ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ!

 

Διήγηση Γέροντος Μαρκέλλου Καρακαληνού
Η Παναγία και οι Αγιορείτες στην Δευτέρα παρουσία

Υπάρχει μία διήγηση για ένα συγκλονιστικό όραμα Σχετικά με τούς Αγιορείτες πατέρες και την Ύπεραγία Θεοτόκον, ή οποία εικονίζεται πολλές φορές και ως Ηγουμένη, ως Γερόντισσα του Αγίου Όρους, με την ράβδο και τον μανδύα Της. Αυτή επιστατεί, αυτή επαγρυπνεί, αυτή φροντίζει για τα παιδιά Της.  Είχε έλθει, λέει, ή Δευτέρα Παρουσία, ή Μέλλουσα κρίσις. Ή Παναγία ως Ηγουμένη περνούσε από τα κοιμητήρια των ιερών μονών, από τις σκήτες, από τα ερημητήρια, απ’ όπου υπήρχαν τάφοι πατέρων. Καθώς περνούσε από τον τόπο της αναπαύσεως των πατέρων, κτυπούσε με την ράβδο Της τα μνήματα και ανασταίνονταν οι πατέρες!

Συγκλονιστικό όραμα… 

Όλοι οι αναστημένοι πατέρες ακολουθούσαν την Παναγία πού πήγαινε μπροστά και έτσι σχηματίσθηκε μία μεγάλη ποίμνη, ή ποίμνη της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Οι Άγιορείται ήσαν και είναι τα παιδιά Της, πού τα οδηγούσε και τα οδηγεί στην Βασιλεία των ουρανών. Ύπέροχον όραμα. Αλλά κάπου – κάπου, από ορισμένα μνήματα ή Παναγία δεν έπαιρνε τούς πατέρας. Τούς άφηνε εκεί. Ήσαν οι μοναχοί πού δεν πρόσεξαν στην ζωή τους, πού δεν τήρησαν τις μοναχικές υποσχέσεις και τα μοναχικά καθήκοντα. Εκείνοι φώναξαν, εκλιπαρούσαν, έκλαιαν, ικέτευαν: Πάρε με Παναγία μου και μένα! Πάρε με και μένα μαζί Σου! Όμως δεν τούς έπαιρνε κι έμεναν εκεί παραπονούμενοι και αποχωρισμένοι από την μεγάλη αδελφότητα, την Συνοδεία της Ύπεραγίας Θεοτόκου.

Κάθε Αγιορείτης μοναχός, την Παναγία την αισθάνεται Μητέρα του. Ότι και αν Της ζητήσει με πίστη και καθαρότητα, ή Παναγία θα το ικανοποιήσει, αλλά κι εκείνος προσπαθεί πάντοτε με την ζωή του να ευαρεστεί ενώπιον Της. Δηλαδή προσπαθεί ή ζωή του να είναι τέτοια, πού να μη λυπεί την Μητέρα του.

Πηγή: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΛΑΔΟΦΑΝΑΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!

 Το Λαδοφάναρο της κόλασης
Διηγείται ο μακαριστός Γέρων Μάρκελλος Καρακαλληνός

Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι η πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει και τη νύκτα πριν την ημέρα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει ένα τρομερό όραμα:  

Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε.  

 Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.  

- Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;  

- Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.  

Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους διαδρόμους.  

Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει.  

- Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου. 

- Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιού σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.  

Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω! Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε!  

Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.  

- Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;  

- Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!