Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε
τὸ ἑξῆς:
Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:
«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».
Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».
«Κάποτε καθὼς
κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς
Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ
δώσω.
Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:
«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».
Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου