Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:
«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».
Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Λένε για τον Αββά Ησαΐα,
πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας
ένα ζεμπίλι του είπε. – Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός
τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε. -Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες
κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο; – Όχι, του απάντησε εκείνος. -Τότε πως ζητάς
να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας. – Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει
δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας. -Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε
απολύτως, του είπε ο κτηματίας.
Ύστερα από αύτη τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν· -Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα; Και τους αποκρίθηκε εκείνος· -Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.
Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο· κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου έδώ κοντά στο νερό;
Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον
ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και
που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου
σου και τί κάνεις εδώ; – Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ
τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά
χάθηκε από εμπρός του.
Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.
Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.
Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…
«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει
κανεὶς μέσα στὸ κελί;»
Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ
Γέροντας:
«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ
κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει
ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός,
γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».
Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:
«Τί σημαίνει κόσμος;»
«Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ
Γέροντας- τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις.
Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν
οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά
τους θελήματα.
Κόσμος εἶναι τὸ νὰ
νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή.
Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει
γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω
του.
Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ
μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:
Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο
μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΜΕ
ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ
Αλλά και με τον τρόπο
που πηγαίνουν μερικοί να βοηθήσουν την κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη την
χιονοστιβάδα του κακού. Αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία κ.λπ.,
κάνουν χειρότερα. Δεν κοιτάζουν πως να διαλύσουν αυτήν την χιονοστιβάδα, αλλά
την κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, το χιονάκι είναι λίγο στην αρχή. Αν κυλήση στον
κατήφορο, γίνεται ένας σβώλος. Ο σβώλος, καθώς μαζεύει και άλλο χιόνι, ξύλα, πέτρες
κ.λπ., γίνεται σιγά-σιγά μεγαλύτερος-μεγαλύτερος, και τελικά γίνεται ολόκληρη
χιονοστιβάδα. Έτσι και το κακό λίγο-λίγο έχει γίνει πια χιονοστιβάδα και
κυλάει, τώρα θέλει βόμβα για να σπάση.
Εγώ πονάω δυό φορές, μία, όταν προβλέπω μια κατάσταση και φωνάζω, για να προλάβουμε ένα κακό που πρόκειται να γίνη, και μια, όταν δεν δίνουν σημασία – ίσως όχι από περιφρόνηση -, και συμβαίνη μετά το κακό και μου ζητούν τότε την συμπαράστασή μου. Τώρα καταλαβαίνω τι τραβούσαν οι Προφήτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ήταν οι Προφήτες! Πιο μεγάλοι Μάρτυρες από όλους τους Μάρτυρες, παρ’ όλου που δεν πέθαναν όλοι με μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οι Μάρτυρες για λίγο υπέφεραν, ενώ οι Προφήτες έβλεπαν μια κατάσταση και υπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, και οι άλλοι τον χαβά τους. Και όταν έφθανε η ώρα και ερχόταν η οργή του Θεού εξ αιτίας τους, βασανίζονταν και εκείνοι μαζί τους. Τουλάχιστον όμως τότε τόσο έφθανε το μυαλό των ανθρώπων. Άφηναν τον Θεό και προσκυνούσαν τα είδωλα. Σήμερα που καταλαβαίνουν, είναι η μεγαλύτερη ειδωλολατρία. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο διάβολος βάλθηκε να καταστρέψη τα πλάσματα του Θεού. Έχει κάνει παγκοινιά (πάντες από κοινού), να καταστρέψη τον κόσμο. Λύσσαξε, γιατί άρχισε να μπαίνη στον κόσμο η καλή ανησυχία. Είναι πολύ αγριεμένος, γιατί γνωρίζει ότι είναι λίγη η δράση του.
Τώρα κάνει όπως ένας
εγκληματίας που, όταν τον κυκλώνουν, λέει: “Δεν έχω σωτηρία! Θα με πιάσουν!”
και τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά. Ή όπως οι στρατιώτες, που εν καιρώ πολέμου,
όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά, βγάζουν την λόγχη ή το σπαθί και ρίχνονται και
ό,τι γίνει. Σου λέει: “Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε, ας σκοτώσουμε όσο πιο
πολλούς μπορούμε”.
Ο κόσμος καίγεται! Το
καταλαβαίνετε; Έπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά έχει βάλει ο διάβολος,
που ούτε όλοι οι πυροσβέστες αν μαζευθούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε,
αναγκάζονται οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να Τον παρακαλέσουν να ρίξη
μια βροχή γερή, για να σβήση. Έτσι και για την πνευματική πυρκαγιά που άναψε ο
διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, για να βοηθήση ο Θεός.
Όλος ο
κόσμος πάει να γίνη μια περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δεν είναι να πης: “Σ’
ένα σπίτι χάλασε λίγο το παράθυρο ή κάτι άλλο, ας το διορθώσω”. Όλο το σπίτι
είναι ξεχαρβαλωμένο. Έχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση.
Μόνον από πάνω, ό,τι κάνει ο Θεός. Τώρα είναι να δουλεύη ο Θεός με το
κατσαβίδι, με χάδια, με σκαμπίλια, να το διορθώση. Μια
πληγή έχει ο κόσμος που κιτρίνισε και θέλει σπάσιμο, αλλά ακόμη δεν ωρίμασε
καλά. Πάει να ωριμάση το κακό, όπως τότε στην Ιεριχώ που ήταν για απολύμανση.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Θεός επιτρέπει να γίνει τώρα ένα τράνταγμα γερό. Έρχονται δύσκολα χρόνια. Θα έχουμε δοκιμασίες μεγάλες. Να το πάρουμε στα σοβαρά, να ζήσουμε πνευματικά. Οι περιστάσεις μας αναγκάζουν και θα μας αναγκάσουν να δουλέψουμε πνευματικά. Καλό όμως είναι να το κάνουμε χαρούμενα και προαιρετικά και όχι από θλίψεις, αναγκαστικά. Πολλοί Άγιοι θα παρακαλούσαν να ζούσαν στην εποχή μας, για να αγωνισθούν.
Παλιά, όταν γινόταν
ένας πόλεμος, βρισκόταν σε άμυνα κανείς και πήγαινε να αγωνισθεί, να πολεμήσει,
για να υπερασπισθεί την Πατρίδα του, το έθνος του. Τώρα δεν πάμε να
υπερασπίσουμε την Πατρίδα μας ή να αγωνισθούμε, για να μη μας κάψουν οι
βάρβαροι τα σπίτια μας ή να μη μας πάρουν την αδελφή μας και την ατιμάσουν,
ούτε πάμε για ένα έθνος ή για μια ιδεολογία. Τώρα πάμε ή για τον Χριστό ή για
τον διάβολο. Είναι καθαρό μέτωπο. Στην Κατοχή γινόσουν ήρωας, γιατί δεν
χαιρετούσες ένα Γερμανό. Τώρα γίνεσαι ήρωας, γιατί δε χαιρετάς το διάβολο.
Πάντως θα δούμε φοβερά γεγονότα. Θα δοθούν πνευματικές μάχες. Οι Άγιοι θα
αγιασθούν περισσότερο και οι ρυπαροί θα γίνουν ρυπαρότεροι. Νιώθω μέσα μου μια
παρηγοριά. Μια μπόρα είναι και ο αγώνας έχει αξία, γιατί τώρα δεν έχουμε εχθρό
τον Αλή Πασά ή τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι, αλλά το διάβολο. Γι’ αυτό θα έχουμε
και ουράνιο μισθό. Ο Θεός ας αξιοποιήσει το κακό σε καλό σαν Καλός Θεός.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ
ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ
κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς
Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.
Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε,
στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.
Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ
ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ
καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές:
εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»
Τοὺς ἀπαντᾶ:
«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς
δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».
Κάποτε κάποιοι
Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ
τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους
ἀνθρώπους.
Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:
«Ὅταν ἡ παρθένος μένει
στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ,
δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν
τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ
τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».
Ὅταν
ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο,
ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία
Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλη σύγχυση τῶν λογισμῶν του καὶ ἔλεγε στὸν Θεό:
«Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ ἀλλὰ
δὲν μ᾿ ἀφήνουν οἱ λογισμοί μου. Τί νὰ κάνω μὲ τὴ θλίψη μου αὐτή; Πῶς νὰ σωθῶ;»
Κάποια φορὰ λοιπὸν βγῆκε
λίγο πρὸς τὰ ἔξω καὶ βλέπει κάποιον σὰν τὸν ἑαυτό του νὰ κάθεται καὶ νὰ κάνει ἐργόχειρο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄφηνε τὸ
ἐργόχειρο, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν, καὶ ξανὰ καθόταν καὶ συνέχιζε νὰ πλέκει τὸ
σχοινί του.
Ὕστερα πάλι σηκωνόταν
γιὰ προσευχή.
Ἦταν ἄγγελος Κυρίου ποὺ
εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ δώσει σιγουριὰ καὶ ἄκουσε τὸν
ἄγγελο νὰ τοῦ λέει:
«Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο
καὶ θὰ σωθεῖς».
Καὶ ὁ Ἀντώνιος ὅταν τ᾿
ἄκουσε, πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ κουράγιο. Καὶ ἔτσι κάνοντας προχωροῦσε στὸ ἔργο τῆς
σωτηρίας του.