Ἐπιθυμία καί πράξις
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Σημειώσεις:
1. Χρυσοστόμου, τόμος Γ’, Ἀθήνα 1995, σελ. 143.
2 Ὅπ. παρ., σελ. 145.
3. Ὅπ. παρ., σελ. 144.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Ἐπιθυμία καί πράξις
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Όσιος Παΐσιος ο
Αγιορείτης
Χάθηκε ἡ ὑπομονή ἀπὸ τούς ἀνθρώπους
– Γέροντα, γιατί σήμερα δὲν ἔχουμε ὑπομονή;
Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου,
ΛΟΓΟΙ Α’, «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη».
Η στάση του Αγίου Σιλουανού
απέναντι σ’ όποιον διαφωνούσε μαζί του
π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Ξέρουμε τη συνομιλία του Γέροντα με έναν αρχιμανδρίτη, που ασχολείτο με το ιεραποστολικό έργο μεταξύ των ετεροδόξων. Ο αρχιμανδρίτης αυτός σεβόταν πολύ τον Γέροντα, κι όταν επισκεπτόταν το Άγιον Όρος, ερχόταν επανειλημμένως να συνομιλήσει μαζί του. Ο Γέροντας τον ρώτησε πώς κηρύττει. Ο αρχιμανδρίτης, νέος και άπειρος ακόμη, με υπερβολικές μάλλον χειρονομίες, απάντησε νευρικά:
-Τους λέω: Η πίστη σας είναι διεστραμμένη. Όλα σ’ εσάς είναι διεστραμμένα, όλα ψεύτικα, κι αν δεν μετανοήσετε, δεν θα σωθείτε.
Σαν τ’ άκουσε ο Γέροντας, τον ρώτησε:
-Πέστε μας όμως, άγιε αρχιμανδρίτα, αυτοί πιστεύουν στον Κύριον Ιησού Χριστό, πως είναι ο αληθινός Θεός;
-Αυτό το πιστεύουν.
-Και τιμούν την Παναγία;
-Την τιμούν, αλλά διδάσκουν λανθασμένα πράγματα γι’ αυτήν.
-Και τους αγίους τους παραδέχονται;
-Ναι, τους παραδέχονται, αλλά από τότε που αποσχίστηκαν από την Εκκλησία, τί αγίους μπορούν να έχουν;
-Κάνουν ακολουθίες στις Εκκλησίες; διαβάζουν τον λόγο του Θεού;
-Ναι, και ναούς έχουν και ακολουθίες, μα αν τις βλέπατε πόσο υστερούν οι ακολουθίες τους από τις δικές μας, πόσο ψυχρές, πόσο άψυχες είναι!
-Άγιε αρχιμανδρίτα, η ψυχή τους αισθάνεται πως πράττουν σωστά που πιστεύουν στο Χριστό, που τιμούν την Παναγία και τους αγίους, που τους επικαλούνται στις προσευχές τους. Γι’ αυτό, όταν τους λέτε πως η πίστη τους είναι νόθα, δεν θα σας ακούσουν… Αν όμως λέγατε στους ανθρώπους πως καλώς κάνουν που πιστεύουν στο Θεό, πως καλά κάνουν που τιμούν την Παναγία και τους αγίους, που πηγαίνουν να λειτουργηθούν στις εκκλησίες και που προσεύχονται στα σπίτια τους, πως καλά κάνουν όταν διαβάζουν τον Λόγο του Θεού και τα λοιπά, έχουν όμως εδώ κι εκεί λανθασμένες θεωρίες και πρέπει να τις διορθώσουν και τότε όλα θα είναι καλά και θεάρεστα κι έτσι με τη χάρη του Θεού όλοι θα σωθούμε… «Ο Θεός αγάπη εστίν» και γι’ αυτό το κήρυγμα πρέπει να βγαίνει πάντα από την αγάπη. Τότε θα ωφεληθεί κι αυτός που κηρύττει κι αυτός που ακούει. Αν τους κατακρίνετε όμως, τότε η ψυχή του λαού δεν θα σας ακούσει και δεν θα προέλθει όφελος.
Συνήθως ζητούν την ελευθερία οι άνθρωποι, για να κάνουν «ό,τι θέλουν».
Κάποτε ο Γέροντας συνομιλούσε μ’ ένα φοιτητή που επισκέφθηκε τον Άθωνα και έλεγε πολλά περί ελευθερίας. Όπως πάντα, ο Γέροντας παρακολούθησε με πολλή προσοχή τις σκέψεις και τα συναισθήματα του συμπαθούς, αλλά και αφελούς συνομιλητή του. Βέβαια οι ιδέες του περί ελευθερίας συγκεντρωνόταν από τη μια στην απαίτηση για περισσότερες πολιτικές ελευθερίες κι από την άλλη στη δυνατότητα να ενεργεί κανείς γενικά σύμφωνα με τα κίνητρα και τις επιθυμίες του.
Ο Γέροντας απαντώντας του εξέθεσε τις δικές του απόψεις: «Ποιός δεν θέλει ελευθερία; Όλοι την θέλουν, αλλά πρέπει να ξέρεις πού είναι και πώς να την βρεις. Για να γίνεις ελεύθερος, πρέπει να δεσμεύσεις τον εαυτό σου. Όσο περισσότερο δεσμεύεις τον εαυτό σου, τόσο μεγαλύτερη ελευθερία θα έχει το πνεύμα σου… Πρέπει να δεσμεύεις μέσα σου τα πάθη, να μην σε κυριεύουν, πρέπει να δεσμεύεις τον εαυτό σου για να μην κάμεις κακό στον πλησίον σου… Συνήθως ζητούν την ελευθερία οι άνθρωποι, για να κάνουν «ό,τι θέλουν». Αυτό όμως δεν είναι ελευθερία, αλλά η κυριαρχία της αμαρτίας πάνω σου. Η ελευθερία να αμαρτάνεις, να πορνεύεις, να είσαι άκρατης και να μεθάς, να μνησικακείς, να εκβιάζεις, να φονεύεις ή να κάνεις κάτι παρόμοιο, όλα αυτά δεν είναι ελευθερία, αλλά δουλεία, καθώς είπε ο Κύριος: «πας ο ποιών την αμαρτίαν, δούλος έστι της αμαρτίας». Και πρέπει να προσευχηθεί κανείς πολύ για να γλυτώσει απ’ αυτή τη φοβερή δουλεία.
Εμείς νομίζομε πως η αληθινή ελευθερία έγκειται στο να μην αμαρτάνεις και στο ν’ αγαπάς τον Κύριο και τον πλησίον σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη τη δύναμή σου.
«Η αληθινή ελευθερία είναι η διαρκής παραμονή κοντά στο Θεό».
Παρότι το βάθος των λόγων του Γέροντα ξεπερνούσε τα όρια της αντιλήψεως του νεαρού φοιτητού, αυτός έφυγε ζωηρά επηρεασμένος.
«Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ
Ο άγιος Σιλουανός αισθάνθηκε
την ταπείνωση του Χριστού
Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ
Οφείλουμε να φέρουμε μέσα μας αυτή τη συνείδηση και να αρχίζουμε τις Ακολουθίες μας όντας προσεκτικοί σε τέτοιους λόγους της λειτουργικής μας προσευχής…
Είπαμε πολλές φορές ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίσει βαθμηδόν να προσεύχεται για ολόκληρο τον κόσμο. Είναι αυτό ακριβώς που κάνει η λειτουργική, η εκκλησιαστική προσευχή.
Έτσι έχοντας συνείδηση ότι η γλώσσα μας είναι όργανο του παρόντος κόσμου, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ανάρμοστο να ομιλεί κανείς για τον Θεό. Αλλ’ όμως δεν έχει άλλη επιλογή. Ωστόσο η συνείδηση του προσώπου, της υποστάσεως, είναι παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα της ζωής μας εξ αρχής.
Η ζωή του Σιλουανού δεν είναι, το επαναλαμβάνω, υπόδειγμα προς μίμηση σε όλους. Αμέσως από τις πρώτες ημέρες της μοναχικής του ασκήσεως του δόθηκε να αισθανθεί τη θεία και άκτιστη ταπείνωση.
Όταν ο Σιλουανός αισθάνθηκε την ταπείνωση του Χριστού, του ήταν αδύνατο να την περιγράψει. Γνωρίζετε ότι, για πολλούς το έσχατο στάδιο της μοναχικής ζωής συνίσταται στο να ταπεινωθεί κανείς και να θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο απ’ όλη την κτίση. Αλλά εκείνο περί του οποίου ομιλεί ο Σιλουανός προχωρεί πιο μακριά απ’ αυτό. Ομιλεί για την ταπείνωση του Χριστού, τέτοια που είναι στην πραγματικότητα: μια θεία κατάσταση. Όντως είναι μια ιδιότητα της θείας αγάπης.
Συγχωρείστε με που περιστρέφομαι πάντοτε γύρω από το ίδιο θέμα. Αλλά ακόμη και σε μένα μου δόθηκε να δω ότι πράγματι δεν μπορεί κανείς να την εκφράσει (την ταπείνωση) στη γλώσσα μας.
Ο νόμος διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να κριθεί ως εγκληματίας, εκτός εάν διέπραξε αυτή ή την άλλη παράβαση. Αλλά, εάν η παράβαση διεπράχθη από κάποιον άλλον, τότε: «Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ». Αυτό δεν είναι τελείως δίκαιο.
Γιατί ομιλώ έτσι; Διότι ο Κύριος απευθύνεται συνεχώς σε μας, σαν να είμαστε ήδη τέλειοι εν Αυτώ. Μετανοούμε και ζητούμε συγχώρηση εκφράζοντάς την συχνά με δουλικές κινήσεις, κάνοντας μετάνοιες και αγγίζοντας το μέτωπό μας στο έδαφος, στη γη. Μετανοούμε για τον κόσμο. Συνεπώς ο Κύριος ομιλεί σε μας ως προς υπεύθυνους για όλα. Εάν η ζωή μου στον κόσμο αυτό είναι όμοια με εκείνη που έζησε ο προπάτοράς μας Αδάμ, τότε η ενότητά μου με τον Αδάμ είναι τελείως κατανοητή και φυσική.
Ας επανέλθουμε στην περίπτωση ή ακριβέστερα στο γεγονός που λέγεται «Σιλουανός». Φανταστείτε ότι σε μια στιγμή ακούει την προσευχή κάποιου που ζει στην Αμερική, στο Άγιον Όρος ή και σε κάποιο άλλο κατοικημένο μέρος του κόσμου.
Πώς ενεργεί; Δεν το καταλαβαίνουμε. Αλλά διαπιστώνουμε ότι μας γνωρίζει. Πολλά πρόσωπα, που του απευθύνουν προσευχές, μας γράφουν και μας λέγουν για την ικανότητά του να προλαμβάνει, τρόπον τινά τις αιτήσεις τους. Δεν τις προλαμβάνει, αλλά τις προβλέπει. Και αυτό πολύ-πολύ γρήγορα.
Αυτή είναι η εντύπωση που είχε ένας μοναχός, για τον οποίο μου έχουν μιλήσει. Είχε λάβει το όνομα του Σιλουανού. Και επειδή αυτό ήταν κάτι καινούργιο, διερωτήθηκε: «Καλά, αλλά πώς μπορώ να γνωρίζω αν ο Σιλουανός ακούει την προσευχή μου;» Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος μοναχός τον πλησιάζει και του λέει: «Ξέρεις, έχω ένα μικρό τμήμα των λειψάνων του Σιλουανού. Τα λείψανα αυτά αναδίδουν μία θαυμαστή ευωδία».
Η στιγμιαία αυτή απάντηση στον λογισμό του μοναχού αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός. Γνωρίζουμε και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις και άλλα φαινόμενα αυτού του είδους, αλλά δεν είναι συχνά. Όμως ας πάρουμε μια περίπτωση, όπως αυτή εδώ. Πώς να την κατανοήσει κανείς; Αυτός ο ίδιος ο Σιλουανός λέει ότι όλοι οι ουρανοί βλέπουν ό,τι συμβαίνει στη γη. Εάν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, η διαγωγή μας θα είναι διαφορετική.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 18 (1993), άρθρο: «Πρόσεχε ουρανέ και λαλήσω, γη ενωτίζου φωνής μετανοούσης Θεώ», σελ. 13 (αποσπάσματα).
Ο ανώνυμος πλούσιος της παραβολής τού ευαγγελίου -και κάθε πλούσιος- απέτυχε της σωτηρίας όχι εξαιτίας τού πλούτου του, αλλ’ εξαιτίας τής φιληδονίας, της ασπλαγχνίας και της μισοξενίας. Υπάρχει όμως και ο σωζόμενος πλούσιος, τον οποίο ο Κύριος παρουσίασε στην ίδια αυτή παραβολή· είναι ο Αβραάμ, ο οποίος σώθηκε, και μάλιστα δέχεται στους κόλπους του αυτούς που σώζονται, λόγω της φιλοθεΐας, της ευσπλαχνίας και της φιλοξενίας, δηλαδή λόγω της αρετής του.
ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΙ
«ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΟΡΦΥΡΑ»
Όπου γίνεται λόγος για πλούσιους και φτωχούς, και ποιός είναι ο σωζόμενος
πλούσιος
Τα εφόδια για τις ανάγκες του σώματος άλλα βέβαια τα έχομε ο καθένας από τα επαγγέλματά μας, και άλλα τα παίρνομε ο ένας από τον άλλο, προσφέροντας ο ένας στον άλλο τα δικά του. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα ο γραμματικός και ο γεωργός, ο ράπτης και ο υφαντής, ο οικοδόμος και ο υποδηματοποιός, ο ιατρός και καθένας από τους άλλους επαγγελματίες. Επειδή λοιπόν ο καθένας δεν έχει όλα όσα του χρειάζονται, οπωσδήποτε όμως τα έχει ανάγκη όλα αυτά ο καθένας, βρέθηκε ως μέσο το νόμισμα, μέσω του οποίου με τρόπο κοινωφελή και τα αγαθά που περισσεύουν προσφέρονται σε άλλους, και αποκτώνται αυτά που λείπουν. Πράγματι ο γεωργός δίνει τα περισσεύματά του στους μη γεωργούς, και αφού λάβει το αντίτιμο γι’ αυτά, αγοράζει το σπίτι τυχόν ή το ύφασμα· και ο υποδηματοποιός, αφού πωλήσει τα υποδήματα και λάβει ικανοποιητικά χρήματα, ικανοποιεί την ανάγκη των ελλείψεων, και έτσι με την μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτείται ο βίος όλων μας, και γι’ αυτό υπάρχουν οικισμοί και πόλεις, και γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο.
Στις πνευματικές ασχολίες όμως και στα σχετικά με την αρετή δεν συμβαίνει το ίδιο· γιατί εκείνος που είναι σώφρων, αλλ’ όχι δίκαιος, δεν μπορεί να δώσει κάτι από τη σωφροσύνη του στον δίκαιο και να πάρει από εκείνον δικαιοσύνη ούτε αυτός που είναι αληθής στους λόγους, αλλά δεν είναι ανεξίκακος, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει κάτι από άλλον με ανταλλαγή ή να μεταδώσει από την αλήθεια σε όποιον δεν έχει, εννοώ από την αλήθεια που αυτός είπε· ούτε υπάρχει σ’ αυτά μέσο, σαν κάποιο νόμισμα, που να ρυθμίζει τις μεταξύ τους ανταλλαγές και να τις καθιστά ισότιμες. Γι’ αυτό πρέπει και είναι αναγκαίο, αδελφοί, ο καθένας μας να ασκεί κάθε αρετή. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που δεν κατόρθωσε κάποιαν από αυτές να την πάρει από άλλον, ούτε να διαφύγει την καταδίκη και τιμωρία για τη στέρηση αυτής. Γι’ αυτό λέγει ο Δαβίδ, «αδελφός δεν τον σώζει, θα τον σώσει ξένος άνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.
Αλλά, πόση, αλήθεια, είναι η αφάνταστη φιλανθρωπία τού Δεσπότη Χριστού! Γιατί αυτό που δεν είναι δυνατό να λάβει κανείς ούτε από τις ισότιμες και αληθινά πολύτιμες αρετές της ψυχής με ανταλλαγή, το κατέστησε με άλλον τρόπο πάμφθηνο. Γιατί μπορεί κανείς με αυτές τις γήινες και χαμηλές ανάγκες τού σώματος, εννοώ με τα φαγητά και τα ποτά, με τα ενδύματα, με το χρυσάφι και το ασήμι που καθένας έχει (γιατί όλα αυτά είναι γη και χώμα και τίποτε δεν υπάρχει ατιμότερο από αυτά), μπορεί λοιπόν κανείς σύμφωνα με τη δεσποτική υπόσχεση και παραίνεση με αυτά τα ασήμαντα, αν προσφέρει τα περισσεύματα σ’ αυτούς που έχουν τις αρετές (γιατί αυτοί είναι τελείως φτωχοί ως προς τα αναγκαία για το σώμα), με αυτή τη μετάδοση ν’ αναπληρώσει την έλλειψη των αρετών και να διαφύγει την ευθύνη για την στέρησή τους. Και αυτό δηλώνοντας ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Κορινθίους, ονομάζει αυτή τη μετάδοση κοινωνία προς τους αγίους, και προχωρώντας προσθέτει, «το περίσσευμά σας πρέπει να αναπληρώνει το υστέρημα εκείνων, ώστε και το περίσσευμα εκείνων να αναπληρώσει το δικό σας υστέρημα». Ο Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, ώστε, όταν αποδημήσετε, να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές», μαμωνά αδικίας ονομάζοντας το περίσσευμα των αναγκαίων, που δεν δίνεται σε εκείνους που έχουν ανάγκη.
Πρέπει λοιπόν, όπως είπα, ο καθένας σας, αδελφοί, να ασκεί ορθά κάθε αρετή, και αν μας λείπει κάποια από αυτές, ν’ αναπληρώνομε την έλλειψη με τη μετάδοση από αυτά που έχομε. Αυτός είναι ο δεύτερος πλους τού λόγου, και μάλιστα προς εσάς που ζείτε μέσα στον κόσμο, με τον οποίο θα εξασφαλίσομε τη σωτηρία των ψυχών σας. Αν όμως παραμελήσομε και αυτόν, υπάρχει πολύς φόβος μήπως μας δεχθεί εκείνη η άσβεστη φωτιά και η αιώνια στέρηση. Αυτό θέλοντας να δείξει ο Κύριος, πρόβαλε την παραβολή που διαβάζεται σήμερα στην εκκλησία· «κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, και φορούσε πορφύρα και μεταξωτά ενδύματα, ζώντας καθημερινά μέσα σε λαμπρή πολυτέλεια». Όλη η φροντίδα τού πλουσίου ήταν για τον ιματισμό και τον καλλωπισμό και την πολυτέλεια των ενδυμάτων, και για τα τραπεζώματα και τα φαγοπότια και τις απολαύσεις. Υπήρχε όμως και ένας φτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος κοντά στην πύλη τού πλουσίου γεμάτος πληγές και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου, αλλά και τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν τις πληγές του».
Βλέπετε την πλήρη έλλειψη κοινωνίας του πλουσίου προς τον φτωχό Λάζαρο; Ο πρώτος παραχόρταινε καθημερινά από την τράπεζά του που ήταν γεμάτη από παντός είδους φαγητά και πολυτελή καρυκεύματα, ενώ ο Λάζαρος επιθυμούσε να χορτάσει και από τα ευτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δεν είχε χορτάσει. Εκείνος έλαμπε από την πορφύρα και τα μεταξωτά που φορούσε και από τον υπερβολικό εξωραϊσμό τού εύρωστου σώματος, ενώ ο Λάζαρος είχε και τα ξεσχισμένα ράκη του γεμάτα από βρωμιά και δυσωδία, γεμάτος πληγές και περιρρεόμενος από πύο. Εκείνος καθόταν σε ψηλό θρόνο περικυκλωμένος από το πλήθος των υπηρετών, ενώ ο Λάζαρος ήταν ξαπλωμένος κάτω στο έδαφος κοντά στην πύλη μη έχοντας κάποιον ούτε για να απομακρύνει τα σκυλιά.
Αλλά για ποιό λόγο τον φτωχό αποκαλεί με το όνομά του, ενώ τον πλούσιο τον ανέφερε χωρίς το όνομά του; Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι το όνομα αυτού του φτωχού σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο είναι γραμμένο στους ουρανούς, ενώ του πλουσίου εξαλείφθηκε και χάθηκε από εκεί και η μνήμη μαζί με το όνομα. Γιατί και ο Ψαλμωδός λέγει για τους ανθρώπους αυτού του είδους· «δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους με τα χείλη μου». Επειδή όμως και κάθε πλούσιος μπορεί ν’ αποδώσει στον εαυτό του την παραβολή και θεωρώντας εκείνον ως τον εαυτό του, να λάβει από αυτό αφορμή μετάνοιας, ο πλούσιος αναφέρθηκε χωρίς το όνομά του, ώστε έτσι ο λόγος ν’ αφορά προς κάθε πλούσιο, ο κάθε φτωχός όμως δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του Λάζαρο, ακόμη και αν βρίσκεται σε κατάσταση σαν εκείνου· γιατί πρέπει να περιμένει με ταπείνωση τη δεσποτική απόφαση. Γι’ αυτό λοιπόν ο φτωχός αναφέρθηκε με το όνομά του.
«Συνέβηκε όμως», λέγει, «να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στον κόλπο του Αβραάμ». Ο φτωχός οδηγείται με υπερκόσμια τιμή ως αθλητής προς τα στεφάνια. Αφού όμως ο Κύριος έδειξε τον μη σωζόμενο πλούσιο, μας δείχνει ευθύς αμέσως και τον σωζόμενο πλούσιο· τέτοιος βέβαια είναι ο Αβραάμ. Δεν τον ονομάζει όμως αυτόν πλούσιο, επειδή θεωρούσε ανώτερη από τον πλούτο την αρετή. Γιατί έδειχνε προς όλους αγάπη και διάθεση πατέρα· γι’ αυτό και ονομάζεται με το ανώτερο από εκείνα που είχε, δηλαδή την αρετή· γιατί το όνομα Αβραάμ ερμηνευόμενο σημαίνει «πατέρας πολλών». Ο πλούσιος όμως εκείνος δεν είχε τίποτε ανώτερο από τον γήινο και παρερχόμενο πλούτο· γι’ αυτό και έφερε το όνομα από εκείνον. Δεν έχασε όμως τη σωτηρία εξ αιτίας τού πλούτου, αλλ’ εξ αιτίας της φιληδονίας και της ασπλαγχνίας και της μισοξενίας. Και ο Αβραάμ ασφαλώς ήταν πλούσιος, αλλ’ εξ αιτίας της φιλοθεΐας και της ευσπλαγχνίας και της φιλοξενίας όχι μόνο σώθηκε, αλλά και έγινε τόπος των σωζομένων. Γι’ αυτό και ο Λάζαρος, όταν πέθανε, μεταφέρθηκε από τους αγγέλους (γιατί αυτοί είναι, σύμφωνα με τον Παύλο, διάκονοι «για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία»· μεταφέρθηκε λοιπόν από αυτούς στον κόλπο τού Αβραάμ· κόλπος ασφαλώς του Αβραάμ είναι η χώρα των ζώντων, η κατοικία τών αιώνια ευφραινομένων, η περιοχή τών αιώνιων αγαθών.
«Πέθανε όμως», λέγει, «και ο πλούσιος και τάφηκε». Ίσως ο Λάζαρος δεν αξιώθηκε ούτε ταφής όταν πέθανε, αφού δεν είχε κάποιον να τον κηδεύσει· γι’ αυτό στην περίπτωση εκείνου δεν ανέφερε καθόλου ταφή, εδώ όμως αναφέρεται ότι, uiuv JlfcVJULVC U πλούσιος, «και τάφηκε». Αναφέρεται επίσης και για τον λόγο ότι η φαντασία και πολυτέλεια των πλουσίων φθάνει μέχρι τον τάφο. Αλλά ο τέτοιου είδους τάφος των τέτοιου είδους πλουσίων γίνεται γι’ αυτούς θύρα, αλλοίμονο!, του άδη και των βασάνων στα καταχθόνια. Γιατί λέγει, τάφηκε ο πλούσιος «και βρισκόμενος στον άδη, σηκώνοντας τα μάτια του, ενώ βασανιζόταν, βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και τον Λάζαρο στους κόλπους του». Κάποτε ο πλούσιος έβλεπε τον Λάζαρο πεσμένο μπροστά στον πυλώνα του, πληγωμένον από την πείνα και κυλιόμενον στη σκόνη τού εδάφους και μη έχοντας τη δύναμη ούτε να κινείται, και τον περιφρονούσε, τώρα βρισκόμενος κάτω αυτός ο ίδιος και βασανιζόμενος και μη μπορώντας ν’ αποφύγει τους βασανισμούς, σηκώνοντας τα μάτια του βλέπει τον Λάζαρο πάνω σε σκηνές αναψυχής να διαμένει με πολλή άνεση και να ζει στους κόλπους τού Αβραάμ, και δεν προσπαθεί να τον παραβλέπει, αλλά μάλλον ζητεί να μη παραβλεφθεί από εκείνον που προηγουμένως παραβλέφθηκε από αυτόν. Εκεί βέβαια που ήταν τόπος ελέους, δηλαδή στη γη, δεν τον ζήτησε ούτε τον επεδίωξε, εκεί όμως που η δικαιοσύνη είναι ανελέητη, ζητεί μάταια το έλεος· γιατί λέγει, «φώναξε και είπε· πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο, για να βυθίσει το άκρο τού δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου· γιατί υποφέρω μέσα σ’ αύτή τη φλόγα». Περιόρισε την παράκληση στο πολύ ελάχιστο, γιατί δεν είχε το θάρρος να ζητήσει τίποτε παραπάνω, έχοντας αυτοκατάκριτη τη συνείδηση.
Φώναξε βέβαια, επειδή το μεταξύ τους διάστημα ήταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε επίσης να λέγει πατέρα τον Αβραάμ, για να διδαχθούμε ότι ανήκε στο γένος των θεοσεβών εκείνος ο πλούσιος, και να μη νομίζομε ότι τηγανίζεται ως δυσσεβής. Γιατί περιζώσθηκε από την άσβεστη φλόγα τού πυρός ως άσπλαχνος και φιλήδονος, αν και κατά την καταγωγή ήταν συγγενής τού Αβραάμ. Λέγει όμως, «ελέησέ με, γιατί υποφέρω, και στείλε τον Λάζαρο», τον οποίο αυτός δεν ελέησε όταν υπέφερε μπροστά στον πυλώνα· γι’ αυτό και δεν απηύθυνε προς αυτόν την παράκληση. Παρακαλεί για μια σταλαγματιά και μια μικρή ρανίδα που δροσίζει τη γλώσσα, και δεν το πετυχαίνει. Βλέπετε την ανταπόδοση της τιμωρίας με το παραπάνω; Γιατί ο κάποτε φτωχός Λάζαρος δεν μπορούσε να χορτάσει με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του, τώρα όμως αυτός όχι μόνο το χόρτασμα και των πλέον ακόμη ευτελών πραγμάτων έχει στερηθεί, αλλά δεν αξιώνεται ούτε μιας μικρής στάλας νερού. Γιατί λέγει, «είπε προς αυτόν ο Αβραάμ, τέκνο, θυμήσου ότι συ απολάμβανες τα αγαθά σου στη ζωή, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά· τώρα όμως αυτός απολαμβάνει την αναψυχή και συ υποφέρεις».
Λυπάται βέβαια ο Αβραάμ τον πλούσιο που βρισκόταν στη φλόγα· γι’ αυτό και τον αποκαλεί με συμπάθεια, «τέκνο». Τον λυπάται όμως, νομίζω, όχι μάλλον για την τιμωρία του, αλλά για την ακόμη ενεργούμενη σ’ αυτόν κακία. Γιατί δεν είχε έρθει ακόμη σε συναίσθηση των αμαρτημάτων δεν είχε αντιληφθεί ότι δίκαια τηγανιζόταν. Δεν λέγει, ελέησέ με, γιατί εγώ άναψα αυτή τη φωτιά για τον εαυτό μου, εγώ θησαύρισα αυτές τις οδύνες για τον εαυτό μου· αντί για τους αυλούς και τους θορύβους και τα σιχαμερά άσματα έχω τις κραυγές και τους θρήνους και τους φρικωδέστατους ήχους τού πυρός που παφλάζει επάνω μου, αντί για τις ευχάριστες οσμές τον ατμό τού πυρός, αντί για τα περιττά φαγητά και τα ποτά και την απόλαυση από αυτά έχω τη γλώσσα που ξηραίνεται τελείως από αυτή τη φλόγα και την μέχρι σταγόνας έλλειψη, αντί για τις πορνικές πυρώσεις όλο το σώμα μου το καταφλέγει η φωτιά. Δεν είπε αυτά, αλλά παραπονείται κλαίοντας για τις οδύνες μόνο. Τί απαντά λοιπόν προς αυτόν ο Αβραάμ; Έλα κάποτε στον εαυτό σου· ομολόγησε ότι δίκαια παραδόθηκες στη φλόγα, ενθυμούμενος ότι απόλαυσες στη ζωή σου τα αγαθά σου, αυτά που νόμισες ότι είναι αγαθά σου, που προτίμησες ν’ αποκτήσεις από εκείνα που προσφέρθηκαν στη διάθεσή σου, τα οποία επεδίωξες και έλαβες, δηλαδή τα πρόσκαιρα. Γιατί αυτά προτίμησες από τα αιώνια. Ο Λάζαρος όμως, λέγει, δοκίμασε τα αντίθετα κακά, δηλαδή τις κακώσεις τού σώματος· γι’ αυτό τώρα αυτός απολαμβάνει αιώνια αναψυχή, αφού τότε έπασχε πρόσκαιρα από τα κακά, και συ υποφέρεις ακατάπαυστα, αφού τότε καλοπερνούσες και απολάμβανες πρόσκαιρα τις ηδονές.
Πώς όμως δεν είπε «έλαβες», αλλ’ «απέλαβες»; Για να δείξει ότι αυτός που στη ζωή αυτή είναι προσκολλημένος στις ηδονές και τις απολαύσεις κι έχει με υπεραφθονία τα χρήματα και τον πλούτο και κάνει κατάχρηση της ευπορίας, κι αν ακόμη κατορθώσει κάτι από τα άλλα, δεν θα λάβει μισθό· γιατί αντί για μισθό έχει την τωρινή ευπορία και καλοπέραση, όπως εκείνος που κατατρύχεται από τη φτώχεια και την ασθένεια και τα υπομένει γενναία έχει ως ανταπόδοση των πλημμελημάτων την εδώ κακοπάθεια της σάρκας.
Αλλ’ «εκτός απ’ όλα αυτά», λέγει, «ανάμεσα σ’ εμάς και σε σας υπάρχει μεγάλο χάσμα, για να μη μπορούν να περάσουν αυτοί που θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε να περνούν από εκεί προς εμάς». Βλέπετε ότι και ο ίδιος ο Αβραάμ δεν μπορεί, και αν ακόμη θέλει, να βοηθήσει τους εκεί καταδικασμένους; Γιατί το αναμεταξύ χάσμα είναι αδιάβατο για όλους, ώστε και όσοι θέλουν να περάσουν να μη μπορούν· «ούτε οι από εκεί», λέγει, «μπορούν να περνούν προς εμάς». Φαίνεται να βρίσκονται πιο μέσα από τη φλόγα οι άλλοι τιμωρούμενοι, τους οποίους ο Αβραάμ λέγει «από εκεί», αλλά και δοκιμάζουν σφοδρότερα τη φωτιά, ώστε να μη μπορούν να μιλούν καθόλου. Αυτοί ενδεχομένως να είναι εκείνοι που στον παρόντα κόσμο εκτός από το ότι δεν δίνουν από τα αγαθά τους πλουτούν και με αρπαγή, πράγμα για το οποίο δεν κατηγορήθηκε ο πλούσιος αυτός· γιατί δεν κατακρίνεται ως άρπαγας και άδικος, αλλά μόνο ως άσπλαχνος και φιλήδονος. Προς αυτόν λέγει ο Αβραάμ ότι, επειδή προτίμησες τον απολαυστικό και άνετο και πρόσκαιρο βίο αντί για τον εγκρατή, τώρα δίκαια σε κυρίευσε οδύνη και θλίψη και στενοχώρια. Επειδή όμως και προς τους φτωχούς δεν είχες καμμιά κοινωνία με την ελεημοσύνη, ούτε απέκτησες φίλους από τον μαμωνά της αδικίας, ούτε έδωσες το περίσσευμά σου προς αναπλήρωση του υστερήματος εκείνων, αλλ’ έμεινες εντελώς ακοινώνητος προς τους αγίους, απομακρυσμένος από αυτούς όπως είναι απομακρυσμένη από την αρετή η κακία, γι’ αυτό τώρα ανάμεσα σ’ εμάς που έχομε ζήσει με αρετή και σ’ εσάς που έχετε ζήσει με κακία υπάρχει μεγάλο και αδιάβατο χάσμα, ώστε να μη μπορούμε ποτέ να μεταβούμε ο ένας προς τον άλλο. Παριστάνει βέβαια με αυτά το ατελείωτο και αμετάθετο τόσο της κόλασης των αμαρτωλών, όσο και της άνεσης των δικαίων.
Αλλ’ ο πλούσιος, όντας ανόητος, ούτε έτσι σωφρονίσθηκε, ούτε σταμάτησε την κακία, ούτε κατέκρινε τον εαυτό του, αλλ’ επιχειρεί ακόμη να δικαιώνει τον εαυτό του και, σαν να μη τον είχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως για τον τόπο αυτόν των βασάνων, λέγει, «σε παρακαλώ λοιπόν, στείλε τον Λάζαρο στον πατρικό μου οίκο (γιατί έχω πέντε αδελφούς), για να τους διαβεβαιώσει, ώστε να μη έρθουν και αυτοί στον τόπο αυτόν των βασάνων». Δείχνει δηλαδή ότι, αν είχε και αυτός ένα μάρτυρα προηγουμένως, δεν θα έκαμνε εκείνα, για τα οποία καταδικάσθηκε στη γέεννα. Όταν όμως ο Αβραάμ είπε, «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (γιατί ο Μωϋσής σαν εκπρόσωπος του Θεού λέγει στην ωδή, «έχει ανάψει φωτιά από τον θυμό μου, θα φθάσει η φλόγα μέχρι τα βάθη του άδη», ενώ ο Ησαΐας, συμφωνώντας με τους άλλους προφήτες, λέγει· «θα κατακαούν οι άνομοι και οι αμαρτωλοί συγχρόνως και δεν θα υπάρχει κανείς να σταματήσει τη φωτιά»)· λέγοντας αυτά ο Αβραάμ, εκείνος πάλι αντιλέγοντας λέγει· «όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ αν κάποιος από τους νεκρούς πάει προς αυτούς, θα μετανοήσουν». Τί απαντά λοιπόν πάλι σ’ αυτό ο Αβραάμ; «Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες, ούτε, αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, θα πιστέψουν», σαν να του έλεγε ακριβώς αυτό, ότι, επειδή πριν πεθάνεις δεν ενδιαφερόσουν καθόλου για τους μωσαϊκούς και προφητικούς λόγους, κι αν ακόμη έβλεπες νεκρό αναστημένο, δεν επρόκειτο να απομακρυνθείς από τη σπατάλη και την ασπλαγχνία πιστεύοντας σ’ εκείνον. Γι’ αυτό τώρα, που έχεις περικυκλωθεί δίκαια από το πυρ τής γέεννας αντιμετωπίζεις ανελέητους και ακατάπαυστους τους φρικτούς πόνους.
Ο πλούσιος λοιπόν εκείνος, αδελφοί, έχοντας τον Μωϋσή και τους προφήτες, από τους οποίους κανένας δεν αναστήθηκε από τους νεκρούς, φαινόταν να έχει κάποια πρόφαση, εμείς όμως μαζί μ’ εκείνους ακούμε και εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς για χάρη μας να λέγει· «μη θησαυρίζετε για τους εαυτούς σας θησαυρούς πάνω στη γη, αλλά θησαυρίζετε θησαυρούς για τον ουρανό»· επίσης «σ’ όποιον σου ζητεί δίνε, και αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα μη τον διώξεις»· και «δώστε από αυτά που έχετε ελεημοσύνη, και να όλα θα είναι καθαρά για σας». Εάν όμως κάποιος τρώγει και πίνει μαζί με μέθυσους, και προς τους φτωχούς είναι σκληρός και άσπλαχνος, «θα έρθει», λέγει, «ο Κύριος σε ημέρα που δεν την περιμένει και σε ώρα που δεν τη γνωρίζει, και θα τον ξεχωρίσει και θα τον τοποθετήσει στη μερίδα των απίστων».
Αφού λοιπόν δεν σας μένει καμμιά πρόφαση, επειδή «κανενός η ζωή δεν εξαρτάται από τα περισσεύματα των υπαρχόντων του», όποιος έχει κάτι που του περισσεύει ας το δίνει σε εκείνους που δεν έχουν, εισαγόμενος με αυτόν τον τρόπο στον κλήρο τού πατέρα τών σωζομένων Αβραάμ, ενώ οι φτωχοί να μιμούνται την καρτερία τού Λαζάρου, κερδίζοντας με την υπομονή τους τις ψυχές τους και με την ταπείνωσή τους αποκτώντας μόνοι τους τους κόλπους εκείνους του Αβραάμ, από τους οποίους «έχει αποδράσει κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός», και επικρατεί χαρά και απόλαυση και θυμηδία ένθεη και ατελείωτη. Γι’ αυτό μάλιστα ο Χριστός μάς φανέρωσε τα εκεί μ’ αύτή την παραβολή, ώστε, αφού βελτιωθούμε με τη μετάνοια, να μας καταστήσει άξιους εκείνων των αιώνιων απολαύσεων, απαλλάσσοντάς μας από τα βάσανα που επιφυλάσσονται εκεί· γιατί λέγει, «αυτός που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του και δεν το έπραξε, θα δεχθεί μεγάλη τιμωρία».
Αφού μας είπε αυτά και τα παρόμοια και μας διεβεβαίωσε αυτός που έπαθε και τάφηκε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, ανέβηκε στους ουρανούς. Ανέδειξε όμως πολυάριθμο πλήθος μαρτύρων της παρουσίας του και της αληθείας τών όσων κηρύχθηκαν από αυτόν,…
…ας δείχνομε υπακοή στην αυτοαλήθεια ζώντας με τρόπο θεάρεστο,… να ποθήσομε, και με έργα μέχρι τέλους να επιζητήσομε την μακαριότητα που επιφυλάσσεται στους ουρανούς για εκείνους που έζησαν εδώ με τρόπο θεοφιλή.
Αυτή τη μακαριότητα είθε να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Ε’ Λουκά: Εις τον
πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον
(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. ιστ΄, χωρία 19 έως 31)
Αποσπάσματα από τις ομιλίες α΄ έως και ζ΄ «Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον» του αγίου Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
[…] Ήταν, λέγει, κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ζούσε μέσα σε πολλή κακία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές. Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιωτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ευφραινόταν καθημερινά». Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε. Διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος, ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά. Διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μην βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση. Διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή, καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του.
[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του την φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί· «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δε θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.
Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δε θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «δεν απολάμβανε ούτε τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου» (Λουκά, ιστ΄21), το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του». Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;
Πολλοί πολλές φορές ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά. Διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ’ αυτούς που τον βλέπουν με τον να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σ’ αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δε θα πονούσε τόσο· διότι τον να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια. Διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.
Επιπλέον κοντά σ’ αυτά του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει. Διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν, ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη. Διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δε θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία. Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν, να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει τα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.
Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση. Διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή. Μπορώ μαζί μ’ αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σ΄ αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σ’ εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε μ’ αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος, που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα. Και μαζί μ’ αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δε θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.
[…] Ο Λάζαρος ήταν μεν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό προείχε, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά του έγλυφαν τα τραύματα, έτσι οι δαίμονες εκείνου τα αμαρτήματα· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δε θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί και τον μορφώνει διαμέσου των θλίψεων· μαστιγώνει δε με ταλαιπωρίες κάθε υιό, τον οποίον δέχεται κοντά Του ως δικό Του» (Εβρ. 12, 6). Και πάλι· «παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή» (Εκκλ.2, 1). Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού. Διότι λέγει «αισχρά και ανόητα λόγια και άσεμνα αστεία ας μην βγαίνουν από το στόμα σας» (Εφ. 5, 4). Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.
[…] Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί. Διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σ’ αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σ’ αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σ΄αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.
[…] « Συνέβηκε», λέγει, «να πεθάνει ο Λάζαρος και να μεταφερθεί από τους αγγέλους» (Λουκά 16, 22). Γίνεται φανερό λοιπόν από την εξεταζόμενη παραβολή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και οι ψυχές των αμαρτωλών μεταφέρονται εκεί˙ και αυτό πάλι γίνεται φανερό από έναν άλλον πλούσιο, μιας άλλης παραβολής. Επειδή δηλαδή απέδωσαν πλούσια σοδειά τα χωράφια του, είπε μέσα του˙ «τι να κάνω; Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες». Τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τις αποθήκες του˙ διότι αποθήκες ασφαλισμένες δεν είναι οι τοίχοι, αλλά τα στομάχια των φτωχών˙ ενώ ο πλούσιος άφησε εκείνες τις αποθήκες και φρόντιζε για τους τοίχους.
Τι λοιπόν του λέγει ο Θεός; «Ανόητε, αυτή τη νύχτα την ψυχή σου ζητούν από σένα». Και πρόσεχε στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει ότι μεταφέρθηκε από τους αγγέλους, ενώ στην περίπτωση του πλουσίου λέγει «απαιτούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλο τον περιστοίχιζαν σαν νικητή. Τον Λάζαρο άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του άφρονος πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι΄αυτόν τον σκοπό˙ διότι δεν αναχωρεί προς εκείνην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό. Διότι εάν όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπασθεί από το σώμα και μεταφέρεται προς τη μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς. Γι΄αυτό πολλές φορές ανεβαίνει προς τα επάνω και προχωρεί πάλι προς το βάθος και φοβάται και φρίττει, όταν πρόκειται να αποχωρισθεί από το σώμα. Διότι πάντα μας κεντρίζει η συνείδηση για τις αμαρτίες μας, πολύ περισσότερο όμως κατά την ώρα εκείνη, όταν πρόκειται να μεταφερθούμε από εδώ εκεί για να λογοδοτήσουμε στο φοβερό δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό πρέπει συνεχώς να ετοιμαζόμαστε από εδώ, για την έξοδό μας προς τα εκεί. Διότι τι θα συμβεί εάν αποφασίσει ο Κύριος να μας καλέσει απόψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνωστο το μέλλον, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς και να είμαστε έτοιμοι για το ταξίδι εκείνο, όπως ακριβώς ο Λάζαρος αυτός διαρκώς υπέμενε και καρτερούσε˙ γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδηγούσαν.
Όμως πέθανε και ο πλούσιος και τάφηκε, σαν να ήταν καταχωνιασμένη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνήμα, και περιέφερε σαν τάφο μαζί της την σάρκα. Διότι δεμένος σαν με κάποια αλυσίδα με τη μέθη και τη γαστριμαργία, έτσι είχε κάνει άπρακτη και νεκρή την ψυχή. Μην προσπεράσεις, αγαπητέ, έτσι απλώς το «ετάφη», αλλά σκέψου εδώ, σε παρακαλώ, τα τραπέζια τα επαργυρωμένα, τα κρεβάτια, τους τάπητες, τα σκεπάσματα, όλα τα άλλα του σπιτιού, τα μύρα, τα αρώματα, το άφθονο καθαρό κρασί, τις ποικιλίες των φαγητών, τα καρυκεύματα, τους μαγείρους, τους κόλακες, τους σωματοφύλακες, τους υπηρέτες, όλη την άλλη πολυτέλεια κατασβησμένη και καταμαραμένη. Όλα στάχτη, όλα τέφρα και σκόνη, θρήνοι και οδυρμοί, χωρίς να μπορεί κανείς να βοηθήσει, ούτε να επαναφέρει την ψυχή που έφυγε. Τότε φάνηκε η δύναμη του χρυσού και της πολλής περιουσίας.
Πράγματι μέσα από την τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρούσε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει μαζί του τίποτε από τον τόσο πλούτο, αλλά έφευγε έρημος και απροστάτευτος. Κανείς από όσους τον υπηρέτησαν, κανείς απ’ όσους τον βοήθησαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυτώσουν από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά αφού αποσπάσθηκε από όλους εκείνους, τον μετέφεραν μόνο για να υπομείνει τις αφόρητες τιμωρίες. Αλήθεια «κάθε άνθρωπος είναι σαν το χόρτο και κάθε δόξα του ανθρώπου σαν το άνθος του χόρτου. Ξεράθηκε το χόρτο και το άνθος του έπεσε˙ ο λόγος όμως του Κυρίου θα μένει στον αιώνα» (Ησαΐας 40, 6-8). Ήλθε ο θάνατος και όλα εκείνα τα έσβησε˙ και παίρνοντάς τον σαν αιχμάλωτο, έτσι τον οδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρίς παρρησία, να τρέμει, να φοβάται, σαν να απήλαυσε όλη εκείνη την τρυφή στα όνειρά του˙ και μετά ο πλούσιος γινόταν ικέτης του φτωχού, και είχε ανάγκη από το τραπέζι εκείνου, που άλλοτε πεινούσε και ήταν μπροστά στα στόματα των σκυλιών· και τα πράγματα άλλαξαν και έμαθαν όλοι, ποιος ήταν ο πλούσιος και ποιος ήταν ο φτωχός και ότι ο Λάζαρος ήταν πιο πλούσιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτωχός απ΄ όλους.
[…] Πολλές φορές κάποιος από τους εδώ πλουσίους
βρέθηκε εκεί να είναι φτωχότερος όμως, όπως ακριβώς και αυτός ο πλούσιος.
Διότι, όταν τον κατέλαβε το βράδυ, δηλαδή ο θάνατος, και βγήκε από το θέατρο
της παρούσας ζωής, και έβγαλε το προσωπείο και φάνηκε εκεί ότι είναι φτωχότερος
όλων, και τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει ούτε μια σταγόνα νερό, αλλά γι’ αυτήν
να παρακαλεί επίμονα, χωρίς να εκπληρώνεται ούτε αυτή η αίτησή του. Ποια
φτώχεια θα ήταν χειρότερη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς. Διότι λέγει, «σήκωσε τα μάτια
του προς τον Αβραάμ και του λέγει· πάτερ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο, για
να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει το στόμα μου».
Βλέπεις πόση είναι η θλίψη του; Όταν ήταν κοντά του, τον προσπερνούσε, και τώρα
που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολλές φορές, μπαίνοντας και
βγαίνοντας δεν τον έβλεπε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέπει με πολύ πόθο.
Και για ποιο λόγο τον βλέπει; Ίσως πολλές φορές είπε αυτός ο πλούσιος· «τι μου
χρειάζεται η ευλάβεια και η αρετή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέχουν από πηγές·
απολαμβάνω μεγάλη αφθονία αγαθών, πολλή ευτυχία, δεν υποφέρω καμιά
δυστυχία· για ποιο λόγο να ασκήσω την αρετή; Αυτός ο φτωχός που ζει με
δικαιοσύνη και ευσέβεια υποφέρει μύρια βάσανα». Αυτά βέβαια πολλοί πολλές φορές
και τώρα τα λένε. Για να ξεριζωθούν λοιπόν αυτές οι κακές σκέψεις, του δείχνει
ότι και για την κακία υπάρχει τιμωρία, και τιμή και στέφανος για τους
κόπους υπέρ της ευσεβείας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει
και ο πλούσιος τώρα, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνο ακριβώς που έπαθε και ο
φτωχός. Διότι, όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε φοβερότερη την τιμωρία τώρα, το να
βρίσκεται στην κόλαση και να βλέπει την ευτυχία του Λαζάρου, ώστε να έχει πιο
αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και
εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος.
Και όπως, όταν έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο, τον παρήγγειλε να κατοικεί απέναντι από τον παράδεισο, για να του ανανεώνει τη λύπη η αδιάκοπη θέα και να του δίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την αίσθηση των αγαθών που έχασε, έτσι λοιπόν κι αυτόν τον έβαλε να κατοικεί απέναντι από τον Λάζαρο, για να δει από ποια αγαθά στέρησε τον εαυτό του. Σου έστειλα, λέγει, μπροστά στην πόρτα σου τον φτωχό Λάζαρο, για να σου γίνει διδάσκαλος της αρετής και αφορμή για φιλανθρωπία· περιφρόνησες το κέρδος, δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις όπως έπρεπε την αφορμή αυτή της σωτηρίας· θα σου χρησιμεύσει λοιπόν τώρα ως αφορμή μεγαλύτερης κολάσεως και τιμωρίας.
[…] Αξίζει όμως κι εκείνο να ερευνήσουμε: γιατί άραγε δεν είδε τον Λάζαρο κοντά σε κανέναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ; Ήταν φιλόξενος ο Αβραάμ· για να γίνει λοιπόν και αυτός κατήγορος αυτού για την αφιλοξενία του, τον βλέπει μαζί με εκείνον. Διότι εκείνος και τους περαστικούς έψαχνε να βρει και τους οδηγούσε στο σπίτι του, ενώ αυτός αδιαφορούσε και γι’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυρό και αφορμή για σωτηρία, τον προσπερνούσε αδιάφορα κάθε ημέρα, και δεν χρησιμοποίησε όσο μπορούσε την προστασία του φτωχού. Όμως ο πατριάρχης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελείως διαφορετικός· καθόταν μπροστά στις θύρες και συνελάμβανε όλους τους διερχομένους, και όπως κάποιος αλιεύς, ρίχνοντας δίχτυ στη θάλασσα, ανασύρει συνήθως ψάρι, όμως ανασύρει πολλές φορές και χρυσό και μαργαριτάρια, έτσι λοιπόν κι αυτός, αλιεύοντας ανθρώπους, κατόρθωσε να αλιεύσει κάποτε και αγγέλους, και το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνωρίζει το έκανε αυτό. Διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δε θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο, ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι, και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόσο μεγάλη προθυμία τους κάλεσε μέσα στο σπίτι του.
Το πιο υπέροχο λοιπόν είναι όταν και τους τυχόντες και τους περιφρονημένους και τους ευτελείς τους δεχόμαστε με πολλή καλοσύνη. Αυτό γνωρίζοντας και ο Αβραάμ, δεν εξέταζε τους διερχομένους ποιοι ήταν και από πού έρχονταν, όπως ακριβώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχόταν όλους χωρίς διάκριση. Διότι αυτός που δείχνει φιλική διάθεση δεν πρέπει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορθώνει τη φτώχεια και να καλύπτει την ανάγκη. Έναν λόγο συνηγορίας έχει ο φτωχός, τη φτώχεια και το ότι βρίσκεται σε ανάγκη· τίποτε λοιπόν περισσότερο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακόμη είναι ο πιο καλός από όλους και του λείπει η αναγκαία τροφή, ας τον απαλλάξουμε από την πείνα. Αυτό και ο Χριστός παρήγγειλε να κάνουμε λέγοντας· «γίνετε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας, ο οποίος ανατέλλει τον ήλιο Του για τους κακούς και τους αγαθούς, και βρέχει για τους δικαίους και τους αδίκους». Είναι λιμάνι για όσους βρίσκονται σε ανάγκη ο ελεήμονας· και το λιμάνι δέχεται όλους τους ναυαγούς και τους απαλλάσσει από τους κινδύνους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγαθοί, είτε είναι οτιδήποτε άλλο αυτοί που κινδυνεύουν, τους δέχεται όλους μέσα στην αγκαλιά του.
[…] Αλλά ας επαναφέρουμε πάλι στον λόγο μας στο θέμα μας. Όταν λοιπόν τον είδε στην αγκαλιά του Αβραάμ, είπε· «πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο». Για ποιον λόγο δεν απηύθυνε τον λόγο προς τον Λάζαρο; Εγώ νομίζω ότι ντράπηκε και κοκκίνισε και κρίνοντας από τον εαυτό του, νόμιζε ότι οπωσδήποτε θα του κρατά κακία. Διότι, εάν εγώ, λέγει, που απολάμβανα τόση ευτυχία, και σε τίποτα δεν αδικήθηκα, περιφρόνησα τον άνθρωπο που βρισκόταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχουλα δεν του έδωσα, πολύ περισσότερο αυτός, που τόσο περιφρονήθηκε, δε θα συγκατανεύσει στην παράκλησή μου. Αυτά δεν τα λέμε για να κατηγορήσουμε τον Λάζαρο, διότι εκείνος δεν κατείχετο από τέτοιες σκέψεις, μη γένοιτο, αλλά επειδή ο πλούσιος αυτά φοβήθηκε και δεν κάλεσε τον Λάζαρο, αλλά φώναξε τον Αβραάμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνοούσε εκείνα που είχαν γίνει. Και ζήτησε εκείνο το δάχτυλο, το οποίο πολλές φορές άφησε να το γλύψουν οι γλώσσες των σκύλων.
Τι λοιπόν είπε εκείνος; «Τέκνο μου, απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου». Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δεν είπε, «απάνθρωπε και σκληρέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο θυμάσαι τώρα την φιλανθρωπία και το έλεος και την συγνώμη; Δεν κοκκινίζεις, δεν ντρέπεσαι;» Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απήλαυσες τα αγαθά σου». Διότι λέγει «ψυχή ταλαιπωρημένη μην την ταράξεις άλλο» (Εκκλ. 4, 3). Του αρκούν οι τιμωρίες του, ας μην επιβαρύνουμε τις συμφορές του. Εξάλλου και για να μην νομίσει ότι από μνησικακία για τα περασμένα δεν άφησε τον Λάζαρο να πάει, τον ονομάζει «τέκνο μου», απολογούμενος κατά κάποιον τρόπο για τον εαυτό του, με την προσφώνησή του. Αυτό που είναι στην εξουσία μου, λέγει, σου το δίνω, το να μεταβεί όμως από εδώ εκεί, δεν είναι δικό μου.
«Τέκνο μου», λέγει λοιπόν, «θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος τα κακά· και τώρα αυτός παρηγορείται και εσύ υποφέρεις. Και εκτός από αυτά χάσμα μεγάλο έχει στηριχθεί ανάμεσά μας, ώστε εκείνοι που θέλουν να μεταβούν από εκεί προς εμάς να μην μπορούν, ούτε αυτοί που είναι εδώ να περάσουν προς τα εκεί». Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότισαν με μεγάλο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πληγώνει η συνείδηση, άλλο τόσο και ωφελεί την ψυχή αυτών που ερεθίζει. Διότι, εάν εκεί μας τα έλεγαν αυτά, όπως στον πλούσιο, πράγματι έπρεπε να θρηνούμε και να οδυρόμαστε και να πενθούμε, διότι δε θα είχαμε καιρό για μετάνοια· επειδή όμως τα ακούμε τώρα που είμαστε εδώ, όπου και είναι δυνατό να μετανοήσουμε και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες και να αποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, και να αλλάξουμε ανησυχώντας από τα κακά που συνέβηκαν στους άλλους, ας ευχαριστήσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, που διεγείρει τη δική μας οκνηρία με την τιμωρία των άλλων, και μας αφυπνίζει ενώ κοιμόμαστε. Γι΄ αυτό ακριβώς προλέχθηκαν αυτά, για να μην πάθουμε κι εμείς. Διότι, εάν ήθελε να μας τιμωρήσει, γι’ αυτό προλέγει την τιμωρία, για να σωφρονισθούμε με την πρόρρηση και να αποφύγουμε να τα γνωρίσουμε στην πράξη.
Αλλά γιατί δεν είπε «έλαβες τα αγαθά σου», αλλά «απέλαβες»; Εδώ ανοίγεται μπροστά μας αχανές και μεγάλο πέλαγος νοημάτων. Διότι το «απέλαβες» φανερώνει και σημαίνει κάποια οφειλή· καθόσον απολαμβάνει κανείς αυτά που του οφείλουν. Αν λοιπόν ήταν μιαρός και ακάθαρτος και σκληρός και απάνθρωπος αυτός ο πλούσιος, γιατί δεν του είπε, «έλαβες τα αγαθά σου» αλλά «απόλαβες», σαν να του τα χρωστούσε και να του τα όφειλε; Τι λοιπόν μαθαίνουμε από εδώ; Ότι, και αν είναι μερικοί ακάθαρτοι και έχουν φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, πολλές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά. Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέψη, γίνεται ολοφάνερο από αυτό. Διότι τι μιαρότερο υπήρχε από τον κριτή εκείνον της αδικίας (στην παραβολή του αδίκου κριτή και της χήρας· βλ. Λουκά 18, 1-8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν· αλλ’ όμως, αν και ζούσε μέσα στην κακία, έκανε κάτι καλό, ελέησε την χήρα, που συνεχώς τον ενοχλούσε, υποχώρησε και εκπλήρωσε την απαίτησή της και την προστάτευσε από εκείνους που την αδικούσαν. Έτσι συμβαίνει να είναι κάποιος ασελγής, αλλά και ελεήμων πολλές φορές, ή απάνθρωπος, αλλά και φρόνιμος· αλλά κι αν είναι ακόλαστος και απάνθρωπος, όμως έκανε κατά τη ζωή του πολλές φορές και κάποιο καλό.
Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό και ο πλούσιος, εάν και είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της κακίας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζαρος, αν και έφθασε στην κορυφή της αρετής, να είχε αμαρτήσει έστω και ελάχιστα, πρόσεχε πώς και τα δύο αυτά τα υπαινίχθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ, λέγοντας· «κι εσύ απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφειλόταν γι΄αυτό μισθός, όλα αυτά τα απήλαυσες σ’ εκείνον τον κόσμο, όταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τα πλούτη σου, απολάμβανες μεγάλη ευημερία και ευτυχία· και αυτός, αν έκανε κάποιο κακό, όλα τα εξόφλησε με την φτώχεια και την πείνα και με όλα τα μεγάλα κακά με τα οποία ταλαιπωρήθηκε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθάσει εδώ, εκείνος χωρίς αμαρτίες, κι εσύ χωρίς κατορθώματα δικαιοσύνης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθαρή την παρηγοριά, κι εσύ υπομένεις απαρηγόρητη την τιμωρία.
[…] Αλλά ας ακούσουμε και την συνέχεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «έχει στηριχθεί μεγάλο βάραθρο μεταξύ μας». Επομένως, καλά είπε ο Δαυίδ «ο αδελφός δεν μπορεί να σε σώσει· κανείς δεν μπορεί να δώσει στον Θεό για να τον εξιλεώσει» (Ψαλμ. 48, 8). Πράγματι, δεν είναι δυνατό, κι αν ακόμη είναι αδελφός, κι αν είναι πατέρας, κι αν είναι υιός. Διότι πρόσεχε· «παιδί μου», ονόμασε ο Αβραάμ τον πλούσιο, κι όμως δεν μπόρεσε να φανεί πατέρας· «πατέρα» αποκάλεσε τον Αβραάμ ο πλούσιος, κι όμως, δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να απολαύσει την πατρική εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε προσπάθεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρχουν, μπορεί να ωφελήσει εκείνον που προδόθηκε από τη δική του τη ζωή.
[…] Άκουσε λοιπόν πώς και ο πλούσιος που ζήτησε δύο χάρες από τον Αβραάμ, και στις δύο απέτυχε. Διότι πρώτα τον παρακάλεσε για τον εαυτό του, λέγοντας, «στείλε τον Λάζαρο»· έπειτα όμως όχι πια για τον εαυτό του, αλλά για τους αδελφούς του· αλλά καμιάς χάριτος δεν αξιώθηκε. Διότι η πρώτη ήταν αδύνατο να γίνει, ενώ η δεύτερη, για τους αδελφούς του, ήταν περιττή. Αλλ’ όμως, εάν θέλετε, ας ακούσουμε κι αυτά τα λόγια με μεγάλη προσοχή. Δεν άκουε ο κατάδικος τον Θεό να του μιλάει, αλλά ο Αβραάμ ήταν στο ενδιάμεσο, για να μεταφέρει στον δικαζόμενο τα λόγια του δικαστή. Διότι δεν έλεγε από μόνος του αυτά που έλεγε, αλλά του διάβαζε τους θείους νόμους και του έλεγε τις αποφάσεις που έβγαζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς ο πλούσιος δεν μπορούσε ούτε να αντιμιλήσει.
Αλλά είναι ώρα πια να ακούσουμε τα λόγια του πλουσίου. «Σε παρακαλώ», λέγει, «πάτερ», δηλαδή δέομαι, σε ικετεύω, «να στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου τον Λάζαρο· διότι έχω πέντε αδέλφια· για να τους βεβαιώσει τα όσα γίνονται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασάνου». Επειδή απέτυχε για τον εαυτό του, τώρα παρακαλεί για τους άλλους. Πρόσεχε πώς έγινε φιλάνθρωπος και ήμερος εξαιτίας της κολάσεως. Διότι αυτός που περιφρονούσε τον Λάζαρο, ενώ ήταν μπροστά του, φροντίζει τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδιαφορούσε γι’ αυτόν που ήταν μπροστά στα μάτια τους, ενδιαφέρεται γι΄αυτούς που δεν βλέπει, και με μεγάλο σεβασμό και βιασύνη ζητεί να δειχθεί κάποια πρόνοια γι΄αυτούς, για να αποφύγουν τα βάσανα που θα τους καταλάβουν. Και παρακαλεί να σταλεί ο Λάζαρος στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου ήταν τα σκάμματα γι’ αυτόν και είχε ανοιχθεί το στάδιο της αρετής.
Ας τον δουν, λέγει, τώρα με τα στεφάνια, εκείνοι που τον είδαν καθώς αγωνιζόταν· εκείνοι που ήταν μάρτυρες της φτώχειας και της πείνας και των μυρίων συμφορών του, να γίνουν μάρτυρες της τιμής, της μεταβολής, όλης της δόξας, για να διδαχθούν και να μάθουν και από τα δύο, ότι δε θα τελειώσουν τα πράγματά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοιμασθούν έτσι, για να μπορέσουν να αποφύγουν αυτήν την κόλαση και τιμωρία. Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες», λέγει, «αυτούς ας ακούσουν». Δεν ενδιαφέρεσαι εσύ, λέγει, για τους αδελφούς σου περισσότερο από τον Θεό που τους δημιούργησε. Τους έδωσε άπειρους διδασκάλους που τους παροτρύνουν, τους συμβουλεύουν, τους νουθετούν. Τι λοιπόν είπε πάλι αυτός; «Όχι, πάτερ Αβραάμ», λέγει, «αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέψουν».
Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια των πολλών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμβαίνουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγάλα είπε στον εαυτό του ο πλούσιος εκείνος όταν απολάμβανε τις τρυφές; Διότι ούτε από αφέλεια παρεκάλεσε να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επειδή περιφρονούσε τις Γραφές όταν τις άκουγε και τις περιγελούσε και νόμιζε ότι είναι μύθοι τα λεγόμενα, από εκείνα λοιπόν που έπασχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλφια του θα πάθαιναν. Κι εκείνοι, λέγει, έτσι τα θεωρούν· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δε θα αρνηθούν να τον πιστέψουν, δε θα τον περιγελάσουν αλλά θα προσέξουν πολύ τα λεγόμενά τους. Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί, θα τον ακούσουν». Και ότι είναι αληθινό αυτό, ότι όποιος δεν ακούει τις Γραφές, ούτε τους νεκρούς εάν αναστηθούν θα τους ακούσει, το απέδειξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε όταν είδαν αναστημένους νεκρούς πίστεψαν· αλλά άλλοτε επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο,κι άλλοτε ορμούσαν επάνω στους αποστόλους, αν και βέβαια πολλοί από τους νεκρούς αναστήθηκαν κατά την ώρα του σταυρού.
[…] Γνωρίζοντας λοιπόν, αγαπητοί, όλα αυτά, ας προσέχουμε τους εαυτούς μας με κάθε ακρίβεια· κι αν τιμωρούμαστε, να ευχαριστούμε· κι αν ευημερούμε, να ασφαλίζουμε τους εαυτούς μας και σωφρονιζόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων, να ευχαριστούμε τον Θεό διά της μετανοίας και της κατανύξεως και της διαρκούς εξομολογήσεως· και εάν έχουμε διαπράξει κάποια αμαρτία κατά την παρούσα ζωή, αφού την αποβάλουμε και με πολλή προσπάθεια σβήσουμε την κάθε κηλίδα της ψυχής μας, ας παρακαλέσουμε τον Θεό, να μας αξιώσει όλους να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας όσο είμαστε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλούσιο, αλλά με τον Λάζαρο να απολαύσουμε τους κόλπους του πατριάρχη, και να εντρυφούμε με τα αθάνατα αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, μαζί με το άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
[Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ), Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 25, σελ. (κατ΄επιλογήν από όλες τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ‘’Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον’’) 425-529]
(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, Φιλόλογος)
Ψεύτης είναι ο διάβολος και κανένα αληθινό δεν λέγει. Υπόσχεται πολλά, όχι για να δώσει, αλλά για να πάρει. Και παίρνει προσωπείο κηδεμονίας.
Είναι πονηρός ο διάβολος, το ομολογώ και εγώ, αλλά στον εαυτό του πονηρός, όχι σε εμάς, εάν προσέχουμε.
Ψυχή που δεν είναι καλά προστατευμένη με προσευχές, με ευκολία ο διάβολος την βάζει στον έλεγχό του και με ευχέρεια τη γεμίζει από κάθε αμαρτία.
Ο διάβολος δεν πηγαίνει όπου πόρνος, ή βέβηλος, ή άρπαγας, ή πλεονέκτης, αλλά όπου διάγουν βίον ήσυχο και ενάρετο.
Κακούργο είναι το θηρίο ο διάβολος και όλα πραγματεύεται και κινεί εναντίον της σωτηρίας μας.
Γεροντικό: Φοβερός πόλεμος με δαιμόνια υπερηφανείας
»Μετά την τράπεζα συναντώ στην αυλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι του Μοναστηριού, που ήταν παρών στην Λειτουργία. Τον χαιρέτισα και μου λέει:
― Βρε, τι ήταν αυτό σήμερα! Τι ωραία ψαλμωδία! Μας ανέβασες στον ουρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.
― Όχι εγώ, ο πατήρ τάδε, του είπα.
― Ποιος πατήρ τάδε. Εσύ, η δική σου φωνή, και μου είπε και διάφορα επαινετικά λόγια.
»Τον βάζω μετάνοια και πάω να φύγω. Έρχεται ο σατανάς δίπλα μου· τον έβλεπα και μου λέει: "Όταν σου λέω εγώ να ακούς. Είσαι άφθαστος, εσύ έπρεπε να πάρεις δίπλωμα έξω και να είσαι δάσκαλος".
»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τι ήθελα να ‘ρθώ από δω να συναντήσω τον μοναχό να ακούσω όλα αυτά.
»Βγήκα έξω και κίνησα για τον κήπο. Ο διάβολος από κοντά μου. Ενώ έβλεπα, βάδιζα, δεν ξέρω πώς, πήρε το πνεύμα μου ο σατανάς και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά και έβλεπα τον κόσμο σαν μυρμήγκια κάτω.
― Εσύ δεν είσαι τυχαίος, μου έλεγε ο σατανάς, εσύ δεν ξέρεις τι κουβαλάς.
― Τι κουβαλάω, βρε σατανά, ό,τι κουβαλάς και συ κουβαλώ κι εγώ. Φύγε από κοντά μου. "Θεέ μου, βοήθησέ με". Τι είναι αυτό σήμερα. Θα μου πάρει τα μυαλά ο σατανάς. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
»Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, αλλά είχα και λίγο επίγνωση και είπα: "Θεέ μου, δεν θέλω τέτοιες επάρσεις".
»Μπαίνω στον κήπο, αυτός από κοντά. Αυτός τα δικά του, εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο από το δαιμόνιο της υπερηφανείας. Προχώρησα πιο μέσα στον κήπο, μήπως και φύγη. Τίποτα. "Πάει", είπα, "θα δαιμονισθώ". Τότε έπεσα στα γόνατα με το ράσο που φορούσα στην Εκκλησία, και έκλαιγα. Δεν έδινα σημασία τι μου έλεγε ο σατανάς, εγώ τα δικά μου. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στον ήλιο. "Δεν θέλω", έλεγα, "τέτοιες επάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Εγώ θέλω, Χριστέ μου, να σε προσκυνώ πάνω στον Σταυρό. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός και τίποτα παραπάνω". Αυτός έλεγε τα δικά του. Μούσκεψε το χώμα από τα δάκρυα, σαν να είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε εκείνο το νέφος και ο σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. Ένιωσα την ανάγκη να προσκυνήσω τα πόδια του Εσταυρωμένου. Σηκώθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριό μας και την Παναγία, έβαλα λίγες μετάνοιες και έφυγα κλαίγοντας.
»Έπειτα σκέφθηκα ότι, για να έρθουν να με πειράξουν τα δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι "λάγκευα"1 προς τον εγωισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ταπείνωση».
_______________
Έκλινα, στόχευα, προσανατολιζόμουν.
Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»