Του καθηγητή κ.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ
Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ο
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
Η ελευθερία είναι ένα
από τα σπουδαιότερα θέματα που αφορούν την ύπαρξη του ανθρώπου. Κάθε ενέργεια
του ανθρώπου
που τον χαρακτηρίζει ως
πρόσωπο, συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία του. Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος
για μια μεγάλη ποικιλία, με την οποία φανερώνεται αυτή η ελευθερία, όπως είναι
λόγου χάρη η ελευθερία της σκέψεως, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της
συνειδήσεως, η ηθική ελευθερία, η θρησκευτική ελευθερία, κλπ.
Εμείς δεν θα
ασχοληθούμε με τις παραπάνω πλευρές της ελευθερίας, αλλά θα επιχειρήσουμε να
παρουσιάσουμε με κάθε δυνατή συντομία, πώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει
την ελευθερία του ανθρώπου καθεαυτήν. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε στην
οντολογική υποδούλωση και απελευθέρωση του άνθρώπου, θα παρουσιάσουμε πως ο
άνθρωπος αναπτύσσει και φανερώνει την ελευθερία του ως μέτοχος της πνευματικής
εμπειρίας της Εκκλησίας και ποιος είναι ο ιδιάζων χαρακτήρας αυτής της
ελευθερίας.
Ευθύς εξαρχής πρέπει
να πούμε ότι απόλυτα ελεύθερος και κυριολεκτικά αυτεξούσιος είναι μόνο ο Θεός,
αφού ως ο όντως Ων δεν υπόκειται σε καμιά φυσική ή μεταφυσική αναγκαιότητα1. Επομένως
είναι αυτονόητο ότι λόγος για απόλυτη και αυθεντική ελευθερία μπορεί να γίνεται
μόνο εκεί, όπου βρίσκεται και η πηγή της ελευθερίας, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός.
Άμεση φανέρωση της αυθεντικής αυτής ελευθερίας στην κτίση και την ιστορία
γίνεται μόνο με τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού.
Αν όμως η απόλυτη και
αυθεντική ελευθερία βρίσκεται μόνο στον ίδιο τον Θεό και στις άκτιστες
ενέργειές του, τί είδους ελευθερία έχει ο άνθρωπος ως κτίσμα και πού
θεμελιώνεται αυτή η ελευθερία του;
Η
ελευθερία του άνθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως αυτή
εκπροσωπείται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, συνδέεται στενότατα με τον
τρόπο υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος, του οποίου η
οντολογική αφετηρία βρίσκεται στο μη ον, ήρθε στο είναι, ως γνωστόν, με την άκτιστη
δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι' αυτό και είναι εξαρτημένος από την αιτία της
προελεύσεώς του, είναι δηλαδή εξαρτημένος από τον ίδιο τον Θεό. Πέρα όμως από
την εξάρτηση αυτή του είναι του ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του
δημιουργού του2 ως λογικό και αυτεξούσιο ον3. Η λογικότητα των όντων κατά τον
Παλαμά συνδέεται οντολογικώς με την αυτεξουσιότητά τους4. Κατά συνέπεια η
αυτεξουσιότητα και ελευθερία του άνθρώπου αποτελούν οντολογικό γνώρισμα του
κατ' εικόνα.
Δημιουργώντας
ο Θεός κατ' εικόνα του τον άνθρωπο θεμελίωσε το αυτεξούσιο του ανθρώπου πάνω σε μια πραγματικότητα, η οποία παρέχει στην ελευθερία προϋποθέσεις
αποφασιστικής σημασίας για την παραπέρα τελειωτική πορεία του ανθρώπου.
Το κατ' εικόνα
αποτελεί το θεμέλιο εκείνο της ανθρωπίνης υπάρξεως που δίνει τη δυνατότητα στον
άνθρωπο να μπορεί να κινείται προς το αγαθό, όταν κάνει καλή χρήση του
αυτεξουσίου. Το οντολογικό δηλαδή υπόβαθρο της αυτεξούσιας αναφοράς του
ανθρώπου στον Τριαδικό Θεό βρίσκεται στην κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του. Αν ο
άνθρωπος ανέφερε πάντοτε αυτεξουσίως και ελευθέρως το κατ' εικόνα προς το
αρχέτυπο, δεν θα ξέπεφτε από την κοινωνία του με τον Θεό, μια και ο Θεός κατά
τον Παλαμά προσβλέπει πάντα με ιδιαίτερη πρόνοια προς τον άνθρωπο. «ως προς
οικείαν εικόνα μάλλον ή προς τα παρ' αυτού πάντα γεγονότα»5.
