ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ: OΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΙ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Σε κάποιο χωριό της Μεσσαράς ζει μια γιαγιά, που όσοι τη γνωρίζουν καλά, ξέρουν πως ο Θεός την έχει προικίσει με εξαιρετικά χαρίσματα. Κάποτε, για παράδειγμα, σε κάποιον άρρωστο στην Αθήνα, που δεν τη γνώριζε καθόλου, εμφανίστηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ και τού είπε: «Ήρθα να σε θεραπεύσω, γιατί με στέλνει με την προσευχή της η Γ.».

Η γιαγιά Γ. μου είπε: «Εγώ δεν είμαι αγία, μόνο μια γριά που παρακαλώ το Θεό για τη σωτηρία μου. Άγιος είναι ο τάδε ασκητής, που μένει εκεί, ο δείνα που μένει εκεί» κ.τ.λ., και μου κατονόμασε 4-5 σημερινούς ασκητές, άγνωστους ως επί το πλείστον, που ζουν σε διάφορα σημεία της Κρήτης.

Ιδιότητες σαν αυτές της γιαγιάς Γ., από μόνες τους, δε σημαίνουν τίποτα. Κάλλιστα μπορεί να τις αντιγράψει ένας απατεώνας – αν και άνθρωποι σαν τη γιαγιά δεν είναι απατεώνες· ποτέ δεν κέρδισε τίποτε απ’ αυτά, παρά μόνο ανησυχία μήπως χάσει τη μυστική σχέση με το Χριστό μέσα στην καρδιά της – ενώ παρόμοιες ικανότητες εμφανίζουν και δάσκαλοι άλλων θρησκειών, βουδιστές, ινδουιστές, ακόμη και μάγοι ιθαγενών φυλών ή σαμάνοι. Ωστόσο, πρέπει να πούμε πως άνθρωποι που έχουν φτάσει στο επίπεδο της γιαγιάς στη δική μας πνευματική παράδοση υπάρχουν αρκετοί. Είναι γνωστά π.χ. τα ασύλληπτα θαυματουργικά χαρίσματα σύγχρονων ορθόδοξων αγίων, όπως οι Γέροντες (=πνευματικοί διδάσκαλοι) Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος κ.ά., οι οποίοι δεν είχαν μόνο διορατικό και θεραπευτικό χάρισμα, αλλά τους συνέβαιναν επίσης κάμψεις χώρου και χρόνου, πολλαπλασιασμός της ύλης, τηλεμεταφορά, επικοινωνία με τα ζώα κ.π.ά. Και το πιο παράξενο, ίσως, είναι ότι παρόμοια φαινόμενα και εμφανίσεις τους συνεχίζονται και μετά το θάνατό τους, ή, για να μιλήσω ορθόδοξα, την κοίμησή τους.

Και στην Κρήτη υπήρχαν και υπάρχουν αντίστοιχοι, όπως ο Γέροντας Ευμένιος από τη μονή Ρουστίκων Ρεθύμνης κ.ά.

Οι θαυματουργοί αυτοί άγιοι είναι απόγονοι μιας προηγούμενης γενιάς θαυματουργών, στην οποία ανήκαν άνθρωποι όπως ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης († 1948), η αγία Ματρώνα της Μόσχας η αόμματη († 1952), ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς († Σηάτλ ΗΠΑ, 1966) κ.π.ά. σε όλο τον κόσμο, κι αυτοί με τη σειρά τους ήταν απόγονοι μιας άλλης γενιάς, που περιελάμβανε τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης († 1908), τον άγιο Νεκτάριο της Όπτινα (Ρωσία † 1937), την αγία Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο († 1932), τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη († 1924) κ.π.ά. Προχωρώντας έτσι ιστορικά προς τα πίσω, βλέπουμε αγίους θαυματουργούς εν ζωή σε κάθε χριστιανική γενιά, μέχρι τους μαθητές του Χριστού, που μερικά από τα θαύματά τους περιγράφονται ήδη στην Καινή Διαθήκη (στις «Πράξεις των Αποστόλων»).

Οι άγιοι αυτοί και χαρισματούχοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού έχουν πολλές διαφορές από τους αντίστοιχους λάμα, σουάμι, σαμάνους κ.τ.λ., αλλά θα ήθελα να αναφέρω τρεις, που ίσως φανερώνουν εκείνα τα στοιχεία που με ενδιαφέρει να επισημάνω και να σάς προσφέρω.

Πρώτον, στη ζωή αυτών των χριστιανών δεν υπάρχει «μέθοδος», με την οποία ο άνθρωπος να εξασκείται στην απόκτηση τέτοιων ιδιοτήτων, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι μυήθηκαν σε κάποιου είδους μυστική διδασκαλία. Το μόνο που έκαναν ήταν και είναι ν’ ανοίξουν την καρδιά τους ολότελα προς το Χριστό, ως Θεό, και το συνάνθρωπο.

Ο τρόπος ζωής τους δεν περιέχει την εξάσκηση κάποιας μεθόδου (όπως π.χ. η γιόγκα, ο διαλογισμός ή μια πολεμική τέχνη), αλλά θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν δρόμο, που περιέχει την κατάβαση σε δυο νοερούς χώρους, που ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ χαρακτηρίζει «άδη»: στον «άδη της μετάνοιας» και στον «άδη της αγάπης». Ο πρώτος «άδης» είναι η πλήρης απόρριψη του παλαιού εαυτού μου, των πράξεων και τών επιθυμιών του (που χαρακτηρίζονται από εμπάθεια), και ο δεύτερος «άδης» περιέχει την αγάπη χωρίς όρους και μέχρι αυτοθυσίας για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ακόμη και τον εχθρό τους, που τον έχουν συγχωρήσει πλήρως. Η αγάπη αυτή κορυφώνεται σε (ή ξεκινά από) αγάπη στο Χριστό, με τον Οποίο διατηρείται κανονική επικοινωνία μέσω τής προσευχής, αλλά και τής συμμετοχής στη θεία λειτουργία και στο μυστήριο της θείας Μετάληψης, και η οποία επικοινωνία μπορεί να φτάσει και μέχρι τη θέα του θείου Φωτός, κατά τη διάρκεια όχι μόνο της προσευχής αλλά και τής κοινής καθημερινότητας – θέα που ενίοτε μπορεί να διαρκεί μέρες και ο άνθρωπος να κάνει τις καθημερινές του δραστηριότητες ευρισκόμενος συγχρόνως εντός του θείου Φωτός, το οποίο τού αποκαλύπτεται ως προσωπική οντότητα, ως ο Χριστός.

Επειδή δεν υπάρχει μέθοδος, με την οποία να επιδιώκεται κάποιο αποτέλεσμα, μέγιστες πνευματικές εμπειρίες μπορεί να βιώσουν όχι μόνο μοναχοί ή ιερείς, αλλά και κοινοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, ή ακόμη και παιδιά, που πιθανόν δεν ξέρουν καν τι ήταν αυτό που βίωσαν. Χριστιανικές πνευματικές εμπειρίες – π.χ. θαύματα ή εμφανίσεις του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιων αγίων – βιώνουν ακόμη και μη χριστιανοί, οι οποίοι ενίοτε παραμένουν πιστοί των θρησκειών τους, αλλά κάποιοι βρίσκουν το θάρρος να μεταστραφούν στην Ορθοδοξία, θέτοντας τον εαυτό τους στην αφετηρία της όλης πορείας. Όλοι πάντως έχουν κάτι κοινό: τον άδη της μετάνοιας, που γεννά την ταπεινή καρδιά, και τον άδη της αγάπης, που προϋποθέτει αυτή την ταπεινή καρδιά.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των ορθόδοξων θαυματουργών αγίων είναι ότι δεν επιθυμούν καθόλου την απόχτηση εξαιρετικών χαρισμάτων, ούτε και τη βίωση ιδιαίτερων πνευματικών εμπειριών. Δεν επιθυμούν ούτε την αύξηση της γνώσης τους, την απόχτηση «σοφίας» ή «ανώτερης συνειδητότητας» ή την «ένωση με το σύμπαν», την «εναρμόνισή τους» με αυτό ή κάτι παρόμοιο. Επιθυμούν μόνο το Χριστό.

Η επιθυμία τους τούς κατευθύνει έξω από τον εαυτό τους, προς ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν και προς το οποίο τείνουν να ενωθούν, ακολουθώντας το δρόμο Του, το δρόμο της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς το Θεό (τον Άγιο Τριαδικό Θεό και όχι μια υποκειμενική ιδέα «περί Θεού» ή μια φαντασίωση ότι «θεός» είναι ένα σύμβολο τής ομορφιάς ή τής αγάπης ή μια σπίθα που υπάρχει μέσα μας ή σε όλα τα όντα κ.τ.λ.) και τον πλησίον. Γι’ αυτό και δεν βυθίζονται στον εαυτό τους, όπως οι γιόγκι, αλλά απευθύνονται προς το Χριστό, ως Θεό, και ζητούν το έλεός Του και την πολύτιμη βοήθειά Του για την κάθαρση της καρδιάς τους από τα πάθη και τη μεταλλαγή τους σε αυτό το ον που Εκείνος θέλει γι’ αυτούς.

Επίσης, δεν προσπαθούν να χαράξουν «ένα δικό τους δρόμο προς την τελειότητα», αλλά εντάσσονται στο δρόμο που δίδαξε ο Χριστός και στο σώμα που ίδρυσε Εκείνος, την Εκκλησία. Οι χριστιανοί δεν κάνουν ποτέ ατομικό αγώνα για την τελειότητα, αλλά εντάσσονται, και εντάσσουν τον πνευματικό και ηθικό αγώνα τους, στην Εκκλησία: συγκεντρώνονται με τους αδελφούς τους και κοινωνούν από το ίδιο άγιο ποτήριο, σώμα και αίμα Χριστού. Μέλος αυτής της κοινότητας είναι και ο Χριστός, συγκεκριμένα η κεφαλή της, και μέσα στην κοινότητα αυτή θα Τον συναντήσω. Ακόμη και ένας ερημίτης είναι πάντα μέλος της κοινότητας, ενώνεται μ’ αυτήν δια της προσευχής προς το Χριστό (προσευχής υπέρ όλων των ανθρώπων και μάλιστα όλων των όντων) και συμμετέχει στη θεία Μετάληψη όποτε καθίσταται εφικτό.

Επειδή ο Χριστός είναι Αυτός που αγαπώ, επειδή με Αυτόν θέλω να ενωθώ και ξέρω ότι η ένωση αυτή είναι εφικτή (το ξέρουν όλοι οι άγιοι της Ορθοδοξίας, που τη ζουν ήδη από αυτή τη ζωή – και είναι αυτή η ένωση που τους κάνει θαυματουργούς, με χαρίσματα που παρέχει ο Τριαδικός Θεός όταν και στη μορφή που Εκείνος θέλει και τα αποσύρει όταν πρέπει, χωρίς ο άνθρωπος να μπορεί να «τα φέρει πίσω» με δικές του μεθόδους, πράγμα που θα ήταν εγωιστικό), δε με ενδιαφέρει η πιθανή ύπαρξη «άλλων δρόμων» απόχτησης σοφίας, γνώσης ή υπερφυσικών δυνάμεων. Τις δυνάμεις αυτές (ακόμη κι αν κάποιοι με διδάξουν πώς να τις αφυπνίζω ή πώς να τις χειρίζομαι) δεν τις θέλω. Θέλω μόνο το Χριστό.

Μέσα μου, κρυφά, επιθυμώ τις δυνάμεις, γι’ αυτό και δεν είμαι σε θέση να δω το Χριστό – και, αν δω κάτι, μάλλον δεν θα είναι Εκείνος αλλά κάποιος «άλλος» που θα θέλει να με παγιδεύσει. Οι άγιοι, που φτάνουν στην τελειότητα, πράγματι έχουν βγάλει από μέσα τους τον εγωισμό και δεν επιθυμούν τις δυνάμεις, αλλά μόνο το Χριστό. Ένα προσφιλές παράδειγμα στην Ορθοδοξία, που φανερώνει τον τρόπο που πλησιάζουν το Χριστό, είναι ο άσωτος υιός· αυτός, εξουθενωμένος, έπεσε στα πόδια του πατέρα του, εκλιπαρώντας να τον βάλει με τους υπηρέτες. Έτσι νιώθει και ο ταπεινός χριστιανός, έχοντας επίγνωση της αβύσσου που τον χωρίζει από την απόλυτη καθαρότητα του Χριστού. Ξέρει ότι δεν είναι αναμάρτητος. Αλλά ο Πατέρας του ασώτου (που συμβολίζει το Χριστό) αποκατέστησε τον άσωτο σε θέση υιού και τον τίμησε με δαχτυλίδι και λαμπρά ενδύματα, χωρίς να λάβει υπόψιν όχι μόνο την παράκληση να τον κάνει υπηρέτη, αλλά ούτε και την άσωτη ζωή του, με την οποία κατασπατάλησε τον πλούτο, που είχε απαιτήσει και πάρει από τον Πατέρα χωρίς να δουλέψει.

(Ας αναφέρουμε εδώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολύ αμαρτωλοί· οι προθέσεις μας στο βάθος δεν είναι καθόλου αγνές και, αν μπορούσαμε, ο εγωισμός θα μας οδηγούσε σε πολύ σκοτεινούς δρόμους, άσχετα αν θα κάναμε κακό στους ανθρώπους ή θα τους «ωφελούσαμε». Ωστόσο, δεν το παραδεχόμαστε, συχνά ούτε στον εαυτό μας, εμφανίζοντας τον εαυτό μας ως «άξιο» να δεχτεί χαρίσματα από το Χριστό, ενώ μπορεί ακόμη και να μην παραδεχόμαστε καν ότι ο Χριστός είναι Θεός ή ότι έχει επικοινωνία με τους ανθρώπους και να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο μια απρόσωπη «θεία ουσία» ή μια «συμπαντική ψυχή», γυρίζοντας την πλάτη μας στον Αληθινό Θεό, παρόλο που έχει εμφανιστεί σε αμέτρητους αγίους.

Δυο παραδείγματα διαφορετικής προσέγγισης του Θεού είναι οι άγιοι Γέροντες Πορφύριος και Σωφρόνιος. Ο πρώτος ταξίδεψε στο Άγιο Όρος από την πρώιμη εφηβική του ηλικία και δεν απομακρύνθηκε ποτέ απ’ το Χριστό· έτσι, όπως φαίνεται, δε χρειάστηκε να βιώσει σε μεγάλο βαθμό την οδύνη της μετάνοιας. Αντίθετα, ο δεύτερος αρνήθηκε το Χριστό, έγινε άθεος, καλλιέργησε τον υπερβατικό διαλογισμό, έκανε σχεδόν νοσηρές σκέψεις ότι ο ίδιος είναι θεός – σκέψεις επηρεασμένες από την ανατολική φιλοσοφία – κι έτσι, όταν έζησε την εμπειρία της εμφάνισης του θείου Φωτός, η απόλυτη ταπεινή αγάπη τού Θεού τον έκανε να νιώσει ανάξιος προδότης, που ποτέ δεν φανταζόταν πως ο Θεός είναι τόσο ταπεινός και καταδεχτικός. Ο Γέροντας Σωφρόνιος έζησε τον «άδη της μετάνοιας» με έντονη οδύνη, που όμως «αναγεννά, δεν απελπίζει, ούτε εξοντώνει τον άνθρωπο».

Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουμε πιο πολύ με το Γέροντα Σωφρόνιο, τηρουμένων των αναλογιών, παρά με το Γέροντα Πορφύριο – παρεμπιπτόντως, γι’ αυτό έχει ανυπολόγιστη αξία να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας χριστιανικά, ώστε να βρουν το Χριστό με τον εύκολο τρόπο, όχι με το δύσκολο, ούτε να τελειώσουν τη ζωή τους χωρίς να Τον βρουν καν).

Το τρίτο χαρακτηριστικό των αγίων, που θα ήθελα να επισημάνω, είναι η γνώση, μέσω της εμπειρίας, όλων των πνευματικών καταστάσεων, που τους επιτρέπει να διακρίνουν τις θετικές από τις αρνητικές, ακόμη κι όταν εξωτερικά έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά.

Η πνευματική αυτή επιστήμη ονομάζεται διάκριση των πνευμάτων και επιτρέπει στους αγίους να ξεχωρίζουν μια αληθινή εμπειρία ή ένα χάρισμα που προέρχεται από το Θεό από ένα «ακριβές αντίγραφο» που προέρχεται από το διάβολο και δίνεται στους ανθρώπους ως δόλωμα, για να κολακεύσει τον εγωισμό τους και να τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο από το σκοπό τους, που είναι η ένωση με το Θεό εν Χριστώ.

Η διάκριση των πνευμάτων είναι ιδιαίτερα εμφανής σε αγίους που βίωσαν και εμπειρίες εξωχριστιανικού τύπου, έχοντας μυηθεί σε άλλες πνευματικές παραδόσεις, πριν ανακαλύψουν την Ορθοδοξία. Ένας τέτοιος είναι ο Γέροντας Σωφρόνιος, όπως είπαμε, αλλά παρόμοιες περιπτώσεις είναι καταγεγραμμένες σε όλη την ιστορία της Ορθοδοξίας, ακόμη και σε ασκητές που ποτέ δεν έπαψαν να είναι πιστοί στο Χριστό, αλλά συνελήφθησαν σε στιγμή εγωιστικής αδυναμίας και απόχτησαν «χαρίσματα» που τους οδήγησαν σε πολλά βάσανα.

Η διάκριση των πνευμάτων είναι η συμβολή των χριστιανών, που θα ήταν απαραίτητη για μια πραγματική αξιολόγηση των πνευματικών εμπειριών, αλλά και των «δυνάμεων», των «χαρισμάτων», των «επαφών με άλλες οντότητες», των «αποκαλύψεων», της «σοφίας» και όλων των άλλων στοιχείων που οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις φυλάσσουν και μεταδίδουν ως ανεκτίμητους θησαυρούς. Οι ορθόδοξοι άγιοι (ας μου επιτραπεί να πω ότι αυτό το στοιχείο λείπει ακόμη και από τις μη ορθόδοξες εκδοχές του χριστιανισμού, γι’ αυτό στις διάφορες αιρέσεις, όπως στον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό, βλέπουμε «πνευματικές εμπειρίες» και «χαρισματικές καταστάσεις», που με ορθόδοξα κριτήρια είναι ύποπτες, έως και καθαρά δαιμονικές), οι ορθόδοξοι άγιοι, επαναλαμβάνω, έχουν ζήσει οι ίδιοι καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που βιώνουν οι διδάσκαλοι και οι σοφοί των διαφόρων θρησκειών. Αντίθετα, οι διδάσκαλοι των θρησκειών, όσο κι αν έχουν «διευρύνει τη συνειδητότητά τους» ή έχουν έρθει σε επαφή με «οντότητες» κ.τ.λ., δεν έχουν ζήσει την εμπειρία της ένωσης με το Χριστό. Γι’ αυτό ένας ορθόδοξος άγιος, που αντιλαμβάνεται αμέσως την ύπαρξη ή την απουσία της θείας χάριτος, έχει περισσότερα εφόδια, για να αξιολογήσει μια πνευματική κατάσταση – και, ειλικρινά, η αξιολόγηση αυτή δεν είναι ευνοϊκή για την ποιότητα των «δυνάμεων», των «χαρισμάτων», των «επαφών», των «αποκαλύψεων» κ.τ.λ., ακόμη και μέσα στο χριστιανισμό, και μέσα στον Ορθοδοξία, και πολύ περισσότερο στις διάφορες θρησκείες, όπου οι άνθρωποι λατρεύουν πνεύματα ακαθόριστης ταυτότητας (ακόμη και μοχθηρά ή απειλητικά, ή θεότητες που συγχέουν «καλό και κακό» ως δήθεν όψεις του ίδιου πράγματος ή αλληλοσυμπληρούμενα) και ανοίγονται προς αυτά, προσπαθούν να ενωθούν με αυτά ή να καταληφθούν απ’ αυτά (ενώ ο Θεός, οι άγγελοι και οι ψυχές των κεκοιμημένων αγίων, δηλαδή τα αγαθά πνεύματα, ποτέ δεν καταλαμβάνουν τον άνθρωπο).

Οι θρησκείες της Άπω Ανατολής, όπως ο ινδουισμός ή ο βουδισμός, θεωρούν τελειότητα και λύτρωση την εξαφάνιση της ανθρώπινης προσωπικότητας και την εκμηδένισή της ή την αφομοίωσή της στην «παγκόσμια ψυχή», επειδή τον παρόντα κόσμο τον θεωρούν αυταπάτη. Αντίθετα, ο χριστιανισμός γνωρίζει, από την προσωπική πείρα των αγίων, ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου δε χάνεται ποτέ, παραμένει ζωντανή μετά το θάνατο του σώματος και ακόμη και για το σώμα αναμένεται η ανάσταση, που έχει προαναγγείλει ο Χριστός σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης. Πού οδηγεί λοιπόν αυτή η «εκμηδένιση» που επιδιώκουν οι ανατολικές θρησκείες ή τι ακριβώς είναι τα πνεύματα και οι οντότητες, που έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους, είτε ως «θεοί», είτε ως «πρόγονοι», είτε ως όντα από «άλλους κόσμους» (π.χ. ξωτικά και νεράιδες), είτε ακόμη (στη σύγχρονη δύση, που βρίσκεται σε πνευματική σύγχυση) και ως «σοφοί εξωγήινοι» με θείες ιδιότητες;

Τα παραπάνω είναι μόνο ένα μικρό κεφάλαιο στο μεγάλο θέμα της διαφοράς μεταξύ των θρησκειών. Οι θρησκείες δεν είναι δρόμοι που «οδηγούν στο ίδιο τέρμα», δεν λένε «τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια», ούτε όλες μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην Αλήθεια και στην τελειότητα. Αυτό οι χριστιανοί το ξέρουμε πολύ καλά, γιατί η πείρα μας έχει βεβαιώσει ότι η Αλήθεια είναι ο Χριστός και η τελειότητα είναι η ένωση με Αυτόν, που σημαίνει συμμετοχή τού ατελούς ανθρώπου στην τελειότητα και καθαρότητα του Θεού εν Χριστώ. Χωρίς Χριστό, δεν υπάρχει τελειότητα, ούτε Αλήθεια, παρά μόνο μοναξιά (όπως στο βουδισμό) ή δρόμοι που οδηγούν στο άγνωστο.

Ένα «άγνωστο»… πολύ γνωστό από την πείρα και τη σοφία των αληθινών ειρηνικών πολεμιστών και διδασκάλων της ανθρωπότητας, που έφτασαν στο ανώτερο σημείο πνευματικής προόδου που είναι εφικτό για ανθρώπινα πρόσωπα, των αγίων.

Όλα αυτά, αδελφέ μου, δε χρειάζεται να τα δεχτείς ως δόγματα. Ερεύνησέ τα σε βάθος και θα διαπιστώσεις μόνος σου ποια είναι η αλήθεια – πρόσεξε μόνο, μήπως πεις στον εαυτό σου πως είναι «αλήθεια» αυτό που κολακεύει τον εγωισμό σου (λέγοντάς σου πως θα βρεις «μέσα σου» το Θεό ή πως εσύ και ο Θεός «είσαστε ένα» ή πως με σκληρή εξάσκηση πρόκειται να γίνεις ενάρετος, φωτεινός, πάνσοφος και παντοδύναμος), επειδή θα σού φανεί δυσάρεστο αυτό που σε καλεί σε ό,τι μισεί περισσότερο ο πεσμένος άνθρωπος, δηλαδή σε μετάνοια και ταπείνωση.

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, Θεολόγος

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΣΕΝΑ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΘΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ· ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ.

Κάποιοι λαϊκοί, προσπαθώντας να εξηγήσουν με την λογική το διορατικό χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον Πατέρα Παΐσιο, έψαχναν να βρουν τους τρόπους που ίσως χρησιμοποιούσε, ώστε να μαθαίνει κάποια πράγματα για τους ανθρώπους που θα τον επισκέπτονταν. Αλλά και τους λογισμούς αυτούς τους «έπιανε» μερικές φορές ο άνθρωπος του Θεού.

Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.

Ενώ περίμενε έξω από τον φράχτη μαζί με άλλους είκοσι περίπου ανθρώπους και στεκόταν προς τα πίσω, βγήκε ο Όσιος, σήκωσε το χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.

Ο Όσιος άνοιξε την πόρτα και αμέσως τον πήρε και πήγαν πίσω από το Καλύβι. «Κάθησε, Στυλιανέ», του είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που δέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος κάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ρώτησε.
― Βλέπεις τίποτε περίεργο στην σκεπή μου;
― Όχι, είπε ο νέος κοιτάζοντας την σκεπή.
― Έχω μια κεραία κρυμμένη εκεί επάνω, είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει εκείνος να συνέλθει, συνέχισε: Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;
― Όχι, απάντησε και πάλι ο νέος.
― Έχω, του είπε, κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήρθες; Εμένα τι με θέλεις τώρα;Ο νέος άρχισε να κλαίει.
― Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ, του είπε τότε ο Όσιος. Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη· αυτός είναι ο δρόμος σου. Για κανόνα τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!

Εκ του βιβλίου Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!

Ερχόμουνα για άλλη μια φορά στον Άγιον Όρος με συνοδεία φοιτητών μου του Αρχαιολογικού Ιωαννίνων. Στο πρόγραμμά μας ήταν και η επίσκεψη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, που ασκήτευε στο Κουτλουμουσιανό κελλί «Παναγούδα». Έτσι κατεβήκαμε από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο πυκνό και καταπράσινο δάσος της χαράδρας. Σε κάποιο ξέφωτο μια φραγμένη περιοχή τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων φιλοξενεί το απλό σπίτι του πατρός Παϊσίου. Σταθήκαμε έξω από την απλή σιδερένια πόρτα. Περιμέναμε χτυπώντας κατά διαστήματα το κουδουνάκι, τραβώντας το σχοινί. Ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα. Ο γέροντας δεν άνοιγε αμέσως. Εξασκούσε με τον τρόπο του στην υπομονή τους επισκέπτες του. Και τους δοκίμαζε και λιγάκι. Έτσι έγινε και με εμάς…

Με κάποιο δέος φθάνουμε ως το κατώφλι του. Μας καλοδέχεται ένας λεπτός, χαμογελαστός άνθρωπος. Μας χαιρετά με απλότητα, χωρίς καμιά προσποίηση. Από την πρώτη στιγμή συναντηθήκαμε πνευματικά και συνεννοηθήκαμε. Σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ομάδα των φοιτητών ήταν προετοιμασμένη γι αυτό. Γιατί είχε ακούσει πολλά και ήταν έτοιμη για όλα. Εκτός από ένα. Κι αυτό φάνηκε στην πρώτη αυτή συνάντηση. Όταν έξω στην αυλή ασπάσθηκαν το χέρι του πάτερ Παΐσιου, έμειναν ακίνητοι, αμήχανοι, άφωνοι, κοιτάζοντας αυτόν τον ισχνό και απλοϊκό μοναχό, με το φτωχό του ζωστικό και τον καλογερικό σκούφο, ήρεμος να τους υποδέχεται με χαμόγελο και με μια απλή φράση για τον καθένα. Είχαν ακούσει για γίγαντα του πνεύματος, για μεγάλο ασκητή, για τον οποίο πολλά θαυμαστά διηγούνταν στις συνάξεις των σαλονιών τους οι ευσεβείς φιλοαγιορείτες των πόλεων, αλλά αυτός που στέκονταν μπροστά μας ήταν ένας απλός, καλοκάγαθος γέροντας που δεν φαινόταν να έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Στάθηκε απλά κοντά μας, μας κέρασε το καθιερωμένο λουκούμι, μας έφερε νερό σε κύπελλο από την κοντινή βρύση, μερικά μέτρα παραπέρα. Ανάλαφρος, με απλές και εύκολες κινήσεις, με ένα πρόσωπο γεμάτο φώς, οικείος και ζεστός. 

Τόλμησα τον πρώτο λόγο, έτσι, για να πω και κάτι.
- Πάτερ Παΐσιε, από την πυκνή βλάστηση που έχετε εδώ υποθέτω ότι θα περνάτε βαρύ και βροχερό χειμώνα, με πολλή υγρασία.
- Ναι, απάντησε απλά βλέποντάς με μέ σημασία, αλλά έρχεται και το καλοκαίρι.
Έτσι άρχισε η συζήτηση. Μια συζήτηση που ξεκίνησε απλά και συνηθισμένα για να αποκτήσει, όσο προχωρούσε η ώρα, άλλο περιεχόμενο. Γιατί ο γέροντας ήξερε ένα δρόμο ξεχωριστό για τους νέους. Με το δικό του απλό παιδαγωγικό σύστημα τους οδηγούσε, με τρόπο μαγικό, μέσα από πρωτοφανέρωτα μονοπάτια της σκέψης.

Τον ρώτησαν:
- Γέροντα, πως βλέπετε την πορεία του σημερινού κόσμου γενικά, το μέλλον του Ελληνισμού και το δρόμο που πορεύεται η Ορθοδοξία;

Απάντησε απλά:
- Όλα εξαρτώνται από τον αγώνα που κάνουμε όλοι μας να κρατήσουμε λίγο προζύμι. Καλό σημάδι η ανανέωση του Όρους. Είναι το προζύμι. Θα μας φυλάξει ο Θεός και θα μας λυπηθεί, κι ας μη το αξίζουμε. Αν ξέρω ότι έμεινε έστω και ένας Έλληνας Ορθόδοξος, δεν θα φοβηθώ. Θα έχω την ελπίδα μου στον Θεό. Τώρα θέλει πολλή προσευχή. Να στέλνουμε μηνύματα προς τα επάνω. Μόνο ο Θεός θα μας σώσει από τη μεγάλη πυρκαϊά που έζωσε την εποχή μας.

Τον ρώτησαν οι φοιτητές:
- Τί αξίζει περισσότερο, η ποσοτική ή η ποιοτική προσευχή.
- Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η καρδιακή προσευχή αξίζει. Ο πόνος των άλλων να γίνεται πόνος δικός μας. Τότε δεν μπαίνει ζήτημα χρόνου.
Πάνω σ’ αυτό ο γέροντας θυμήθηκε το νεαρό ασυρματιστή, όταν στα χρόνια του πολέμου υπηρετούσε στο Αγρίνιο: Όταν λέει κανείς, τί κάνουν οι καλόγεροι με την προσευχή; Γιατί δεν βγαίνουν έξω να βοηθήσουν την κοινωνία; Είναι σα να λες στον ασυρματιστή στο στρατό, άσε τον ασύρματο και πιάσε το τουφέκι. Αλλά χωρίς τον ασύρματο χάνεται η επαφή και ο στρατός καταστρέφεται.

Μέσα στις πολλές ερωτήσεις και τούτη η κάπως αναπάντεχη.
- Πάτερ Παΐσιε, πώς βλέπετε την Ελλάδα στην Ευρώπη;Ο γέροντας σκέφθηκε πολύ πριν απαντήσει. Μίλησε αργά και με βαθύ στοχασμό.
- Τη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας και την Κατοχή την αντέξαμε και την ξεπεράσαμε. Την πνευματική σκλαβιά και κατοχή πώς θα την ξεπεράσουμε;

Όσο προχωρούσε η συζήτηση, καταστάλαζε ανεπιφύλακτα η άποψή μου για την προσωπικότητά του. Τη σημειώνω εδώ με μια γραμμή: «Έχει απλότητα κι αλήθεια μέσα του. Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του».
Πήρε να βραδιάσει κι έπρεπε να αφήσουμε τον γέροντα στην ησυχία του. Τα κασετοφωνάκια έκλεισαν αοράτως μέσα στα σακίδια των παιδιών, παρόλο που ο γέροντας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το είχε αντιληφθεί. Καθώς μας οδηγούσε στην εξωτερική πόρτα, ο μικρότερος των φοιτητών ξαφνικά ρώτησε:
- Πάτερ, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να σας φωτογραφίσει, επειδή το φιλμ καίγεται!
Ο γέροντας κοντοστάθηκε.
- Τί είναι αυτά που διαδίδουν, παιδί μου; Εγώ μερικές φορές παρακαλώ να μη με φωτογραφίζουν, και ξέρω ότι με τη στάση μου στενοχωρώ τους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να φροντίζουμε το πρόσωπο της ψυχής μας και όχι το σαρκικό. Αλλά δεν θέλω πάλι να μείνετε με τη σφαλερή εντύπωση. Ήρθατε και με επισκεφθήκατε με αγάπη, γι αυτό θέλω να σας το ανταποδώσω. Βγάλτε φωτογραφίες, αλλά για ένα μόνο λεπτό.
Πότε βγήκαν τόσες μηχανές από τα σακίδια των νεαρών, πότε άστραψαν τόσα φλας! Ο γέροντας στεκόταν με το χέρι ακουμπισμένο στην εξώπορτα και έλεγε με χαμόγελο:
- Τί βομβαρδισμός είναι αυτός!  Τί φωτιές ανάβουν! Μακάρι να άστραφτε έτσι το φως και η λάμψη της αγάπης στο σημερινό κόσμο!
Σκοτείνιαζε. Αλλά η εικόνα του γέροντα Παΐσιου έμεινε ολοζώντανη και ολοφώτιστη μέσα μας.

Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Πηγή: («Ορθόδοξη Εικόνα και Πρόσωπο» (απόσπασμα από τον Τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία», της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου», Άγιον Όρος 1996)), Αγιορείτικες Μνήμες 

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΤΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ!

Ένας συνάδελφός σου, σού επαναλαμβάνει συνεχώς: “Δεν υπάρχει Θεός!” Καί αισθάνεσαι σά νά σέ χτυπά μέ μαστίγιο. Κι εσύ αγωνιάς γιά τήν ψυχή του καί τή ζωή του. Καί καλά σκέφτεσαι.

Άν δέν υπάρχει ο Ζών κι ο Παντοδύναμος Θεός κι άν δέν είναι ισχυρότερος από τό θάνατο, τότε ο θάνατος είναι ο μοναδικός κυρίαρχος. Καί η κάθε ζωντανή ύπαρξη δέν είναι παρά ένα κλωτσοσκούφι τού θανάτου. Ένα ποντικάκι στό στόμα τής γάτας.

Μία φορά, αντικρούοντας τόν, τού είπες: “Ο Θεός υπάρχει. Γιά σένα δέν υπάρχει”. Καί δέν έσφαλες. Γιατί εκείνοι πού αποκόπτονται από τόν Αιώνιο καί Ζωοδότη Κύριο εδώ στήν γή, αποκόπτονται από τή ζωή τήν πραγματική. Καί έτσι ούτε εδώ, ούτε στήν άλλη ζωή θά γευθούν τό μεγαλείο του Θεού καί τής πλάσης Του. Καί καλύτερα νά μήν είχαμε γεννηθεί, παρά νά είμαστε αποκομμένοι από τόν Θεό.

Αν ήμουν στη θέση σου, θα του έλεγα τα εξής:
- Κάνεις λάθος, φίλε μου! Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγες: «Εγώ δεν έχω Θεό». Διότι το βλέπεις, ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω σου, που έχουν Θεό και γι’ αυτό διακηρύττουν ότι υπάρχει Θεός. Λοιπόν, μη λες: «Δεν υπάρχει Θεός»! Περιορίσου να λες: «Εγώ δεν έχω Θεό»!

- Κάνεις λάθος! Μιλάς σαν τον άρρωστο, που λέει ότι δεν υπάρχει πουθενά υγεία!

- Κάνεις λάθος! Μοιάζεις με τον τυφλό που λέει: «Δεν υπάρχει φως στον κόσμο». Όμως φως υπάρχει. Και είναι διάχυτο παντού. Αυτός ο δυστυχής δεν έχει το φως του. Και θα μιλούσε σωστά αν έλεγε: «Εγώ δεν έχω μάτια και δεν βλέπω φως».

- Κάνεις λάθος! Μιλάς σαν το ζητιάνο, που λέει: «Δεν υπάρχει χρυσάφι στη γη». Μα χρυσάφι υπάρχει! Και επάνω στή γη! Καί μέσα στή γη! Αυτός δεν έχει χρυσάφι! Το σωστό θα ήταν να έλεγε: «Εγώ δεν έχω χρυσό»!

- Κάνεις λάθος! Μοιάζεις με τον παλιάνθρωπο που λέει: «Δεν υπάρχει καλωσύνη στόν κόσμο». Ενώ θα έπρεπε να πει: «Εγώ δεν έχω ίχνος καλοσύνης μέσα μου».

Αυτό να του πεις κι εσύ: Συνάδελφε, κάνεις λάθος! Λάθος διακηρύττεις ότι δεν υπάρχει Θεός! Γιατί, όταν κάτι δεν το έχεις εσύ και δεν το γνωρίζεις εσύ, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πουθενά κι ότι δεν το έχει κανείς!

Ποιός σου έδωσε το δικαίωμα να μιλάς εκ μέρους όλου του κόσμου;Ποιός σου έδωσε την άδεια να διακηρύττεις, ότι την δική σου αρρώστια την έχουν όλοι; Ότι όλοι έχουν την δική σου πλάνη;
Φωνάζεις ότι δεν υπάρχει Θεός! Το διακηρύττεις σέ όλον τον κόσμο! Πολεμάς την αλήθεια!
Εκείνοι που δεν θέλουν να ζουν με τον Θεό είναι ελάχιστοι. Αλλά και γι’ αυτούς ο Θεός υπάρχει! Τους περιμένει. Μέχρι την τελευταία πνοή σ’ αυτή τη γη!
Και μόνο αν δεν φροντίσουν να μετανοήσουν, έστω στην τελευταία τους στιγμή, μόνο τότε ο Θεός στην άλλη ζωή θα πάψει να υπάρχει γι’ αυτούς. Και θα τους διαγράψει από το βιβλίο της ζωής.
Γι’ αυτό πες του, σε παρακαλώ φίλε μου. Για το καλό της ψυχής σου. Για τα επουράνια αγαθά. Για τα δάκρυα που έχυσε ο Χριστός και τις πληγές πού δέχθηκε για όλους μας. Άλλαξε μυαλό! Μετανόησε! Διορθώσου! Και γύρισε στην Εκκλησία μας!

Aπό το βιβλίο «Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται»

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ («EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»)

 Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ
«EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»
 
(Στὴν κατωτέρω αληθινή ιστορία δι᾽ εὐνοήτους λόγους ἔχουν ἀλλαχθεῖ ὅλα τὰ ὀνόματα καὶ τὰ τοπωνύμια.)
 
Ἡ Μπουρτζοὺ γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ 35 χρόνια σὲ μία μουσουλμανικὴ χώρα, ὅπου καὶ μεγάλωσε, χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν συγγενικὸ ἢ φιλικὸ δεσμὸ μὲ χριστιανούς, μέσα σὲ ἕνα καθαρὰ μουσλουμανικὸ περιβάλλον. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά της εἶναι μουσλουμάνοι καὶ ποτὲ δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσει χριστιανούς.

Ὅταν πρὶν ἀπὸ 5 χρόνια ἦρθε ἕνα ταξίδι στὴν Ἑλλάδα ἀνακάλυψε ὅτι ἡ Κυρία ποὺ ἔβλεπε συχνὰ στὸν ὕπνο της ἦταν ἡ Παναγία. Ἔνιωσε ρίγος μέσα σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ὅταν ἀντίκρισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ πυκνὰ δάκρυα κύλησαν στὰ μάγουλά της. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ ρωτάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ ὁ δρόμος της ἦταν δύσκολος…Ρώτησε, ἔψαξε ἀλλὰ κανένας δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ τὴν βοηθήσει.
Ἡ Μπουρτζοὺ ἔφτασε ὣς τὴν Θεσσαλονίκη, προκειμένου νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Ἐπικοινώνησε μὲ ἱερέα ποὺ ἤξερε τὴν γλῶσσα της κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνος ἔχει πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τὴ Μητρόπολή του νὰ κατηχήσει καὶ νὰ βαπτίσει ὁμάδα συμπατριωτῶν της ὀρθοδόξων πιστῶν, προσπάθησε νὰ ἔρθει μαζί τους στὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων.

Λυπηθήκαμε ὅταν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2009 μάθαμε ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἔρθει ἡ Τ. –Μπουρτζού παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς. (εἶχε ἤδη ἐπιλέξει χριστιανικὸ ὄνομα). Εἶπα στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συνενορίτες μου ὅτι ἡ Τ. κλαίει ἀπαρηγόρητη καὶ βέβαια ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ «μεγάλα μέσα». Ἄρχισαν προσευχὴ γιὰ τὴν ἴδια καὶ τὸν ἄντρα της. Ὁ π.Θ. τῆς ἄρχισε μαθήματα τηλεφωνικῶς (!!!) γιὰ νὰ συντονιστεῖ μὲ τοὺς ὑπολοίπους στὴν ἑπομένη σειρὰ μαθημάτων. Ἀπὸ τὴν χαρά της ἔκλαιγε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει τὸ μάθημα…Ὅλοι στὴν ἐκκλησία προσεύχονταν καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων καὶ ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπανέλθουν σὲ ἕνα μήνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Τ. μὲ τὸν ἄντρα της καὶ γιὰ ἀρκετοὺς ἀκόμα ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ πάρουν βίζα καὶ νὰ ἔρθουν, λὲς νὰ τοὺς γνώριζαν χρόνια κι ἂς μὴν τοὺς εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωή τους.
 
Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα μία εὐχάριστη ἔκπληξη μᾶς περίμενε: ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν στὴν ἐνορία ἡ Τ. καὶ ὁ ἄντρας της ὁ Σ.! Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ πρὶν ἕνα μήνα τῆς ἀπαγόρευσε νὰ ἔρθει γιὰ κατήχηση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τὴν ἔφερε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Πολὺ ζεστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ Σ. παρ’ ὅλο ποὺ δὲν δήλωσε κατηχούμενος, μόλις εἶδε τὸν π.Θ., τὸν ἀγκάλιασε θερμὰ καὶ τὸν σήκωσε σχεδὸν στὴν ἀγκαλιά του. Κουβέντιασαν μαζί του καὶ ἡ καρδιά τους γέμισε χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Ὅλοι μείναμε κατάπληκτοι μὲ τὶς εὔστοχες ἀπορίες τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἡ Τ. λέει ὅτι θέλει νὰ κάνουν παιδιὰ μετὰ τὴν βάπτισή της.
 
Μᾶς διηγήθηκαν ὅτι σὲ ἕνα ταξίδι τους στὸ Α. εἶχαν καθίσει ἔξω ἀπὸ ἕνα παλιὸ ὀρθόδοξο ναὸ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ σὲ τζαμὶ καὶ κοιτοῦσαν σκεπτικοὶ τὸ μεγάλο καμπαναριὸ ποὺ εἶχε χρόνια νὰ χτυπήσει. Ἐπειδὴ ὁ χῶρος εἶναι τζαμὶ οἱ ἰμάμηδες ἔχουν βγάλει τὸ σήμαντρο ἀπὸ τὴν καμπάνα. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ἡ Τ. σκεφτόταν τί ὡραῖες λειτουργίες θὰ γίνονταν κάποτε ἐδῶ, ξαφνικὰ χτυπάει δύο φορὲς καθαρὰ καὶ δυνατὰ ἡ καμπάνα!!! Ὁ ἰμάμης, οἱ «πιστοί», οἱ γύρω περαστικοὶ τρέχουν ἔντρομοι κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ νὰ δοῦν τί γίνεται! Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει πὼς χτύπησε μία καμπάνα χωρὶς σήμαντρο ποὺ ἦταν σὲ ἀχρηστία πάνω ἀπὸ 80 ἔτη!
 
Ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἂν ξέρει κάτι σχετικό… Οἱ συζητήσεις φούντωσαν καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κοπάσουν γιὰ πολλὴ ὥρα μεταξὺ τῶν περαστικῶν καὶ τῶν παρευρισκομένων. Ὅλους τοὺς κατέλαβε ρίγος. Μερικοὶ μάλιστα ἀπομακρύνθηκαν…καλοῦ κακοῦ…Καὶ τότε ὁ Σ. λέει στὴν γυναίκα του: ὁ Θεὸς εἶδε τὴν πίστη σου. Ἡ Ἐκκλησία σὲ ὑποδέχεται μὲ τυμπανοκρουσίες, γιὰ σένα ἔγινε αὐτό!
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἐπισκέφτηκαν ἕναν ἄλλον μισογκρεμισμένο ναό. Ὅλη τὴν ὥρα ἡ Τ. προσευχόταν στὸν ἔρημο ναὸ μὲ δάκρυα. Μία ἔντονη μυρωδιὰ ἀπὸ λιβάνι τῆς τρυποῦσε τὰ ρουθούνια ποὺ μάταια ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται. Σκέφτηκε νὰ τὸ πεῖ στὸν σύζυγό της ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε, γιατί φοβόταν μὴν τὴν πεῖ φαντασιόπληκτη. Καὶ τότε ἐκεῖνος τὴ ρωτάει: μὰ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ ὡραία μυρωδιά; Δὲν σοῦ μυρίζει κάτι ὄμορφο; Δὲν βρῆκαν ποτὲ τὴν «πηγή» της.
 
Μιλούσαμε πολὺ καιρὸ στὸ τηλέφωνο μὲ τὴ Τ. ἀλλὰ ὅταν ἦρθε καὶ τὴ γνώρισα ἀπὸ κοντά, ντράπηκα γιὰ τὰ πνευματικά μου χάλια. Εἴπαμε πολλά. Μᾶς διηγήθηκε πῶς τὸ πρῶτο της ταξίδι στὴν Ἑλλάδα τὴν ἔκανε σὰν τρελὴ νὰ θέλει νὰ γίνει χριστιανή. Τὶς δυσκολίες τους, τὸν φόβο τῆς ἀπόρριψης, τὴν ἄγνοιά τους καὶ γιὰ τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα, τὶς πόρτες ποὺ τοὺς ἄνοιξε ὁ Θεός, τὸ πρῶτο τους Πάσχα στὸ ναό…Πρὶν φύγουν τοὺς ἀγόρασα τὸ πρῶτο τους θυμιατήρι καὶ τὴν πρώτη τους καντήλα καὶ ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη. Τοὺς ἔδειξα πῶς νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Εἶναι τόσο ὄμορφο νὰ δείχνεις στοὺς ἀδελφοὺς μερικὰ μικρὰ καὶ πρακτικὰ ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι ἁπλὴ ρουτίνα ἐνῶ γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα…
 
Ὅταν γύρισαν πίσω σπίτι τους, τὸ μικρό τους ἀνιψάκι ἐπέμενε ἡ θεία του νὰ τὸ πάει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ παιδάκι αὐτὸ δείχνει μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θρησκεία τῆς θείας του. Χωρὶς ἐκείνη νὰ τοῦ λέει κάτι ἰδιαίτερο, τὸ παιδάκι ἀναπαύεται στὸ νὰ τὴν ἀντιγράφει.
 
Οἱ μῆνες κύλησαν… Ἡ Τ. ὁλοκλήρωσε μέρος τῆς κατήχησής της διαδικτυακὰ ἀλλὰ καὶ διὰ ζώσης. Ὅταν ἔφτασε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς βάπτισής της (ἔγινε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 2010), δὲν κατάφερα νὰ εἶμαι κοντά της. Ἐκείνη μοῦ ἔγραψε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ ὅπου μοῦ περιγράφει ἀναλυτικὰ τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε λίγες μέρες μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν μεγάλα γράμματα ἔχει βάλει καὶ ἡ ἴδια μεγάλα στὸ πρωτότυπο.
 
Κυριακὴ 17 Ὀκτωβρίου 2010
Πῶς εἶσαι ἀδελφή μου; Θέλεις νὰ μάθεις τὰ νέα μου, ἔ; Λοιπόν, εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη, ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη καὶ συναισθηματικὰ ἀσφαλής, ὅσο δὲν ὑπῆρξα ποτὲ στὴν ζωή μου.
Τὴ μέρα τῆς βάπτισής μου βίωσα μία κατάσταση πανικοῦ…Τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νωρίς ἀπὸ τὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸν Σ. (ὁ ἄντρας της) καὶ φτάσαμε ἐγκαίρως στὸ ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ παραλάβουμε τὴν νονά μου ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη εἰδικὰ γιὰ τὴ βάπτιση. Τὴν παραλάβαμε ἀλλὰ ὁ Σ. ἀντὶ νὰ πάει ὡς συνήθως παραλιακὰ στὸ Ναὸ ἀποφάσισε νὰ πάρει ἄλλο δρόμο γιὰ τὸ ναὸ καὶ ἔχασε τὸ δρόμο καὶ παιδευτήκαμε 1,5 ὥρα. Ἄρχισα νὰ κλαίω ἀπὸ τὰ νεῦρα μου. Βλέπεις ὁ πονηρὸς μὲ βασάνισε μέχρι τὸ τελευταῖο λεπτό. Πήραμε τηλέφωνο στὸν ἀδελφό μας τὸν Ι., μᾶς ἔδωσε νέες πληροφορίες καὶ βρήκαμε τὸν σωστὸ δρόμο ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισαν νὰ μᾶς παίρνουν τηλέφωνο ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ὁ Π., ἡ Β., ὁ Μ. ὅλοι ρωτοῦσαν τί πάθαμε. Εἶπα μέσα μου «πάει, δὲν θὰ γίνει ἡ βάπτιση». Τελικὰ φτάσαμε στὸ Ναό, πετάχτηκα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔπιασα τὸ χέρι τοῦ Π. καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω ἀσυναίσθητα. (Ἡ Β. καὶ ὁ Ι. εἶναι πνευματικοὶ ἀδελφοί της, ὁμοεθνεῖς, βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι ἐνῶ ὁ Π. καὶ ὁ Μ. Ἕλληνες φίλοι τους.)
Ὁ ἱερέας εἶπε «ἂς ἀρχίσουμε ἀμέσως» καὶ ἀρχίσαμε… Λὲς καὶ σταμάτησε ὁ χρόνος γιὰ μένα. Τί αἴσθηση ἦταν αὐτή, τί στιγμή…Μόλις ὁ πατέρας ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι μου γιὰ τοὺς ξορκισμούς, ἄρχισα νὰ τρέμω. Καὶ ἡ νονά μου ἦταν τὸ ἴδιο φορτισμένη. Ἡ Β. ἦταν πίσω μου. Μετὰ τὴν κατήχηση ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ πάνω στὸν γυναικωνίτη.  Ξαφνικὰ βλέπω ἕνα γκροὺπ ποὺ εἶχε συνοδεύσει ὁ Μ. ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη –ἄνθρωποι ἄγνωστοί μου ὣς ἐκείνη τὴν ὥρα- νὰ ἔχουν καθίσει ὅλοι στὸν γυναικωνίτη καὶ νὰ περιμένουν τὴν βάπτισή μου. Τὰ ἔχασα. Μὲ βοήθησαν νὰ ἑτοιμαστῶ. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἀγωνία τῆς Β. καὶ τῆς νονᾶς μου…
Ἄρχισαν οἱ δεήσεις τῆς κολυμπήθρας. Μετὰ μοῦ εἶπαν νὰ φορέσω τὸν χιτώνα μου καὶ νὰ μπῶ στὴν κολυμπήθρα. Δὲν ξέρω πῶς τὰ κατάφερα μὲ τὰ τόσα κιλά μου νὰ μπῶ, ἀλλὰ ἂν δὲν μοῦ ἔλεγαν νὰ βγῶ, θὰ μποροῦσα νὰ μείνω μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ νερό… Γιὰ σκέψου ἀδελφή μου, ἐδῶ καὶ 5 χρόνια πηγαινοέρχομαι καὶ παρατηρῶ μὲ λαχτάρα αὐτὴ τὴν κολυμπήθρα, ἀναρωτιέμαι πότε θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη στιγμὴ τῆς βάπτισής μου. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὸ νερὸ ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΖΗΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγεῖ ἀπὸ τὴν κολυμπήθρα εἶναι ἀνάλαφρος σὰν πουλί.
Στὸ μύρωμα τὰ ἔχασα… δὲν ἤξερα τί ἔπρεπε νὰ κάνω, μὲ βοήθησε ἡ Β. Γελοῦσε μὲ τὸν πανικό μου… φυσικὸ ἦταν, δὲν εἶχα ξαναδεῖ βάπτιση, δὲν ἤξερα. Ἀλλὰ μόλις πῆγα στὸ δωματιάκι νὰ ντυθῶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ ἀναφιλητὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση. Μὲ ἄκουσαν. Ὁ ἱερέας μὲ ρώτησε ἂν μοῦ συνέβη κάτι.
Ὅλα ἦταν ὑπέροχα, ἀδελφή μου, εἶχα τέτοια ἀγωνία καὶ τώρα ἔχω τὸ ἴδιο συναίσθημα… λὲς καὶ τὰ ξαναζῶ ὅλα τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ γράψω. Ἀντὶ νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ πατέρα μετὰ τὸ εὐαγγέλιο φίλησα ξανὰ τὸ εὐαγγέλιο… Μετὰ ὅμως φίλησα καὶ τὸ χέρι του. Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει, «ἄχ, δὲν φίλησα τὸ χέρι του» σκέφτηκα ἀλλὰ μετὰ παρηγορήθηκα στὴν ἰδέα ὅτι θὰ τοῦ ἔχει ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο.
Ὅλοι στὸ γκροὺπ παρακολουθοῦσαν ὄρθιοι κλαίγοντας. Ἔκλαιγα κι ἐγώ, ἡ Μάνα μου (ἐννοεῖ τὴ νονά της), ὁ Σ., ὁ Μ., ἡ Β., ὅλοι κλαίγαμε. Δηλαδὴ ἦταν μία βάπτιση μὲ μπόλικα δάκρυα ἡ δική μου…
Μετὰ κατεβήκαμε κάτω στὸ ναὸ γιὰ νὰ κοινωνήσω μαζὶ μὲ τὴ νονά μου. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατηθῶ. Φαντάσου ἀδελφή μου, θὰ ἔπαιρνα ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ μέσα μου! Χρόνια ὁλόκληρα ἔβλεπα αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν καὶ τώρα εἶχε φτάσει ἡ ὥρα καὶ γιὰ μένα. Κράτησα τὴ λαμπάδα μου καὶ πλησίασα. Κατάπια τὸν μαργαρίτη μὲ τέτοια λαχτάρα λὲς καὶ θὰ κατάπινα τὴ λαβίδα. Νομίζω ὅτι ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος ἀπὸ τὴ λαχτάρα μου νὰ πάρω τὸν Κύριο. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπα: ΝΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, ΠΗΡΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ! Προσευχήθηκα: ΘΕΕ ΜΟΥ ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατάλαβα ὅτι τίποτα ἄλλο στὴ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα κι ὅτι ἐγὼ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔγινα πραγματικὰ ΟΡΘΟΔΟΞΗ. Γιὰ σκέψου κι αὐτό: ὅλον αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔλεγα ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξη ἀλλὰ ἤμουν μακριὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια. ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΒΙΩΣΑ 3 ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΑΖΙ: ΒΑΦΤΙΣΗ, ΧΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΒΙΩΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ! ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΞΙΩΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
Κοινώνησε καὶ ἡ μάνα μου (νονά μου). Δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Ἦρθαν ἀπὸ τὸ γκροὺπ γιὰ ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες. Κοιτάω τὰ πρόσωπά τους καὶ τί νὰ δῶ, ὅλοι κλαίγανε. Ἄρχισαν νὰ μὲ φιλᾶνε στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια. Ὁ ἕνας μοῦ περνοῦσε ἕνα κομποσκοίνι, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Δύο κυρίες ἔβγαλαν τὰ δαχτυλίδια τους καὶ μοῦ τὰ ἔδωσαν. Ἦταν ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ ἔγραφαν πάνω τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔμεινα ἔκπληκτη, πῶς θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ ἀποκτήσω ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ μάλιστα μὲ χαραγμένο τὸ ὄνομα τῆς νονᾶς μου… Τὸ ἄλλο γράφει ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ἀκόμα και νὰ τὰ εἶχα παραγγείλει, δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μοῦ ἔρθουν τέτοια δῶρα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ πλησίασε ἕνας νεαρὸς καὶ μοῦ εὐχήθηκε στὴ γλώσσα μου. Τὰ ἔχασα. Ὅταν μάλιστα μοῦ εἶπε τὶς εὐχές σου νόμισα ὅτι ἄρχισα νὰ τὸ χάνω, λέω δὲν κατάλαβα καλά. Ὅμως ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μαθητής σου, φίλησε τὸ χέρι μου καὶ μοῦ ἔδωσε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἕνα κομποσκοίνι. Ἦταν μία μεγάλη ἔκπληξη γιὰ μένα.
Ἡ μητέρα μου (νονά μου) ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΟΛΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, μοίρασε γλυκὰ στὸ γκροὺπ καὶ ἔφυγαν. (τὸ γκροὺπ) Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πῶς ἀγκάλιασα καὶ πόση ὥρα εὐχαριστοῦσα τὸν Μ. ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ ἀρχίσουν ὅλα καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλει ἡ καρδιά μου καὶ νὰ γίνω εὐτυχισμένη. Τὸν ἀγκάλιασα καὶ ἔκλαψα πολύ.
Ἦταν ὅλα τέλεια. Ἔμεινα λίγο ἀκόμα στὸ Ναό. Περιηγήθηκα στοὺς διαδρόμους του ὅμως τώρα πιὰ ἤμουν βαπτισμένη. Ἔνιωθα τὰ πόδια μου νὰ πατοῦν πιὸ σταθερὰ στὸ πάτωμα. Ἀσπάστηκα ξανὰ τὶς εἰκόνες, προσευχήθηκα καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφυγα μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη. Σκεφτόμουν ὅτι βρῆκα τελικὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἀναζητοῦσα ἐδῶ καὶ χρόνια.
Βγῆκα ἔξω νὰ ἀποχαιρετήσω τὸ γκρούπ. Ἔβρεχε. Μοῦ ἔλεγαν νὰ φυλαχτῶ, γιατί εἶχα βρεγμένο τὸ κεφάλι μου ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τίποτα, ὁ Κύριος μὲ ζέσταινε.
Πήγαμε στὸ κέντρο τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὴ μαμά μου (νονά) μου καὶ τὴ Β. καὶ τὸν Σ. Ἀφήσαμε τὸ αὐτοκίνητο κάπου γιὰ πέντε λεπτὰ καὶ μᾶς τὸ πῆρε ὁ γερανός.
Ὁ Σ. πῆγε νὰ τὸ βρεῖ, ἐγὼ μὲ τὴ Β. καὶ τὴ μητέρα μου (νονὰ) πήγαμε γιὰ φαγητό, ἦρθε καὶ ὁ Σ. καὶ μᾶς βρῆκε. Ἡ Β. μοῦ ἔκανε δῶρο τὸ τραπέζι. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Β. πῆγε στὴ δουλειά της κι ἐγὼ μὲ τὸν Σ. μείναμε στὸ ἀεροδρόμιο μαζὶ μὲ τὴν μητέρα (νονά) μου κουβεντιάζοντας ὣς τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης.
Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴ νονὰ ποὺ μοῦ γνώρισες, εἶναι ὑπέροχος ἄνθρωπος. Πάντα ἤθελα νὰ μὲ βαπτίσει κάποια μὲ βαθειὰ πίστη, τὴν ὁποία νὰ ἔχω γιὰ παράδειγμα στὴν πνευματική μου ζωή. Ἐσὺ γιὰ μένα εἶσαι μάνα μου, ἀδελφή μου ἡ πιὸ στενή μου φίλη…τὰ πάντα. Σὲ ἀγαπῶ πολύ.
Ἡ νονά μου τὸ παράκανε μὲ τὰ δῶρα. Μοῦ ἔφερε ἕνα μπαοῦλο δῶρα. Μέσα ἀπὸ τὸ μπαοῦλο βγῆκε ἕνας ἐπὶ πλέον βαπτιστικὸς χιτώνας, ποὺ εἶχε φέρει ἡ νονά μου ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλημα. Ὁ Σ. μοῦ εἶπε: «αὐτὸν φύλαξέ τον γιὰ μένα».
Ἀδελφή μου, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πόσο πολὺ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ βάπτισή μου. Ἄλλαξε ἡ συμπεριφορά του. Πάντα ἦταν καλὸς ἀλλὰ πλέον εἶναι ὑπέροχος.
Σήμερα βγήκαμε ἔξω γιὰ φαγητό. Μετὰ τὸ φαγητὸ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει διάφορα πράγματα κι ἐγὼ τοῦ εἶπα πολλά. Εἶναι πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ἔχει ὀρθόδοξο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. «Καὶ βέβαια, λέει, μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔρθει ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς!». Ἂν τὸν ἀκούσεις νὰ μιλάει, νομίζεις ὅτι διάβασε τὴν Γραφὴ ἀλλὰ δὲν τὴν ἔχει διαβάσει. Τοῦ εἶπα νὰ τὴν διαβάσει, ὅταν ἔχει χρόνο καὶ εἶναι ἤρεμος. Ἀδελφή μου, δὲν κατάφερες νὰ ἔρθεις στὴν βάπτισή μου, ἴσως ἔρθεις στὸν γάμο μας.
Μοῦ εἶπε τὴν αὐτοσχέδια προσευχὴ ποὺ λέει κάθε βράδυ στὸν Θεὸ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν παιδί. Ἔμεινα κατάπληκτη: λὲς καὶ διαβάζεις ἀπόδειπνο!!! Ἔπαθε σὸκ κι ἐκεῖνος, ὅταν τοῦ τὸ εἶπα. Δὲν μὲ πίστευε. Μόλις γυρίσαμε στὸ σπίτι, τοῦ ἔδειξα τὸ ἀπόδειπνο…ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό! Πράγματι, ἀπὸ μικρὸς προσεύχεται σὰν ὀρθόδοξος… (ποιός ἄραγε ἔβαλε αὐτὰ τὰ λόγια στὴν καρδιά του;)
Ἀδελφή μου, διαβάζω τὶς προσευχές μου καθημερινά. Φοβᾶμαι πολὺ νὰ μὴν ἁμαρτήσω μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΜΑΡΤΙΑ.
Τὸ βράδυ τῆς βάπτισής μου τηλεφώνησε ὁ ΠΑΤΕΡΑΣ μας, ὁ π.Θ. Μὲ συνεχάρη καὶ μοῦ εἶπε: «ἔγινες χριστιανή, ὥρα νὰ γίνεις καὶ ἁγία». Εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσει ὅλους ὁ Κύριος τὴν ἁγιότητα. Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ κοινωνήσω κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα μας.
Μίλησα καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφή μας τὴν Πόπη. Τί ὡραῖοι ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ὅλοι σας! Τώρα καταλαβαίνω τί σημαίνει νὰ βαδίζεις τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς καρδιᾶς σας ἀντανακλάει παντοῦ στὴν ζωή σας. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τὴν ἡμέρα τῆς βάπτισης, ὅταν γυρίζαμε σπίτι, ἄρχισα νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους σας ξεχωριστά: Γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὴ Μητέρα μας, γιὰ σένα, τὸν ἄντρα σου, τὰ παιδιά σας, τοὺς γονεῖς σου, τὴ νονά μου, τὴ μαμά μου, τὸν Σ., τὴν ἀδελφή μου, γιὰ τὸν ἀνιψιό μου, γιὰ τὴ Β., τὴ Μαρία, τὸν Θανάση, τὸν Ι., τὸ Λουκᾶ, τὴν γυναίκα του, τὴν Πόπη καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ἐνορία. Ὅσων τὰ ὀνόματα δὲν τὰ θυμόμουν, τοὺς περιέγραφα: ἐκείνη τὴν ἀδύνατη μὲ τὰ κοντὰ μαλλιὰ ἐλέησε Κύριε, ἔλεγα. Δὲν τελείωσαν τὰ ὀνόματα, μέχρι νὰ φτάσουμε σπίτι. Ὁ Σ. μὲ ρωτάει τί σιγοψιθυρίζω καὶ τοῦ ἀπαντῶ: προσεύχομαι γιὰ ὅλους πρὶν ἁμαρτήσω. Δὲν τὸ θέλω ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσω χωρὶς νὰ τὸ ξέρω. Πρὶν συμβεῖ αὐτὸ προσευχήθηκα γιὰ ὅλους σας.
Τὸ ἅγιο Μύρο διαπότισε τὸ δέρμα μου. Δὲν ἤθελα νὰ πλυθῶ γιὰ νὰ μὴ φύγει ἡ μυρωδιὰ ἀλλὰ παρέμεινε καὶ μετὰ τὴν ἀπόλουση. Ὁ Σ. ἔρχεται πότε πότε καὶ μυρίζει τὰ χέρια μου. «Βαφτίσου κι ἐσὺ» τοῦ εἶπα, «πρὶν προλάβει νὰ φύγει τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὰ δικά μου χέρια». Ἀδελφή μου, πρώτη φορὰ ἔνιωσα τόσο κοντά μου τὸν Σ. Νὰ περιμένεις τὰ καλὰ νέα. Ἂς προσευχηθοῦμε. Ὁ κατηχητής μου προσευχήθηκε γιὰ μένα.
Κατάλαβα ὅτι ἡ Μόνη Ἀλήθεια στὴ ζωή μας εἶναι ὁ Κύριος, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μάταια. Τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς σὰν Ἐκεῖνον, νὰ συνδέεται μαζί Του, νὰ γίνεσαι ἄξιος δοῦλος Του. Κάθε βράδυ δίνω ὑπόσχεση στὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν θυμώσω μὲ κανέναν, νὰ μὴν πικράνω κανέναν. Λέω πὼς εἶμαι στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶμαι παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Δυστυχῶς ἀναγκάστηκα νὰ πῶ ψέματα στὴ μαμά μου, ἡ ὁποία μᾶς πῆρε τηλέφωνο ὅταν ἤμασταν στὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὴ νονά μου. Κατάλαβε ὅτι εἴχαμε πάει γιὰ τὴ βάπτιση καὶ ἔβαλε τὶς φωνὲς στὸν Σ. «Ἂν βαπτιστεῖ, νὰ μὴν πατήσει στὸ σπίτι μου οὔτε κι ἐγὼ θὰ πάω στὸ δικό της!» οὔρλιαζε. Ἀναγκάστηκα νὰ τῆς πῶ ὅτι εἴμαστε σπίτι, γιὰ νὰ τὴν ἠρεμήσω. Εἶπα δηλαδὴ τὸ πρῶτο μου ψέμα. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν θὰ τὸ πῶ οὔτε στὴ μητέρα οὔτε στὴν ἀδελφή μου…αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δικός μου σταυρός. Τὸ σημαντικὸ γιὰ μένα εἶναι ὅτι ὁ ἄντρας μου μὲ στηρίζει, μοῦ ἐπιτρέπει νὰ προσεύχομαι ἄνετα στὸ σπίτι μου, μὲ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία.
Πρώτη φορὰ λοιπὸν στὴ ζωή μου ἔκανα αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἤθελα ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!
Εἶμαι εὐτυχισμένη καὶ ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη ὅσο ποτὲ στὴ ζωή μου. Εἶμαι εὐγνώμων στὸν Πατέρα μας, σὲ σένα καὶ σὲ ὅλους. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τ. Μπουρτζοὺ
 
Τὴν 1 Φεβρουαρίου 2013 ἡ Τ. Μπουρτζοὺ ἀπέκτησε ἕνα ὑγιέστατο κοριτσάκι κατὰ τὴν ἐπιθυμία της νὰ γίνει μητέρα μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὴν πόλη ποὺ ζεῖ, στὸ μαιευτήριο, τὴν ἐπισκέφτηκε ὀρθόδοξος ἱερέας καὶ τῆς διάβασε τὴ σχετικὴ εὐχή. Μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ συζύγου της ἡ κόρη τους θὰ βαπτιστεῖ καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Αἰκατερίνη.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ: Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

 Άγιος Νήφων: Ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ
 
Γλυκύτητα
 και σοφία στάζουν τα λόγια σου, του είπανε με θαυμασμό οι συνομιλητές του. Πόσο αληθινός είναι ο λόγος του Χριστού, «ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ»! Κι εσύ λοιπόν, πάτερ, μένοντας ενωμένος όλος μ’ Εκείνον, λαλείς και τα δικά Του λόγια. Γι’ αυτό απάντησέ μας σε τούτο, που μας έρχεται φυσιολογικά στο νου μετά απ’ όσα είπες: Πώς συμβαίνει να μπαίνουν κάποτε σε πλοίο πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, και σε μία τρικυμία να πνίγονται όλοι; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σ’ όλους ανεξαιρέτως προορισμένο ένα τόσο αξιοθρήνητο τέλος;
 
–      Πολύ ψηλά στοχεύετε! τους είπε ο όσιος. Αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει και το Πνεύμα Του το Άγιο. Με τη βοήθειά Του όμως, θα σας διηγηθώ ακόμα κάτι σχετικό.
Και άρχισε να τους διηγείται για κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα ίσαμε τριάντα άντρες. Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες, κι έκαναν, γενικά όλες τις δουλειές των ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες, που δεν άρεσαν στο Θεό. Νέρωναν τα κρασιά, νόθευαν τ’ άλλα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν δίσταζαν, αν έπαιρναν είδηση πως ταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα! Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήταν.
Μονάχα ένας τους, μόλις τελείωνε η παράνομη επιχείρηση, μετάνιωνε και στέναζε για το κακό που έκανε. Κι αυτός όμως μόνο για λίγο. Σαν έφτανε η στιγμή της μοιρασιάς του βρώμικου κέρδους, ξεχνούσε τις τύψεις του κι έτρεχε να πάρει το μερίδιό του. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να ξεπεράσει την άθλια συνήθεια.
Ο φιλάνθρωπος, που περιμένει όλων τη μετάνοια, πρόσμενε και τη δική τους. Μα ο πονηρός διάβολος δεν χόρταινε με τόσα και τόσα που έκαναν. Τους παρακινούσε όλο και σε χειρότερα.
Αφού πια είδε ο Θεός πως όχι μόνο δεν σταματάνε τις παρανομίες αλλά μηχανεύονται χειρότερες, ανάβοντας φωτιές στα κεφάλια τους, αποφάσισε να τους θανατώσει το συντομότερο. Κι αυτό βέβαια από φιλανθρωπία, για να μην αυξήσουν τις αμαρτίες τους πάνω στη γη, και προξενήσουν έτσι αργότερα σκληρότερη τιμωρία στις ψυχές τους.
Μια μέρα λοιπόν έπιασαν το λιμάνι του Σέριδου. Πούλησαν εκεί το φόρτωμα του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και κίνησαν πάλι για τα σπίτια τους. Σαν έφτασαν στον τόπο τους, τράβηξαν το πλοίο στη στεριά, για να κάνουν τις συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους ότι θα έφευγαν για τη Βασιλεύουσα. Ένας όμως – ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή του μετά από κάθε παρανομία- δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρει μαζί τους, επειδή η γυναίκα του πριν από τρεις μήνες του είχε χαρίσει γιο, κι έπρεπε  να τον βαφτίσει. Μα οι σύντροφοί του τον πίεζαν αφόρητα, γιατί ήταν απαραίτητος ένας ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάστηκε τότε να πληρώσει άλλον ναύτη, για να μπαρκάρει στη θέση του.
Έτσι σαλπάρανε.
Καθώς ταξίδευαν στο πέλαγος, ακούστηκε ξάφνου από ψηλά μία φοβερή βροντή. Τρομοκρατημένοι συνέχισαν την πορεία τους. Μέσ’ από τη βροντή όμως λες και ξεπήδησε αμέσως ένα τεράστιο ραβδί, που χτύπησε με τόση δύναμη το πλοίο, ώστε μεμιάς το τσάκισε και το βούλιαξε αύτανδρο!
Πνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν: τον μισθωτό ναύτη, που – θαυμαστό!- άρπαξε μια σανίδα και σώθηκε. Αυτός ήταν που διηγήθηκε μετά το πώς χάθηκε το καράβι.
Το απίστευτο – και όμως αληθινό – είναι ότι την ώρα ακριβώς που πνίγηκαν οι ναυτικοί, έπεσε νεκρός κι ο σύντροφός τους , που είχε μείνει πίσω για να βαφτίσει το παιδί του. Ξεψύχησε αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα ,ενώ έτρωγε κι έπινε μαζί με μερικούς φίλους του!
 
–      Τί να σκεφτούμε τώρα για όλ’ αυτά; Ρώτησε τους ακροατές του ο δίκαιος Νήφων. Γιατί χάθηκαν όλοι μονομιάς; Νομίζω πως είναι φανερό: Οι ναυτικοί καταδικάστηκαν από το Θεό γιατί δούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην αμαρτία. Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί, γι’ αυτό πνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι μαζί. Αυτός πάλι που πέθανε στο σπίτι του, ήταν επειδή έδειχνε λίγη μετάνοια. Να γιατί ξεψύχησε τουλάχιστον στη στεριά και κοντά στους δικούς του. Η δικαιοκρισία του Θεού δεν τον άφηνε να πνιγεί μαζί με τους υπόλοιπους, αφού είχε λίγη μεταμέλεια. Αυτή βέβαια, δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει τη σωτηρία. Του εξασφάλισε όμως έναν καλύτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφεί στη γη, αντί να χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Όσο για τον μισθωτό ναύτη που σώθηκε με τη σανίδα, ο Θεός έκρινε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τους άλλους στην παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους… Λοιπόν, παιδιά μου, ας αποφεύγουμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν φέρνει. Πόσο πόνο, πόσο θρήνο και τί πέλαγος συμφορών γέννησε και γεννάει στο γένος των ανθρώπων!…
 
      Όμως, πάτερ, του παρατήρησαν οι χριστιανοί, δεν έδωσες απόκριση σ’ εκείνο ακριβώς που ρωτήσαμε την αγιωσύνη σου: Πώς δηλαδή, εξηγείται, να μπαίνουν στο ίδιο πλοίο άνθρωποι από διαφορετικούς τόπους, και να πνίγονται όλοι;
–      Άνθρωπος που δεν είναι ένοχος για κάτι, σπάνια θα πνιγεί στη θάλασσα, απάντησε ο όσιος. Συχνά, βέβαια, γλυτώνουν τον πνιγμό και πολλοί αμαρτωλοί, που κινδυνεύουν ή και ναυαγούν στα πέλαγα. Τα οικονομεί έτσι ο Θεός, ώστε, ξεφεύγοντας το θάνατο, να έρθουν σε συναίσθηση των αμαρτιών τους και να μετανοήσουν. Άλλες φορές πάλι ο πανούργος διάβολος υπολογίζει, από διάφορες εξωτερικές ενδείξεις, ότι πλησιάζει το τέλος ενός ανθρώπου. Και τότε αγωνίζεται να τον θανατώσει μια ώρα αρχήτερα και με τρόπο βίαιο – είτε πνίγοντάς τον σε πηγάδια, είτε ρίχνοντάς τον σε γκρεμό, είτε ερεθίζοντας θηρία να τον κατασπαράξουν είτε βάζοντας άλλους ανθρώπους για να τον σκοτώσουν με γρονθοκόπημα ή πετροβόλημα ή δηλητήριο κ.ο.κ. Και όλ’ αυτά τα κάνει ο σατανάς μαζί με τους υπηρέτες του- πάντα, βέβαια, με παραχώρηση του Θεού- για να καυχηθεί , ο ανόητος, πως είναι κύριος του θανάτου των ανθρώπων…
 
Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ: ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΑΤΙ ΣΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ, ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ!

 Άγιος Νήφων: Αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς,
είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του Κυρίου
 
Μια μέρα, την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης, βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε.
Τον ακολουθούσαν ένα σμάρι φτωχοί και ζητιάνοι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Κι εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη της αγάπης του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες Του.
 
Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.
–     Τον ξέρω, παιδί μου, είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο τούτο, ότι για τον Θεό είναι μέγας.
Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι γι’ αυτή την αρετή, και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
     Ήμουνα παιδί μικρό, είπε, ίσαμε δέκα χρονών, και είχα πάει στην εκκλησία του αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Ανάμεσα στ’ άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς, είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του Κυρίου. Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν υπερβολικά.
 
“Μα αφού ο Χριστός, όπως μου λένε, είναι στους ουρανούς, στα δεξιά του Πατέρα Του”, συλλογιζόμουν με το παιδικό μου μυαλό, “πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;”.  Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο δρόμο, όταν, ξάφνου, βλέπω να περνάει ένας φτωχός κουρελής, που- ω του θαύματος!- πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Η εικόνα, αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και ακολουθούσε το ζητιάνο παντού. Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε μ’ έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μέσ’ από τη μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε, το έδωσε στο φτωχό. Μα ούτε εκείνος ούτε κι ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτό που είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα, πως όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού, που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς. Όσο μπορώ λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης. Και ο Χριστός μου μ’ ευχαριστεί για κάθε φτωχό που βοηθάω.
 
Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ,
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

ΠΩΣ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΩ ΤΟ ΨΩΜΙ;

 Πῶς νά μοιράσω τό ψωμί;
 
Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.
 
Απ’ το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ’ αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν’ αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ’ άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;»
Και κείνα μ’ ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το ‘χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν’ αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το ‘βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το ‘καναν μόνο μία φορά…
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν’ αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ’ άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;»
Και κείνα μ’ ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το ‘χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν’ αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το ‘βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το ‘καναν μόνο μία φορά…
 
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.
Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και… η δική της γιαγιά.
Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε! Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!
 
Περιοδικό «ο Σωτήρ», Τεύχος 2059 – Ιανουάριος 2013