ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΔΟΚΙΜΗ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Η δόκιμη μοναχή και η εξομολόγηση
(Γεροντικό)
 
Σε ένα γυναικείο μοναστήρι, πήγε ως δόκιμος Μοναχή μία νέα. Έδειξε τόσο καλή διαγωγή, που γρήγορα την έκαναν μοναχή. Από όλες τις άλλες καλόγριες ξεχώριζε. Διακρινόταν για την αδιάκριτον υπακοή της, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, την εξυπηρέτιση και ιδιαιτέρος στα δάκρυα – σπανίως εβλέπετο να μη κλαίη. Είχε κατακτήσει την αγάπη ιδίως της ηγουμένης, αλλά και όλων των μοναζουσών. Η ηγουμένη την είχε πάντοτε ως παράδειγμα και έλεγε στις νεώτερες: ” Βλέπετε την χαριτωμένη αδελφής και οτι κάμνει, να κάμνετε και σεις”. Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και από την πολύ άσκηση απέθανε., έφυγε από τούτον τον κόσμο η μοναχή αυτή. Εις τα μοναστήρια υπάρχει η ευλογημένη συνήθεια, όταν αποθάνη μέλος της αδελφότητας να του κάνουν σαρανταλείτουργο, δια την ανάπαυση της ψυχής, που έφυγε από τον κόσμο αυτό. Έτσι λοιπόν και στο μοναστήρι αυτό έγινε σαρανταλείτουργο.
Και όταν ετελείωνε, την τελευταία βραδυά, η ηγουμένη βλέπει σε όραμα τη μοναχή, η οποία της είπε:
– Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
– Παιδί μου, λέει η ηγουμένη, …. εάν εσύ κολάστηκες, ποιός θα σωθή; Αλοίμονο στον ταλαίπωρο άνθρωπον!!!
Απαντά η μοναχή:
– Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, οτι θα με έπερνε, αλλά το φοβερό ήταν οτι με κατέστησε έγκυο. Μετά δε απ’ αυτό το φρικτό, φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκώτοσα και έρριξα το παιδί, που είχα μέσα μου. Γι’ αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, συχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι’ αυτό και αποφάσισα να γίνω μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. Γι’ αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι’ αυτές έκανα οτι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλήν όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα, απο ντροπή και γι’ αυτό κολάσθηκα!

Ω! Θεέ μου! Τι φοβερόν! Βλέπεις αναγνώστα μου; Βλέπεις παιδί μου, ούτε τα δάκρυα, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι αγρυπνίες, μηδέ η βασίλισσα των αρετών της Μοναχικής πολιτείας, η υπακοή λέγω, ούτε τίποτε άλλο από όσα καλά έκαμε, δεν την έσωσε – εφ όσον έλλειψε η καθαρά εξομολόγησης. Δεν αρκεί να μετανοήση κανείς για τις πράξεις του και να σωθή, αλλά απαραιτήτωνς θα πρέπει και να εξομολογηθή τα αμαρτήματα για τα οποία μετανόησε.
Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι με φοβερά ακατονόμαστα και παμπολλα αμαρτήματα, δια της μετάνοιας και καθαρής εξομολογήσεως σώθησαν και μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς, που απέδωσαν καρπούς μετανοίας άξιους, αγίασαν και τους αντιδόξασεν ο Θεός. Όπως τον άγιο Κυπριανό τον άλλοτε μάγο, τον Μωυσή τον Αιθίοπα τον άλλοτε αρχιληστή, την οσία Μαρία την Αιγυπτία, Πελαγία, Ευδοκία, Μαρίαν του Αβραμίου, που ήσαν πρώτα γυναίκες “κοινές” του υποκόσμου και τόσοι άλλοι που διαβάζουμε στο Συναξαριστή. Ενώ τόσοι, με πάμπολλα αμαρτήματα, ηγίασαν και εθαυματούργησαν διότι καθαρά εξομολογήθηκαν, η δυστυχισμένη εκείνη μοναχή, που αναφέρουμε προηγουμένως, για δύο αμαρτήματα εκολάσθη
Γι’ αυτό μη ξεθαρρεύης λοιπόν αδελφέ μου και στηρίζης την ελπίδα σου στις ελεημοσύνες η σε οτι άλλο καλό και αν είναι αυτό και μη ελπίζης να σωθής, εάν δεν καθαρίσης τη ψυχή σου πρωτίστως, στο Μέγα Μυστήριο της εξομολογήσεως, σε ιερέα Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τα πεις όλα, χωρίς ν’ αφίσης τον παραμικρό λεκέ, που θα σκιάζη την αθάνατη ψυχή σου. Τότε μόνο θα αισθανθής ανακούφιση και τότε μόνο θα δικαιωθής από τον Θεό, όταν τα εξομολογηθής όλα.
Μη διστάζης, εάν είναι πολλά και φοβερά – όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσης στον Θεό και στους Αγγέλους.
Η Γραφή μας λέγει, οτι οι Άγγελοι πανυγηρίζουν στον ουρανό ” για ένα αμαρτωλόν μετανοημένο”

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΔΕΝ ΕΖΗΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΑΛΛΑ ΥΠΟΜΟΝΗ!

 Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης: Ἀπαλλαγή κανένας Ἅγιος
δέν ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό, αλλά υπομονή!
 
Εγώ σας έχω πει ότι κάποτε με πλησίασε μια Γερόντισσα εκεί και λέει:
-Θέλω να εξομολογηθώ.
-Μα εγώ δεν εξομολογώ τους καλογήρους, θα εξομολογήσω καλογριές;
-Όχι, θέλω να πω τον λογισμό μου, λέει.
-Ε, πες τον λογισμό σου. 
Αφού είπε κι εκείνη τα βάσανά της -γιατί πάντα βάσανα θα σου πει, δεν θα σου πει χαρές- λέει: «Είδα σαν ένα όραμα, ότι πάνω σ’ ένα βουναλάκι καθόντουσαν οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και λέω: 
-Οι Πατριάρχαι είσαστε; 
-Ναι, λένε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.
-Νά ‘ρθω κι εγώ εκεί;
-Έλα.
-Από πού νά ‘ρθω;
-Να, από ΄κει, απ’ τον δρόμο.
-Δεν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Εκεί είναι, ψάξε να τον βρεις.
-Μα, δεν βλέπω δρόμο.
-Ψάξε, βρε ευλογημένη, ψάξε και θα τον βρεις.
-Μα, αυτός ο δρόμος είναι δεκαπέντε πόντους, πώς θα περάσω; Όλο αγριοπούρναρα και αγκάθια. Θα σχίσω τα φορέματά μου, θα ματώσω τα ποδάρια μου.
-Α, κι εμείς από ‘κει περάσαμε και ήρθαμε εδώ πάνω.»
Το πράγμα θέλει να πει ότι διά μέσου των θλίψεων, δια μέσου των στενοχωριών, διά μέσου του αίματος, ο άνθρωπος θ’ ανέβει στον ουρανό. Με αμεριμνία και με άνεση, με αυτοκίνητο δεν πάμε, πάτερ, στον Παράδεισο. Θα δώσεις αίμα, να πάρεις πνεύμα.
Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομά της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στο θρόνο της. «Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες».
Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη. Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο! Και η Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε.
Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στο Σταυρό. Απαλλαγή κανένας Άγιος δεν εζήτησε από τον Θεό. Υπομονή να χαρίσει. Αν κάνεις υπομονή θά ‘χεις και λιγάκι μισθό, αν θά ‘χεις απαλλαγή, δεν έχεις τίποτες, μισθό δεν έχεις...!
 
ΕΛΛΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ



Ο Επίσκοπος και τα κάρβουνα

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς διδακτικὸ γεγονός.
 
Ὅταν ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Πατέρας τοῦ γ’ αἰῶνος ἦταν ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας, ἔλαβε κάποτε πρόσκληση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς πόλεως τοῦ Πόντου Κόμανα, ποὺ ἡ ἐπισκοπική της ἕδρα ἦταν κενή, νὰ πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ βοηθήσει μὲ τὸ κύρος του καὶ τὴ σοφία του στὴν ἐκλογὴ κατάλληλου ἱεράρχη.
Ὁ Γρηγόριος ἀνταποκρίθηκε μὲ προθυμία, φθάνοντας στὰ Κόμανα, διεπίστωσε ὅτι οἱ ἐκεῖ πιστοὶ εἶχαν δίκιο ποὺ τὸν κάλεσαν. Γιατί, μὲ τὴν προσεκτικὴ ἐξέταση ποὺ ἔκανε, εἶδε ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς χριστιανοὺς τῶν Κομάνων, ποὺ τὰ ὀνόματα τους πήγαιναν κι ἔρχονταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σὰν κατάλληλα γιὰ τὴν πλήρωση τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας, δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὴν καταλάβει. Ὅλοι εἶχαν, ἄλλος λιγώτερα κι ἄλλος περισσότερα, κάποια ἐλαττώματα, ποὺ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο, τὴν ἐγκατάστασή τους, σὰν ἐκπροσώπων τοῦ Κυρίου, ὅπως μὲ τὴν καίρια λιτότητά του χαρακτηρίζει τὴν ἐπισκοπικὴ ἰδιότητα ἕνας ἀρχαϊκὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.
Τί ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Γρηγόριος; Ποῦ θὰ ἔβρισκε τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ταιρίαζε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα; Ἦταν βέβαιος, ὅτι μία ὁλόκληρη Ἐκκλησία, ἀνάμεσα στὰ μέλη της, διέθετε ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Ἦταν ὅμως κάποιος ποὺ δὲν ἄνηκε στὴ λαμπρὴ ἐπιφάνεια ἀλλὰ στὸν ἄχροο σωρό. Ἦταν ἕνας θησαυρὸς κρυμμένος ποὺ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀναζητηθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἴσως δὲ καὶ μὲ τὴν ἀκουσία βοήθεια τοῦ Διαβόλου.
Καὶ πράγματι, αὐτὸ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ παραμέρισε τὰ ἐντυπωσιακὰ ὀνόματα, εἶπε στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων:
— Ὁ ἐπίσκοπος ποὺ θέλει ὁ Θεὸς γιὰ σᾶς, δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς σας. Βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν ἀφανῆ λαό. Πρέπει λοιπὸν νὰ ψάξουμε νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε.
Ὁ λόγος ἔκανε αἴσθηση. Ὁπότε πετάγεται στὴ μέση ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς τοῦ Ἁγίου, ἀσφαλῶς ἄνθρωπος μὲ ἐλαφρὸ τὸ ἕρμα τῆς πίστεως μέσα του καὶ λέει:
— Μήπως αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε εἶναι ὁ καρβουνιάρης Ἀλέξανδρος;
Ἦταν ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κομάνων, ποὺ τελευταῖο ἀπ’ ὅλα θὰ ἐρχόταν στὸν νοῦ. Κι ἐκεῖνος ποὺ τὸ ὀνομάτισε, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ εἰρωνευθεῖ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, μὴ καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ πιὸ καλὸς γιὰ ἐπίσκοπος μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας ἄσημος χριστιανός. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ λόγος, ποὺ τὸν εἶχε κινήσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀποδείχθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγο στοιχεῖο τῆς θείας προνοίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε ὅτι δὲν πρόσεξε τὴν εἰρωνεία ἐκείνου τοῦ λόγου. Ἀπάντησε στὸ πείραγμα μὲ πνευματοφόρο διάκριση, φώναξε τὸν καταμαυρισμένο ἀπὸ τὴν καρβουνόσκονη Ἀλέξανδρο καὶ τὸν ἐξομολόγησε. Κι εἶδε, μὲ τὴν ἐξαγόρευση, ὅτι ὁ λερωμένος ὑλικὰ ἐκεῖνος χριστιανὸς ἦταν τὸ φωτεινὸ καὶ κατακάθαρο πετράδι, ποὺ ἀποζητοῦσε γιὰ νὰ στολίσει μ’ αὐτὸ τὸν θρόνο τῶν Κομάνων.
Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, εἶπε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὅτι δὲν εἶχε διαλέξει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καρβουνιάρη γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιατί ἔτσι θὰ γλίτωνε ἀπὸ τὸν κίνδυνο μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὴ στηλίτευσε στὸ πρόσωπο τῶν Φαρισαίων: τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν μιὰ ψυχὴ καταυγασμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἔμψυχο ταμεῖο της, ἕνας κρυφὸς Ἅγιος, ἕνα φῶς σκεπασμένο. Τὸν ἀπεκάλυψε λοιπὸν στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κι ἔστησε αὐτὸ τὸ φῶς «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου.
Σὰν ἔγινε ἀρχιποίμην ὁ Ἀλέξανδρος, ἔφτιαξε ἕνα λόγο, ἄξεστο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ρητορικῆς, ἀλλὰ γεμάτον ἀπὸ πνευματικότητα καὶ τὸν διάβασε στοὺς πιστούς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ πατέρας τους κι ὁδηγητής τους στὶς νομὲς τῆς σωτηρίας. Καὶ πάνω στὶς γραμμὲς αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου πολιτεύθηκε, φανερώνοντας ἔξοχα ποιμαντικὰ χαρίσματα: ἀδαμάντινη ὀρθοδοξία, ἀγάπη ἀπεριόριστη κι ἀκοίμητη, σύνεση πολλή. Ἔστεψε δὲ τὸν βίο του μὲ τὸ μαρτύριο κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Δεκίου.
Ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα ποὺ παίρνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῶν ἀρχαίων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας; Ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο τῶν προσόντων, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἱερωσύνη, εἶναι ἡ ἁγιότης. Κι ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο γνώρισμα τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀπωθητικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη δόξα.
Ὁ καρβουνιάρης τῶν Κομάνων εἶναι ἕνα ὑπέροχο πρότυπο, ποὺ ἡ ἀκτινοβολία του ἔχει ἀνεκτίμητη ἐποικοδομητικότητα. Ἕνα πρότυπο, ποὺ ποικίλες ἐκδόσεις του βλέπουμε στοὺς βίους τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ ὅλων τῶν ἀξίων κληρικῶν κάθε χριστιανικῆς γενεᾶς. Τί βλέπουμε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις; Τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὴ φυγόκεντρο τάση μπροστὰ στὸ ὑψηλότατο καὶ φρικτότατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ποὺ προκαλεῖ δέος σὲ κάθε ταπεινὴ κι ἄρα ἀληθινὰ χριστιανικὴ ψυχή. Ὁ Θεὸς τέτοιες ψυχὲς θέλει γιὰ τὶς τάξεις τῶν λειτουργῶν του, τὶς κάτω ἀγγελικὲς τάξεις, ποὺ τὶς ζηλεύουν οἱ Ἄνω, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
 
Μουστάκης Βασίλης

ΑΓΙΕ ΜΗΝΑ, ΤΡΕΞΕ!!!



"ΑΓΙΕ ΜΗΝΑ, ΤΡΕΞΕ!!!"

Ανήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ὁ Γιάννης, φοιτητὴς τοῦ Πολυτεχνείου, ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ μεγάλη λαμπάδα. Θὰ τὴν ἄναβε ἐκεῖ, στό μανουάλι, δίπλα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγίου. Τὸ εἶχε τάμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος γι’ ἀκόμη μιὰ φορὰ εἶχε φανερώσει τὴν ταχεία ἀντίληψή του, τὴν ὁποία δείχνει σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη…
Ὅλη ἡ οἰκογένεια εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καὶ τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τὸν Ἅγιο. Δὲν ἦταν ἐξάλλου λίγες οἱ φορὲς ποὺ τὸν εἶχαν ἐπικαλεσθεῖ στὸ παρελθόν, ἰδίως ὅταν συνέβαινε νὰ ψάχνουν κάτι καὶ δὲν τὸ ἔβρισκαν, χαμένο ἢ ξεχασμένο ἀπὸ καιρό. Ἔτσι τὸ ἤξεραν: Ὁ ἅγιος Μηνᾶς τρέχει καὶ ἀποκαλύπτει τὰ χαμένα, τὰ ξεχασμένα. Ἀρκεῖ νὰ τὸν φωνάξεις.
Ἔτσι ἔκανε ὁ Γιάννης κι αὐτὴ τὴ φορὰ ποὺ βρέθηκε σὲ ἀνάγκη. Κι ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἄκουσε καὶ ἔτρεξε στὸ λεπτὸ καὶ ἔδωσε λύση θαυμαστὴ στὴ δύσκολη περίσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ξαφνικὰ ὁ φοιτητής…
 
Ἦταν νωρὶς τὸ ἀπόγευμα καὶ ὁ Γιάννης γυρνοῦσε μὲ τὸ λεωφορεῖο ἀπὸ τὸ Πολυτεχνεῖο στὸ σπίτι. Ἄλλη μιὰ μέρα κουραστική, μὲ συνεχεῖς παρακολουθήσεις ἀπὸ τὸ πρωί. Κόπος, ἔνταση, ὀρθοστασία στὰ ἐργαστήρια, διανοητικὴ ἐργασία ἐπίπονη. Καὶ τώρα, μέσα στὸ λεωφορεῖο, ἄλλη ταλαιπωρία. Ὀρθοστασία, συνωστισμός, αὐξημένη κίνηση στοὺς δρόμους, ζέστη· κάποτε καὶ κάποια παρεξήγηση λίγο πιὸ πέρα, διαπληκτισμός…
–Θεέ μου, πότε θὰ φτάσουμε στὸ σπίτι, νὰ ἡσυχάσουμε λίγο!
Στὴν ἑπόμενη στάση κατέβηκαν κάπως περισσότεροι. Μικρὴ ἀνακούφιση στοὺς ὑπολοίπους. Καὶ μόλις ἔκλεισαν οἱ πόρτες, ἡ φωνὴ ἀπὸ μπροστά:
–Παρακαλῶ, τὰ εἰσιτήριά σας.
Ἄρχισε ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἐλεγκτὴς φαινόταν ἐκνευρισμένος.
–Τὸ πάσο σας νὰ δῶ. Κοφτός, μὲ ἔνταση φωνῆς. Καὶ προχωρεῖτε μπροστά, προχωρεῖτε μπροστά!
Πλησίαζε τώρα στὸ Γιάννη. Μὲ ἤρεμη κίνηση ἐκεῖνος ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν ἐσωτερικὴ τσέπη τοῦ μπουφὰν γιὰ νὰ ἀνασύρει τὸ πάσο του (τὴ φοιτητική του ταυτότητα). Ἀλλά… κεραυνός! Τώρα τὸ θυμήθηκε. Τὸ πρωὶ ποὺ ἄλλαξε ἐπανωφόρι δὲν μετέφερε καὶ τὸ πάσο του. Ὤχ, Θεέ μου! Τί θὰ κάνει τώρα; Ὁ ἐλεγκτὴς πλησίαζε κοφτός, ἀπαιτητικός. Δὲν ἦταν τόσο τὸ πρόστιμο, ὅσο ἡ ντροπή, ὁ ἐξευτελισμὸς μπροστὰ στὸν κόσμο. Κι ἦταν τόσο κουρασμένος… Ὤχ, Θεέ μου!
Θυμήθηκε. «Ἅγιε Μηνᾶ, τρέξε. Τρέξε, ἅγιέ μου. Τὸ ξέχασα σπίτι τὸ πάσο. Τρέξε, ἅγιε μου Μηνᾶ!».
Ἔφτασε μπροστά του ὁ ἐλεγκτής.
–Τὸ εἰσιτήριό σας, ἀπευθύνθηκε στὸ διπλανό του. Καὶ παίρνοντάς το στὸ χέρι του, προτοῦ τὸ ἐλέγξει, σηκώνει μιὰ ἰδέα τὰ μάτια πάνω ἀπ’ τὰ γυαλιά του. Τοῦ φάνηκε πολὺς ὁ κόσμος ἐκεῖ πίσω.
–Καλά, δὲν σᾶς εἶπα, προχωρᾶτε μπροστά; Δὲν καταλαβαίνετε; ἔβαλε τὶς φωνές.
Καὶ τότε, ἴσως ἀσυναίσθητα κι ὁ ἴδιος, ἁπλώνει τὸ χέρι του καὶ δίνει μιὰ γερὴ σπρωξιὰ στὸ Γιάννη πρὸς τὰ ἐμπρός.
Λίγο ἔλειψε νὰ πέσει ὁ φοιτητὴς πάνω σ’ ἕναν ἡλικιωμένο κύριο.
–Σᾶς παρακαλοῦμε, κύριε. Πῶς μᾶς μεταχειρίζεσθε ἔτσι; διαμαρτυρήθηκε ἐκεῖνος.
Ὁ Γιάννης μιλιά.
–Δὲν θὰ ἀνοίξουμε συζήτηση, κύριε.
–Παρακαλῶ, τὰ εἰσιτήριά σας, συνέχισε παρακάτω.
–Τί ἀγενὴς ποὺ εἶναι, ἀπευθύνθηκε τώρα ὁ ἡλικιωμένος κύριος στὸ φοιτητή.
–Ἔ, καλά, δὲν πειράζει, ἀντέτεινε ἐκεῖνος, κι ἕνα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπό του. «Ὢ ἅγιε», εἶπε μέσα του, «τί τρόπους ἔχεις γιὰ νὰ μᾶς γλυτώνεις!»…
 
Καὶ τώρα Γιάννης, φοιτητὴς τοῦ Πολυτεχνείου μὲ τὴν εὐλάβεια στὸν ἅγιο Μηνᾶ, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του, 11 Νοεμβρίου, ἔφερνε στὴν ἐκκλησία μιὰ μεγάλη λαμπάδα γιὰ νὰ τὴν ἀνάψει ἐκεῖ, στὸ μανουάλι, δίπλα στὴν εἰκόνα τοῦ μεγαλομάρτυρος θαυματουργοῦ.
 
https://agiostherapon.blogspot.com

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ
ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…
 
Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
–Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό…
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν…
Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι…
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.
Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:
– Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
– Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
– Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;
– Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις…
Εμένα,( έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
–«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
–«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω…
«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.

Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.
Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος…»

Η Λαμπρινή άλλη φορά προείδε τον θάνατο της ανεψιάς της:
«Είχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ότι την Τετάρτη θα κοιμηθεί η ανεψιά μου Κασσιανή. Αυτή με επισκέφθηκε το προηγούμενο Σάββατο το απόγευμα και μου είπε ότι συμφώνησε με τον παπά να κάνουμε Λειτουργία την ερχόμενη Τετάρτη, με κάλεσε και μένα να βοηθήσω.
Είχα ευλογία από τον Δεσπότη να ψέλνω στο αναλόγιο όταν υπήρχε ανάγκη. Της λέω: «Όχι την Τετάρτη αλλά τη Δευτέρα». Αυτή επέμενε την Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στον παπά και δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Για να την διευκολύνω πήγα τότε εγώ και το άλλαξα. Έγινε η Λειτουργία, είχαμε προετοιμαστεί και κοινωνήσαμε.
Η Κασσιανή έδειχνε υγιέστατη. Με ευχαρίστησε πού βοήθησα και εγώ στην θεία Λειτουργία και αποχαιρετιστήκαμε.
Την Τετάρτη τα χαράματα την Κασσιανή την πήρε τηλέφωνο ο αδελφός της Νίκος να πάει στην κλινική, διότι θα γεννούσε η γυναίκα του Όλγα και ήθελε να έχει κάποιον δίπλα του. Πήγε η Κασσιανή, αλλά αμέσως μετά την γέννα η Κασσιανή έπαθε πνευμονικό οίδημα και εκοιμήθηκε ύστερα από λίγο…
Γι’ αυτό σας λέω, δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε.

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ: ΜΕ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΛΕΣ, ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!

ΜΕ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΛΕΣ,
ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!
 
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ερώτησε κάποτε το ακροατήριό του.
«Ποιός από εσάς έχει αγάπη;».
«Εγώ, Άγιε του Θεού…, νομίζω ότι έχω αγάπη», του είπε κάποιος απλοϊκός βοσκός.
«Πώς σε λένε και τι δουλειά κάνεις;», τον ερώτησε ο Άγιος.
«Κώστα με λένε και πρόβατα φυλάγω».
«Εσύ Κώστα φυλάγεις πρόβατα και εγώ ζυγίζω την αγάπη. Δεν μου λες: Όταν έχω ένα ποτήρι κρασί και το πιώ όλο μόνος μου και σε σένα δεν δώσω καθόλου, έχω τότε αγάπη;».
«Όχι! Άγιε του Θεού», απάντησε ο τσοπάνος.
«Και όταν έχω ένα καρβέλι ψωμί και το φάω όλο μόνος μου και δεν σου δώσω εσένα που πεινάς, έχω αγάπη;», τον ξαναρώτησε ο Άγιος Κοσμάς.
«Όχι! Δεν έχεις».
«Εσύ λες, ότι έχεις πρόβατα. Έχεις ασφαλώς και γάλα. Από το γάλα, δίνεις σε κανέναν άλλον;».
«Όχι…, δεν δίνω Άγιε του Θεού».
«Έχεις τότε αγάπη;».
«Όχι…, δεν έχω».
«Ε, τότε Κώστα με κοροϊδεύεις, όταν μου λες, ότι έχεις αγάπη και δεν κάνεις τα έργα της αγάπης»! 

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

 Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
 
Κάποιος Γέροντας ασκητής παρακάλεσε τον Θεό να του δώσει το εξής χάρισμα : ποτέ να μη νυστάξει όταν γίνεται ομιλία πνευματική, εάν δε κανείς λέγει κατακρίσεις ή αργολογίες να τον παίρνει ο ύπνος, ώστε τα αυτιά του να μην δεχθούν τέτοιο δηλητήριο.
 
Πράγματι ο Θεός του εκπλήρωσε την ευλαβή του επιθυμία κι εδίδασκε τους άλλους ότι ο «διάβολος σπουδαστής είναι της αργολογίας, πολέμιος δε πάσης διδασκαλίας πνευματικής», διηγείτο δε το εξής γεγονός : «κάποτε που ομιλούσε σε μερικούς αδελφούς περί ωφελείας ψυχικής, τους εκυρίευσε τέτοιος βαρύς ύπνος, ώστε δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους να κινήσουν. Θέλοντας λοιπόν να αποδείξω την φανερή ενέργεια του δαίμονα, άρχισα να λέγω αργολογίες, οπότε οι αδερφοί χάρηκαν και αμέσως ξύπνησαν».
 
Τότε αφού στέναξα, είπα: «Να, αδελφοί, μέχρις ότου λέγαμε ουράνια πράγματα, όλοι σας ενυστάζατε, όταν δε άρχισαν οι αργολογίες όλοι με προθυμία ξυπνήσατε. Σας παρακαλώ, λοιπόν, ας κατανοήσετε του πονηρού δαίμονα την ενέργεια και ας γίνετε προσεκτικοί διώχνοντας τη νύκτα, όταν κάνετε ή ακούετε κάτι πνευματικό».
 
ΠΗΓΗ : ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σ. 76 κ.ε.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ: Ο ΜΟΝΑΧΟΣ, Η ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΑΚΙ!

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων: Ο μοναχός, η πόρνη και το παιδάκι

Κάποτε έφτασαν στην πόλη Τύρο δύο μοναχοί, επιτελούντες αναμφιβόλως κάποια διακονία. Τον ένα από αυτούς, κάποια φορά που μετέβαινε σε έναν τόπο, τον ακολουθούσε μια πόρνη, ονόματι Πορφυρία, κράζοντας:

– Πάτερ τίμιε, σώσε με, όπως κάποτε την πόρνη ο Ιησούς Χριστός. 

Εκείνος δε, χωρίς να υπολογίσει τίποτε από τα ανθρώπινα, την έπιασε από το χέρι και, κάτω από τα μάτια πολλών που τον έβλεπαν, εξήλθε διαμέσου της πόλεως.

Επομένως, μετά την ενέργειά του αυτή, διαδόθηκε παντού η φήμη ότι ο μοναχός εκείνος την Πορφυρία θα την έπαιρνε για γυναίκα του.

Λοιπόν, διερχόμενη η πόρνη εκείνη μαζί με τον μοναχό πόλεις και χωριά, βρήκε στο δρόμο της ένα βρέφος να κείτεται καταγής. Αμέσως έσκυψε και το πήρε φιλανθρώπως στην αγκαλιά της, με σκοπό να το αναθρέψει. 

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα έφτασαν Τύριοι στον τόπο που αυτοί διέμεναν και, μόλις είδαν το παιδί στην αγκαλιά της πόρνης, σαν να περιγελούσαν και να κατειρωνεύονταν τον γενναίο εκείνον άνδρα, τον μοναχό, έλεγαν προς αυτήν:
– Όντως, δεν έκαμες λάθος στον σκοπό σου· είναι πράγματι ωραίο το τέκνο σου που γέννησες από τον μοναχό.

Επανελθόντες δε αυτοί στην Τύρο, διέσπειραν παντού ότι η πόρνη εκείνη γέννησε παιδί από τον μοναχό, το οποίο διασώζει σαφώς τα χαρακτηριστικά του. Και βέβαια όλοι σχεδόν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πιστέψουν στις υπόνοιες· και μάλιστα, όντας φαύλοι και μοχθηροί, μπορούν να έχουν και μέσα από τον εαυτό τους αφορμές στο να πιστεύουν τέτοια πράγματα. 

Αμέσως λοιπόν, σαν από πολύ πλησίον παίρνοντας ως μάρτυρες τους εαυτούς τους, κατηγορούν τους άλλους με κάθε ευκολία, ενώ ταυτόχρονα θέλουν και επιθυμούν να εντρυφούν σε τέτοια νοήματα και λόγια και να έχουν και άλλους όμοιους σε μοχθηρία και φαυλότητα. Και έτσι μάλιστα επιδιώκουν να αποφεύγουν τις τύψεις της συνειδήσεως.

Ο μοναχός δε εκείνος κούρεψε την Πορφυρία, την περιέβαλε με το μοναχικό σχήμα, την μετονόμασε Πελαγία και την έβαλε σε γυναικείο Μοναστήρι να ησυχάζει.

Μόλις όμως προγνώρισε, διά θείου σημείου, το τέλος του επίγειου βίου του, την παρέλαβε από το Μοναστήρι και επανήλθαν στην Τύρο. Μαζί της ακολούθησε και το παιδί, το οποίο ήταν τότε σχεδόν εφτά ετών.

Η άφιξή τους διαδόθηκε στους πάντες, ότι δηλαδή η Πορφυρία με τον μοναχό άνδρα της επανήλθε στην Τύρο. 

Έπειτα, επειδή αρρώστησε βαριά ο μοναχός και έβλεπε πλέον προς τον θάνατο, προσήλθαν για επίσκεψη πλείστοι κάτοικοι της πόλεως. Τότε ζήτησε και του έφεραν μπροστά στα βλέμματα όλων ένα θυμιατήριο γεμάτο με αναμμένα κάρβουνα. Πήρε λοιπόν το θυμιατήριο αυτό, έχυσε τα αναμμένα κάρβουνα πάνω στο στήθος του και, εις επήκοον όλων, είπε:
– Ευλογητός ο Κύριος, ο Οποίος παλαιά τήρησε τη βάτο άφλεκτη. Αυτός ας είναι για μένα μάρτυρας πιστός ότι, όπως ακριβώς δεν άγγιξε και τα ιμάτια μου η καυστική δύναμη του πυρός, έτσι ούτε εγώ άγγιξα ποτέ μου γυναίκα καθ’ όλα τα χρόνια της ζωής μου.
 

Ακούοντας τούτο οι παρόντες, εξεπλάγησαν όλοι τους και δοξολόγησαν τον Θεό, ο Οποίος γνωρίζει έτσι ολοφάνερα να δοξάζει τους κρυφούς θεράποντές Του.

