ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ- ΤΑ ΤΑΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ

 Γερόντισσα Φιλοθέη
Τα τάματα πρέπει να εκπληρώνωνται 

Μια ιερατική οικογένεια σε ένα χωριό της Τριπόλεως, κοντά στο μοναστήρι της πάνω Χρέπας, πήγαινε με το κάρο στο χωράφι έχοντας και το μικρό κοριτσάκι τους μαζί.

Στον δρόμο έπεσε η μικρή από το κάρο, χτύπησε και έτρεχε αίμα από τα αυτιά της.

Οι γονείς φοβούμενοι μην πεθάνει έταξαν να την αφιερώσουν στο Μοναστήρι της Παναγίας στην πάνω Χρέπα, να γίνει μοναχή όταν μεγαλώσει.

Η κόρη τους έγινε καλά και όταν λίγο μεγάλωσε, χωρίς να ξέρει τίποτε για το τάμα των γονέων της έφυγε πριν ακόμη ενηλικιωθεί και πήγε να μείνει στην πάνω Χρέπα.

Οι γονείς της την αναζήτησαν, την βρήκαν και την έφεραν στο σπίτι. Αυτή αρρώστησε. Τότε πάλι ανανέωσαν το τάμα τους και η κόρη τους, αφού έγινε καλά, ξαναέφευγε για το Μοναστήρι.

Παρ όλα αυτά την πήραν πάλι ξεχνώντας το τάμα τους. Τότε πάλι αρρώστησε και πλέον κατενόησαν ότι ο Θεός ζητά την εκπλήρωση του τάματος. Πλέον την άφησαν ελεύθερη να αφιερωθεί στον Θεό και να υπηρετήσει την Παναγία στο Μοναστήρι της.

Πράγματι έγινε μοναχή και Ηγουμένη αργότερα και πρόκοψε στην μοναχική ζωή. Είναι η ευλαβέστατη και όσιας μνήμης γερόντισσα Φιλοθέη που εκοιμήθει την ημέρα της Αγίας Φιλοθέης.

Αιωνία της η μνήμη. Την ευχή της να έχουμε. Αμήν

Από το βιβλίο- ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ- Άγιον Όρος

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ Η ΕΓΚΛΕΙΣΤΗ

 Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη 

Βιογραφικά 

Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.

Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή. 

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.

Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.

Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.

Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε». 

Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).

Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση. Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και εγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.

Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: «Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: «Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος. Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».

Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος

Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.

Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.

Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.

Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “έλα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.

Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε. Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναι». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες

Είναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.

Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.

Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.

Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.

Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση

Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά. Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.

Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:

«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

ΤΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΑ ΔΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΙΜΟΥΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 Τα ανεκτίμητα δώρα που προσφέρουν οι Άγγελοι
σε όσους τιμούν το όνομα του Ιησού Χριστού 

Για το ότι, εκείνο τον άνθρωπο, του οποίου η καρδιά μελετά αδιάκοπα την ευχή, τον ευλαβούνται οι θείοι άγγελοι και τον φυλάνε άτρωτο από κάθε αμαρτία, γιατί αγαπήθηκε από τον Θεό, όπως κι αυτός αγάπησε τον Θεό με όλη του την καρδιά. 

Επιμελήσου, όσο μπορείς, να γραφτεί και να τυπωθεί μέσα στην καρδιά σου το χαριτωμένο και παρηγορητικό όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Γιατί με αυτό τον τρόπο θα κάνεις τους αγίους αγγέλους να σε ευλαβούνται και να σε αγαπούν. Διότι, καθώς οι άγγελοι ευλαβούνται και τιμούν το όνομα του Ιησού Χριστού, τιμούν τον τόπο στον οποίο είναι γραμμένο αυτό. 

Έτσι, αφού γράψεις στην καρδιά σου την ευχή, που είναι το όνομα του Χριστού, όχι μόνο θα σε έχουν οι άγγελοι σε ευλάβεια και τιμή αλλά θα σου γίνουν και φίλοι αχώριστοι σε όλη σου τη ζωή. 

Στους δρόμους και στις στράτες θα σε συνοδεύουν αοράτως τη νύχτα θα σε φυλάνε από φόβο νυχτερινό και την ημέρα θα σε σκεπάζουν από βέλους πετομένου ημέρας. Στις υπηρεσίες (ασχολίες, διακονήματα) θα σε βοηθήσουν και θα σε ενδυναμώσουν θαυμάσια. Στις ερωτήσεις θα σε βοηθήσουν να μιλάς συνετά και χωρίς να κομπιάζεις. Στην προσευχή θα στέκονται κι αυτοί μαζί σου συμπροσευχόμενοι, ικετεύοντας πασίχαροι τον Ύψιστο για σένα. Στους κινδύνους θα γίνονται παρηγοριά κι ανέλπιστη σωτηρία.  

Τους αγγέλους δεν τους βλέπεις φανερά αλλά καταλαβαίνεις τη βοήθειά τους αισθητά. Μερικές φορές τους βλέπεις και φανερά ανάλογα με την ψυχική σου δύναμη και την καθαρότητα της καρδιάς σου. 

Χαρά λοιπόν είναι για την ψυχή σου να αποκτήσεις τέτοιους φίλους χαριτωμένους και τέτοιους δυνατούς φύλακες, τους αγγέλους οι οποίοι είναι διορισμένοι από τον Θεό να φυλάνε την ψυχή σου μέχρι να την παρουσιάσουν ενώπιον του Νυμφίου της Ιησού ως νύμφη άμόλυντη και καθαρή. 

Διότι όπως εσύ αγαπητέ απέρριψες κάθε σαρκικό θέλημα και μάταιη φροντίδα και δόθηκες ολοκληρωτικά στη μελέτη της ευχής και στην ενθύμηση του Θεού, έτσι και ο Θεός σε θυμάται πάντα και σε θεωρεί δικό Του άνθρωπο γράφοντας το όνομά σου στο ανεξίτηλο βιβλίο Του. 

Γι’ αυτό χαίρε και ευφραίνου, αγαπητέ, καθώς λέγει ο Κύριος: "Χαίρετε ότι τα ονόματα ημών εγράφη εν τοις ουρανοίς". 

Από το βιβλίο
ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΕΓΩ ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΕΓΩ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ! ΑΠΑΝΤΗΣΑΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

 «Εγώ ονομάζομαι Τετάρτη και εγώ Παρασκευή!»
απάντησαν οι άγγελοι

Ο μοναχός Γαλακτίων Ιλίε, κοινοβιάτης στη μονή Συχάστρια της Ρουμανίας από το 1918, τηρούσε με ακρίβεια τη νηστεία. Αν δεν τελείωνε τον μοναχικό του κανόνα, δεν έτρωγε τίποτα. Την Τετάρτη και την Παρασκευή νήστευε μέχρι το βράδυ, την ώρα που έβγαιναν τ’ αστέρια. Τότε έκανε τον σταυρό του, ζητούσε συγχώρηση απ’ όλους, έπαιρνε αντίδωρο και ύστερα έτρωγε.  

-Γέροντα, του είπε ο μαθητής του, η μέρα είναι μεγάλη, κι εσύ ηλικιωμένος και αδύνατος. Δεν είναι καλύτερα να τρως το φαγητό σου νωρίτερα; 

-Κάποτε, αποκρίθηκε εκείνος, ένας άγιος είδε να πηγαίνουν κάποιο νεκρό στον τάφο. Μπροστά και πίσω των συνόδευαν δυό ωραίοι άγγελοι.  

«Ποιοί είστε εσείς;» ρώτησε ο άγιος. 

«Εγώ ονομάζομαι Τετάρτη και εγώ Παρασκευή!» απάντησαν οι άγγελοι. «Ήρθαμε εδώ, με εντολή του Κυρίου, να βοηθήσουμε αυτή την ψυχή, γιατί σ’ όλη τη ζωή της νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή για να τιμήσει τα Πάθη του Κυρίου.»  

Από τότε, συμπλήρωσε ο π. Γαλακτίων, δεν έφαγα ποτέ πια αυτές τις μέρες, για να με βοηθήσουν κι εμένα η Τετάρτη και η Παρασκευή την ώρα του θανάτου μου.  

Απόσπασμα από το βιβλίο :Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων", Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού'

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Ή ΕΞΕΛΙΞΗ; ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ!


 Δημιουργία ή εξέλιξη;
Μέσα από την οπτική γωνία των οσίων Γερόντων της εποχής μας 

Μια συμβολή στο τεράστιο ερμηνευτικό πρόβλημα της Γένεσης μέσα από τη βιβλική κειμενική παράδοση και τη χαρισματική οπτική των ηγιασμένων γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου και Ιωσήφ.

Τα βιβλικά κείμενα είναι θεόπνευστα (Β’ Τιμ. γ’ 16) και για τον λόγο αυτόν τα ενέταξε στον Κανόνα της θεολογίας, της λατρείας και της ζωής της η Εκκλησία του Χριστού. Την ίδια ώρα, όμως, είναι πρωτίστως και κατεξοχήν θεολογικά συγγράμματα και όχι επιστημονικές πραγματείες. Πάνω στο σημείο τούτο έχουν δημιουργηθεί τα μύρια όσα προβλήματα και οι παρεξηγήσεις με την επιστήμη πάνω στο επίπεδο μιας άγονης και σκληρότατης αντιπαράθεσης, στην οποία απαντώνται αφενός η ανώριμη και απαράδεκτη αντιεπιστημονική στάση και απαξίωση των αγνωστικιζόντων και αθρήσκων και αφετέρου η άκυρη και άκοσμη απολογητική πολεμική διάθεση των θεολογούντων και των κληρικών. Οι επαμφοτερίζουσες εμμονικές τάσεις, αμφιθυμικές αντιδράσεις και προκαταληπτικές διαθέσεις των μεν εναντίον των δε, στην τελική δεν ωφελούν προς καμία κατεύθυνση, αμαυρώνουν τον διάλογο και σκιάζουν τις ειλικρινείς και έντιμες προθέσεις και προσπάθειες ενίων και τις όποιες δυνατότητες προσέγγισης της αλήθειας των εν λόγω πραγμάτων.

Η ερμηνευτική της Γένεσης, τουλάχιστον για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και τα κατ’ αυτήν θεολογικά δεδομένα, δύναται να ρίξει άπλετο φως στο θέμα της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας σε συνεργασία - και εξάπαντος άνευ ανταγωνιστικής ή και εχθρικής διαλεκτικής προαιρέσεως – με την επιστημονική κοινότητα και τις συνεχείς κατακτήσεις της. Το παραμένον σε κάθε περίπτωση πλεονέκτημα της αποκαλυπτικής διάστασης σε σχέση με την επιστημονική μεθοδολογία, φιλοσοφία και προπαντός δυνατότητα, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όλους και να μην παρακάμπτεται μέσα στην περιρρέουσα αγνωστικιστική και εκκοσμικευτική ατμόσφαιρα των καιρών, που εν είδει χειμάρρου παρασύρει σε πλάνες, παρεξηγήσεις και παρερμηνείες ακόμη και εκπροσώπους της θεολογικής πλευράς. Την ίδια ώρα δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε την απαράδεκτη απολογητική νοοτροπία εκπροσώπων (προπαντός) χριστιανικών παρεκκλησιαστικών Οργανώσεων, οι οποίοι κατά μίμησιν της δυτικής αντίστοιχης αντιρρητικής διάτρητης παραδόσεως ήρθαν σε παιγνιώδη αντιπαράθεση με την επιστήμη και την αθεΐα, επιτυγχάνοντας, δυστυχώς, τα ακριβώς αντίθετα και ανεπιθύμητα αποτελέσματα και χορηγώντας στους «αντικειμένους» επιχειρήματα και ευλογοφανή προσχήματα, ώστε να προσβάλλουν βάναυσα τη σχετική «χριστιανική» επιχειρηματολογία και να δυσφημούν με δριμύτητα τη γνήσια εκκλησιαστική παράδοση.

Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα αναρτημένο κείμενο στο διαδίκτυο αναφορικά με επί σχετικών θεμάτων τοποθέτηση του γέροντος Παϊσίου. Μια οιαδήποτε μαρτυρία για έναν σύγχρονο άγιο οφείλει βεβαίως να είναι ελεγχόμενη ως προς κάθε πτυχή της. Ανεξάρτητα, λοιπόν, με την αξιοπιστία της πηγής, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την ουσία των επιχειρημάτων που φέρονται εξερχόμενα δια στόματος του σύγχρονου οσίου και τα οποία δεν φαίνεται να απέχουν από το πνεύμα του πατρός, τουλάχιστον για όσους τον γνώρισαν κάπως περισσότερο είτε δια ζώσης είτε δια των γραφομένων του.

Ο π. Παΐσιος φαίνεται να συνδυάζει ένα χωρίο από τον Ιώβ (λη’ 14) με αντίστοιχα χωρία από τη Γένεση (α’ 20-26, β’ 7), στα οποία ο προσεκτικός αναγνώστης εντοπίζει ουσιαστική διαφορά στον τρόπο της κτίσεως του ανθρώπου και των λοιπών όντων. Πράγματι, στην περίπτωση του ανθρώπου η ποίησις (ποιήσωμεν) συνδυάζεται μονάχα με την πλάσιν, κάτι που δεν ισχύει για τα φυτά, τα άλογα ζώα και τα πτηνά. Στην περίπτωση των τελευταίων δίνεται η εντολή από τον Θεό τής «εξαγωγής» τους από τη «γη» ή από τα «ύδατα», κάτι που δεν καταγράφεται για τον άνθρωπο. Η θεία προσταγή για την άλογη κτίση δικαιολογεί τον τρόπο της εξέλιξης και με την πρόθεση ἐκ (βλ. Γεν. β’ 9) – η διαφοροποίηση ως προς τον άνθρωπο σημαίνεται μάλλον με την πρόθεση ἀπό λίγο παραπάνω (β’ 7). Αυτό δεν το αρνείται, εξάλλου, ούτε η ίδια η Πατερική παράδοση, όπως για παράδειγμα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης που μίλησε για την σπερματική «προκαταβολή» της ουσίας των όντων στην αρχή της δημιουργίας, χάρη στην οποία προήχθησαν εξελικτικά και σταδιακά στο είναι. Η ίδια, επίσης, η διήγηση της Γενέσεως με την εξελικτικής διαστάσεως πρόοδο των έξι πρώτων «ημερών» και η σύγχρονη Βιολογία και Γεωλογία συμφωνούν πάνω στη φυσική τάξη και πορεία του εξελικτικού τούτου χαρακτήρος της δημιουργίας του κόσμου.