Ο άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς, ενώ εντοπίζει το κατ' εικόνα στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου6, δίνει
ιδιαίτερη έμφαση στο νου7. Αλλά ο νους και η λογική συνδέονται αναπόφευκτα με
το αυτεξούσιο και την προαίρεση του ανθρώπου, και αυτά του παρέχουν τη
δυνατότητα να τρέπεται πότε στο καλό, και πότε στο κακό8.
Αν η
αυτεξουσιότητα αφαιρεθεί από τη λογική, τότε η λογική καταντά χωρίς ουσιαστικό
περιεχόμενο. Χωρίς ελεύθερη θέληση και
απόφαση δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη. Μόνο όταν ο άνθρωπος έχει «λελυμένην
πάσης ανάγκης την γνώμην», παρατηρεί ο υπέρμαχος του ησυχασμού, μπορεί να
διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την
κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο9.
Δημιουργώντας
ο Θεός αυτεξούσιο τον άνθρωπο στέρησε την δυνατότητα στον πονηρό να ασκεί βία
πάνω στον άνθρωπο. Μόνο με πειθώ ή δόλο μπορεί να επηρεάσει ο διάβολος τη
θέληση του άνθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της
αποστασίας του10. Από τη δημιουργία του λοιπόν ακόμη ο άνθρωπος πήρε τη δύναμη
του αυτεξουσίου, τη δύναμη της ελευθερίας, με την οποία μπορεί να αντιστέκεται
στον πονηρό και να συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγμάτωση του προορισμού του,
την ομοίωσή του με τον Θεό.
Η προγονική πτώση είχε
οντολογικές συνέπειες στο καθαυτό είναι του ανθρώπου, στο κατ' εικόνα, το οποίο
ενώ αμαυρώθηκε δεν καταστράφηκε από την αμαρτία. Εκείνο που έχασε ο άνθρωπος,
παρατηρεί ο Παλαμάς, δεν ήταν το κατ΄ εικόνα αλλά το καθ' ομοίωση11. Η αμαύρωση
του κατ' εικόνα σήμανε φθορά και στο αυτεξούσιο του ανθρώπου, που αντί να
οδεύει στην κατεύθυνση της ελευθερίας του πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στην
περιοχή της επιρροής του πονηρού, ο οποίος, ενώ δεν μπόρεσε να καταργήσει το
αυτεξούσιο του ανθρώπου, το συσκότισε και το εμπόδισε να κινείται στην
τελειωτική του προοπτική. Έτσι ο,τιδήποτε και αν έκανε ο άνθρωπος
(αξιοκατάκριτο ή επαινετό) βρισκόταν κατά τον Παλαμά κάτω από τις γενικότερες
συνέπειες της προγονικής πτώσεως12.
Αλλά το
αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν εμπόδισε την ελευθερία του Θεού να μετασκευάσει
φιλάνθρωπα και «επί το κρείττον» τα «εξ αυτεξουσίου παρατροπής ολισθήματα» του
ανθρώπου και να «οικονομήσει» τη σωτήρια του, χωρίς να παραβιάσει καθόλου το
αυτεξούσιο και την ελευθερία του13. Ενώ δηλαδή η αυτεξούσια παράβαση
της εντολής του Θεού οδήγησε στη σύνταξη του ανθρώπου με τον διάβολο και την
υποταγή του στο θάνατο, ο Θεός με τη σοφία και την αγαθότητά του βρήκε τρόπο,
ώστε και τον άνθρωπο να λυτρώσει από τον θάνατο, και το αυτεξούσιο του ανθρώπου
να διατηρήσει. Ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει ο θάνατος το υποχρεωτικό τέλος, το
«έσχατον καταγώγιον»14 όλων των ανθρώπων. Επειδή μάλιστα ο άνθρωπος δεν έφτασε
«αυτοκινήτως» προς το κακό αλλά μετά τη συκοφαντία του θελήματος του Θεού από
τον διάβολο, δεν προχώρησε μετά την παράβαση «ακρατώς και ανεπιστρόφως» προς το
κακό, όπως οι δαίμονες15 και έτσι έγινε δεκτικός στην προσφορά του Θεού για την
οντολογικού χαρακτήρα απελευθέρωσή του.
Με το έργο της θείας
οικονομίας, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του
Χριστού, ο άνθρωπος απελευθερώνεται οντολογικώς από την αμαρτία, τον διάβολο
και τον εσχατολογικό θάνατο και αποκτά τη χαρισματική ελευθερία.
Ειδικότερα, ο Θεός
κινούμενος από άκρα ευσπλαχνία για τον άνθρωπο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση
«καθ' υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για ν' απελευθερώσει τον άνθρωπο,
ν' ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ' εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη
χάρη του πρωτοτύπου16. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, ως μόνος αληθινός και
αναμάρτητος άνθρωπος17 και ως ελεύθερος από τη δουλεία του διαβόλου18, ήταν
κατά τον Παλαμά ο μόνος που μπορούσε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την
παραπάνω δουλεία19.
Το θεμέλιο
απελευθερώσεως της ανθρωπίνης φύσεως από την εξουσία του διαβόλου, της
αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού
Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση
του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του20. Την απελευθέρωση του ανθρώπου από
την δουλεία και τυραννία του διαβόλου διαβεβαίωσε ο Χριστός με ολοφάνερο
τρόπο ήδη κατά την ιστορική παρουσία του στη γη. Θεραπεύοντας δηλαδή ο Χριστός
τους φανερά δαιμονισμένους και κατά το σώμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς, πιστοποιούσε «δια της φανερώς ενεργουμένης ταύτης ελευθερίας... την εν
κρυπτώ κατά ψυχήν γινομένην ελευθερία» του άνθρώπου «εκ της του διαβόλου
τυραννίδος»21. Με την απελευθέρωση των δαιμονισμένων από τη δυναστεία του
διαβόλου ο Χριστός γνωστοποιούσε στους ανθρώπους ότι αυτός είναι εκείνος που
μπορεί να ελευθερώσει τις ψυχές από τη δουλεία τους στον πονηρό και να χαρίσει
σ' αυτούς την αιώνια ελευθερία22. Η απελευθέρωση του άνθρώπου από την παραπάνω
δουλεία δεν περιορίστηκε κατά τον Παλαμά στην περίοδο της επίγειας ζωής του
Χριστού. Συνεχίζεται να πραγματώνεται στο πλαίσιο της Εκκλησίας με τον διπλό
πάντοτε χαρακτήρα της, που αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου23.
Η ενανθρώπηση, ο
θάνατος και η ανάσταση του Χριστού αποτελούν ιστορικά γεγονότα της ζωής του,
που έχουν όμως απελευθερωτική σημασία για τον άνθρωπο24. Η μόνη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος για να
απελευθερωθεί από την δουλεία στην αμαρτία, τον πονηρό και τον θάνατο, είναι να
μετάσχει μυστηριακώς στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Μετέχοντας
ο άνθρωπος κατά μυστηριακό τρόπο στο ζωοποιό θάνατο και την ανάσταση του
Χριστού με το βάπτισμα μετέχει στις οντολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας του
και δέχεται πραγματικώς και χαρισματικώς την απελευθέρωσή του από την παραπάνω
τριπλή δουλεία. Όπως δηλαδή η ευθύνη του θανάτου εξαιτίας του Αδάμ πέρασε σ'
όλους τους ανθρώπους, έτσι περνά κατά τον Παλαμά και η αιώνια ζωή, που είναι
ζωή ελευθερίας, σ' όλους εκείνους, που αναγεννώνται πνευματικώς από τον
Θεάνθρωπο25.
Με την
ίδρυση της Εκκλησίας ο Χριστός γίνεται η αστείρευτη πηγή της θείας χάριτος, που
απελευθερώνει τον πιστό μέσω των μυστηρίων από την αμαρτία και τις συνέπειές
της26. Η απελευθερωτική χάρη του βαπτίσματος
δεν χάνεται, όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει και δεν αξιοποιεί την προσφορά του Θεού,
γιατί τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα, παραμένει όμως ανενεργός27.
Ωστόσο, όταν με την δύναμη των μυστηρίων και την ανθρώπινη συνεργία διατηρείται
αυτή η χάρη ενεργός, τούτο σημαίνει ταυτόχρονα και την παρουσία της πραγματικής
ελευθερίας του. Αναφερόμενος ο Παλαμάς στο χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ο γαρ
νόμος του πνεύματος της ζωής ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του
θανάτου»28, παρατηρεί ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και τον
θάνατο, που πραγματώνεται με τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, παρέχει
όχι μόνο αθανασία αλλά και αναμαρτησία29. Έχοντας ο άνθρωπος απελευθερωμένη τη
φύση του από τα πάθη, τη φθορά και τον θάνατο και το φρόνημά του απελευθερωμένο
από την αμαρτία μπορεί να κινείται στην περιοχή της πραγματικής ελευθερίας.
Άλλωστε πραγματική ελευθερία χωρίς την οντολογική απελευθέρωση από την αμαρτία
είναι ακατανόητη. Με την ανάληψη του σαρκωθέντος και αναστάντος Λόγου του Θεού
στους ουρανούς διασφαλίστηκε κατά τον Παλαμά η ελευθερία του ανθρώπου για την
αιωνιότητα, αφού η κτιστή ανθρώπινη φύση εισήλθε με τον Χριστό στους κόλπους
του Θεού Πατέρα30. Όπως δηλαδή με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου η φύση μας
ενώθηκε υποστατικώς με τη θεία φύση και έγινε ομόθεη31, έτσι και με την ανάληψη
του Χριστού η φύση μας έγινε ομόθρονη, αφού ο Χριστός μ' αυτήν «εκάθισεν εν
δεξιά της μεγαλωσύνης εν ουρανοίς»32.
Η
ελευθερία όμως που παρέχεται από το Χριστό στο πλαίσιο της Εκκλησίας
παρουσιάζει μια εξωτερική αντινομία, γιατί η
ελευθερία αυτή εμφανίζεται ως ολοκληρωτική δουλεία στον Χριστό. Η ολοκληρωτική
δουλεία των πιστών στον Χριστό είναι μια εκούσια, δουλεία, που προκύπτει ως
ανταπόκρισή τους στην προσφορά του Χριστού. Όταν όμως οι πιστοί προσφέρουν τη
θέλησή τους στον Χριστό ενούμενοι ολοκληρωτικά μ' αυτόν, δεν σημαίνει ότι
στερούνται την ελευθερία τους. Αντίθετα μάλιστα, οικειώνονται το πνεύμα του
Χριστού. Αλλά το πνεύμα του Χριστού, που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στην
Εκκλησία, δεν είναι «πνεύμα δουλείας» αλλά «πνεύμα υιοθεσίας»33, πράγμα που
σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι είναι «πνεύμα ελευθερίας, ταυτό δ'
ειπείν το πνεύμα το άγιον»34. Κατά συνέπεια, οικειούμενοι οι άνθρωποι εν Χριστώ
το πνεύμα του Χριστού έχουν και βιώνουν την κατεξοχήν ελευθερία τους, αφού και
κατά το βιβλικό χωρίο «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία»35. Η ελευθερία αυτή, για
την οποία μιλά ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, αποκαλύπτεται κατά τον
Παλαμά με το φως της θείας χάριτος36.
Και επειδή, όπως
λέχθηκε, το Άγιο Πνεύμα, ως πνεύμα Κυρίου, είναι πνεύμα όχι δουλείας αλλά
πνεύμα υιοθεσίας και ελευθερίας, η ελευθερία των πιστών στο πλαίσιο της
Εκκλησίας κατανοείται σωστά και πλήρως μόνο όταν συνδέεται άρρηκτα με τη
χαρισματική υιοθεσία τους από τον Θεό. Η χαρισματική υιοθεσία χαρακτηρίζει
εκείνους που λυτρώθηκαν από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας και πήραν
την άκτιστη δύναμη να γίνουν κατά χάρη παιδιά του θεού. Όταν μιλάμε για
χαρισματική υιοθεσία των πιστών, παρατηρεί ο Παλαμάς, αναφερόμαστε στην
υιοθεσία τους από τον Θεό Πατέρα, που τους δόθηκε όμως κατά χάρη από τον
Χριστό37.
Με την
άκτιστη χάρη του βαπτίσματος ο Χριστός αναγεννά πνευματικώς τους ανθρώπους και
γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ο οποίος τους τρέφει
πνευματικώς όχι μόνο με το σώμα και το αίμα του αλλά και με το πνεύμα του. Με
τον τρόπο αυτό τους καθιστά «αείζωους» και κατά χάρη «υιούς αγαπητούς του
ουρανίου Πατρός»38. Αλλά ως μέτοχος της άκτιστης θείας χάριτος ο υιοθετημένος
από τον θεό άνθρωπος γίνεται κατά τον Παλαμά όχι μόνο «θέσει» υιός αλλά και
πνεύμα39. Εδώ όμως είναι απαραίτητη και μια διευκρίνιση του θεόπτη θεολόγου,
που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και για όσα θα πούμε στη συνέχεια για το
χαρακτήρα της ελευθερίας. Οι πιστοί με τη χαρισματική γέννησή τους από τον Θεό
υιοθετήθηκαν πραγματικώς από αυτόν, δεν έγιναν όμως αμέσως και «ενεργεία»
παιδιά του Θεού. Πήραν απλώς τη δύναμη να γίνουν παιδιά του Θεού στα έσχατα,
κατά τη μέλλουσα δηλαδή βασιλεία του Θεού. «Πως δε ειπών ότι εκ του Θεού
εγεννήθησαν», σημειώνει ο Παλαμάς, «ουκ ειπέν ότι και γεγόνασι τέκνα Θεού40,
αλλ' έλαβον δύναμιν γενέσθαι; Προς το τέλος και την αποκατάστασιν εκείνην
βλέπων, την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος»41.
Ποιος
όμως είναι τελικώς ο χαρακτήρας της ελευθερίας των πιστών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Επιγραμματικά θα λέγαμε
ότι η ελευθερία των πιστών έχει οντολογικό και
χαρισματικό χαρακτήρα, έχει
ανθρωπολογικό και ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο με σαφή εσχατολογική
προοπτική. Αλλά πώς κατανοείται η σημασία των βασικών αυτών
χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ελευθερίας στο
πλαίσιο της Εκκλησίας;
Απ' όσα είπαμε στο
πρώτο μέρος του άρθρου μας έγινε φανερός ο οντολογικός χαρακτήρας της
ελευθερίας του ανθρώπου ως προς την ανθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ήδη ότι
το αυτεξούσιο του άνθρώπου αποτελεί θεμελιώδες οντολογικό γνώρισμα του κατ'
εικόνα. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας και
συγκεκριμένα με το βάπτισμα το
φθαρμένο και συσκοτισμένο από την πτώση αυτεξούσιο του ανθρώπου όχι μόνο
εξυγιαίνεται και ανακαινίζεται, αλλά εμπλουτίζεται χαρισματικώς με την
ελευθερία του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως η ελευθερία του ανθρώπου αποκτά εκτός από το ανθρωπολογικό και θεολογικό κατά
κυριολεξία περιεχόμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή ως πιστός έχει φυσική και
χαρισματική ελευθερία.
Ποιος
είναι όμως αναλυτικότερα ο χαρακτήρας της χαρισματικής αυτής ελευθερίας και
ποια είναι η σχέση της με την κατά φύση ανθρώπινη ελευθερία;
Η χαρισματική
ελευθερία του ανθρώπου σύμφωνα με την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, που
μας καταθέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχει οντολογική ύπαρξη, γιατί
αποτελεί συγκεκριμένη άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Ερμηνεύοντας ο
Παλαμάς το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας,
ελευθερίας, πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας,
φόβου Θεού. και γαρ ποιητικόν τούτων απάντων»42, και στρεφόμενος άμεσα κατά του
Ακινδύνου σημειώνει απερίφραστα τον άκτιστο
χαρακτήρα της ελευθερίας, χαρακτηρίζοντας την ελευθερία ως μία από τις οικείες,
φυσικές και έμφυτες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που παρέχονται από τον Θεό
στον πιστό μυστηριακώς εντός της Εκκλησίας43. Έτσι η βιβλική μαρτυρία,
«ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία», σημαίνει ότι η χαρισματική παρουσία του Αγίου
Πνεύματος στον πιστό αποτελεί παρουσία της άκτιστης ελευθερίας44.
Εδώ όμως
τίθεται εύλογα το ερώτημα: Όταν ο άνθρωπος οικειώνεται την ελευθερία ως φυσική
ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τί γίνεται η δική του ελευθερία ως ενέργεια του
αυτεξουσίου του; Καταργείται, παραμερίζεται,
ατονεί ή διατηρεί πλήρως την ιδιαιτερότητά της; Αν καταργείται, δεν
ακρωτηριάζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα; Και αν πάλι παραμένει, πώς
συμβιβάζονται δύο ελευθερίες στο ίδιο πρόσωπο και μάλιστα η μία άκτιστη και η
άλλη κτιστή; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη
δίνει έμμεσα ο Τόμος του 135145 με την αναφορά του στον Όρο της ΣΤ'
Οικουμενικής Συνόδου για τις δύο θελήσεις του Χριστού46. Οι δύο θελήσεις
του Χριστού σύμφωνα με τον Όρο ενώθηκαν, όπως και οι φύσεις του, «αδιαιρέτως,
ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», πράγμα που διασφαλίζει την ενότητα και την
ιδιαιτερότητα των δύο θελήσεων. Οι θελήσεις του Χριστού, ενώ παραμένουν
αδιαίρετα ενωμένες και διατηρούν «ατρέπτως και ασυγχύτως» τα φυσικά
χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, δεν αντίκεινται μεταξύ τους, αλλά η
ανθρώπινη ακολουθεί και υποτάσσεται στη θεία. Αυτή ακριβώς η υποταγή της
ανθρώπινης θελήσεως στη θεία θέληση αποτελεί και έκφραση της αναμαρτησίας του
Χριστού.