Αυτά αφού έπραξε και είπε ο μοναχός εκείνος, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.

Για τον λόγο αυτό, τέκνα μου πνευματικά, είπε ο μακαριστός Ιωάννης ο Ελεήμων, σας συμβουλεύω όλους, να μην είστε εύκολοι προς κατάκριση. Και τούτο, διότι την αμαρτία εκείνου που στα φανερά πόρνευσε ή πλημμέλησε σε κάτι άλλο συμβαίνει να τη γνωρίζουμε· τη μετάνοια όμως που συντελέστηκε στα κρυφά, στην ψυχή του αμαρτήσαντος δεν την ξέρουμε. Πρέπει βέβαια να φοβόμαστε και τη Δεσποτική φωνή που λέγει: «Με το κριτήριο που κρίνετε, θα κριθείτε». 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Βίος και πολιτεία Ιωάννου του Ελεήμονος», των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας, σ. 164-166.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

 ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: 
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ († 1911-2005)
 
-Πῶς εἶναι ἔξω ὁ κόσμος παπᾶ Νικόλα;
-Τί νᾶ σᾶς πῶ, βρέ Πατέρες μου, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια καί γύμνια στό κατακόρυφο. Γι᾿ αὐτό λέγανε οἱ Παλιοί ὅτι, ὅταν θά γυρίζουν οἱ ἄνθρωποι γυμνοί στούς δρόμους, θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου.   Τό πιό εὔκολο πρᾶγμα στό κόσμο σήμερα εἶναι νά ἁμαρτήση κανείς. Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ὑπάρχουν, ὑπάρχουν καί καλές οἰκογένειες καί καλά ἀγόρια καί κορίτσια, ἀλλά ὑπάρχουν καί …διαβόλοι οὐκ ὀλίγοι. Πάντως, Πατέρες μου, σήμερα οἱ εὐσεβεῖς γίνονται εὐσεβέστεροι καί οἱ ἀσεβεῖς ἀσεβέστεροι. Ὁ κόσμος ἔξω μᾶς θέλει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὄχι στά σπίτια γιά κεράσματα καί γνωριμίες, διότι δέν ξέρουμε τί μπορεῖ νά μᾶς συμβῆ.
Κάποια ἡμέρα μπῆκα στό λεωφορεῖο. Μέ εἶδε μία νεαρή κοπέλλα μέ μίνι φούστα καί αἰσθάνθηκε ντροπή. Ἄρχισε νά τραβάη τήν φοῦστα της. Τῆς εἶπα. «Πήγαινε στήν μοδίστρα νά σοῦ τήν μακρύνη. Μή τήν τραβᾶς γιατί θά τήν ξηλώσης καί θἆναι χειρότερα. Ἐκείνη ντροπιάστηκε καί δέν μοῦ μίλησε…
 
*****
 
Μιά ἄλλη φορά ταξίδευα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη μέ τό τραῖνο. Δίπλα μου συνταξίδευαν καί 2-3 φοιτήτριες. Μέ ἐρώτησαν νά τούς ἐξηγήσω τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Πῶς δηλαδή ἡ Παναγία μας γέννησε παιδί καί ταυτόχρονα εἶναι Παρθένος.
-Ἀκοῦστε, βρέ παιδιά μου, τούς εἶπα. Βλέπετε τώρα πού ταξιδεύουμε ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτῖνες του στήν γῆ. Μία δεσμίδα ἀπ᾿ αὐτές μπαίνουν μέσα στό βαγόνι μας ἀπό τό τζάμι. Χρειάζεται νά σπάσουν τό τζάμι γιά νά μποῦν μέσα;
-Ὄχι, πάτερ, δέν σπάζουν τό τζάμι.
-Ἔε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. Μπῆκε μέσα της τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἄφησε κατά τρόπο ἀνερμήνευτο ἔγκυον, χωρίς νά σπάση τά δεσμά τῆς ἀειπαρθενίας της.
Ἐξεπλάγησαν μέ τό παράδειγμα αὐτό. Δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά ἀπό κάποιο βιβλίο τό διάβασα.
 
*****
 
Ἕνα βράδυ βρέθηκε στόν σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης τῆς Ἀθήνας. Εἶχε κατέβει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί περίμενε τήν αὐτοκινητάμαξα ὥρα 11 τήν νύκτα γιά νά συνεχίση τό ταξίδι του μέχρι τήν πατρίδα του τήν Τρίπολι. Τόν εἰδοποίησαν νά κατέβη, διότι πεθαίνει ὁ ἀδελφός του. Ντυμένος μέ τά καθαρά καί σιδερωμένα ροῦχα του, μεγαλοπρεπής καί αὐστηρός στήν ὄψι, ἔκανε βόλτες στήν εὐρύχωρο πεζοδρόμιο τοῦ σταθμοῦ. Κάποιος νυκτοδιαβάτης τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό πίσω καί συχνά τόν ἐνωχλοῦσε ζητῶντας χρήματα ἴσως γιά τά ναρκωτικά του ἤ καί γιά τό ποτό του…Ὁ παπᾶ Νικόλαος  στάθηκε ἀγέρωχα, τοῦ ἔριξε μιά βλοσυρή ματιά καί συνέχισε τίς βόλτες του. Ἐκεῖνος ὁ παράξενος ἐπισκέπτης νά μή σταματᾶ τίς ἐνοχλήσεις του. Ὁ Παπᾶς ἔβγαλε τό κομποσχοίνι του καί φώναζε τούς Ἀρχαγγέλους του.
«Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, σῶστε με ἀπό τοῦτον τόν…τόν…ὁρατόν διάβολον».
Ἀλλά ποῦ νά ἡσυχάση ὁ νυκτερινός αὐτός…πειρασμός. Ξαφνικά ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται μπροστά του. Βγάζει ἕνα τεράστιο μαυρομάνικο σουγιᾶ τῆς Κατοχῆς  ἀπό τόν κόρφο του καί τοῦ λέγει ἀπειλητικά:
«Τόν βλέπεις;  Θά σοῦ τόν μπήξω στήν ραχοκοκκαλιά σου….».
Ἐξαφανίσθηκε ὁ ὁρατός…διάβολος καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔβαλε τό…σπαθί του στήν θέσι του, συνεχίζοντας τίς βόλτες του μέχρι ὅτου ἦλθε ἡ ἅμαξα, μπῆκε μέσα καί συνέχισε τό ταξίδι του.
Ὅταν γύρισε μοῦ διηγήθηκε πολύ παραστατικά τόν θρίαμβό του, λέγοντας:
«Οἱ Ἀρχάγγελοι μέ φώτισαν νά βγάλω τόν σουγιά. Τόν παίρνω μαζί μου γιά ἄμυνα καί ἀσφάλεια. Δέν τόν βγάζω πάντοτε, ἀλλά…ὅταν κινδυνεύω. Ὄχι βέβαια γιά νά σφάξω, ἀλλά γιά νά ἀμυνθῶ…»
 
Από το βιβλίο: «ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΑΙΔΟ

ΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΑΙΔΟ 

Σουρουπωνε πισω απο τα βουνα, περα στις αλυκες.

Τα χρονια, ηταν του Μεσοπολεμου.

Ειρηνη μεθορια, ακριβοπληρωμενη με αιμα και ρογχο θανατου, ακαταμετρητο.

Ξαποστασαν για λιγο οι αγγελοι να μαζευουν τις ψυχες. Πηγαν να πιουν νερο του Παραδεισου. Και αυτοι διψουν.. Την σωτηρια μας. Αλλα δεν ειναι στο χερι τους, παρα μονο στο σακατεμενο δικο μας.

Μεχρι την επομενη, καθως παντα θα υπαρχει επομενη, πληρωμη στον αλαστορα εχθρο, στον εγωϊσμο και το αδικο, η ανθρωποτητα ησυχαζε προσκαιρα, και μετεωριζοταν ανεμελη αναμεσα στο πολυ και το λιγο, το αναγκαιο και το περιττο, το ανοητο και το ουσιωδες.

Οι εργατες του αλατιου, κατακοποι, καθως εργαζονταν απο ανατολης εως εσπερας, σχηματιζαν μια σεπτη και βουβη πομπη με αδειες τσεπες, σκισμενα παντελονια, αγονο βλεμμα, και ολοτελα ξαλμυρισμενες ελπιδες.

Καταδικοι της ζωης, θυματα αρχαιων βουλων, της πονηριας, του ξεπεσμου, και του συμφεροντος.

Το καυτο ηλιοστεφανο, ειχε δωσει την θεση του, σε ενα ονειρεμενο απογευμα, που κοκκινιζε τα παντα, με το αλικο σημαδι της αναχωρησης του, για την αλλη πλευρα του κοσμου.

Μουρμουρες, και στεναγμοι, συμπλεκονταν, καθως αλλοι δοξολογουσαν τον Θεον, που βγηκε παλι το ψωμι, αλλοι δε παλι βλαστημουσαν, ταχα για την κακη τους τυχη, που τους εφερε στα λιγα και στα χαμηλα.

Το παιδι αργοσερνε τα πρησμενα ποδια του, μαυρο και ξερακιανο απο την καψα της ημερας, ακουγε τα λογια των μεγαλων, με μισοκλειστα ματια, απο τον κοπο, χωρις να εχει το κουραγιο να τα ζυγισει, να τα προσλαβει μεσα του.

Ενας μονο, μυχιος ποθος το σιγοφερνε, και το δυναμωνε μυστικα, του εδινε ζωη επανω στην ζωη, νεες αναπνοες πανω στην κουρασμενη βραχνη αλυσιδα των ξεπνοων δικων του.

Μεσα απο τα λιοδεντρα, τα αμπελια, το πρασινο και το αγριο, τους λοφους και τα ασπρα σπιτια, εφθανε η πομπη να διαλυθει στο χωριο, να ξαποστασει η καθε μεροκαματιαρα ψυχη του Θεου, στο κονακι της, να δει τα ματια τα αγαπημενα, να ανταλλαξει ενα λογο παραμυθητικο, λογο οικειο.

Ετσι και το παιδι, φθανοντας στο πατρογονικο χαμοσπιτο, πετωντας σαν καιομενο κουκουναρι, μια πνιχτη καλησπερα στην Μανα του, που δεν πηγαινε κι’αυτη πισω σε κοπο, απο ξημερωμα σε ξημερωμα, ανυσταχτη, αϋπνη, σωστη και πονεμενη μυροφορα του μοχθου, μπηκε βιαστικα στο μικρο του δωματιο.

Φωναζε η Μανα: “το φαϊ, να σε δω, να.. ” Στρωμενο το τραπεζι, ολα ετοιμα, αλλα..

Την προσπερασε. Εκλεισε την πορτα.

Κοιταξε εκστατικο τα εικονισματα. Το μικρο πηλινο κανδηλακι που εκαιγε υπ’ευθυνη του. Διακονημα ιερο, και ακαταπαυστο, το ειχε υποσχεθει στην υπεραγαπημενη του Θεοτοκο.

Αγια γαληνη, ειρηνη και θαλπωρη τον γεμισαν, με πλησμονη η ψυχη του, αναστεναξε.

Σαν να επαιρνε “Καιρο”, οπως κανουν οι Ιερεις λιγο πριν μπουν να λειτουργησουν, περασε ψιθυριζοντας ευχες και με μετανοιες μπροστα απο καθε εικονισμα.

“Η Παναγια μου ζεσταινεται”, σκεφτηκε απο την φωτιτσα που της αφιερωνω.

Την εχει παγωσει νοερα, αληθεια, ο κοσμος με τα καμωματα του, τα κολασμενα, και ας ειναι κατακαλοκαιρο εξω.

Δεν ειχε ομως κρατησει πικρα, για τον κοσμο. Κι ας του ειχαν κοψει τον δρομο για να τον γνωρισει. Να μαθει. Να ζησει. Η φτωχεια προσταζε να τον κοψουν απο το σχολειο, και να παει στο μεροδουλι με τον πατερα του.

Εκανε μικρη προσευχη. Εφαγε ελαχιστο φαγητο. Ντυθηκε παλι τα μαυρα ρουχα, και εκανε να φυγει.

“Παλι εκει θα πας;” Τον ρωτησε η Μανα. Τωρα ηταν αλλιως, φανερωμενη.

Κραταια μορφη, μια γερασμενη πριν την ωρα της, αλλα αυστηρη αφεντρα του αναστημενου με δακρυ και πονο σπλαχνου της, μονη τωρα αυτη στεκοταν, εμποδιο μπροστα του, καθως ο Πατερας ειχε αποκαμει εντελως, και ηταν ηδη εν υπνωσει αχρι καιρου, αναποδραστα θα ασκουσε αυτη, την δικαια βασιλικη γονικη εξουσια στο σπιτι, που της ειχε παραχωρηθει.

“Τι σου λεει καθε μερα; Τι σε δασκαλευει; Δεν ειναι τοπος για σενα, εκει, ουτε θα σε ωφελησει σε τιποτα. Αυτα ειναι χαμενα πραγματα, λογια, μονο λογια, και την κοιλια δεν την χορταινουν, ουτε μεγαλωνουν παιδια και οικογενεια.

Δεν θα γινεις ουτε Παπας, ουτε Καλογερος τ’ακους; Τ’ακους; Δεν θα σου περασει! Αλλοιμονο σου! Ξεχνα το!!

Η δουλεια, το σπιτι, και αυτα που.. Μονο αυτα θα σε ωφελησουν. Εδω ειναι η ζωη και ο θανατος. Ολα εδω ειναι..”

Δακρυσε. Κυλησε το καυτο ποταμι της απελπισιας, καθως ηξερε οτι τα λογια της, ελιωναν σαν το αλατι στην καυτη σουπα της ληθης, και της αυξανομενης αγαπης του μικρου για τα ιερα και τα ξενα του κοσμου πραγματα.

Ποιος να τα βαλει με την ιερατικη κλιση, και του Θεου την κληση; Ανισχυρος ο λογος, μπρος στου Θεου τον ποθο.

Η Μανα μεσα στο φαινομενικο απογειο της ισχυος της, εφθανε να λυγισει. Στο παιδι τα ελεγε, αλλα αυτη τα ακουγε.

Αλλιως τα ειχε ονειρευτει, σαν εκανε να ανοιξει τα φτερα της, κι αυτη για την ζωη. Αλλα αλλιως ηρθανε. Σπασανε τα φτερα της, εσπασε μαζι και η πρωτη αντοχη και η υπομονη της.

Δεν ειχε σημασια ποιος εφταιγε, οι εποχες, τα χρονια, οι καιροι, η ταχα αφεντρα “μοιρα” που πλανεμενα πολλοι την πιστευουν, για αληθινη βασιλισσα, αλλα δεν ειναι παρα μονο απατη των πνευματων της πονηριας, ο ενας ο αλλος, οι αρχες και οι εξουσιες, ο κοσμος, και παει λεγοντας.

Σημασια εχει να μπορει καποιος να ανεβει πανω στον Σταυρο θαρρετα και με φρονημα ανδρειας, να παρει την πικρα, να την κανει προσευχη, κι οτι δεν μπορει να κανει ως ανθρωπος, να το νιωσει, και να τα ακουμπησει ολα, ταπεινα και ειλικρινα στα τρυπημενα ποδια του Εσφαγμενου Αρνιου, και ας αγνοει προσκαιρα ποιος τον εστησε και ποιος τον ανεβαζει εκει, να παψει να μενει, να μοιρολογα απο κατω τον εαυτο του χωρις διεξοδο και ελπιδα, μονο να εχει κατα νου του, και στο βλεμμα εμπρος του, την Ανασταση, μακρια απο τον αδη των λογισμων του, και των ανεκπληρωτων ποθων του.

Ματαια φωναζε πια η Μανα..

Ειχε ηδη φυγει το παιδι, διαβαινε γοργα τον δρομο, τον ανηφορικο, και καθως ξεμακραινε απο το χωριο, μεσα στο μισοσκοταδο, γυρισε με καποια ενοχη, ενα μικρο δισταγμο για την πικρα της Μανας, που εβλεπε το λογο της να πηγαινει χαμενος. Δεν καταλαβαινει σκεφτηκε, αλλα εγω την αγαπω, και την πονω.

Λιγο αργοτερα ηταν ηδη καθισμενο καταχαμα, μεσα στο ασκητικο κελλακι, του “παραξενου” Γεροντα.

Ολο το χωριο απο τοτε που ειχε ερθει, εδω και λιγους μηνες, να ασκησει προσωρινα καθηκοντα Εφημεριου, μιας και ο Παπας τους συγχωρεθηκε αναπαντεχα, ενα πρωϊ, τον κρυφοσχολιαζε, γιατι δεν εμοιαζε αυτος ως ενας συνηθισμενος Παπας, δεν συναναστρεφονταν, δεν ερχοταν στο καφενειο, δεν εμενε στα πανηγυρια, δεν ζουσε μαζι τους, αλλα ξεγλιστραγε μολις τελειωνε τις ακολουθιες, στην απομακρη χαμοκελλα του, μακρια απο ολους και ολα.

“Γεροντα, δεν ειναι οτι η Μανα μου, δεν πιστευει, δεν ειναι σαν αυτους που λενε δεν υπαρχει Θεος.. Αλλα, ξερεις.. ειναι που ολα τα εχει θαψει εδω, μεσα σε αυτον τον κοσμο, και εχει μπασει και τον Ακτιστο Θεο μεσα.

Σαν την θεογονια των αρχαιων, που με διδαξες, ολα ενδοκοσμικα, ολα κτιστα, και πεπερασμενα. ”

Δεν εχει αναφορα, και σκοπο ζωης, τον Θεο.. ”

Χαμηλωσε το βλεμμα, καθως φοβοταν οτι ειχε πεσει ηδη σε κατακριση.

“Ακουσε παιδι μου, αγαπημενο, παιδι του Θεου,” ξεκινησε να απαντησει, ο γερων Ιερομοναχος, καταλευκος πια, ομως ευθυτενης, με ματια γερακιου και καρδια περιστεριου, ετσι ειχε ολολευκο το χρωμα και γερα τα φτερα του νου και της καρδιας του.

Μην ζητας απο τους ανθρωπους, αυτο που δεν εχουν να σου δωσουν. Ουτε ο Θεος το κανει.

Πρωτα σπειρε, φυτεψε, καλλιεργησε, ποτισε και φροντισε με το παραδειγμα και την ζωη σου, το βιωμα και την εμπειρια σου, μα πανω απο ολα την προσευχη σου, και τοτε σαν δεις τα πρωτα φυλλαρακια, να πρασινιζουν, να αναθαλλουν στο φως του ηλιου, τοτε να χαρεις, και να πεις:

Κατι εκαναν τα λογια, κατι εκαναν οι προσευχες μου, μα ολα στ’αληθεια τα εκανε ο Θεος.

Αλλα προσπαθησε εως τοτε, να μην απαξιωνεις κανενα, ουτε κρυφα μεσα στον λογισμο σου.

Αλλιως κρινει ο Θεος, κι ολοτελα αλλιως, εμεις.

Εμεις παντα αστοχουμε και τραυματιζουμε απονα και αδικα. Αυτος μονο κεντρο καρδια χτυπα και σωζει φιλανθρωπα και πατρικα.

Ελα παιδι του Χριστου, να κανουμε τον κανονα.

Οπως καθε βραδυ Αποδειπνο και χαιρετισμους.

Αλλα σημερα θα πουμε και μια παρακληση, εαν ειναι ευλογημενο, στην Παναγια μας, να φωτισει, να δωσει δυναμη στους γονιους σου, να μαλακωσουν.”

Το παιδι αναφωνησε, με εναν ξεπνοο λυγμο, με βλεμμα αναχωρητικο απο τις χαρες του κοσμου, και με επιμονη που ζηταγε να ανακουφιστει σαν τον ατμο που ασφυκτια μεσα στην χυτρα:

“Εγω θα γινω Καλογερος, γεροντα, θα γινω Ιερεας και Μοναχος σαν και του λογου σου, και ξερεις; το εχω ταξει στην Παναγια! Μυστικα και οριστικα της το υποσχεθηκα, στην χαρη Της.

Απο σενα θελω να με διδαξεις, και να με βοηθησεις να με στερεωσεις με την ευχη σου, να αξιωθω να φορεσω το Μεγα Σχημα τ’ουρανου και των αγγελων, με του Χριστου την χαρη.”

Να ειναι ευλογημενο παιδι μου, θα το παλεψουμε μαζι, και οτι ειναι το θελημα Του, ας γινει, ανταπαντησε με μια κρυφη χαρα ο γερων ασκητης, για τον θειο ερωτα του παιδιου, που δεν ηταν παρα ενα μικρο αδυναμο καλαμι, μπρος στους εναντιους και θυελλωδεις ανεμους της νιοτης και του κοσμου, αλλα οχι μονο δεν σαρωνοταν, οχι μονο δεν λυγιζε, αλλα αντιθετα μερα με την ημερα δυναμωνε και ορθωνοταν, αλυγιστο και κραταιο, ενδυναμωμενο μυστικα απο την παντοκρατορικη προγνωστικη Χαρη του Κυριου του συμπαντος.

