεκτικώτεροι στὰ λεγόμενα καὶ γι’ αὐτὸ καταλάβαιναν γρήγορα. Ἀπὸ ποῦ τὸ κατάλαβαν οἱ μαθηταί; Τοὺς εἶχε μιλήσει ἀπὸ προηγούμενα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας ποῦ πρόκειται νἀρθῆ. Ἐδῶ τοὺς λέει, ἦρθε. Κι ὅτι ὁ Ἠλίας ἔρχεται καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Μὴν ἀπορήσης καὶ μὴ νομίσης ὅτι ὁ λόγος ἔχει πλανηθῆ, λέγοντας ἄλλοτε δὲν θαρθῆ κι ἄλλοτε ὅτι ἤρθε. Ἀληθινὰ εἶναι ὅλα. Ὅταν λέει ὅτι ἔρχεται ὁ Ἠλίας καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα, ἐννοεῖ τὸν ἴδιο τὸν Ἡλία καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ συμβῆ τότε. Ὅταν λέη, αὐτὸς ποὺ θἀρθῆ, σύμφωνα μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ ἔργου καλεῖ τὸν Ἰωάννη Ἠλία. Γιατὶ καὶ οἱ προφῆτες κάθε ἐπίσημο βασιλιὰ τὸν ἔλεγαν Δαυΐδ καὶ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἔλεγαν ἄρχοντες τῶν Σοδόμων καὶ γιοὺς τῶν Αἰθιόπων, ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους. Ὅπως ἐκεῖνοι θὰ γίνουν πρόδρομοι τῆς δευτέρας παρουσίας, ἔτσι κι αὐτὸς ἔγινε τῆς πρώτης.

β΄ . Καὶ δὲν τὸν ὀνομάζει γι’ αὐτὸ μονάχα παντοῦ Ἠλία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη πόσο αὐτὸς εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, κι ὅτι κι αὐτὴ ἡ παρουσία συμφωνεῖ μὲ τὴν προφητεία. Γι’ αὐτὸ καὶ προσθέτε ὅτι Ἦρθε καὶ δὲν τὸν κατάλαβαν, ἀλλὰ τοῦ ἔκαναν ὅ,τι θέλησαν. Τί σημαίνει ὅ,τι θέλησαν; Τὸν ἔβαλαν στὸ δεσμωτήριο, τὸν ὕβρισαν, τὸν σκότωσαν, μετέφεραν σὲ δίσκο τὴν κεφαλή του. Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοπαθήση ἀπ’ αὐτούς. Βλέπετε πόσο κατάλληλα τοὺς ὑπενθυμίζει τὸ πάθος, προξενώντας τους πολλὴ ἀνακουφίση ἀπὸ τὰ παθήματα τοῦ Ἰωάννη. Καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν ἄμεση ἐπιτέλεση μεγάλων θαυμάτων. Γιατὶ ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸ πάθος, ἐπιτελεῖ ἀμέσως θαύματα κι ἔπειτα καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς. Σὲ πολλὰ σημεῖα μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ παρατηρήση. Τότε λοιπόν, γράφει, ἄρχισε νὰ δείχνη ὅτι πρέπη νὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ σκοτωθῆ καὶ νὰ πάθη πολλὰ. Πότε τότε; Ὅταν ὡμολογήθηκε ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς κι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Στὸ βουνὸ πάλι, ὅταν τὴν θαυμάσια τοὺς ἔδειξε ὄψη του, τοὺς ὑπενθύμισε τὸ πάθος, ὅταν μίλησαν οἱ προφῆτες γιὰ τὴ δόξα του. Ὅταν διηγήθηκε τὴν ἱστορία ποὺ διέσωσε ὁ Ἰωάννης πρόσθεσε. Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοποιηθῆ ἀπ’ αὐτοὺς. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ λίγο, ὅταν ἔβγαλε τὸ δαίμονα, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν οἱ μαθηταί του. Καὶ τότε, ὅταν γύριζαν στὴ Γαλιλαία γράφει, ὁ Εὐαγγελιστὴς τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πρόκειται νὰ παραδοθῆ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, ποὺ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ τὴν τρίτη μέρα θ’ ἀναστηθῆ. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε, γιὰ νὰ μετριάση τὴν ὑπερβολικὴ λύπη μὲ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη μὲ κάθε τρόπο· ἐδῶ τοὺς παρηγορεῖ ὑπενθυμίζοντάς τους τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη. Κι ἄν ἔλεγε κάποιος, γιατὶ δὲν ἀνάστησε καὶ τώρα τὸν Ἠλία νὰ τὸν στείλη, ἀφοῦ τόσα ἀγαθὰ συνεπάγεται ἡ παρουσία του, θὰ ποῦμε ὅτι καὶ τώρα, ποὺ νομιζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἠλίας δὲν τὸν ἐπίστευαν. Ἄλλοι, γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς, σὲ λένε Ἡλία κι ἄλλοι Ἱερεμία. Καὶ τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὸν Ἠλία μόνο ὁ χρόνος τοὺς χώριζε. Πῶς λοιπὸν τότε θὰ πιστέψουν; Θὰ τὰ ἀποκαταστήση ὅλα, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι γνώριμος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ θὰ κρατήση ὡς τότε καὶ περισσότερο ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶναι γιὰ ὅλους λαμπρότερη ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ὅταν λοιπὸν ὕστερ’ ἀπὸ τόση τιμὴ καὶ προσδοκία ἔρθη ἐκεῖνος κηρύττοντας τὰ ἴδια μ’ αὐτὸν καὶ ἀναγγέλοντας τὸν Ἰησοῦ, θὰ δεχτοῦν πιὸ εὔκολα τοὺς λόγους. Κι ὅταν, λέει, δὲν τὸν κατάλαβαν, ἀναφέρεται καὶ στὰ δικά του. Καὶ δὲν τοὺς ἐνισχύει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόδειξη ὅτι ἄδικα πάσχει καὶ μὲ τὴ συγκάλυψη τῶν λυπηρῶν μὲ δυὸ θαύματα, τὸ ἕνα πάνω στὸ βουνὸ καὶ μὲ ὅ,τι πρόκειται νὰ γίνη. Τ’ ἄκουσαν αὐτὰ ἀλλὰ δὲ ρωτοῦν πότε ἔρχεται ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὴ λύπη γιὰ τὸ πάθος ἤ ἀπὸ φόβο. Πολλὲς φορὲς ὅταν δοῦνε ὅτι δὲν θέλει νὰ πῆ κάτι καθαρὰ σιωποῦν. Ὅταν ἦσαν στὴν Γαλιλαία τοὺς εἶπε· Σὲ λίγο ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Μᾶρκος σ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους προσθέτει· Ἀγνοοοῦσαν τὸ λόγο καὶ ἐφοβοῦνταν νὰ τὸν ρωτήσουν κι ὁ Λουκᾶς, ὅτι ἦταν ἀσαφὴς γι’ αὐτοὺς ὁ λόγος, γιὰ νὰ μὴν τὸν κατανοήσουν καὶ φοβοῦνταν νὰ τὸν ρωτήσουν γι’ αὐτὸν. Κι ὅταν ἦρθαν στὸ λαό, τὸν πλησίασε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γονάτιζε καὶ τοῦ ἔλεγε· Κύριε, σπλαχνίσου τὸ παιδὶ μου ποὺ σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει. Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολλὲς στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητάς σου ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ἡ Γραφὴ δείχνει ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν πολὺ ἀδύνατος στὴν πίστη. Εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά. Κι ὁ ἴδιος εἶπε βοήθησέ με στὴν ἀπιστία μου. Κι ὁ Χριστὸς διάταξε τὸ δαίμονα νὰ μὴν ξαναμπῆ σ’ αὐτόν. Κι αὐτὸς πάλι εἶχε πεῖ στὸ Χριστό· Ἄν μπορῆς· Κι ἄν στάθηκε αἰτία ἡ ἀπιστία του νὰ μὴ βγῆ ὁ δαίμονας γιατὶ κατηγορεῖ τοὺς μαθητάς; Θέλει νὰ τοὺς δείξει ὅτι τοὺς εἶναι δυνατὸ νὰ κάνουν πολλὲς θεραπείες ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν πίστη τῶν ἀσθενῶν. Ὅπως ἔφτασε πολλὲς φορὲς ἡ πίστη ἐκείνου που ἔφερνε τὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ προέλθη ἡ θεραπεία ἀκόμα· κι ἀπὸ κατώτερο, ἔτσι ἔφτασε πολλὲς φορὲς ἡ δύναμη αὐτῶν ποὺ θαυματουργοῦσαν παρὰ τὴν ἀπιστία ἐκείνων ποὺ πλησιάζουν. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ φαίνονται στὶς Γραφές. Ὁ Κορνήλιος καὶ οἱ δικοί του μὲ τὴν πίστη τους ἀπέσπασαν τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος . Στὴν περίπτωση τοῦ Ἐλισσαίου ἀναστήθηκε ὁ νεκρὸς χωρὶς νὰ πιστέψη κανείς. Κι αὐτοὶ πάλι ποὺ χάλασαν τὴ στέγη δὲν τὸ ἔκαμαν ἀπὸ πίστη ἀλλὰ ἔτσι τυχαῖα ἀπὸ δειλία. Φοβήθηκαν γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαμαν, τὸν ἔρριξαν κι ἔφυγαν. Κι ὁ ἴδιος ποὺ ἔρριξαν ἦταν πεθαμένος. Κι ὁ νεκρὸς σηκώθηκε μόνο ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ ἁγίου σώματος. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν κι ἐδῶ ὅτι καὶ οἱ μαθηταὶ ἔδειξαν ἀδυναμία, ὄχι ὅμως ὅλοι, γιατὶ ἔλειπαν ἀπὸ κεῖ οἱ στῦλοι.

γ΄. Ἄς δοῦμε κι ἀπὸ ἄλλη πλευρὰ τὴν ευγνωμοσύνη. Πῶς μπροστὰ στὸ λαὸ μιλάει στὸν Ἰησοῦ κατὰ τῶν μαθητῶν του λέγοντας, ὅτι τὸν ἔφερα στοὺς μαθητὰς σου καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Αὐτὸς ὅμως ἀπαλλάσοντάς τους ἀπὸ τὶς κατηγορίες, μπροστὰ στὸ λαό, στὸ λαὸ καταλογίζει τὴ μεγαλύτερη ἐνοχή. Ὦ γενεὰ, ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ὡς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Δὲν ἀπευθύνεται σ’ αὐτὸν μόνο, γιὰ νὰ μὴν τὸν τρομάξη ἀλλὰ σ’ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ ἦταν φυσικὸ ἀπὸ τοὺς παρόντες νὰ σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ σκεφτοῦν γι’ αὐτοὺς κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε. Κι ὅταν πάλι λέη· Ὡς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; δείχνει ὅτι ἀποδέχεται τὸ θάνατο καὶ τὸν ἐπιθυμεῖ καὶ ποθεῖ τὴν ἀποδημία του. Καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἡ σταύρωσή του βαρειὰ ἀλλὰ ἡ ἁπλῆ συμβίωση μαζί τους. Δὲν στάθηκε ὅμως στὶς κατηγορίες. Φέρτε μου τον ἐδῶ, προστάζει. Καὶ τὸν ρωτᾶ ὁ ἴδιος πόσον καιρό ἔχει στὴν ἀσθένεια. Ὑπερασπίζει τοὺς μαθητὰς κι ἐκεῖνον τὸ φέρνει σὲ ἀγαθὴ ἐλπίδα καὶ νὰ πιστέψη ὅτι θὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ κακὸ. Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ σπαραχτῆ, ὄχι γιὰ ἐπίδειξη (εἶχε μαζευτῆ ὁ λαὸς καὶ τὸν εἶχε μάλιστα ἐπιτιμήση) ἀλλὰ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ πατέρα. Γιὰ νὰ φτάση νὰ πιστέψη τὸ θαῦμα ποὺ θὰ ἀκολοθοῦσε, ὅταν ἔβλεπε ταραγμένο τὸ δαιμόνιο ἀπὸ μόνη τὴν πρόσκλησή του. Κι ὅταν ἐκεῖνος εἶπε «ἀπὸ παιδί» καὶ ἄν μπορεῖς βοήθησέ με, τοῦ λέγει. Σ’ ὅποιον πιστεύει ὅλα εἶναι δυνατά. Ἔτσι γυρίζει σ’ αὐτὸν πάλι τὴν κατηγορία. Κι ὅταν ἔλεγε ὁ λεπρὸς Ἄν θέλης, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσης, δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴν δύναμή του, τὸν ἐπαίνεσε κι ἐπιβεβαίωσε τὸ λόγο, ἀπαντῶντας· «θέλω, καθαρίσου». Ὅταν ὅμως αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶπε τίποτα ποὺ ν’ ἀξίζη στὴ δύναμή του, λέγοντας· Ἄν μπορῆς, βοήθησέ με, κοίταξε πῶς διορθώνει τὴ διατύπωση, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ὅπως ἔπρεπε. Ἄν μπορῆς νὰ πιστέψης ἀπαντᾶ, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει. Νά, τὶ σημαίνει αὐτό. Τόσο πλεόνασμα δυνάμεως διαθέτω, ὥστε μπορῶ νὰ δυναμώσω κι ἄλλους νὰ θαυματουργοῦν. Ὥστε ἄν πιστεύης ὅπως πρέπει καὶ σὺ ὁ ἴδιος μπορεῖς νὰ θεραπεύσης κι αὐτὸν κι ἄλλους πολλοὺς. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἐθεράπευσε τὸ δαιμονισμένο. Ἄς μὴ δοῦμε τώρα μόνο τὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγαθοποιΐα του ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ παραχώρησε νὰ μπῆ μέσα του τό δαιμόνιο. Ἄν δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἀντικείμενο πολλῆς πρόνοιας, θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ παλιά. Γιατί, λέει, ὅτι καὶ στὴ φωτιὰ τὸν εἶχε ρίξει καὶ στὸ νερό. Καὶ τὸ δαιμόνιο ποὺ τολμοῦσε νὰ τοῦ προξενῆ αὐτά, μποροῦσε καὶ νὰ τὸν σκοτώση, ἄν δὲ χαλιναγωγοῦσε ἰσχυρὰ ὁ Θεὸς τὴν τόση μανία του. Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς γυμνοὺς ἐκείνους, ποὺ ἔτρεχαν στὶς ἐρημιὲς καὶ ξεσκίζονταν στὶς κοφτερές πέτρες. Κι ἄν τὸν ἀποκαλῆ σελληνιακὸ μὴν ἀνησυχῆς· ὁ χαρακτηρισμὸς ἀνήκει στὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου.

Πῶς λοιπὸν ἀναφέρει καὶ ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι ἐθεράπευσε πολλοὺς σεληνιακοὺς; Τοὺς ὀνομάζει ἔτσι ἀκολουθῶντας τὴ γνώμη τῶν πολλῶν. Ὁ δαίμονας δηλαδὴ γιὰ νὰ διαβάλη τὴ σελήνη ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἀσθενῶν καὶ τοὺς ἐρεθίζει μὲ τὴν περιφορὰ τῆς σελήνης. Ὄχι πῶς ἐνεργεῖ ἡ σελήνη· γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· εἶναι δική του ἡ ἐνέργεια γιὰ νὰ διαβληθῆ τὸ ἀστέρι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπεκράτησε μιὰ σφαλερὴ γνώμη ἀνάμεσα στοὺς ἀνοήτους ἀνθρώπους καὶ καλοῦν μ’ αὐτὸ τὸ ὄνομα αὐτοὺς τοὺς ἀρρώστους. Γελιοῦνται ὅμως γιατὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἀληθινό. Τότε πῆγαν οἱ μαθηταὶ του ἰδιαιτέρως καὶ τὸν ρώτησαν, γιὰ ποιὸ λόγο δὲν μπόρεσαν αὐτοὶ νὰ βγάλουν τὸ δαίμονα. Μοῦ φαίνεται πὼς ἀγωνιοῦσαν καὶ φοβοῦνταν μήπως ἔχασαν τὴ χάρη, ποὺ τοὺς εἶχε ἐμπιστευθῆ. Γιατὶ τοὺς εἶχε δώσε δύναμη νὰ ἐξουσιάζουν τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως, ὄχι ἀπὸ ντροπή, εἶχαν φανερωθῆ στὴν πράξη κι ἦταν περιττὸ πιὰ νὰ ντρέπωνται τὴν λεκτικὴ ὁμολογία. Ἀλλὰ ἤθελαν νὰ τὸν ρωτήσουν γιὰ μυστικὸ καὶ σπουδαῖο ζήτημα. Κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ· Γιὰ τὴν ἀπιστία σας. Ἄν ἔχετε πίστη σὰν ἕνα σπόρο σιναπιοῦ θὰ πῆτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό· Ἄλλαξε θέση καὶ θ’ ἀλλάξη καὶ τίποτα δὲ θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς. Κι ἄν πῆτε σὲ ποιὸ μέρος μετατόπισαν βουνό, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα ὅτι ἐπραγματοποίησαν πολὺ μεγαλύτερα, ἀφοῦ ἀνάστησαν νεκρούς. Δὲν εἶναι ἴσο, νὰ μετατοπίσης βουνὸ καὶ νὰ διώξης τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀναφέρονται ἀργότερα κάποιοι ἅγιοι πολὺ κατώτεροι ἀπὸ κείνους, ποὺ τὸ κάλεσε ἡ ἀνάγκη νὰ μετατοπίσουν βουνά. Εἶναι φανερὸ ὅτι κι αὐτοὶ ἄν ἦταν ἀνάγκη θὰ τὰ μετατόπιζαν. Ἀφοῦ τότε δὲν παρουσιάστηκε ἀνάγκη, ἄς μὴν τοὺς κατηγοροῦμε. Ἐξ ἄλλου κι ὁ ἴδιος δὲν εἶπε, ὅτι θὰ τὰ μετατοπίσετε ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἔχετε καὶ γι’ αὐτὸ τὴ δύναμη. Κι ἄν δὲν τὰ μετατόπισαν, δὲν εἶναι ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν. Μπόρεσαν ἄλλα μεγαλύτερα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλησαν, ἀφοῦ δὲν παρουσιάστηκε ἀνάγκη. Ἀκόμα εἶναι φυσικὸ καὶ νὰ ἔχη γίνει αὐτό, νὰ μὴν ἔχη ὅμως γραφῆ. Δὲν γράφηκαν ὅλα τὰ θαύματά τους. Ἦταν σὲ χαμηλότερη πνευματικὴ κατάσταση τότε. Μήπως δὲν εἶχαν τότε μήτε τὴν πίστη αὐτή; Δὲν τὴν εἶχαν κι οὔτε ἦσαν πάντα οἱ ἴδιοι, ἀφοῦ κι ὁ Πέτρος τώρα καλοτυχίζεται κι ὕστερα κατηγορεῖται. Μὰ καὶ ἄλλους τοὺς κατηγορεῖ γι’ ἀδυναμία τοῦ νοῦ, ὅταν δὲν κατάλαβαν τὴν παραβολὴ τῆς ζύμης. Ἔδειξαν λοιπὸν καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ μαθηταὶ ἀδυναμία, δὲν ἦσαν τέλειοι πρὶν ἀπὸ τὸ σταυρό. Πίστη ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν πίστη τῶν θαυμάτων καὶ ἀναφέρει τὸ σινάπι φανερώνοντας τὴν ἀνείπωτη δύναμή της. Γιατὶ ἄν στὸ μέγεθος φαίνεται μικρὸ τὸ σινάπι, στὴ δύναμη εἶναι ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξη λοιπὸν ὅτι ἡ ἐλάχιστη ἀλλὰ γνήσια πίστη ἔχει μεγάλη δύναμη, θυμήθηκε τὸ σινάπι. Καὶ δὲν σταμάτησε ἐδῶ μονάχα, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ τὰ βουνὰ καὶ προχώρησε παραπέρα. Τίποτε, εἶπε, δὲ θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς.

δ΄. Ἐμεῖς ὅμως ἄς θαυμάσωμε κι ἐδῶ τὴν ἁπλότητά τους καὶ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Τὴν ἁπλοτήτα γιατὶ δὲν ἔκρυψαν τὸ ἐλάττωμά τους. Τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, γιατὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε ἕνα σπόρο σιναπιοῦ τοὺς δυνάμωνε λίγο λίγο, ὥστε νὰ ἀναβρύσουν ἀπ’ αὐτοὺς πηγὲς καὶ ποταμοὶ πίστεως. Τὸ εἶδος αὐτὸ δὲν βγαίνει παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἐννοεῖ ὅλους τοὺς δαίμονες ὄχι μόνο τῶν σεληνιακῶν. Βλέπετε πῶς ἀπὸ τώρα κάνει μιὰ προκαταβολὴ τοῦ λόγου γιὰ τὴ νηστεία; Μὴν θυμηθῆτε τὶς σπάνιες περιπτώσεις, ὅταν μερικοὶ καὶ χωρὶς νηστεία ἔβγαλαν δαίμονες. Κι ἄν μπορῆ νὰ τὸ πῆ αὐτὸ καὶ γιὰ ἕνα δύο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιτιμοῦν τοὺς δαίμονες, εἶναι ὅμως ἀδύνατο ἐκεῖνο ποὺ πάσχει ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ μανία του αὐτή, ἐνῶ τρώγει ἀπὸ ὅλα. Ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ νηστεία ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ νόσο. Ἀλλὰ ἄν χρειάζεται ἡ πίστη, θὰ πῆ κανεὶς τὶ χρειάζεται ἡ νηστεία; Χρειάζεται γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν πίστη δίνει κι αὐτὴ ὄχι λίγη δύναμη. Καλλιεργεῖ μέσα μας τὴν πνευματικὴ διάθεση, δημιουργεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους, μάχεται μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Ὄχι ὅμως κι αὐτὴ μόνη της· πρέπει νὰ προηγῆται ἡ προσευχή. Ἄς προσέξωμε πόσα ἀγαθὰ δημιουργοῦν οἱ δύο. Ὅποιος προσεύχεται ὅπως πρέπει καὶ νηστεύει δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλά. Κι ὅποιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ δὲ θὰ γίνη φιλοχρήματος. Κι ὅποιος δὲν εἶναι φιλοχρήματος εἶναι πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Ἀνάλαφρος καὶ φτερωμένος εἶναι ὅποιος νηστεύει καὶ προσεύχεται μὲ φρόνηση, διώχνει τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ, ταπεινώνει τὴν ψυχὴ ποὺ ἐπαίρεται. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι σχεδὸν πάντα ἐνήστευαν. Ὅποιος προσεύχεται καὶ νηστεύει ἔχει διπλὲς φτεροῦγες καὶ εἶναι ἐλαφρύτερος ἀπὸ τοὺς ἀνέμους. Οὔτε χασμουριέται οὔτε τεντώνεται οὔτε ἀποναρκώνεται, ὅταν προσεύχεται, ὅπως παθαίνουν οἱ πολλοί. Εἶναι ὁρμητικώτερος ἀπὸ τὴ φωτιὰ, καὶ ἀνυψώνεται ἀπὸ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ καλύτερος ἐχθρὸς ὡς ἀντίμαχος τῶν δαιμόνων. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται γνήσια. Ἄν μιὰ γυναῖκα μπόρεσε νὰ λυγίση κάποιο σκληρὸ ἄρχοντα ποὺ οὔτε Θεὸ φοβόταν, οὔτε ἄνθρωπο ντρεπόταν, πολὺ περισσότερο θὰ πάρη μαζί του τὸ Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἀδιάκοπα μένει κοντὰ καὶ νικᾶ τὰ φαγητὰ καὶ διώχνει τὶς ἀπολαύσεις.
Κι ἄν εἶναι ἀσθενικὸ τὸ σῶμα σου, γιὰ νὰ νηστεύης πάντα, δὲν εἶναι ἀσθενικὸ γιὰ τὴν προσευχή, οὔτε ἀνίσχυρο στὴ δύναμη τοῦ φαγητοῦ. Ἄν δὲ μπορῆς νὰ νηστεύης, μπορεῖς 
νὰ μὴν ἐπιδιώκης τὴν ἀπόλαυση. Δὲν εἶναι αὐτὸ μικρὸ καὶ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ νηστεία. Ἔχει κι αὐτὸ τὴ δύναμη νὰ συντρίψη τὴ μανία τοῦ διαβόλου. Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ σ’ ἐκεῖνο τὸ δαίμονα ὅσο ἡ ἀπόλαυση κι ἡ μέθη γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἠ πηγὴ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν. Μ’ αὐτὰ κάποτε ἔρριξε τοὺς Ἰσραηλῖτες στὴ εἰδωλολατρεία. Μ’ αὐτὰ ὡδήγησε τοὺς Σοδομῖτες σὲ παράνομες ἐπιθυμίες. Αὐτὴ ἦταν ἡ παρανομία τῶν Σοδώμων. Ζοῦσαν τὴ σπάταλη ζωὴ τους μέσα σὲ ὑπερηφάνεια, καὶ ἀφθονία καὶ πλῆθος ἀγαθῶν. Μ’ αὐτὰ ἔφερε στὴ ἀπώλεια ἀμέτρητους ἄλλους καὶ τοὺς παρέδωσε στὴ γέενα. Ποιὸ κακὸ δὲν προξενοῦν οἱ ἀπολαύσεις; Μεταβάλλουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ χοίρους κι ἀπὸ χοίρους χειρότερους. Ὁ χοῖρος κυλιέται στὸ βοῦρκο καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν κόπρο. Μὰ ἐκεῖνος σὲ σιχαμερώτερο τραπέζι τρέφεται, ἐπινοῶντας ἀθέμιτες σχέσεις καὶ παράνομους ἔρωτες. Σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο. Τὶς ἴδιες ἀναισχυντίες διαπράττει καὶ ἔχει τὴν ἴδια μανία. Καὶ τὸν δαιμονισμένο τουλάχιστον τὸν σπλαχνιζόμαστε, αὐτὸν ὅμως τὸν ἀποστρεφόμαστε καὶ τὸν μισοῦμε. Μὰ γιατὶ τέλος πάντων; Γιατὶ ἐκδηλώνει μιὰ μανία ποὺ τὴν διαλέγει ὁ ἴδιος καὶ μεταβάλλει τὸ στόμα, τὰ μάτια, τὴ μύτη τὰ πάντα γενικὰ σὲ ὀχετούς. Κι ἄν κοιτάξωμε στὸ ἐσωτερικὸ θὰ δοῦμε καὶ τὴν ψυχὴ σὰν σὲ χειμῶνα καὶ κρὺο παγωμένη καὶ ναρκωμένη καὶ ἀδύνατη νὰ ὠφελήση τὸ σκάφος –σῶμα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς τρικυμίας. Ντρέπομαι ν’ ἀναφέρω τὰ κακὰ ποὺ προξενοῦν σ’ ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ἀπολαύσεις, τ’ ἀφήνω στὴ συνείδησή τους ποὺ τὰ γνωρίζει μ’ ἀκρίβεια. Ὑπάρχει πιὸ ἄσχημο πρᾶγμα ἀπὸ γυναῖκα ποὺ μεθᾶ ἤ ἁπλῶς ποὺ παραφέρεται; Ὅσο πιὸ ἀδύνατο εἶναι τὸ πλοῖο, τόσο μεγαλύτερο τὸ ναυάγιο, εἴτε ἐλεύθερη εἶναι εἴτε δούλη. Ἡ ἐλεύθερη διαπράττει ἀπρέπειες στὴ μέση τοῦ θεάτρου ποὺ ἀποτελοῦν οἱ δοῦλες της, ἡ δούλη πάλι στὸ ἴδιο θέατρο μέσα καὶ γίνεται αἰτία νὰ βλασφημοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γίνωνται αὐτὰ ἀκούω πολλοὺς νὰ λένε. Νὰ μὴν ὑπάρχη κρασί. Πόση ἀνοησία καὶ παρεξήγηση! Ἄλλοι ἁμαρτάνουν καὶ μεῖς κατηγοροῦμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Πόση μανία χρειάζεται γι’ αὐτό. Δὲ φταίει τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ ἀνηθικότητα ἐκείνων ποὺ τὸ ἀπολαμβάνουν ἄσχημα. Ἄς ποῦμε λοιπόν· νὰ μὴν ὑπάρχη μέθη, νὰ μὴν ὑπάρχη ἀπόλαυση. Ἄν ποῦμε νὰ μὴν ὑπάρχη κρασὶ προχωρῶντας σιγὰ σιγὰ θὰ ποῦμε νὰ μὴν ὑπάρχη σίδηρο γιὰ τοὺς δολοφόνους. Νὰ μὴν ὑπάρχη νύχτα γιὰ τοὺς κλέφτες, νὰ μὴν ὑπάρχη φῶς γιὰ τοὺς συκοφάντες. Νὰ μὴν ὑπάρχη γυναῖκα γιὰ τὶς μοιχεῖες. Τὰ σβήνομε ὅλα μὲ μιὰ μονοκονδυλιά.

ε.΄ Μὴν κάμετε ἔτσι· αὐτὸ μαρτυρεῖ γνώμη σατανική. Μὴ διαβάλλεται τὸ κρασὶ ἀλλὰ τὴ μέθη. Κι ὅταν βρῆτε τὸν ἴδιο στὰ καλὰ του ὑπογραμμίστε του ὅλη τὴν ἀσχήμια του. Πέστε του ὅτι τὸ κρασὶ μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ εὐχαριστούμεθα ὄχι γιὰ νὰ ἀσχημονοῦμε. Γιὰ νὰ γελοῦμε ὄχι νὰ μᾶς γελοῦν. Γιὰ νὰ εἴμαστε ὑγιεῖς, ὄχι γιὰ νὰ ἀρρωσταίνουμε. Γιὰ νὰ ἀποκαταστήσωμε τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψωμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Μᾶς ἔκαμε ὁ Θεὸς τὴν τιμὴ τοῦ δώρου· γιατὶ προσβάλλομε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἄμετρη χρήση του; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Παῦλος· Νὰ χρησιμοποιῆς λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι καὶ τὶς συχνὲς ἀσθένειές σου. Ἄν ὁ ἅγιος ἐκεῖνος παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀρρώστιές του, δὲν δοκίμασε τὸ κρασί, ὥσπου τοῦ ἐπέτρεψε ὁ δάσκαλος ποιὰ συγνώμη θὰ δοθῆ σ’ ἐμᾶς ποὺ μεθοῦμε ἐνῶ ἔχομε τὴν ὑγεία μας; Σ’ ἐκεῖνον ἔλεγε νὰ χρησιμοποιεῖ λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι του. Σὲ καθέναν ἀπὸ σᾶς ποὺ μεθᾶτε, θὰ πῆ χρησιμοποιεῖτε λίγο κρασὶ γιὰ τὶς πορνεῖες τὶς συχνὲς αἰσχρολογίες, γιὰ τὶς ἄλλες κακὲς ἐπιθυμίες ποὺ γεννᾶ ἡ μέθη. Κι ἄν δὲ θέλετε νὰ κάνετε γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρασὶ, κάνετε τουλάχιστο γιὰ τὴ λύπη καὶ τὴ δυσαρέσκεια ποὺ προκαλεῖ. Τὸ κρασὶ μᾶς δόθηκε γιὰ εὐχαρίστηση. Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου, λέει. Σεῖς ὅμως καταστρέφετε κι αὐτὸ τὸ πλεονέκτημά του. Τί εἶδους εὐχαρίστηση εἶναι νὰ μὴ βρίσκεσαι στὸν ἑαυτό σου, νὰ ἔχης πολλὲς ἐνοχλήσεις, νὰ βλέπης τὰ πάντα νὰ στριφογυρίζουν, νὰ κατέχεσαι ἀπὸ σκοτοδίνη, νὰ ἔχης ἀνάγκη νὰ σοῦ ἀλείβουν μὲ λάδι τὸ κεφάλι, ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πυρετό. Αὐτὰ δὲν τὰ λέω σ’ ὅλους ἤ μᾶλλον σ’ ὅλους. Ὄχι ἐπειδὴ μεθοῦνε ὅλοι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅσοι δὲ μεθοῦν δὲν φροντίζουν γιὰ κείνους ποὺ μεθοῦνε. Γι’ αὐτὸ κι ἀποτείνομαι πιὸ πολὺ σὲ σᾶς ποὺ δὲ μεθᾶτε. Γιατὶ κι ὁ γιατρὸς ἀφήνει τοὺς ἄρρωστους καὶ μιλᾶ μ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς περιποιοῦνται. Σ’ ἐσᾶς λοιπὸν ἀπευθύνω τὸ λόγο καὶ σᾶς παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῆτε ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ τοὺς αἰχμαλωτισμένους νὰ ἐλευθερώνετε, γιὰ νὰ μὴ φαίνωνται χειρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζωᾶ. Ἐκεῖνα δὲ γυρεύουν τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τοὺς χρειάζεται. Αὐτοὶ ὅμως γίνονται πιὸ ἄλογοι κι ἀπ’ αὐτά, μὲ τὸ νὰ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια του κανονικοῦ. Πόσο καλύτερα ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸ σκυλί. Καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα αὐτά- κι ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, ἄν θέλουν νὰ φᾶνε ἤ νὰ πιοῦνε γνωρίζουν τὸ ὅριο τῆς αὐτάρκειας καὶ δὲν προχωροῦν πέρα ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται. Κι ἄν βαλθοῦν πολλοὶ νὰ τὰ στριμώχνουν, δὲν ἀντέχουν νὰ πέσουν στὴν ὑπερβολή. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη λοιπὸν εἴστε κι ἀπὸ τ’ ἄλογα χειρότεροι ὄχι κατὰ τὴν κρίση τῶν ὑγιῶν μόνο ἀλλὰ καὶ σᾶς τῶν ἰδίων. Ἀπ’ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι θεωρήσατε τὸν ἑαυτό σας πιὸ ἀνάξιο ἀπὸ τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γαϊδουράκια. Γιατὶ τὰ ζῶα αὐτὰ δὲν τ’ ἀναγκάζετε νὰ πάρουν τροφὴ περισσότερη ἀπὸ τὸ μέτρο. Κι ἄν ρωτήση κανένας, Γιατί, θ’ ἀπαντήσετε, Γιὰ νὰ μὴν τὰ βλάψωμε. Γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας ὅμως οὔτε αὐτὴ τὴν πρόνοια δὲν παίρνετε. Ἔτσι θεωρεῖτε τὸν ἑαυτό σας κι ἀπὸ κεῖνα πιὸ μηδαμινὸ καὶ ἀδιαφορεῖτε, ἄν ὑποφέρετε ἀδιάκοπα. Γιατὶ τὴν βλάβη ἀπὸ τὴν μέθη δὲν τὴν ὑποφέρεις μόνο κατὰ τὴ μέρα τῆς μέθης, ἀλλὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴ μέρα αὐτή. Κι ὅπως ὅταν περάση ὁ πυρετὸς μένουν τ’ ἀποτελέσματά του, ἔτσι κι ἡ μέθη ὅταν περάση ἀφήνει τὴ ζάλη της στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Καὶ τὸ ἄθλιο σῶμα κοίτεται παράλυτο, σὰν ναυαγισμένο σκάφος κι ἡ πιὸ ταλαίπωρη ἀπ’ αὐτὸ ψυχή, κι ὅταν ἀκόμα τὸ σῶμα ἔχει διαλυθῆ δυναμώνει τὴν τρικυμία, ἀνάβει τὴν ἐπιθυμία κι ὅταν δίνη τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι στὰ λογικὰ της, τότε εἶναι μεγαλύτερη ἡ μανία της. Εἶναι γεμάτη ἡ φαντασία ἀπὸ κρασιὰ καὶ πιθάρια καὶ φιάλες καὶ ποτήρια. Κι ὅπως στὴν περίπτωση τῆς τρικυμίας ὅταν σταματήση, μένει ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅπως ἐκεῖ γίνεται ἀβαρία τῶν ἐμπορευμάτων, γίνεται κι ἐδῶ ἀβαρία ἀπ’ ὅλα τὰ σχεδὸν τὰ ἀγαθά. Εἴτε σωφροσύνη εὕρη, εἴτε ντροπή, εἴτε σύνεση, εἴτε καλωσύνη, εἴτε ταπεινοφροσύνη, ὅλα τὰ ρίχνει ἡ μέθη στὸ πέλαγος τῆς παραλογίας. Τὰ ἐπακόλουθα ὅμως δὲν εἶναι ὅμοια πιά. Γιατὶ ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀβαρία τὸ σκάφος γίνεται ἐλαφρότερο, ἐδῶ ὅμως βαραίνει περισσότερο. Γιατὶ στὴ θέση τοῦ θησαυροῦ ἐκείνου δέχεται ἄμμο κι ἁλμυρὸ νερὸ κι ὅλο τὸ συφερτὸ τῆς μέθης, ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἐπιβάτες καὶ τὸν κυβερνήτη βουλιάζει τὸ πλοῖο στὸ λεπτό. Γιὰ νὰ μὴν πάθωμε λοιπὸν αὐτὰ ἄς ἀπαλλάξωμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν τρικυμία. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δοῦμε βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἔχωμε παραδοθῆ στὴ μέθη. Μὴν ξεγελιέστε, λέει, οὔτε μέθυσοι, οὔτε ὑβρισταὶ δὲ θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τί ἀναφέρω τὴ βασιλεία; Τὸ πάθος τῆς μέθης οὔτε τὰ παρόντα δὲ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε. Γιατὶ ἡ μέθη μετατρέπει τὶς ἡμέρες μας σὲ νύχτες καὶ τὸ φῶς σὲ σκοτάδι. Καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ δὲ βλέπουν οἱ μεθυσμένοι μήτε αὐτὰ ποὺ εἶναι μπροστὰ στὰ πόδια τους. Καὶ δὲν εἶναι τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα. Μαζὶ μ’ αὐτὰ ὑποφέρει κι ἄλλη τιμωρία βαρύτατη, στενοχώριες παράλογες, νεῦρα, ἀδιαθεσίες, περίγελω χλευασμὸ ἀδιάκοπο. Γιὰ ποιὰ συγνώμη εἶναι ἄξιοι αὐτοὶ ποὺ διαπερνοῦν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὲτοια δεινά; Γιὰ καμμιά. Ἄς ἀποφύγωμε λοιπὸν τὸ πάθος, γιὰ νὰ κερδίσωμε καὶ τὰ ἐδῶ καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. 

(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.228-241)

alopsis.gr

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

 Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Αποφθέγματα

Πρόσεχε να μήν κατακρίνεις. Διότι από αυτό παραχωρεί ο Θεός και φεύγει η Χάρη και σε αφήνει ο Κύριος να πέφτεις, να ταπεινώνεσαι, να βλέπεις τα δικά σου σφάλματα. Αλλ' όταν υποχωρεί η Χάρη για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος, τότε γίνονται όλα σαρκικά και πέφτει η ψυχή. Συ όμως, τότε μή χάνεις την προθυμία σου, άλλα φώναζε διαρκώς την ευχή με βία, με το ζόρι, με πόνο πολύ. ''Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με''. Και πάλι και πολλές φορές, το ίδιο συνεχώς. Και σαν να ατενίζεις νοερά τον Χριστό να του λέγεις: ''…Δόξα σοι, δόξα σοι, ο Θεός μου''. Και υπομένοντας, πάλι θα έλθει η Χάρη, πάλι η χαρά. Όμως και πάλι ο πειρασμός και η λύπη, η ταραχή και τα νεύρα. Αλλά και πάλιν αγώνας, νίκη, ευχαριστία. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου σιγά-σιγά καθαρίζεσαι από τα πάθη και γίνεσαι πνευματικός.

Φάρμακα εἷναι οἱ πειρασμοί καί βότανα ἰατρικά, ὅπου θεραπεύουν τά  φανερά πάθη καί τές ἀόρατες πληγές μας. Ἔχε λοιπόν ὑπομονήν διά νά κερδίζῃς καθ’ ἑκάστην καί νά ταμιεύῃς μσθόν καί ἀνάπαυσιν καί χαράν εἰς τήν οὐράνιον Βασιλείαν.

Διότι ἔρχεται νύξ, ἡ τοῦ θανάτου, καί οὐδείς πλέον δύναται ἐργάζεσθαι. Διά τοῦτο σπεύσον. Ὀλίγος ὁ καιρός.

Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψη, διότι είναι στην εξορία. Μή ζητείς τελεία ανάπαυση. Ο Χριστός μας σήκωσε το Σταυρό, και μείς θα σηκώσουμε. Όλες τις θλίψεις, εάν τις απομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρά Κυρίου. Γι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να δοκιμάζει το ζήλο και την αγάπη, που έχουμε προς αυτόν. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μαθαίνει τα πνευματικά, δεν φθάνει σε μέτρα Αρετής και τελειώσεως.

Ταπείνωσις εἷναι νά σφάλλῃ ὁ ἄλλος καί, πρίν προλάβῃ αὐτός νά ζητήσῃ συγχώρησιν, νά τοῦ βάνωμεν ἡμεῖς μετάνοιαν, λέγοντες:

Συγχώρησον, ἀδελφέ, εὐλόγησον! Μή σοῦ φαίνεται πολύ καί δύσκολον αὐτό. Εἷναι ἕνα οὐδέν ἐμπρός εἰς ἐκεῖνο ὅπου ἔκαμε πρός ἡμᾶς ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἐνώπιον τῶν Ἀπέλων ἔσκυψε καί ἔβαλε μετάνοιαν ἀπό τοῦ ουρανοῦ εἰς τήν γῆν· Θεός πρός ανθρώπους! Καί σύ κάμεις τόν κόσμον ἄνω κάτω διά νά μήν εἰπῆς ἕνα «εὐλόγησον»! Ποῦ λοιπόν ἡ ταπείνωσις;

Παραιτήσου από το δικό σου θέλημα, για να βρεις ειρήνη ψυχής. Γιατί το θέλημα του ανθρώπου, έχει γίνει χάλκινο τείχος και εμποδίζει το φωτισμό και την ειρήνη.

Τίποτε άλλο δε μισεί τόσο ο Θεός, όσο την παράνομη ηδονική ακαθαρσία του σώματος.

Ἐσύ νομίζεις ὅτι δέν ἔφθασεν ἡ φωνή σου εἰς τούς Ἁγίους, εἰς τήν Παναγίαν μας, εἰς τόν Χριστόν. Μά, προτοῦ ἐσύ φωνάξης, οἱ Ἅγιοι ἔσπευσαν εἰς βοήθειαν σου γνωρίζοντες ὅτι θά τούς ἐπικαλεσθῇς καί θά ζητήσῇς τήν ἐκ Θεοῦ προστασίαν τους. Ὅμως ἐσύ μή βλέπων πέραν αὑτῶν ὅπου φαίνονται καί μή γνωρίζων τό πῶς ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμον θέλεις εὐθύς ὡς ἀστραπή νά γίνεται τό αἴτημά σου. Ὅμως δέν εἷναι ἔτσι.

Ὁ Κύριος ζητεῖ τήν ὑπομονήν. Θέλει νά δείξεις τήν πίστην σου. Δέν εἷναι μόνη ἡ προσευχή ὅπου νά λέγη κανείς ὡσάν παπαγάλος…

Δεν υπάρχει άλλη θυσία τόσο ευώδης προς το Θεό, όσο η αγνότητα του σώματος.

Ο ζητών Χάριν παρά Θεού, οφείλει να υπομένη τους πειρασμούς και τες θλίψεις εξ οιουδήποτε τρόπου μας έλθουν.
Δεν υπομένεις τους πειρασμούς;
Μηδέ Χάριν να ζητής.
Δεν θα σοι δοθή ποτέ.
Η Χάρις δίδεται πάντοτε, κατ’ αναλογίαν των πειρασμών.
Υπόμεινον, διά να λάβης…

Πρός το παρόν μένω σε μία σπηλιά. Έχω θαυμάσια ησυχία. Είμαι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, διότι ζω αμέριμνος και απολαμβάνω το μέλι της ησυχίας χωρίς καμιά διακοπή. Και μόλις για λίγο αναχωρήσει η Χάρη, έρχεται ως άλλη Χάρη η ησυχία και με υποθάλπει στους κόλπους της. Έτσι φαίνονται μικρότερες οι οδύνες και οι λύπες της πονηρής και μοχθηρής βιοτής. Πάντα ανακατεμένα έρχονται οι λύπες και οι χαρές στην παρούσα ζωή μέχρι τελευταίας πνοής.

Πρέπει νά γίνῃς γενναιότερος. Νά παραταχθῇς  στῆθος πρός στῆθος πρός αὐτούς τούς ἀσάρκους. Μήν τούς φοβῆσαι. Ἐσύ δέν βλέπεις με κάθε εὐχήν, ὅπου λέγεις, πόσοι πίπτουν, πόσοι στρέφουν τά νῶτα. Σύ μόνον βλέπεις ποσόν ἐσύ πληγώνεσαι.

Ἀλλά καί αὐτοί δέρνονται. Καί αὐτοί φεύγουν. Εἰς κάθε ὑπομονήν, ὅπου κάμνομεν, φεύγουν ἁλματωδῶς, καί είς κάθε εὐχήν πληγώνονται σοβαρῶς.

Λοιπόν μή θέλῃς ἐν καιρῷ πολέμου νά ρίπτῃς ἐσύ σφαῖρες καί βόλια καί αύτοί νά σοῦ ρίχνουν λουκούμια καί σοκολάτες.

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ: Η ΠΑΝΣΕΒΑΣΜΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
Η πανσεβάσμια κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου

Όταν ο πατριάρχης Ιακώβ, αναχωρώντας από τη πατρική εστία, εξαιτίας της κατ’ αυτού απειλής του αδελφού του Ησαύ, έφθασε κοντά στη δύση του ηλίου σε έρημο τόπο, πήρε έναν λίθο, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του και κοιμήθηκε. Είδε τότε σκάλα στηριγμένη στη γη, της οποίας η κεφαλή έφθανε στον ουρανό και οι Άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σε αυτήν, ο δε Κύριος στηριζόταν πάνω της… Όταν σηκώθηκε ο Ιακώβ από τον ύπνο, είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος! Ουκ έστι τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού και αύτη η πύλη του ουρανού» (Γεν. 28:17).

Η σκάλα εκείνη η μυστική ήταν τύπος και εικόνα της νοητής κλίμακας, της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της οποίας την σεβάσμια Κοίμηση περιχαρώς εορτάζουμε.

Μετά την παράβαση και παρακοή των πρωτοπλάστων, μεταξύ ουρανού και γης δεν υπήρχε καμία επικοινωνία. Πεθαίνοντας οι άνθρωποι μετέβαιναν στον Άδη. Πέρασαν περίπου πέντε χιλιάδες έτη και δεν βρισκόταν μέσον για να επικοινωνήσει η γη με τον ουρανό, ο άνθρωπος με τον Θεό. Υπήρχε τείχος. Υπήρχε φραγμός αδιάρρηκτος. Βρέθηκε, τέλος, το μέσον που χάλασε τον μεσότοιχο, διέρρηξε τον φραγμό, κατέβασε από τους ουρανούς τον Θεό, ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό, ένωσε τα επίγεια με τα επουράνια και έγινε εύκολη η διάβαση και η ανάβαση των ανθρώπων από τη γη στα ουράνια. Όλα, όλα αυτά γνωρίζετε, αγαπητοί μου, ποιος τα επετέλεσε; Η πανύμνητη Παρθένος που εορτάζουμε σήμερα!

Ω μεγαλεία, μεγαλεία της Παρθένου! Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, ποιος θα τα διηγηθεί! Αν εκείνος ο ουρανόπεμπτος αρχάγγελος Γαβριήλ, που υπηρέτησε στο μέγα αυτό μυστήριο, εξεπλάγη από θαυμασμό, πώς εμείς οι ταλαίπωροι, υλικοί και χοϊκοί να μην έλθουμε σε απορία και έκσταση; Αλλά ας παραλείψουμε τα του ύψους του μυστηρίου, και ας στραφούμε στο ζήτημα της σωτηρίας. Στο πώς δηλαδή θα σωθούμε και πώς θα μπορέσουμε να ανεβούμε στον ουρανό μέσω της νοητής κλίμακας, της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Όσοι, αγαπητοί μου αδελφοί, επιθυμείτε να ανεβείτε από τη γη στον ουρανό, να γίνετε πολίτες της άνω Ιερουσαλήμ, συμπολίτες των Αγγέλων και οικείοι του Θεού, υιοί Θεού και θεοί κατά χάριν, ελάτε και ακούστε. Στρέψετε τα αυτιά της ψυχής και του σώματος και προσέξτε τους λόγους μου, του ελαχίστου και ευτελούς. Σας μιλώ με αγάπη και αλήθεια και με συγκίνηση καρδιάς. Σας λέω με πλήρη πεποίθηση ότι δεν θα βρείτε άλλο μέσον ούτε ευκολότερο ούτε ασφαλέστερο να ανεβείτε στους ουρανούς από αυτή τη νοητή κλίμακα, την Παναγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία.

Κανείς ας μη διστάσει. Κανείς ας μη δειλιάσει. Κανείς ας μην αμφιβάλλει. Και αν κανείς είναι βεβαρημένος και βαρυφορτωμένος από πολλές και ποικίλες αμαρτίες, ας γίνει πρόθυμος, ας έχει θάρρος, ας μην απελπίζεται.

Αλλά πώς και με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να ανεβούμε από τη γη στους ουρανούς; Τόσο ύψος! Αυτό είναι κόπος, κίνδυνος, φόβος. Αυτό κι εγώ το ομολογώ, ότι είναι κόπος και πόνος, αλλά υπάρχει μέσον εύκολο, η Παναγία Παρθένος, η νοητή κλίμακα, μέσω της οποίας θα ανέλθουμε στους ουρανούς.

Όσοι πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση και ότι «οι τα αγαθά ποιήσαντες απελεύσονται εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5:29), και γι’ αυτό ζείτε ενάρετη ζωή, για να αξιωθείτε της ουρανίου βασιλείας, μη λησμονείτε, αλλά πάντοτε, στο στάδιο της παρούσας ζωής, να επικαλείσθε την Θεοτόκο, διότι αυτή με τη μεσιτεία της μπορεί να σας εισαγάγει στους ουρανούς.

Όσοι είστε αμαρτωλοί, απορρίψτε με ειλικρινή και καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση τις αμαρτίες και επικαλεσθείτε με όλη σας την ψυχή τη Θεοτόκο, για να μπορέσετε να ανεβείτε στους ουρανούς. Δεν βρίσκεται άλλο μέσον να σας βοηθήσει περισσότερο από την Παναγία. «Πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».

Αυτή είναι η πρόξενος της σωτηρίας μας. Αυτή κατέρριψε τον μεσότοιχο της μεταξύ ημών και του Θεού έχθρας. Αυτή συμφιλίωσε εμάς με τον Θεό και μας απάλλαξε από τη αιώνια καταδίκη και μας προξένησε την αφθαρσία. Αυτή είναι η γέφυρα η μετάγουσα προς την αιώνιον ζωήν, η κλίμακα που μας ανεβάζει στους ουρανούς και η ολκάς (το πλοίο) που μας οδηγεί στο ακύμαντο λιμάνι του Παραδείσου. Αυτή είναι των αμαρτωλών η σωτηρία και των Αγγέλων ο γλυκασμός. Ο ιατρός των νοσούντων και η τροφή των πεινώντων. Των πονεμένων ο πλούτος και των τυφλών η βακτηρία. Των αδικουμένων προστάτης και των ξένων η παράκληση.

Και τι να πω; Στους πάντες είναι τα πάντα η Μητέρα του Θεού και μητέρα ημών των χριστιανών. Όλοι όσοι βρισκόμαστε σε θλίψεις, συμφορές και ανάγκες προς αυτήν καταφεύγουμε, και όλοι όσοι με πίστη προστρέχουμε, τα αιτήματα λαμβάνουμε. «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε…».

Όσοι όμως είναι άπιστοι, όσοι είναι βλάσφημοι και υβριστές της Θεοτόκου, όχι μόνον τα αιτήματά τους δεν λαμβάνουν, αλλά θα έχουν και αντίδικη την Παναγία, εάν δεν σπεύσουν να μετανοήσουν.

Ας σπεύσουμε, αγαπητοί φιλόχριστοι, με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία, πριν έλθει η ώρα και η στιγμή του θανάτου. Ας επικαλούμαστε πάντοτε την Παναγία, γέροντες, νέοι, γυναίκες, παιδιά. Όλοι στο στόμα μας ας έχουμε το όνομα της Παναγίας. Το πρωί όταν σηκωνόμαστε, το βράδυ όταν πρόκειται να αναπαυθούμε, το όνομα της Παναγίας, του Ιησού και των Αγίων Του ας μη λείπει από το στόμα μας. Και όταν είμαστε υγιείς και όταν ασθενείς και όταν ψυχορραγούμε, ας εκπνεύσουμε με το όνομα της Παναγίας και του Ιησού στο στόμα, για να δοξασθούμε μαζί τους στους αιώνες. Αμήν. 

Από το περιοδικό “Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” 29, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 67.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ: ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΠΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ Α'

 

Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμηση της Θεομήτορος, Α΄

1. «Μ’ εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια; Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, η πόλη του Θεού, μια και γι’ Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ». Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι’ Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής;

2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα ανθρώπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τὴ δόξα τοῦ Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν’ αγνοήσουμε τ’ ανθρώπινά μας όρια και ν’ αγγίξουμε τραχιά τ’ αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυο ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ’ ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ’ όλα δώρο του νου μας – της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ’ αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό -έτρεχε πλάι άφθονο- και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται». Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ’ ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ’ Αυτήν λέγοντας:

3. Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι, Εσένα που δίνεις τ’ αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια; Και τούτο, γιατί Εκείνον, που πρώτα δεν χωρούσε, τον εχώρεσε στο δικό σου σώμα. Εκείνον, που δε δυνόταν να δει, τον βλέπει «ἐν κατόπτρῳ» χάρη σε Σένα, «με ξέσκεπη όψη».

Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρύττουν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά καν να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αυτή, αλήθεια, διαλεγμένη ανάμεσ’ από αρχαίες γενιές από την προαιώνια βουλή και ευδοκία του Θεού και Πατέρα, που σε γέννησε έξω από το χρόνο, υπερφυσικά και δίχως ν’ αλλοιωθή, Σε κυοφόρησε «στα στερνά τα χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα από τη σάρκα της, φανέρωση του ελέους του Θεού και σωτηρία, δικαιοσύνη και απολύτρωση, Εσένα, ζωή από τη ζωή, φως από το φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό. Η γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ο τρόπος που γέννησε υπερφυσικός, υπέρλογος και σωστικός για τον κόσμο, η κοίμησή της ένδοξη κι αληθινά ιερή και πανεύφημη.

4. Την προώρισε ο Πατέρας, οι προφήτες φωτισμένοι από το Πνεύμα την προανάγγειλαν, η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, την καθάρισε και την άγιασε, και, ας το πούμε έτσι, την πότισε από πριν. Και τότε Συ, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», κατοίκησες εντός της απερίγραπτα, τραβώντας ξανά την καταποντισμένη μας φύση στο άπειρο ύψος τής ακατάληπτής Σου Θεότητας. Αυτή την ανθρώπινη φύση την προσέλαβες στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας, φόρεσες σάρκα έμψυχη που είχε λόγο και νου (νοερή και λογική), της έδωσες την υπόστασή Σου κι έγινες τέλειος άνθρωπος, δίχως να πάψης νά ’σαι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, και ντύθηκες από άφατη ευσπλαχνία τη δική μας αδυναμία. Και γεννήθηκες απ’ Αυτήν ένας Χριστός, ένας Γιος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, τέλειος Θεός και συνάμα τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος, μια σύνθετη υπόσταση από δυο φύσεις τέλειες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και μέσα σε δυο τέλειες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Όχι άσαρκος Θεός ούτε απλά άνθρωπος, μα ένας και μοναδικός Γιος του Θεού και Θεός με σάρκα, ο ίδιος Θεός και μαζί άνθρωπος, έξω από κάθε σύγχυση και διαίρεση, έχοντας τις φυσικές ιδιότητες των δυο ανόμοιων σε ουσία φύσεων που είναι ενωμένες υποστατικά, ασύγχυτα και αδιαίρετα, δηλαδή το χτιστό και το άχτιστο, το θνητό και το αθάνατο, το ορατό και το αόρατο, το κλεισμένο σε σύνορα και το άπειρο, θεϊκό και ανθρώπινο θέλημα, θεϊκή ενέργεια μα και ανθρώπινη, δυο αυτεξούσιες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, τα θεϊκά θαύματα και τ’ ανθρώπινα πάθη, αυτά δηλαδή που έχουν σχέση με τη φυσική μας αδυναμία και είναι έξω από την αμαρτία.

Κι’ αυτά γιατί τον Αδάμ, όπως ήταν πριν από την πτώση, ελεύθερος από αμαρτία, τον έκανες, Κύριε, με την άμετρη ευσπλαχνία σου σάρκα Σου -το σώμα, την ψυχή, το νου και τις φυσικές τους ιδιότητες-, για να χαρίσης σ’ όλη μου την ύπαρξη τη σωτηρία, αφού, αλήθεια, «ό,τι δεν έχει προσληφθή δε θεραπεύεται». Και έτσι έγινες «μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους», έλυσες την έχθρα και οδήγησες τους αποστάτες στον Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω το πλανεμένο πλάσμα. Ήταν σκοτεινό και το φώτισες, έκανες πάλι καινούργιο το συντρίμμι, άλλαξες σε άφθαρτο το φθαρτό. Λευτέρωσες την κτίση από το ψέμα των πολλών Θεών, έκανες «τέκνα του Θεού» τους ανθρώπους, ανάδειξες μέτοχους της θεϊκής Σου δόξας τους ατιμασμένους. Ύψωσες «πάνω από κάθε Αρχή και Εξουσία» τον καταδικασμένο στης γης τα τάρταρα, πήρες μέσα σου και κάθισες μαζί σου στο βασιλικό θρόνο τον τιμωρημένο να ξαναγίνη χώμα και να κατοική στον Άδη. Ποιος λοιπόν ήταν το εργαστήρι για τ’ αναρίθμητα τούτα αγαθά, που ξεπερνάνε το νου και τη δύναμή του; Δεν είναι η αειπάρθενη Μητέρα Σου;

5. Βλέπετε, πατέρες και αδελφοί αγαπημένοι του Θεού, της σημερινής μέρας τη χάρη; Θωρείτε το ύψος και τη μεγαλοσύνη Αυτής που εξυμνούμε; Τα μυστήριά Της τούτα δεν είναι φοβερά; Γεμάτα θαύμα δεν είναι; Μακάριοι όσοι βλέπουν με τον μοναδικά δυνατό και σωστό τρόπο. Μακάριοι όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Τι αστραπές φωτός καταυγάζουν την αποψινή νύχτα, ποιες αγγελικές φρουρές κάνουν ολόφωτη την Κοίμηση της Μητέρας, που στάθηκε η αρχή της ζωής! Ποιοι Απόστολοι με χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν το ξόδι του σώματος που δέχτηκε το Θεό! Πώς ο Λόγος του Θεού, που δέχτηκε από άφατη ευσπλαχνία να γίνη γιος της, υπηρετεί με τις δεσποτικές Του παλάμες την πανάγια και θεϊκότατη μητέρα και υποδέχεται την ιερή της ψυχή! Πόσο έξοχος νομοθέτης! Δεν βρίσκεται κάτω από τη δύναμη του νόμου, κρατάει όμως το νόμο που θέσπισε ο ίδιος. Αυτός πρόσταξε ν’ αποδίνουν τα παιδιά το χρέος στους γονιούς και είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Είναι αληθινό και αναμφίβολο βέβαια τούτο για καθένα που, καν λίγο, έχει κατηχηθή στους λόγους της Γραφής. Γιατί αν, όπως λέει η Γραφή του Θεού, «οι ψυχές των δικαίων είναι στα χέρια του Θεού», Αυτή, περισσότερο απ’ όλους, δεν αποθέτει την ψυχή της στα χέρια του Γιου και Θεού της; Ο λόγος είναι αληθινός και πέρα από κάθε αντίλογο.

Αλλ’ εμπρός, ας εξετάσουμε όσο φτάνει η δύναμή μας, ποια είναι αυτή και από ποια γενιά κρατάει και πώς χαρίστηκε στον κόσμο τούτο και του δόθηκε ωσάν το πιο εξαίσιο και ακριβό δώρο του Θεού, πώς έζησε πάνω στη γη και για ποια μυστήρια την έκρινε ο Θεός άξια. Οι Έλληνες, όταν εγκωμιάζανε με λόγους επιτάφιους τους νεκρούς, συνάζανε με περισσή φροντίδα ό,τι θαρρούσαν ταιριαστό, για νά ’ναι τέλειο το εγκώμιο του νεκρού που παίνευαν και να ξυπνάνε στις καρδιές των ζωντανών πόθο ευγενικό και ορμή για την αρετή. Υφαίνανε στο λόγο τους τις πιο πολλές φορές μύθους κι αμέτρητα φανταστικά γεγονότα, μια κι εκείνοι που δέχονταν τον έπαινο δεν είχαν από μοναχοί τους έργα άξια γι’ αυτόν. Πώς λοιπόν εμείς καταποντίζοντας, καταπώς λένε, στους βυθούς της σιωπής τα αληθινότατα και σεβαστά, που αληθινά φέρανε σ’ όλους την ευλογία και τη σωτηρία, θα γλυτώσουμε το περιγέλιο και δε θα τιμωρηθούμε όμοια μ’ εκείνον, που παράχωσε το τάλαντο; Αρχίζω λοιπόν το λόγο φροντίζοντας να είναι σύντομος, για να μη κουράσω τ’ αυτιά, καθώς η υπερβολική τροφή τα σώματα.

6. Γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα. Ο Ιωακείμ ωσάν προβατοβοσκός έβοσκε και οδηγούσε τους λογισμούς του όπου ήθελε και τους εξουσίαζε πιο πολύ, παρ’ όσο ο τσοπάνος το κοπάδι, γιατί τον ποίμαινε ο Θεός σαν αρνί και δεν τού ’λειπε κανένα αγαθό. Κι όταν λέω αγαθό, να μη νομίση κανένας πως εννοώ των πολλών τις επιθυμίες, που κάνουν να λιμάζη πάντα ο νους των αχόρταγων, αυτά, που από φυσικού τους είναι πρόσκαιρα και δε μπορούν να καλυτερέψουν τον άνθρωπο που τα ’χει, τα θέλγητρα τούτης της ζωής με την αβέβαια δύναμη, που απομοναχά τους φυλλορροούν και μονοστιγμής λειώνουν, ακόμα κι άφθονα σαν τα ’χεις. Μακριά τέτοια σκέψη! Δε θαυμάζω τέτοια πράγματα και δεν είναι της μερίδας αυτής οι θεοφοβούμενοι. Εννοώ τ’ αγαθά, οπού οι αληθινά γνωστικοί ποθούν και λαχταράνε, τα ακατάλυτα για πάντα, όσα ευφραίνουν το Θεό και δίνουν ώριμο καρπό σ’ εκείνους που τα έχουν, τις αρετές δηλαδή, που τον καρπό τους -την αιώνια ζωή-, θα τον δώσουν στην ώρα τους -στο μέλλοντα αιώνα- σ’ αυτούς που κόπιασαν φιλότιμα και μόχθησαν όσο δύνονταν. Ο μόχθος βέβαια πάει μπροστά από τις αρετές, ακολουθάει όμως η ατέλειωτη μακαριότητα. Ο Ιωακείμ σ’ αυτές συνήθιζε να βόσκη τους λογισμούς του, στο μέσα «χλοερό λιβάδι», ζώντας στη θεωρία του λόγου του Θεού, κι ευφραινόταν «με το νερό της ανάπαυσης» που είναι η θεία Χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την «σε δρόμους δικαιοσύνης».

Η Άννα πάλι που τ’ όνομά της σημαίνει «χάρη», ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα κι όχι απλά γυναίκα του. Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά, ήταν στείρα η Χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορή στις ψυχές των ανθρώπων, αφού «όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν», δε βρισκόταν άνθρωπος «γνωστικός», άνθρωπος «να ζητάη το Θεό». Ύστερα ο αγαθός Θεός βλέποντας με συμπόνια άμετρη των χεριών Του το πλάσμα και θέλοντας να το σώσει, λύνει την ακαρπία της Χάρης, δηλαδή της Άννας, που ’χε δοσμένη τη σκέψη σ’ Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθή μήτε θα ξαναγεννηθή. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθή και θα γεννηθή ο κορμός της άφραστης μακαριότητας.

7. Για τούτο η Θεοτόκος γεννιέται από υπόσχεση: Άγγελος δίνει το μήνυμα για τη σύλληψη Αυτής που θα γεννηθή, αφού έπρεπε Εκείνη, που θα γινόταν μητέρα κατά σάρκα του μοναδικού και αληθινά τέλειου Θεού, να μη φανή από κανένα κατώτερη ή δεύτερη και σε τούτο. Ύστερα την αφιερώνουν στον ιερό ναό του Θεού, όπου ζει δείχνοντας φλογερή αφοσίωση και διαγωγή καλύτερη και πιο καθαρή από τους άλλους, μακριά από κάθε σχέση με άντρες και γυναίκες δίχως αρετή. Καθώς όμως έφτανε στο άνθισμα της ηλικίας της και απαγόρευε ο νόμος να μένη μέσα στο ναό, οι ιερείς την παραδίνουν στο μνηστήρα, σα να λέμε το φύλακα της παρθενίας, τον Ιωσήφ, που ως τα γερατειά του κρατούσε παρ’ άλλος ανόθευτο το νόμο. Κοντά του ζούσε η νεαρή και πανάμωμη κόρη, δοσμένη στη λάτρα του σπιτιού, μη ξέροντας τι γίνεται στο κατώφλι του.

8. «Όταν όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», όπως λέει ο θεϊκός Απόστολος, ο Θεός έστειλε σ’ αυτήν, την αληθινή του κόρη, τον άγγελο Γαβριήλ που της είπε: «Χαίρε, Χαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Όμορφη η προσφώνηση του αγγέλου στην κόρη που είναι πάνω από τους αγγέλους, γιατί φέρνει χαρά παγκόσμια. «Εκείνη όμως ταράχτηκε με το λόγο τούτο», ασυνήθιστη να μιλάει με άντρες, αφού είχε οριστικά αποφασίσει να φυλάη την παρθενία της. «Αναλογιζόταν τι λογής να ’ναι αυτός ο χαιρετισμός». Κι’ ο Αρχάγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί βρήκες χάρη» η άξια της χάρης. Βρήκες χάρη εσύ, που μόχθησες γεωργώντας το χωράφι της χάρης και θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρήκες άβυσσο χάρης εσύ, που κράτησες γερό το καράβι της διπλής παρθενίας: κράτησες παρθένα την ψυχή όσο και το σώμα, για τούτο κρατήθηκε κι αυτουνού η παρθενία.

«Και θα γεννήσεις», λέει, «γιο και θα τον ονομάσης Ιησού». Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. «Αυτός θα σώση το λαό Του από τις ανομίες του». Τι αποκρίνεται σε τούτα ο αληθινός θησαυρός της σοφίας; Δεν ακολουθάει τυφλά το παράδειγμα της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, αλλ’ αντίθετα διορθώνει την αστοχιά εκείνης και προβάλλοντας για άμυνα τη φύση απαντάει σχεδόν έτσι στον αγγελικό λόγο: «Πώς θα γίνει τούτο, αφού άντρα δε γνωρίζω;» Αδύνατα πράγματα λες, του λέει, γιατί ο λόγος σου καταργεί τους απαράβατους φυσικούς νόμους που όρισε ο Πλάστης. Δε μ’ αρέσει να γίνω μια δεύτερη Εύα και να πατήσω του Θεού το θέλημα. Κι αν όσα λες δεν είναι ενάντια στη βούλησή Του, λύσε μου την απορία εξηγώντας πώς θα συλλάβω. Ο μαντατοφόρος της αλήθειας της απάντησε: «Πνεύμα άγιο θα κατεβεί πάνω σου και θα βρεθείς μέσα στη σκιά της δύναμης του Υψίστου, για τούτο και η άγια ύπαρξη που θα γεννηθή θα ονομαστεί Γιός του Θεού». Αυτό που τώρα γίνεται δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους, γιατί ο δημιουργός και κυρίαρχος της φύσης έχει τη δύναμη να τους αλλάζει. Εκείνη, ακούγοντας με ιερή ευλάβεια το Όνομα που πάντα ποθούσε και τιμούσε, και σκιαγμένη μη φανή ανυπάκουη, μίλησε με λόγια υποταγής γεμάτα φόβο και χαρά: «Λοιπόν να, υποτάσσομαι στον Κύριο, εγώ η δούλη Του. Ας γίνη με μένα καθώς λες».

9. «Ω απύθμενος πλούτος και σοφία και γνώση του Θεού», για να μιλήσω κι εγώ με το λόγο του Αποστόλου στην καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι βουλές Του κι ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι Του». Ω αγαθότητα του Θεού αστόμωτη, ω αβυθομέτρητη αγάπη! Εκείνος που καλεί «το ανύπαρχτο να γίνη υπαρχτό», που «γεμίζει τον ουρανό και τη γη», που ’χει τον ουρανό θρόνο και «τη γη υποπόδιο», κάνει πλατύ κατάλυμα την κοιλιά της δούλης Του κι Εκεί ολοκληρώνει το πιο πρωτόφαντο απ’ όλα τα πρωτόφαντα μυστήρια: ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, γεννιέται υπερφυσικά όταν συμπληρώνεται ο χρόνος της κύησης, ανοίγει τη μήτρα δίχως να χαλάσει της παρθενίας την κλειδαριά και βαστιέται από αγκαλιά γήινη, Αυτός, «το απαύγασμα της δόξας, ο τύπος της υπόστασης του Πατέρα, που ο λόγος Του έχει τη δύναμη να κρατάει τα σύμπαντα».

Ω! θεϊκά, αλήθεια, θαύματα, μυστήρια που ξεπερνάνε τη φύση και το λογικό! Ω παρθενικό καύχημα, που είσαι πάνω από τ’ ανθρώπινα! Ποιο είναι, ιερή Μητέρα και Παρθένα, αυτό το μέγα μυστήριο που σε τυλίγει; «Ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου». Είσαι ευτυχισμένη ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων, η μόνη αξιομακάριστη. Να που σε μακαρίζουν όλες οι γενιές, καθώς είπες. Εσένα είδαν οι κόρες της Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας δηλαδή, και σένα καλοτυχίσανε οι βασίλισσες, μ’ άλλα λόγια οι ψυχές των δίκαιων, και θα σε υμνούνε στους αιώνες.

Γιατί εσύ είσαι ο βασιλικός θρόνος που κυκλώνουν οι θρόνοι, δηλαδή οι άγγελοι, βλέποντας να κάθεται Εκεί ο Κύριος και Δημιουργός τους.

Συ στάθηκες νοητή Εδέμ ιερώτερη και θεϊκότερη από την παλιά -σε κείνη κατοικούσε Αδάμ «χωματένιος», σε σένα Κύριος «από τον ουρανό».

Η κιβωτός, κρατώντας το σπόρο για ένα δεύτερο κόσμο, εσένα προεικόνισε, γιατί συ γέννησες το Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κοίμισε τα κύματά της.

Εσένα προεικόνισε η βάτος, οι θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ήταν, η κιβωτός του νόμου εσένα προμηνούσε, το χρυσό σταμνί και το λυχνάρι και το τραπέζι και το «ραβδί του Ααρών που βλάστησε» ολοφάνερα ήταν δική σου προτύπωση. Από σένα, αλήθεια, η φωτιά της θεότητας, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», τ’ ολόγλυκο κι ουρανόσταλτο μάννα, το ανώνυμο όνομα «που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα», το ανέσπερο και απρόσιτο φως, «της ζωής το ψωμί» το ουράνιο, ο αγεώργητος καρπός, από σένα σωματικά αναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δεν ήταν το καμίνι με τη δροσερή και συνάμα φλογερή φωτιά, εικόνα της θεϊκής φωτιάς που σε κατοίκησε;

Και η σκηνή του Αβραάμ καταφάνερα εσένα προτυπώνει: στο Λόγο του Θεού που κατασκήνωσε στην κοιλιά σου η ανθρώπινη φύση πρόσφερε το ψωμί το ψημένο στη στάχτη, δηλαδή τον πρώτο και καλύτερο καρπό της, βγαλμένο από τα δικά σου αγνά αίματα, που, ας το πούμε έτσι, ψηνόταν από τη θεϊκή φλόγα κι έπαιρνε τη μορφή σωστού ψωμιού, βρίσκοντας την υπόστασή της στο θεϊκό πρόσωπο του Λόγου και γινόταν έτσι αληθινό σώμα ζωντανεμένο από ψυχή λογική και νοερή.

Λίγο και θα ξεχνούσα την κλίμακα του Ιακώβ. Τι τάχα; Δεν είναι για όλους φανερό πως στάθηκε δική σου προεικόνιση και τύπος; Όπως ο Ιακώβ είδε τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη, άγγελους να την ανεβοκατεβαίνουν και τον αληθινά Δυνατό κι Ανίκητο να παλεύη συμβολικά μαζί του, έτσι κι εσύ μεσίτεψες κι έγινες σκάλα για να κατεβή σ’ εμάς ο Θεός, που πήρε πάνω Του την ασθενική μας φύση, τη σύμπλεξε και την ένωσε με τη δική Του κι έκανε τον άνθρωπο νου ικανό να θεωρεί το Θεό. Εσύ συμπλησίασες τα χωρισμένα. Για τούτο κατεβαίνανε άγγελοι να τον υπηρετήσουν ως Θεό και Κύριο και άνθρωποι, που ζήσανε αγγελικά, αρπάζονται στον ουρανό.

Και τι να πω για τα κηρύγματα των προφητών; Δεν πρέπει να τ’ αποδώσουμε στο πρόσωπό σου, αν θέλουμε να δείξουμε το αληθινό τους νόημα; Γιατί ποιο είναι το ποκάρι του Δαβίδ, όπου του Θεού, που βασιλεύει πάνω σ’ όλα, ο Γιος, δίχως αρχή και βασιλιάς ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα Του, κατέβηκε σα δροσιά; Δεν είσαι ολοφάνερα εσύ;

Και ποια είναι η παρθένα, που ο Ησαΐας προείδε και προφήτεψε πως «θα συλλάβει» και θα γεννήσει γιο, που θα είναι «ο Θεός μαζί μας», δηλαδή θα μένει και Θεός μετά την ενανθρώπησή Του;

Ποιο ακόμη είναι το βουνό του Δανιήλ, απ’ όπου κόπηκε το αγκωνάρι, ο Χριστός, δίχως ανθρώπινη αξίνα; Δεν είσαι συ που παρθενικά κυοφόρησες και πάλι έμεινες παρθένα;

Ας έλθη ο γεμάτος πνεύμα Θεού Ιεζεκιήλ, για να μας δείξει την κλειστή πύλη που διάβηκε ο Κύριος, δίχως αυτή ν’ ανοίξη, όπως προφητικά προείπε. Ας μας δείξη την εκπλήρωση των λόγων του. Σίγουρα θα δείξη εσένα, απ’ όπου πέρασε ο Θεός όλης της κτίσης και πήρε σάρκα, χωρίς ν’ ανοίξη της παρθενίας την πύλη -η σφραγίδα της αληθινά μένει αιώνια.

Εσένα λοιπόν κηρύττουν οι προφήτες. Εσένα διακονούν οι άγγελοι, υπηρετούν οι απόστολοι, ο απόστολος που έμεινε παρθένος, ο θεολόγος, εσένα την αειπάρθενη και Θεοτόκο υπηρετεί. Σήμερα, καθώς αποδημούσες για το Γιο σου, σε τιμούσαν οι άγγελοι, οι ψυχές των δίκαιων, των πατριαρχών και των προφητών. Τιμητική φρουρά οι απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν με το θεϊκό πρόσταγμα από τα πέρατα της γης, ωσάν μέσα σε νεφέλη, στη θεϊκή και ιερή Ιερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα ύμνους ιερούς σε σένα, την πηγή του σώματος του Κυρίου, που είναι η αρχή της ζωής.

10. Ω, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάσσεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν’ αφήση ό,τι είναι θνητό και να ντυθή την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή της ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ’ ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ’ αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.

Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ’ όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο -αληθινά το ’χει χαρίσει, το πιστεύουμε-, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή σου από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα σου, μ’ όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτή άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.

Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζη σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνη το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ’ αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζη σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. Γιατί εσύ άνθισες «ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού» και ο καρπός σου «γλύκα στο λαρύγγι» των πιστών. Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου.

11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ’ ανέβασμά σου φρίξανε τ’ ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: «Ποιά είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθισμένη», «που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;». Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ «ωσάν άνθος του αγρού», «ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ’ αγκάθια»· «γι’ αυτό σ’ αγαπούν οι κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω απ’ τ’ άρωμά σου», «ο βασιλιάς σ’ έφερε στο θάλαμό Του». Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ’ εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ’ ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφίμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, «ως τον ουρανό», ούτε σ’ ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο «ως τον τρίτο ουρανό», παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Γιού σου, τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά. Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για αυτούς που πενθούνε, παρηγοριά, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.

12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός, που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι. Για όλους του Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: «Μη καλοτυχίζης άνθρωπο πριν πεθάνει». Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας. Για όλα σου τ’ αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ’ από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. Έτσι δε σ’ έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψει ολάκερος.

Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιο σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ’ ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. «Θα χορτάσουμε με τ’ αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του». Κι άλλον: «Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του», «βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήση ο Θεός». Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου, σ’ ακούμπησε στον τάφο και σ’ έστελνε μ’ αυτόν, σα να ’ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «πάνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτή «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός». Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε «η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά». Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ’ ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και Δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.

13. Ω, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ’ ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ω, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι’ αντλούνε άφθονα αγαθά.

Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ’ ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρη, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψη, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπιν σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατάλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγια του μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατρειάς και κάθε αγαθού για εκείνους, που το πλησιάζουνε με πίστη.

14. Από σένα και μεις σήμερα κρατιόμαστε, ω Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ανύμφευτη, μ’ αγκιστρωμένες τις ψυχές στην ελπίδα που εσύ μας δίνεις, ωσάν στην πιο γερή και αρράγιστη άγκυρα, παραδίνοντας σε σένα το νου, την ψυχή, το σώμα, όλο μας τον εαυτό, δοξολογώντας σε «με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές» όσο δυνόμαστε, αφού, όσο αξίζεις είμαστε ανήμποροι. Γιατί αν, όπως μας δίδαξε ο λόγος ο ιερός, η τιμή στους σύνδουλούς μας φανερώνει την αγάπη στον Κύριο όλων μας, πώς να παραλείψουμε να τιμήσουμε σένα, που γέννησες τον Κύριο; Και πώς να μη ποθεί ολόκληρη η καρδιά μας την τιμή τούτη; Πώς να μη την προτιμούμε κι απ’ αυτή ακόμη, την απαραίτητη ανάσα, αφού μας δίνει την ζωή; Έτσι θα δείξουμε καλύτερα την αγάπη μας στον Κύριό μας. Γιατί όμως μιλώ για τον Κύριο; Σ’ εκείνους, που ευλαβικά σε τιμούνε, φτάνει, αλήθεια, το ακριβότατο δώρο της μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά αναφαίρετη και βαθύτατη. Από ποια αγαλλίαση τάχα, από ποια αγαθά, δεν πλημμυράει όποιος το νου του κάνει μυστικό θάλαμο της πανάγιας μνήμης σου;

Αυτή είναι η ευχαριστήρια προσφορά μας, ο πιο διαλεχτός μας λόγος, ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρη το φτωχό μας μυαλό, που κινήθηκε λησμονώντας την ανημπόρια του από τον πόθο για σένα. Δέξου όμως με καλοσύνη τον πόθο, αφού ξέρεις πως ξεπερνάει τη μπόρεσή μας. Και συ, Κυρά γεμάτη αγαθότητα, που γέννησες τον αγαθό μας Κύριο, μακάρι να ’χης πάνω μας τα μάτια σου, να μας πηγαίνης όπου θες, να κόψης την ορμή των ντροπιασμένων μας παθών οδηγώντας μας στο ατρικύμιστο λιμάνι, που ’ναι του Θεού το θέλημα, να μας αξιώσεις ν’ αντικρύσουμε τη μελλοντική μακαριότητα, τη γλυκειά λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Θεού Λόγου, που σαρκώθηκε από σένα. Μαζί μ’ Αυτόν δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια στον Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και παντοτινά και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

(Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Η Θεοτόκος: Τέσσερις Θεομητορικές Ομιλίες, Γ΄ εκδ. “Αποστολική Διακονία”, Αθήνα, 2010)