ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ!

 Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Περί κατακρίσεως

-Παιδί μου, ο σαρκικός πόλεμος δεν ανάπτει τόσο από το φαγητό, το ποτό, το κρασί και τον ύπνο, όσο από την κατάκριση.
-Γιατί, Γέροντα;
-Για να μάθουμε ότι και εμείς είμεθα της αυτής φύσεως, ο αυτός διάβολος μας πολεμάει, και είμεθα όλοι στο αυτό μέτρο της κατακρίσεως. Θέλεις ακόμα ένα μέτρο να το δεις;
-Ποιό, Γέροντα;
-Άνθρωπος που δεν κρίνει τον πλησίον του, είναι μαρτυρία, στοιχείο, απόδειξις και βεβαίωσις σωσμένου ανθρώπου. Όποιος δεν κρίνει δεν θα κριθεί. «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7,1), βεβαιώνει ο λόγος του Θεού.

Γι΄ αυτό μας έλεγε: «Σου έρχεται λογισμός ή λόγος κατακρίσεως; Να δικαιολογείς τους πάντες και να παίρνεις όλα τα βάρη πάνω σου». Εάν δεν αντιμετωπίζεις έτσι τις προσβολές για κατάκριση και είτε τις εκφράζεις προς τα έξω είτε τις καλλιεργείς μέσα σου, θα έχεις σαρκικό πόλεμο. Και αν τότε δεν συνετιστείς, θα σε αφήσει η Χάρις και θα πέσεις. Και εάν μετά την πτώση δεν μετανοήσεις και δεν σταματήσεις την κατάκριση, οι πτώσεις θα έχουν πολλά και άσχημα επακόλουθα. Γιγαντώνεται το πάθος, έρχεται ο θάνατος και ακολουθεί η κόλασις».
 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1897-1959), εκδ. Ι.Μ.ΑΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΡΙΖΟΝΑΣ USA 2008, σσ 50 κ.ε.

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ!

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Η θαυμαστή μεταστροφή ενός εξελικτικού θεολόγου

Μια φορά, όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμα στον Άγιο Βασίλειο, βγήκε έξω και πήγε μέχρι πάνω στο Κυριακό, στον παπα-Γεράσιμο. Εκεί ήταν κάποιος κοσμικός.

Ο Γέροντας τον πλησίασε και του λέγει:
― Κάποιο λάθος έχετε πάνω σας, το οποίο είναι σοβαρό.

Λέγει ο κοσμικός:
― Τι λάθος έχω;
― Δεν το γνωρίζω, απαντά ο Γέροντας, πάντως έχετε ένα λάθος πολύ σοβαρό.
― Και δεν μπορούμε να το βρούμε;
― Τώρα την ημέρα δεν μπορούμε να το βρούμε. Αν θέλεις, έλα κάτω στο σπίτι την νύχτα.
― Μετά τα μεσάνυχτα θα έρθω, Γέροντα.

Τα μεσάνυχτα πήγε όντως ο κοσμικός εκεί. Άρχισαν την συζήτηση και στο τέλος φανερώθηκε: Ο κοσμικός, ενώ ήταν πτυχιούχος της θεολογίας, είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο υπέρ της Δαρβίνειου θεωρίας, της εξελίξεως των ειδών!

Και ο Γέροντας του είπε:
― Καλά, όταν εκθέτεις μια θεωρία, μια αντίληψη, γιατί δεν παίρνεις ορθοδόξους θεολόγους, αγίους Πατέρας, αλλά παίρνεις από τους άλλους, τους ξένους, τους Προτεστάντες, τους Εβραίους, τους Μασώνους…, αυτοί δεν είναι χριστιανοί! Γιατί δεν παίρνεις τους αγίους Πατέρας; Τότε κατοχυρώνεται μία θεωρία ή μία απόψις όταν βεβαιώνεται  είτε από την Αγία Γραφή είτε από τους αγίους θεοφόρους Πατέρας.

Ο θεολόγος παραδέχθηκε, ότι είναι λάθος τοποθετημένος σ’ αυτήν την θεωρία, και ζήτησε από τον Γέροντα να του ειπεί από πού το κατάλαβε.

Του λέγει τότε ο Γέροντας:
― Εχθές όταν σε πλησίασα, μια αποφορά, μια βρώμα βγήκε από πάνω σου και απ’ αυτό κατάλαβα ότι κάποιο λάθος έχεις πάνω σου. 

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)
εκδ. Ι. Μονής Αγίου Αντωνίου

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ!

 π. Γεώργιος Μεταλληνός: Το παράδειγμα του εκατοντάρχου

 ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθαίου η’ 5-13)
«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε…» (Ματθ. η’ 10) 

1. Το σημερινό Ευαγγέλιο μας δίνει το αδρό πορ­τραίτο ενός στρατιωτικού που ελκύσθηκε από τη γοη­τεία του Χριστού μας. Όταν βλέπει δε κάποιος στη ψυχή του τόσα προσόντα, νοιώθει δικαιολογημένα κάποια έκπληξη. Η ζωή και η ιστορία μας έχει συνη­θίσει να βλέπουμε κάπως διαφορετικά ένα στρατιωτι­κό. Σαν άνθρωπο σκληρό και βίαιο. Όχι σπάνια δε α­πό τις καταχρήσεις ωρισμένων δημιουργείται και μιά αποστροφή προς την τάξη των στρατιωτικών, και γε­νικά προς κάθε ένστολο, διότι (πιστεύεται ότι) συνδέ­ονται με την βία και την επιβολή.

Ο εκατόνταρχος έχει συγκεκριμένο λόγο που έρ­χεται στο Χριστό. Τρέχει να τον συναντήσει, για να παρακαλέσει για τον δούλο του, που υπέφερε από πα­ραλυσία. Και μόνο η πράξη του αυτή ανεβάζει πολύ τον άνθρωπο αυτό στην συνείδησή μας, αν αναλογι­σθεί κανείς τη θέση των δούλων και μάλιστα την επο­χή εκείνη. Ήταν άνθρωποι οι δούλοι μόνο στη μορ­φή. Κοινωνικά δεν διέφεραν από τα ζώα. Δεν έκαναν μόνο όλες τις βαρειές δουλειές -κάτι ανάλογο που κάνουν οι ξένοι εργάτες σήμερα ή οι λαθρομετανά­στες-, αλλά και ζούσαν στο έλεος των αφεντικών τους, που τους διέθεταν όπως ήθελαν. Για ένα τέτοιο κοινωνικά υποβιβασμένο πλάσμα έρχεται να παρακα­λέσει ο εκατόνταρχος. Κι’ εκείνο που βαρύνει πολύ περισσότερο στην ενέργειά του είναι ότι βλέπει τον δούλο του όχι σαν κτήμα του, αλλά σαν μέλος της οι­κογενείας του. Γιατί είναι βέβαιο πώς δεν θα έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ένα από τα παιδιά του. 

2. Ο εκατόνταρχος αισθάνεται την ευθύνη του ως αρχηγός της οικογενείας του, του οίκου του. Δεν εί­ναι ασήμαντο αυτό. Η αρρώστια του δούλου είναι πρόβλημα όχι μόνο για κείνον, αλλἀ πρώτα για τον κύριό του. Και περισσότερο από τον δούλο ο κύριος ενδιαφέρεται για την λύση του οικογενειακού δράμα­τος. Όταν πάσχει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα μέ­λη. Έτσι σκέπτεται ο ρωμαίος στρατιωτικός. Οι μέ­σες λύσεις δεν σώζουν. Χρειάζονται λύσεις οριστικές και ριζικές. Και μία τέτοια λύση μόνο ο Χριστός μπο­ρεί να δώσει. Αυτό πίστευε ο εκατόνταρχος, που δεν παύει πάνω απ’ όλα να αποτελεί έλεγχο για τον χρι­στιανό οικογενειάρχη. Πόσοι έχουμε, σαν κι’ αυτόν, συνείδηση της ευθύνης μας μέσα στην οικογένειά μας; Πόσοι παρακολουθούμε την υγεία, προ πάντων την ψυχική, των παιδιών μας και ενδιαφερόμεθα για την θεραπεία της; Και αν ναι, που αναζητούμε τη θε­ραπεία των παιδιών μας, σε ποιό γιατρό και με ποιά μέσα; Μήπως είναι λίγοι οι γονείς που στέλνουν κάθε Κυριακή και γιορτή -και με τη βία ακόμη…- τα παι­διά τους στην Εκκλησία, ενώ αυτοί δεν εκκλησιάζον­ται η μόνο σπάνια; Και νομίζουν πως έκαμαν το κα­θήκον τους!

Ας δούμε όμως το παράδειγμα του εκατοντάρχου. Πρώτα αυτός πηγαίνει στον Χριστό. Πρώτα αυτός πι­στεύει τον Χριστό. Και επειδή αγιάσθηκε αυτός από το Χριστό, σώθηκε και ο δούλος του. Αν δεν δεχθούν τον Χριστό οι γονείς, είναι αμφίβολο, αν θα πάρουν τον δρόμο του Χριστού τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και μόνο βρίσκει δικαίωση και ο νηπιοβαπτισμός στην Εκκλη­σία μας. Γιατί όταν καθιερώθη, ετέθη ως προϋπόθεση πώς οι γονείς και ο ανάδοχος αναλαμβάνουν την κατή­χηση του μικρού χριστιανού. Σε πόσες οικογένειες ό­μως δεν σταματάμε στο βάπτισμα, όσον άφορα τη χρι­στιανική αγωγή των παιδιών μας. Και έπειτα απορούμε για το δρόμο που παίρνουν. Πόσο ορθά λοιπόν, πόσο χριστιανικά σκέφθηκε ο ρωμαίος στρατιώτης! 

3. Και κάτι άλλο όμως εξ ίσου σπουδαίο διακρί­νουμε στο ψυχικό πορτραίτο του εκατοντάρχου. Πολ­λοί ερμηνευτές ομιλούν για την ταπείνωσή του, που όλοι μας την δεχόμεθα αναμφισβήτητα. Ποιό όμως εί­ναι το υπόβαθρο της ταπεινώσεώς του; Πού στηρίχθη­κε, πώς μάλλον γεννήθηκε; Η ταπείνωση του εκατο­ντάρχου είναι συνέπεια του γεγονότος, ότι πρώτα ανα­γνώρισε την απόστασή του από τον Χριστό. Αναγνώ­ρισε τον Χριστό ως ανώτερό του, ως ισχυρότερό του, ως τέλειο και απρόσιτο ηθικά. Φαίνεται από τον διά­λογο μαζί Του. «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», του λέγει ο Χριστός, για ν’ ανταμείψει την αγάπη του. Και παίρνει την απάντηση του εκατοντάρχου: «Κύριε ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης…». Η φράση αυτή επήρε στην εκκλησιαστική μας γλώσ­σα την ίδια θέση με το «ο θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» του τελώνου. Γι’ αυτό βρίσκεται σε ευχές μετανοίας, όπως λ.χ. στην Ακολουθία της Θ. Μετα­λήψεως. Ο εκατόνταρχος πατά έτσι στο πρώτο σκα­λοπάτι της γνήσιας μετάνοιας, που είναι η συναίσθη­ση της αναξιότητας και αμαρτωλότητάς μας και η α­ναγνώριση του απροσπέλαστου ύψους της θείας αρε­τής, του δεσποτικού κάλλους. Είναι η αντίθεση εκεί­νη που εύγλωττα παρουσιάζεται στον γνωστό ύμνο της Μ. Εβδομάδος: «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ…». Όποιος έχει μάτια να δει το φως, καταλα­βαίνει το δικό του το σκοτάδι. Μόνο ο πνευματικά τυ­φλός ή ο άνθρωπος του σκότους δεν μπορεί να διακρί­νει τον ηθικό του ρύπο. 

4. Η συνέχεια που έλαβαν τα πράγματα είναι πλέ­ον φυσιολογική. Τούτο εκφράζει ο Χριστός μας με το λόγο του. «Ύπαγε και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Δεν έλαβε τίποτε περισσότερο ο εκατόνταρχος από το μέτρο της πίστεώς του. Με πιο απλά λόγια. Η πίστη του, η εμπιστοσύνη του στον Χριστό, ζυγίσθηκε πνευ­ματικά και έλαβε το ισοστάσιό της σε χάρη. Μη παραπονούμεθα, λοιπόν, αν δεν εισακούονται πάντοτε οι προσευχές μας. Καλύτερα να κυττάζουμε πρώτα τη δύναμη της πίστεώς μας. Δύναμη που φαίνεται κι’ απ’ την απλότητά της, όπως αποδεικνύει η ειλικρίνεια της ομολογίας του εκατοντάρχου. Υπάρχουν πολλοί λ.χ. που διερωτώνται, αν θέλει ο Θεός να πηγαίνει κα­νείς σε κάποιο προσκύνημα, για να λάβει τη χάρη Του. Γιατί όμως δεν πάει ο νους μας στο γεγονός πως έτσι αποδεικνύεται η απλότητα της καρδιάς μας και η φλόγα της πίστεώς μας; 

Αδελφοί μου!

Τα Ευαγγέλια αναφέρουν μόνο δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Χριστός μας «εθαύμασε». Τη μία φορά για την απιστία των συμπατριωτών του Ναζαρηνών, που δεν τον άφησε να κάμει κανένα θαύμα (Μαρκ. 6, 6). Και τη δεύτερη φορά για την πίστη του εκατοντάρχου, εδώ. Ήταν και οι δύο αυτές περιπτώ­σεις καθαρά οριακές, τα όρια της πίστεως και της απι­στίας. Και είναι και οι δύο περιπτώσεις πολύ διδακτι­κές και για μας σήμερα. Γιατί χαράζουν το πλαίσιο, που χρειάζεται, για να υπολογίσουμε και την δική μας πίστη, σαν απάντηση στην θεία πρόσκληση, σαν αναγνώριση της λυτρωτικά κυριαρχικής εξουσίας του Χριστού στη ζωή μας. 

("ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", Εκδόσεις "Ορθοδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ- ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΝ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Δ’ Ματθαίου: Λόγος εις τον εκατόνταρχον 

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Η.5 – 13. 

Τω καιρώ εκείνω, εισελθόντι τω Ιησού εις Καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος, παρακαλών αυτόν και λέγων: «Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.» Και λέγει αυτώ ο Ιησούς: «εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.» Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη: «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης. Αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου. Και γάρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται” και άλλω, έρχου, και έρχεται” και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί.» Ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν: «αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον! Λέγω δέ υμίν, ότι πολλοί απο ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δέ υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.» Και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω: «ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι.» Και ιάθη ο παίς αυτού εν τη ώρα εκείνη.

Απόδοση:

Την εποχή εκείνη, καθώς μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λεει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου• πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου• λεω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λεω πως θα ‘ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι• εκεί θα κλαινε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.

(Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννης Τρίτος)

Ομιλία ΚΣΤ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον εκατόνταρχον

Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των πα­ρόντων, μεταβαίνοντας από τα θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το έδα­φος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνο­ντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του κομπα­σμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως εξου­σίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.

Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέ­γει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμο­θάνατος, λέγει ο Λουκάς, «έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον μεταφέ­ρη εκεί.

Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει. Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου. Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε. Πράγματι, κάτι ανάλογο έπραξε και στην περίπτωσι της Φοινικίσσης γυναικός, αν και φαινομενικώς έκαμε το αντίθετο. Διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλήται στην οικία, με ιδικήν του πρωτοβουλία υπόσχεται ότι θα μεταβή, για να μάθης την πίστι και την πολλήν ταπεινοφροσύνη τού εκατοντάρχου· στην περίπτωσι δε της Χαναναίας αρνείται την ευεργεσία και δείχνει μεγάλην απορία για την επιμονή της, επειδή ως σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να θεραπεύη τα αντίθετα με τα αντίθετα. Και εδώ μεν με την αυτεπάγγελτο παρουσία, εκεί δε με την παρατεταμένην αργοπορία και άρνησιν αποκαλύπτει την πίστι τής γυναικός. Το ίδιο έκαμε και με τον Αβραάμ, λέγοντας «δεν θα το αποκρύψω από τον δούλο μου Αβρα­άμ», για να μάθης την φιλοστοργίαν, εκείνου και την φροντίδα του υπέρ των Σοδόμων. Και στην περίπτωσι του Λωτ οι  απεσταλμένοι αρνούνται να εισέλθουν στον οίκον του, για να μάθης το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου.

Και τί λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Ας ακούσωμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσωμε και ας παραδειγματισθούμε από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ιδίαν πλουσία διάθεσι. Διότι και όταν υποδεχθής πτωχόν και πεινασμένον και γυμνόν, εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες. «Αλλ’ ειπέ λόγω μόνον, και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίταξε ότι και αυτός, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον «πρόσταξε». Έπειτα, φοβούμενος μήπως από μετριοφροσύνην αρνηθή, λέγει: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και τω άλλω έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί».

Και τί σημασία έχει αυτό, θα έλεγε κάποιος, αν ο εκατόνταρχος έκαμε όλην αυτή την περιγραφή; Το ζητούμενον είναι εάν ο Χριστός την απεδέχθη και την επεκύρωσε. Είναι καλό και πολύ ορθόν αυτό που λέγεις. Ας το ιδούμε λοιπόν αυτό και θα διαπιστώσωμε ότι έγινε και εδώ ό,τι και στην περίπτωσι του λεπρού. Διότι όπως ο λεπρός είπε: «Εάν θέλης» (και δεν βασίζεται μόνον στον λεπρόν ο ισχυρισμός μας περί της εξουσίας του Χριστού, αλλά και στους λόγους τού Χριστού· διότι όχι μόνον δεν διέλυσε την υπόνοια, αλλά και περισσότερο την επεβεβαίωσε, προσθέτοντας αυτό που ήταν περιττό να ειπή, λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι», για να επικυρώση την πίστιν εκείνου) έτσι και εδώ αξίζει, βεβαίως, να εξετάσωμε, εάν συνέβη κάτι παρόμοιον. Και πράγματι θα διαπιστώσωμε ότι πάλι το ίδιο συνέ­βη. Διότι, όταν τοιαύτα είπε ο εκατόνταρχος και του ανεγνώρισε αυτήν την εξουσία, ο Κύριος όχι μόνον δεν τον ήλεγξε, αλλά και τον επεδοκίμασε και έκαμε κάτι ακόμη περισσότερον από την επιδοκι­μασία. Πράγματι ο Ευαγγελιστής δεν είπε ότι απλώς επήνεσεν αυτό που ελέχθη, αλλά φανερώνοντας και επαύξησι του επαίνου, λέγει ότι και εθαύμασε· και όχι απλώς εθαύμασε, αλλά και παρόντος όλου του πλήθους τον έθεσε ως υπόδειγμα και στους άλλους, ώστε να πο­θήσουν να τον μιμηθούν.

Βλέπεις πώς θαυμάζεται από τον Κύριον όποιος ομολογεί την εξουσία του; Διότι μόλις προ ολίγου έλεγεν ο Ευαγγελιστής: «Και εξεπλήττοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού, ότι ως εξουσίαν έχων εδίδασκε». Και όχι μόνον δεν τους ήλεγξε, αλλά και παίρνοντάς τους κατέβη από το όρος και επεκύρωσε την γνώμη τους με τον τρό­πο που εκαθάρισε τον λεπρό. Εκείνος πάλιν έλεγε: «εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι»· και όχι μόνον δεν τον επετίμησε, αλλά και τον εκαθάρισε, θεραπεύοντάς τον έτσι, όπως του είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι λέγει: «είπε λόγω μόνον και ιαθήσεται ο παις μου»· και ο Κύριος θαυμάζοντας αυτόν έλεγε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».

Για να το διαπιστώσης δε αυτό και εκ του αντιθέτου, άκουσε: Επειδή η Μάρθα δεν είχεν ειπεί κάτι παρόμοιον, αλλά, αντιθέτως, ότι «όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», όχι μόνον δεν επηνέθη, μολονότι ήταν γνωστή και αγαπητή, και από τους πλέον αφωσιωμένους σ’ αυτόν, αλλά και επετιμήθη και διωρθώθη από αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει σωστά. Γι’ αυτό της είπε: «ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;», ελέγχοντάς την με τον τρό­πον αυτό για το ότι ακόμη δεν είχε πιστεύσει. Πάλιν, επειδή έλεγε: «όσα αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», για να την απομακρύνη από αυτήν την αντίληψι και να την διδάξη ότι δεν χρειάζεται να λάβη από αλλού, αλλά αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», το οποίο σημαίνει «δεν περιμένω να δεχθώ ενέργειαν, αλλά κατεργάζομαι τα πάντα αφ’ εαυτού μου».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον προβάλλει ενώπιον όλων και τον τιμά υποσχόμενος να του χαρίση την Βασιλεία του και τους άλλους καλεί προς μίμησιν του ζήλου του. Και για να βεβαιωθής ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να μάθη και τους άλλους να πιστεύουν έτσι, άκουσε την ακρίβεια του Ευαγγελιστού, πώς το υπαινίσσεται αυτό: «Στραφείς», λέγει, «ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν αυτόν ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχη κάποιος μεγάλην υπόληψι περί αυτού, είναι η τρανοτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό προξενεί και την Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη μόνο στους λόγους, αλλά ανταμείβοντας την πίστι του, του παρέδωσε τον ασθενή θεραπευμένο και του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του «Αβραάμ και, Ισαάκ και Ιακώβ· οι δε υιοί τής Βασιλείας εκβληθήσονται έξω». (Επειδή λοιπόν τους επέδειξε πολλά θαύματα, τους ομιλεί τώρα με μεγαλυτέρα παρρησία). Έπειτα, για να μη νομίση κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεσις του εκατοντάρχου, λέγει: «Ύπαγε· ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επηκολούθησε η θεραπεία, η οποία επεβεβαίωσε την προαίρεσί του. («Και ιάθη ο παις αυτού από της ώρας εκείνης»· πράγμα το οποίο συνέβη και στην Συροφοινίκισσα· διότι και σ’ εκεί­νην είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής»).

Επειδή δε ο Λουκάς, όταν περιγράφη αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα οποία δίδουν την εντύπωσι ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω και αυτό το ζήτημα. Τί λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να έλθη. Ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ήλθε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είμαι άξιος. Ωρισμένοι λέγουν ότι αυτός δεν είναι ο ίδιος με εκείνον, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Επειδή για εκείνον μεν λέγει: «και την συναγωγήν ημών έκτισεν, και το έθνος αγαπά», ενώ γι’ αυτόν ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και στην περίπτωσι εκείνου, δεν είπε «ότι πολλοί ήξουσιν από ανατολών», το οποίον φαίνεται να υπονοή ότι είναι Ιουδαίος. Τί θα ειπούμε λοι­πόν; Ότι αυτή η λύσις είναι μεν εύκολος, αλλά το ζητούμενον είναι εάν αληθεύη.

Εγώ έχω την γνώμην ότι αυτός είναι ο ίδιος με εκείνον. Πώς λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε «ουκ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης», ο δε Λουκάς ότι έστειλε να τον προσκαλέσουν; Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς θέλει να δείξη την κολακεία των Ιουδαίων, και ότι εκείνοι που ευρίσκονται σε συμφορά, επειδή επικρατεί μέσα τους ακαταστασία, αλλάζουν εύκολα γνώμη. Διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβή ο ίδιος, να εμποδίσθη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θέλοντας να τον κολακεύσουν του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρωμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησίς τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γάρ το έθνος ημών», λέγει, «και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πως να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι έπρεπε να ειπούν, ότι ηθέλησε να έλθη ο ίδιος και να σε παρακαλέση, αλλά τον εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας την συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνη­το, και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέ­γουν όμως αυτόν, διότι δεν ήθελαν, εξ αιτίας τού φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστι τού ανδρός· αλλά προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετήν του – πράγμα για το οποίο και ήλθαν μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανή ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν κάποιος σπουδαίος – παρά διακηρύσσοντας την πίστιν εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίση τον νου. Αλλά ο Κύριος, που γνωρίζει τα απόρ­ρητα, παρά την θέλησί τους διεκήρυξε την αρετήν του. Και για να διαπιστώσης ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε πάλι τον ίδιο τον Λουκά πώς το περιγράφει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι «ου μακράν απέχοντος αυτού έπεμψε λέγων ω Κύριε, μη σκύλλου (τα­λαιπωρείσαι), ου γαρ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». «Όταν δηλαδή απηλλάγη από την ενόχλησί τους, τότε στέλνει αν­θρώπους του και λέγει «μη νομίσης ότι από οκνηρία δεν ήλθα, αλλά εθεώρησα τον εαυτό μου ανάξιο να σε δεχθώ στον οίκο μου».

Εάν δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· διότι το ζητούμενον είναι εάν ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς παρουσίασε την προθυμία του ανδρός, και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον Χριστόν. Είναι δε φυσικόν, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος να του τα ειπή. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει ό,τι παραλείπει ο άλλος. Πρόσεξε δε πως και με άλλον τρόπον ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστι τού εκατοντάρχου, λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνη· αλλ’ όμως ούτε αυτό τον ωδήγησε σε απόγνωσι, ούτε τον έκαμε να απελπισθή. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» φανερώνοντας με τον τρόπον αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς, ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήση την συναγωγήν και το έθνος να αγαπά. Συ όμως μην εξετάζης μόνον τα λόγια τού ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το αξίωμά του και τότε θα αντιληφθής την αρετήν του. Επειδή είναι μεγάλη η αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννην άρχοντας φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι, μέλλει γαρ μου το παιδίον τελευτάν». Αυτός όμως δεν είπε έτσι· αλλά είναι πολύ καλλίτερος και από αυτούς που κατέβασαν την κλίνην από την στέγη. Διότι ούτε την σωματικήν παρουσία τού ιατρού επιζητεί, ούτε έφερε τον ασθενή πλη­σίον του· πράγμα που δεικνύει άνθρωπο που δεν έχει σε μικρή υπόληψι τον Κύριο, αλλά τον βλέπει ως Θεόν γι’ αυτό και του λέγει· «ειπέ λόγω μόνον». Ούτε λέγει από την αρχήν «ειπέ λόγω», αλλά μόνον διηγείται το πάθος· διότι από την πολλήν του ταπεινοφροσύ­νη δεν προσδοκούσε ότι αμέσως ο Χριστός θα συναινέση και θα επιζητήση την οικία. Γι’ αυτό και όταν τον ήκουσε να λέγη: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», τότε προσέθεσε «ειπέ λόγω». Και ούτε έγινε η συμφορά αιτία να χάση την ψυχραιμία του, αλλά και μέσα σ’ αυτήν φιλοσοφεί, αποβλέποντας όχι τόσο στην υγεία τού παιδιού, όσο στο να μη θεωρηθή ότι πράττει κάτι το ανευλαβές. Μολονότι, βε­βαίως, δεν εξηνάγκασεν αυτός τον Χριστόν, αλλά ο ίδιος υπεσχέθη να μεταβή στην οικία του, παρά ταύτα φοβείται μήπως υπερτιμά και έτσι επιβαρύνει τον εαυτόν του.

Είδες την σύνεσί του; Πρόσεξε και την μωρία των Ιουδαίων, οι οποίοι λέγουν: «Άξιός εστιν ω παρέξει την χάριν». Ενώ έπρεπε να επικαλεσθούν την φιλανθρωπία τού Ιησού, αυτοί προβάλλουν την αξία τού ανθρώπου, και ούτε γνωρίζουν πως να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Εκείνος όμως δεν κάμει το ίδιο, μάλιστα ομολογεί εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του, όχι μόνο να δεχθή την ευεργεσία, αλλά και να υποδεχθή τον Κύριο στην οικία του. Γι’ αυτό και όταν είπε «ο παις μου βέβληται», δεν προσέθεσε «ειπέ», αλλά μόνον του ανήγγειλε την συμφορά. Όταν όμως είδε τον Χριστόν πρόθυμο για την ευεργεσίαν, ούτε τότε επροχώρησε αδιάκριτα, αλλά και πάλι συ­γκροτείται διατηρώντας την πρέπουσα μετριοπάθειά του.

Εάν δε ειπή κάποιος, για ποιόν λόγο δεν του ανταπέδωσε ο Χρι­στός την τιμή; Θα απαντούσαμε ότι τον ετίμησε και μάλιστα πολύ. Πρώτον μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του. Δεύτερον δε με το να τον εισαγάγη στην Βασιλεία του και να τον προτιμήση από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.

Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατό­νταρχος δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλ­μούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πά­θη τών ανθρώπων και ο θάνατος και τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξου­σιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προ­βάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θε­ωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύ­εται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».

Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη. Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θα­νάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως, αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δει­κνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο· τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.

Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσε­τε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαί­ων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς, ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».

Μαζί δε με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχα­τον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη. Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν. Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγ­γελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προ­αγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χρι­στού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.

Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παρά­δοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πι­στούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Α­βραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγ­ματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, πα­ρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.

Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση». Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;». Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυ­φήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας. Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς…

Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους θρή­νους επέδειξε, πόσην μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύ­κτες· τις πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκο­λα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.

Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώ­νων». Αμήν. 

(4ος – 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομι­λία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163)

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

ΚΩΣΤΑΣ ΒΡΑΧΝΟΣ: ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ ΒΙΟΣ

Αθεολόγητος βίος
Κώστας Βραχνός, απόφοιτος Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής 

Μια παράλογη αγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές και εν γένει αναπτυγμένες κοινωνίες: βαφτίζοντας αρετή τη διαρκή εξέγερση κατά πάντων και την επανάσταση χωρίς αιτία, απορρίπτουν και καταρρίπτουν οτιδήποτε κατεστημένο χωρίς να το γνωρίζουν εις βάθος, κατά κανόνα ταυτίζοντας το σύνολό του με την πιο αδύναμη και νοσηρή του πτυχή και ιστορία. Προπάντων, όμως, αγνοώντας ότι στη συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων (αξίες, θεσμοί, κανόνες, ήθη, παραδόσεις, ιερά και όσια) οφείλουν την ίδια τη δυνατότητά τους όχι μόνο να μπορούν να την αμφισβητούν και να τη μάχονται αλλά εν τινί τρόπω να υπάρχουν κιόλας αξιοπρεπώς. Είναι γνωστό, φερ’ ειπείν, πως χωρίς τη χριστιανική καθιέρωση της απόλυτης αξίας του προσώπου, της ελευθερίας της βούλησης αλλά και της αδελφότητας των θνητών δύσκολα θα φτάναμε στις διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, ανάμεσα στους επιγόνους του Διαφωτισμού συναντάμε σήμερα τους πλέον δογματικούς και φανατικούς σκοταδιστές.

Σε γενικές γραμμές, σε αυτές εδώ τις περιοχές της οικουμένης, το σύνολο σχεδόν των όρων που μετερχόμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχει χριστιανική ή εκχριστιανισμένη προέλευση. Βλέπουμε, αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε ιουδαιοχριστιανικά, καθότι ο χριστιανισμός στη βαθιά, οντολογική του διάσταση περιλαμβάνει στην ουσία ολόκληρη την γκάμα των αντιληπτικών, διανοητικών, συναισθηματικών, αξιακών και πραξιακών μας δεδομένων και δυνατοτήτων, εντός των οποίων φυσικά κατέχουν πρωταγωνιστικό και αντιρροπιστικό ρόλο και οι αμέτρητες εκδηλώσεις απόκλισης, άρνησης, αποκήρυξης, απέχθειας, υπονόμευσης ή καταπολέμησής του. Κατά τον μεγάλο Unamuno «είμαστε όλοι τέκνα ενός εκκοσμικευμένου χριστιανικού πολιτισμού και φέρουμε τον χριστιανισμό, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, στο μεδούλι της ψυχής μας. Μέχρι και οι άθεοι ανάμεσά μας είναι χριστιανοί». Κάτι που η βιαστική και προκατειλημμένη ματιά δεν αντιλαμβάνεται ούτε υποψιάζεται, αλλά που η μεθοδική και αμερόληπτη ανακαλύπτει αμέσως, όχι δίχως μια κάποια έκπληξη.

Παρά τη σημαντική ανθρωπολογική αλλοίωση που επέφεραν οι κατά τα άλλα αναπόφευκτες εξελίξεις σε επίπεδο κοσμοειδώλου, πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης αλλά και αυτοεικόνας· παρά την επέλαση της εκκοσμίκευσης ως βίαιης πριμοδότησης και κατίσχυσης του λογικού έναντι του ανορθολογικού και του ενδοκοσμικού εις βάρος του υπερβατικού, ακόμη δεν συντελέστηκε εξάλειψη του πολιτισμικού μας γονιδιώματος. Κάποιοι φοβούνται πως με τους τρέχοντες ρυθμούς είναι ζήτημα δεκαετιών. Ο Novalis, από τους πρώτους που διαισθάνθηκαν το πρόβλημα, σημειώνει στο προφητικό Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη: «Να εκμηδενιστεί εντελώς εκείνη η αθάνατη αίσθηση (του αοράτου) είναι αδύνατον, να θολώσει μόνο μπορεί, να παραλύσει, να εκτοπιστεί από άλλες αισθήσεις». Άλλοι, όπως ο M. Eliade, διαπιστώνουν απλή μεταμφίεση του «ιερού» υπό τη μορφή του μύθου σε σύγχρονες, ενίοτε αδιόρατες εκδηλώσεις του «βέβηλου». Αισιόδοξη διαπίστωση, αν δεχτούμε ότι ο εκκολαπτόμενος, μελλοντικός άνθρωπος παραμείνει ενεργός στις επιδιώξεις του και δεν γίνει απαθής. Διότι ο μεγάλος εχθρός της ανθρωπότητας είναι η μεταφυσική και θρησκευτική αδιαφορία από απάθεια. Μπορεί, όμως, τελικά ο ψυχορραγών homo metaphysicus –ή μάλλον animal metaphysicum– να ψοφήσει πλάι στον νεκρό Θεό του; Καταπώς φαίνεται, ναι. Και μπορεί να πεθάνει χωρίς να πεθάνει μαζί και ο homo sapiens; Σε καμία περίπτωση. Το θρησκευτικό, δηλαδή το ουσιωδώς πνευματικό υπόβαθρο κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνίας είναι ο εγκέφαλος (όχι με την έννοια μόνο των νοητικών λειτουργιών) κάθε οργανισμού. Η καρδιά δύναται να λειτουργήσει και με μηχανική υποστήριξη. Αλλά αν πεθάνει το πνεύμα, δεν μιλάμε πλέον για άνθρωπο. Η λήθη του Θεού, λέει ο καθολικός θεολόγος Karl Rahner, ισοδυναμεί με «ανάστροφη εξέλιξη», επιστροφή στο ζώο, αφού «ο άνθρωπος υπάρχει ως τέτοιος μόνο όταν λέει “Θεός”, τουλάχιστον ως ερώτηση». Διότι η θρησκεία και η θρησκευτικότητα (σημ.: ανεξαρτήτως πίστεως!) δεν ανήκουν μαζί με τη μαγεία, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες σε κάποια ανώριμη φάση της εξέλιξης του είδους αλλά στη δομή της ανθρώπινης συνείδησης. Αφορούν δε κάτι τόσο θεμελιώδες ώστε με βάση αυτές (σημ.: το ενδιαφέρον γι’ αυτές) μετράται ακριβώς η ποιοτική στάθμη προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων και, σε τελική ανάλυση, τόσο πρωτεύον ώστε η καλλιέργειά τους (σημ.: η μέριμνα για ό,τι πραγματεύονται) θα όφειλε να συνιστά την επιτακτικότερη προτεραιότητα κάθε ατόμου και κάθε συλλογικότητας. Η μόνη αληθινή ανάπτυξη και ωρίμαση τόσο σε οντογενετική όσο και σε φυλογενετική κλίμακα έγκειται στην επιμέλεια της μεταφυσικής αίσθησης, του μυστηριακού αισθητηρίου, του θρησκευτικού αισθήματος, της θεολογικής ευαισθησίας.

Απέραντο και υπεραπαιτητικό θέμα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν το θρησκευτικό αίσθημα αποτελεί μετεξέλιξη της μεταφυσικής αίσθησης (A. Schopenhauer), η μεταφυσική υποπροϊόν της θρησκείας (F. Nietzsche) ή όπως βεβαιώνει ο Max Scheler αν το θρησκευτικό προηγείται του μεταφυσικού· αν υπάρχει το «θρησκευτικό ένστικτο», που μας πληροφορεί για το ιερό (R. Otto) και αν, τελικά, η έννοια «ιερό» υπερισχύει της έννοιας «Θεός» (N. Söderblom)· αν το αίνιγμα του θανάτου οδηγεί στη θρησκευτικότητα (E. B. Tylor) ή αν πράγματι αυτός «δεν συνιστά τόσο το αντικείμενο της μεταφυσικής σκέψης όσο το υπαρξιακό της κίνητρο» (E. Fink). Όλα λίγο-πολύ αληθεύουν. Εκείνο, όμως, που δεν χωρά καμία αβεβαιότητα είναι πως ο στοχασμός και η πίστη –αν υποθέσουμε πως χωρίζονται– γεννώνται και συναρτώνται με την αμφιθυμική εμπειρία του Μυστηρίου (ως θάμβος, απορία, ανημπόρια, τρόμος, αγωνία κ.ά.) καθώς επίσης και ότι, όπως προείπαμε, αυτή η συνάρτηση αποτελεί το κατεξοχήν ειδοποιό και διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως προς τα έτερα ζώα αλλά και ως προς τους συνανθρώπους του. Ο Schopenhauer, κατά τον οποίο η συνείδηση του θανάτου μαζί με την οδύνη και την αθλιότητα της ζωής «δίνουν την πιο δυνατή ώθηση στον φιλοσοφικό στοχασμό και τις μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου», εξετάζοντας τη «μεταφυσική ανάγκη των ανθρώπων», τονίζει: «Όσο πιο χαμηλά στέκει ένας άνθρωπος από διανοητική άποψη, τόσο λιγότερο αινιγματώδες θεωρεί το Είναι ως τέτοιο».Ό,τι ισχύει για το μεμονωμένο άτομο ισχύει και για την κοινωνία, τη χώρα ή τον λαό.

Το ότι αποκλείεται «να στερέψουν οι πηγές της μεταφυσικής σκέψης» (Π. Κονδύλης) ή να εκριζωθεί αυτό το σχετικό όργανο, δεν θα πει ότι δεν μπορεί να ατροφήσει. Και όταν ατροφεί, το σώμα πάσχει και νοσεί, διατελεί σε θανατηφόρα κρίση. «Η κρίση είναι, κατά βάθος, κρίση θρησκευτικότητας ή, μάλλον, αθρησκευτικότητας, είναι μια κρίση θρησκευτική» φώναζε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Unamuno. «Όλες οι πολιτικές κρίσεις συνιστούν στην ουσία θρησκευτική κρίση», φώναζε την ίδια εποχή και η αδελφή ψυχή, N. Berdyaev. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο αυτοί σοφοί έζησαν από τα μέσα την Ιστορία και γνώριζαν όσο λίγοι πολιτική. Γράφει κάπου ο Ισπανός: «Η οικονομική και υλική ζωή δεν είναι αντίθετη στην πνευματική ζωή, ούτε μπορεί να είναι ξεκομμένη πλήρως από αυτή και αφηρημένη (…) Ολόκληρη η υλική ζωή δεν είναι παρά η εκδήλωση της πνευματικής ζωής όπου βρίσκονται οι ρίζες της (…) μπορεί να θεωρείται ως παράγωγο της πνευματικής».

Ας σταχυολογήσουμε και ας ακούσουμε για μια στιγμή τούς δύο βοώντες εν τη ερήμω:

«Το υπερκόσμιον και μεταφυσικόν δεν εισέρχεται έξωθεν εις τον άνθρωπον, αλλά αναδύεται εξ αυτού από το εσώτατον βάθος (…) Η γηραιά Ευρώπη πρόδωσε το παρελθόν της. Το αρνήθηκε. Ο αστικός πολιτισμός, ο αντιθρησκευτικός, κατανίκησε την παλιά ιερή της κουλτούρα (…) Η φοβερώτερη μορφή αθεΐας σίγουρα δεν είναι αυτή που εμφανίζεται στον στρατευμένο και παράφορο αγώνα εναντίον της ιδέας του Θεού και εναντίον αυτού του ίδιου του Θεού, αλλά αυτή που εμφανίζεται στην αθεΐα της πρακτικής ζωής, στην αδιαφορία και στην ψυχρότητα (…) Η παράφορη εξέγερση και η πάλη κατά του Θεού μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερο φως και σε υψηλότερη μορφή θρησκευτικής σκέψης (…) Η αγανάκτηση που οι χριστιανοί δείχνουν έναντι των αθεϊστών και της στρατευμένης αθεΐας συχνά είναι ευτελής, διότι είναι οι δικές τους παραμορφωμένες αντιλήψεις για τον Θεό και ο δικός τους άθεος βίος, που προκαλούν αυτή την αθεΐα (…) Δεν είναι χριστιανός αυτός που είναι αυτοϊκανοποιημένος και περιφρονεί τους άλλους, για τους οποίους το πρόβλημα του Θεού είναι βασανιστικό (…) Ο άθεος μπορεί να είναι καλύτερος από αυτόν που επαναλαμβάνει “Κύριε, Κύριε” (…) Η μοίρα της κουλτούρας εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των εργατικών μαζών, από το αν θα εμπνευστούν από τη χριστιανική πίστη ή τον αθεϊστικό υλισμό (…) Το πρόβλημα περί Θεού είναι το αιώνιο πρόβλημα, το πρόβλημα όλων των εποχών, είναι πάντα το πρώτο και κυριότερο, αλλά το πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα του ανθρώπου, περί της σωτηρίας του ανθρώπινου προσώπου από την αποσύνθεση, περί της αναγνώρισης και της αποστολής του ανθρώπου, περί της απάντησης των βασικών προβλημάτων της κοινωνίας και του πολιτισμού υπό το φως της χριστιανικής περί ανθρώπου ιδέας (…) Ο πεσιμισμός περικλείει ένα υγιές στοιχείο, στρέφει τον άνθρωπο προς την υπεργήινη ζωή» (N. Berdyaev).

«Απ’ την κατάσταση του πνευματικού περιβάλλοντος της κοινωνίας εξαρτάται ο ερεθισμός του μυστηρίου μες στο μυστήριο της ψυχής μας (…) Ένας λαός μπορεί να παρακμάζει πνευματικά, ενώ προοδεύει στην οικονομία, τη βιομηχανία, το εμπόριο ακόμα και την επιστήμη και τις τέχνες (…) Είναι αναγκαίο για την πνευματική ζωή να επανακάμψουν οι μεταφυσικές ανησυχίες (…) Ένας λαός ο οποίος δεν μιλάει για τίποτε άλλο παρά για δουλειές και απολαύσεις είναι ένας λαός εντός του οποίου θα φυτρώσει και θα ριζώσει η θλιβερή απαισιοδοξία, όχι αυτή της πείνας αλλά η χειρότερη, της βαρυστομαχιάς (…) Ενόσω μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για την ατομική μοίρα και το πέραν του τάφου, μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για τα κοινωνικά ζητήματα. Η δυστυχία εμποδίζει να κοιτάξουμε τον ουρανό (…) Για κάθε λαό το ζωτικό του πρόβλημα, ζωής και θανάτου, είναι να βρει τη δική του θρησκεία, εκείνη που εκφράζει ή ορίζει το πνεύμα του και ικανοποιεί τις διανοητικές και συναισθηματικές του ανάγκες (…) Ποια θρησκεία; Εκείνη όλων των θρησκευόμενων ανθρώπων, που είναι ίσως στο βάθος η ίδια, του αιωνίου ερωτήματος. Διότι να είσαι θρησκευόμενος θα πει να το θέτεις, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται απάντηση, και άθρησκος να το αποφεύγεις (…) Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, εφόσον κάνουν τους λαούς που τις ομολογούν να ζουν πνευματικά, εφόσον τους παρηγορούν που έπρεπε να γεννηθούν για να πεθάνουν, και για κάθε λαό η πιο αληθινή θρησκεία είναι η δική του, εκείνη που τον έφτιαξε» (Unamuno). Βέβαια, δεν έχουν πάντα οι –έστω και ανορθόδοξοι– πιστοί το μονοπώλιο παρόμοιων διαγνωστικών. Θεολογικά αντανακλαστικά συναντάμε σε κάθε ενδοσκοπικό και ευαίσθητο ον. Ο J. L. Borges δεν ήταν που έγραψε πως «κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος είναι ένας θεολόγος, και για κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητη η πίστη»; Αρκεί, πράγματι, ένα minimum πνευματικής κατάρτισης και, φυσικά, υπαρξιακής κινητικότητας. Ο E. Ionesco, που διέθετε και τα δύο στον ανώτατο βαθμό, υπογράμμισε: «Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμική ζωή χωρίς τη μεταφυσική και το θρησκευτικό αίσθημα».

Ο ραγδαίος αποχριστιανισμός της Δύσης δεν θα ήταν κάτι τόσο ανησυχητικό εάν μαζί με την πίστη στο δόγμα και τη μετοχή στη λατρεία δεν μειωνόταν και γενικώς η (προ)διάθεση προς το ιερό, το μυστήριο, το θείο, εάν δεν επέφερε γενικευμένη αποϊεροποίηση. Απεναντίας, θα μπορούσε ν’ αποτελεί ακόμα και αναγκαία φάση μιας καθαρτικής, εξυγιαντικής, σωτήριας κρίσης εντός των κόλπων της επίσημης θρησκείας, που ως βασικός υπεύθυνος εκφυλίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει προοδευτικώς τον ρόλο και το κύρος της. Από μία άποψη, το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, έτσι όπως αυτό εξελίχθηκε, μπορεί να αναχθεί σε αμιγώς ενδοεκκλησιαστικά αίτια. Μια χριστιανική, δηλαδή μια χρηστή πνευματικά, ποιμαντικά, πολιτικά και κοσμικά συμπεριφορά πολύ δύσκολα θα προκαλούσε την αντίδραση που προκλήθηκε, η δε πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έπαιρνε τη μορφή επιχείρησης υπέρβασης ή/και απαλοιφής του φιλοσοφικού ή θεολογικού Απολύτου, οδηγώντας στον σημερινό homo indifferens. Στην πραγματικότητα, τα πεπραγμένα της θεσμικής Εκκλησίας, ως μοναδικού «εκπροσώπου του θείου», η προδοτική ταύτισή της με τη φαύλη πολιτική και οικονομική εξουσία, η αέναη δογματική ομφαλοσκόπηση και η εγκατάλειψη του καταφρονεμένου και αγωνιούντος ανθρώπου, προξένησαν δικαιολογημένο odium theologicum. «Αυτό που αρχικά ήταν προσωπικό μίσος κατά της καθολικής πίστης μεταβλήθηκε αργά αλλά σταθερά σε μίσος κατά της Βίβλου, κατά της χριστιανικής πίστης και τελικά αυτής της ίδιας της θρησκείας», ειδοποιούσε ο Novalis.

Παράλληλα, μέσα στην κατακλυσμιαία δυναμική της εμμένειας, η φιλοσοφία απομακρύνθηκε από τα μεταφυσικά ζητήματα, αφήνοντάς τα στη δικαιοδοσία της θεολογίας, η οποία εξελίχθηκε από προνομιακό σε αποκλειστικό σχεδόν «διαχειριστή» τους, πλάι στην τέχνη, που όταν δεν θερμαίνεται από αυτήν, καταλήγει αργά ή γρήγορα στην άδοξη ανάφλεξη. Την ίδια στιγμή, η θεολογία, στην ανάγκη της να νομιμοποιήσει την ύπαρξη και το κύρος της, ταυτίστηκε και αφέθηκε να ταυτιστεί με το δόγμα και κυρίως την πίστη, με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί η παρανόηση ότι η θεολογική βίωση και εξέταση των αιωνίων ερωτημάτων προαπαιτεί ομολογιακής φύσεως διαπιστευτήρια. Έτσι, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία αλλά και της λατρευτικής ζέσης εντός του θρησκεύματος συρρικνώθηκε και ο ύστατος –τώρα που οι τέχνες έγιναν στην πλειονότητά τους «ψυχαναλυτικές»– χώρος εμπερίστατης διαπραγμάτευσης και ευρείας καλλιέργειας της ανθρώπινης μεταφυσικότητας.

Όμως, η θρησκεία (κατά κανόνα, η πάτρια) προσφέρεται για τον θνητό και φθαρτό και αδαή και ανεπαρκή άνθρωπο όχι ως ένα αλάνθαστο ούτε καθ’ όλα «αποτελεσματικό», πάντως, ως το καλύτερο δυνατό και άμεσα διαθέσιμο μέσο προσανατολισμού εντός του αγνώστου της εγκόσμιας περιπέτειας: φίλτρο ερμηνείας, πηγή έμπνευσης, μοντέλα αναφοράς, γνώμονα ηθικής, άξονα οργάνωσης, πρότυπο συμβίωσης, καταφύγιο παρηγορίας, δεξαμενή ελπίδας, χορηγό νοήματος. Το μόνο, ουσιαστικά, «όπλο» έναντι της θνητότητας και του θανάτου. Σ’ αυτήν και δι’ αυτής εκφράζεται από καταβολής κόσμου και με τον πλέον εξελιγμένο τρόπο η θεμελιωδέστερη διάσταση και ανάγκη του ανθρώπου, η μεταφυσική, εκείνη που σχετίζεται με το μυστήριο του υπάρχειν και που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και να ευδοκιμήσει παρά σε αρχαία, παγκόσμια, δοκιμασμένα, πλούσια, ολοκληρωμένα συστήματα, και όχι επιμέρους πολιτικές ιδεολογίες ή επιστημονικές θεωρίες που διεκδικούν οικουμενικότητα, αντιποιώντας απεγνωσμένα την αρχή της. Όπως είπαμε, έχουμε να κάνουμε με μια δομική ιδιότητα. Υπό αυτή την έννοια, η φθίση ή η απουσία της συνεπάγεται βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχοδομή του ατόμου και το κλίμα της εποχής. Το άγχος, το οποίο χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο και τις σημερινές κοινωνίες, η αίσθηση ανασφάλειας, σύγχυσης, θυμού, αποπροσανατολισμού, βιασύνης, απληστίας, στέρησης, απελπισίας, αδικίας, κενού και έλλειψης νοήματος, όλα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την παραμέληση της παραπάνω σταθεράς, με την απώλεια «ενός πνευματικού κέντρου, μιας απάντησης έστω και συμβολικής ή έμμεσης στο ερώτημα της ύπαρξης της ζωής», που λέει ο λουθηρανός φιλόσοφος P. Tillich. Ειδικότερα, στο κομβικό θέμα του θανάτου, βλέπουμε πόσο στον σύγχρονο κόσμο «άδειασε από θρησκευτική σημασία, εξομοιώθηκε με το μηδέν, με αποτέλεσμα ο σύγχρονος άνθρωπος να παραλύσει από την αγωνία» (M. Eliade). O C.G. Jung, σε έναν απολογισμό της όλης ερευνητικής και θεραπευτικής δραστηριότητάς του, θα επισημάνει ότι από όλους τους ενήλικες ασθενείς του «ούτε ένας δεν υπήρξε που το πρόβλημά του σε τελική ανάλυση να ήταν η εύρεση μιας θρησκευτικής οπτικής της ζωής (…) όλοι αρρώστησαν επειδή έχασαν εκείνο που όλες οι ζωντανές θρησκείες προσφέρουν πάντοτε στους ακολούθους τους». Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο Eliade: «Η υπαρξιακή κρίση είναι, σε τελική ανάλυση, “θρησκευτική”, καθώς στα αρχαϊκά επίπεδα του πολιτισμού, το είναι συγχέεται με το ιερό (…) συνεπώς, η θρησκεία αποτελεί την υποδειγματική λύση κάθε υπαρξιακής κρίσης». Εκεί που η νεωτερικότητα βλέπει απλώς ένα άρρωστο παρελθόν που ξεπεράστηκε, εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδική δυνατότητα μιας κάποιας ίασης, αφού ο «ανεπίκαιρος» θεολογικός «ανορθολογισμός» αποδεικνύεται απείρως πιο καίριος κι ωφέλιμος απ’ ό, τι το αντιπνευματικό πνεύμα των καιρών έχει ορίσει.

Κλείνοντας την περιδιάβασή μας, ας επιστρέψουμε στην αρχική παρατήρηση περί αγνωμοσύνης, αν και εν προκειμένω θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για τραγική ειρωνεία. Όλοι γνωρίζουμε την ευμενή στάση μεγάλου μέρους της αριστεράς απέναντι σε ορισμένους ολοκληρωτισμούς (π.χ. έμπρακτος κομμουνισμός, δηλαδή κομμουνισμός, καθώς δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ και πουθενά ο «ορθός» κομμουνισμός) και ανελεύθερα πολιτισμικά μοντέλα οργάνωσης βίου (π.χ. πολιτικό ισλάμ, δηλαδή ισλάμ, καθώς δεν υφίσταται μη πολιτικό ισλάμ) ή τις ολοένα και εντονότερες αιτιάσεις της περί «δικτατορίας» ή «αστυνομοκρατίας». Αν υπήρχε η στοιχειώδης γνώση ή, καλύτερα, η παραμικρή βιωματική εμπειρία των υπερασπιζόμενων και καταγγελλόμενων πραγματικοτήτων, επί παραδείγματι, να είχε ζήσει κανείς ως ελευθερόφρων στο ανατολικό μπλοκ, ως γυναίκα στο Πακιστάν ή ως αντιφρονών στη Χιλή του Pinochet, η τοποθέτηση θα ήταν εντελώς διαφορετική, ενώ θα γλίτωνε και ο δημόσιος λόγος ικανό μέρος από τη συστηματική του απαξίωση εξαιτίας της κατάχρησης των διαφόρων σχημάτων λόγου. Ομοίως, στη χριστιανική ή χριστεπώνυμη Εσπερία, οι αδιαφορούντες για τα θρησκευτικά δεν φαντάζονται πόσο θρησκευτικά είναι τα προβλήματά τους, όσο δε για τους περιφρονητές και τους συκοφάντες της χριστιανοσύνης, ούτε κι αυτοί υποψιάζονται πόσο το δικαίωμα αλλά και η ικανότητά τους να χλευάζουν και να κατηγορούν θεμελιώνονται εν πολλοίς πάνω σε προϋποθέσεις και στοιχεία εκείνου που ανυποψίαστοι και περήφανοι κατηγορούν και χλευάζουν.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί πως δεν κινδυνεύουν με πλήρη μαρασμό και αφανισμό όλες οι θρησκείες με τους κάθε λογής πιστούς τους. Η απίσχνανση του θρησκευτικού αισθήματος στις ποικίλες εκφάνσεις της, από την απάθεια έως την απαξίωση και την αποκαθήλωση των πάντων, αποτελούν φαινόμενα σχεδόν αποκλειστικά των χριστιανικών κοινωνιών (εξαιρέσεις η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα). Έξω απ’ τις χώρες του πολιτικώς/οικονομικώς/τεχνολογικώς αναπτυγμένου κόσμου, και ειδικότερα στον αποκαλούμενο «τρίτο κόσμο», οι θρησκείες διατηρούν τις δυνάμεις και την επιρροή τους, ιδιαίτερα δε στα μουσουλμανικά κράτη και στις μουσουλμανικές κοινότητες εντός μη μουσουλμανικών κρατών παρατηρούνται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης, επέκτασης και επεκτατισμού. Σημειωτέον, το ισλάμ δεν γνώρισε ούτε μπορεί να γνωρίσει Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμό, δημοκρατία, γενικώς όλα τα καλά και τα κακά της εκκοσμίκευσης. Δεν ανέχεται τη δυσπιστία, απαγορεύει την έσωθεν ή έξωθεν κριτική και τιμωρεί με θάνατο την έσωθεν και έξωθεν ασέβεια και βλασφημία. Παρ’ όλα αυτά, σημαντική μερίδα χριστιανών και αριστερών που ελεεινολογούν την παρακμή της πίστης και το τέρας του καπιταλισμού, αντιστοίχως, κοιτάζουν με ευμένεια το μουσουλμανικό παράδειγμα, εκφράζοντας κατανόηση προς απαράδεκτες θεσμικές αξιώσεις των μουσουλμάνων αλλά και επιείκεια ή συμπάθεια προς τους παράφρονες της ισλαμικής βίας/τρομοκρατίας. Στο όνομα της χαμένης πίστης και της αποικιοκρατικής ενοχής ή της γενικής παρακμής εξαίρεται αλόγιστα και αδιακρίτως το ασύμβατο με τη δυτική θεμελίωση ισλάμ, εκεί που θα έπρεπε να αναζητούνται συγκλονιστικά παραδείγματα στη μεγαλειώδη ινδική πνευματικότητα (ινδουισμός, βουδισμός, τζαϊνισμός). Οι θρησκείες και οι παραδόσεις, μολονότι αντανακλούν, δημιουργούν, διαμορφώνουν και υπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε λαού, σαφώς διαφέρουν αξιολογικώς μεταξύ τους (κάποιες, αναντίρρητα, είναι πνευματικότερες ή ειρηνικότερες από κάποιες άλλες) και κάθε σοβαρός μελετητής του αντικειμένου γνωρίζει την ιστορία, τον πλούτο, την επίδραση, τη συμβολή και τις οφειλές της καθεμιάς. Ωστόσο, αυτό που σήμερα πρωτίστως θα έπρεπε να ενδιαφέρει είναι ο βαθμός θεσμικής και βιοτικής συμβατότητας κι εναρμόνισης των ανθρωπολογικών και πολιτικοκοινωνικών μοντέλων που αυτές προτείνουν, δηλαδή ενσαρκώνουν, κάτι όχι και πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί. Εφόσον, βέβαια, αποφασίσουμε να δράσουμε προς γενικό όφελος με γνώμονα την πραγματικότητα, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την ειρήνη, και μπορέσουμε επιτέλους ν’ απαλλαγούμε από ολέθριες ιδεολογικές στρεβλώσεις, προκαταλήψεις και φαντασιώσεις της άγνοιας και της μόδας («ισλαμοφοβία», «διαφορετικότητα», «πολυπολιτισμικότητα» κ.ά.). Εδώ η νοσούσα, αυτοϋπονομευτική, εν τέλει, αυτοκτονική μοίρα της Εσπερίας καθρεφτίζεται εύγλωττα στις επιθέσεις στο Charlie Hebdo (και, προπαντός, στη μερική ή πλήρη δικαιολόγησή τους), στον φετφά κατά του S. Rushdie, στις ύβρεις κατά του M. Houellebecq, στις διώξεις του Thilo Sarrazin, ή, παρ’ ημίν, στις κατηγορίες εις βάρος της γενναίας Σώτης Τριανταφύλλου, και γενικώς σε κάθε λόγο ή ενέργεια που αμφισβητεί, αναθεωρεί και απεμπολεί επί δυτικού εδάφους τα κορυφαία ανθρωπιστικά και πολιτειακά κατορθώματα και κεκτημένα της Δύσης.

