Άγιος Άνθιμος της Χίου: Διά να λάβη κανείς την χάριν τον Αγίου Πνεύματος, πρέπει να υποφέρη πολύ, να κοπιάση, να αγωνισθή. Μη νομίσωμεν ότι με τα αναπαυτικά, με τα χαρμόσυνα, με τα καλά φαγητά και με τα καλά φορέματα θα λάβωμεν την χάριν του Θεού.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025
ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΜΙΛΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Πρώτη μου φορά μίλησα στην Παναγία!
Ἔδειχνε κουρασμένη ἡ κυρία Στέλλα. Τρεῖς μῆνες στὸ ἴδιο κρεβάτι τοῦ δίκλινου θαλάμου τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου. Ἂν εἶχε στόμα νὰ μιλήσει τὸ κρεβάτι της, δὲν θά ’φταναν ὧρες νὰ διηγεῖται τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητά της…
–Ἄχ, Θέ μου, πότε θὰ πάρω κι ἐγὼ τὸ ἐξιτήριο νὰ πάω στὸ
σπιτάκι μου, στοὺς δικούς μου! Ὅσες ἄρρωστες ἦρθαν στὸ διπλανὸ κρεβάτι δὲν ἔμειναν
πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, κι ἐγὼ κλείνω σήμερα ἐδῶ μέσα τρεῖς μῆνες! Σχώρα με, Θέ
μου, δὲ γογγύζω, μὰ κουράστηκα. Γι’ αὐτὸ τὰ λέω σὲ σένα ποὺ σὲ νιώθω πατέρα μου
στοργικό.
Πρὶν ἀποσώσει καλά – καλὰ τὶς σκέψεις της, φέρνουν μ’ ἕνα φορεῖο στὸ θάλαμο μιὰ
φρεσκοχειρουργημένη νεαρὴ κοπέλα, ποὺ τὴν συνόδευε ἕνας νεαρός. Καὶ οἱ δυό τους
εἶναι κατατρυπημένοι μὲ σκουλαρίκια καὶ γεμάτοι μὲ ἀνατριχιαστικὰ τατουάζ. Ἀπὸ
ὅ,τι δείχνουν φαίνεται ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἐπικοινωνήσει κανεὶς μαζί τους.
Τὸ πρῶτο εἰκοσιτετράωρο ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴ νέα. Οἱ συνοδοὶ τῆς κυρίας
Στέλλας πολὺ διακριτικὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν βοηθήσουν σὲ
κάθε της ἀνάγκη.
Τὸ δεύτερο βράδυ ὁ ἄπειρος καὶ κατάκοπος νεαρὸς συνοδός της βγῆκε ἀπὸ τὸν
θάλαμο νὰ ξεκουραστεῖ, μὰ ἄργησε πολὺ νὰ ἐπιστρέψει. Τότε ἡ κοπέλα, ἡ
Ναταλία, ξέσπασε. Ἐκνευρίστηκε κι ἄρχισε νὰ μονολογεῖ μὲ ἀναφιλητά:
–Εἶμαι μόνη! Εἶμαι δυστυχισμένη! Δὲν μὲ νοιάζεται κανείς! Τί τὴν θέλω τέτοια
ζωή; Φοβᾶμαι! Δὲν θέλω νὰ ζήσω! Καλύτερα νὰ πεθάνω! Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω!
Κάποια στιγμὴ κουράστηκε καὶ ἡσύχασε ἀναστενάζοντας ποῦ καὶ ποῦ βαριά. Ἡ ἀποκλειστικὴ
νοσηλεύτρια τῆς Στέλλας πλησίασε προσεκτικὰ τὴν κοπέλα καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Ἡ
κυρία Στέλλα, ποὺ τὴν ἄκουγε δακρυσμένη καὶ προσευχόταν, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ
τῆς εἶπε ἁπαλά:
–Ναταλία μου, εἶμαι μάνα καὶ πονάω μαζί σου. Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ ὑποφέρεις,
παιδί μου. Κάνε λίγη ὑπομονή, σὲ παρακαλῶ. Θὰ περάσουν τὰ δύσκολα! Θέλεις νὰ
μ’ ἀκούσεις; Μπορεῖς;
Ἡ Ναταλία αἰφνιδιασμένη κάρφωσε τὰ ὀργισμένα μάτια της στὴν ἄλλη ἄρρωστη καὶ
περίμενε…
–Ἐσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμικὸς ἄνθρωπος. Καὶ ξέρεις… οἱ δυνατοὶ μὲ τὶς
δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Ἔχεις μέσα σου πολλὲς ἀνεξερεύνητες
δυνάμεις. Ἀνακάλυψέ τες καὶ βγάλε ὠφέλεια ἀπὸ τὴ μεγάλη δυσκολία σου στὴν ὁποία
βρίσκεσαι τώρα. Μὴν ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτη αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὴν ἀφήνεσαι,
παιδί μου. Ἐσὺ θὰ βοηθήσεις τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς!…
Ὅση ὥρα μιλοῦσε ἡ Στέλλα, ὁ θυμὸς ὑποχωροῦσε ἀπὸ τὴ Ναταλία καὶ ἠρεμοῦσε τὸ
πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἀποκλειστικὴ νὰ τῆς ἀνασηκώσει τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὴ Στέλλα. Καὶ ἡ Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο,
συνέχισε:
–Ἂν δὲν σὲ κούρασα, παιδί μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Δὲν εἶσαι
μόνη! Οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ νιώθουμε μόνοι, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν ἐπιλέγουμε νὰ
εἴμαστε μόνοι. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε Πατέρα τὸν πανάγαθο καὶ παντοδύναμο Θεό. Ἔχουμε
Μητέρα γλυκύτατη τὴν Παναγία μας. Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.
Τόσες καὶ τόσες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης γίνονται γνωστὲς
καθημερινὰ καὶ γεμίζουν φῶς καὶ ἐλπίδα τὸν κόσμο. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, Ναταλία
μου, πῆγα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισα. Δὲν θὰ ζοῦσα τώρα. Ἡ ἀγάπη ὅμως τῆς
Παναγίας, τὴν ὁποία παρακάλεσαν γιὰ μένα πολλοὶ γνωστοί μου, μὲ ἔσωσε. Οἱ ἄρρωστοι
βλέπουν συνέχεια ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ τὴν Παναγία μας νὰ θαυματουργεῖ. Νὰ
μιλᾶς καὶ σὺ μὲ τὴν Παναγία, νὰ τῆς λὲς ὅλα τὰ προβλήματά σου. Θὰ σ’ ἀκούει μὲ
στοργή.
Ἡ Ναταλία τὴν ἄκουγε σιωπηλὴ μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Ἕνας νέος ψυχικὸς κόσμος, ἄγνωστος
ὣς τότε, γεννήθηκε μέσα της.
Τὸ πρωὶ μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι ὁ συνοδὸς τῆς Ναταλίας, χαρούμενος διότι ἔφευγαν
καὶ προπάντων διότι τὴν ἔβλεπε ἤρεμη, στάθηκε μαζί της κι αὐτὸς δίπλα στὸ
κρεβάτι τῆς κυρίας Στέλλας κι ἄκουγε τὴ Ναταλία:
–Ἀπόψε, κυρία Στέλλα, ἔζησα μαγικά! Ἀσχολήθηκες μαζί μου. Μοῦ εἶπες ὅτι ἔχω ἀξία
καὶ δύναμη. Μοῦ ἔδειξες ἀγάπη. Μοῦ γνώρισες τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύχτα μιλοῦσα
μαζί της. Πρώτη μου φορὰ μίλησα στὴν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δὲν ἔχουμε
γονεῖς. Μεγαλώσαμε σὲ Ὀρφανοτροφεῖο. Δράμα ἡ ζωή. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν πήγαινα στὴν
ἐκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μὲ φῶς. Τὴ νύχτα ἡ Ἀποκλειστικὴ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὸν
καλὸ ἱερέα ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μὲ παρακίνησε νὰ ἐξομολογηθῶ. Θὰ
γίνει κι αὐτό, σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Τὸ τηλέφωνό μου τὸ ἔχει ἡ Ἀποκλειστική. Σᾶς εὐχαριστῶ
πολὺ γιὰ ὅ,τι κάνατε γιὰ μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.
–Εὐχαριστοῦμε πολύ, συμπλήρωσε σοβαρὰ κι ὁ νεαρὸς κι ἔφυγαν κι οἱ δυό τους ἤρεμοι.
Συγκινημένη ἡ κυρία Στέλλα μονολογεῖ στὴν ἡσυχία τοῦ θαλάμου της: «Ἂν ἔφευγα
νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δὲν θὰ ἔνιωθα τὴν ἀγαλλίαση ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὴν
καρδιά μου. Δοξασμένο τὸ ἅγιο ὄνομά Σου. Φώτισε καὶ ὁδήγησε στὸ δρόμο Σου κι
αὐτὰ τὰ παιδιά Σου. Θὰ κάνω κι ἐγὼ γι’ αὐτὰ ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ Σὲ γνωρίσουν
καλύτερα. Ἀνοίγει ὡραῖος ἀγώνας ἐμπρός μου. Μὲ εὐχαριστεῖ πολὺ αὐτὸς ὁ ἱερὸς
ἀγώνας γιὰ τὴν ψυχικὴ βοήθεια τῶν συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καὶ Παντοδύναμε!
Θέλω νὰ γνωρίσουν κι ἄλλοι τὴν ἀγάπη Σου!».
ΕΝΑΣ ΑΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΕΥΣ
Ένας αφανής άγιος Ιερεύς
Γράμματα πολλά δεν έμαθε,
με δυσκολίες τελείωσε το σχολαρχείο της εποχής εκείνης, βαδίζοντας καθημερινώς
δύο και πλέον ώρες για την πλησιέστερη κωμόπολη, ο Ευθύμιος. Από μικρός
αγαπούσε την Εκκλησία βοηθώντας σαν παπαδάκι τον ευλαβή παππού του στην ψαλτική.
Έτσι έμαθε την τάξη της Εκκλησίας και συγχρόνως να ψάλλει. Κι όταν έφυγε για
την άλλη ζωή ο παππούς, έμεινε μοναδικός ψάλτης της Εκκλησίας ο Ευθύμιος. Έτσι
τον συνάντησε σε μία περιοδεία του ο Επίσκοπος της περιοχής. Ώριμος πλέον ο
Ευθύμιος, καλός οικογενειάρχης με τρία παιδιά έως τότε, και επειδή ο ιερεύς του
χωριού λόγω γήρατος και ασθένειας απεχώρησε, οι χωρικοί ζητούν ιερέα από τον
Επίσκοπο.
Και ποιον προτείνετε για παπά εσείς; Ρωτά ο Δεσπότης
και όλοι σχεδόν με ένα στόμα λέγουν: «τον ψάλτη μας». Έτσι με τις πιέσεις των
χωρικών και την εμμονή του Επισκόπου και παρά τις διαμαρτυρίες του Ευθυμίου,
ότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ακατάλληλο για ένα τόσο μεγάλο Υπούργημα,
χειροτονήθηκε ιερεύς του χωριού προς χαράν όλου του χωριού. Τώρα, πλέον
εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωί και βράδυ, με φόβο Θεού κτυπούσε
την καμπάνα κάνοντας τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, αγαπητός
προς όλους, αφιλοχρήματος αρκείτο στον μικρό μισθό του και στα λίγα έσοδα που
απεκόμιζε, όταν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Ως και για μεροκάματο πήγαινε, για
να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του, έξι παιδιά τώρα.
O Επίσκοπος, εκτιμώντας την σύνεσή του και την καλή
του φήμη, τον έκανε και πνευματικό. Ένα πλήθος κόσμου από το χωριό και τα γύρω
χωριά πήγαιναν για εξομολόγηση στον πατέρα Ευθύμιο. Και το κήρυγμα δεν
παρέλειπε κάθε Κυριακή διαβάζοντας από κάποιο ορθόδοξο περιοδικό μια σύντομη
όμιλία. Αλλά και τα παιδιά, για να τα συγκεντρώνει στο κατηχητικό, είχε ένα
δικό του τρόπο, με τραγούδια και ψαλμωδίες, με καραμέλες και λουκούμια και
εικονίτσες.
Να και ένα γεγονός, όπου φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής
του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κύρ Γιάννη,
ο οποίος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη που χώριζε τα σύνορα και
να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο.
Τί να κάνει τώρα, σκέφτηκε ο πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις
βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους
γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού, είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο
γιό του που διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωί λέγει στον μεγαλύτερο γιό του:
Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο.
Αφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον
συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσεις ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον
γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του. Έκπληκτος ο γιός του άρχισε να
διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις, όπως πάς, όλο το χωράφι στον γείτονα.
Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου, έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Και
επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ο κύρ Γιάννης στο
σπίτι του παπά.
— Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά
την πρεσβυτέρα: Πούναι ο παπα-Θύμιος; τον θέλω.
— Καθίστε κύρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ, ως να έρθει ο
παπα-Θύμιος, που τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ’ αργήσει να επιστρέψει.
Εν τω μεταξύ η παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον
καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να εκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει
ο παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τώ Θεώ, ελευθερώθηκε η κυρία Ελένη που
υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγοράκι.
— Καλώς τον κύρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια είναι
καλά; Τα ζωντανά επίσης;
Χωρίς άλλη απάντηση: Τί ειναι αυτό που μου έκανες
παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ο κύρ Γιάννης.
— Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.
— Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι
κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα.
Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.
— Καλά κύρ Γιάννη μου, κάνε μόνος σου ό,τι νομίζεις
σωστό. Άλλωστε χώμα είναι η γη, και όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια
χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και την οικογένειά σου στην
Εκκλησία. Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το
χέρι του ο παπά Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού! Και τον
κατευόδωσε ο καλός ιερέας. Και όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. O κύρ Γιάννης
έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, αλλά και είναι τακτικός στην
εκκλησία με την οικογένειά του. Και διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και αγνώστους:
Στο χωριό μας έχουμε έναν άνθρωπο του Θεού, έναν Άγιο, τον παπα-Θύμιο!
Πηγή: περιοδικό Εφημέριος, Ιανουάριος 2002
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025
Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ: Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η παρουσία κακών ανθρώπων μέσα
στην Εκκλησία
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
«Από τη στιγμή που το βασικό μοτίβο του κακού είναι η
μεταμφίεση, ένα από τα πιθανότερα μέρη για να βρει κανείς κακούς ανθρώπους
είναι μέσα στην Εκκλησία». Η διαπίστωση αυτή του Σκότ Πέκ, Αμερικανού
συγγραφέα και ψυχιάτρου, αν και ακούγεται υπερβολική, είναι όμως αληθινή. Γιατί
να μην υπάρχουν «κακοί άνθρωποι» και μέσα στην Εκκλησία, αφού αποτελείται από
ανθρώπους ατελείς, αμαρτωλούς και άρρωστους; Μήπως η Χάρις του Θεού, που
υπάρχει έντονα και με πληρότητα στην Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, μπορεί να
μετατρέψει την κακία σε καλοσύνη και την αμαρτία σε αγιότητα χωρίς τη θέληση
του ανθρώπου;
Νομίζω πως είναι λάθος να ταυτίζουμε το Θεό με τους ανθρώπους, ζητώντας από
τους «ανθρώπους της Εκκλησίας» να συμπεριφέρονται ως τέλειοι και αναμάρτητοι, επιθυμώντας
υποκατάστατά Του για να καλύψουμε τις ανασφάλειές μας. Ξεχνάμε ότι «μόνο ο
Χριστός εκτός αμαρτίας υπάρχει» και ότι μόνο Εκείνος είναι ο αληθινός σωτήρας
του κόσμου και άρα μόνο σ’ Αυτόν πρέπει να στηριζόμαστε. Όχι πως δεν
μπορούμε να ζητούμε συμπόρευση και βοήθεια από ανθρώπους μέλη της Εκκλησίας,
όταν αυτοί γνωρίζουν εμπειρικά τον πνευματικό αγώνα, αλλά δεν θα πρέπει να
αντικαθιστούν στην καρδιά μας τον ένα Κύριο και λυτρωτή, τον Ιησού Χριστό.
Ο Θεός δεν θέλει, νομίζω, να είμαστε αφελείς ούτε θρησκόληπτοι. Οι άγιοι ήταν
έξυπνοι και φωτισμένοι, κι ας έδειχναν κάποτε πως δεν καταλάβαιναν. Έτσι,
αν παρατηρούμε κακίες, πονηριές και κοσμικές συμπεριφορές σε «ανθρώπους της
Εκκλησίας», κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, ούτε να μας
διαλύει πνευματικά, λες και κινδυνεύει η Εκκλησία του Χριστού. Μήπως στην
ομάδα των Αποστόλων δεν υπήρχε ο Ιούδας; Μήπως δεν παρουσιάζονται οι
ψευδαπόστολοι την εποχή του Αποστόλου Παύλου και αργότερα; Δεν ξεφύτρωσαν οι
αιρετικοί μέσα από την Εκκλησία και την ταλαιπώρησαν με τον εγωισμό τους; Δεν
διώχτηκαν οι μεγάλοι Πατέρες από τους συνεπισκόπους τους; Δεν συκοφαντήθηκε ο
άγιος Νεκτάριος και απορρίφτηκε από τους δεσποτάδες της εποχής του; Σήμερα δεν
συμβαίνουν παρόμοια;
Τι θα γίνει λοιπόν; Θα αρχίσουμε τις κριτικές και τις ανυπακοές στους
κληρικούς, όταν αυτοί συμπεριφέρονται κοσμικά και με εμπάθεια; Πώς θα
εφαρμοστεί η προσευχή του Κυρίου που ζητούσε από τον Πατέρα Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»;
Βεβαίως υπάρχουν και οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη θέση τους ή την ιδιότητά τους για να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και πάθη. Όμως, είναι αναγκαίο να πιστεύομε την αλήθεια που λέει πως την Εκκλησία δεν την κυβερνούν αυτοί αλλά ο Ιδρυτής Της που ξέρει να σιωπά και να ανέχεται «άχρι καιρού». Η ενότητα στην Εκκλησία είναι ουσιαστική υπόθεση και δεν θα πρέπει να γινόμαστε αιτία να διασπάται, εφόσον δεν κινδυνεύει η αλήθειά Της.
Οι αδικίες που υφίστανται οι άνθρωποί Της από
τους «ανθρώπους Της», εκκολάπτουν τον αγιασμό των μεν και αποκαλύπτουν την
κακία των δε.
Πάντοτε και μέχρι συντελείας του αιώνος θα υπάρχουν οι άνθρωποι, κληρικοί και
λαϊκοί, που αγωνίζονται να ζήσουν το Θεό στη ζωή τους και γίνονται, χωρίς να το
επιδιώκουν, σημείο της ζωντανής παρουσίας του ζώντος Κυρίου. Όπως θα υπάρχουν
και αυτοί που υποκρίνονται, εμπαίζουν και δεν γνωρίζουν εμπειρικά το Θεό. Αν
η συνάντηση με τους πρώτους γίνεται ευλογία, η παρουσία των δεύτερων γίνεται
σκάνδαλο και πρόβλημα, που ταλαιπωρεί και προκαλεί για υπομονή, προσευχή,
ανεξικακία, αναμένοντας την «ἡμέραν τοῦ Κυρίου, τήν μεγάλην και ἐπιφανῆ».
Τρίτη 11 Μαρτίου 2025
ΟΥΚ ΕΝΙ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ- Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Ουκ ένι άρσεν και θήλυ»
Η θέση της γυναίκας στη ζωή
της Εκκλησίας
Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας δεν ακολούθησε τη θέση της στην κοινωνία. Η γυναίκα στην πίστη μας τιμάται στο πρόσωπο της Παναγίας στην υψηλότερη θέση που μπορούσε να πάρει ο άνθρωπος, είναι το δώρο της ανθρωπότητας στο Θεό. Αλλά και πλήθος γυναικών θαυμάζεται και τιμάται για την αγάπη και την πίστη στο Θεό.
Έχει λάβει περίοπτη θέση στο χριστιανικό εορτολόγιο και στην πνευματική ζωή. Είναι πρότυπα για την Εκκλησία και τα μέλη της.
Δεν είναι η εργασία, η μόρφωση, η ομορφιά και η εμφάνιση ή η ευφυΐα με την οποία ασχολείται η πίστη μας, όταν προβάλλει τις γυναίκες. Είναι η σχέση με το Θεό, την οποία αναπτύσσουν στη ζωή τους οι γυναίκες που τιμώνται από την Εκκλησία, το κριτήριο για την ανάδειξή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνδρες αγίους. Δεν ασχολείται η Εκκλησία με τα χαρίσματα ή την καταγωγή ή την κοσμική τους πρόοδο. Καταγράφει όλα αυτά, αλλά προχωρεί στη σχέση με το Θεό που δίνει άλλο νόημα στη ζωή των ανθρώπων και τους αγιάζει.
Όλα αυτά ενώ η κοινωνία επεφύλαξε στο παρελθόν ένα ρόλο κλειστό και περιορισμένο για τις γυναίκες. Τις θεωρούσε ως τις φύλακες των σπιτιών και των οικογενειών, ως αυτές που είχαν την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών, ως τα πρόσωπα εκείνα που έπρεπε να είναι πάντοτε υπό την σκιά των ανδρών. Γι’ αυτό και τα όποια δικαιώματα για τις γυναίκες άργησαν πολύ να δοθούν από τις ανθρώπινες κοινωνίες και σε κάποιους λαούς και κοινωνίες δεν έχουν δοθεί ακόμη.
Για την πίστη όμως υπάρχει ο περίφημος λόγος του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28). Η διαφοροποίηση των φύλων έχει να κάνει με το ρόλο, όχι με την αξία των προσώπων έναντι του Θεού. Η σωτηρία δεν είναι για τους άνδρες μόνο. Όπως κάθε διάκριση, είτε ανάμεσα στις εθνικότητες, είτε ανάμεσα στα θρησκεύματα, είτε στην κοινωνική και ταξική καταγωγή έχει καταργηθεί, έτσι και η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν μπορεί να ισχύει στην Βασιλεία του Θεού. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πολίτης της επειδή είναι άνδρας, Ιουδαίος, ελεύθερος, αλλά κατά τη πίστη του. Δεν είναι η εξουσία και η ισχύς τα κριτήρια της αποδοχής ενός ανθρώπου από το Θεό, αλλά η ιδιότητα του προσώπου, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Γιατί η γυναίκα είχε αυτή τη θέση στην κοινωνία, επειδή θεωρούνταν ανίσχυρη να επιβληθεί με τις δυνάμεις της στον ανδρικό εγωισμό και ανίκανη να διοικήσει την κοινωνία και να δώσει με το δικό της τρόπο και ήθος άλλο μήνυμα στη ζωή και τον κόσμο.
Η Εκκλησία δεν μπαίνει στη λογική της συζήτησης της ικανότητας της γυναίκας να εξουσιάσει ή να διοικήσει την κοινωνία και τη ζωή. Αποκαθιστά τη γυναίκα στο πρότερον κάλλος της σχέσης με το Θεό, από το οποίο και εκείνη και ο άνδρας εξέπεσαν εξαιτίας της αμαρτίας. Και ζητά τόσο από εκείνη όσο και από τον άνδρα να οικειωθούν την πίστη που τους οδηγεί στον αληθινό Θεό, στην μεταμόρφωση του κατ’ εικόνα τους στο καθ’ ομοίωσιν και να αναλάβουν το ρόλο που μπορούν, ανάλογα με το χάρισμά τους, στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Γυναίκα και άνδρας λειτουργούν ως «εις» εν Χριστώ Ιησού. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πίστη, την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνία και την παράθεση της ζωής τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας στο Χριστό.
Η πίστη συνεπάγεται την εμπιστοσύνη στο Χριστό ως τον Σωτήρα και Λυτρωτή και ως Εκείνον που αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί και να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση στο Θεό-Πατέρα. Η πίστη δεν είναι μαγική κατάσταση. Είναι δωρεά του Θεού, αλλά και απάντηση στις αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόχρονα, αποτελεί επιλογή του ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας, κίνηση αποδοχής του Θεού ως Πατέρα και απόφαση χρήσης της ελευθερίας ως υπέρβασης του εγωισμού, της αμφιβολίας, της αυτο-θεοποίησης. Με άλλο τρόπο, εξαιτίας της διαφορετικότητας των φύλων, εκφράζει την απιστία στο Θεό και την προτεραιότητα του εαυτού ο άνδρας, με άλλον η γυναίκα. Και στα δύο φύλα όμως πρυτανεύει ο εγωισμός, φανερός ή κρυφός. Και ο εγωισμός μόνο με την ταπεινότητα της πίστης θεραπεύεται.
Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος συνεπάγεται την άρνηση του ανθρώπου να προτάξει το ήθος της εξουσίας ως αυτοσκοπό στη ζωή του και να επιλέξει την οδό της διακονίας της αγάπης μέσα από την συνάντηση με τον άλλο. Ο άλλος ας θέλει να εξουσιάζει. Αυτός που έχει εν τη καρδία του το Άγιο Πνεύμα επιλέγει την αγάπη. Και η αγάπη εκφράζεται με την καλοσύνη, τον διάλογο, τη σιωπή, την υπομονή, την ταπεινότητα. Η αγάπη εκφράζεται με την θυσία της παραίτησης από τα δικαιώματα. Η αγάπη εκφράζεται με την ασφάλεια που ο ένας μπορεί να παρέχει στον άλλο. Και αυτοί οι τρόποι δεν έχουν να κάνουν με τα φύλα, αλλά είναι στοιχεία που όλοι οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν. Γιατί αποτελούν δωρεές της σχέσης με το Θεό εν Αγίω Πνεύματι στη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία άνδρας και γυναίκα, όπως και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκουν την αληθινή καταξίωση, η οποία δεν μένει στον παρόντα χρόνο, αλλά προχωρεί στην αιωνιότητα.
Χρειάζεται όμως και μία τρίτη κατάσταση. Είναι η εναπόθεση, η παράθεση «πάσης της ζωής ημών Χριστώ τω Θεώ». Τα δύο φύλα δεν περιορίζονται στη σχέση αναμεταξύ τους, στην από κοινού πορεία και διακονία στην οικογένεια, στην εργασία, στη δημιουργία, στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, αλλά εμπιστεύονται τη ζωή και την πορεία τους στην προοπτική της σχέσης με το Χριστό. Εμπιστεύονται, αλλά και αφήνονται στην αγάπη του Θεού. Δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να πετύχουν κατά κόσμον, αλλά για να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού και ταυτόχρονα να μπορούν να χαρούν τη ζωή της Βασιλείας των ουρανών. Δεν είναι οι ανθρώπινοι νόμοι, τα αστικά και άλλα δικαιώματα, τα όποια καθήκοντα του ενός έναντι του άλλου που δίνουν πλαίσια και περιγράφουν τον τρόπο της ζωής, αλλά η γνώση και η βίωση της κοινωνίας με το Χριστό και το άφημα του εαυτού και της ζωής και των δυσκολιών, της οδύνης και του κόπου σ’ Αυτόν. Και όταν χρειαστεί, ακόμη και η συγγένεια, ακόμη και τα χαρίσματα ή οι ικανότητες μπορούν να τεθούν στο περιθώριο, γιατί προηγείται η αγάπη προς το Χριστό. Και αυτός ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει στο μαρτύριο, αλλά και στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία όταν τιμά τη μνήμη κάποιας ξεχωριστής γυναίκας-Αγίας θυμίζει στους πιστούς αυτή την ενότητα που υπάρχει στη ζωή της πίστης. Θυμίζει την πίστη στο Χριστό που επέδειξε η γυναίκα, την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την παράθεση της ζωής της στο Χριστό που την οδηγεί στο μαρτύριο είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως.
Και, παράλληλα, υπενθυμίζει ότι και ο Χριστός εκ
γυναικός γεννήθηκε, για να μη μένει καμία αμφιβολία ότι δεν είναι η ισχύς και η
εξουσία που δίνουν κατά Θεόν νόημα στη ζωή, αλλά η σχέση με τον Θεάνθρωπο. Για
να αποτελεί τελικά η τιμώμενη γυναίκα πρότυπο, όχι μόνο για τις άλλες γυναίκες,
αλλά και για τους άνδρες, για όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού. Για να
μπορούμε όλοι, ζώντας την ενότητα της πίστεως, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος
και την παράθεση της ζωής μας Χριστώ τω Θεώ, να βιώνουμε τη χαρά της Βασιλείας,
ακόμη κι αν ο κόσμος μας βλέπει τα πράγματα αλλιώς, κατά το εγωκεντρικό του,
κατά το εξουσιαστικό του, κατά το αυτορυθμιστικό του θέλημα. Η αποτυχία αυτού
του θελήματος και ο θάνατος που φέρνει μας καλούν να δούμε τον άλλο δρόμο και
να επιλέξουμε.
Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!
Κωνσταντινουπολίτης έμπορος στο Παρίσι, επιτυχημένος, χωρίς όμως οικογένεια, ζούσε άσωτα. Για να εκφρασθούμε με τα ίδια του τα λόγια, η ζωή του και τα ενδιαφέροντά του ήταν «η γαστέρα και τα υπογάστρια».
Σε κάποιο από τα κενά που ένιωθε μετά τις κραιπάλες του, στα συνειδησιακά κονταροχτυπήματά του, αισθάνθηκε αόρατο χέρι να τον πιάνει από τον ώμο και στιβαρά να τον οδηγεί σε ένα κομοδίνο. Άνοιξε, σαν υπνωτισμένος πάντα, το συρτάρι και τράβηξε έξω ένα βιβλίο.
Το είχε βρει πεσμένο στον δρόμο και το είχε περιμαζέψει γιατί είχε ελκυσθεί η προσοχή του από την εμφάνισή του – ήταν δεμένο καλλιτεχνικά.
Το πήρε λοιπόν από το συρτάρι και το άνοιξε. Ήταν η Αγία Γραφή. Αυτό ήταν! Γνώρισε τον Κύριο, παράτησε τα πάντα και έγινε μοναχός σε ακουστό νησιώτικο μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα. Λευκάνθηκε εσωτερικά και εξωτερικά μετανοώντας και ασκούμενος. Στα βαθιά του γεράματα, και μισοτυφλωμένος πια, περιερχόταν την υφήλιο με το κομποσχοίνι του προσευχόμενος υπέρ «του σύμπαντος κόσμου».
Σε τούτον αφιέρωσε ένα χρονογράφημά του επιφανέστατος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ιδίως χρονογράφος μεγάλης ημερήσιας εφημερίδας της πρωτεύουσας.
Τι είχε συμβεί; Ο συγγραφέας καίτοι δεν φημιζόταν για το εκκλησιαστικό του φρόνημα, έτυχε να περάσει από το μοναστήρι του συγκεκριμένου γέροντα. Κατάπληκτος και εμβρόντητος αντίκρισε μέσα στο πένθιμο ράσο τον «ζωηρό» συμμαθητή του στην Πόλη – ήταν και αυτός Κωνσταντινουπολίτης, και με ένδοξο επώνυμο μάλιστα.
Τα επίθετα που χρησιμοποίησε ο χρονογράφος, υπαινίσσονταν πολλά σε όσους ήξεραν τον μοναχό, που ήταν «βίος και πολιτεία» στα νιάτα του, όπως είπαμε.
Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Συζήτησαν. Και το κείμενο έκλεισε με τέσσερις γαλλικές λέξεις. Ήσαν τα λόγια με τα οποία ξεπροβόδισε ο κοινοβιάτης τον φίλο του – ήσαν και οι δυο τους ηλικιωμένοι και υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να ξαναϊδωθούν· τώρα είναι μακαρίτες. Λοιπόν αποχαιρέτησε τον επισκέπτη ευχόμενος «Ο ρεβουάρ ο Παραντί [Στο επανιδείν στον Παράδεισο]»!
Άραγε να επέδρασε καρποφόρα παραδείσια στον άνθρωπο η πρόταση-πρόκληση-πρόσκληση αυτή του πάτερ Νεκτάριου εκεί στη Λογγοβάρδα της Πάρου; Ο Θεός ξέρει· το γραπτό πάντως κάτι έδειχνε.
Όποιος αγκιστρώνεται στον σταυρό, όποιος τον χρησιμοποιεί όχι απλά σαν σανίδα σωτηρίας αλλά σαν εφαλτήριο για τον Ουρανό, έχει τη βεβαιότητα του μέλλοντος, του Παραδείσου, άσχετα από το βεβαρημένο ή μη παρελθόν του. Μάλλον ζει από τώρα τον Παράδεισο και αναμένει να τον απολαύσει στην ολοκληρία του μετά την ανάσταση. Και τον επιθυμεί και για τους αδελφούς του.
Αν κι εμείς
εγκολπωθούμε τον Εσταυρωμένο, ε τότε θα έχουμε τις καλές αλλοιώσεις, θα έχουμε
κοσμογονία, και η εμπειρία αυτή θα έχει δυναμικές προεκτάσεις στο όλον μας και
στα γύρω μας. Είθε! Αμήν!
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ!
Ορθοδοξία
και ορθοπραξία
Ιερομόναχος
Ιουστίνος
Ο Κύριος διακήρυξε ότι
είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14.6). Όταν συσκιάζουμε την αλήθεια
αποπλανιόμαστε από την οδό και τη ζωή και περιπλανιόμαστε στο σκότος του
σατανά, στην αίρεση. Αυτή η τελευταία είναι φοβερότατο κακό, κατά την κοινή γνώμη
της Εκκλησίας. Την εκφράζει εκφραστικά η αντιμετώπιση του οσίου Αγάθωνα:
«Πήγαν μερικοί σε
αυτόν, επειδή άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση. Και θέλοντας να τον δοκιμάσουν
αν οργίζεται, του λένε: “Συ είσαι ο Αγάθων; Ακούμε για σένα πώς είσαι πόρνος
και υπερήφανος”. Αυτός δε είπε: “Ναι, έτσι είναι”… Και του λένε: “Συ είσαι ο
Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος”; Αυτός δε είπε: “Εγώ είμαι”… Λένε πάλι: “Συ
είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός”; Και αποκρίθηκε: “Δεν είμαι αιρετικός”!
»Και τον παρακάλεσαν
λέγοντας: “Πες μας, γιατί σου είπαμε τόσα και τα αποδέχθηκες, μα τούτο τον λόγο
δεν τον βάστηξες”; Τους λέει: “Τα πρώτα τα επιγράφω στον εαυτό μου, επειδή
είναι όφελος στην ψυχή μου. Αλλά το αιρετικός είναι χωρισμός από τον Θεό, και δεν
θέλω να χωρισθώ από τον Θεό”.
»Εκείνοι δε μόλις το
άκουσαν θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι ψυχικά» (Γεροντικό
12).
Κοινός τόπος των
Πατέρων, η απαγόρευση κάθε αβαρίας σε θέματα δόγματος. Ακόμη και οι ασκητικοί
συγγραφείς που υπερτονίζουν την ταπείνωση και δεν ανέχονται ούτε «οσμή»
αντιλογίας και απειθείας, προσθέτουν την εξαίρεση «εκτός αν κάπου ο λόγος είναι
για την πίστη» (Κλίμαξ 25.9).
Να γιατί είναι μεν καλές οι επαφές με τους αιρετικούς και είναι απόβλητα τα μίση και οι αλληλοΰβρεις, είναι δηλαδή καλή η αγάπη, αλλά όχι εις βάρος της πίστεως. Εδώ δεν χωρούν αβρότητες και πληθωρισμοί φιλοφρονήσεων με σκοπιμότητες αμφίβολες. Καλύτερα να τα χαλάμε με τους αλλοδόξους παρά με τον Θεό γιατί «είναι καλύτερος ο επαινετός πόλεμος από ειρήνη η οποία χωρίζει από τον Θεό», που λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος (Απολογητικός Β’, 82). Η δε αίρεση χωρίζει από τον Θεό καθώς μας δίδαξε ο όσιος Αγάθων. Οποιοδήποτε αντάλλαγμα είναι μηδαμινό μπροστά στη σπίλωση και παραφθορά του δόγματος. Άλλο οι καλές σχέσεις και το καλό πρόσωπο του Χριστιανισμού προς τους έξω, τους αλλοθρήσκους ή αθέους, και άλλο η καθαρότητα της θείας αποκαλύψεως. Δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση με κανένα τρόπο.
Τονίζουμε πολύ την
Ορθοδοξία, την ορθή «δόξα», δηλαδή γνώμη, γνώση και θεώρηση περί Θεού. Ή,
σύμφωνα με δεύτερη ερμηνεία, την ορθή δοξολογία Του, την ορθή λατρεία Του, που
προϋποθέτει φυσικά την ορθή αντίληψη γι’ Αυτόν.
Ας μη μας διαφεύγει
ωστόσο και η ορθοπραξία. Δεν πάει ορθοδοξία χωρίς ορθοπραξία, δηλαδή πράξεις,
ήθος και ζωή όπως τα θέλει η ορθή έννοια περί Θεού, όπως τα θέλει ο Θεός.
Αυτά τα δυο ανέβασαν
στους Ουρανούς πλήθος αμέτρητο αγίων, ανθρώπων ομοουσίων μας, που είχαν σάρκα
και οστά και ψυχή όπως εμείς, που έζησαν πάνω στην υδρόγειό μας όπως εμείς, που
δεν ήσαν όντα εξωκόσμια.
Και τώρα μαζί με όλους
τους σωσμένους και με τους αγγέλους συναποτελούν τη «Θριαμβεύουσα στους
Ουρανούς Εκκλησία». Και μας περιμένουν και μας, να μας υποδεχθούν εκεί στην άνω
Βασιλεία, όταν θα επιστεί ο καιρός της αναλύσεώς μας.
Τούτο θα
πραγματοποιηθεί εφόσον θα έχουμε αγωνισθεί «τον αγώνα τον καλόν» εδώ, στη
«Στρατευόμενη επί γης Εκκλησία» και θα έχουμε τελέσει τον δρόμο ορθοπράττοντας
και θα έχουμε τηρήσει την πίστη ορθοδοξώντας, κατά τον Παύλο (Β’ Τιμ. 4.6-7).
Ζούμε και βαστάμε το βάρος του νυν αιώνα και τον καύσωνα του πυρίνου πολέμου
του διαβόλου (πρβλ. Ματθ. 20.12). Ανήκουμε ακόμη στο πρώτο σκέλος της
Εκκλησίας, που πατάει και περπατάει στη γη, αλλά ελπίζουμε να μεταβούμε με το
έλεος του Θεού στη Θριαμβεύουσα στους Ουρανούς Εκκλησία.
Για εκεί
κατευθυνόμαστε και μεις. Είμαστε «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»
(Εφ. 2.19). Μας φαίνεται σαν όνειρο, άπιαστο όνειρο; «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις
δυνατά παρά τω Θεώ» (Λουκ. 18.27).
Ας το ζούμε, ας το
χαιρόμαστε, ας μας ελαφρώνει τον κόπο του αγώνα: Είμαστε εγγεγραμμένοι στα
μητρώα της Βασιλείας, δηλαδή της Ορθοδοξίας, της μόνης και πραγματικής
Εκκλησίας.
Συνεπώς ας είμαστε πάντοτε ενεργά και με επίγνωση μέλη της. Μην αφηνόμαστε να ψυχραινόμαστε ενίοτε, να χαλαρώνουμε τις σχέσεις μας μαζί της, τον ζωοδότη δεσμό, και να «ξεκόβουμε». Μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας ν’ απομακρύνεται.
Ο χρυσόφωνος Ιωάννης ο
αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παλλόμενος από την αγάπη και τον πόθο της
Εκκλησίας, τη σκιαγράφησε ρωμαλέα με τον δυνατό νοητό χρωστήρα του, και στους
δυο λόγους του «Προς Ευτρόπιον».
Απανθίζουμε σε
ελεύθερη απόδοση, σαν συνέχεια αυτού που είπαμε: να μην επιτρέπουμε στον εαυτό
μας ν’ απομακρύνεται.
«Εμπρός! Μη στέκεσαι
μακριά από την Εκκλησία. Τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλησία! Η ελπίδα
σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία. Είναι
υψηλότερη από τον ουρανό, είναι πλατύτερη από τη γη! Ποτέ δεν την παίρνουν τα
χρόνια, πάντοτε ακμάζει.
Η Γραφή την αποκαλεί
όρος, για να δηλώσει την ασάλευτη στερεότητα της· παρθένο, για την αφθορία της·
βασίλισσα για τη μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, για τη συγγένεια με τον Θεό·
στείρα που γέννησε εφτά, για την πολυτεκνία της.
Μύρια ονόματα για να
παραστήσει την ευγένειά της, όπως ακριβώς και ο Δεσπότης και Κύριός της έχει
πολλές ονομασίες.
Τίποτε δεν είναι ίσο
με την Εκκλησία. Μη μου αναφέρεις τείχη και όπλα, επειδή τα μεν τείχη με την
πάροδο του χρόνου παλιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δεν γερνάει. Τα τείχη τα
γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία ωστόσο ούτε οι δαίμονες τη νικούν.
Και ότι δεν είναι κούφια κομπορρημοσύνη τα λόγια μου το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι και πόσοι δεν πολέμησαν την Εκκλησία. Όλοι τους χάθηκαν, αυτή όμως εξυψώθηκε πάνω από τους ουρανούς! Τέτοιο μέγεθος και ιδιότητα έχει η Εκκλησία: Όταν πολεμάται, νικά· όταν υπονομεύεται, υπερτερεί· όταν εξυβρίζεται, αποβαίνει περιφανέστερη. Δέχεται τραύματα, μα δεν καταπίπτει από τις πληγές· κλυδωνίζεται, μα δεν καταποντίζεται· χειμάζεται, μα δεν ναυαγεί· παλεύει, μα δεν καταβάλλεται· πυγμαχεί, μα δεν νικάται» (πρβλ. Φωνή Πατέρων, 16, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Εις Ευτρόπιον». Έκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής).