ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ: ΣΤΑΣΟΥ ΕΔΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ!


 Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσῃς τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου 

Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.

Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της. Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».

Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἰερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολόγηση τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:

«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.

- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.

Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.

Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεῖς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.

Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.

Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.

Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».

Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».

Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύση ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἔτολμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»

Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως.
Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».

Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακάρια αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῆ νὰ ἀπόκτηση καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκίμηση τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῆ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».

Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.

Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».

Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:

- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου;
Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;

Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:
- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.

- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;

- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:

- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνη ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.

Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:
- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.

Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:
- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.

Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:

- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;

Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:
- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;

Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:
- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:
- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.

Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια, τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο. Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή

Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.

Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.

Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ- Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ!

 
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
Κυριακή Ι’ Λουκά: H θεραπεία της συγκύπτουσας 

(Λουκά ιγ΄,10-17)
Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, κεφ.ιγ΄
«καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ (:και να, εκεί υπήρχε μία γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας επί δέκα οκτώ χρόνια)» [Λουκ. 13 ,11]. 

Υπήρχε στη Συναγωγή μία γυναίκα που εξαιτίας της ασθένειάς της επί δέκα οκτώ χρόνια ήταν διαρκώς σκυμμένη προς το έδαφος. Και αυτό ωφελεί όχι και λίγο εκείνους που σκέπτονται σωστά. Γιατί πρέπει εμείς να συλλέγουμε από παντού αυτό που είναι χρήσιμο. Μπορούμε λοιπόν και από αυτό να δούμε και ότι ο Σατανάς δέχεται πολλές φορές την εξουσία ενάντια σε κάποιους, οι οποίοι προφανώς αμαρτάνουν και αντί των αγώνων της ευσέβειας προτιμούν τη ραθυμία, τους οποίους όταν τους κυριεύσει, τους προκαλεί πολλές φορές τέτοιες σωματικές ασθένειες, επειδή είναι τιμωρός και πολύ σκληρός. Και του επιτρέπει αυτό κατά πολύ μεγάλη οικονομία ο παντεπόπτης Θεός, με σκοπό, καταπονημένοι από το βάρος της δυστυχίας τους, να προτιμήσουν να μεταπηδήσουν προς τα καλύτερα.  Και πράγματι ο σοφότατος Παύλος κάποιον στην Κόρινθο, που είχε κατηγορηθεί για πορνεία, τον παρέδωσε στον Σατανά προς καταστροφή της σάρκας του, ώστε να σωθεί το πνεύμα του. Και η συγκύπτουσα λοιπόν γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από διαβολική αγριότητα. Δηλαδή, όπως είπα, περιφρονημένη από τον Θεό εξαιτίας των αμαρτημάτων της, δηλαδή γενικά και αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, γιατί αίτιος των ασθενειών στα ανθρώπινα σώματα έγινε ο πανούργος Σατανάς, αφού και μέσω αυτού λέμε ότι επιτελέστηκε η παράβαση του Αδάμ, με την οποία τα ανθρώπινα σώματα οδηγήθηκαν στην ασθένεια και στο θάνατο.

Ωστόσο, ενώ οι άνθρωποι βρίσκονταν σ’ αυτά, δεν μας περιφρόνησε ο Θεός, όντας από τη φύση Του αγαθός, και ενώ οι ασθενείς ήταν τιμωρημένοι με μακρά και ανυπόφορη ασθένεια, τους απάλλαξε από τα δεσμά, καθιστώντας κατά άριστο τρόπο απαλλακτική των ανθρωπίνων παθών την παρουσία και ανάδειξή Του σ’ αυτόν τον κόσμο· γιατί ήρθε για να αναμορφώσει τη ζωή μας όπως ήταν στην αρχή. Γιατί σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων. ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς (:ο Θεός δε δημιούργησε τον θάνατο, ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζωντανών. Γιατί δημιούργησε τα πάντα για να υπάρχουν, και τα δημιουργήματα του κόσμου έγιναν για να διατηρούνται σώα, και δεν υπάρχει σ’ αυτά φάρμακο καταστροφής)» [Σοφία Σολομώντος 1, 13-14] και «φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον (:αλλά από τον φθόνο του διαβόλου μπήκε στον κόσμο ο θάνατος)» [Σοφία Σολομώντος 2, 24].

Για την ανατροπή του θανάτου και της φθοράς και του φθόνου που εκδηλώθηκε εναντίον μας από τον πονηρό και αρχέκακο δράκοντα έγινε η ενσάρκωση του Λόγου, δηλαδή η ενανθρώπηση. Κι αυτό αποδεικνύεται ολοκάθαρα από τα ίδια τα πράγματα. Ελευθέρωνε λοιπόν τη θυγατέρα του Αβραάμ από την τόσο μακροχρόνια ασθένεια, προσφωνώντας και λέγοντας: «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου (: Γυναίκα, είσαι ελεύθερη από την ασθένειά σου)». Η φωνή ήταν πολύ θεοπρεπεστάτη, γεμάτη από την ανώτατη εξουσία! Γιατί με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια. Έθεσε επίσης και τα χέρια Του επάνω σ’ αυτήν. «καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν (: «Και αμέσως», λέγει, «σηκώθηκε όρθια και δόξαζε τον Θεό»). Μπορούμε λοιπόν από αυτό να δούμε, ότι η αγία σάρκα φορούσε τη δύναμη και ενέργεια του Θεού· γιατί ήταν δική Του, και όχι κανενός άλλου, που υπήρχε χωριστά και ιδιαίτερα, όπως νομίζουν κάποιοι με τρόπο ανοσιότατο.

«ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου» (: Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτώντας, διότι ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία μέρα Σάββατο, έλαβε τον λόγο και είπε στον λαό· έξι ημέρες είναι εκείνες, κατά τις οποίες πρέπει να εργαζόμαστε· σε αυτές δε τις εργάσιμες ημέρες να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέρα του Σαββάτου)» [Λουκά 13, 14].

Κι όμως, πώς δεν έπρεπε ο αρχισυνάγωγος μάλλον να θαυμάσει τον Χριστό που ελευθέρωσε τη θυγατέρα του Αβραάμ από τα δεσμά; Την είδες να είναι απαλλαγμένη από την πάθησή της με τρόπο θαυματουργικό. Δεν είδες τον ιατρό να προσεύχεται, ο οποίος δεν έλαβε ως αίτημα από άλλον τη θεραπεία της ασθενούς, αλλά αυτό που έκανε ήταν έργο της δικής Του εξουσίας. Αφού είσαι αρχισυνάγωγος, γνωρίζεις οπωσδήποτε τα γραμμένα από τον Μωυσή. Τον είδες αυτόν να προσεύχεται σε πολλές περιπτώσεις και να μην έχει κάνει τίποτε απολύτως με τη δική του δύναμη. Και πράγματι όταν η Μαριάμ προσβλήθηκε από λέπρα απλώς και μόνο επειδή είπε κάτι εναντίον αυτού ως κατηγορία (και αυτό είναι αλήθεια· γιατί λέγει, είχε νυμφευτεί γυναίκα Αιθιόπισσα), δεν παρουσιάσθηκε ανώτερος από το κακό, αλλά ικετεύει γονατιστός τον Θεό, λέγοντας· «Θεέ μου, σε παρακαλώ, θεράπευσέ την».  Και όμως χωρίς να ικετεύει συγχωρήθηκε η ποινή της αμαρτίας της. Αλλά και καθένας από τους άγιους προφήτες, ενώ κάπου έκανε κάτι γενικά, εμφανίζεται να το έκανε αυτό με τη δύναμη του Θεού. Εδώ όμως σε παρακαλώ πρόσεχε, ότι ο Σωτήρας των όλων Χριστός δεν αναπέμπει προσευχή, αλλά αναθέτει στη δική του Δύναμη την επιτέλεση του θαύματος, θεραπεύοντας με τη φωνή Του και με το άγγιγμα του χεριού Του. Γιατί, όντας Κύριος και Θεός, παρουσίαζε την σάρκα Του ισοδύναμη προς τον εαυτό Του, στο να μπορεί, εννοώ, να απαλλάσσει από τα νοσήματα. Έπρεπε λοιπόν από αυτό να αντιληφθεί τη δύναμη του σχετικού με Αυτόν μυστηρίου.

Εάν λοιπόν ήταν κάποιος αρχισυνάγωγος εύστροφος, θα μπορούσε να καταλάβει ποιος και πόσο μεγάλος είναι ο Σωτήρας από την τόσο παράδοξη θεοσημία και να μη λέγει αυτά στα πλήθη, ούτε να κατηγορεί τους θεραπευμένους ότι καταλύουν τον νόμο, ως προς την παράδοση της αργίας του Σαββάτου. Εργασία δηλαδή γενικά αποτελεί η θεραπεία· και αδικείται ο νόμος επειδή ο Θεός δείχνει το έλεός Του κατά την ημέρα του Σαββάτου; Σε ποιον έχει προστάξει να είναι σε αργία το Σάββατο; Στον εαυτό του μάλλον ή σε εσένα; Εάν βέβαια στον εαυτό Του, τότε να μην πέφτουν βροχές , να σταματήσουν οι πηγές των υδάτων και οι διαρκείς ροές των ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων. Εάν όμως εσένα έχει προστάξει να είσαι σε αργία, να μην κατηγορείς τον Θεό για το ότι και το Σάββατο παρέχει με εξουσία σε κάποιους το έλεός Του. Και γιατί γενικά διέταξε να αργείς το Σάββατο; Για να αναπαύεται, λέγει, ο υπηρέτης σου και το βόδι σου και το υποζύγιό σου και κάθε κτήνος σου. Όταν λοιπόν αναπαύσεις κάποιους, απαλλάσσοντάς τους από τις ασθένειες, και έπειτα το εμποδίζεις αυτό, κατήργησες ολοκάθαρα τον νόμο του Σαββάτου, μην αφήνοντας να αναπαυθούν αυτούς που βρίσκονται σε πόνους και αρρώστιες, αυτούς δηλαδή τους οποίους έδεσε ο Σατανάς.

Αλλά ο αρχισυνάγωγος της αχάριστης Συναγωγής, όταν είδε τη γυναίκα που είχε παράλυτα τα μέλη της και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια, αλλά ήταν σκυμμένη προς τη γη και την κοιλιά της, να ελεείται από τον Χριστό και να ανορθώνεται τελείως μόνο με το άγγιγμα του χεριού Του και να βαδίζει όρθια όπως οι συνηθίζουν οι άνθρωποι, και να δοξάζει γι΄ αυτό τον Θεό, δυσανασχέτησε για τη θεραπεία της και καταφλεγόμενος για τη δόξα του Κυρίου, κυριεύεται από τον φθόνο και κατηγορεί το θαύμα και αφού άφησε τον Κύριο ο οποίος τον ήλεγξε για την υποκρισία του, επιπλήττει το πλήθος, ώστε να φανεί ότι αγανακτεί επειδή ήταν ημέρα Σαββάτου, για να πείσει εκείνους που είναι διασκορπισμένοι τις άλλες ημέρες και απέχουν από τις εργασίες, να μην βλέπουν και να μη θαυμάζουν ούτε το Σάββατο τα μεγαλειώδη θαύματα του Κυρίου, μήπως και  πιστέψουν κάποτε. Αλλά πες μας, δούλε του φθόνου, ποιο έργο σου απαγόρευσε ο νόμος, ο οποίος σου λέγει, «Να απέχεις από κάθε έργο χειρωνακτικό την ημέρα του Σαββάτου»; Άραγε από το έργο μέσω του στόματος και του λόγου; Πάψε λοιπόν να τρως και να πίνεις και να μιλάς και να ψάλλεις το Σάββατο. Και εάν δεν τα κάνεις αυτά, ούτε διαβάζεις τον νόμο, τότε σε τι σου χρειάζεται το Σάββατο;

Αλλά ο μωσαϊκός νόμος απαγορεύει την εργασία που γίνεται με τα χέρια. Και ποιο έργο χεριών είναι το να ανορθώσει θεραπεύοντας μια γυναίκα με τη φωνή Του και μόνο; Εάν όμως επειδή η γυναίκα θεραπεύθηκε πραγματικά, αυτό το ονομάζεις έργο, τότε έργο κάνεις και συ, κατηγορώντας τη θεραπεία. Αλλά της λέγει· «Απαλλάσσεσαι από την ασθένεια», και θεραπεύθηκε. Τι λοιπόν; Και συ δεν λύνεις το Σάββατο την ζώνη σου, δεν λύνεις το υπόδημα των ποδιών σου, δεν στρώνεις το στρώμα σου, δεν ξεπλένεις το χέρι σου που είναι λερωμένο από τα φαγητά; Πώς λοιπόν αγανακτείς για μία μόνο λέξη, το «Απολύεσαι»; Και ποια εργασία έκανε η γυναίκα μετά τον λόγο; Άραγε έκανε έργο χαλκευτικής ή ξυλουργικής ή οικοδομικής; Άραγε την ημέρα αυτή έκανε έργο υφαντικής ή υφαντουργίας; Αλλά όμως ανορθώθηκε, λέγει· γιατί γενικά η θεραπεία είναι έργο. Αλλ’ όμως δεν αγανακτείς πραγματικά για το Σάββατο, αλλά βλέποντας τον Χριστό να τιμάται και να προσκυνείται ως Θεός, οργίζεσαι και πνίγεσαι από τον θυμό και λιώνεις από τον φθόνο· και άλλα βέβαια έχεις μέσα στην καρδιά σου, σε άλλον όμως επιτίθεσαι και προβάλλεις προφάσεις. Γι’ αυτό και ελέγχεσαι από τον Κύριο, ο οποίος γνωρίζει τους άδικους διαλογισμούς σου, και δέχεσαι τον χαρακτηρισμό που σου ταιριάζει, ακούοντας να σου λέγει ότι είσαι υποκριτής και αλαζόνας και ύπουλος.

«ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;» (: Αποκρίθηκε τότε εις αυτούς ο Κύριος και είπε· υποκριτή, καθένας από σας κατά την ημέρα του Σαββάτου δεν λύει το βόδι του ή τον όνο από την φάτνη του και πηγαίνει να το ποτίσει; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβαση της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς. Αυτή δε, που είναι θυγατέρα και απόγονος του Αβραάμ, την οποία ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τον βαρύ και καταθλιπτικό αυτόν δεσμό κατά την ημέρα του Σαββάτου;”)» [Λουκ. 13, 15].

Συ λοιπόν, λέγει, απορείς γι’ αυτόν που θεράπευσε τη θυγατέρα του Αβραάμ, αλλά ξεκουράζεις το βόδι και τον όνο, απαλλάσσοντάς τα από τον κόπο και οδηγώντας τα στο νερό, βλέποντας όμως να σώζεται με τρόπο θαυματουργικό ένας άνθρωπος άρρωστος και να τον ευσπλαγχνίζεται ο Θεός, κατηγορείς και τους δύο ότι παρανόμησαν, τον ένα επειδή θεράπευσε, και τον άλλο επειδή απαλλάχθηκε από την ασθένειά του; Πρόσεχε, σε παρακαλώ, τον αρχισυνάγωγο, πόσο πιο άτιμος από το κτήνος είναι ο άνθρωπος, τη στιγμή που φροντίζει βέβαια το βόδι και τον όνο το Σάββατο, ενώ για την συγκύπτουσα γυναίκα, φθονώντας τον Χριστό, δεν ήθελε να απαλλαγεί από την ασθένειά της, ούτε να λάβει την κανονική ίσια μορφή το σώμα της. Αλλά ο φθονερός άρχοντας της Συναγωγής ήθελε η γυναίκα που ανορθώθηκε να είναι σκυμμένη όπως τα τετράποδα, παρά να πάρει το γνωστό στους ανθρώπους σχήμα, αρκεί μόνο να μη δοξάζεται ο Χριστός, ούτε να κηρύσσεται από τα ίδια τα πράγματα ότι είναι Θεός. Επιτιμάται λοιπόν ο αρχισυνάγωγος επειδή είναι υποκριτής, εφόσον τα άλογα ζώα τα οδηγεί το Σάββατο στο νερό, ενώ τη γυναίκα, που είναι όχι μάλλον εξαιτίας του γένους της, όσο εξαιτίας της πίστεώς της, θυγατέρα του Αβραάμ, δεν την θεωρεί άξια να ελευθερωθεί από τα δεσμά της ασθένειάς της, αλλά χαρακτηρίζει την απαλλαγή της από την αρρώστια παράβαση της αργίας του Σαββάτου.

«καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ (:Και ενώ ο Κύριος έλεγε αυτά, καταντροπιάζονταν όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά έργα που γίνονταν απ’ Αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολη την καρδιά και ανεπηρέαστη  από τις συκοφαντίες των Φαρισαίων))» [Λουκ. 13, 17].

Καταντροπιάζονταν βέβαια εκείνοι που εκστόμιζαν διεστραμμένες κρίσεις, εκείνοι που σκόνταφταν στον ακρογωνιαίο λίθο, και συντρίβονταν γι’ αυτό, εκείνοι που ήταν αντίθετοι με τον ιατρό, εκείνοι που αντιδρούσαν στον σοφό κεραμοποιό που έκανε την επανόρθωση των παραμορφωμένων σκευών και δεν τους υπολειπόταν καμιά απάντηση, αλλά ήταν οι ίδιοι αναντίρρητος έλεγχος του εαυτού τους, γιατί αποστομώνονταν και απορούσαν τι άραγε να πουν. Έτσι έραψε το θρασύ στόμα τους ο Κύριος! Ενώ τα πλήθη, που ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν. Γιατί τα γεμάτα δόξα και λαμπρότητα έργα σταματούσαν κάθε συζήτηση και αμφιβολία εκείνων που δεν τα επιζητούν με τρόπο κακοήθη.

ΠΗΓΕΣ:

Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF]. 

          (https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», τόμος 26, κεφάλαιο 13ο, σελ. 27-37.

Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

(Επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη) 

alopsis.gr

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ- ΘΑΥΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ!

 "Είμαι από πολύ μακριά"
Θαύμα Αγίου Νικολάου στη Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους 

Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940-41 τελείωνε το σιτάρι από τις αποθήκες της Ι. Μονής Γρηγορίου. Εκεί που οι πατέρες καθάριζαν το τελευταίο σιτάρι, για να το στείλουν στον μύλο, πλησίασε ένα γεροντάκι, ως κοσμικός παπάς και χαιρέτισε: 

—Τί κάνετε εκεί αδελφοί; ρώτησε. Αυτό είναι το σιτάρι σας; Δεν έχετε άλλο από αυτό; 

 Οι πατέρες του απάντησαν ότι πράγματι αυτό ήτο το τελευταίο και δεν εύρισκαν πουθενά να αγοράσουν νέο σιτάρι, λόγω της Κατοχής. 

Ας σημειωθεί ότι το μοναστήρι αυτό χρειαζόταν κάθε χρόνο για τους μοναχούς και τους προσκυνητές έως 10.000 οκάδες και στην κατοχή δεν υπήρχε να αγοράσεις ούτε μία οκά. 

Ο άγνωστος εκείνος ιερέας πήρε στα χέρια του λίγους σπόρους από το σιτάρι, τους ευλόγησε και τους έρριψε πάνω στο άλλο σιτάρι. Κατόπιν ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, το μοναστήρι και την θάλασσα, και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. 

—Από πού είσαι παππούλη; τον ρώτησαν οι πατέρες. Κάθισε να σου δώσουμε να φας λίγο ψωμί και λίγες ελιές.

 —Είμαι από πολύ μακριά, από τα Μύρα της Λυκίας, είπε και έφυγε. Ένας αδελφός είχε φέρει εν τω μεταξύ να τον φιλέψει  αλλά ο γέροντας εκείνος, που ήταν ο ίδιος ο προστάτης της Μονής, είχε γίνει άφαντος. 

Το ευλογημένο εκείνο σιτάρι των 150 οκάδων περίπου έφθασε έως ότου τελείωσε ο χρόνος, δηλαδή από τον Δεκέμβριο, που εμφανίσθηκε ο άγιος Νικόλαος, έως τον Ιούλιο, την εποχή της νέας σοδειάς. 

Πηγή: Αρχιμανδρίτου Ιωαννικίου Κοτσώνη, «Αθωνικόν Γεροντικόν», Έκδοσις Δ΄, Ι. Ησυχαστηρίου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 2004. Μεταφορά Στη Δημοτική: Α.Χ., Θεολόγος 

ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ

 ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ (118 Ν-4) 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 

Σεβαστέ μας Γέροντα Παρθένιε, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου Ἁγίου Ὄρους, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, μέ ἀφορμή τήν σημερινή λαμπρή ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς καί τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄς ἀναφέρωμε σήμερα στήν ἀγάπη σας κάποιες ἐγγυημένες νεώτερες, ζωντανές ὅμως, ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν Ρωσία καί ἰδιαίτερα στό Ἁγιώνυμον Ὄρος.

Αὐτό τό κάνομε γιά νά ἀποδειχθῆ περίτρανα ἡ διαχρονική σωστική δρᾶσις τοῦ τιμωμένου σήμερα Ἁγίου μας. Ἔτσι δέ καί ἐμεῖς νά ἀντλήσωμε ἀκόμη περισσότερο, δύναμι καί ἐνίσχυσι στόν διά βίου ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας. Διότι, ὅταν ἕνας Ἅγιος δρᾶ ἐμφανῶς, ἀκόμη καί στίς πονηρές ἡμέρες μας, ἄν καί ἔζησε «τῷ μακρυνῷ καιρῷ  ἐκείνῳ», στήν πρᾶξι τόν αἰσθανόμεθα σύγχρονό μας. Αὐτή δέ ἡ πρόσφατη καί σύγχρονη δρᾶσις του μᾶς συνδέει μέ τό ἅγιο, ἔνδοξο ἁγιοτόκο παρελθόν καί μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι Ἰησοῦς Χριστός ''χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας'' (Ἑβρ. ιγ´, 8). 

Ἐπί πλέον δέ, σύμφωνα μέ τήν Γραφή καί μέ τούς ἱερούς Ἑρμηνευτάς, αὐτά τά σύγχρονα θαύματα εἶναι ἕνα θεόθεν σημάδι, ὅτι ὁ Θεός δέν ἀπέστρεψε τό ἅγιο καί δίκαιο Πρόσωπό Του ἀπό τόν ὑπόλοιπο ἁμαρτωλό λαό Του καί ὅτι, διά τοῦ Ἁγίου Του, ὁ Θεός τελικά ἐπεσκέψατο ὁλόκληρον τόν λαόν Αὐτοῦ.

Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης - ἦτο Ρῶσος, ἐκοιμήθη τό 1938 στήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους - πώς κάποιος γνωστός του, ὁ π. Ρωμανός στήν Ρωσία, ὅταν ἦταν παιδί, ἐσώθη θαυματουργικά ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο, ὅταν, προσπαθῶντας μέ ἕλκυθρο νά περάση ἕνα ποτάμι, ἔπαθε ἕνα ἀτύχημα. Ἐβυθίζετο τό ἕλκυθρο μέσα στούς πάγους καί τότε ἐνεφανίσθη ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί τόν ἔσωσε.

Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Σιλουανός μνημονεύει κάποιον γνωστό του στήν Ρωσία, πού, ὅταν ἦταν μικρό παιδί, ἐσώθη θαυματουργικά ἀπό ἐπίθεσι κοπαδιοῦ ἀγρίων λύκων. Ὅταν εἶπε '' Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με'', τότε, ξαφνικά, οἱ λύκοι, ραπιζόμενοι ἀπό τήν θερμή προσευχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ, ἐτράπησαν εἰς φυγήν μέ τήν ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐνῷ δηλαδή οἱ λύκοι ἤρχοντο κατεπάνω του, αὐτομάτως ἔκαναν μεταβολή καί ἔφυγαν ὅλοι.

Στήν Ρωσία, ἐπί ἐποχῆς Κροῦτσεφ, διαδόχου τοῦ Στάλιν, μετά τήν δεκαετία τοῦ 1950, συνέβη τό ἑξῆς: Ὅταν μία κοπέλλα, ἐπειδή δέν εἶχε ἀγόρι γιά νά χορέψη σέ ἕνα ἁμαρτωλό πάρτυ, τότε εἰρωνικά ἔπιασε στά χέρια της μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου θέλοντας νά χορέψη βέβηλα μαζί μέ τήν εἰκόνα, δῆθεν ὅτι χορεύει μέ κάποιον, ἐκείνην τήν στιγμή ἔμεινε σάν στήλη ἅλατος. Ἔμεινε ''μάρμαρο'' ἐπάνω ἀπό ἑκατό ἡμέρες, ὥσπου ἐνεφανίσθη ὁ πάντα πολυεύσπλαγχνος Ἅγιος Νικόλαος καί τήν ἔλυσε θαυματουργικά ἀπό αὐτόν της τόν σωτήριο, παιδαγωγικό καί ὀδυνηρό κανόνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦτο γι᾽ αὐτήν πέρα γιά πέρα σωτήριος. Μάλιστα, αὐτό τό γεγονός, τόση ἐντύπωσι εἶχε κάνει τότε στήν Ρωσία, ὥστε ἔχει γυρισθῆ καί βίντεο ἀπό τούς ἰδίους τούς Ρώσους.

Ἐπίσης, συγκινητικό εἶναι ἕνα θαῦμα πού ἀναφέρει ὁ γνωστός μας Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τό ὁποῖο συνέβη στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, στόν γερο-Νικόλαο τῆς συνοδείας τῶν Μαρκιανῶν. Αὐτό ἔλαβε χώρα λίγο μετά τό 1940. Μέ ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τό πηγάδι τοῦ Κελλιοῦ τους, ἐνῷ εἶχε ἐντελῶς στερέψει ἀπό νερό, ὅταν ἔβαλαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στόν ξερό βυθό τοῦ πηγαδιοῦ, σιγά-σιγά, θαυματουργικῶς, ἄρχισε νά ἀνεβαίνη ἡ στάθμη τοῦ νεροῦ μέ ἐπιπλέουσα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέχρι τό νερό νά ἔλθη ἐπάνω.

Στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἐπί ἡγουμενίας παπα-Συμεών, ἀναφέρονται δύο χαρακτηριστικά θαύματα τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατά τήν πανήγυρι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Δι᾽ αὐτῶν, φαίνεται καί ἡ ἀκράδαντη ἐμπιστοσύνη τοῦ τότε ἡγουμένου παπα-Συμεών στόν Προστάτη Ἅγιο τῆς Μονῆς.

Στό πρῶτο θαῦμα, ἐνῷ δέν εἶχαν καθόλου ψάρια γιά τήν πανήγυρι καί ὅλοι οἱ πατέρες εἶχαν ἀπογοητευθῆ, τήν τελευταία στιγμή ὁ ἅγιος ἡγούμενος τούς εἶπε: ''Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Ἅγιο'', λές καί εἶχαν συνεννοηθῆ. Καί ξαφνικά, στό παρά πέντε ἕνα ὁρμητικό τεράστιο κῦμα ἔφερε καί ἅπλωσε ἐκεῖ, στό μουράγιο τῆς Μονῆς, στόν ἀρσανᾶ, πολυαρίθμους φρεσκοτάτους ροφούς!

Στό δεύτερο τώρα θαῦμα, συνέβη τό ἑξῆς: Ἔπρεπε οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, κατά τήν συνήθεια, νά μοιράσουν εὐλογία στούς κελλιῶτες ἀσκητές πού εἶχαν παρευρεθῆ ἐκεῖ, στό πανηγύρι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου. Ὅμως, ἐκείνη τήν χρονιά δέν εἶχαν λάδι οἱ Γρηγοριᾶτες πατέρες. Παρά ταῦτα, ὁ παπα-Συμεών τούς εἶπε: ''Θά τηρήσετε τό τυπικό. Θά δίνετε λάδι, κι ἄς μήν ἔχωμε''. Καί ἐνῷ ἄρχισαν, μέ ἀπορία, οἱ πατέρες νά μοιράζουν εὐλογία λάδι στούς προσκυνητές καί στούς κελλιῶτες ἀσκητές, ἡ στάθμη τοῦ λαδιοῦ στό πιθάρι καθόλου δέν ἐλιγόστεψε, οὔτε κατά ἕνα χιλιοστό!

Σημειωτέον, ὅτι ὁ ἡγούμενος Συμεών, πού ἐκοιμήθη τό 1905, ἦτο ἐπί ἑπτά χρόνια, σεβαστέ μου Γέροντα Παρθένιε, Ἁγιοπαυλίτης μοναχός - ἀπό τό 1852 μέχρι τό 1859. Ἐκεῖ δηλαδή, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου, στήν οὐσία ἀνδρώθηκε καί ὡρίμασε πνευματικά. Οἱ θερμές ὅμως παρακλήσεις τῶν Γρηγοριατῶν πατέρων τόν ἔφεραν ὡς ἡγούμενο στήν Ἱεράν Μονήν Γρηγορίου. Μάλιστα, πρός αὐτό τόν ὡδήγησε, εἶχε δηλαδή τήν εὐλογία τοῦ ἰδίου τοῦ Γέροντα του, Σωφρονίου Ἁγιοπαυλίτου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 1882. Ἀναφερτέον ὅτι ὁ παπα-Συμεών τυγχάνει πνευματικός ἀνακαινιστής καί νέος κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου.

Ἐπίσης, ἕνα ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου συνέβη πάλι στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου, ἐπί ἡγουμενίας τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἦτο ὑποτακτικός τοῦ προηγουμένου παπα-Συμεών. Ὁ ἡγούμενος Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη τό 1953.

Ἐνεφανίσθη ζωντανός ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐμπρός στούς πατέρες Μιχαήλ καί Χρύσανθο, πού ἦσαν ὑπεύθυνοι στό ἀρτοποιεῖο τῆς Μονῆς καί ἦσαν περίλυποι διότι δέν εἶχαν σιτάρι γιά τό Μοναστήρι, καί εὐλόγησε τό λιγοστό σιτάρι πού εἶχε ἀπομείνει ἐκεῖ. Καί γιά ἕξι ὁλόκληρους μῆνες τό σιτάρι πού εὐλόγησε ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέν ἐτελείωνε. Τόν Γέροντα Ἀθανάσιο τόν ἐπισκέφθηκε, σημειωτέον, καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἰς τόν ναό.

Τέλος, ἄς ἀναφέρωμε, ἀγαπητοί μου συμπατριῶτες ἀδελφοί, τήν ἐμφάνισι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στόν Κεφαλονίτη προηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου Ἀρχιμανδρίτην Ἀνδρέαν. Ἐγεννήθη ἐδῶ στήν Κεφαλονιά, στήν Ἀγκώνα, τό 1904 καί ἐκοιμήθη μόλις τό 1987. Μάλιστα, ἐκοιμήθη, ὄχι φυσικά τυχαίως, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, πού ἑώρταζε τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου.

Μετά τήν ἀγρυπνία, ἔγινε ἡ κηδεία του, τήν ὁποία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παρηκολούθησε, μέ τήν πνευματική του αἴσθησι, ὁ χαριτωμένος φίλος καί συνασκητής του Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἀπό τό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα, μέ πρότασι καί μεσολάβησι τοῦ φωτισμένου Γέροντα Ἀνδρέου, ὁ Γέρων Σωφρόνιος ὑπῆρξε πνευματικός τῆς γύρω περιοχῆς καί τῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, τότε.

Ὁ Γέρων Ἀνδρέας ἄφησε σέ ὅλο τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, ἀλλά καί σέ ὅλο τό πανορθόδοξο πλήρωμα φήμη ἁγίου ἀνδρός. Ἡ ζωντανή ἐμφάνισις τῆς Παναγίας πού αὐτός εἶχε στό μετόχι τῆς Μονῆς, ἐκεῖ στόν Μονοξυλίτη - ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους -, εἶναι ἴσως ἡ πιό γνωστή, πρόσφατη, συγκινητική, διδακτική καί δημοφιλής ἐμφάνισις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἐκεῖ λοιπόν, στόν Μονοξυλίτη, ὅπου ὁ ναός τιμᾶται στόν Ἅγιο Νικόλαο, εἶδε μέ φυσική μορφή ἀνθρώπου τόν Ἅγιο Νικόλαο, τό 1975. Εἶδε δηλαδή ἕναν ἡλικιωμένο ἄγνωστο ἱερέα, πού τοῦ αὐτοσυστήθηκε καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐλέγετο ''π. Νικόλαος''. Ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καί ἐρώτησε τόν π. Ἀνδρέα νά τοῦ δείξη τόν δρόμο πρός τίς Καρυές. Ὅπερ καί ἐγένετο. Μετά, συνέχισε τό ἄγνωστο μέχρι τότε Γεροντάκι καί πῆρε σιγά-σιγά τόν δρόμο πρός τίς Καρυές, τήν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ παπα-Ἀνδρέας, μόλις ἐπῆγε στό κελλί του, ἀναλογίσθηκε ἀμέσως ὅτι ὤφειλε νά εἶχε καλέσει τόν ''ξένο'' ὁδοιπόρο νά φάγη κάτι, γιά νά ἀποκτήση δυνάμεις γιά τήν μετέπειτα ὁδοιπορία του. Ὁπότε, σέ ''μηδέν'' χρόνο ἀπό τότε πού τόν ἐχαιρέτησε, ἐβγῆκε πάλιν ἀμέσως τροχάδην ἔξω γιά νά τόν καλέση γιά φαγητό. Ἀλλά ὁ αὐτοσυστηθείς ''π. Νικόλαος'' δέν ὑπῆρχε πουθενά. Εἶχε ἐξαφανισθῆ, ἐντελῶς ἀνεξήγητα!

Σημειωτέον δέ, ὅτι σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο ὁ δρόμος πρός τίς Καρυές ἦτο ἀκάλυπτος τοὐλάχιστον γιά πορεία δέκα λεπτῶν, ὁπότε σίγουρα ἔπρεπε, ἐπειδή εἶχε ὁρατότητα, νά τόν εἶχε δῆ. Ὅμως, ὁ ἄγνωστός ἱερέας ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾽ αὐτοῦ. Δέν τόν εἶδε πουθενά στόν ὁρίζοντα. Ὁπότε, ὁ ἀπερίεργος παπα-Ἀνδρέας, ἄν καί δέν ἠμπόρεσε νά δώση ἐξήγησι, εἶπε ἁπλᾶ στόν ἑαυτό του: ''Κρῖμα γιά μένα πού δέν ἐπρόλαβα νά φιλέψω τόν ἄγνωστο ὁδοιπόρο''.

Ἔφαγε, ἐκοιμήθη, ἀλλά ὅταν ἐξύπνησε ἦτο ὑπερβολικά καί ἀνεξηγήτως ἀλλαγμένος. Εἶχε μία θεϊκή χαρά καί εἰρήνη, τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν, καί ὁ λογισμός του, πού τόν πολεμοῦσε μέχρι τότε μέ λύσσα, ἐάν ἔπρεπε νά πάη νά βοηθήση ὡς ἡγούμενος κάποιο ἄλλο Μοναστήρι ἤ νά παραμείνη μέχρι τέλους στήν μετάνοιά του, ἄλλαξε ἀπρόσμενα μετά τήν συνάντησι μέ τόν ἄγνωστο π. Νικόλαο καί τοῦ ἔλεγε μέσα σέ βαθειά θεϊκή εἰρήνη: ''Δέν εἶσαι τώρα γιά νέες ἄλλες ἡγουμενίες''.

Εὐθύς μετά πῆγε στήν ἐκκλησία, συγκινημένος καί χαρούμενος, διότι εἶχε τελειώσει τό προσωπικό του δρᾶμα, καί, βλέποντας τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού πῆγε νά τήν προσκυνήση, διαπιστώνει ἔκπληκτος ὅτι ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἦταν ἀκριβῶς ἴδιος μέ τόν ἄγνωστο παπᾶ πού εἶχε περάσει πρίν λίγο καί μυστηριωδῶς-θαυματουργικῶς εἶχε ἀμέσως ἐξαφανισθῆ. Μετά μάλιστα, ὁ ἴδιος ἀποροῦσε καί ἔλεγε: ''Μά, νά μήν ἀνοίξη τό μυαλό μου πιό μπροστά;''!

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀκόμη καί σέ ἁγίους ἀνθρώπους, ὁ Θεός, ὅποτε θέλει, ''κλειδώνει'' τόν νοῦ τους καί ὅποτε κρίνει τόν ''διανοίγει''. Κατόπιν, ὁ πνευματικός τοῦ Γέροντος Ἀνδρέα, ὁ παπα-Διονύσης, τοῦ εἶπε: ''Προφανῶς, εὐλογημένε, ἦτο ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Ἦλθε καί σοῦ πῆρε τό μεγάλο βάρος πού εἶχες ἐπάνω σου''. Τήν ταλάντευσι δηλαδή καί τήν σύγχυσι τῶν λογισμῶν. Σημειωτέον ὅτι αὐτό τό μαρτύριο τῶν λογισμῶν τό καταλαβαίνουν μόνον ὅσοι τό ἔχουν περάσει καί στό ποσοστό πού τό ἔχουν βιώσει.

Ὅταν παρητήθη ὁ Γέρων Ἀνδρέας ἀπό ἡγούμενος, ἐξελέγη ὡς νέος ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ ἐδῶ παρευρισκόμενος πολυσέβαστος Γέρων Παρθένιος, πού ὅλοι μας ἔχομε τήν μεγάλη τιμή, χαρά καί εὐλογία νά τόν ἔχωμε ἀνάμεσά μας, προεξάρχοντα μάλιστα τῆς λειτουργικῆς μας συνάξεως.

Περί τοῦ Γέροντος Παρθενίου, ὁ μακαριστός ἅγιος προηγούμενος Ἀνδρέας, ἔλεγε τά ἑξῆς - καί νά μέ συγχωρήσετε Γέροντα πού θά τό ἀναφέρω: «''Μάτια μου'' - αὐτό τό ξέρετε, εἶναι κεφαλονίτικο, δέν χρειάζονται διευκρινήσεις σέ σᾶς -, ''μάτια μου'', ἔχομε νέο ἡγούμενο, κατάφορτο ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Γι᾽ αὐτό, πολυσέβαστε Γέροντά μου καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἐν κατακλεῖδι, νά μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀντί περαιτέρω σχολίων στόν ἀληθινό καί περιεκτικό λόγο τοῦ Γέροντος Ἀνδρέου, νά σᾶς διαβάσω ἕνα σύντομο, ἁπλό, ἀλλά καρδιακό ποιηματάκι, ἀφιερωμένο στήν ἐδῶ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Χαυδάτων, στόν Γέροντα Παρθένιο καί στήν Κεφαλονιά γενικῶς. 

  Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ

Τί λόγια νἄβρω γιά νά πῶ
συγκίνησι μοῦ βγαίνει
σάν λειτουργῶ μέ τόν γερο-Παρθένιο
σιωπηλά τό δάκρυ τρέχει 

Ἡ Παναγιά τόν φώτισε
ἀπό μικρό παιδάκι
καί στό Ἅγιον Ὄρος τόν ὡδήγησε
στό δικό Της ἅγιο λιμανάκι
 

Σήμερα λάμπει ἡ ἐκκλησιά,
χαίρουν καί τά καντήλια
μέ τόν γερο-Παρθένιο λειτουργό
πλημμύρισε Χάρι θεία
 

Ἐτούτη ᾽δῶ τήν ἐκκλησιά
τήν ἔχτισε μέ πόνο.
Στολίδι εἶναι καί παρηγοριά
γιά τό νησί μας ὅλο
 

Τοῦ Γέροντα οἱ προσευχές
κι ἡ Χάρι τοῦ Ἅη Νικόλα
φυλᾶνε τήν Κεφαλονιά|
καί τά Χαυδᾶτα ὅλα
 

Γέροντα, ὅλο τό νησί,
Ληξούρι κι Ἀργοστόλι,
σέ ἀγαπάει ἀληθινά
καί σέ καμαρώνει
 

Καί στό Ἅγιο Ὄρος ὁλόκληρο
σ᾽ Ἀνατολή καί Δύσι
τέτοιον ταπεινό ἡγούμενο
δέν ἔχουν συναντήσει
 

Καί ὁ γερο-Παΐσιος ἔλεγε
προσωπικά σέ μένα
''ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί,
Παρθένιος κανένας''
 

Ἁπλότητα, διάκρισι,
ταπείνωσι μεγάλη
ἕνας ἡγούμενος τρανός
σάν καλογέρι νά μιλάη
 

Ἐδῶ, ἐτοῦτο τό νησί
ἀνδριάντα θά σοῦ στήση
γιατί σέ σεισμούς, καταποντισμούς
μέ τό κομβοσχοίνι ἔδωσες λύσι
 

Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ
μέσα ἀπό τήν ψυχή μου
καί ἕνα μόνο σοῦ ζητῶ
νἆμαι στήν προσευχή σου
 

Χαυδῶτες καί Χαυδώτισσες
ἔχομε εὐλογία μεγάλη
τοῦ Γέροντα τίς προσευχές
καί τ᾽ Ἅη Νικόλα τήν Χάρι
 

Τήν εὐχή σας, εὐχαριστῶ πάρα πολύ.
Βοήθειά μας ὁ Ἅγιος Νικόλαος.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

(Ὁμιλία κατά τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Χαυδάτων Κεφαληνίας 24-5-2014)