ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ: ΚΑΘΙΣΕ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΙ ΣΟΥ ΘΑ ΣΟΥ ΤΑ ΔΙΔΑΞΕΙ ΟΛΑ!


Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφτηκε στὴ Σκήτη τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ κάποιον λόγο.
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πήγαινε, κάθισε στὸ κελί σου, καὶ τὸ κελί σου θὰ σοῦ τὰ διδάξει ὅλα».

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ!

 
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΚΟΣΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ!

Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ.
Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν.

Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω:
«Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;»
Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ λέω:
«Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου».
Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει:
«Ἔχω τριάντα τρία χρόνια».

Πάλι τοῦ λέω:
«Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς τί κατόρθωσες;»
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει: «Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ κάθεται στὸ σπίτι του;»

Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα:
«Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με».
Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε:
«Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ, νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα».
Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΑΜΜΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑ: ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ, ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΜΕΣΩΣ Ο ΠΟΝΗΡΟΣ!

 

Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:

«Καλό πρᾶγμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἡσυχάζει, ἀληθινά, εἶναι σπουδαῖο νὰ ζεῖ τὸν ἡσύχιο βίο ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς καὶ προπάντων οἱ νέοι. Νὰ ξέρεις ὅμως ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει τὴν πρόθεση νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔρχεται ἀμέσως ὁ πονηρὸς καὶ βαρύνει τὴν ψυχὴ μὲ ἀκηδία, μὲ ἀδιαφορία, μὲ λογισμούς, βαρύνει καὶ τὸ σῶμα μὲ ἀρρώστιες, μὲ ἀτονία, μὲ λύσιμο τῶν γονάτων καὶ ὅλων τῶν μελῶν, γενικὰ παραλύει τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε λέει κανεὶς «εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὴν ἀκολουθία μου». Ὅμως ἂν εἴμαστε νηφάλιοι, ὅλα αὐτὰ διαλύονται.

Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ κάνει τὴν ἀκολουθία του, τὸν ἔπιανε ρῖγος καὶ πυρετός, πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ τότε ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Νά, εἶμαι ἄρρωστος καὶ κάποια ὥρα μπορεῖ νὰ πεθάνω, λοιπὸν ἂς σηκωθῶ πρὶν πεθάνω καὶ ἂς κάνω τὴν ἀκολουθία μού». Μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ πίεζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ μόλις σταματοῦσε ἡ προσευχή, σταματοῦσε καὶ ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ ξανὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ἀντιστεκόταν ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ τελικὰ νίκησε τὸν ἀρνητικὸ λογισμό».

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: ΠΕΙΝΑ!

 
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
ΠΕΙΝΑ!
«… Ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι!»(Λουκ. 15, 17)
 
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί, εἶνε Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἄσωτος ὀνομάζεται ὁ νεώτερος γυιὸς τοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς. Ὁ νέος αὐτὸς ζοῦσε στὸ πατρικὸ σπίτι, γεμᾶτο ἀπʼ ὅλα τὰ ἀγαθά. Τίποτε δὲν τοῦ ἔλειπε. Ἀλλʼ ὁ νέος αὐτὸς δὲν ἐκτίμησε ὅπως ἔπρεπε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολάμβανε κοντὰ στὸν πατέρα. Σκλαβιὰ τοῦ φαινόταν τὸ πατρικὸ σπίτι. Ἔνιωθε σὰν πουλὶ κλεισμένο σὲ κλουβί. Ἄνοιξε λοιπὸν μιὰ μέρα τὴν πόρτα τοῦ κλουβιοῦ καὶ πέταξε ἔξω. Ἀλλʼ ἔξω ὑπάρχουν τὰ γεράκια. Καὶ γεράκια εἶνε οἱ κακοί, οἱ φαῦλοι καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ποὺ περικυκλώνουν ἕναν ἄπειρο νέο καὶ τὸν κατασρέφουν ψυχικὰ καὶ σωματικά.
Ὁ πατέρας δὲν θέλησε νὰ κρατήση τὸ παιδί του μὲ τὴ βία. Τὸ ἄφησε νὰ φύγη.
Ἔφυγε παίρνοντας μαζί του πλούσιο μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας. Πῆγε σὲ χώρα μακρινή. Ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες. Διασκέδαζε μὲ διεφθαρμένες γυναῖκες. Ζοῦσε μὲ μιὰ λέξι ἀσώτως. Δὲν πέρασε καιρὸς καὶ τελείωσαν τὰ χρήματα κι ἄρχισε νὰ ὑποφέρη. Στὴ χώρα ποὺ βρισκόταν ἔπεσε πεῖνα μεγάλη κι ὁ ἄσωτος γιὰ νὰ ζήση κατήντησε χιοροβοσκός. Κʼ ἦταν τόση ἡ πεῖνα του, ὥστε ἅρπαξε χαρούπια, ποὺ προωρίζονταν γιὰ τὰ γουρούνια, καὶ τά ʼτρωγε. Ἡ πεῖνα μαζὶ μʼ ὅλη τὴν ἀθλιότητά του τὸν ἔκανε νὰ θυμηθῆ τὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ μετανοήση καὶ νὰ ἐπιστρέψη.
 
* * *
 
Ἡ πεῖνα! Εἶνε κακό, ποὺ πλήττει μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος.
Θέλει ὁ Θεὸς νὰ πεινᾶνε οἱ ἄνθρωποι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Κανένας πατέρας δὲν θέλει τὸ παιδί του νὰ πεινάη καὶ νὰ δυστυχῆ. Κι ὁ Θεός, ποὺ εἶνε ὁ οὐράνιος Πατέρας, ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του μὲ ἄπειρη ἀγάπη, προνόησε ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ στερῆται. Δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ὤρισε γιὰ κατοικία του ἕναν ἀπὸ τοὺς πλανῆτες ποὺ εἶνε κατάξεροι. Τὸν ἔβαλε στὸν πλανήτη αὐτό, ποὺ ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς ἄλλους πλανῆτες εἶνε παράδεισος. Καὶ τί δὲν ἔχει ἡ κατοικία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου! Μοναδικὸς πλανήτης ἡ γῆ, πλούσιος σὲ ἀγαθά. Ἡ γῆ, ποὺ κατοικοῦμε, ἄν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος νὰ τὴν καλλιεργήση ὅπως πρέπει καὶ νὰ μοιράση τὰ ἀγαθὰ μὲ ἰσότητα καὶ δικαιοσύνη, θὰ μποροῦσε νὰ συντηρήση διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει σήμερα.
Ὁ Θεὸς εἶπε˙ «Ἐὰν μὲ ἀκούσετε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε…» (Ἠσ. 1, 19). Μὰ δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότητα σὰν σύνολο δὲν ἄκουσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνιστᾶ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, νὰ ζοὺν σὰν ἀδελφοὶ καὶ νὰ μοιράζωνται τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἐνῶ ἡ γῆ ἀνήκει σʼ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὁ καθένας θά ʼπρεπε νʼ ἀπολαμβάνη τὸ μερίδιό του, οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν πλεονέκτες καὶ φιλάργυροι καὶ κατώρθωσαν νὰ ἐκτοπίσουν τοὺς πολλούς, νὰ καρπώνωνται αὐτοὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀγαθῶν, νὰ τρῶνε αὐτοὶ μὲ ἑκατὸ στόματα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Ἡ ἄνιση κατανομὴ τοῦ πλούτου τῆς γῆς εἶνε μιὰ ἀπʼ τὶς κυριώτερες αιτίες τῆς πείνας.
Ἀλλὰ κι ἄλλη αἰτία τῆς πείνας ὑπάρχει. Εἶνε ἡ τάσις γιὰ περιττὰ πράγματα. Ἡ ζωὴ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων θυμίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀσώτου τῆς παραβολῆς. Ἡ σπατάλη, ἡ ἄσκοπη διασπάθισις τοῦ χρήματος, δημιούργησε τὴ λεγόμενη καταναλωτικὴ κοινωνία. Ὄχι πιὰ λιτότητα καὶ ἁπλότητα δὲν ὑπάρχει, ἀλλʼ ἀντίθετα, ὑπάρχει πολυτέλεια, ποὺ προκαλεῖ τὸν πληθωρισμό, τὴ στέρησι, τὴν πεῖνα. Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα. Ὁ Θεὸς ἔκλεισε στὰ σπλάχνα τῆς γῆς ποτάμια καὶ λίμνες ἀπὸ πετρέλαιο. Τὸ πετρέλαιο, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, ἄν δὲν γινόταν σπατάλη, θὰ ἔφτανε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, ἐνῶ τώρα λένε πὼς ἡ πηγὲς τοῦ πετρελαίου σύντομα θὰ στερέψουν. Σὲ λίγα χρόνια μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχη πετρέλαιο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ ποὺ ἔδωσε ὁ πανάγαθος Θεός.
Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς πείνας ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ ἀνομία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε, δηλαδή, ἡ παράβασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἡ ἁμαρτία. Εἶνε ὄχι μόνο, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, ἡ ἀδικία, ἡ πλεονεξία, ἡ φιλαργυρία, ἡ σπατάλη καὶ ἡ ἀσωτία, ἀλλὰ καὶ κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ποὺ διαταράζει τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ πεῖνα σὰν ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου γίνεται παιδαγωγικὸ μέσο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψη ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό. Ἡ πεῖνα ἔκανε τὸν ἄσωτο υἱὸ νὰ θυμηθῆ τὸν πατέρα καὶ νὰ φωνάξη «λιμῶ ἀπόλλυμαι» (Λουκ. 15, 17). Καὶ ἡ πεῖνα ποὺ πέφτει στὴν ἀνθρωπότητα κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ θυμηθοῦν τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ πατρικὸ σπίτι.
Εἶπαν ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό. – Ἐμεῖς, ἄν καλλιεργήσουμε τὴ γῆ μὲ ἐπιστημονικὰ μέσα, θὰ ἔχουμε τέτοια παραγωγή, ποὺ δὲν θά ʼχουμε ἀνάγκη νὰ κάνουμε δεήσεις στὸ Θεὸ «ὑπὲρ… εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς». Ἀλλὰ τόσο πλανῶνται! Ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, καλλιεργῆστε ὅσο θέλετε τὴ γὴ! Καλλιεργήστε την ἐπιστημονικῶς. Ἐφαρμόστε νέες μεθόδους. Λιπάνετε τὸ χῶμα μὲ τὰ καλύτερα χημικὰ λιπάσματα. Κάνετε ὅ,τι θέλετε. Ἐὰν ὁ οὐρανὸς δὲν βρέξη καὶ ἄνεμοι κατάλληλοι δὲν φυσήξουν καὶ ὁ ἥλιος δὲν θερμάνη ὅσο χρειάζεται τὸ σπόρο, τότε τί θὰ γίνη; Ἄνθρωπε ὑπερήφανε! Ἀπὸ κεῖ ποὺ ὑπολόγιζες χίλιους τόννους σιτάρι, δὲν μαζεύεις οὔτε ἕνα. Ξηρασία, ἀκαρπία, πεῖνα καὶ δυστυχία. Καὶ ἔτσι ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ποὺ νόμιζε ὅτι μὲ τὴν ἐπιστήμη του θὰ καταργήση τὸ Θεό, ἀναγκάζεται νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ φωνάξη καὶ αὐτός, ὅπως ὁ ἄσωτος, «Λιμῶ ἀπόλλυμαι».
 
* * *
 
Ἀγαπητοί μου! Ἡ ἀνθρωπότητα περνάει σήμερα κρίσι παγκόσμια. Οἱ εὶδικοὶ προβλέπουν πεῖνα, τέτοια πεῖνα ποὺ δὲν εἶδε ὁ κόσμος. Λόγω τῆς ἀφροσύνης καὶ ἀσωτίας τῶν ἀνθρώπων τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς λιγοστεύουν. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ ποῦν οἱ εἰδικοί. Τὸ προεῖπε ἡ ἁγία Γραφή. Τὸ προεῖπε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, θὰ γίνη τέτοια πεῖνα, ποὺ γιὰ μιὰ χούφτα ἀλεύρι θὰ δίνης μιὰ χούφτα χρυσάφι.
Ἄσωτοι δὲν γίναμε; Τί περιμένουμε; Θὰ ὑποστοῦμε τὶς συνέπειες τοῦ ἀσώτου. Ἦρθε ἡ ὥρα, κοντὰ στὰ ἄλλα δεινά, νὰ δοκιμάσουμε καὶ τὴν πεῖνα, νὰ φωνάξουμε τὸ «Λιμῶ ἀπόλλυμαι». Θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ἕνα θὰ μᾶς σώση˙ ἡ μετάνοια. Ἄν κʼ ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἄσωτος, μετανοήσουμε καὶ ἐπιστρέψουμε στὸ πατρικό μας σπίτι, τὴν Ἐκκλησία, καὶ ποῦμε στὸ Θεὸ τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου˙ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. 15, 18-19).
 
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 33-38 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).
 
http://www.augoustinos-kantiotis.gr

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΚΑ - Ο ΜΕΘΥΣΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΚΑ


Όταν ο π. Βενέδικτος Πετράκης (1961) ήταν ιεροκήρυκας στα Γιάννενα, πήγε ένα κυριακάτικο πρωινό να λειτουργήσει και να κηρύξει σε κάποια εκκλησία της πόλης.

Έξω από το ναό είδε έναν άνθρωπο, που πουλούσε με το καροτσάκι του σύκα.

  - Σκέπασέ το, ευλογημένε, του λέει, κι έλα μέσα στην εκκλησία να λειτουργηθείς. Μετά τη λειτουργία θα τα πουλήσεις όλα.

  - Παπούλη μου, αποκρίθηκε εκείνος με ύφος θρασύ, εσύ στη δουλειά σου κι εγώ στη δουλειά μου!

  - Ε, καλά... Τότε να ξέρεις πως, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, όλα θα σκουληκιάσουν, του λέει προφητικά ο γέροντας.

  Και πράγματι, όλα σκουλήκιασαν και τα πέταξε!
Όταν μετά τη λειτουργία ο π. Βενέδικτος έβγαινε από την εκκλησία, έτρεξε μετανοημένος και του ζήτησε συγχώρηση.

Ο ΜΕΘΥΣΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

   Ζει ακόμα ο επίσκοπος που διηγήθηκε τούτη την ιστορία. Είναι αληθινή ιστορία κι έχει βαθύ νόημα, γιατί αναφέρεται στην προσευχή των ζώντων για τους τεθνεώτες. Οι προσευχές αυτές πάντοτε εισακούονται, μα πιο πολύ την ώρα της θείας λειτουργίας.

   Ο επίσκοπος που αναφέραμε είχε στην περιοχή του έναν ιερέα, τον παπα-Γιάννη, ευλαβικό και σ' όλους αγαπητό. Μάλιστα στην αγία πρόθεση αργούσε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα.

   Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα˙ του άρεσε το κρασί. Όσο καλός ήταν στα καθήκοντά του, τόση αδυναμία είχε στο πιοτό. Πολλοί του έλεγαν να κόψει αυτό το πάθος, το τόσο αταίριαστο σε λειτουργό του Θεού. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος, έκλαιγε με παράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά σε λίγες μέρες άρχιζε πάλι τα ίδια.

   Μια μέρα που είχε υποκύψει πάλι στο πάθος του, πήγε στην εκκλησία και, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε "Ευλογητός" κι άρχισε τη θεία λειτουργία. Παραχώρησε όμως ο Θεός και κάποια στιγμή παραπάτησε μέσα στο ιερό, οπότε του έπεσαν από τα χέρια τα τίμια Δώρα.

   Πάγωσε απ' το φόβο του. Έπεσε κάτω κλαίγοντας κι άρχισε να μαζεύει με τη γλώσσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, γιατί το έπαθε επειδή ήταν ζαλισμένος από το κρασί.

   Πήγε στο επίσκοπο κι εξομολογήθηκε το φρικτό του αμάρτημα. Κι εκείνος την άλλη μέρα, ύστερα από πολλή περίσκεψη, κάθησε στο γραφείο του και πήρε την πένα στο χέρι. Έπρεπε να κινήσει τη διαδικασία για την καθαίρεση του παπα-Γιάννη, αλλά...

   Εκεί που το χέρι του επισκόπου στεκόταν διστακτικό, βλέπει ξαφνικά σαν σε όραμα να βγαίνουν μέσ' από τον τοίχο του δωματίου χιλιάδες άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα και περνούσαν μπροστά του λέγοντας:

   - Όχι, Δέσποτα, μην τιμωρείς τον παπά, μην τον καθαιρέσεις, συγχώρεσέ τον!

   Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, καλοντυμένοι ή φτωχοντυμένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών. Κι όλοι χειρονομούσαν προς το μέρος του, φώναζαν και παρακαλούσαν επίμονα:

   - Όχι, Σεβασμιότατε, μην το κάνεις αυτό, μη διώξεις τον παπά μας! Αυτός μας θυμάται και μας βοηθάει σε κάθε λειτουργία, μας λυπάται αληθινά, είναι φίλος μας! Μην τον καθαιρέσεις! Μη! Μη! Μη!...

   Κράτησε αρκετή ώρα αυτή η οπτασία. Ο επίσκοπος, έκπληκτος, παρακολουθούσε αυτή την ανθρωποθάλασσα να φωνάζει και να ικετεύει για τον μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πως ήταν οι ψυχές των νεκρών που μνημόνευε ο παπα-Γιάννης όταν λειτουργούσε. Κι αυτή η μνημόνευση τους ανακούφιζε πολύ, όσο το νερό τον διψασμένο στην καλοκαιριάτικη ζέστη. "Να η χειροπιαστή απόδειξη", σκέφτηκε, "πως οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές των νεκρών". Ύστερα έστειλε και κάλεσε τον ιερέα.

   - Δε μου λες, παπα-Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην αγία πρόθεση όταν λειτουργείς;

   - Εκατοντάδες, Σεβασμιότατε. Δεν τα έχω μετρήσει.

   - Γιατί το κάνεις αυτό και καθυστερείς τη λειτουργία; τον μάλωσε τάχα ο επίσκοπος.

   - Λυπάμαι πολύ τους πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από αλλού βοήθεια, παρά μόνο απ' τις ευχές της Εκκλησίας. Γι' αυτό παρακαλώ τον Ύψιστο να τους αναπαύσει. Έχω ένα βιβλίο και γράφω μέσα όλα τα ονόματα που μου δίνουν για μνημόνευση. Αυτή την τάξη παρέλαβα από τον πατέρα μου, που ήταν επίσης παπάς.

   - Καλά κάνεις, συμφώνησε ο επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές. Συνέχισε να κρατάς την τάξη αυτή. Πρόσεξε μόνο να μην ξαναμεθύσεις. Από σήμερα δε θα ξαναβάλεις κρασί στο στόμα σου. Αυτός είναι ο κανόνας που σου δίνω. Είσαι συγχωρημένος.

   Πραγματικά, ο παπα-Γιάννης ελευθερώθηκε οριστικά από το πάθος του πιοτού. Μόνο που στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα, μνημονεύοντας τα ονόματα των "τεθνεώτων".

Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία Εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής σελ. 35-38

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΒΙΤΙΜΙΩΝ: Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ!

Ἕνας ἀδελφὸς τὸν ρώτησε: «Τί χρειάζεται νὰ κάνει ὁ ἡσυχαστής;»
Κι αὐτὸς εἶπε:
«Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνει τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐργασίες:
νὰ ἔχει φόβο Θεοῦ συνεχῶς, 
νὰ ζητάει ὑπομονετικὰ
καὶ νὰ μὴ χαλαρώσει στὴν καρδιά του ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ».

ΟΣΙΟΣ ΒΙΤΙΜΙΩΝ: ΤΑ ΜΗΛΑ!

 Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τὸ ἑξῆς:
«Κάποτε καθὼς κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ δώσω.

Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:
«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».

Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ: Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΠΟ!

Λένε για τον Αββά Ησαΐα, πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας ένα ζεμπίλι του είπε. – Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε. -Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο; – Όχι, του απάντησε εκείνος. -Τότε πως ζητάς να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας. – Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας. -Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε απολύτως, του είπε ο κτηματίας.

Ύστερα από αύτη τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν· -Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα; Και τους αποκρίθηκε εκείνος· -Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.

Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο· κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου έδώ κοντά στο νερό;

Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου σου και τί κάνεις εδώ; – Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά χάθηκε από εμπρός του.

Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.

Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.

Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…

ΟΣΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ: ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΗΣΥΧΑΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΛΙ!

 
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα:

«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;»

Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:

«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».

Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:

«Τί σημαίνει κόσμος;»

«Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ Γέροντας- τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις.

Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά τους θελήματα.

Κόσμος εἶναι τὸ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή.

Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω του.

Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:

Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».