Κατά
συνεπεία η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα έχει χριστολογική βάση. Η ύπαρξη των δύο φυσικών αυτεξουσίων47 και θελήσεων στον Χριστό
εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεών του θεμελιώνει και την ύπαρξη
των δύο ελευθεριών και θελημάτων στους πιστούς εξαιτίας της χαρισματικής και
οντολογικής εντάξεώς τους στο μυστηριακό και θεωμένο σώμα του. Εδώ όμως θα πρέπει
να υπογραμμίσουμε και την θεμελιώδη διαφορά του πιστού από τον Χριστό. Ο πιστός
έχει ως ίδιο της φύσεώς του μόνο την ανθρώπινη θέληση και ελευθερία. Η άλλη
θέληση και ελευθερία του είναι άκτιστη φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, την
οποία οικειώνεται και διατηρεί μόνο κατά χάρη.
Αλλά η σχέση των δύο
φυσικών αυτεξουσίων και θελήσεων του Χριστού παρέχει το μέτρο και το βαθμό,
προς τον οποίο οφείλει να αποβλέπει η σχέση της ανθρώπινης θελήσεως και
ελευθερίας με την άκτιστη θέληση και ελευθερία του Τριαδικού Θεού. Η σχέση αυτή
πρέπει να είναι σχέση υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στη χαρισματική
ελευθερία, που παρέχεται στον πιστό ενόσω παραμένει ζωντανό μέλος του
μυστηριακού σώματος του Χριστού. Η άσκηση των αρετών με την ελεύθερη και
αγαπητική τήρηση των εντολών από την μία και κατεξοχήν η ελεύθερη και συνειδητή
μετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας από την άλλη αποτελούν τον πιο
συγκεκριμένο τρόπο, με τον οποίο ο πιστός υποτάσσει την κτιστή θέληση και
ελευθερία του στην άκτιστη θέληση και ελευθερία του Θεού. Η υποταγή του
ανθρώπου στο θέλημα του θεού παρά την φαινομενική αντινομία της προς την
ελευθερία αποτελεί πρακτικώς το συνειδητό άνοιγμα του ανθρώπου στην πραγματική
ελευθερία του. Με τον τρόπο αυτόν ο πιστός γίνεται μέτοχος στην ίδια την άκτιστη
ζωή του Χριστού, που είναι ζωή ελευθερίας εν Αγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, η εν
Χριστώ ελευθερία του πιστού είναι χαρισματική ελευθερία και μάλιστα στο μέτρο
υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Είναι
λοιπόν φανερό ότι η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία των πιστών δεν αποτελεί μια
ασαφή, νεφελώδη και αόριστη πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια σαφής και πολύ
συγκεκριμένη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, που χαρακτηρίζει μια κατά μέθεξη
χαρισματική και άκτιστη πραγματικότητα, η οποία νοηματοδοτεί όλες τις
εκδηλώσεις και την όλη ζωή του πιστού. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας δίνονται
μερικά βασικά στοιχεία που περιγράφουν, χωρίς όμως και να εξαντλούν τα όρια
φανερώσεως και τα όρια εκτροπής αυτής της ελευθερίας. Έτσι, το Ευαγγέλιο δίνει
τους δείκτες που σηματοδοτούν τη ζωή της ελευθερίας, γι' αυτό και
χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Ιάκωβο ως «τέλειος νόμος της ελευθερίας»48, με
βάση τον οποίο άλλωστε θα ανακριθεί και θα κριθεί η όλη ζωή των πιστών στη
μέλλουσα κρίση49. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην παραπάνω
βιβλική μαρτυρία σημειώνει ερμηνευτικώς ότι το Ευαγγέλιο είναι όχι μόνο «νόμος
ελευθερίας» αλλά και «νόμος της χάριτος»50. Οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί του
Ευαγγελίου ως νόμου της χάριτος και νόμου της ελευθερίας υποδηλώνουν, έμμεσα
πλην σαφώς, ότι το Ευαγγέλιο δεν αποτελεί κώδικα νομικών επιταγών που καλούν σε
συμμόρφωση με την απειλή της τιμωρίας, αλλά ότι είναι ένα πλαίσιο που οριοθετεί
τη ζωή των πιστών και την προσανατολίζει σταθερά στην πηγή της πραγματικής
ελευθερίας, που είναι ο Τριαδικός Θεός.
Στο σημείο όμως
αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εν
Χριστώ ελευθερία των πιστών έχει εσχατολογική προοπτική. Η
ολοκλήρωση και η τελείωσή της βρίσκεται στα έσχατα. ‘Όπως είναι γνωστό από την
εμπειρία της Εκκλησίας μας, τα έσχατα είναι και παρόντα, και ως παρόντα
βιώνονται κατεξοχήν στα μυστήρια. Έτσι, οι πιστοί και στην παρούσα ζωή ζουν
βεβαίως την χαρισματική ελευθερία ως πρόγευση και αρραβώνα της εσχατολογικής
ελευθερίας τους. Αλλά η εν Αγίω Πνεύματι
ελευθερία στην πληρότητά της θα βιωθεί και θα φανερωθεί μετά την ανάσταση των
νεκρών, στη μέλλουσα βασιλεία του Θεού, όπου οι πιστοί θα συνθέτουν
τα ένδοξα μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, και θα γίνονται όλο και
περισσότερο δεκτικοί του Αγίου Πνεύματος τελειούμενοι ατελευτήτως51.
Συνοψίζοντας όσα αναφέραμε στο σύντομο αυτό άρθρο μας μπορούμε
επιγραμματικά να πούμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου ως οντολογικό γνώρισμα του
κατ' εικόνα μπορεί κατά χάρη να αποκτά και άκτιστο χαρακτήρα με εσχατολογική
προοπτική, όταν εμπλουτίζεται σταθερά με την άκτιστη ελευθερία του Θεού.
Η άκτιστη αυτή ελευθερία βρίσκεται οντολογικώς εκεί όπου βρίσκεται και η
χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το
Άγιο Πνεύμα παρέχει την χαρισματική ελευθερία, που οικειώνεται μεν με τα
μυστήρια, ενεργοποιείται όμως και βιώνεται συνειδητά, όταν ο πιστός υποτάσσει
με την τήρηση των εντολών εκούσια και συνεχώς την κτιστή ελευθερία
του στην άκτιστη ελευθερία του Θεού.
Τέλος, η
Εκκλησία αποτελεί το πλαίσιο πραγματώσεως της αληθινής ελευθερίας του άνθρώπου,
επειδή αυτή αποτελεί τον χώρο οικειώσεως, βιώσεως και φανερώσεως της
χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και
εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματική ελευθερία, αφού κατά τη βιβλική μαρτυρία
«ου το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία»52.
Καθηγητή
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ
Τμήμα Θεολογίας
Α.Π.Θ.
SUMMARY
THE CHARACTER OF MAN'S FREEDOM
We can say simply that man's freedom, as an ontological characteristic
of his creation in the image of Cod, can take on an uncreated character with an
eschatological perspective when it is steadily enriched by the uncreated
freedom of God. This uncreated freedom is found where ever the charismatic
presence of the Holy Spirit is found. The presence of the Holy Spirit grants
charismatic freedom, which can be known through participation in the Holy
Mysteries, and can also be activated and lived consciously whenever the
believer subjects himself voluntarily to the observance of the commandments and
continually offers his own created freedom to the uncreated freedom of God. Finally
the church provides the context for accomplishing the true freedom of man since
it is the locus for the manifestation of this charismatic presence of the Holy
Spirit and the place for familiarization with and life in the Holy Spirit, who
secures true freedom for man. For according to Scripture, «where the Spirit of
the Lord is, there is freedom», (II Cor, 3,17).
1. «Ου γαρ εκ της
ουσίας ο ων, αλλ' εκ του όντος η ουσία. αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνείληφε
το είναι». Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, επιμ. Π.
Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666.
Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3 PG 36, 625C.
2. Βλ. Γέν. 1,27.
3. Βλ. Κεφάλαια φυσικά
κλπ. 47, PG 150, 1156 Α.
4. Βλ. Ομολογία 6,
επιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. Β', σ. 497.
5. Ομιλία 36, PG 151,
449 Β.
6. Βλ. Γ. Μαντζαρίδου,
Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 156 εξ.
7. Κεφάλαια φυσικά
κλπ. 27, PG 150, 1137 D.
8. Βλ. Ομιλία 41, PG
151, 517 C.
9. Βλ. Ομιλία 63, έκδ.
Σ. Οικονόμου, Του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
του Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ', Αθήναι 1861, σ. 280.
10. Βλ. Κεφάλαια
φυσικά κλπ. 44, PG 150, 1152 D.
11. Βλ. Κεφάλαια
φυσικά κλπ. 39, PG 150, 1148 Β.
12. Βλ. Ομιλία 5, PG
151, 64 Β.
13. Βλ. Κεφάλαια
φυσικά κλπ. 54, PG 150, 1160 D.
14. Βλ. ό.π.. 31, 388 C.
15. Βλ. Ομιλία 22, PG
151, 289 Α.
16. Βλ. Ομιλία 43,5,
Σ. Οικονόμου, σ. 45.
17. Βλ. Λόγος εις τα
σωτήρια και ζωοποιά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού 5,
εκδ. Β. Ψευτογκά, σ. 98.
18. Βλ. Ομιλία 16, PG
151, 139 D.
19. Βλ. Ομιλία 52, Σ.
Οικονόμου σ. 123.
20. Βλ. Ομιλία 5, PG
151, 64 BC Πρβλ. Ομιλία 61, Σ. Οικονόμου σ. 266.
21. Βλ. Ομιλία 50, Σ.
Οικονόμου σ. 101.
22. Βλ. ό.π., σ. 102.
23. Βλ. Ομιλία 57, Σ.
Οικονόμου, σ. 220.
24. Βλ. Ομιλία 21, PG
151, 277 ΑΒ: «Ο γαρ γέγονε, δι' ημάς γέγονεν ο Κύριος... και άπερ έπαθε τη
σαρκί, δι' ημάς έπαθε, τα ημών εξιώμενος πάθη, και δια τας ημετέρας αμαρτίας
ήχθη εις θάνατον, και δι' ημάς ανέστη και ανελήφθη, παροικονομών ημίν την εις
απείρους αιώνας ανάστασιν και ανάληψιν».
25. Βλ. Ομιλία 16, PG
151, 201 Α.
26. Βλ. Ομιλία 58, Σ.
Οικονόμου, σ. 230-231.
27. Βλ. Προς Ξένην, PG
150, 1077.
28. Ρωμ. 8,2.
29. Βλ. Αντιρρητικός
προς Ακίνδυνον 5,23,91. Π. Χρήστου, τόμ. Γ' σ. 356-7.
30. Βλ. Ομιλία 12, PG
151, 204 CD. Πρβλ. Ομιλία 16, PG 151, 206 Β.
31. Βλ. Ομιλία 14, PG
151, 168 Α.
32. Βλ. Ομιλία 21, PG
151, 281 D, με αναφορά στο Εβρ. 1,3.
33. Ρωμ. 8,15.
34. Βλ. Αντιρρητικός
προς Ακίνδυνον 5,17,67, επιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ', σ. 336-337.
35. Β' Κορ. 3,17.
36. Βλ. Υπέρ των ιερώς
ησυχαζόντων 3,1,36, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 649.
37. Βλ. Ομιλία 16, PG
151, 217 C.
38. Βλ. Ομιλία 56, Σ.
Οικονόμου, σ. 207-208.
39. Βλ. Αποδεικτικός
1,10, Π. Χρήστου, τόμ. Α', σ. 37.
40. Με αναφορά στο Ιω.
1,12-13.
41. Ομιλία 57, Σ.
Οικονόμου, σ. 221.
42. Λόγος 31
(Θεολογικός 5), PG 36, 165C.
Πρβλ. Λόγος 41,9, PG 36, 441C.
Βλ. στο Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός 5,17,66, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα,
τόμ. Γ', σ. 335-7.
43. Βλ. ό.π., σ. 336.
44. Βλ. ό.π., σ. 337.
45. Βλ. Συνοδικός
Τόμος 3, PG 151, 729 Β.
46. Βλ. Όρο Πίστεως
της S' Οικουμενικής Συνόδου, στο, Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά
μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, τόμ. Α', σ. 222-223:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας
αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, κατά την των αγίων Πατέρων
διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν. και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη
γένοιτο... αλλά επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή
αντιπαλαίον, μάλλον μεν ουν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί
θελήματι».
47. Βλ. σχετικώς, Ιω.
Δαμασκηνού, ‘Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 57, PG 94, 1033 Α: «Έχειν
τον Χριστόν ομολογούμεν καταλλήλως ταις δύο φύσεσι διπλά τα φυσικά ιδιώματα,
δύο θελήσεις φυσικάς, την τε θείαν και την ανθρωπίνην, και ενεργείας δύο φυσικάς,
θείαν τε και ανθρωπίνην, και αυτεξούσια δύο φυσικά, θείον τε και ανθρώπινον,
και σοφίαν και γνώσιν, θείαν τε και ανθρωπίνην. Ομοούσιος γαρ ων τω Θεώ και
Πατρί, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως Θεός, ομοούσιος δε ων και ημίν,
αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως άνθρωπος».
48. Ιακ. 1,25.
49. Πρβλ. Ιακ. 2,12.
50. Βλ. Ομιλία 38, PG
151, 480 C.
51. Βλ. Υπέρ των ιερώς
ησυχαζόντων 2,2,11, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 517.
52. Β' Κορ. 3,17.