Ας δούμε, όμως, κάποιες «ειδοποιούς» διαφορές, έστω και αν δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, αλλά αμυδρώς ενυπάρχουν στο βιβλικό κείμενο και σηματοδοτούν την ετερουσιότητα των άλογων και των έλλογων όντων, καθώς και τη συνακόλουθη ετερότητα στον τρόπο της κτίσης τους. Η πρώτη, καθώς είδαμε, είναι η «δημιουργική εντολή» στην περίπτωση των αλόγων, των φυτικών και λοιπών όντων, όχι όμως και στον άνθρωπο, για τον οποίο υπάρχει ιδιαίτερη δημιουργική θεία απόφαση (ποιήσωμεν). Δεύτερον, στα φυτά, στα ζώα και στα πτηνά ακολουθεί και τονίζεται με χαρακτηριστικές επαναλήψεις, ειδικότερα στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, η φράση «κατά γένος». Η θεία πρόγνωση εν προκειμένω προφανέστατα προλαμβάνει τις αθεϊστικού χαρακτήρος θεωρητικές υποθέσεις περί της εξελικτικής μετάβασης από είδος σε είδος (π.χ. από πίθηκο σε άνθρωπο), υπογραμμίζοντας την ετερότητα και το ασύγχυτον των ειδών – παρομοίως φαίνεται να ενεργεί και στην υπογράμμιση της διττής διάκρισης των φύλων (Γεν. α’ 27). Το αξιοπρόσεχτο εδώ είναι ότι, ενώ η φράση «κατά γένος» ακολουθεί αμέσως μετά το όνομα τής καθεμιάς κατηγορίας ζώων, στον άνθρωπο έπεται αμέσως και με την ίδια πρόθεση (κατά) η φοβερή διατύπωση «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Πρόκειται, ως διαφαίνεται, για ένα ξέχωρο «γένος», το οποίο ανάγεται και αναφέρεται άμεσα στον ίδιο τον Θεό (Πρ. ιζ’ 28), οπότε δεν μπορεί να τεθεί στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τα λοιπά γένη των ζώντων οργανισμών, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί και κάτι ολότελα ξένο προς αυτά (δηλούμενο δια της σχετικής ορολογίας, όπως πηλός, γη, χους, ζώον). Τρίτον, ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα «χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς». Στο κείμενο της Γένεσης, αμέσως μετά τη δημιουργία του χοϊκού σκεύους (σώματος), αναφέρεται η χορήγηση της πνοής ζωής στο πρόσωπον αυτού (Γεν. β’ 7), ενώ στο χωρίο του Ιώβ το «λαλητόν», όπου έχουμε σαφή υποδήλωση της ύπαρξης λογικής ψυχής στον Αδάμ, κάτι που δεν υφίσταται ούτε για τα ανώτερα θηλαστικά.

Αν θα θέλαμε να δούμε ένα τέταρτο στοιχείο, θα το βρίσκαμε στην πλάση του προπάτορος ως «χοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β’ 7). Το ίδιο έχουμε και στο προαναφερθέν χωρίο από τον Ιώβ (λαβὼν γῆν πηλόν), στα οποία φαίνεται ξεκάθαρα ότι ελήφθη «πηλός» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και κατεσκευάσθη το σώμα και το ζωικό ή «κτηνώδες» στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Στην ευαγγελική περικοπή με τον εκ γενετής τυφλό βλέπουμε τον Χριστό να χρίει με πηλό τις άδειες κόγχες των οφθαλμών εκείνου και να τον μεταποιεί σε βολβούς (Ιω. θ’ 6-7). Η αναλογία και η υποδήλωση προφανής. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του πρώτου ανθρώπου στην Εδέμ. Αυτός, πάλι με έκτακτο τρόπο (συγκριτικά πάντοτε με τους νόμους της περιρρέουσας εξελικτικής γενέσεως των ορατών και υλικών όντων), από την πλευρά του Αδάμ έφτιαξε έναν δεύτερο άνθρωπο, την Εύα (Γεν. β’ 21-22). Αν συνυπολογίσουμε και το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων (Ματθ. ιδ’ 13-21), τότε τίποτε δεν μας εμποδίζει να αμφισβητήσουμε και να απορρίψουμε τη θεία απερινόητη βούληση για μια θαυματουργικά άμεση (υλο)ποίηση του Αδάμ, σε αντιδιαστολή με τη «φυσικότερη» εξελικτική δημιουργία των λοιπών οργανισμών. Οι φράσεις «ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς» και «ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα» ίσως είναι ενδεικτικές και παραπεμπτικές του τρόπου της δημιουργίας και του πρώτου ανδρός, θέτοντας όπου «πλευρά» τη λέξη «πηλός».

Οι ενστάσεις του τύπου για ποιον λόγο να προτιμήσει τον τρόπο αυτόν ο Θεός, ενώ ήδη, ευθύς εξαρχής και σε αμέτρητο βάθος αιώνων οδηγούσε την εξέλιξη και θα μπορούσε σύμφωνα με αυτήν να ενεργήσει και ως προς τον Αδάμ, δεν είναι κάτι που έχει δικαίωμα ή τη δύναμη να συλλάβει και να απαντήσει η ανθρώπινη μικρότητα και ατέλεια (Ρωμ. ια’ 33-34). Τα κείμενα πάντως σημαίνουν κάποια έκτακτη και άμεση πλάση, στην οποία δεν υπάρχει, βέβαια, ουδείς λόγος να υποθέτουμε ή να φανταζόμαστε οιανδήποτε «κούκλα», που άρχισε να «δερματώνεται» και να «νευρώνεται». Ο τρόπος της κτίσης του υλικού (σωματοψυχικού) στοιχείου της ανθρώπινης φύσης θα συνιστά πάντοτε ένα μυστήριο κρυμμένο στα βάθη της θεότητος, στο οποίο μας εισάγει με αμυδρό τρόπο η «μυθική» (τουτέστιν εικονική και συμβολική) γλώσσα της Βίβλου.

Το έκτακτο και πρωτοφανές της πλάσης του Αδάμ δεν μπορεί, ως είδαμε, να αποκλειστεί και εκ της ακολουθούσης θαυμαστής δημιουργίας της Εύας δι’ αναπλάσεως τμήματος του σώματός του, γεγονός που παραπέμπει στη σημερινή μέθοδο της κλωνοποίησης! Στο σημείο τούτο θα είχαμε τη δυνατότητα να αναφερθούμε σε μια παραλλαγή αυτής της πίστης στην άμεση και ιδιαίτερη δημιουργία του ανθρώπου. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν θα ήταν απίθανο ή βλάσφημο να υποστηρίξουμε μία «κατά γένος» μοναδική εξέλιξη του ανθρώπου ως ξέχωρου είδους κατά τον τρόπο των λοιπών εμβίων όντων. Ίσως αυτή η θεώρηση - υπόθεση δεν θα ήταν τόσο ενοχλητική ή αστοχούσα, αν δεν προέκυπταν εξ αυτής πλείστα όσα άλλα προβληματικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ποιον (συγκεκριμένο;) «ανθρωπίδα» επέλεξε ο Θεός να καταστήσει άνθρωπο (εμφυσώντας του λογική ψυχή), χωρίς να αναφέρεται πουθενά η ταυτόχρονη ύπαρξη άλλων ομοειδών «ζώων» (ο Αδάμ ήταν μόνος [Γεν. β’ 18,20]);Γιατί ο δεύτερος άνθρωπος να φτιαχτεί με ύπνωση του πρώτου και όχι με τον ίδιο τρόπο με εκείνον; Πώς εμφανίζονται ο Αδάμ και η Εύα κάτοχοι τοσούτον προχωρημένης λογικής και (δια)λεκτικής ικανότητος (δεν προϋποτίθεται κάποια ισχυρότατη εξέλιξη προς τούτο, γεγονός που δεν υποστηρίζεται με τίποτε στα προϊστορικά δεδομένα;), ως και θεοπτικής δυνατότητος και εμπειρίας; Αυτά και πολλά έτερα συναφή προσκόμματα προβάλλουν αμείλικτα, απτόμενα, θα λέγαμε, και της ίδιας της ιστορικής υπόστασης των προπατόρων.

Το κείμενο και η παράδοση της Εκκλησίας συνηγορούν εν γένει στο έκτακτο και διαφορότροπο της πλάσης του πρωτανθρώπου. Αλλά και την ως άνω υπόθεση (της κατά γένος μοναδικής ανθρώπινης εξέλιξης) αν δεχόμασταν θεωρητικώς κάποια στιγμή αποδειχθείσα δια της μελλούσης προόδου των επιστημών, δεν μπορούμε παρά να επανέλθουμε αναπόφευκτα στο ζήτημα της εξελικτικής προόδου από είδος σε είδος (δαρβινική θεωρία) και στον υπερτονισμό τού «κατά γένος» των όντων στο βιβλίο της Γένεσης. Εδώ έρχεται να μας συνδράμει υπερβατικώ τω τρόπω ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο γράφων προ ενός έτους έγινε αποδέκτης μιας άγνωστης μέχρι τώρα μαρτυρίας αναφορικά με το καυτό τούτο ζήτημα. Παλαιότερος συνάδελφος βιολόγος, που είχε γνωρίσει εν ζωή τον νεοφανή Άγιο, και ενώ αποχωρούσε από το κελάκι του γέροντος, αφού τον ρώτησε προηγουμένως προσωπικά του ζητήματα, τον σταμάτησε στην πόρτα η φωνή του αγιορείτη: «τι λες για τη θεωρία της εξέλιξης»; Σημειωτέον ότι ο εκπαιδευτικός είχε κατά νου να θέσει το ζήτημα στον όσιο, αλλά στην πορεία της συζήτησής τους το είχε λησμονήσει. Η χαρισματική, εντούτοις, κεραία του αγίου δεν το άφησε αναπάντητο. Η τοποθέτηση του οσίου έγινε με μια ρητορική ερώτηση: «πες τους αν μπορούν να ζευγαρώσουν έναν αρσενικό πίθηκο με μια γυναίκα ή έναν άνδρα με έναν θηλυκό πίθηκο». Το προφανές συμπέρασμα στο οποίο ήθελε ο πολυχαρισματούχος πατήρ να καταλήξει ήταν πως είναι αδύνατη η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο. Η δημιουργία των όντων «κατά γένη» συνηγορεί εν προκειμένω και επαυξάνει τη συγκεκριμένη βιβλική θεώρηση του πράγματος.

Το πρώτο πρόβλημα που δημιουργείται εξάπαντος στην επιστημονική παρατήρηση, αλλά και σε όλους μας, είναι ότι βλέπουμε στον άνθρωπο στοιχεία εξέλιξης μετά την πτώση. Το πιο βασικό, όμως, είναι ότι το μυστήριο της πρώτης μας δημιουργίας απεκρύβη στην πληρότητά του από τον Θεό και λόγω της θόλωσης μέχρι τυφλώσεως των πνευματικών μας οφθαλμών εξαιτίας της εμφάνισης της αμαρτίας, αλλά και χάρη στην ανεξιχνίαστη πρόνοια του Θεού, ο οποίος, περιφρουρώντας την ανθρώπινη ελευθερία, αποκαλύπτει στο πλάσμα του μονάχα όσα Εκείνος κρίνει και βούλεται, χωρίς να εκβιάζει στην πίστη την προαίρεση εκάστου λογικού δημιουργήματος. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει και μια ακόμη ουσιαστική παράμετρος. Πόσο, δηλαδή, είναι εφικτό - ακόμη και σήμερα, με την αλματώδη πρόοδο των πάσης φύσεως γνώσεων και της τεχνολογίας - να περιγραφεί ικανοποιητικώς η κατασκευή του πρώτου ανθρωπίνου όντος; Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε εν προκειμένω και τη χαμηλότατη μορφωτική και επιστημονική στάθμη της εποχής κατά την οποία συντάχθηκαν τα βιβλικά κείμενα, τότε προσωπικά δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο δεν ήθελε ή δεν ήταν κατορθωτό στον σχεδιασμό της θείας οικονομίας να παραδώσει με πιο εύστοχο τρόπο τα αρχέγονα και υπερφυή εκείνα γεγονότα, όσον αφορά ακόμα και το επίπεδο της σωματικής διάστασης της ανθρώπινης ολότητος - πόσω δε μάλλον επί της ψυχικής και πνευματικής αντίστοιχης!

Σε γενικές γραμμές θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι μονάχα η δημιουργία του ανθρώπου ακατάληπτη και μυστηριώδης, αλλά ακόμη και η εξελικτική διαδικασία της γενέσεως των υπολοίπων ειδών ενέχει ανερμήνευτα στοιχεία, όπως για παράδειγμα, σύμφωνα και με την εύστοχη παρατήρηση φίλου φυσικού, τα «άλματα» από την άβια στην έμβια ύλη και η ομόλογη μετάβαση στη νοημοσύνη, τα οποία ευκολότερα οδηγούν στην πίστη σε μια έκτακτη θεία παρέμβαση παρά σε φυσικές λειτουργίες εντός του σύμπαντος. Έτσι, φαίνεται πως δεν υπάρχει καταλληλότερη γλώσσα περιγραφής των εν λόγω βιβλικών γεγονότων από την επιλεγείσα «μυθική». Σε τελική ανάλυση, αυτό που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου είναι πως πρόκειται κατά βάση για θεολογικά κείμενα, των οποίων η πεμπτουσία εστιάζεται στη διάκριση κτίσης και Κτίστου και στην προβολή της μεταξύ τους σχέσης.

Εκείνο που δυνάμεθα (τόσο εξ αυτών τούτων των πραγμάτων, όσο και δια των επιστημονικών μεθόδων και οργάνων) να παρατηρήσουμε μετά την έξοδο από τον πρώτο Παράδεισο είναι οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, οι οποίες εντοπίζονται και στους νόμους της εξέλιξης, στη φθορά και στον θάνατο. Θα λέγαμε πως οι «δερμάτινοι χιτώνες» (Γεν. γ’ 21) τους οποίους περιεβλήθησαν οι πρωτόπλαστοι σηματοδοτούν και την είσοδο, μάλλον την πτώση – παράδοση της φύσης μας στους νόμους της κτιστότητάς της, υπεράνω των οποίων και των συνεπειών τους ίστατο μέχρι την ώρα εκείνη εξαιτίας των νόμων της Χάριτος, εν ενεργεία όντας εν τη Εδέμ. Μαρτυρείται, άλλως, η έκπτωση από το αρχέγονο κάλλος, η απώλεια της στολής της αφθαρσίας (της Χάρης του Θεού, της αγιότητος) και η παραχώρηση στη φύση μας των άφευκτων συνεπειών της κτιστότητος - οι οποίες λειτουργούν αναποδράστως, αν και εφόσον δεν παρεμβληθεί ο υπερβατικός παράγων της άκτιστης θείας ενέργειας – τις οποίες υφίστατο ήδη, σύμφωνα με κάποιους Πατέρες, η λοιπή άλογη κτίση, συρόμενη άκουσα και βιαίως σε αυτήν την τραγική κατάσταση και άνευ δικής της υπαιτιότητας, λόγω της ανθρώπινης αμαρτωλότητος (Ρωμ. η’ 20-22).

Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, βλέπουμε να λειτουργούν μετά την πτώση οι νόμοι της εξέλιξης εντός του ανθρώπινου γένους (σταδιακή απώλεια κοσμολογικής και θεολογικής γνώσεως, διαστροφή φυσικών χαρακτηριστικών, ανταγωνισμός των φύλων, διαφοροποίηση σε φυλές, ασθένειες, γήρανση, θάνατος). Είναι πλούσια η γκάμα των Πατερικών ερμηνειών επί του εν λόγω ζητήματος. Πιθανότατα, αν δεν συνέβαινε η πτώση του Αδάμ, δεν θα ατενίζαμε τελούντα εν ενεργεία πολλά πράγματα και καταστάσεις από όσες μας φαίνονται σήμερα εντελώς φυσικές (για παράδειγμα η νυν λειτουργία των φύλων και οι ασθένειες). Το θέμα, ωστόσο, δεν έγκειται σε αυτό το επίπεδο ούτε για τον Θεό ούτε για τον άνθρωπο. Βρίσκεται εξάπαντος στην ανάκτηση της απολεσθείσης Χάριτος δια της μετανοίας και των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Η ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας και των ψιλών γνωστικών επιθυμιών της φύσης μας δεν είναι σε καμιά περίπτωση το ζητούμενο για εμάς, όσο η οντολογική γνώση του Θεού δια της κοινωνίας μαζί Του. Μετά την πλήρωση αυτής της παραμέτρου δίδεται άνωθεν και πάσα η κοσμολογική και ανθρωπολογική γνώση, όπως το παρατηρούμε στην περίπτωση ουκ ολίγων Αγίων.

Σήμερα η Βιολογία εντοπίζει τεράστιες ομοιότητες στο
DNAτου ανθρώπου με αυτό των ζώων Η επιστήμη (και δη η άθρησκη εκπροσώπησή της) διακηρύσσει τοιουτοτρόπως πανηγυρικά την προκαταληπτικής και μονομερούς διάστασης φυσιοκρατική – ίσον ειδωλολατρική – θέασή της στην κοσμολογική ερμηνεία του σύμπαντος. Ο χριστιανός, αντίθετα, διορά εν προκειμένω το άπειρο, ακατάληπτο και υπερθαύμαστο σχέδιο του Κυρίου, ο οποίος μέσα στην ομοουσιότητα του κτιστού είναι ξεχώρισε ένα ον, τον άνθρωπο, και τον συνέδεσε με την αόρατη και πνευματική δημιουργία του (τους αγγέλους), πάνω από όλα όμως και, όπερ το ύψιστον, με τον ίδιο τον Εαυτό του (κατ’ εικόνα). Ο χους εξάπαντος περιέχει στοιχεία που μεταποιημένα συνέστησαν το ανθρώπινο γονιδίωμα, ως και το αντίστοιχο των υπόλοιπων ζώων. Ο παντοδύναμος Θεός των άπειρων γαλαξιών πάντη φυσικά (ως προς τον ίδιο), άνετα και αβίαστα ενήργησε εκτάκτως την ποίηση του Αδάμ, του ιερέως, της κορωνίδος, της σύνοψης της ορατής και αοράτου κτίσεώς Του. Γιατί, άραγε, να μη συνέβη το αντίστροφο και ο υπόλοιπος κόσμος να εποιήθη καθ’ ομοίωσιν του Αδάμ, του τελειότερου κτίσματος του Θεού, μιλώντας εν προκειμένω με κάποια θεολογική ελευθεριότητα; Η ομοιότητα, μάλιστα, τούτη εντείνεται όσο προχωράμε προς τα ανώτερα θηλαστικά, δηλαδή ολίγον προ της κτίσεως του ανθρώπου. Εμείς, αντιθέτως, βλέπουμε αντεστραμμένα (μάλλον διεστραμμένα) τα πράγματα, με τις διόπτρες της αθεΐας και του στυγνού επιστημονισμού, υποβιβάζοντας τον θεοειδή Αδάμ σε μία εξ αλόγων και κατωτέρων κτηνών υποθετική προέλευσή του.

Ο Αδάμ ήταν ένα σχεδόν τέλειο (: δεν είχε τελειωθεί εν Χριστώ ακόμη) δημιούργημα, ποιηθέν κατ’ εικόνα Θεού. Αυτό σημαίνεται ή υποδηλώνεται εντός του κειμένου με την αναφορά στην υπ’ αυτού χρήση ενδιάθετου και προφορικού λόγου, στη δυνατότητά του να συνομιλεί με τον ίδιο τον Θεό και στη ρητή αποκάλυψη της βαθύτερης τελολογίας τού είναι του, στο καθ’ ομοίωσιν της Τριάδος. Αυτά όλα προϋποθέτουν ύψιστο βαθμό ανάπτυξης και κατ’ ουσίαν ποιότητος, τα οποία δεν φαίνονται εξηγούμενα επαρκώς παρά μονάχα με τον τρόπο μιας ετερότροπης δημιουργίας του εκ Θεού. Πιθανότατα η ομοιότητα με το πρωτότυπό του - τον εκ του μέλλοντος ερχόμενο σαρκωθέντα Λόγο, τον Έσχατο Αδάμ (Α’ Κορ. ιε’ 45) – επεκτεινόταν και στο σωματικό είδος, στην εξωτερική μορφή. Η εξέλιξη την οποία επεδέχετο ο Αδάμ, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Κυρίου, θα ήταν, κατεξοχήν και πάνω από οτιδήποτε άλλο, πνευματικής φύσεως. Πρόκειται περί της θεουργικής ενχρίστωσής του (Γεν. α’ 26),εφόσον αυτοπροαίρετα θα αγωνιζόταν αγιοπνευματικά στην τήρηση της θείας εντολής (Γεν. γ’ 2-3). Η συνέχεια είναι γνωστή. Η πτώση από τη θεία ζωή τον οδήγησε σε πολυεπίπεδη κατάπτωση, στην υπαγωγή του στους νόμους της φυσικής εξελικτικής διαδικασίας και των λοιπών όντων, στον μοιραίο κύκλο της υποταγής στην ενδοκτισιακή ανάγκη άχρι θανάτου και στην επιβάρυνση του γονιδιώματός του με τα στίγματα της αμαρτίας, τους τύπους της αρνητικής ψυχοσωματικής κληρονομικότητος και την πολυδιάστατη κατ’ αυτού εχθρότητα του φυσικού και κοινωνικού του περιβάλλοντος. Την αναστολή της θανατηφόρας τούτης διαδικασίας αναστέλλει η Σάρκωση του Λόγου με τη δωρεά της Χάρης των Μυστηρίων και του αγώνα της μετανοίας και την ολοκληρώνει το σχέδιο της Τριαδικής Οικονομίας δια της αναπλάσεως της ημετέρας πεπτωκυίας φύσεως κατά την κοινή εξανάσταση των νεκρών και της προσδοκώμενης ανακαίνισης του σύμπαντος άμα τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.

