ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Π. ΣΑΒΒΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ;


Π. Σάββας Αχιλλέως: Μετάνοια είναι να απαρνηθεί κάποιος όλες τις κακές και αμαρτωλές πράξεις, τις φαυλότητες της ζωής που έχει διαπράξει και να πάει στον πνευματικόν να τις εξομολογηθεί και από εκεί και μετά να πράττει όλα του Θεού τα θελήματα και τα προστάγματα. Αυτός είναι ο ειλικρινής άνθρωπος ο οποίος μετανοεί. 

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ: ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΙΖΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ!

Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: Την ψυχή που συνηθίζει να εξομολογείται, η σκέψη της εξομολογήσεως την συγκρατεί σαν χαλινάρι και δεν την αφήνει να αμαρτήσει. Αντιθέτως τις αμαρτίες που δεν σκέπτεται κανείς να τις εξομολογηθή, συνεχώς σαν σε σκοτάδι τις διαπράττει άφοβα”. (Λόγος 4, Περί υπακοής μς’) 

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΣΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΑΙ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΣΑΙ;

Όσιος Παΐσιος: – Εσύ εξομολογείσαι, εκκλησιάζεσαι;
– Εγώ, πάτερ, αυτά τα θεωρώ τυπικά πράγματα.
– Α, όχι! Αυτά είναι όπως το κεντρικό τούβλο του τρούλου, το κλειδί! Έτσι και το αφαιρέσεις, όλος ό τρούλος σωριάζεται. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΣΚΕΨΟΥ ΤΩΡΑ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ!

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Άφησε το σπίτι σου ασκούπιστο, ακάθαρτο, χωρίς αερισμό, για έναν χρόνο! Δεν θα γίνει αληθινή παράγκα; Και σκέψου τώρα τι έγινε με την ψυχή εκείνου που, όχι για έναν χρόνο, αλλά για είκοσι, σαράντα, εξήντα ή εβδομήντα χρόνια, δεν καθάρισε την ψυχή του με την θεία εξομολόγηση!

ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ: ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ, ΕΙΝΑΙ ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ!

Άγιος Μάρκος ο Ασκητής: Οι πειρασμοί που μας έρχονται αναπάντεχα, είναι θεία οικονομία και μας διδάσκουν να είμαστε φιλόπονοι στην εργασία των εντολών, και χωρίς να το θέλομε μας ελκύουν στην μετάνοια. 

Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Π. ΣΙΜΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ: ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ, ΑΛΛΑ Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΕ!

 Π. Σίμων Αρβανίτης
Σηκώθηκε να φύγει, αλλά η πόρτα του κελιού δεν άνοιγε
 
Κάποια μοναχή πήγε στην Κηφισιά και πήρε ένα ταξί, για να ανέβει στο Μοναστήρι [στην Ιερά Μονή Άγιο Παντελεήμονα Ν. Πεντέλης]. Ο ταξιτζής, που την μετέφερε, είχε ακούσει για τον πάτερα Σίμωνα [Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης] και ρώτησε την μοναχή γιατί ανεβαίνει επάνω.
 
Εκείνη του είπε ότι πηγαίνει, για να εξομολογηθεί. Όταν άκουσε αυτό ο ταξιτζής, την ρώτησε με έκπληξη:
– Τι αμαρτίες έχεις εσύ που είσαι μοναχή;
Εκείνη του απάντησε πως όλοι έχουμε αμαρτίες. Όταν έφτασε κοντά στο μοναστήρι, η άσφαλτος τελείωνε και άρχιζε ο χωματόδρομος, που ήταν χαλασμένος, και είπε η μοναχή να την αφήσει εκεί, αλλά ο ταξιτζής της είπε:
-Θα σε πάω μέχρι το Μοναστήρι.

Όταν έφτασαν, η μοναχή του είπε να περάσει στην κουζίνα να πάρει έναν καφέ. Μόλις τελείωσε η μοναχή την εξομολόγησή της, είπε στον ταξιτζή:
– Θέλεις να πας μέσα να πεις καμιά λέξη να εξομολογηθείς και να πάρεις την ευχή του;
Ο ταξιτζής δέχτηκε, μπήκε μέσα, πήρε την ευχή του και άρχισε να εξομολογείται. Σηκώθηκε να φύγει, αλλά η πόρτα του κελιού δεν άνοιγε. Ο ταξιτζής λέει στον Γέροντα:
– Πάτερ Σίμων, η πόρτα του κελιού δεν ανοίγει.
Ο Γέροντας του απάντησε:
– Παιδί μου, δε έχεις εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες· γι αυτό δεν ανοίγει.

Ο ταξιτζής τα έχασε, συγκινήθηκε και εξομολογήθηκε όλες τις αμαρτίες του. Αφού είδε ο Γέροντας ότι τα είπε όλα, του διάβασε την ευχή. Όταν σηκώθηκε να φύγει, δεν πρόλαβε να να πιάσει την πόρτα και άνοιξε μόνη της. Μόλις βγήκε έξω τον ρώτησε η μοναχή:
– Πώς σου φάνηκε ο παππούλης;
– Τι να σου πω; Είχες δίκιο, αυτός είναι άγιος άνθρωπος, και της διηγήθηκε ό,τι συνέβη. Της είπε επίσης:
– Ευχαριστώ πάρα πολύ που μου είπες να εξομολογηθώ, γιατί αναπαύτηκε η ψυχή μου, αισθάνομαι άλλος άνθρωπος και φεύγω από δω όχι όπως ήρθα, αλλά σαν να έχω φτερά και πετάω.
 
Από το βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά, «Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης, (1901-1988), Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του», τόμος Β’.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
 
Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.
Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.
Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:
“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.
Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.
“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.
 
Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.
“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.
Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.
“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.
Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.
 
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.
Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.
Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.
Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.
Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.
 
Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.
Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.
“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.
 
Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.
Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.
Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.
 
Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.
Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.
Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.
Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.
 
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.
Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.
Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.
 
ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: "ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ;"

 
Tί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθούμε;

Ἡ σωτηρία μας εἶνε εύκολη. Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾶς σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ νὰ μονάσῃς· δὲν σοῦ λέω νὰ πάρῃς ἕνα κομποσχοίνι, σαν τὴν ἁγία Mαρία τὴν Aἰγυπτία, καὶ νὰ πᾶς στὴν ἔρημο, σὰν ἐκείνη, καὶ νὰ ζήσῃς σκληρὴ ζωή· δὲν σοῦ λέω, ν᾽ ἀφήσῃς τὴ γυναῖκα σου καὶ τὰ παιδιά σου· δὲν σοῦ λέω ν᾽ ἀνεβῇς στὰ βουνά, ὄχι. Nὰ μείνῃς μὲ τὴ γυναῖκα σου καὶ μὲ τὰ παιδιά σου μέσα στὴν κοινωνία καὶ νὰ πίστευες.
Ναί, νὰ πιστεύῃς μπροστὰ σὲ τόσες ἀποδείξεις, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Eὔκολος εἶνε ἡ σωτηρία.
Nὰ πιστεύσῃς ὅτι ὁ Xριστὸς κατέβηκε κάτω στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἄρῃ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν. 
Nὰ πιστεύσῃς ὅτι μιὰ σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του εἶνε ἡ λύτρωσι τῆς ανθρωπότητας.
Καὶ μετὰ νὰ πλησιάσῃς μὲ ταπείνωσι, μὲ κατάνυξι, μὲ δάκρυα τὸν Mεγάλο Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ πῇς· Ὦ Θεέ μου! νὰ πῇς μιὰ λέξι. Mιὰ λέξι να πῇς καὶ φτάνει. Nὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον». 
Tὸ «Ἥμαρτον» νὰ πῇ ὁ μικρός, τὸ «Ἥμαρτον» νὰ πῇ καὶ ὁ μεγάλος, τὸ «Ἥμαρτον» νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι μας. Nὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον» ὄχι γελώντας καὶ καγχάζοντας· νὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον» μὲ δάκρυα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Mαρία ἡ Aἰγυπτία στὴν έρημο.
Nὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον» ποῦ; Mπροστὰ στὶς εἰκόνες; Ὄχι, ἀλλὰ μπροστὰ στὸν πνευματικό, μπροστὰ στὸν ἐξομολόγο. Σ᾽ αὐτὸν νὰ σταθῇς μὲ προσοχὴ καὶ νὰ πῇς «Ἥμαρτον» καὶ ἔκανα αὐτὸ καὶ αὐτὸ καὶ αὐτό. Kαὶ τότε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι θὰ σὲ πάρουν στὰ χέρια καὶ θὰ σὲ ὑψώσουν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, γιατὶ «χαρὰ γίνεται στὸν οὐρανὸ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι"

Επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (+)

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ: "ΑΝ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΠΡΩΤΟΙ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ".

 "Αν προλάβουμε πρώτοι να κατηγορήσουμε τον εαυτόν μας 
με την μετάνοια.."

«Μετανοώ, αλλά ντρέπομαι να ομολογήσω τ' αμαρτήματά μου. Είναι τόσα πολλά, ώστε ντρέπομαι να τα παρουσιάσω στον εξομολόγο κληρικό».
 Η ντροπή πρέπει να υπάρχει, αλλά προ, όχι μετά την αμαρτία. Να ντρεπόμαστε να διαπράξουμε το κακό, να μη ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε το κακό.
Η μετάνοια εκφράζεται σαν ομολογία των αμαρτημάτων, σαν εξαγόρευση. 
Μη ντρέπεσαι να πεις τις αμαρτίες σου. Κάποτε θα γίνη η αποκάλυψη των αμαρτημάτων μας. Ή θα τις αποκαλύψουμε εμείς, μόνοι μας, μπροστά σ' ένα πρόσωπο, στον πνευματικό, ή θα τις αποκάλυψει ο Θεός την ήμερα εκείνη μπροστά σ' όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους. 
Αν προλάβουμε πρώτοι να κατηγορήσουμε τον εαυτόν μας με την μετάνοια, εξαλείφονται όλες οι αμαρτίες μας και αθωωνόμαστε.
 
 + Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: "ΚΛΑΙΩ ΚΥΡΙΕ, ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΑ".

 ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΚΛΑΙΩ ΚΥΡΙΕ, ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΑ.

Κάποιος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετανόησε όταν ή Θεία Χάρη τον επισκέφτηκε στο άκουσμα ενός μόνου κηρύγματος, που άφησε τον κόσμο και έγινε καλόγερος
 Έφτιαξε μία καλύβα στην έρημο κι έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο τίς αμαρτίες του. Με τίποτα δεν μπορούσε να παρηγορεί.

-Μια νύχτα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του μέ καλοσύνη.
-Τι έχεις, άνθρωπε και κλαις με τόσο πόνο; τον ρώτησε με την γλυκιά φωνή Του.
-Κλαίω Κύριε, γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός. 
-Ω , τότε σήκω.
-Δεν μπορώ μόνος Κύριε.

Άπλωσε τότε το Θεϊκό Του χέρι ο Βασιλιάς της αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθεί.
Εκείνος όμως δεν σταμάτησε να κλαίει.
-Τώρα γιατί κλαις;
Πονώ Χριστέ μου γιατί σέ λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτο των χαρισμάτων Σου σέ ασωτείες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και τού είπε με ιλαρότητα.
-Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ εγώ έπαυσα πιά να λυπάμαι για τα περασμένα.

Ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του μα εκείνος δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση που πατούσε είχε σχηματισθεί ένας πελώριος ολόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιά από το βάρος της αμαρτίας, έπεσε και τον προσκύνησε.
Με ευγνωμοσύνη στην ψυχή ύστερα από το όραμα εκείνο κατέβηκε πάλι στην πολιτεία ο νέος για να γίνει πιο θερμός κήρυκας της μετανοίας και να οδηγήσει στο Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: "ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ Ή ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ, ΤΟΥΣ ΚΑΝΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ".

"Αυτούς που φαίνονται η που είναι αμαρτωλοί, 
τους κάνει ο Χριστός ανθρώπους του παραδείσου.."

Το να γνωρίζεις την πονηριά κάποιου ανθρώπου είναι μία γνώσις που δεν σε βοηθάει. Πρώτον σου διασαλεύει την λογική, διότι αναρωτιέσαι: Όλοι τέτοιοι είναι; 
Δεν Υπάρχει Κανείς καλός; Αυτό βγαίνει σαν φυσικό συμπέρασμα, στην ουσία όμως είναι ένας παραλογισμός. Διότι ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι "μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω"; Αν ο Χριστός είναι ο μείζων, σημαίνει ότι ο Χριστός έχει περισσότερους και ότι ο Χριστός νικά. Αλλά εάν φαίνεται στενή πύλη, αυτό σημαίνει ότι εμείς τους βλέπουμε όλους ως αμαρτωλός. 
Εδώ ακριβώς έγκειται η δύναμις του Θεού. Αυτούς που φαίνονται η που είναι αμαρτωλοί, τους κάνει ο Χριστός ανθρώπους του παραδείσου. Τον ένα με την μετάνοια, τον άλλο με την αγάπη, τον τρίτο με την αρρώστια, τον τέταρτο με τη διάλυση της οικογενείας του, τους κάνει όλους δικούς του. Και εγώ παραμένω στον παραλογισμό μου ότι όλοι είναι αμαρτωλοί! 
Εάν όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, τότε με ποιους γεμίζει η βασιλεία των ουρανών; με αυτούς γεμίζει. Μας εξαπάτησε ο πονηρός,  διέστρεψε το είναι μας. 
Έρχεται όμως η δύναμις του Θεού, μας αλλοιώνει, μας δίνει "καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν,"  και "ιδού τα πάντα ποιεί καινά". "Ουρανούς καινούς ποιεί," και δεν θα μπορέσει να κάνει καινή την δική μου ζωή;

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 
(Ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα)