Αθήνα, 6 Ιουλίου 2018
Αριθμ. Πρωτ. 76
Προς: Αξιότιμον κ.
Κωνσταντίνον Γαβρόγλου, Υπουργό
Παιδείας
Υπουργείο Παιδείας
Έρευνας & Θρησκευμάτων
Ανδρέα Παπανδρέου 37
Τ.Κ. 151 80 – Μαρούσι
Αθήνα
ΚΟΙΝ.: 1. Διαρκής Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος
2. Γενική Δ/νση Πρωτ/θμιας & Δευτ/θμιας Εκπ/σης
Αξιότιμε κ. Υπουργέ
Λαμβάνουμε την τιμή να σας αναφέρουμε τα κάτωθι, με την παράκληση όπως προβείτε
στις κατά νόμο ενέργειες, προκειμένου οι υπηρεσίες σας να συμμορφωθούν προς τα
τελεσιδίκως και αμετακλήτως δικαστικώς κριθέντα.
Ως γνωρίζετε με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου
της Επικρατείας 660/2018 και 926/2018 κρίθηκε ότι οι αποφάσεις του Υπουργείου
σας, που εισήγαγαν ως μάθημα Θρησκευτικών ύλη πολυθρησκευτική και όχι ορθόδοξη
της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας (άρθρ. 3 του Συντάγματος), παραβιάζουν το
Σύνταγμα για τρεις λόγους:
1) Διότι ανατρέπεται
το άρθρ. 16, παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει στο κράτος να παρέχει
στους μαθητές ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης,
καθόσον η πολυθρησκευτική ύλη δεν τηρεί την προϋπόθεση αυτή.
2) Διότι παραβιάζεται
η αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου (κατά παράβαση του άρθρ. 4 του
Συντάγματος), αφού η πολυθρησκευτική ύλη στο μάθημα των Θρησκευτικών
απευθύνεται μόνο στα σχολεία της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων μαθητών, που
ανήκουν στην ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ σε τρεις κατηγορίες Ελλήνων μαθητών το
μάθημα των Θρησκευτικών παρέχεται με ύλη που περιέχει αμιγώς και μόνον την
πίστη τους (Μουσουλμανικά σχολεία, εβραϊκά σχολεία, καθολικά σχολεία).
3) Διότι ασκείται
ομαδικός προσηλυτισμός, ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρ. 13, παρ. 2 του
Συντάγματος.
Κατόπιν των ως άνω, όπως κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Υπουργείο
σας πρέπει να συμμορφωθεί, να καταργήσει την πολυθρησκευτική ύλη του
μαθήματος των Θρησκευτικών και να εισαγάγει την αμιγώς ορθόδοξη.
Η υποχρέωσή σας αυτή
δεν αποτελεί δική μας άποψη, αλλά αποτελεί ad hocάποψη της νομολογίας του Συμβουλίου
της Επικρατείας. Αντί άλλων παραθέτουμε κατά λέξη απόσπασμα της αποφάσεως του
Συμβουλίου της Επικρατείας 7/2010 (ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ 2010, σελ. 513):
«Η Διοίκηση μετά
την έκδοση της ανωτέρω δικαστικής αποφάσεως, είχε υποχρέωση, συμμορφωνουμένη με
το περιεχόμενο αυτής, όχι μόνο να θεωρήσει ως ανύπαρκτες τις ακυρωθείσες με την
απόφαση αυτή διοικητικές πράξεις αλλά και με θετικές ενέργειές
της να χωρίσει στην αναμόρφωση της δημιουργηθείσας, βάσει των έν λόγω
πράξεων, καταστάσεως, ώστε να επανέλθουν τα πράγματα στην θέση που θα
βρίσκονταν, αν οι πράξεις αυτές δεν είχαν εκδοθεί».
Τα ίδια ακριβώς
δέχεται και κατά λέξη η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 976/2016 (ΝΟΜΙΚΟ
ΒΗΜΑ 64, σελ. 678).
Επειδή το Υπουργείο σας, μετά την υποβολή των αιτήσεων ακυρώσεως εναντίον
αποφάσεών σας, προέβη σε έκδοση νέων αποφάσεων ομοίων με τις ακυρωθείσες
(προφανώς για να έχει ενόψει νέες αποφάσεις μη προσβληθείσες επί
ακυρώσει), επισημαίνουμε ότι η τακτική
αυτή έχει επισημανθεί ως παράνομη και αντισυνταγματική ήδη από
την επιστήμη (Ηλίας Κουβαράς
Διοικητικός Δικαστής και Δρ. Νομικής, «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΟΜΟΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ Η ΑΚΥΡΩΘΕΙΣΑ»
(Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2015, σελ. 958 κ.ε.).
Επιπλέον καιτο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρεί ευθεία
παράβαση του άρθρ. 6 της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων(εξασφάλιση
δικαίας δίκης) την μη εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων των εθνικών
δικαστηρίων από την κρατική διοίκηση, έχοντας δε καταδικάσει κατ’ επανάληψη
χώρες της Ευρώπης για το δεδομένο αυτό (π.χ. ΕΔΑΔ αποφάσεις α) της
13.3.2018, υποθ. CM. κατά Βελγίου προσφυγή Νο 67957/12, β) της 5.10.2017, υποθ. Mazzeo κατά Ιταλίας προσφ. Νο 32269/09, γ) της 19.7.2016, υποθ. Flores Quiros κατά Ισπανίας, προσφ. Νο 75183/10, δ) της 9.4.2015 υποθ. Tchokontio Happi κατά Γαλλίας προσφ. Νο 65829/12, ε) της 30.7.2015, υποθ. Ferreira Santos Pardal κατά Πορτογαλίας προσφ. Νο 30123/10 κ.ά.).
Επομένως, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η Ελλάδα (και ειδικότερα το Υπουργείο
Παιδείας), έχει δικαίωμα να μην εφαρμόσει τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου
Επικρατείας. Υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε
περίπτωση παραβάσεως της αρχής αυτής, επιβάλλει πολύ μεγάλα πρόστιμα, π.χ. η
από 20/10/2009 απόφασή του (υπόθεση Radu Raduleskuκατά Ρουμανίας) προσφυγή 14884/03,
επιβάλλει το ποσό των 305.000 Ευρώ, ως πρόστιμο στη Ρουμανία, για μη εφαρμογή
δικαστικής αποφάσεως.
Επισημαίνουμε επίσης ότι έχει ήδη επισημανθεί από την επιστήμη πως μέσω
πολυθρησκευτικής ύλης του Μαθήματος των Θρησκευτικών ασκείται αξιόποινος
προσηλυτισμός στα σχολεία (Γ.
Κρίππα Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, «ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ, (Ηθική αυτουργία εις το
έγκλημα του προσηλυτισμού των σχολείων, πράξη την οποία ο νόμος θεωρεί ως
ιδιαίτερως επιβαρυντική περίπτωση)», Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2014, σελ. 679 κ.ε.
Λόγω της ιδιότητάς μας ως οργάνου συνδικαλιστικού – επιστημονικού που
εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειονότητα των Θεολόγων Εκπαιδευτικών, είμεθα
υποχρεωμένοι, να σας επισημάνουμε και τις υπηρεσιακές συνέπειες και τους
κινδύνους, που ανακύπτουν εν προκειμένω για τους εκπαιδευτικούς, στην περίπτωση
που η υπηρεσία σας προτίθεται ευθέως ή πλαγίως, εμφανώς ή συγκεκαλυμμένως (δια
των ως άνω ή άλλων μεθοδεύσεων) να μην συμμορφωθεί προς τα επισημαινόμενα:
1) Το άρθρ. 25, παρ. 3
του Υπαλληλικού Κώδικος αναφέρει ότι ο Δημόσιος Υπάλληλος, εάν λάβει εντολή, να
εκτελέσει ορισμένη πράξη προδήλως παράνομη ή προδήλως αντισυνταγματική,υποχρεούται
να μην την εφαρμόσει αναφέροντας σχετικώς στην υπηρεσία του. Αναφέρει επίσης
ότι, εάν ο υπάλληλος λάβει δεύτερη εντολή να εφαρμόσει την εν λόγω
πράξη, διότι συντρέχουν λόγοι υπερτέρου συμφέροντος, υποχρεούται να την
εφαρμόσει, μόνον, εάν είναι προδήλως παράνομη και όχι όταν είναι προδήλως αντισυνταγματική. Επιπλέον, το άρθρ. 106 του
Υπαλληλικού Κώδικος (το οποίο αφορά στην πειθαρχική ευθύνη του δημοσίου
υπαλλήλου) αναφέρει, ότι στον
δημόσιο υπάλληλο απαγορεύεται να δοθεί εντολή προδήλως αντισυνταγματική.
2) Επειδή, όπως
δέχονται οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δια του
μαθήματος της πολυθρησκευτικής ύλης διαπράττεται προσηλυτισμός εντός των
σχολείων και επειδή ο προσηλυτισμός τιμωρείται ποινικώς υπό του Ν. 1363/39,
όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, επισημαίνουμε ότι το άρθρ. 21 του Ποινικού
Κώδικος τιμωρεί ποινικώς τον
δημόσιο υπάλληλο, έστω και
εάν προέβη σε ορισμένη πράξη, όχι αφ’ εαυτού, αλλά εκτελών εντολή ανωτέρου
(εξαιρείται η περίπτωση κατά την οποίαν ο υπάλληλος δεν είχε το χρόνο να
ελέγξει τη νομιμότητα της διαταγής, πράγμα που δεν συντρέχει εν προκειμένω).
Κατόπιν των ανωτέρω, οι Υπηρεσίες σας έχουν τις προαναφερόμενες
υποχρεώσεις απολύτως και καταλυτικώς και δεν αναφέρεται ούτε στον νόμο ούτε στο
Σύνταγμα καμία περίπτωση παρεκκλίσεως έστω και μερικής των ως άνω απαράβατων συνταγματικών
και νομικών επιταγών και επειδή υπό των μελών μας, μας υποβάλλονται
συνεχώς πλήθος ερωτήσεων, εν όψει των καταλυτικών αυτών δεδομένων, παρακαλούμε
όπως μας γνωρίσετε, ότι οι υπηρεσίες σας συμφωνούν με τα ως άνω, προκειμένου να
ξεκαθαρίσει η υπόθεση, η οποία αυτή τη στιγμή είναι περίπου χαώδης.
Με την πεποίθηση ότι οι υπηρεσίες σας σέβονται σε απόλυτο βαθμό τις κατά νόμο
και κατά το σύνταγμα υποχρεώσεις τους και επειδή αντίθετη άποψη επί των όσων
προαναφέρουμε ουδέποτε διατυπώθηκε τόσο στο συνταγματικό δίκαιο όσο και στο
διοικητικό και το ποινικό δίκαιο και επειδή, κατά το άρθρ. 95 παρ. 5 του
Συντάγματος, η διοίκηση έχει
υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της
υποχρεώσεως αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως ο νόμος ορίζει.
Ο εν προκειμένω σχετικός νόμος είναι το άρθρ. 50, παρ. 4 της δικονομίας ενώπιον
του Συμβουλίου της Επικρατείας (Π.Δ. 18/1989), το οποίο έχει επί λέξει ως εξής:
«Οι διοικητικές αρχές σε
εκτέλεση της υποχρέωσης τους, κατά το άρθρ. 95, παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει
να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το
περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι
αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης εκτός από τη δίωξη, κατά το
άρθρ. 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση». (Ως γνωστόν το άρθρ. 259 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί ποινικώς τον
υπάλληλο για παράβαση καθήκοντος).
Θεωρούμε περιττό να σας υπενθυμίσουμε, (διότι πιστεύουμε ότι το γνωρίζετε), ότι
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,σε ολομελή συνεδρίασή του με
την απόφασή του στις 29ης Ιουνίου 2007 (υπόθεση Folgero και άλλων κατά Νορβηγίας-προσφυγή 15472/02),καταδικάζει τη Νορβηγία, διότι εισήγαγε εις
τα σχολεία μάθημα Θρησκευτικών, όχι αμιγώς χριστιανικό, αλλά πολυθρησκευτικό,
θεωρώντας ότι συντελέστηκε παράβαση του άρθρ. 2 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (η
απόφαση αυτή δημοσιεύεται σε ελληνική μετάφραση στο Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2009, σελ. 257 κ.ε.).
Σας αναφέρουμε επίσης ότι έχουμε στην κατοχή της Ένωσής μας επιστημονικές
συγκριτικές μελέτες μεταξύ των Προγραμμάτων για τα Θρησκευτικά που είχε
υπογράψει ο κ. Φίλης (2016) και ο κ. Γαβρόγλου (2017) από τις οποίες εξάγεται
το συμπέρασμα ότι τα ως άνω Προγράμματα 1) Δημοτικού –Γυμνασίου και 2) Λυκείου,
αφενός του κ. Φίλη (2016) και αφετέρου του κ. Γαβρόγλου (2017), είναι απολύτως
όμοια, με ελαχιστότατες και ανεπαίσθητες λεκτικές διαφορές, που δεν αλλάζουν
κατ΄ουσίαν, ούτε στο ελάχιστο, την πολυθρησκειακή δομή, τον πολυθρησκειακό
προσανατολισμό και το πολυθρησκειακό περιεχόμενό τους.
Επειδή τα ως άνω αναφερόμενα δεδομένα είναι καταλυτικά και αναπότρεπτα,
αναμένουμε την απάντησή σας ως προς τη συμμόρφωση των υπηρεσιών σας επί των ως
άνω λεπτομερώς αναλυόμενων δεδομένων, κυρίως δε για την άμεση απόσυρση των
διανεμομένων στα σχολεία «φακέλων» του μαθήματος των Θρησκευτικών, πράγμα που
έχει δημιουργήσει τη χειρότερη σύγχυση μεταξύ διδασκόντων, μαθητών και γονέων,
με αποτέλεσμα να μας υποβάλλεται καθημερινώς σωρεία διαμαρτυριών, απολύτως
δικαιολογημένων, ενόψει των όσων αναφέρουμε στο έγγραφό μας.
Ευνόητο είναι ότι από την απάντησή σας θα εξαρτηθούν και οι δικές μας
συλλογικές ενέργειες.
Με εκτίμηση
Για το ΔΣ
Ο
Πρόεδρος
Ο Γεν. Γραμματέας
Ηρακλής
Ρεράκης
Παναγιώτης Τσαγκάρης
Καθηγητής Θεολογικής
Σχολής
ΑΠΘ Υπ. Δρ. Θεολογίας