Πῶς νά μοιράσω τό
ψωμί;
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν’ αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ’ άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;»
Και κείνα μ’ ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το ‘χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν’ αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το ‘βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το ‘καναν μόνο μία φορά…
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;»
Και κείνα μ’ ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το ‘χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν’ αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το ‘βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το ‘καναν μόνο μία φορά…
Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και… η δική της γιαγιά.
Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε! Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου