Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο ή κανένας στην κόλαση.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025
Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025
ΓΕΡΩΝ ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ- ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΝ ΓΛΥΤΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Γέρων
Ευλόγιος του Φανερωμένου
Οι
προσευχές του υποτακτικού τον γλύτωσαν από την κόλαση
To 1901 o Γέρων (του Κελλίου Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου
πλησίον των Καρυών) Παχώμιος, γερασμένος και ασθενής, στην επιθανάτια κλίνη
έβλεπε δαίμονες. Ο Γέροντας Ευλόγιος στάθηκε συμπαραστάτης και παρηγορητής του
όταν, κατά τις ανεξερεύνητες κρίσεις του Θεού, προσευχόμενος είδε την ψυχή του
να πορεύεται στην κόλαση, πρόσπεσε με θερμά δάκρυα στη μεσιτεία της Παναγίας
για την ψυχή του Γέροντός του. Μη μπορώντας να αντέξει την απώλειά του,
δανείστηκε χρήματα για να κάνουν λειτουργίες ιερείς και να προσευχηθούν ασκητές
επί σαρανταήμερο για την ψυχή του. Την τεσσαρακοστή ημέρα εμφανίστηκε
χαρούμενος μπροστά του ο Γέρων Παχώμιος και τον ασπάστηκε, ευχαριστώντας τον
για την σωτηρία του. Προς χάρη του η Θεοτόκος, τον είχε απαλλάξει από την
κόλαση.
ΠΗΓΗ : "ΠΡΩΤΑΤΟΝ", ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1984, αριθ. 11, σελ. κ.ε.
ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΛΑΔΟΦΑΝΑΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!
Το Λαδοφάναρο της κόλασης
Διηγείται ο μακαριστός Γέρων Μάρκελλος Καρακαλληνός
Ήταν ένας δόκιμος
μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν
-κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι η
πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο
και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει και τη νύκτα πριν την ημέρα πού θα
σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει ένα τρομερό όραμα:
Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε.
Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.
- Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;
- Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.
Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους διαδρόμους.
Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει.
- Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου.
- Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιού σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.
Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω! Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε!
Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.
- Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;
- Αυτό κι αυτό,
Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι
θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!