Οι φυσιοκρατικές ερμηνείες (τύπου δαρβινικής), αλλά και έτερες απομυθευτικές με πάτρωνες ενίους βιβλικούς και άλλους θεολόγους (καταγωγή της ιστορίας και της θεολογίας της Δημιουργίας στο επίπεδο του απλού μύθου και του ψιλού συμβολισμού), όπως και πάσα αιρετική θεωρία, αποτελούν προφανώς καρπό στείρας λογοκρατικής και δαιμονικής προέλευσης και εισήγησης. Σώζεται ένα παεριστατικό με τον όσιο γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη, που αισθάνθηκε δυσωδία (σημείο εκ Θεού) εξερχόμενη από συνομιλητή του θεολόγο, ο οποίος πίστευε στις πλανεμένες αυτές περί εξελίξεως θεωρίες.Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απάντηση του ηγιασμένου πατρός, η οποία καταδεικνύει πως το προκείμενο ερμηνευτικό πρόβλημα εστιάζεται κατεξοχήν στην έλλειψη των ορθοδόξων προϋποθέσεων, των τόσο υπονομευμένων και ελλειπουσών στις μέρες μας: «Καλά, όταν εκθέτης μια θεωρία, μια αντίληψι, γιατί δεν παίρνεις ορθοδόξους θεολόγους, αγίους Πατέρας, αλλά παίρνεις από τους άλλους, τους ξένους, τους Προτεστάντες, τους Εβραίους, τους Μασώνους…, αυτοί δεν είναι χριστιανοί! Γιατί δεν παίρνεις τους αγίους Πατέρας; Τότε κατοχυρώνεται μια θεωρία ή μία άποψις όταν βεβαιώνεται είτε από την Αγία Γραφή είτε από τους αγίους θεοφόρους Πατέρας» (η υπογράμμιση δική μας).

Η Εκκλησία δεν απορρίπτει την εξέλιξη ούτε κοντράρεται με την επιστημονική κοινότητα. Άλλωστε, και νόημα δεν έχει τούτο (ανυπόστατο γαρ εκ της απλής ακόμη παρατήρησης), αλλά και την ίδια την επιστήμη ο Θεός την εποίησε και την ευλόγησε μέσα στο κατ’ εικόνα της δημιουργίας μας. Αυτό που κάνει η εκκλησιαστική Παράδοση είναι αφενός να συνεισφέρει χαρισματικά στη διαδικασία της ερμηνείας του κόσμου και αφετέρου να την τελειώνει στο εσχατολογικό και ευχαριστιακό γεγονός της θέωσης εν Χριστώ και Πνεύματι. Το πιο σημαντικό, εξάλλου, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε είναι ότι η δημιουργία είναι μια διηνεκής διαδικασία που ολοκληρώνεται – ει και ατέλεστος κατ’ ουσίαν και αέναος - στη Βασιλεία του Θεού και έχει εσχατολογική πηγή και προορισμό, ανατρέποντας τις ψυχολογικές μας και λοιπές αντιληπτικές προσλαμβάνουσες και δυνατότητες για τον χρόνο, τον τρόπο, τον τόπο και την αιτία του οντολογικού μέγιστου προορισμού της υπάρξεώς μας, δηλαδή της θεώσεως. Με λίγα λόγια, το πρωτεύον δεν είναι – ακόμη ούτε στην αρχική δημιουργία – η πλάσις, αλλά η ανάπλασις εν Χριστώ της ανθρώπινης ενυπόστατης φύσεως, δηλαδή η πλήρης και αιώνια κοινωνία με την υπερούσιο και άκτιστη Τριαδική Θεότητα.

Ο Θεός Πατήρ έπλασε τον χοϊκό (ψυχοσωματικό) άνθρωπο με τα δυο χέρια Του, τον Υιό και το Πανάγιο Πνεύμα. Και τον στόλισε άμεσα με ένα ακόμη, το πλέον σημαντικό, υπαρκτικό ένδυμα: την άκτιστη θεοποιό Χάρη Του (πνοή ζωῆς). Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶἡ ψυχὴ πέπλασται, οὐ τὸ μὲν πρότερον, τὸ δὲὕστερον».Ο θεολόγος πατήρ συνεχίζει με τις φυσικές καταβολές της αρχικής μας πλάσης: άκακος, ενάρετος, άλυπος, μικτός προσκυνητής, επόπτης και μύστης ορατής και νοουμένης κτίσεως και πολλά άλλα ακόμη. Η Εκκλησία, επίσης, ψάλλει: «Γῆθέν μου τό σῶμα διέπλασας, δέδωκάς δέ μοι ψυχήν τῇ θείᾳ σου καί ζωοποιῷἐμπνεύσει». Ρίχνοντας μια ματιά στην ορθόδοξη εικονογραφία και δη στην παράσταση της Αναστάσεως, θωρούμε τον Αδάμ και την Εύα ως ιστορικά πρόσωπα και όχι σαν συμβολικές παραστάσεις. Οι Προπάτορές μας τούτοι ενετάχθησαν στο εκκλησιαστικό Αγιολόγιο και εορτάζονται κάθε χρόνο από τα πλήθη των Ορθοδόξων πιστών μέσα στον μήνα Δεκέμβριο. Με όλα, επομένως, τα παραπάνω και, προπαντός, με τις ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις – με αυτές προσπαθήσαμε εν προκειμένω να προσεγγίσουμε τόσο δύσκολα και όχι ακίνδυνα ζητήματα, χωρίς εξάπαντος να διεκδικούμε δάφνες θεοπνευστίας και αλαθήτου, εν γνώσει μας δε των ποικίλων ενστάσεων που θα εγερθούν - μπορούμε να εγκύψουμε εκ νέου στο μυστήριο της πρώτης δημιουργίας του Ανθρώπου και, ψηλαφώντες ακροθιγώς, με φόβο, τρόμο και άκρα ταπείνωση και ευλάβεια, τα ελάχιστα παραδοθέντα σε μας ίχνη του, να αναφωνήσουμε και πάλι και πάντα και στους αιώνες δοξολογικώς μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ: «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳἐποίησας»!

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ- ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΟΥ;

 
Κυριακή Η’ Λουκά: Ποιος είναι ο πλησίον μου; 

Παρότι τά κριτήρια τοῦ ἐρωτήματος δέν ἦταν ἄδολα, ὁ νομοδιδάσκαλος πού πλησιάζει τόν Χριστό γιά νά τόν δοκιμάσει, προκαλεῖ τόν καθέναν ἀπό ἐμᾶς νά προσπαθήσει νά δώσει μαζί μέ τόν Κύριο τή δική του ἀπάντηση: «Τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. 10,29). Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Δείχνει μέσα ἀπό αὐτήν ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν εἶναι πλησίον, ἀλλά καί ὅτι ὁ καθένας μας καλεῖται νά ἀποδείξει ὅτι θεωρεῖ τόν ἄλλον πλησίον του ἀφοῦ τοῦ φερθεῖ μέ εὐσπλαχνία. 

Καλός Σαμαρείτης ὁ Χριστός

Στήν παραβολή καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀγκαλιάζει τόν καθέναν μας, πού εἶναι τραυματισμένος ἀπό τούς λογισμούς, τίς πτώσεις τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τήν ἁμαρτία τῆς αὐτοθεοποίησης. Ὁ Χριστός «ποιεῖ τό ἔλεος» φροντίζοντας τά τραύματα μέ ἔλαιον καί οἶνον, δίνοντας τό αἷμα του γιά νά γιατρέψει ἀπό τόν θάνατο τόν ἐγωιστή ἄνθρωπο, ἀλλά καί συγχωρώντας τίς ἁμαρτίες, γλυκαίνοντας τόν πόνο μας γι’ αὐτές, ὅπως τό λάδι ἀνακουφίζει τίς πληγές. Καί μᾶς μεταφέρει στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκεῖ δίνει τά δύο δηνάρια, γιά νά συνεχιστεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οἴνου καί τοῦ ἐλαίου στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤ στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη ὥστε ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος νά γίνει καλά. Καί παραγγέλλει στόν πανδοχέα, δηλαδή στόν καθέναν πού ζεῖ τή ζωή τῆς πίστης, νά εἶναι ἕτοιμος νά προσδαπανήσει, δηλαδή νά προσθέσει κι αὐτός ὅ,τι χρειαστεῖ γιά τόν πληγωμένο ἄνθρωπο. Καί θά ὑπενθυμίσει ὅτι, ὄντας ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, δέν θά λησμονήσει ὅσους τόν μιμηθοῦν, ἀλλά θά ἀποδώσει, ὅταν ἐπανέλθει κατά τή Δευτέρα Παρουσία, στόν καθέναν κατά τά ἔργα του.

Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος

Πλησίον εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ταξιδεύει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν Ἱεριχώ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Πλησίον εἶναι ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κείτεται ἀναίσθητος ἀπό τόν πόνο καί τήν κακία. Εἶναι αὐτός πού δέχεται τή φροντίδα τοῦ Χριστοῦ, ἀνήμπορος νά μιλήσει. Καί ἀμίλητος παραμένει καθόλη τή διάρκεια τῆς παραβολῆς, ἐνῶ δέν γνωρίζουμε ἄν τελικά θεραπεύθηκε καί ὁλοκλήρωσε τό ταξίδι του ἤ ἐπέστρεψε στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς νά ὑποχρεώσουμε τόν ἄλλο νά γίνει καλά, νά τόν σώσουμε ἄν δέν θέλει. Οὔτε θά μᾶς ζητήσει λόγο ἄν ὁ πλησίον μας σώθηκε ἤ ἄν, παρά τίς δικές μας προσπάθειες, ἐκεῖνος δέν ἀνένηψε ἤ, ἄν ἀνένηψε, ξαναπῆγε στόν δρόμο, ὅπου τόν περιμένουν ληστές. Δέν εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς θεραπείας πού μετρᾶ γιά τόν Χριστό. Εἶναι ἡ διάθεση νά παλέψουμε. Δέν εἶναι τό «εὐχαριστῶ» καί ἡ ἀποδοχή τῶν πράξεών μας πού περιμένει ὁ Χριστός. Ἄλλωστε ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά εὐχαριστήσει τόν λυτρωτή του. Αὐτό ὅμως δέν ἔκανε Ἐκεῖνον νά ἀδιαφορήσει.

Οἱ ἰδεολογίες

Τό ἐρώτημα «ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;» ἔρχεται ἔντονο καί στή δική μας πραγματικότητα. Ἰδίως στίς μέρες μας δέν εἶναι αὐτονόητα χριστιανική ἡ ἀπάντησή μας. Μᾶλλον μοιάζουμε περισσότερο μέ τόν ἱερέα καί τόν λευίτη ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μέ τούς ληστές τῆς παραβολῆς. Οἱ τελευταῖοι θεώρησαν ὅτι μέ τή σωματική τους δύναμη ἤ μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων τους μποροῦσαν νά ἐξουσιάσουν τόν πλησίον τους. Ἔτσι, τόν κλέβουν καί τόν τραυματίζουν καί τόν ἀφήνουν ἡμιθανῆ. Μοιάζουν σ’ αὐτούς ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἰδεολογικές, οἰκονομικές, πολιτικές, κοινωνικές καί ἄλλες ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες κλέβουν τά στηρίγματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ἀγαθά του, τίς ἀξίες του, τίς ἐλπίδες του, ἀφήνοντάς τον νά πορεύεται ἀνυπεράσπιστος στή ζωή του.

Οἱ ἱερεῖς καί οἱ λευίτες, ἐκπρόσωποι τῆς θρησκείας ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ψευδαίσθηση τῆς τήρησης τῆς καλῆς καί τυπικῆς συμπεριφορᾶς, χωρίς ὅμως νά ἀγαπᾶ τόν πλησίον, δέν θά κάνουν τό βῆμα νά νοιαστοῦν, νά θυσιαστοῦν, νά νικήσουν τόν φόβο γιά τίς ἰδέες καί τή δύναμη τοῦ κόσμου, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβιβάζονται μέ τό κοσμικό πνεῦμα γιά νά εἶναι εὐχάριστοι σ’ αὐτό. Ἔτσι κλείνονται στόν ἑαυτό τους, στήν ξύλινη γλῶσσα τήν ὁποία μιλοῦν καί δέν μποροῦν νά δοῦν τίς βαθύτερες ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ἤ περιορίζουν τή φροντίδα τους, μόνο σ’ αὐτούς πού τούς πλησιάζουν, στούς «δικούς τους», χωρίς νά εἶναι ἕτοιμοι νά ἀνοιχτοῦν σέ ὅλους, γιά νά τούς μεταφέρουν στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί νά δώσουν στούς τραυματισμένους τή δυνατότητα νά ἀναλάβουν τήν εὐθύνη γιά μιά νέα πορεία στή ζωή τους. Ἡ εὐθύνη μας

Ὁ Χριστός ἀποτυπώνει τόν ἑαυτό του στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη, τοῦ ξένου γιά τή νοοτροπία τῶν Ἰουδαίων. Ξένη μοιάζει καί ἡ ὁδός τῆς πίστης πού γίνεται θυσία γιά τά δεδομένα τοῦ καιροῦ μας. Ὅμως ὡς πιστοί ἄς ἀκολουθοῦμε τήν ὁδό τοῦ Χριστοῦ, συγχωρώντας τόν πλησίον πού μᾶς ἔβλαψε. Προσφέροντας ὅ,τι μποροῦμε, ὑλικά καί πνευματικά, στόν γείτονά μας, στόν συνάδελφό μας, στόν οἰκεῖο μας, σέ ὅποιον ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά συναντήσουμε, ἀκόμη καί στόν ἐχθρό μας. Δείχνοντας τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί μεταφέροντας μέ τήν προσευχή καί τήν παρότρυνση, ἀλλά καί τόν λόγο μας καί τό παράδειγμά μας, τόν πλησίον ἐκεῖ, γιά νά ἰαθεῖ μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων καί τή βοήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τά τραύματά του. Ἀκόμη κι ἄν ἐκεῖνος δέν ἀναγνωρίσει ποτέ τήν εὐλογία πού θά πάρει, συνεχίζοντας τόν δρόμο του στήν Ἱεριχώ τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή στή διαφθορά τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, ἐμεῖς θά γινόμαστε μιμητές τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη Χριστοῦ!

π. Θ.Μ. 

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” 15/11/2020, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ!


 Κυριακή Η΄Λουκά: Εμείς και οι άλλοι 

Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιά πλήρης ἀποδοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως προσφέρει ἀδιάκοπα στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι καί τό θέμα τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Μέσα ἀπό αὐτή τήν παραβολή δέν δίνεται ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλά ὁρίζεται πῶς ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς θά γίνει πλησίον τοῦ ἄλλου, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι πλησίον μας, ἀδελφοί μας. 

Ἡ στείρα τυπολατρία

Ἀφορμή τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ νομικός πού ρωτᾶ γιά τήν αἰώνια ζωή. Νόμιζε πώς μπορεῖ νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζοντας τυπικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὁδοιπόρος τῆς παραβολῆς ἔπεσε σέ ἐνέδρα ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἄφησαν ἀπό τήν κακοποίηση μισοπεθαμένο καί τοῦ πῆραν τά πάντα. Ἕνας ἱερέας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ἐμφανίστηκε ξαφνικά. Εἶδε τόν βαριά τραυματισμένο ἄνθρωπο καί ἀπομακρύνθηκε, χωρίς νά τόν βοηθήσει. Στήν συνέχεια πέρασε ἕνας Λευίης. Καί αὐτός λειτουργός τοῦ Νόμου καί τοῦ ναοῦ. Τόν εἶδε βαριά τραυματισμένο καί ἀντιπαρῆλθε· συνέχισε τόν δρόμο του. Ὁ ἱερέας καί ὁ Λευίτης ἐπέλεξαν τήν «θυσία» καί «τά ὁλοκαυτώματα», δηλαδή τήν στείρα τυπολατρία, ἀφοῦ ὁ Νόμος ἀπαγόρευε στούς λειτουργούς τοῦ ναοῦ νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τά νεκρά σώματα, γιά νά μήν μολυνθοῦν καί νά ἐκπληρώσουν «καθαροί» τά καθήκοντά τους. 

Αὐτός πού προσφέρει ἀγάπη

Καί ἔρχεται ὁ τρίτος ὁδοιπόρος. Ἕνας Σαμαρείτης, πού ἦταν ἐθνικός καί θρησκευτικός ἐχθρός τῶν Ἰσραηλιτῶν. Εἶδε τόν πληγωμένο ἄνθρωπο καί –παρά τό γεγονός ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος– δέν τόν ἀντιπαρῆλθε, δέν τόν προσπέρασε. Πῆγε κοντά του, τοῦ ἔπλυνε τίς πληγές μέ λάδι καί κρασί, τίς ἔδεσε, τόν ἀνέβασε στό ζῶο του, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί φρόντισε γιά τήν κατάσταση τοῦ πληγωμένου.

Ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τόν νομικό, ποιός ἐκ τῶν τριῶν ἔγινε πλησίον ἐκείνου τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου πού ἔπεσε θύμα τῶν ληστῶν, ὁ νομικός ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού ἐπέδειξε ἀγάπη, ἐνδιαφέρον, στοργή γιά τόν πάσχοντα ἀδελφό του». 

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Ὁ Χριστός φανέρωσε στόν ἑαυτό Του αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ – Πατέρα μέχρι σημείου πού ὑπέμεινε σταυρό καί θάνατο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι ἔχουμε καί τήν συμβολική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς: ὁ Καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού κατασπαράσσεται ἀπό τήν ἁμαρτία πού τόν ἀφήνει «ἡμιθανῆ». Τό πανδοχεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας καί τῆς θεραπείας μας. Τό λάδι καί τό κρασί εἶναι τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά δύο δηνάρια, μέ τά ὁποῖα ὁ Καλός Σαμαρείτης πλήρωσε τό πανδοχεῖο, εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ὁ Καλός Σαμαρείτης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά ἔλθει καί πάλι κατά τήν Δευτέρα καί ἔνδοξη Αὐτοῦ Παρουσία, γιά νά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς.

Σέ μιά ἐποχή ἀτομισμοῦ, ἐπικρατήσεως τῆς ἀπανθρωπιᾶς καί τῆς ἀδιαφορίας, ἡ ἀγάπη ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν γνησιότητά μας ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί τήν εἴσοδό μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη, ἑπομένως, εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο εἶναι ἑνότητα πίστεως καί ἀγάπης. Ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα διδάσκουν τόν ἄνθρωπο νά καταφρονεῖ τά ὑλικά ἀγαθά. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἑνώνει τήν ψυχή μέ τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ, ἀναζητώντας τόν Ἀόρατο μέ τήν νοερά αἴσθηση (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).

Τόν κόσμο θά τόν σώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη θέλει ἔκφραση. Κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καλούμαστε νά τήν ἐκφράζουμε καθημερινά, νά τήν ἐκπέμπουμε, νά τήν κάνουμε μήνυμα κι ἐλπίδα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ στροφή πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο λόγος, ἀλλά καί ἔργο, δηλαδή μιά κίνηση πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατανόηση μέσα στήν καθημερινότητα, ἀποδοχή, συμφιλίωση, εὐγένεια, καλοσύνη, ἀμοιβαιότητα, πραότητα, ἀγάπη. 

† Ὁ. Φ. Ἀ.  

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” APIΘ. ΦΥΛ. 45 (3728), Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ- ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΑΣ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Η΄ Λουκά: Ομιλία εις την παραβολήν του εμπεσόντος εις τους ληστάς 

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατανοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας.

Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.

Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας.

Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦρθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.

Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας.

Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, παρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.

Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράκληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία.

Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν