ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΕΡΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ!

 Πατὴρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
 
Περὶ νηστείας 

Ἀναγκαῖος ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας

Αὐτοὶ ποὺ ἐνσυνείδητα παραθεωροῦν τὸ θέμα τῆς νηστείας, χωρὶς νὰ ἔχουν λόγους ὑγείας, πολὺ φοβᾶμαι ὅτι δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Νομοθέτες!

Διηγεῖτο κάποτε ὁ γέροντας: Ἦρθε κάποιο πνευματικοπαίδι μου καὶ μοῦ ἔλεγε:
-Ξέρετε, πάτερ, ἐγὼ δὲν τὴν παραδέχομαι τὴν νηστεία. Τί πάει νὰ πεῖ νηστεία;
Τοῦ ἀπάντησα: -Ἡ νηστεία εἶναι θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο. Νήστευσαν οἱ Προφῆτες, ὁ Μωυσῆς, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες… Ἐὰν ἐξακολουθεῖς νὰ μὴ νηστεύεις καὶ νὰ ἔχεις αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις, τότε ν’ ἀλλάξεις Γέροντα! Ἔτσι τοῦ εἶπα.
Ἐὰν ὅμως μοῦ ἔλεγε: «Ξέρετε, πάτερ, δέχομαι τὴ νηστεία ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω τόσο. Προσπαθῶ ὅμως κάτι νὰ καταφέρω», θὰ τοῦ ἔλεγα: «Σὲ δέχομαι, παιδάκι μου. Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ ἀνταποκριθεῖς σ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας». Ἀλλὰ νὰ μοῦ λέει:... «Δὲν παραδέχομαι τὴ νηστεία»! Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Ἀκοῦς ἐκεῖ!

Παρόμοια ἀπάντησε σὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέφερε στὴν ἐξομολόγηση ὅτι κατέτασσε τὶς νηστεῖες στὰ μικροπράγματα καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὶς τηροῦσε, «φροντίζοντας νὰ εἶναι ἐντάξει στὰ βασικά τῆς πίστεώς μας»:
-Δὲν μοῦ λές, ἦλθες ἐδῶ ὡς μετανοῶν ἁμαρτωλὸς γιὰ νὰ λάβεις ἄφεση, ἢ ὡς νομοθέτης; Ἂν ἰσχύει τὸ πρῶτο, δὲν μπορεῖς νὰ κατατάσσεις τὴ νηστεία στὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἂν ἰσχύει τὸ δεύτερο, τότε δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ διαβάσω συγχωρητικὴ εὐχή.  

Σοβαρὸ ἁμάρτημα

Τὸ Δεκαπενταύγουστο τοῦ ’67, θυμᾶται ἕνα ζευγάρι πνευματικῶν του τέκνων, φιλοξενηθήκαμε σὲ κάποιο συγγενικὸ σπίτι καὶ δὲν νηστεύσαμε, ἀκολουθώντας τὴ γραμμὴ τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ. Τὸ θεωρήσαμε πολὺ φυσικὸ καὶ αὐτοσυγχωρεθήκαμε. Πήγαμε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ γιὰ ἐξομολόγηση στὸν Γέροντα, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀναφέραμε τίποτε γι’ αὐτό. Ἐξομολογηθήκαμε ἄλλα πράγματα. Μᾶς διάβασε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ μετὰ πιάσαμε κουβέντα γιὰ διάφορα ἐνδιαφέροντα θέματα. Παρεμπιπτόντως στὴ ρύμη τοῦ λόγου ἀναφέραμε ὅτι δὲν εἴχαμε νηστεύσει. Θὰ προτιμούσαμε νὰ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιεῖ ἀπὸ τὴ ντροπή μας, ὅταν μᾶς εἶπε αὐστηρά:
-Νομίζετε ὅτι ἔχετε ἐξομολογηθεῖ τώρα, ὅταν ἕνα τόσο σοβαρὸ ἁμάρτημα τὸ ἀποσιωπήσατε;  

Ἀναθεώρηση τῶν περὶ νηστείας διατάξεων

Στὶς μακροχρόνιες καὶ ἐπίμονες προσπάθειες διαφόρων ἐκκοσμικευμένων ἐκκλησιαστικῶν κύκλων γιὰ τὴν ἀναθεώρηση καὶ χαλάρωση τῶν περὶ νηστείας διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας ὁ Γέροντας ἦταν ἀπολύτως ἀντίθετος. Ἔλεγε: Εἶναι τόση ἡ ἀξία τῆς νηστείας, ὥστε κι ἂν ἀκόμη δὲν εἶχε θεσπισθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν θεσπίσει τώρα, καὶ ὄχι θεσμὸ καθιερωμένο ἀπὸ αἰῶνες, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναδείξει τόσους Ἁγίους, νὰ ζητᾶμε νὰ τὸν καταργήσουμε ἢ νὰ τὸν ἀλλοιώσουμε!  

Νηστεία καὶ πάθη

Οἱ κύκλοι αὐτοὶ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ πατερικὲς ἀπόψεις οἱ ὁποῖες, κατ’ αὐτούς, ὑποβαθμίζουν τὴ σημασία τῆς νηστείας γιὰ τὴν πνευματικὴ εὐδοκίμηση τῶν πιστῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὅ,τι ἔχει ἐπιβάλει ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι π.χ. ἀναφέρουν τὶς Πατερικὲς ἀπόψεις ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἄχρηστη, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ φαρισαϊκὴ οἴηση, ἀπὸ καταλαλιά, συκοφαντία, μισανθρωπία ἢ ἐκδικητικότητα, ἢ ἀκόμη καὶ ἀπὸ λαιμαργία καὶ ἀμετρία στὸ φαγητό, ἔστω καὶ νηστίσιμο. Κατὰ τὸν Γέροντα οἱ θέσεις αὐτὲς τῶν Πατέρων δὲν μειώνουν καθόλου τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Ἀντιθέτως τὴν ἀναδεικνύουν, ἀφοῦ τὴν ἀντιπαρατάσσουν πρὸς τόσο μεγάλες κακίες, ὅπως οἱ παραπάνω, οἱ ὁποῖες ἐπιστρατεύονται ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ τὴν ἀχρηστεύσουν. Πουθενὰ οἱ Πατέρες δὲν λένε ὅτι ὅσοι εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὶς κακίες αὐτὲς καὶ ὅσοι κοσμοῦνται μὲ τὶς ἀντίθετες ἀρετές, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ μὴ νηστεύουν. Ἀλλὰ καὶ δὲν λένε, ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτὲς τὶς κακίες, εἶναι περιττὸ νὰ νηστεύει, μία καὶ τότε εἶναι ἄχρηστη ἡ νηστεία. Ἀντιθέτως ἡ μὴ τήρηση στὴν περίπτωση αὐτὴ τῆς νηστείας ὑποβοηθεῖ στὴν παγίωση τῶν παθῶν αὐτῶν.  

Νηστεία καὶ δίαιτες

Ὁ Γέροντας εἶχε νὰ ἀπαντήσει συχνὰ σὲ προκλήσεις σχετικὰ μὲ τὴ νηστεία. Κάποτε τὸν ρώτησαν: – Ποιὸς νηστεύει καλύτερα, πάτερ, σὲ περίοδο νηστείας, αὐτὸς ποὺ τρώει δύο πιάτα ἀνάλαδη φασουλάδα, χαλβὰ κ.λπ., ἢ αὐτὸς ποὺ τρώει ἕνα αὐγὸ σφικτό; Χωρὶς περιστροφὲς ὁ Γέροντας ἀπάντησε: -Ὁ πρῶτος! Ὁ δεύτερος κάνει ἁπλῶς δίαιτα. Καὶ τὸ αἰτιολογοῦσε: -Ἡ νηστεία ἔχει δύο στόχους: τὴν ἄσκηση ἐγκρατείας στὸ σῶμα διὰ τοῦ περιορισμοῦ τῶν πλούσιων σὲ θρεπτικὲς οὐσίες τροφῶν, καὶ τὴ συμμόρφωση στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἄσκηση γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρώει ἕνα αὐγὸ σὲ περίοδο νηστείας, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας, ὁπωσδήποτε ἀθετεῖ τὴν ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκοντας νὰ ἔχουν γιὰ λόγους καλῆς διατροφῆς ἕνα ποικίλο διαιτολόγιο τρῶνε Τρίτη καὶ Πέμπτη ὄσπρια καὶ λαχανικά, ἐνῶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀρτύσιμα. Ἡ περιφρόνηση αὐτὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶναι προκλητική, δεδομένου ὅτι ἡ συμμόρφωση πρὸς τὰ καθιερωθέντα ἀπὸ αὐτὴν εἶναι καὶ ἀνέξοδη καὶ εὔκολη. Νὰ τρῶνε δηλαδὴ Τρίτη καὶ Πέμπτη ἀρτύσιμα καὶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τὰ νηστίσιμα. Ἔτσι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἀπόψεως διατροφῆς θὰ ἦταν τὸ ἴδιο καὶ δὲν θὰ γινόταν καταπάτηση τῆς νηστείας. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὑπάρχει παχυλὴ ἄγνοια καὶ ἀδιαφορία γιὰ ὅ,τι ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ ἀκόμη χειρότερο, ἑωσφορικὴ οἴηση. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Γέροντας δὲν εὐνοοῦσε τὴν πολυφαγία σὲ νηστήσιμες τροφὲς ἢ τὰ πολυτελῆ καὶ ἐξεζητημένα ἐδέσματα κατὰ τῆς περιόδους τῆς νηστείας, ἔστω κι ἂν αὐτὰ κατατάσσονται στὶς νηστίσιμες τροφές. Πάντοτε συνιστοῦσε λιτότητα, ἀνεξαρτήτως ἂν ὑπῆρχε νηστεία ἢ ὄχι, καὶ σὲ μοναχοὺς καὶ σὲ λαικούς. Προέβαλλε μάλιστα συχνὰ πρὸς ἔλεγχον τὸν βασανιστικὸ αὐτοπεριορισμὸ περὶ τὸ φαγητό, στὸν ὁποῖο ὑποβάλλονται τακτικὰ κοσμικοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ διατηροῦν τὴ σιλουέττα τους, καὶ βέβαια ὄχι ἀπὸ λόγους ὑγείας ἀλλὰ ἐπιδείξεως.  

Νηστεία καὶ ὀνομαστικὲς ἑορτὲς

Εἶχε τεθεῖ συχνὰ τὸ θέμα ἂν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεται ἀρτύσιμο φαγητὸ σὲ περιπτώσεις ὀνομαστικῶν ἑορτῶν, ἐξαιρετικῶν γεγονότων, συναντήσεως φίλων κ.λπ. κατὰ τὴ διάρκεια τῶν νηστειῶν. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ἡ περιποίηση ἀνθρώπων εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἡ ἐξάσκηση τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστέλλεται κατὰ τὶς νηστίσιμες περιόδους. Στὸ τραπέζι ὅμως θὰ παρατίθενται ἀπαραιτήτως νηστίσιμα φαγητά. Μέσα σὲ κάποια ὅρια μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ περιποιημένα ἢ πιὸ νόστιμα ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε κάποιους, ἀπαραιτήτως ὅμως νηστίσιμα.  

Νηστεία καὶ φιλοξενία

Ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς ἡ ἄποψη ὅτι γιὰ λόγους φιλοξενίας ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση τῆς νηστείας. Ὡς παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας προβάλλεται ἡ τακτικὴ τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου ποὺ σταματοῦσαν τὴν νηστεία τους προκειμένου νὰ φιλοξενήσουν κάποιον ἢ νὰ φιλοξενηθοῦν ἀπὸ κάποιον ἀδελφό, ὅταν πήγαιναν ταξίδι.

Ὁ Γέροντας ξεκαθάριζε τὰ πράγματα: – Πουθενὰ στὸ Γεροντικό, ἔλεγε, δὲν ἐπαινεῖται κάποιος ἀσκητὴς καὶ δὲν προβάλλεται ὡς παράδειγμα ἐπειδὴ κατέλυσε τὴ νηστεία γιὰ λόγους φιλοξενίας. Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἐρημίτες καὶ ἀσκητὲς κατέλυαν τὴν προσωπική τους ἀσκητικὴ νηστεία, ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρότερη ἀπ’ ὅ,τι ὅριζε ἡ Ἐκκλησία. Ἔτρωγαν π.χ. λίγα ἄβραστα, μουσκεμένα ὄσπρια ἢ ὠμὰ χόρτα ἢ λίγο μουσκεμένο παξιμάδι κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα, ἀλλὰ κάθε δυὸ-τρεῖς μέρες ἢ καὶ ἀκόμη ἀραιότερα. Ἂν τύχαινε, λοιπόν, νὰ φιλοξενήσουν κάποιον, τότε ἔβραζαν τὰ ὄσπρια ἢ τὰ χόρτα καὶ ἂν ἦταν μέρα μὲ κατάλυση οἰνελαίου ἔριχναν λίγο λάδι ἢ ἔπιναν καὶ λίγο κρασί. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πρόσθεταν λίγο κόπο παραπάνω γιὰ νὰ περιποιηθοῦν αὐτὸ τὸ λιτὸ φαγητὸ καὶ νὰ τιμήσουν ἔτσι τὸν φιλοξενούμενό τους. Μὲ ταπείνωση δὲ ἐδέχοντο καὶ οἱ ἴδιοι παρόμοια φιλοξενία τὶς ἐλάχιστες φορὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό τους. Μόλις οἱ λόγοι τῆς φιλοξενίας ἐξέλειπαν, αὐτοὶ ἐπανέρχονταν στὴν αὐστηρὴ νηστεία τους ἢ καὶ σὲ ἀκόμη αὐστηρότερη γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὸ χαμένο ἔδαφος, μήπως δηλ. τοὺς ξεγελάσει ὁ ἐαυτός τους καὶ βροῦν τὴ φιλοξενία ὡς πρόσχημα γιὰ νὰ χαλαρώσουν τὴ νηστεία τους. Ὅταν κάποιος ἐρημίτης, συνέχιζε ὁ γέροντας, ὁδοιπορώντας ἐπισκεπτόταν ἄλλους ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, αὐτοὶ τὸν κέρναγαν λίγο κρασὶ (εἴτε ἐπειδὴ ὑπῆρχε κατάλυση οἴνου εἴτε διότι ἐφάρμοζαν οἰκονομία γιὰ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας). Αὐτὸς τὸ ἔπινε εὐχαριστώντας εὐγενικά, ἀλλὰ ὅταν ἐπέστρεφε στὸ κελλί του, ἔμενε τόσες μέρες χωρὶς νερὸ ὅσα ποτήρια κρασὶ εἶχε δεχθεῖ κατὰ τὸ ταξίδι του. Ὁ ὑποτακτικός του, ποὺ τὸν λυπόταν, ὅταν ταξίδευαν μαζί, παρακαλοῦσε κρυφά τοὺς φιλοξενοῦντες νὰ μὴν τοῦ προσφέρουν κρασί.

Εἶχα ἐξομολογηθεῖ στὸν Γέροντα πρὸ ἐτῶν, θυμᾶται ἕνα πνευματικοπαίδι του, ὅτι εἴχαμε φιλοξενήσει στὸ σπίτι κάποιον ἐξάδελφο, λίγο κοσμικὸ στὸ φρόνημα σὲ ἡμέρα νηστείας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἴχαμε νηστεύσει. Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε αὐστηρός: -Τὴν μία ὁ ἐξάδελφος, τὴν ἄλλη ὁ κουμπάρος, τὴν τρίτη ὁ μπατζανάκης, μετὰ ὁ φίλος! Ἂν τὸ πάτε ἔτσι, δὲν πρόκειται νὰ νηστεύετε. Καλὰ κάνετε καὶ φιλοξενεῖτε. Αὐτὸ σᾶς τὸ συνιστῶ. Ἀκόμη καὶ σὲ μέρες νηστείας. Ἀλλὰ θὰ προσφέρετε νηστίσιμα φαγητά. Περιποιημένα καὶ νόστιμα ἂν θέλετε νὰ τιμήσετε κάποιον, ἀλλὰ νηστίσιμα. «Σήμερα», θὰ τοῦ λέτε ἁπλά, «εἶναι νηστεία, γι’ αὐτό σοῦ ἔχουμε νηστίσιμο φαγητό. Δὲν θέλουμε νὰ παραβοῦμε τὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας».  

Νηστεία καὶ συνεστιάσεις

Πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικοπαίδια τοῦ Γέροντα ἀντιμετώπιζαν προβλήματα μὲ τὴ νηστεία, ὅταν ἐλάμβαναν μέρος σὲ συνεστιάσεις φιλικὲς ἢ ἐπαγγελματικὲς (παλαιῶν συμμαθητῶν, γεύματα ἐργασίας, ἐπιστημονικὰ συνέδρια κ.λπ.). Εἶναι παρατηρημένο ὅτι στὶς σύγχρονες ἀποχριστιανισμένες δυτικὲς κοινωνίες τέτοιες συνεστιάσεις ὁρίζονται κατὰ κανόνα τὶς Τετάρτες καὶ ἰδίως τὶς Παρασκευές, διότι ἡ ἑπομένη εἶναι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ κλείνει ἡ ἐργασιακὴ ἑβδομάδα (ὁ Γέροντας σ’ αὐτὸ διέβλεπε λανθάνουσα διαβολικὴ ἐπίδραση. «Χάθηκαν οἱ ἄλλες μέρες;», ἔλεγε). Προφανῶς κανεὶς δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τὶς μεγάλες περιόδους τῆς νηστείας, οὔτε καὶ προνοεῖ νὰ παρατίθενται νηστίσιμα φαγητά. Ἐνδεχομένως κάποιες σαλάτες εἶναι ἡ μόνη ἐναλλακτικὴ λύση γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ νηστέψουν. Ἡ γραμμὴ τοῦ Γέροντα ἦταν ἀπόλυτη: -Ἂν θέλετε νὰ λάβετε μέρος σ’ αὐτὲς τὶς συνεστιάσεις, ἔχετε εὐλογία, ἀλλὰ θὰ νηστεύετε τρώγοντας ὅ,τι νηστίσιμο βρεῖτε. Ἂν δὲν μπορεῖτε νὰ κρατήσετε τὴ νηστεία, τότε νὰ μὴ λαμβάνετε μέρος.

Νηστεία καὶ σκανδαλισμὸς

Λένε μερικοί:
-Δὲν νηστεύουμε ὅταν βρισκόμαστε σὲ μία συγκέντρωση γιὰ νὰ μὴ στενοχωρήσουμε καὶ σκανδαλίσουμε κάποιους μὲ τὴ στάση μας. Θὰ μᾶς σχολιάσουν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε νὰ μὴ δείχνουμε ὅτι νηστεύουμε ὅπως οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι; Ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε σ’ αὐτὸ ὡς ἑξῆς:

– Ὅταν νηστεύουμε, ὅπως κι ὅταν κάνουμε ὁποιαδήποτε καλὴ πράξη, πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε μὲ ταπεινὸ φρόνημα, ὡς «ἀχρεῖοι δοῦλοι», ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἂν μᾶς βλέπουν ἢ δὲν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅπως δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ φοβόμαστε τὸν ψόγο καὶ τὰ σχόλιά τους ὅταν κάνουμε τὸ καθῆκον μας πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἑξαρτώμεθα στὸ θέμα αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἐὰν κάποιος στενοχωρηθεῖ ἢ «σκανδαλισθεῖ». Ἂν ἐμεῖς κάνουμε τὸ καθῆκον μας, ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει τὸν σκανδαλιζόμενο, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἴτε δὲν ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πάνω στὴ ζωή μας εἴτε προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴ δική του ἀδυναμία. Σκεπτόμαστε αὐτοὺς ποὺ θὰ «σκανδαλισθοῦν», ὅταν μᾶς δοῦν νὰ νηστεύουμε καὶ δὲν ὑπολογίζουμε αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς δοῦν νὰ μὴ νηστεύουμε, γνωρίζοντας ἐνδεχομένως τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ πιστεύω μας. Σ’ αὐτὴ τὴν τελευταία περίπτωση ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου ἐμᾶς, διότι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ παραβάτες τῆς ἐντολῆς. Ἐξ ἄλλου ἂν αὐτὴ τὴ συλλογιστικὴ τὴν ἐπεκτείνουμε καὶ στὶς ἄλλες ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, καταργοῦμε ὅλο τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Θέλω π.χ. νὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Πάντοτε σχεδὸν θὰ συναντήσω ἀνθρώπους στὸ δρόμο. Σκέπτομαι: «Ἂν μπῶ μέσα καὶ μὲ δοῦν, ἂν εἶναι ἄθεοι καὶ ἀντίχριστοι θὰ ἐνοχληθοῦν καὶ θὰ ἐξοργισθοῦν. Ἂν εἶναι εὐσεβεῖς πιστοί, θὰ ποῦν: Τί καλὸς Χριστιανός! Πάει στὴν Ἐκκλησία! Καὶ ὁ ἔπαινός τους θὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴν ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ἂς μὴν πάω λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἐκκλησιασθῶ ὅταν δὲν θὰ μὲ δεῖ κανείς». Κι ἔτσι πάει περίπατο ὁ ἐκκλησιασμός! Ποῦ ἀκούσθηκαν αὐτά; Ποιὸ Εὐαγγέλιο λέει τέτοια πράγματα; 

Τοῦ μακαριστοῦ πατρός Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: Η ΠΤΩΧΕΙΑ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ!

 Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Η «πτωχεία εν πνεύματι» 

Ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: «Μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι», γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5:3). Γιατί, λέγοντας «μακάριοι οι πτωχοί», πρόσθεσε «τω πνεύματι»; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής. Και γιατί δεν είπε «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα» – αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη –, αλλά είπε «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»; Για να μας δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους «πτωχούς τω πνεύματι», υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρατηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους. Αφού δηλαδή αυτό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης (Γεν. 2:6) μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών.

Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό. Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη (Ησ. 10:23), έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ’ αυτήν τα αποτελέσματά της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι «πτωχός τω πνεύματι». Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της «πτωχείας εν πνεύματι». Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά.

Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, όποιος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι’ αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, όποιος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος «φτωχός». Γι’ αυτό και ο θείος Λουκάς είπε «μακάριοι οι πτωχοί» (Λουκ. 6:20), χωρίς να προσθέσει «τω πνεύματι». Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11:29), γι’ αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. 8:17). 

Από το βιβλίο: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ, Τόμος Δ’. Εκδόσεις “Το περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 1997. Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Προς τη σεμνοτάτη μοναχή Ξένη, σελ. 254.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΦΩΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 Τα τρία είδη του φωτός κατά τη διδασκαλία
του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 

Χωρίς αμφιβολία κεντρικό θέμα στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου) του Παλαμά είναι το φως, το θείο φως, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα βασικά θέματα, όπως η διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, η γνώση του Θεού όχι διά της κοσμικής σοφίας αλλά διά του θείου φωτισμού, η νοερά προσευχή, ή άκτιστη θεία χάρη, το μεθεκτόν και αμεθεκτον του Θεού, η συμμετοχή του σώματος στη θέωση, η από του παρόντος κόσμου πρόγευση των εσχάτων και άλλα. Το περί θείου φωτός θέμα είναι κατά κάποιο τρόπο η πηγή από την οποία απορρέουν όλα τα άλλα. Και τούτο, γιατί η συζήτηση για τη φύση του φωτός, που βλέπουν οι άγιοι στις διάφορες θεοφάνειες και οράσεις, του φωτός της Μεταμορφώσεως του Χριστού επί του όρους Θαβώρ, ως και του φωτός που θα καταυγάσει τους αγίους κατά την μέλλουσα ζωή, κατά την οποία θα εκλάμψουν οι δίκαιοι ως ο ήλιος, παρήγαγε σχεδόν όλα τα άλλα βασικά όντως για την Ορθόδοξη Θεολογία θέματα. 

Τί αντιπροσωπεύει άραγε αύτη η έννοια του φωτός, που συναντάμε τόσο συχνά μέσα στην Αγία Γραφή, στην υμνολογία της λατρείας και στην λοιπή πατερική γραμματεία, όπου εμφανίζεται ό ίδιος ο Θεός να είναι φως, κατά την Ιωάννεια ρήση «Ο Θεός φως εστίν και εκ του φωτός αυτού να φωτίζονται όλα τα πνευματικά όντα, οι άγγελοι ως «δεύτερα φώτα» και κατόπιν οι άνθρωποι; Είναι απλώς μία μεταφορική, συμβολική έννοια, που δεν έχει κάποιο πραγματικό αντίκρυσμα στη θεότητα; Μία πρόσκαιρη και παροδική εμφάνιση του Θεού με την μορφή του αισθητού φωτός, που γίνεται και απογίνεται, και διαρκεί μόνο όσο διαρκεί η θεοφάνεια με τη μορφή της φωτοφανείας; Μήπως εκφράζει ακόμη την διανοητική, την νοητή γνώση, που με τους συλλογισμούς αποκτά ο άνθρωπος για την θεότητα μέσω της κτίσεως; 

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά παράγει όλα τα άλλα βασικά θέματα που αναφέραμε και διασαφεί τελικά αν το φως αποτελεί στοιχείο, μέρος, εκδήλωση, ενέργεια του Θεού, οπότε η ενασχόληση με αυτό ανήκει στη Θεολογία, με την κυρία έννοια της λέξεως, ως λόγου περί του Θεού καθ’ εαυτόν, ή αντίθετα αποτελεί στοιχείο, αισθητό και κτιστό, του κόσμου και του ανθρώπου, οπότε ο λόγος γι’ αυτό ανήκει στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία Πέρα όμως από αυτές τις θεωρητικές διαπιστώσεις δείχνει αν ο άνθρωπος, ελλαμπόμενος και φωτιζόμενος από αυτό το φως μετέχει πραγματικά του Θεού, θεώνεται, αν το φως είναι θεϊκό και άκτιστο, ή αντίθετα παραμένει στα δικά του μέτρα, στον χώρο του κτιστού και αισθητού κόσμου, χωρίς να αποκτά και να γεύεται κάτι από την θεότητα, αν το φως είναι κτιστό και αισθητό και διανοητικό. 

Η συζήτηση δηλαδή για τη φύση του φωτός, αν είναι άκτιστο ή κτιστό, συνδέεται με το αίτημα της θεώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου, της πραγματικής κοινωνίας και μετοχής του Θεού, έχει σωτηριολογικές επιπτώσεις. Οι αγώνες και η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά απέβλεπαν στο να διασφαλίσουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μετέχει του Θεού, να δείξουν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος και υπερβατικός, μία απρόσιτη και ανενέργητη ουσία, αλλά είναι συγχρόνως ενδοκοσμικός και μεθεκτός, γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει φύση και ουσία χωρίς ενέργειες, γιατί ο Θεός είναι ουσία ενεργητική, έχει ενέργειες, που είναι και αυτές θείες και άκτιστες. Και οι ενέργειες αυτές του Θεού δεν είναι θεωρητικές συλλήψεις του νου και διακρίσεις θεολογικές, αλλά απτή πραγματικότητα, την οποία παραδειγματικά και εκφαντορικά εκφράζει το θείο φως: «Φως ο Θεός ον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται». Το άκτιστο, αιώνιο, θείο και θεοποιό φως είναι η Χάρις του Θεού, γιατί το όνομα της Χάριτος αρμόζει στις θεϊκές ενέργειες, που μας δίδονται δωρεάν και απεργάζονται το έργο της θεώσεως και της σωτηρίας. Ενέργειες και Χάρις και θείον φως εκφράζουν το άνοιγμα του Θεού προς τον άνθρωπο, τη θεϊκή συγκατάβαση, για να μπορέσει ο άνθρωπος να γνωρίσει εμπειρικά το Θεό, να αποκτήσει αίσθηση, όραση και γνώση πνευματική, που είναι πολύ ανώτερες από την αισθητή γνώση, που αποκτούμε μέσω των αισθήσεων, αλλά και από την διανοητική γνώση, που αποκτούμε μέσω του νου, των συλλογισμών και της μαθήσεως. Είναι αδύνατον μέσω των αισθήσεων και του νου, μέσω δηλαδή κτιστών μέσων, να προσεγγίσει κανείς την άκτιστη θεότητα, η οποία γνωρίζεται μόνον μέσω των ιδικών της ενεργειών, διά του θείου και θεϊκού φωτός, το οποίο φωτίζει και καταλάμπει τους αξίους και κεκαθαρμενους. 

Στον «Αγιορείτικο Τόμο», που είναι έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, διακρίνει ο μύστης αυτός του φωτός και της Χάριτος με πολλή σαφήνεια και λεπτότητα τρία είδη φωτός, τα οποία οι αμύητοι και ατέλεστοι δεν ημπορούν να διακρίνουν και τα συγχέουν. Είναι εν πρώτοις το αισθητό φως, που αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση της οράσεως· είναι έπειτα το νοητό, το διανοητικό φως, τα διάφορα νοήματα, «η εν νοήμασι κείμενη γνώσις» που αντιλαμβανόμαστε με τον νου. Και τα δύο είναι κτιστά φώτα, που περιορίζονται και κινούνται το καθένα στο χώρο του ανάλογα με τη φύση του. Υπάρχει όμως και τρίτο φως, το θείο φως, η έλλαμψη του θεϊκού φωτός, το οποίο δεν είναι ούτε αισθητό, ούτε διανοητικό, είναι άκτιστο και θεϊκό, είναι ο ορατός χαρακτήρ της θεότητος. Το φως αυτό, μολονότι είναι υπερβατικό, υπεραισθητό και υπερνοητό ενεργεί μέσω της οράσεως και του νου, ώστε δι’ αυτών, εκπνευματισμένων και αλλοιωμένων, να βλέπουν οι άξιοι αυτά που είναι υπέρ νουν και υπέρ αίσθηαιν, πέρα δηλαδή από τον φυσικό χώρο των αισθήσεων και του νου. Είναι βασικό αυτό το κείμενο για την κατανόηση της περί φωτός διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου και αξίζει να παρατεθεί: «Άλλο φως αντιλαμβάνεται ο νους, άλλο η αίσθηση. Η αίσθηση αντιλαμβάνεται το αισθητό φως που δείχνει τα αισθητά ως αισθητά. Φως του νου είναι η γνώση που υπάρχει στα νοήματα. Δεν αντιλαμβάνονται λοιπόν το ίδιο φως η όραση και ο νους, αλλά έως ότου καθένα από αυτά ενεργεί κατά τη δική του φύση και μέσα στις κατά φύση συνθήκες. Όταν όμως οι άξιοι ευτυχήσουν να λάβουν πνευματική και υπέρλογη χάρη και δύναμη, τότε και με την αίσθηση και με το νου βλέπουν αυτά που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και κάθε νου, με τρόπο που «γνωρίζει μόνο ο Θεός κι εκείνοι που δέχονται αυτές τις θείες ενέργειες» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου». 

(Πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Καθηγ. Παν/μίου, «Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης», εκδ. Βρυέννιος, σ.153-146)

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΖΥΓΙΑ!

 
Η Χριστιανική συζυγία, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου 

Συμβουλές Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου 

Ένας σοφός άνθρωπος, που είπε πολλά με τη μορφή των μακαρισμών, είπε και τούτο: “Η γυναίκα και ο άντρας να φέρονται καλά μεταξύ τους” (Σοφ.Σειρ. 25, 1). Από την αρχή ο Θεός φρόντισε για να ζουν οι σύζυγοι με ομόνοια. Γι’ αυτό μιλάει για τους δύο σαν να πρόκειται για έναν και λέει: “Άνδρα και γυναίκα τους έκανε” (Γεν. 1, 27)· και “δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα” (Γαλ. 3, 28). Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει τόσο στενή σχέση ανάμεσα σε δύο άνδρες, όση ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα. 

Γι’ αυτό ο Δαβίδ, πενθώντας και θρηνώντας για το θάνατο του στενού φίλου του Ιωνάθαν, που τον αγαπούσε υπερβολικά, δεν τον αποκάλεσε πατέρα η μητέρα, αδελφό η φίλο, αλλά τι είπε; “Σ’ αγάπησα περισσότερο απ’ όσο μπορεί ν’ αγαπηθεί μια γυναίκα” (Β  Βασ. 1, 26). 

Και πραγματικά. Αυτή η αγάπη είναι πιο δυνατή από κάθε άλλη. Οι άλλες έχουν σφοδρότητα, αυτή όμως είναι και σφοδρή και αμάραντη. Γιατί υπάρχει μια ερωτική ορμή που φωλιάζει στη φύση τους και, χωρίς να κατανοούμε το πως, συνδέει τα σώματά τους. Γι’ αυτό και εξαρχής από τον άνδρα προήλθε η γυναίκα, ενώ στη συνέχεια από τον άνδρα και τη γυναίκα προέρχονται άλλοι άνδρες και άλλες γυναίκες. Βλέπεις σύνδεσμο και σύμπλεγμα που δημιούργησε ο Θεός, μην επιτρέποντας μάλιστα σε άλλη ουσία να εισχωρήσει... απ’ έξω; 

Βλέπεις και πόσα άλλα έκανε συγκαταβατικά; Ανέχθηκε να γίνει γυναίκα του Αδάμ η αδελφή του· η μάλλον όχι η αδελφή του, αλλά η θυγατέρα του· ή μάλλον ούτε η θυγατέρα του, αλλά κάτι περισσότερο, η ίδια του η σάρκα. Και την ενότητά τους την καθόρισε ευθύς εξαρχής, σαν τις πέτρες, ενώνοντάς τους σε μιαν ολότητα. 

Γι’ αυτό ούτε τη γυναίκα δημιούργησε από ξένη στον Αδάμ ουσία, για να μη συνδέεται αυτός μαζί της σαν με μια ξένη, ούτε πάλι σταμάτησε το γάμο στην ένωση του Αδάμ με την Εύα, για να μη χωρίζεται αυτός, λόγω της ενώσεώς του με μια μόνο γυναίκα, από το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος. Έγινε δηλαδή εδώ ο,τι γίνεται μ’ ένα ωραίο δέντρο: Έχει ένα κορμό, που υψώνεται πάνω από τη ρίζα και μετά απλώνεται σε πολλά κλαδιά. Αν δεν είχε κορμό και τα κλαδιά βγαίνουν κατευθείαν από τις ρίζες, δεν αξίζει τίποτα· και αν έχει πολλές ρίζες, δεν το θαυμάζει κανείς. 

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός από έναν άνθρωπο, τον Αδάμ, έκανε να προέλθει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όπως τα κλαδιά από τον κορμό του δέντρου, κάνοντάς το αναγκαστικά αδιάσπαστο και αχώριστο. Και για να μην περιοριστεί η αγάπη, αλλά ν’ απλωθεί σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, δεν επέτρεψε να έρχονται σε γάμο οι άνθρωποι με αδελφές και θυγατέρες, επιβάλλοντας το χωρισμό από τα δικά μας πρόσωπα. Γι’ αυτό έλεγε: “Ο δημιουργός από την αρχή έκανε άνδρα και γυναίκα” (Ματθ. 19, 4). 

Απ’ αυτό προέρχονται μεγάλα καλά αλλά και μεγάλα κακά για τις οικογένειες και τις κοινωνίες. Γιατί ο έρωτας άνδρα και γυναίκας αποτελεί, περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο, τον ισχυρότερο συνεκτικό δεσμό του βίου μας. Για χάρη του πολλοί και όπλα παίρνουν στα χέρια τους και την ψυχή τους ακόμα προδίδουν και θυσιάζουν. 

Όχι, λοιπόν, τυχαία και αναίτια αναφέρθηκε ο Παύλος σ’ αυτό το θέμα, λέγοντας: “Οι γυναίκες να υποτάσσεστε στους άνδρες σας όπως στον Κύριο” (Εφ. 5, 22). Γιατί άραγε; Γιατί, αν οι σύζυγοι συμβιώνουν με ομόνοια, τότε και τα παιδιά τους ανατρέφονται καλά και οι γείτονες απολαμβάνουν την ευωδία της χριστιανικής τους ζωής και οι φίλοι τους χαίρονται και οι συγγενείς τους καμαρώνουν. Αν, όμως, συμβαίνει το αντίθετο, όλα γίνονται άνω κάτω, όλα είναι σε σύγχυση και ταραχή. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ ο,τι και σ’ ένα στράτευμα: Όταν οι στρατηγοί του έχουν ειρηνικές σχέσεις και συνεργάζονται αρμονικά, ο στρατός πάει καλά και έχει νίκες· όταν, όμως, αυτοί διαφωνούν και μαλώνουν, όλος ο στρατός γίνεται άνω κάτω. Γι’ αυτό, λοιπόν λέει: “Οι γυναίκες να υποτάσσεστε στους άνδρες σας όπως στον Κύριο”. 

Πως, όμως, η Γραφή σε άλλο σημείο λέει, “αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται γυναίκα και άνδρα, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου” (πρβλ. Λουκ. 14, 26); Αν πρέπει οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άνδρες τους όπως στον Κύριο, πως αλλού ζητάει να τους απαρνηθούν για χάρη του Κυρίου; Αν διαβάσετε προσεκτικά και τα δύο χωρία, θα διαπιστώσετε ότι το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ισχύουν παράλληλα και τα δύο. Τι θέλει δηλαδή να πει εδώ ο απόστολος; Η “να υποτάσσεστε στους άντρες σας, γνωρίζοντας ότι έτσι υπηρετείτε τον Κύριο” η “να υπακούτε στους άντρες σας, θεωρώντας, σαν μαθήτριες του Κυρίου, ότι κάνετε το δικό Του θέλημα”. Γιατί, αν εκείνος που δεν υποτάσσεται στην κρατική εξουσία και τις πολιτειακές αρχές, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός, πολύ περισσότερο η γυναίκα, που δεν υποτάσσεται στον άνδρα της παραβαίνει θεϊκή εντολή. 

Ας θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο άνδρας είναι το κεφάλι και η γυναίκα το σώμα, όμως όπως αποδεικνύει και τούτος ο αποστολικός συλλογισμός: “Ο άνδρας είναι η κεφαλή (δηλ. ο αρχηγός) της γυναίκας, όπως και ο Χριστός της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι και ο σωτήρας του σώματός Του, της Εκκλησίας.Όπως όμως η Εκκλησία υποτάσσεται στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει σε όλα να υποτάσσονται στους άνδρες τους” (Εφ.5, 23-24) 

Εσύ, ο άντρας, ακούς τον Παύλο, που συμβουλεύει τη γυναίκα να υποτάσσεται σ’ εσένα, και τον επαινείς και τον θαυμάζεις. Άκου τι ζητάει από σένα:
«Οι άνδρες ν’ αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και πρόσφερε τη ζωή Του γι’ αυτήν» (Εφ.5, 25). Είδες προηγουμένως υπερβολή υποταγής; Δες τώρα υπερβολή αγάπης. 

Θέλεις να υπακούει σ’ εσένα η γυναίκα σου, όπως η Εκκλησία υπακούει στο Χριστό; Φρόντιζε κι εσύ γι’ αυτήν, όπως ο Χριστός για την Εκκλησία. Κι αν χρειαστεί τη ζωή σου να θυσιάσεις γι’ αυτήν, κομμάτια να γίνεις χίλιες φορές , τα πάντα να υπομείνεις και να πάθεις, μην αρνηθείς να το κάνεις. Γιατί ούτε κι έτσι θα έχεις κάνει κάτι ισάξιο μ’ εκείνο που έκανε ο Χριστός για την Εκκλησία, αφού εσύ θα έχεις πάθει γι’ αυτήν με την οποία είσαι ενωμένος, ενώ ο Κύριος έπαθε γι’ αυτήν που Τον αποστρεφόταν και Τον περιφρονούσε. 

Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός όχι με απειλές, όχι με βρισιές, όχι με φοβέρες, αλλά με πολλή αγάπη και στοργή, με φροντίδα και θυσία κατόρθωσε να εμπνεύσει την ευπείθεια σ’ εκείνην που τόσο Τον είχε λυπήσει, έτσι να κάνεις κι εσύ, έτσι να φέρεσαι στη γυναίκα σου. 

Αν δεν σε προσέχει, αν σε αντιμετωπίζει με υπερηφάνεια, αν σου δείχνει περιφρόνηση, θα μπορέσεις να τη συμμορφώσεις με την πολλή φροντίδα σου, με την αγάπη και την καλοσύνη σου, όχι με την οργή και το φοβέρισμα. Μόνο έναν υπηρέτη μπορείς να συνετίσεις έτσι, η μάλλον ούτε κι αυτόν, γιατί γρήγορα θα οργιστεί και θα φύγει από τη δούλεψή σου. Στη σύντροφο της ζωής σου, στη μάνα των παιδιών σου, στη βάση κάθε χαράς μέσα στην οικογένειά σου, δεν πρέπει με αγριάδα και απειλές να επιβάλλεσαι, αλλά με την αγάπη και τον καλό τρόπο. 

Τι συζυγική ζωή είναι αυτή, όταν η γυναίκα τρέμει τον άνδρα της; Και ποια οικογενειακή θαλπωρή θα απολαύσει ο άνδρας, όταν ζει μαζί με γυναίκα που τη μεταχειρίζεται σαν δούλα; 

Κι αν πάθεις κάτι για χάρη της, μην της το χτυπήσεις. Ούτε ο Χριστός έκανε κάτι τέτοιο. «Και τη ζωή Του», λέει, «πρόσφερε γι’ αυτήν, θέλοντας έτσι να την καθαρίσει και να την αγιάσει» (Εφ. 5, 25-26). Επομένως ήταν ακάθαρτη, είχε ελαττώματα, ήταν άσχημη και ποταπή. 

Όποια γυναίκα κι αν πάρεις, δεν θα είναι σαν την Εκκλησία, που πήρε ο Χριστός σαν νύφη Του, ούτε θα διαφέρει αυτή τόσο από σένα, όσο διέφερε εκείνη από το Χριστό. Και όμως, ο Κύριος δεν αισθάνθηκε αποστροφή γι’ αυτήν, ούτε τη σιχάθηκε για την υπερβολική της ασχήμια. Και θέλεις να καταλάβεις πόση ήταν η ασχήμια της; Άκου τι λέει ο Παύλος: «Κάποτε ήσασταν σκοτάδι» (Εφ. 5, 8). Βλέπεις πόσο μαύρη ήταν; Υπάρχει τίποτα πιο μαύρο απ’ το σκοτάδι;

Δες, όμως, και τη θρασύτητά της: «Ζούσαμε μέσα στην κακία και το φθόνο» (Τιτ. 3, 3). Δες και την ακαθαρσία της: «άμυαλοι, απείθαρχοι, πλανημένοι, υποδουλωμένοι σε κάθε λογής επιθυμίες και ηδονές» (Τιτ. 3, 3). 

Και όμως, μολονότι αυτή είχε τόσα ελαττώματα, ο Χριστός παρέδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη της, για μια κακιά σαν να ήταν καλή, για μιαν άσχημη σαν να ήταν ωραία, ποθητή και θαυμαστή. Απορώντας γι’ αυτό και θαυμάζοντας ο Παύλος έλεγε: «Ο Χριστός πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους. Δύσκολα θα έδινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για έναν δίκαιο άνθρωπο. Ο Θεός όμως, ξεπερνώντας αυτά τα όρια, έδειξε την αγάπη Του για μας, γιατί, ενώ ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή Του για χάρη μας (πρβλ. Ρωμ, 5, 6-8). 

Και ενώ τέτοια ήταν, όταν την πήρε, η νύφη Του, η Εκκλησία, την καθαρίζει, τη στολίζει, τη λούζει. «Ήθελε έτσι να την εξαγιάσει, καθαρίζοντάς την με το λουτρό του βαπτίσματος και με το λόγο, ώστε να την έχει ως νύφη την Εκκλησία με όλη της τη λαμπρότητα, την καθαρότητα και αγιότητα, χωρίς ψεγάδι, η ελάττωμα, η κάτι παρόμοιο» (Εφ. 5, 26-27). Με το υδάτινο λουτρό του βαπτίσματος την καθαρίζει. Αλλά «και με το λόγο», λέει. Με ποιό; Με το «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και όχι μόνο τη στόλισε, αλλά και τη δόξασε, την έκανε λαμπρή, «χωρίς ψεγάδι η ελάττωμα η κάτι παρόμοιο». 

Κι εμείς, λοιπόν, αυτή την ωραιότητα ας επιζητάμε. Και αν την επιζητούμε, θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε. Γι’ αυτό μη ζητάς από τη γυναίκα αυτά που δεν είναι δικά της. Βλέπεις, ότι όλα από τον Κύριο τα πήρε η Εκκλησία. Απ' Αυτόν έγινε ένδοξη και λαμπρή. Μη νιώσεις αποστροφή για τη γυναίκα, επειδή έτυχε να μην είναι όμορφη. Άκουσε τι λέει η Γραφή: “Η μέλισσα είναι τόσο μικρή ανάμεσα στα φτερωτά, μα ο καρπός της είναι τόσο γλυκός!” (Σοφ. Σειρ. 11, 3). 

Θεού πλάσμα είναι η γυναίκα. Με την αποστροφή σου δεν προσβάλλεις εκείνην, αλλά το Δημιουργό της. Τι δικό της έχει; Ο Κύριος δεν της τα έδωσε όλα; Μα και την όμορφη γυναίκα μην την παινέψεις, μην την θαυμάσεις. Ο θαυμασμός της μιας και η περιφρόνηση της άλλης δείχνουν άνθρωπο ακόλαστο. Την ομορφιά της ψυχής να ζητάς και το Νυμφίο της Εκκλησίας να μιμείσαι. Η σωματική ομορφιά, πέρα από το ότι είναι γεμάτη αλαζονεία, προκαλεί ζήλεια, πολλές φορές μάλιστα και αβάσιμες υποψίες. Δεν χαρίζει, όμως ηδονή; Για λίγο, ναι· για ένα μήνα η δύο, η το πολύ για ένα χρόνο ύστερα, όχι πια. Γιατί, λόγω της συνήθειας, δεν σου κάνει πια αίσθηση η ομορφιά, η οποία όμως διατηρεί την αλαζονεία της. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση μιας γυναίκας που δεν έχει εξωτερική ομορφιά, έχει όμως εσωτερική. Εκεί είναι φυσικό η ηδονή και η αγάπη του συζύγου να παραμένουν απ’ την αρχή ως το τέλος αμείωτες, γιατί προέρχονται από ομορφιά ψυχής και όχι σώματος... 

Υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τ’ αστέρια τ’ ουρανού; Σώμα τόσο λευκό δεν μπορείς να μου βρεις. Μάτια τόσο λαμπερά δεν μπορείς να μου δείξεις. Όταν δημιούργησε ο Θεός τ’ αστέρια, οι άγγελοι τα θαύμασαν γεμάτοι έκπληξη. Κι εμείς τώρα τα θαυμάζουμε, όχι όμως τόσο πολύ, όσο όταν τα πρωτοείδαμε. Αυτό κάνει η συνήθεια. Ελαττώνει την έκπληξη, τώρα πόσο περισσότερο ισχύει αυτό στην περίπτωση της γυναίκας. Αν μάλιστα τύχει να τη βρει και κάποια αρρώστια, αμέσως χάθηκαν όλα. Να γιατί από τη γυναίκα πρέπει να ζητάμε καλοσύνη, μετριοφροσύνη, ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ψυχικής ομορφιάς. Σωματική ομορφιά να μη ζητάμε. Δεν βλέπετε τόσους και τόσους, που πήραν ωραίες γυναίκες, πως κατέστρεψαν τη ζωή τους αξιοθρήνητα; Και δεν βλέπετε άλλους, που, χωρίς να έχουν ωραίες γυναίκες, έζησαν πολύ ευτυχισμένα; 

Ούτε, όμως και για πλούσια γυναίκα να ψάχνουμε. Κανένας ας μην περιμένει να γίνει πλούσιος με το γάμο. Αισχρός και αξιοκαταφρόνητος είναι ένας τέτοιος πλουτισμός. Επιπλέον, όπως λέει ο απόστολος, “όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στο χαμό” (Α  Τιμ. 6, 9). Από τη γυναίκα, λοιπόν, μη ζητάς λεφτά, αλλά αρετές. Είναι δυνατό ν’ αδιαφορείς για τα σπουδαιότερα και να φροντίζεις για τα ασήμαντα; 

Δυστυχώς, όμως σε όλα αυτό κάνουμε. Αν αποκτήσουμε παιδί, νοιαζόμαστε όχι για το πως θα γίνει καλός άνθρωπος, αλλά για το πως θα του εξασφαλίσουμε πλούτη· όχι για το πως θ’ αποκτήσει καλούς τρόπους, αλλά για το πως θα έχει πολλούς πόρους. Στο επάγγελμά μας, δεν κοιτάμε πως θα το ασκήσουμε τίμια, αλλά πως θα μας φέρει μεγάλα κέρδη. Όλα, λοιπόν, γίνονται για τα λεφτά. Μας έχει κυριέψει ο έρωτας του χρήματος, γι’ αυτό οδηγούμαστε στην καταστροφή. 

“Έτσι”, συνεχίζει ο απόστολος, “και οι άνδρες οφείλουν ν’ αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, άλλ’ αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει και ο Κύριος για την Εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε μέλη του σώματός Του από τη σάρκα Του και τα οστά Του” (Εφ. 5, 28-30). Τι εννοεί μ’ αυτά τα λόγια; Μας προβάλλει πιο δυνατή εικόνα, πιο ζωηρό παράδειγμα. Συνάμα μας οδηγεί πιο κοντά και πιο ξεκάθαρα σ’ ένα ακόμα καθήκον. Για να μην πει κανείς ότι “Εκείνος Θεός ήταν και τον εαυτό Του παρέδωσε”, γι’ αυτό ο Παύλος λέει: “Έτσι και οι άνδρες οφείλουν...”. Δεν πρόκειται δηλαδή για χάρισμα, για δώρο, αλλά για οφειλή, για χρέος. Αφού είπε, “όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα”, προσθέτει: Γιατί “κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, αλλ’ αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει”. Και πως είναι δικό του σώμα; Διαβάζουμε στη Γένεση, πως, όταν ο Αδάμ ξύπνησε και είδε τη γυναίκα, που έκανε ο Θεός από την πλευρά του, είπε: “Αυτό το πλάσμα είναι οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου” (Γεν. 2, 23). Όπως, λοιπόν, ο Κύριος φροντίζει στοργικά την Εκκλησία, δηλαδή όλους εμάς, γιατί είμαστε μέλη Του, σάρκα Του και οστά Του- και αυτό το γνωρίζετε καλά όσοι συμμετέχετε στα ιερά μυστήρια-, έτσι και ο άνδρας οφείλει να φροντίζει στοργικά τη γυναίκα του, γιατί δημιουργήθηκε απ' αυτόν, είναι κομμάτι του σώματός του. 

“Γι’ αυτό”, λέει η Γραφή, “θα εγκαταλείψει ο άνδρας τον πατέρα του και τη μητέρα του, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του καί (με τη συζυγία) θα γίνουν οι δυό τους μια σάρκα”, ένα σώμα, ένας άνθρωπος (Γεν. 2, 24  Ἐφ. 5, 31). Να και τρίτος λόγος. Δείχνει δηλαδή ότι, αφού εγκαταλείψει ο άνδρας εκείνους που τον γέννησαν, δένεται μ’ εκείνην. Από δω κι εμπρός η σάρκα, ο πατέρας και η μητέρα, δημιουργεί το παιδί, που γεννιέται από την ένωση των σπερμάτων τους. Ώστε και οι τρεις είναι μια σάρκα, όπως κι εμείς με το Χριστό είμαστε μια σάρκα, ένα σώμα. 

Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγάπη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες η ελλείψεις έχουμε; Ο ένας έχει πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρωστο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το περιποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος. 

Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν’ αγαπάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιαν άλλη σπουδαιότερη αιτία:
Γιατί δεν είναι πια δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα· και ο άνδρας είναι το κεφάλι, ενώ η γυναίκα το σώμα. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος σε άλλη επιστολή του, “κεφαλή του κάθε άνδρα είναι ο Χριστός, κεφαλή της γυναίκας είναι ο άνδρας και κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός” (Α’ Κορ. 11, 3). Πως όμως λέει, ότι “κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός”; Αυτό λέω κι εγώ, ότι, όπως εμείς είμαστε ένα σώμα, έτσι είναι ένα ο Χριστός και ο Πατέρας.Επομένως και ο Πατέρας είναι κεφαλή μας. 

Δύο παραδείγματα μας φέρνει, ένα του σώματος και ένα του Χριστού. Γι’ αυτό και προσθέτει: “Σ’ αυτά τα λόγια”- δηλαδή στο ότι θα γίνουν οι δύο, ο άνδρας και η γυναίκα, μια σάρκα - “κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο, που εγώ σας λέω ότι αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας” (Εφ. 5, 32). Αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας, γιατί κι Εκείνος άφησε τον Πατέρα Του, φανερώθηκε ως άνθρωπος στη γη, ενώθηκε με τη νύφη - Εκκλησία, δηλαδή μ’ εμάς, κι έγινε ένα πνεύμα μαζί της - μαζί μας, αφού “όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του” (Α  Κόρ. 6, 17). Και είναι μυστήριο μεγάλο, γιατί ο άνθρωπος τον πατέρα του, που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, τη μάνα του, που με φοβερούς πόνους τον έφερε στον κόσμο, τους γόνεις του, που τόσο τον ευεργέτησαν και για τόσα χρόνια τον προστάτεψαν, αυτούς τους εγκαταλείπει. Και τι κάνει; Συνδέεται με μια γυναίκα που λίγο πρωτύτερα του ήταν άγνωστη, που δεν είχε τίποτα κοινό μ’ αυτόν. Μυστήριο, πραγματικά! Και οι γονείς όχι μόνο δεν λυπούνται που γίνεται κάτι τέτοιο, αλλά και ευχαριστιούνται και χρήματα ξοδεύουν πρόθυμα για το γάμο. Μυστήριο, και μάλιστα μεγάλο! Μυστήριο ανεξιχνίαστο! Το προφήτεψε ο Μωυσής στη Γένεση (2, 23-25). Το διακηρύσει και τώρα μεγαλόφωνα ο Παύλος, λέγοντας ότι αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας. 

«Αλλά κι εσείς, ο καθένας ν’ αγαπάει τη γυναίκα του όπως αγαπάει τον εαυτό του, και η γυναίκα να σέβεται τον άνδρα της” (Εφ. 5, 33). Δεν εισηγείται μόνο αγάπη, αλλά και σεβασμό. Υπαρχηγός του σπιτιού και της οικογενείας είναι η γυναίκα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ζητάει ισοτιμία με τον αρχηγό, τον άνδρα, αφού είναι κάτω από την κεφαλή. 

Αλλά και ο άνδρας δεν πρέπει να περιφρονεί τη γυναίκα επειδή του υποτάσσεται, γιατί αυτή είναι σώμα· και αν η κεφαλή περιφρονεί το σώμα, θα καταστραφεί και εκείνη μαζί μ’ αυτό. Γι’ αυτό ο άνδρας πρέπει να προσφέρει στη γυναίκα την αγάπη του σαν αντίδωρο της υποταγής της. Και το κεφάλι είναι απαραίτητο και το σώμα. Το σώμα θέτει στην υπηρεσία του κεφαλιού τα χέρια, τα πόδια και όλα τα άλλα μέλη του, ενώ το κεφάλι φροντίζει και προσέχει το σώμα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τη συζυγία και συνεργασία αυτού του είδους: Σεβασμός από τη γυναίκα, αγάπη από τον άνδρα. Βέβαια, η γυναίκα που σέβεται τον άνδρα της, τον αγαπά κιόλας. Τον σέβεται σαν κεφαλή και τον αγαπά σαν μέλος, αφού και η κεφαλή μέλος του σώματος είναι. 

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός όρισε να υποτάσσεται η γυναίκα στον άνδρα, για να υπάρχει ειρήνη και ομόνοια μεταξύ τους. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ειρήνη, όπου υπάρχει πολυαρχία. Ένας πρέπει να είναι ο αρχηγός. Αυτό το παρατηρούμε παντού. Όπου πάντως, υπάρχουν άνθρωποι πνευματικοί, εκεί υπάρχει και ειρήνη. Για παράδειγμα, οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων ήταν πέντε χιλιάδες άνθρωποι, μα είχαν μια καρδιά και μια ψυχή. Και κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά ο ένας υποτασσόταν στον άλλο. Αυτό δείχνει σύνεση και θεοσέβεια. 

Πρόσεξε, όμως, ότι ο απόστολος επιμένει πιο πολύ στην αγάπη παρά στο σεβασμό. Είναι φυσικό. Γιατί όταν υπάρχει αγάπη ανάμεσα στους συζύγους, για όλα τα προβλήματα βρίσκονται λύσεις. Ο άνδρας που αγαπάει τη γυναίκα του, κι αν ακόμη αυτή είναι ατίθαση, θα την υπομείνει. Συζυγική ομόνοια χωρίς συζυγική αγάπη δεν μπορεί να επιτευχθεί. 

Και ενώ, με την πρώτη ματιά, η θέση της γυναίκας φαίνεται μειονεκτική, γιατί προστάχθηκε να δείχνει σεβασμό στον άνδρα, στην πραγματικότητα η θέση της είναι πλεονεκτική, γιατί ο άνδρας προστάχθηκε να έχει το σπουδαιότερο, την αγάπη. 

Τι πρέπει να γίνει, όμως, αν η γυναίκα δεν σέβεται τον άνδρα; Και σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός έχει καθήκον να την αγαπά. Αν οι άλλοι δεν κάνουν το καθήκον τους, εμείς πρέπει να το κάνουμε, Λέει, λ.χ., “να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού” (Εφ. 5, 21). Η εντολή αφορά και τους δύο. Τι σημασία έχει, λοιπόν, αν ο ένας δεν υποτάσσεται; Εσύ να υπακούσεις στο νόμο του Θεού. Η γυναίκα, και αν δεν την αγαπάει ο άνδρας της, οφείλει να τον σέβεται, για να μην παραβαίνει το καθήκον της. Ο άνδρας πάλι, και αν δεν τον σέβεται η γυναίκα του, οφείλει να την αγαπάει, για να μην παραβαίνει το δικό του καθήκον. Και όταν ο καθένας κάνει το καθήκον του, τότε ο γάμος τους είναι χριστιανικός, είναι πνευματικός, όχι σαρκικός. 

Έχε, πάντως, υπόψη σου εσύ, ο άνδρας, πως, όταν ο απόστολος προστάζει τη σύζυγό σου να σου δείχνει σεβασμό, εννοεί το σεβασμό που ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, όχι σε δούλα. Το είπαμε, σώμα δικό σου είναι η γυναίκα. Αν θέλεις να έχει σεβασμό δουλικό, τότε το σώμα σου ατιμάζεις και τον εαυτό σου προσβάλεις. Ποιο είναι, λοιπόν, το περιεχόμενο του σεβασμού αυτού; Να μη σου αντιμιλάει, να μην είναι επαναστατική, να μη θέλει να έχει την πρωτιά στο σπίτι. Είναι αρκετό να περιορίζεται σ’ αυτά ο σεβασμός της. Αν εσύ την αγαπάς, όπως έχεις εντολή από το Θεό, περισσότερα θα κατορθώσεις. Γιατί το γυναικείο φύλο είναι κάπως πιο ασθενικό και έχει ανάγκη από βοήθεια, συγκατάβαση, στοργή, φροντίδα. Όλα να της τα προσφέρεις, όλα να τα κάνεις για χάρη της, ακόμα και σε ταλαιπωρίες να υποβάλλεσαι. 

Υπαρχηγός του σπιτιού είναι η γυναίκα. Έχει και αυτή εξουσία ανάλογη μ’ εκείνη του άνδρα. Ο άνδρας, όμως έχει κάτι περισσότερο, που είναι σωτήριο για την οικογένεια. Πήρε δηλαδή το αξίωμα να είναι κεφαλή του σώματος. Όπως ο Χριστός της Εκκλησίας, όχι μόνο για ν’ αγαπά και να φροντίζει τη γυναίκα, αλλά και για να την καθοδηγεί στο καλό, “ώστε να την έχει”, λέει, “με όλη της την καθαρότητα και αγιότητα” (Εφ. 5, 27). Και αν αυτός συντελέσει στο ν’ αποκτήσει η γυναίκα καθαρότητα και αγιότητα, όλα τ’ άλλα θα έρθουν μόνα τους. Αν ζητάει τα θεία, τα ανθρώπινα θ’ ακολουθήσουν πολύ εύκολα, και στο σπίτι θα επικρατήσουν η τάξη, η ειρήνη, η ευσέβεια. 

Ο απόστολος, λοιπόν, είπε πως είναι δυνατό να τακτοποιηθούν καλά τα συζυγικά ζητήματα, προτρέποντας τον άνδρα ν’ αγαπάει τη γυναίκα και τη γυναίκα να σέβεται τον άνδρα. Δεν εξήγησε, όμως με ποιόν τρόπο θα πραγματοποιηθεί αυτό. Θα σας εξηγήσω εγώ: Περιφρονώντας τα χρήματα, αποβλέποντας στην αρετή της ψυχής και έχοντας φόβο Θεού. 

«Ο,τι θα κάνει κανείς, καλό η κακό, θ’ ανταμειφθεί ανάλογα από τον Κύριο» (πρβλ. Εφ. 6, 8). Όχι, λοιπόν, για χάρη της αλλά για χάρη του Χριστού και υπακούοντας σ’ Αυτόν ν’ αγαπάς τη γυναίκα σου. Αν σκέφτεσαι έτσι, πειρασμός η διχόνοια δεν θα ξεφυτρώσει ανάμεσά σας. Κανέναν να μην πιστεύει η γυναίκα, όταν της κατηγορεί τον άνδρα της. Μα και η ίδια δεν πρέπει καχύποπτα να παρακολουθεί που μπαίνει και από που βγαίνει ο σύντροφός της. Ο άνδρας, επίσης, δεν πρέπει να δέχεται συκοφαντίες για τη γυναίκα του, ούτε όμως και με τη δική του συμπεριφορά να της γεννάει υποψίες. Γιατί, άνθρωπέ μου, γυρίζεις από δω κι από κει όλη μέρα και μαζεύεσαι στο σπίτι σου μόνο το βράδυ, χωρίς μάλιστα να δίνεις ικανοποιητικές εξηγήσεις στη γυναίκα σου; Αν σου κάνει παράπονα, να μη σου κακοφαίνεται. Τα παράπονά της δείχνουν αγάπη, όχι θράσος και ψυχρότητα. Και η αγάπη της για σένα την κάνει να φοβάται. Φοβάται μήπως κάποια άλλη σε αρπάξει απ’ αυτήν, μήπως της πάρει ο,τι πιο πολύτιμο έχει, μήπως της κόψει τον συζυγικό δεσμό. Οφείλεις, λοιπόν, να κάνεις ο,τι μπορείς για να μην πικραίνεις τη γυναίκα σου. 

Αλλά και η γυναίκα δεν πρέπει να περιφρονεί τον άνδρα της για οποιονδήποτε λόγο, προπαντός αν είναι φτωχός. Να μη βαρυγκωμάει και να μην βρίζει λέγοντας λ.χ.: “Άνανδρε και δειλέ, τεμπέλη και ακαμάτη, ανέμελε και υπναρά! Ο τάδε, αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια, με πολλούς κόπους και κινδύνους έκανε μεγάλη περιουσία. Και να, η γυναίκα του φοράει πανάκριβα ρούχα, κυκλοφορεί με αμάξι, έχει τόσους υπηρέτες, ενώ εγώ πήρα εσένα, που είσαι ζαρωμένος από τη φτώχεια και ζεις άσκοπα!”. Δεν πρέπει η γυναίκα να λέει στον άνδρα της τέτοια λόγια. Το σώμα δεν εναντιώνεται στο κεφάλι, αλλά το υπακούει. Πως, όμως, θα υποφέρει τη φτώχεια; Από που θα βρει παρηγοριά; Ας σκεφτεί τις φτωχότερες γυναίκες. Ας συλλογιστεί πόσες κοπέλες από καλές οικογένειες όχι μόνο τίποτα δεν πήραν από τους άνδρες τους, αλλά και ξόδεψαν τη δική τους περιουσία γι’ αυτούς. Ας αναλογιστεί τους κινδύνους από έναν τέτοιο πλούτο, και θα προτιμήσει τότε τη φτωχική αλλά ήσυχη ζωή. Γενικά, αν αγαπάει τον άνδρα της, δεν θα ξεστομίσει ποτέ παράπονο η προσβλητικό λόγο γι’ αυτόν. Θα προτιμήσει να τον έχει κοντά της χωρίς πλούτη, παρά να είναι πλούσιος, και αυτή να ζει μέσα στην ανασφάλεια και τις ανησυχίες, που συνεπάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. 

Ούτε και ο άνδρας, όμως ακούγοντας τα παράπονα η τις επικρίσεις της γυναίκας του, πρέπει να τη βρίζει η να τη χτυπάει, επειδή έχει εξουσία πάνω της. Καλύτερα να τη συμβουλεύει και να τη νουθετεί ήρεμα, χωρίς ποτέ να σηκώνει χέρι εναντίον της. Ας τη διδάσκει την ουράνια φιλοσοφία, τη χριστιανική, που είναι ο αληθινός πλούτος. Ας τη διδάσκει όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα, πως η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό. Ας τη διδάσκει να περιφρονεί τη δόξα και ν’ αγαπά την ταπείνωση· και τότε εκείνη ούτε παράπονο θα έχει, ούτε χρήματα θα επιθυμεί. Ας τη διδάσκει να μην αγαπάει τα χρυσά κοσμήματα και τα πολυτελή ρούχα και τα πολλά αρώματα, ούτε να θέλει για το σπίτι ακριβά έπιπλα και περιττά στολίδια. Όλα τούτα φανερώνουν ματαιόδοξο φρόνημα και κουφότητα. Και της ίδιας και του σπιτιού στολισμός ας είναι η κοσμιότητα και η σεμνότητα. Και η ίδια και το σπίτι ας μοσχοβολάνε το άρωμα της σωφροσύνης και της αρετής. 

Λοιπόν, τελείωσε η γιορτή του γάμου; Έφυγαν οι καλεσμένοι; Έμεινες μόνος με τη νύφη, τη σύζυγό σου; Μην πετάξεις αμέσως από πάνω σου τη σοβαρότητα, όπως κάνουν οι ακόλαστοι άνδρες. Διατήρησέ την για πολύ καιρό, και μεγάλο κέρδος θα έχεις. Τώρα, στο πρώτο διάστημα του γάμου, πριν ‘παραγνωριστείτε’ και αποκτήσετε ελευθεριότητα στις σχέσεις σας, όταν ακόμα η γυναίκα είναι συγκρατημένη από κάποια ντροπαλότητα και συστολή, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να τη φέρεις στα νερά σου και να της επιβάλεις, καλότροπα και συνετά, τις αρχές σου. Γιατί όταν η γυναίκα ξεθαρρέψει, τα κάνει όλα άνω κάτω. Καλό θα είναι, λοιπόν, να διατηρήσεις την αιδημοσύνη της όσο μπορείς περισσότερο. Και πως θα το κατορθώσεις αυτό; Όταν κι εσύ δείχνεις ότι δεν έχεις λιγότερη συστολή απ’ αυτήν· όταν είσαι λιγόλογος, σοβαρός, λογικός. Έτσι θα σε ακούσει και θα δεχθεί θέλοντας και μη, όσα θα της πεις. Μα πιο πρόθυμα θα τα δεχθεί, αν της φανερώσεις πλούσια την αγάπη σου· γιατί τίποτ’ άλλο δεν συντελεί τόσο στο να πειστεί ένας άνθρωπος στα λόγιά μας, όσο το να καταλάβει ότι του τα λέμε με αγάπη και από αγάπη. 

Και πως θα της δείξεις την αγάπη σου; Αν της πεις λ.χ.: «Δεν θέλησα να πάρω άλλη γυναίκα, και μάλιστα πλουσιοκόρη η αρχοντοπούλα. Προτίμησα εσένα για τον καλό σου χαρακτήρα, τη σεμνότητα, την πραότητα, τη σωφροσύνη. Γιατί έχω μάθει να περιφρονώ τον πλούτο σαν κάτι τιποτένιο, κάτι που αποκτούν οι ληστές, οι ανήθικοι και οι απατεώνες. Εμένα με σαγήνεψε η αρετή της ψυχής σου, που την προτιμώ από κάθε πλούτο. Ένα συνετό κορίτσι, που ζει με ευσέβεια, αξίζει όσο όλη η οικουμένη. Γι’ αυτό σ’ αγάπησα, σ’ αγαπώ και πάνω απ’ τη ζωή μου σε βάζω. Τίποτα δεν είναι η παρούσα ζωή. Προσεύχομαι, λοιπόν, και παρακαλώ τον Θεό και κάνω ο,τι μπορώ για ν’ αξιωθούμε τη ζωή μας έτσι να την περάσουμε, ώστε και στη Βασιλεία των Ουρανών να είμαστε μαζί. Γιατί η παρούσα ζωή και σύντομη και προσωρινή είναι· αν όμως αξιωθούμε να την περάσουμε ευαρεστώντας το Θεό, και μαζί και με το Χριστό θα είμαστε αιώνια, μέσα σε απερίγραπτη ευφροσύνη. Εγώ πάνω απ’ όλα βάζω την αγάπή μου για σένα, και τίποτα δεν θα μου είναι τόσο δυσάρεστο και βαρύ όσο το να τα χάσω και πάμφτωχος να γίνω και σε μεγάλο κίνδυνο να βρεθώ και ο,τιδήποτε να πάθω, όλα υποφερτά και ανεκτά θα μου είναι, φτάνει οι σχέσεις μου μαζί σου να είναι καλές. Είναι, όμως ανάγκη να κάνεις κι εσύ τα ίδια. Ο Θεός θέλει να είμαστε δεμένοι αμοιβαία και αδιάσπαστα με το δεσμό της αγάπης. Άκου τι λέει η Γραφή: “Θα εγκαταλείψει ο άνδρας τον πατέρα του και τη μητέρα του, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του”. Ας μην έχουμε, λοιπόν, καμιά μικρόψυχη πρόφαση. Δεν πάν’ να χαθούν τα χρήματα, οι υπηρέτες και οι τιμές! Εγώ πάνω απ’ όλα βάζω την αγάπη μου για σένα».

Από πόσα πλούτη, από πόσους θησαυρούς δεν θα είναι ποθεινότερα τα λόγια τούτα στη γυναίκα! Να της λες ότι την αγαπάς, χωρίς να φοβάσαι μήπως κάποτε το πάρει πάνω της και το εκμεταλλευθεί. Οι άσεμνες γυναίκες, που πηγαίνουν με τον ένα και με τον άλλο είναι φυσικό να το παίρνουν επάνω τους με τέτοια λόγια. Μία καλή κοπέλα, όμως όχι μόνο δεν θα ξιπαστεί, αλλά και θα ταπεινωθεί. 

Δείξε μάλιστα ότι σου αρέσει πολύ να μένεις μαζί της, ότι προτιμάς να μένεις στο σπίτι για χάρη της, παρά να βρίσκεσαι με τους φίλους σου. Να την τιμάς περισσότερο από τους φίλους σου, περισσότερο ακόμα κι από τα παιδιά σας. Και αυτά για χάρη της να τ’ αγαπάς.  Αν κάνει κάτι καλό, να την παινεύεις και να την θαυμάζεις.  Αν πέσει σε κάποιο σφάλμα, να τη συμβουλεύεις και να τη διορθώνεις με καλό τρόπο.

Προσευχές κοινές να κάνετε. Στο ναό να εκκλησιάζεστε και οι δύο.  Αν τύχει να σας βρει φτώχεια, θύμισε στη γυναίκα σου πως οι κορυφαίοι άγιοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, που είναι ανώτεροι απ’ όλους τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πέρασαν τη ζωή τους με πείνα και δίψα. Δίδαξε την, ότι καμιά συμφορά του βίου δεν είναι φοβερή, παρά μόνο η εναντίωση στο Θεό και το θέλημά Του. 

Αν έτσι πορεύεσαι στο γάμο σου και τέτοια διδάσκεις τη γυναίκα σου, δεν θα είσαι κατώτερος από έναν μοναχό. Και αν θέλεις να προσφέρεις γεύματα και να κάνεις συμπόσια, μην καλέσεις άνθρωπο άσεμνο και ανήθικο. Βρες έναν άγιο φτωχό, που, μπαίνοντας στο σπίτι σου, θα φέρει μέσα όλη την ευλογία του Θεού, και αυτόν κάλεσε. 

Να πω και κάτι άλλο; Κανείς ας μην κάνει το λάθος να πάρει γυναίκα πλουσιότερη απ’ αυτόν. Φτωχότερη να πάρει. Γιατί η πλουσιότερη, μπαίνοντας στο σπίτι, θα δημιουργήσει δυσάρεστες συνθήκες. Με τον αέρα του πλούτου της, θα μιλάει άσχημα, θα απαιτεί πολλά, θα σπαταλάει άσκοπα. Κι αν τολμήσει ο άνδρας της να της πει καμιά κουβέντα, θα του απαντήσει με αναίδεια: “Δεν ξοδεύω από τα δικά σου, αλλ’ από τα δικά μου!”.

Τι λες, κυρά μου; Τα δικά σου; Ποια δικά σου; Υπάρχει πιο αισχρός λόγος απ’ αυτόν; Τώρα, που παντρεύτηκες, δεν έχεις σώμα δικό σου, και έχεις χρήματα δικά σου; Μια σάρκα, ένας άνθρωπος έχετε γίνει με το γάμο εσύ και ο άνδρας σου, και λες ακόμα “τα δικά μου”; Τον καταραμένο και απαίσιο αυτό λόγο τον έβαλε ο διάβολος στον κόσμο. Όλα όσα είναι αναγκαία στη ζωή, μας τα έκανε κοινά ο Θεός. Κανείς δεν μπορεί να πει “το δικό μου φως”, ο δικός μου ήλιος”, “το δικό μου νερό”. Όλα είναι κοινά, και τα χρήματα να μην είναι κοινά; Αχ, αυτή η φιλαργυρία! Να χαθούν χίλιες φορές τα χρήματα· η μάλλον όχι τα χρήματα, αλλά η νοοτροπία εκείνων που δεν ξέρουν να τα μεταχειριστούν σωστά τα χρήματα και τα προτιμούν απ’ όλα τ’ άλλα πράγματα. 

Και αυτά να διδάσκεις τη γυναίκα σου, με πολλή όμως χάρη. Αυτή καθεαυτή η συμβουλή για την αρετή είναι βαριά και δύσπεπτη, γι’ αυτό πρέπει να δίνεται με τρόπο ευχάριστο. Τούτο πάνω απ’ όλα να ξεριζώσεις από την ψυχή της, το “δικό μου” και το “δικό σου”. Κι αν ποτέ σου πει, “τα δικά μου”, απάντησέ της: Ποια είναι τα δικά σου; Γιατί δεν τα ξέρω. Εγώ τίποτα δεν έχω δικό μου. Πως, λοιπόν, λες “τα δικά μου”, αφού όλα είναι δικά σου;”. Χάρισέ της τα όλα. Αυτό δεν κάνουμε και με τα παιδιά; Όταν αρπάξουν κάτι που κρατάμε και μετά θελήσουν να πάρουν και άλλο, τους λέμε με συγκατάβαση: “Ναι, και τούτο δικό σου είναι και εκείνο δικό σου είναι”. Έτσι να κάνεις και στην περίπτωση της γυναίκας, γιατί έχει μυαλό παιδιάστικο. Σου είπε, “τα δικά μου”; Πες της, “όλα δικά σου είναι, και εγώ δικός σου”. Δεν είναι λόγια κολακευτικά, αλλά λόγια συνετά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσεις να χαλαρώσεις το θυμό της και να σβήσεις την αθυμία της. Λέγε της, λοιπόν: “Κι εγώ δικός σου!”. 

Αυτό, άλλωστε, το άφησε και σαν εντολή ο απόστολος Παύλος: “Ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του” (Α Κορ. 7, 4). Αν δεν εξουσιάζω το σώμα μου εγώ, αλλά εσύ, πολύ περισσότερο δεν είμαι κύριος των χρημάτων. Αυτά λέγοντας, την ηρέμησες, δούλα σου την έκανες, σφιχτά την έδεσες, μα και το διάβολο ντρόπιασες. 

Και ποτέ να μην της μιλάς στεγνά και με ψυχρότητα, αλλά με τρόπο γλυκό, με τιμή και με πολλή αγάπη. Αν την τιμάς εσύ, δεν θα έχει ανάγκη από την τιμή των άλλων. Να τη βάζεις πάνω απ’ όλους, να την καλοπιάνεις, να την παινεύεις. Έτσι δεν θα προσέχει παρά μόνο εσένα. Βάλε στην ψυχή της το φόβο του Θεού, και όλα τ’ άλλα θα τρέξουν άφθονα σαν από πηγή. Το σπίτι θα γεμίσει με αναρίθμητα αγαθά. Όταν ζητάτε τα άφθαρτα, θα σας έρθουν και τα φθαρτά. “Ζητάτε πρώτα απ’ όλα τη Βασιλεία του Θεού, και όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν” (Ματθ. 6, 33). 

Αν έτσι ζείτε, και παιδιά καλά θ’ αποκτήσετε και ευάρεστοι στο Θεό θα γίνετε και τα αιώνια αγαθά θα κληρονομήσετε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας.

Τέλος και τω Θεώ δόξα! 

Από το βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ»
Ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