alopsis.gr

ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ 20ου ΑΙΩΝΟΣ- ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΗΜΟΥ

Αθωνικοί Γέροντες 20ου Αιώνος
Διδαχές Ερήμου

  ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

Έχει λεχθεί όσον αφορά τον Αβά Αγάθωνα, ένα πατέρα της ερήμου του 4ου αιώνα, ότι κάποιοι μοναχοί ήρθαν και τον βρήκανε έχοντας ακούσει για τη μεγάλη του διάκριση. Θέλοντας να δουν άμα θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του τού είπανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που λέγεται ότι είναι πόρνος και υπερήφανος» «Ναι, είναι αλήθεια». Συνέχισαν, «εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που πάντα λέει ανοησίες;» «Εγώ είμαι.» Μετά τον ρωτήσανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας ο αιρετικός;» αλλά σε αυτό απάντησε «Δεν είμαι αιρετικός.» Οπότε τον ρώτησαν, «πες μας γιατί αποδέχτηκες οτιδήποτε πετάξαμε εναντίον σου, αλλά αρνήθηκες την τελευταία αυτή προσβολή» Απάντησε «Τις πρώτες κατηγορίες τις παίρνω για τον εαυτό μου γιατί αυτό είναι καλό για την ψυχή μου. Αλλά η αίρεση είναι διαχωρισμός από το Θεό. Δεν επιθυμώ να αποχωριστώ από το Θεό». Με αυτό το ρητό εντυπωσιάστηκαν από τη διάκρισή του και επέστρεψαν φωτισμένοι.  

ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ

Κάποιος μοναχός συκοφαντήθηκε για πορνεία. Μη μπορώντας ο μοναχός αυτός την αδικία, έφυγε από το μοναστήρι του και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Μετά από λίγο ήλθαν στον Αββά Αντώνιο μοναχοί από το μοναστήρι για να δουν τον μοναχό και να τον πάρουν πίσω. Άρχισαν λοιπόν να τον ελέγχουν και να επιμένουν ότι έπραξε την αμαρτία, ενώ εκείνος επέμενε ότι δεν έκανε τέτοια αμαρτία.

Συμπτωματικά έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και βλέποντας την φιλονικία είπε αυτή τη παραβολή. Είδα –είπε- στη όχθη ενός ποταμού κάποιον άνθρωπο να έχει μπει στη λάσπη μέχρι τα γόνατα και ήλθαν κάποιοι να τον βοηθήσουν. Δίνοντας όμως το χέρι τους να τον τραβήξουν τον βύθισαν στη λάσπη μέχρι το λαιμό. Ακούγοντας την παραβολή αυτή ο Αββάς Αντώνιος λέει στους άλλους για τον Αββά Παφνούτιο.

Να ένας αληθινός άνθρωπος, που μπορεί να βοηθήσει και να σώσει ψυχές. Ακούγοντας αυτά οι μοναχοί συγκινήθηκαν και ζήτησαν συγγνώμη από το αδελφό που είχε συκοφαντηθεί. Και αφού τους παρακάλεσαν οι αββάδες τον πήραν και πάλι στο κοινόβιο. 

ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ

Κάποτε διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος μία ιστορία: Καθόταν ένας γέροντας στο κελί του και άκουσε μία φωνή να του λέει « έλα, να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Τον πήγε λοιπόν σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα από τα οποία είχε φτιάξει ένα μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε στη συνέχεια να σηκώσει το φορτίο αλλά δεν μπορούσε. Αντί όμως να αφαιρέσει βάρος, έκοβε ξύλα και τα πρόσθετε στο φορτίο.

Αυτό το έκανε συνέχεια. Προχωρώντας πιο πέρα του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται σ΄ ένα λάκκο και να βγάζει νερό, το οποίο το μετέφερνε σε μια δεξαμενή τρύπια, ώστε το νερό να ξαναγυρίζει στο λάκκο. Έλα του είπε να σου δείξω και άλλον. Τότε βλέπει ένα Ναό και δύο άνδρες πού κάθονταν πάνω στα άλογά τους και κρατούσαν ο καθένας πλαγιαστά ένα ραβδί. Ήθελαν όμως να περάσουν από τη πόρτα του Ναού αλλά δεν μπορούσαν εξ αιτίας του ραβδιού που κρατούσαν πλαγιαστά.

Από υπερηφάνεια δεν ίσιωνε κανένας το ραβδί του και γι’αυτό έμεναν και οι δύο εμπρός στη πόρτα του Ναού. Αυτοί είναι –είπε η φωνή- που κάνουν τους δίκαιους αλλά έχουν υπερηφάνεια και οι οποίοι δεν υποχωρούν ώστε να διορθώσουν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν το ταπεινό δρόμο του Χριστού. Γι’αυτό μένουν εκτός της Βασιλείας του Θεού. Αυτός που έκοβε ξύλα είναι ο άνθρωπος που έχει πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει προσθέτει στις υπάρχουσες αμαρτίες και άλλες. Όσο για εκείνον που αντλούσε νερό, πρόκειται για τον άνθρωπο που κάνει βέβαια καλά έργα αλλά επειδή τα έργα του έχουν και πονηρία, γι’αυτό χάνει και αυτά. Πρέπει λοιπόν κάθε άνθρωπος με σωφροσύνη να πράττει κάθε έργο του ώστε να μην κοπιάζει μάταια. 

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

Κάποιος αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο και του είπε: Πες μου Αββά, τι να κάνω για να σωθώ; Ο γέροντας του είπε: Πήγαινε στο κοιμητήριο και βρίσε τους νεκρούς. Πράγματι ο αδελφός πήγε στο κοιμητήριο, έβρισε τους νεκρούς, τους λιθοβόλησε και επέστρεψε στο γέροντα και του το είπε. Τον ρώτησε ο γέροντας σου είπαν τίποτα οι νεκροί και αυτός απάντησε. Όχι. Του λέει ο γέροντας. Πήγαινε πάλι αύριο στο κοιμητήριο και αυτή τη φορά να εγκωμιάσεις τους νεκρούς.

Ο αδελφός πήγε τη επομένη στο κοιμητήριο και έλεγε προς τους νεκρούς. Είστε απόστολοι, άγιοι και δίκαιοι. Αφού έκανε και αυτό επέστρεψε στο Αββά Μακάριο και του το ανέφερε. Ο γέροντας τον ρώτησε: Δεν σου απάντησαν τίποτα; Ο αδελφός είπε. Όχι. Τότε τού λέει ο γέροντας. Είδες όσο και αν τους έβρισες δεν σου είπαν τίποτα, και όσο επίσης τους εγκωμίασες πάλι δεν σου απήντησαν τίποτα. Έτσι και συ αν θέλεις να σωθείς γίνου νεκρός. Ούτε τη αδικία των ανθρώπων ούτε τα εγκώμια τους να λογαριάζεις όπως οι νεκροί και μ’ αυτό το τρόπο θα σωθείς. 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Υπήρχε κάποιος πολύ ευλαβής  κοσμικός, ο οποίος πήγε στο Αββά Ποιμένα. Τον ίδιο καιρό πήγαν και άλλοι αδελφοί στο γέροντα, ζητούντες απ’ αυτόν να ακούσουν πνευματικές νουθεσίες. Λέγει τότε ο γέροντας στο ευλαβή εκείνο κοσμικό. Πες στους αδελφούς κάποια νουθεσία. Αυτός όμως παρακαλούσε λέγοντας· «συγχώρεσέ με Αββά, εγώ ήλθα για να μάθω». Αλλά μετά από πίεση του γέροντα είπε· «Εγώ είμαι ένας κοσμικός άνθρωπος πού μεταπουλάω χόρτα.

Τα μεγάλα δεμάτια χόρτα που παίρνω τα λύνω και τα κάνω μικρότερα. Με το τρόπο αυτό αγοράζω  χοντρικά και πουλάω λιανικά. Έτσι δεν ξέρω να σάς μιλήσω από τις γραφές, θα  πω όμως μία παραβολή. Κάποιος άνθρωπος είπε στο φίλο του· «Επειδή έχω την επιθυμία να δω τον Βασιλέα, έλα μαζί μου». Του απαντά ο φίλος του· «Θα έρθω μαζί σου μέχρι το μισό δρόμο». Αφού πήγαν μέχρι τα μισά του δρόμου λέει σε άλλο φίλο του· «Έλα εσύ τώρα να με πάς στο Βασιλιά» και εκείνος του απάντησε· «Θα σε πάω μέχρι το παλάτι του Βασιλιά». Τότε λέει σε κάποιο τρίτο φίλο του· «Έλα μαζί μου στο Βασιλιά», και αυτός απάντησε· «Θα έρθω και θα σε πάω στο παλάτι, θα σου συμπαρασταθώ, θα μιλήσω και θα σε παρουσιάσω στο Βασιλέα».

Τον ρώτησαν λοιπόν πια η σημασία της παραβολής και εκείνος αποκρίθηκε. «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση πού οδηγεί μέχρι το δρόμο, ο δεύτερος φίλος είναι η αγνότητα η οποία φθάνει μέχρι τον ουρανό και ο τρίτος φίλος είναι η ελεημοσύνη που σε φέρνει απευθείας μέχρι το Βασιλέα Θεό. Έτσι, μορφωθέντες οι αδελφοί από τη παραβολή έφυγαν. 

ΠΕΡΙ ΑΚΑΚΙΑΣ

Κάποιος μοναχός διηγόταν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι από την πολλή χάρη πού τον περιέβαλλε, είχε φθάσει σε μεγάλη ακακία. Και εξιστόρησε το εξής περιστατικό. Αυτός (ο Αββάς Ιωάννης) έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Κάποτε χρειάστηκε και πήρε από κάποιον αδελφό ένα νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθεί. Ήλθε τότε κάποιος αδελφός και τον παρακάλεσε λέγοντας·  χάρισε μου Αββά λίγα λινάρια για να φτιάξω ένα λέβητα. Ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε λινάρια με χαρά. Ήλθε και άλλος αδελφός και τον παρακάλεσε όπως ο προηγούμενος λέγοντας· δώσε μου λίγα λινάρια Αββά για να φτιάξω ένα προσόψιο. Ο Αββάς Ιωάννης έδωσε και σ’ αυτόν με χαρά όπως και στον προηγούμενο.  Παρόμοια με τούς προηγούμενους ήλθαν και άλλοι αδελφοί πού ζήτησαν λινάρια, στους οποίους έδωσε ο Αββάς με ευχαρίστηση.

Κάποια στιγμή ήλθε και εκείνος πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζήτησε. Του λέγει τότε ο Αββάς· θα πάω να στο φέρω, αλλά μη έχοντας από που να το δώσει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο πού ήταν εφημέριος, προκειμένου να τον παρακαλέσει να του δώσει το νόμισμα, ώστε να το επιστρέψει στον αδελφό πού το χρωστούσε. Πηγαίνοντας λοιπόν προς τον Αββά Ιάκωβο, βρήκε καταγής ένα νόμισμα αλλά δεν το άγγιξε και βάζοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του.

Ήλθε και πάλι ο δανειστής στον Αββά Ιωάννη ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Του απάντησε ο γέροντας· μη στεναχωριέσαι για την καθυστέρηση φροντίζω γι’ αυτό. Πάλι λοιπόν βγήκε από το κελί του προς αναζήτηση του νομίσματος και βρήκε ξανά το νόμισμα στο δρόμο εκεί πού το πρωτοείδε. Δεν το πήρε όμως αλλά κάνοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του. Και τρίτη φορά Ήλθε ο αδελφός πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζητούσε. Τότε του είπε ο γέροντας· αυτή τη φορά να είσαι σίγουρος ότι θα στο δώσω. Σηκώθηκε για μία φορά ακόμη και διερχόμενος από το ίδιο δρόμο βρήκε και πάλι το νόμισμα χάμω.

Κάνοντας λοιπόν μετάνοια το πήρε και πήγε στο Αββά Ιάκωβο λέγοντας του· Αββά, ερχόμενος σε σένα βρήκα αυτό το νόμισμα στο δρόμο. Κάνε λοιπόν αγάπη και πες το στην ενορία μήπως κάποιος το έχασε, και αν βρεθεί ο απολέσας τούτο, δός του το. Πράγματι ο Αββάς Ιάκωβος πηγαίνοντας στην ενορία το είπε σε τρεις συνάξεις αλλά δεν βρέθηκε κανένας πού να το είχε χάσει. Τότε είπε ο Αββάς Ιωάννης στον Αββά Ιάκωβο· αφού λοιπόν κανένας δεν το έχασε δός το στον τάδε αδελφό διότι του χρωστώ, αφού ερχόμενος σε σένα για να δείξεις την αγάπη σου ώστε να επιστρέψω το χρέος μου το βρήκα στο δρόμο. Θαύμασε τότε ο Αββάς Ιάκωβος, πως αφού χρωστούσε και βρήκε το νόμισμα δεν το πήρε αμέσως αλλά το έδωσε.

Και το επί πλέον αξιοθαύμαστο σχετικά με τον Αββά Ιωάννη είναι ότι εάν κάποιος ερχόταν πού χρειαζόταν κάτι απ’  αυτόν, δεν το έδινε ο ίδιος αλλά έλεγε στο αδελφό· πήγαινε μόνος σου και πάρε ότι χρειάζεσαι, και όταν το επέστρεφε του έλεγε· βάλε το πάλι κει απ’ όπου το πήρες. Αν πάλι δεν το επέστρεφε ο δανειστής δεν του έλεγε ποτέ τίποτε. 

ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ

Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν κάποτε σ’ ένα μέρος μνήματα και κατοικούσε εκεί μία ύαινα. Είδε ο γέροντας ο Αββάς Παύλος εκεί τριγύρω βολβούς και είπε στον υποτακτικό του Αββά Ιωάννη, να πάει εκεί και να του φέρει βολβούς.

Του είπε όμως ο Αββάς Ιωάννης· τι να κάνω όμως γέροντα όσον αφορά την ύαινα. Αστειευόμενος ο γέροντας του είπε· αν έλθει κατ’ επάνω σου, δέστην και φέρε την εδώ. Έτσι, πήγε ο αδελφός εκεί. Πράγματι, μόλις έφθασε εκεί ο Αββάς Ιωάννης, όρμησε η ύαινα κατ’ επάνω του, και αυτός σύμφωνα με το λόγο του γέροντα προσπάθησε να την πιάσει. Η ύαινα όμως έφυγε, ο δε Αββάς Ιωάννης έτρεχε πίσω της λέγοντας· στάσου, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω. Κάποια στιγμή έπιασε την ύαινα και την έδεσε.

Ο γέροντας όμως πού τον περίμενε στεναχωριόταν. Κάποια στιγμή Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης έχοντας δεμένη την ύαινα, γεγονός πού όταν το είδε ο γέροντας θαύμασε. Θέλοντας όμως να ταπεινώσει τον Ιωάννη τον χτύπησε στη πλάτη λέγοντας του· παλαβέ, τρελό σκύλο έφερες εδώ; Και αμέσως ο γέροντας έλυσε την ύαινα και την άφησε ελεύθερη. 

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Διηγήθηκε κάποτε ο Αββάς Ιωάννης των κελιών, λέγοντας. Υπήρξε μία πόρνη στην Αίγυπτο πολύ όμορφη και πάρα πολύ πλούσια, την οποία <> οι άρχοντες της πόλης. Μία μέρα λοιπόν, βρέθηκε αυτή η πόρνη στην Εκκλησία και θέλησε να μπει μέσα. Ο υποδιάκονος όμως πού βρισκόταν στη πόρτα της Εκκλησίας δεν της επέτρεπε την είσοδο λέγοντας της· δεν είσαι άξια να μπεις στον οίκο του Θεού, διότι είσαι ακάθαρτη.

Άρχισε λοιπόν μία διαμάχη μεταξύ του υποδιακόνου και της πόρνης. Την φασαρία πού γινόταν στη πόρτα της Εκκλησίας, την άκουσε ο Επίσκοπος και πήγε εκεί. Τότε λέγει η πόρνη στον Επίσκοπο. Δεν με αφήνει να μπω στην Εκκλησία. Της απάντησε ο Επίσκοπος· δεν σου επιτρέπετε η είσοδος, διότι είσαι ακάθαρτη. Αυτή λοιπόν αισθάνθηκε τότε κατάνυξη και είπε στον Επίσκοπο· Δεν θα πορνεύσω ξανά. Της λέει ο Επίσκοπος· θα με βεβαιώσεις ότι δεν θα πορνεύσεις ξανά, αν φέρεις εδώ τα χρήματά σου.

Αμέσως η πόρνη έφυγε και επέστρεψε με όλα τα χρήματά της τα οποία έδωσε στον Επίσκοπο. Τότε ο Επίσκοπος παρέλαβε τα χρήματα και τα έκαψε. Μετά απ’ αυτό η πόρνη μπήκε στην Εκκλησία με συντριβή καρδιάς και δάκρυα μετανοίας, και έλεγε· Αλλοίμονο! Εάν εδώ σ’ αυτόν το κόσμο μου έγινε αυτό, τι έχω να πάθω στο άλλον κόσμο. Έτσι μετανόησε η πόρνη και έγινε σκεύος εκλογής. 

ΠΕΡΙ ΣΟΦΙΑΣ

Κάποτε συνομιλούσαν κάποιοι γέροντες με τον Αββά Αντώνιο, ήταν δε μαζί του και ο Αββάς Ιωσήφ. Θέλοντας ο Αββάς Αντώνιος να τούς δοκιμάσει, είπε κάποιο εδάφιο από την Αγία Γραφή και άρχισε να ερωτά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο, τι σήμαινε το συγκεκριμένο αγιογραφικό χωρίο.

Τότε, καθένας από τούς πατέρες εκείνους απαντούσε κατά την προσωπική του δυνατότητα. Ο Αββάς Αντώνιος αποκρίνετο σε καθέναν λέγοντας· <>. Μετά από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ· <>. Ο Αββάς Ιωσήφ του απήντησε· <>. Τότε, τούς είπε ο Αββάς Αντώνιος· <>. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Ο Αββάς Σπυρίδων πού ήταν βοσκός, διεκρίνετο από τόση ευσέβεια πού αξιώθηκε να γίνει και ποιμένας ανθρώπων διότι είχε κληρωθεί επίσκοπος μιας πόλεως της Κύπρου πού ονομάζετο Τριμυθους. Λόγω της ταπεινότητάς του ταυτόχρονα με τα Επισκοπικά του καθήκοντα συνέχιζε να ποιμένει πρόβατα. Ένα βράδυ ήλθαν κρυφά στο μαντρί κλέπτες και προσπαθούσαν να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως πού φρόντιζε για την σωτηρία του ποιμένα έσωσε και τα πρόβατα.

Διότι από κάποια αόρατη δύναμη οι κλέπτες δέθηκαν στο μαντρί! Αφού ξημέρωσε ήλθε και ο βοσκός στα πρόβατα, ο οποίος βλέποντας τούς κλέπτες δεμένους πισθάγκωνα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τότε προσευχήθηκε και έλυσε τούς κλέπτες. Αφού τούς ενουθέτησε και τούς συμβούλευσε ότι είναι προτιμότερο με τίμιους κόπους να φροντίζουν για την ζωή τους παρά με αδικίες, τούς άφησε ελεύθερους χαρίζοντας τους ένα κριάρι και χαριτολογώντας τούς είπε· λάβετε αυτό για να μην θεωρηθή ότι ξενυχτήσατε άδικα. 

athonikoigerontes.blogspot.com