“Ελα. Ελα τωρα να προσευχηθουμε, και να πουμε τα γραμματα τα αγια, να κανουμε και λογο πατερικο, και λιγο τις γραφες τις Αγιες, και να πας να ξαποστασεις, σπιτι σου, και να ξημερωσει ο Κυριος, μια ακομα μερα, μια μερα πιο κοντα στον ποθο της καρδιας σου, στην πληρωση των οσιων ονειρων σου.. ”

Μετα τον κανονα, θα ελεγαν τα “λογια”, τα αγια και τα ευλογημενα, που περιμενε καθε βραδυ το παιδι, πως και πως, με την ιδια πεινα και διψα του παλιου ευσεβους Ισραηλ, οπως το μαννα εξ’ουρανου, μεσα στην ανυδρη ερημο, οπως η ξεραμενη γη, που προσμενει την βροχη, να την αναστησει και να την κανει παλι γονιμη και καρποφορα.

Εβαλε ο γεροντας Ιερομοναχος, το: “Ευλογητος ο Θεος.. ”

Η ασεληνη νυχτα προχωρουσε πιασμενη απαλα απο το χερι, μαζι με την ταπεινη ακολουθια, και βαδιζαν με απαλο βημα, σαν τα λευκοντυμενα μικρα κοριτσια την Μεγαλοβδομαδα, που πανε χαμογελαστα ολο φυσικη χαρη και μεγαλοπρεπεια ιερη, λουσμενες μεσα στο ανεσπερο φως, και στολισμενες με αειζωα και ευωδη ανθη, να παρασταθουν διπλα στον Νυμφιο της καρδιας τους, στον Σολεα του Ναου.

Εξω του κοσμου, γινοταν προσευχη για τον κοσμο, που ημερευε ανυποψιαστος. Παντα αγνοει ο κοσμος το καλο, που γινεται ερημην του.

Και τεινει να αναμασα το κακο, που τον θελγει, και τον σαγηνευει ανερμηνευτα, σε πεισμα των φιλοσοφων των αιτιων του, τον δενει και τον τραβα, οπως οι σειρηνες τους αρχαιους θαλασσοπορους, ωστε να καθυστερησει οσο ανομα μπορει και θελει, λιγο ακομα, ισως, φευ, και για παντα, εαν το κατορθωσει, τον γυρισμο του στην αληθινη θεοπατριδα του, την Χωρα των ζωντων την Χωρα του Αχωρητου, τον Παντελεημονα, Υιο του Αθρωπου.

Μετα το τρισαγιο, το παιδι ειχε ξεκινησει και διαβαζε με παθος τον Ν’ Ψαλμο, και προχωρουσε προς τα ανω με μια πνευματεμφορη ορμητικη φορα, με μια δυνατη ανωφερη θεοθελκτικη κινηση, που του χαριζοταν ανωθεν, ψαλλωντας και δοξαζοντας τω Θεω, τω Σωτηρι, του, και θαρρεις πως συμπασα, ολακερη η εφησυχαζουσα φυση κρατουσε την ανασα της, με ολα τα οργανικα και ανοργανα στοιχεια της, για να αφουγκρασθει να ενωτισθει τα ιερα λογια.

Ποσα ατελειωτα χρονια, ποσες στιγμες, σε ποσα δωματια, σε ποσα κελλια, σε ποσους Ναους, σε ποσες μυριαδες μυριαδων ακολουθιες ακουγονται αυτα τα λογια;

Kαι ομως παντα καινα, παντα πρωτογνωρα παντα ζωντανα.

Λογια του ουρανου, λογια με ψυχη και ζωη δικη τους, που ανεβλυζε αλλομενη και κρυσταλλινη μεσα απο το χαρτι και το μελανι, λογια που σταζουν βαλσαμο στην δηλητηριασμενη υπαρξη του καθε ταλαιπωρου ανθρωπου, λογια βαθιας καρδιακης συντριβης, ειλικρινους αυτογνωσιας και σωστικης αυτοσυνειδησιας, βγαλμενα απο τα αρχεγονα χειλη του Προφητανακτος Δαϋιδ, που ειχε ζησει ειχε δει, τα μεγιστα υψη και τα βαθη, του ανθρωπινου οντος, ειχε ανεβει ως τον ουρανο, και ειχε καταπεσει ως την αβυσσο, ειχε δει την Οικονομια του Θεου να περατωνεται εν Πνευματι, περνωντας ο ιδιος μεσα απο την μαυρη γη, της αποστασιας, της δολιοτητας, της φθορας, και της αμαρτιας.

Μα ηρθε παλι εις εαυτον. Ακουσε μεσα στα βαθη του, την φωνη του Θεου Πατρος. Αυτος ο ανθρωπος θα σωθει. Αυτος που θα ακουσει την Φωνη, την σβησμενη απο τα βαθη του, οσο σκοτεινα και πηχτα και εαν τα εχει καταστησει, αρκει να αφουγκραστει μονομιας αυτην την Φωνη.

Και σταθηκε ορθιος, γυμνος και τετραχηλισμενος ενωπιον Θεου και ανθρωπων, φωναξε, εκεκραξε, αλλαλαζοντας, και πεφτοντας καταγης, σκιζοντας τα σωθικα του, διαλυοντας τον καλοστημενο εαυτο του, γινομενος γη και σποδος, αερικο που επεσε καταχαμα, φορεσε τα ρουχα τα τραχια της μετανοιας, και γυρισε πισω στην λησμονημενη γη της επαγγελιας.

Παραδειγμα επιστροφης και υιοθεσιας εις τους αιωνες. Για τον καθενα. Αλλωστε τι ειναι οι αιωνες μπρος στην υπομονη και την μακροθυμια του Θεου;

Οπως κανει να σβησει το σπιρτο, ετσι περνανε οι χιλιετιες, εμπρος απο τα αχρονα βλεμματα της Τριαδος, και των αναριθμητων αγγελικων ταξεων.

Επειτα η Δοξολογια, και τα θεοπνευστα Χαιρε, στην Κυρια των Αγγελων, την Μητρα την Ηλιοσταλακτη, την μεγαλη σιωπηλη και καταδεκτικη Θεομανα.

Ο Γεροντας, εβλεπε το παιδι, και ταξιδευε πισω στον χρονο της δικης του νιοτης. Αναστεναξε. Τραβουσε το κομποσχοινι, και ευχοταν να ηταν ολος ο κοσμος ενα παιδι, που προσευχοταν.

Τελειωσε η ακολουθια. Η διασωζουσα εν παντι καιρω, εκ των οδυνων και θλιψεων, Παρακληση και τα κομποσχοινια.

Καθισαν να φανε ενα κερασμα, εναν νερο να πιουν, να υγραθει το στεγνωμενο στομα.

Στεγνωνει ο ανθρωπος οταν κραζει τον Θεον, και τον αποζητα με τον ενδιαθετο λογο, με ολη την ορμη του, με αυτο δηλαδη που του χαριστηκε αμα τη κατασκευη του, αυτο που τον ξεχωριζει απο την αλογη κτιση.

Και οταν στεγνωνει η ψυχη και το σωμα, οταν οι χυμοι της φυσης υποχωρουν, και η γη της υπαρξεως ξεραινεται και σπαει, απο την αγωνια της επαφης με τον Επεκεινα του παντος Λογο, τοτε ακαταληπτα ερχεται καταβαινουσα, η θεια δροσος, η αερμων, εκ των ορεων της Σιων, απαλα και αθορυβα, ποτιζει και αρδευει την διψασμενη ανθρωπινη ολοτητα, την κανει να βλαστανει χαρη, την ανακαινιζει μυστικα και την μετασχηματιζει στο καλλος το πρωτοκτιστο, και την Εικονα του Πλαστη.

Aναψαν κανα δυο κερια ακομα, για να βλεπουν και να κανουν το ταπεινο τους μαθημα.

Τα μεγαλα μαυρα ματια του παιδιου, φωτισαν το προσωπο του γεροντα πιο δυνατα απο τα κερια, και το παιδικο αδολο στομα, που εσταζε ακομα λιγο γλυκο του κουταλιου, ρωτησε με πονο..

“Γεροντα, ξερεις, συνεχως με γυριζει σβουρα, με πονα και με στενευει μια σκεψη.

Γιατι το κακο να θριαμβευει στον κοσμο; Γιατι το καλο ειναι τοσο αδυναμο και παντα πισωπατει; Γιατι οι καλοι να ειναι τοσο λιγοι, και oλοενα μενουν στην ακρη, στο περιθωριο, και υποφερουν, αυτοι δε που πραττουν το κακο και το υπηρετουν να ειναι στον αφρο και να εξουσιαζουν;

Πριν πουμε τα λογια, των Γραφων, πες μου σε παρακαλω ποια ειναι η αληθεια για ολα αυτα;”

Αναστεναξε ομοια με τον νοσταλγικο αναστεναγμο του Αδαμ, του εξορισθεντος της Εδεμ, ο Γεροντας.

Ξανα και ξανα η ιδια ερωτηση, η ιδια θεοδικια, ανομη και αδικη, αυτη που συνεχως πληγωνει τον απαθη Θεο, εκουσια εκ των ολιγοπιστων, ακουσια εκ των αγνοουντων, ομως προχειρη παντα στα χειλη ολων.

Ποσες και ποσες φορες την ειχε αντιμετωπισει στην πολυπειρη διακονια του ο Ιερομοναχος Πνευματικος,μα παλι, ορθωνοταν απειλητικη και επιμενουσα, τοσο επικινδυνη ωστε να κλονισει ακομα και βραχο πιστεως.

Ακουσε υιε του Φωτος:

“Κλεισε τα φυσικα ματια αλλα και αυτα της διανοιας σου..

Σκεψου ενα χωριο. Σαν το δικο σου. Καλη ωρα, που κοιμαται τωρα.

Ενα χωριο με μια πλατεια, φωτα, και φασαρια, κοσμο που εχει μαζευτει, και εναν θιασο που εχει ερθει, απο την πολη, με χρωματα και μουσικη, κοστουμια και σκηνικα εντυπωσιακα, και φανταχτερα.

Σπαει η ησυχια, η γαληνη και η τριβη της ημερας. Ολοι πανε να δουν την παρασταση. Ολη η προσοχη, και η σκεψη, ειναι εγκλωβισμενες στην σαγηνη των δρωμενων αυτου του θιασου.

Κανενας δεν προσεχει τιποτα αλλο. Μονο αυτα που παιζονται και γινονται επι σκηνης. Ποσο μεγαλα ταχα και σοβαρα αληθινα φαινονται. Ποσο εμπνευσμενα και λογικα. Σκετη σοφια και αληθεια.

Πληθος ειναι μπροστα απο την σκηνη, και εχει μεινει με δεος να κοιταζει, με κλεμμενη την ψυχη και το νου. Νομιζει οτι ετσι ειναι ο κοσμος, οτι εκει πανω στην φθηνη ξυλινη εξεδρα ειναι η αληθεια της ζωης.

Ομως εγω θα σε παρω νοερα απο εκει, θα σε παω πισω απο την σκηνη, και το στημενο δραμα, με το φτηνο εισητηριο και το κακοψημενο καλαμποκι, μικροκαλογερε μου, αδερφε μου ακριβε εν Χριστω, και θα σε στειλω να δεις τι συμβαινει λιγο, αφου τελειωσει η παρασταση, που μαγεψε τον αμοιρο κοσμο, που παντα ψαχνει να μαγευτει και να πλανευθει, για να ψευτοζησει ταχα.

Πεφτει η αυλαια. Κανει να φυγει ο κοσμος. Γρηγορα μαζεματα, αποτομες φωνες, τσακωμοι, καταρευση και αποδομηση του σκηνικου, πεταγμα των φανταχτερων κοστουμιων σε μια βρωμικη σακκουλα, σβησιμο των λαμπερων φωτων, και αποχωρηση αρον αρον, για αλλες πολιτειες και χωρια, και το υπολοιπο να ειναι μηδεν.

Επειτα παλι, σε μια στιγμη του χρονου, γυρνα η πλατεια του χωριου στην προτερη ειρηνη, την ηρεμια, την γαληνη και την τριβη της. Πεφτει μια σιωπη που εξιλεωνει την υβρι.

Ολα οπως πριν. Και τι εμεινε; Τιποτα. ξαφνου ολα χαθηκαν και εσβησαν και εμεινε η ειρηνη μονη της. Σε οσες ψυχες την ειχαν και πριν, τιποτα δεν αλλαξε, σε οσες αυτη ελειπε, απομακρυνθηκε ακομα πιο πολυ.

Ετσι και ειναι το κακο. Ενας ψευτικος και πλανωμενος θιασος. Αυτο να εχεις παντα κατα νου.

Δεν εχει αληθινη υποσταση δικη του, αλλα ψευτοζει με σοβαροφανη κοστουμια, δανεικα φωτα, μεσα σε χαρτινες σκηνες. Δεν επευλογειται και αφηνει δυσωδια και αποφορα, στο περασμα του, και οσους δουλευουν σε αυτο τους πληρωνει με θανατο και λησμονια στην αβυσσο της μοναξιας, αφηνοντας τους με την απορια για το πως χαθηκαν, πανω εκει που νομιζαν οτι διαφεντευαν την ωρα και την στιγμη.

Γινεται και απογινεται το κακο. Ενας σκοτεινος λεκες ειναι που θα ξεπλυθει απο την θεια φωτοχυσια την Ημερα Κυριου.

Ειναι φανταχτερο, τρομαζει και προκαλει δεος, εντυπωσιαζει και σκοτιζει τον νου, θαρρεις και λες οτι εχει κυριαρχησει, οσο κρατει στην σκηνη, αλλα πριν το καταλαβει κανεις χανεται, μαζευει τις ακαθαρσιες του, και φευγει οπως ηρθε, και παντοτε δινει την θεση του στην ειρηνη της καρδιας, που ειναι η ευρυχωρη πλατεια της αγκαλιας του Χριστου μας.

Και εμεις μικρο μου, ευοσμο ανθος του Θεου, πρεπει να ειμαστε ομοιοι σαν την πλατεια του χωριου.

Δηλαδη ολοενα να πλαταινουμε, να κανουμε μεγαλη και στρογγυλη την καρδια μας, να τριβομαστε με την καθημερινη μας ζωη, εν ειρηνη, και εν ελπιδι, να σκεπαζουμε τον αναγκεμενο αδελφο σαν τα πλατανια της, να τον ποτιζουμε λογο Θεου, σαν τις κρηνες της, να ξεκουραζουμε τον αποκαμωμενο σαν τα παγκακια της, και οταν ερχεται το κακο να δωσει την παρασταση του, εμεις ταπεινα να κανουμε υπομονη, να προσευχομαστε, ωσπου να φυγει, και επειτα να ησυχαζουμε ξανα τις ψυχες που ταραχτηκαν μεσα στην σκονη της ψευτιας του..”

Ανοιξαν τα ματια του παιδιου, και εσταξε ενα δακρυ στο λευκο του προσωπο.

Κοιταξε με το βλεμμα της αναπαυμενης ψυχης, τον λευκασμενο Πνευματικο οδηγο του, και του ειπε:

“Γεροντα εσυ, εχεις πολυ Θεο μεσα στην καρδια σου.. Στ’αληθεια, ποσο Θεο μπορει να χωρεσει ενας τοσο δα ανθρωπος;”

Συγκινημενος και θαυμαζων ο Γεροντας, απο την ενορατικη χαρη του παιδιου, με την υπερ την χιονα λευκανθεισα, ψυχη του, απαντησε:

“Ο Ανθρωπος παιδι μου, ειναι ανακεφαλαιωση, του συμπαντος.

Μικρο κτισμα, με απειρες δυνατοτητες. Εικονα του Θεου, που τεινει προς την ομοιοτητα μαζι Του.

Ενα ταπεινο βιβλιο αγραφο, που οι σελιδες του εαν εχει καλη προαιρεση, και διαθεση για αγωνα, μπορει να γεμισει με την πυρινη γραφη του Λυτρωτη, και να γινει αιωνια βιβλος σωτηριας και θεωσεως.

Εκει που τον χανεις και δεν τον λογαριαζεις, τον εξουδενωνεις και τον αναμετρας για τιποτα, εκει σου γινεται αγιος, και μεγας, συμβασιλευς του Κυριου και των ανω δυναμεων.

Καποτε ρωτησαν εναν εγκλειστο ασκητη επι 30 και πλεον χρονια σε ενα σκοτεινο κελλι, με μια μονο μικρη οπη στην θυρα, απο οπου του εριχναν το παξιμαδι και το νερο του.

Αδερφε, πες μας λογο, τι κανεις εκει τοσα και τοσα χρονια, τι πραττεις, τι καταλαβες, και τι φρονεις;

Και αυτος απαντησε, με παρρησια και αληθεια που σπαει και το πιο χοντρο κοκκαλο στην μεση.

“Συγκυβερνω μετα του Θεου, τον κοσμο! Αδελφοι. Αυτο κανω.”

Kαι εμειναν αφωνοι, αλλα και πληρωτικα ωφελημενοι και αναπαυμενοι οι αδελφοι του.

Καταλαβες μικρε μου αλατισμενε αρχαγγελε; Ετσι καταξιωνει ο Θεος τα μωρα και τα ασθενη του κοσμου.

Eτσι δοξαζει τους αντιδοξαζοντας Αυτον, αυτους που στεκονται στην γωνια, στα περιθωρια, στο μηδεν κατα κοσμον, που ζουν λαθραια και λογιζονται ως μηδενικα, που ζουν κατω απο την σκονη του επιπολαιου κοσμου, θαμμενοι για την εγωκεντρικη Ιστορια, παραταυτα ομως την διοικουν ερημην της, οιακοστροφωντας την, επιδεξια ολο χαρη και επιδεξιοτητα, προς την πανοικτιρμονα και απανεμη παραλια της ενθεου καταπαυσεως της.

Και ετσι καταισχυνει και εκμηδενιζει ως σκευη κεραμεως, τους αλαζονες και ισχυρους της ημερας και των καιρων, που νομιζουν καθε φορα, οτι τελειωσαν με τον Εσταυρωμενο, οπως νομισαν οι σταυρωτες Του, στις επι γης ημερες Του.

Γιατι τοτε που τελειωναν ολα κατ’αυτους, τοτε αρχιζαν κατα τον Θεον..”

Πηρε να φωτιζει αργα.

Αλλη μια μερα θα ξημερωνοτανε, να παει κι’αυτη να κοπιασει, εργατρια δοσμενη στο νερομυλο του θανατου, να ριχνει νερο αεναο, νερο του πονου, νερο πικρο, να προχωρανε οι καημοι και τα παθη των ανθρωπων.

Ανθρωποι, που εν πολλοις, αψηφησανε το Φως, που δεν σκυψανε να πιουν το Νερο της Ζωης, αυτο που για να το πιεις, πρεπει να σκυψεις ταπεινα,
αυτο που μονο ξεδιψα, την αιωνια, απειρη διψα του ανθρωπου, για ζωη, για ζωη αληθινη και περισσον αυτης.

Ακομα το σκοταδι κρατουσε, και οι αποριες του παιδιου, οσα και τα αστρα τ’ουρανου, που ετοιμαζοταν να αλλαξει το σκηνικο.

Γεροντα..
Σε λιγο θα φυγω, θα με ψαξουν, και θα βρω μπελα, μα δεν με νοιαζει.

Θελω να σε ρωτησω τοσα πραγματα, να μου φωτισεις το σκοταδι μου, με την λαμπρη σου γνωση και πειρα, που κερδισες τοσα και τοσα χρονια.

Αποκριθηκε ο Γερων, με πατρικο τονο, και προετρεψε το παιδι:

“Μια και δυο, το πολυ αποριες να δουμε, και να πας στο κονακι σου, γιατι ακομα και για σενα ξημερωμα ειναι, δεν πρεπει ο θειος σου ζηλος, να σε χωρισει απο την οικογενεια σου, αλλα ολα στον καιρο τους, για να μην γινεις αιτια, να σκανδαλισθουν ανθρωποι, και ιδιως οι γονεις σου παιδι μου.”

Πες μου Γεροντα. Γιατι σταυρωσαν τον Χριστο;
Τι τους εκανε; Τι καρδια ειχαν για να Τον καρφωσουν; Δεν το βαστα η ψυχη μου.

Δεν μας λεει η Εκκλησια μας, στα ψαλτικα οτι ειπε ο ιδιος ο Χριστος με παραπονο;

Λαός μου, τί εποίησά σοι, καί τί μοι ανταπέδωκας;
Αντί του μάννα χολήν, Αντί του ύδατος όξος·
Αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε.

Αποκριθηκε ο Γερων.

“Τεκνον οργης, να μην εισαι. Τεκνον ευκλεες, αγαπης καρπος και δεντρο ευχυμο να γινεις. Βλεπεις ο Χριστος και πανω στον Σταυρο, πανω στην εσχατη αναπνοη Του, τους συγχωρεσε.

Αυτοι εκαναν, αυτο που δεν εγινωσκαν. Σκοτισμενοι απο τον παλαιο ανθρωπο και τον διαβολο. Τυφλωμενοι απο την αμαρτια και την αλαζονεια, απο τα ανθρωπινα και τα χωματα της πτωσης.

Ρωτας γιατι Τον σταυρωσαν..

Γιατι δεν τους ειπε, απλως την αληθεια. Αυτο θα ηταν απλως ενοχλητικο. Πολλοι το εκαναν, και προφητευσαν και ελεγξαν το κακο πριν τον Χριστο. Αλλα μεχρις εκει. Το προβλημα ομως του ανθρωπου δεν ειναι μονο το κακο.

Αλλα ειναι ο καρπος του κακου, ο θανατος, που κανεις δεν μπορουσε να νικησει.

Μαρτυρουσαν λοιπον πολλοι για την Αληθεια, αλλα δεν ηταν αυτοι η Αληθεια, που ελευθερωνει.

Τον Σταυρωσαν λοιπον, γιατι ο Ιδιος Ειναι η Αληθεια. Ο Χριστος. Η Αληθεια ως Προσωπο, ως Κυριος και Αιτιος του Παντος. Αυτοπροσωπως.

Και αυτο δεν το αντεξαν. Οι πολλοι, ο οχλος και οι αρχες, και οι εξουσιες, γιατι καποιοι απλοι και μακαριοι στην ψυχη, το σηκωσαν και πορευθηκαν εως θανατου, στον δρομο που χαραξε, το Εσφαγμενο Αρνιον, γιαυτο και συναγαλλονται μαζι Του.

Παντοτε την Αληθεια, ιδιως οταν την εχουμε κατα Προσωπο, δεν την αντεχουμε παιδι μου. Μας ελεγχει και μας σπαει με κροτο την καλογυαλισμενη βιτρινα που εχουμε βαλει να καλυπτει, την ακαθαρσια της ψυχης και της αραχνιασμενης καρδιας μας.

Και οχι μονο “τω καιρω εκεινω”, στην Ιουδαια πολυπαθη γη, μα και τωρα και παντοτε, απο το μικρο και φτωχο αλατοχωρι μας, μεχρι την συντελεια του Αιωνος τουτου.

Γιαυτο Τον Σταυρωσαν. Για να γυρισουν επι τα ιδια. Να “ξενοιασουν”.

Να βολευτουν, να κουρνιασουν εκει στο παγωμενο κρεββατι του θανατου, του “εδω”, σκεπασμενοι ασφυκτικα με τις κουβερτες της ληθης, της νεκρης συνειδησης, της απατης.

Αλλα δεν ξενοιασαν ποτε. Ουτε αυτοι, ουτε ο ανομος πατερας του ψευδους και συμβουλος τους. Και ακομα στριφογυριζουν, και κλωθουν ιστο θανατου για τυλιξουν την Αληθεια και οσους Την πιστεψαν.

Γιαυτο παιδι μου Τον Σταυρωσαν.

Και Αυτος τι ανταπεδωσε;

Αντι χτυπηματων, θεραπειες. Αντι υβρεων, ευλογιες. Αντι κακου και αδικου, Συγχωρεση. Αντι θανατου, Ζωη.”

Σιωπησε το παιδι. Αφουγκραζοταν τον αερα.  Ισως και νοερα, να ηταν εκει. Ταξιδευδε ηδη.

Σιωπησε και ο Γερων Ιερομοναχος, και καταλαβε.

Το παιδι δεν ηταν εκει, παρα μονο σωματικα.

Αυτοπτης μαρτης, προαιρεσεως αγαθης παιδικης, της Γεσθημανειας προσευχης, μεσα στο σκοτος του αγνοουντος κοσμου, να οσμιζεται τον ιδρωτα της αγωνιας, να βλεπει να κυλανε πανω στο προσλημμα της σαρκος, θρομβοι αιματος, να βλεπει τον Υιο του Ανθρωπου, αγογγυστα και λυτρωτικα, να βασταζει ολο το αδικο και το κριμα απαρχης κτισεως.

Ωσαννα!!! και επειτα.. Αρον, Αρον σταυρωσον Αυτον! Μεσα σε λιγες μονο μερες, μεσα σε λιγες ωρες ο ανθρωπος εδειξε ολη την γυμνια του.

Ο Υιος του Ανθρωπου. Θυσια. Λυτρωση. Ανασα. Κλειδα ερμηνευτικη της Υπαρξεως.

Δυσκολα τον αναγνωριζε. Τον εβλεπε εν ετερα μορφη. Ενωπιον των Παθων.

Κατιχνο, αδυναμο, σκονισμενο, ταλαιπωρο, πτωχο και πενητα, περιπατητη με πληγιασμενα ποδια, απο τις ερημους, στους Ναους, στα στενα και τις ρυμες ενος κοσμου, ενος κοσμου που δεν ηθελε να Τον δεχθει, και ακομα και τωρα δεν Τον δεχεται. Δεν Τον πιστευει.

Θελει μονο την θεραπεια. θελει μονο την λυση. θελει μονο το “καλο”, και το συμφερον.

Αλλα δεν θελει τον Ιδιο. Δεν θελει τον Χριστο, μονο και μονο για τον Χριστο.

Και παλι, ξανα και ξανα, καθε μερα, καθε ωρα, Τον σταυρωνει, με τα αϋλα καρφια της μαυρης καρδιας του.

Παιξανε τα ματια του παιδιου, και ηρθε παλι στο νυν. Κοιταξε τον Γεροντα, που το αποθαυμαζε, και τραβουσε κομποσχοινι για να το σκεπει ο Κυριος.

Ειχε την αγωνια της φυγης απο το σπιτι, τι θα συναντουσε παλι στον γυρισμο..

Αλλα η ψυχη του δεν ελεγε να ξεκολλησει απο την πηγη, η οποια την ξεδιψουσε, σαν τον κατακοπο οδοιπορο καταμεσης στην ανηφορικη του διαδρομη, της εδινε διεξοδο, οραμα, νοημα, και την ξανοιγε σε ενα πελαγος λουσμενο στο Φως και την δροσερη αυρα της παρουσιας του Πλαστου.

Εσπασε την σιωπη και ρωτησε τον ηλικιωμενο ασκητη Λευϊτη, που ψιθυριζε αεναα, ανεπαισθητα την ευχη, του ειχε πια γινει αναπνοη, πανω στην αναπνοη, τοσο απαραιτητη, τοσο ζωογονα και τοσο ιερη.

“Ξερεις, γεροντα..” Ειπε. “θελω τοσα να σε ρωτησω, εχω χιλιαδες αποριες, θα ηθελα να γνωρισω και να ξερω οσα ξερεις να ερθω κοντα στον Θεο, να ειμαι μαζι Του, οπως εισαι εσυ, ενα σωμα, μια σκεψη, μια αγκαλια.

Αλλα ειμαι αγραμματο, δεν εχω την σοφια σου, δεν καταλαβαινω πολλα.”

Ησυχα και ταπεινα ηρθε η απαντηση απο ενα στομα, αγιο, ευωδες, που οταν δεν δοξολογουσε τον Θεο, και δεν Τον ικετευε, και ποτε δεν ηταν αυτο δυνατο, γιατι παντα συνεχιζοταν εντος και εκτος Λειτουργιας, τοτε θα χαριζε σοφια ευαγγελικη, η λογους παρηγοριας, για τον καθε πονεμενο ανθρωπο, μενοντας με νηπτικη ακριβεια μακρια απο αργο λογο, ολοκαθαρο απο κακια, και κριση.

“Ο Θεος παιδι μου δεν καλεσε στην υπαρξη τον ανθρωπο για να λυσει τις αποριες του.

Γιαυτο καλεσε τον ανθρωπο ο Θεος, για να ζει μαζι Του και να ευφραινεται την τρισαγια μακαριοτητα Του.

Δεν ειμαστε εδω για να μαθουμε τα παντα. Θυμησου τον σοφο Σωκρατη: Εν οιδα, οτι ουδεν οιδα.

Δεν φτανει μια ζωη γιαυτο. Οσα και να μαθει ο ανθρωπος, παλι αγραμματος μενει ενωπιον Θεου.

Να θυμασαι παντα οτι τα γραμματα του Θεου, γραφονται πανω στην καρδια, και διαβαζονται ενδιαθετα μυστικα, με την ερμηνευτικη τεχνη της προσευχης και της απλοτητος.

Τους απλους αγαπα ο Θεος και σε αυτους αναπαυεται. Απλους στην καρδια, οχι απλοϊκους.

Γιατι καποιος μπορει να φθανει να γινεται ενας Μεγας Βασιλειος, πανσοφος πανεπιστημων και στα θυραθεν και στα θεια πραγματα.

Αλλα να ειναι παιδι στην καρδια και ανθρωπος της θυσιας και της προσφορας.

Ενω απο την αλλη μπορει καποιος να ειναι ξυλο απαλεκητο, και συναμα φιλαργυρος, φιλαυτος και αλαζων.

Γιαυτο ουτε με την γνωση, καθευαυτη σωζομαστε, αλλα ουτε και με την αγνοια απαλλασομαστε. Καλο και αγιο ειναι να μαθαινεις, αλλα ακομα καλυτερο και τελειο ειναι να μαθαινεις να αγαπας τον Θεο.

Καλειται λοιπον ο καθενας, να αφαιρεσει το αλφα μπροστα απο την απορια του, να της προσθεσει ενα εψιλον, εκει προς το τελος,
δηλαδη να την κανει, απο α-πορια, μια πορ-ε-ια, και να παρει αποφαση να την περπατησει ανταμα με τον Χριστο.

Μια πορεια μαζι Του. Οδηγος, και Βοηθος, ο Θεος. Δρομος ο αγωνας που ευλογειται, και περναει μεσα απο το Ιερο. Χαρτης αλανθαστος και ακριβης η Πιστη. Καταληξη η αιωνια καταπαυση εντος Του, οχι καποτε, αλλα απο εδω και απο τωρα.

Γιατι παιδι μου, ηδη με την αποφαση, του ανθρωπου, εχει ενεργησει ο Θεος, εχει ξεκινησει η πορεια, και τα πρωτα ευεργετικα αποτελεσματα ειναι φανερα.

Ξεσπασε ο παιδικος αγγελικος ενθουσιασμος.

“Ναι! Ναι! Γεροντα, αυτο θελω, να περπατησω αυτον τον δρομο, οπως τον περιγραφεις.

Φυγε τωρα, και πηγαινε στον δρομο για το πατρικο σου, και εαν θελει ο Θεος, θα τα πουμε παλι αυριο, το συμβουλευσε ο Γεροντας.

“Δι’ευχων σου”, Γεροντα αντετεινε το παιδι, και ηδη ξεκινησε καταφορτο απο χαρη και ευλογια, να κατηφοριζει το μονοπατι για το σπιτικο του… 

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