ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ!

 Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία στα Καρούλια 

Η παρακάτω διήγηση του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Καράμπελα είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του -ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ -Έκδοση Ι.Μ. Παρακλήτου 1991. 

Μεταξύ των άλλων, ο Γέροντάς μας είχε και μία ευλογημένη συνήθεια. Κατά διαστήματα, έστελνε μία μικρή παρηγοριά στους ερημίτες… Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που κοινοβίασα στην καλύβη μας, όταν μία μέρα -προπαραμονή Χριστουγέννων- όπως θυμάμαι- με κάλεσε ο Γέροντας για ν΄αναθέσει και σε μένα την ευλογημένη αυτή διακονία. Ασφαλώς με την απόφασή του αυτή, απέβλεπε και στην πνευματική μου, όπως πάντα ωφέλεια… 

Έβαλα μετάνοια στον Γέροντα φορτώθηκα τον ντορβά μου, πήρα το ραβδί και ξεκίνησα για τα Καρούλια… Πέρασα από πολλούς ασκητές, την ζωή των οποίων χαρακτήριζε η συνέπεια. Ήσαν πραγματικοί μοναχοί, πραγματικοί ασκητές. Μεταξύ αυτών ο γέρων Νείλος, ηλικιωμένος Ρώσος ησυχαστής, που δεν γνώριζε καθόλου ελληνικά και ο επίσης ρώσος ιερομόναχος Παρθένιος… 

…Το πρόγραμμά μου άλλαξε, όταν ο πνευματικός μου επέμενε να παραμείνω στην αγρυπνία των Χριστουγέννων και στην πανήγυρη της καλύβης τους, αφού το παρεκκλήσιό τους ήταν αφιερωμένο στην Γέννηση του Χριστού.  Ο Γέροντάς μου άλλωστε είχε δώσει ευλογία για κάτι τέτοιο. 

Την άλλη μέρα, μαζί με τον υποτακτικό του πνευματικού μου, π. Συμεών, κάναμε μια σχετική καθαριότητα της καλύβης, με αφορμή την πανήγυρη.  Αργά το απόγευμα άρχισαν να έρχονται οι γύρω ασκητές, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα. 

Καθισμένος σ’ ένα μικρό εξώστη, έβλεπα τους ερημίτες, που κατέβαιναν από τα βράχια, άλλοι από τις κρεμαστές σκάλες και άλλοι από τις αλυσίδες, ο ένας πίσω από τον άλλον’ αξέχαστο θέαμα! Νέοι, μεσήλικες, γεροντάκια, αποτελούσαν μια χρυσή, ζωντανή αλυσίδα πανηγυριστών’ με τους παλιούς, λερωμένους ντορβάδες στην πλάτη, με  ζωστικά και ράσα χιλιομπαλωμένα. Το πρόσωπό τους είχε μια σεμνή, σοβαρή έκφρασι. Χαιρετούσαν ένας-ένας με βαθειά υπόκλιση κι έπαιρναν την θέση τους στο μικρό παρεκκλήσιο της Γεννήσεως του Κυρίου. 

«Αυτοί οι άνθρωποι, ο εκλεκτός του Κυρίου λαός, τα αγαπημένα παιδιά του Θεού, είναι εκείνοι που θα λάβουν μέρος στην αποψινή αγρυπνία», μονολογούσα. 

Σήμανε μια μικρή καμπάνα και άρχισε η αγρυπνία. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλοι ήσαν σφιχτά τυλιγμένοι στα πτωχικά τους ράσα. Το κουκούλιο δεν κάλυπτε απλώς το κεφάλι, αλλά το είχαν κατεβασμένο, όσο γινόταν πιο χαμηλά. Μερικοί, όπως ο γέρων Βαρθολομαίος και ο πνευματικός μου, ήξεραν καλά μουσικά. Ένας από τους νεότερους ανέλαβε διαβαστής.  Δυο-τρία καντηλάκια κι ένας πτωχός πολυέλεος με αγνό κερί φώτιζαν γλυκά το σκοτάδι. Όλα απλά, απέριττα, ασκητικά. 

Ένοιωθα τον εαυτό μου ξένο και αταίριαστο σ’ εκείνο το πεντακάθαρο περιβάλλον. Εγώ ήμουν άνθρωπος με πολλές αδυναμίες και αμαρτίες, τις οποίες προ καιρού είχα αποθέσει στα πόδια του πνευματικού μου, κατά την πρώτη μου εξομολόγηση. Δεν ήμουν όμως ένας ξένος αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω μου. Διψούσα να μάθω περισσότερα πράγματα για τους ασκητές: πώς αγρυπνούν, πώς προσεύχονται, πώς κοινωνούν. 

Το άγιο βήμα του μικρού ναού ήταν σφηνωμένο μέσα στον βράχο. Ο κυρίως ναός εξείχε από την κοιλότητα του βράχου κι έφτανε μέχρι το άκρο μιας πεζούλας, από την οποία έβλεπες, κατακόρυφα σχεδόν, την θάλασσα. Καθώς η αγρυπνία προχωρούσε, το κρύο γινόταν ολοένα και πιο αισθητό. Ο άνεμος σφύριζε, τα κύματα βογγούσαν κτυπώντας αλύπητα τα βράχια. Η θάλασσα έμοιαζε μ’ ένα αεικίνητο, αδάμαστο θηρίο… 

Η ακόλουθη σκηνή θα μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη μου: Ένας λευκογένης ασκητής, πολύ ηλικιωμένος, δεν φορούσε παπούτσια. Κρύωνε υπερβολικά και είχε τυλίξει τα πόδια του με τσουβάλια. Κάποια στιγμή πλησίασε στην υποτυπώδη θερμάστρα, που υπήρχε εκεί, και προσπαθούσε να θερμάνει τα κοκκαλιασμένα πόδια του. Μένοντας όμως εκεί για αρκετή ώρα, απορροφημένος στην προσευχή, χωρίς να το αντιληφθεί, τα τσουβάλια πύρωσαν, άρπαξαν φωτιά και άρχισαν να καίγονται!  Οι νεότεροι τρέξαμε αμέσως και σβήσαμε την φωτιά. Ευτυχώς τα πόδια του γέροντα δεν έπαθαν εγκαύματα. 

Εκτός από εμάς που τρέξαμε αμέσως, για να τον βοηθήσουμε, οι άλλοι πατέρες δεν έκαναν καμία κίνηση. Ίσως και να μην αντιλήφθηκαν καν το γεγονός. Αφοσιωμένοι στην λατρεία του Θεού, συνέχιζαν την αγρυπνία με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος και με το κομποσχοίνι στο χέρι, που δούλευε ακούραστα… 

Τελείωσε ο όρθρος και άρχισε η θεία Λειτουργία. Η ώρα πλησίαζε. Ο Κύριος εγγύς. Πολλά μάτια τα έβλεπα να Τον υποδέχονται με δακρύρροη κατάνυξη. Μερικοί ήταν σκυμμένοι τόσο βαθειά, ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπό τους. 

- «Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις», ακούστηκε σε λίγο η φωνή του λειτουργού. 

Από την ώρα εκείνη οι πατέρες, ένας-ένας, κατά σειρά αρχαιότητας, άρχισαν να βάζουν την καθιερωμένη μετάνοια της συγγνώμης προς τον Θεό και προς τους παρόντες αδελφούς. Στο «Μετά φόβου» πλησίασαν, ο ένας πίσω από τον άλλον, για να λάβουν τον ουράνιο Μαργαρίτη. 

Ευχαρίστησα ολόθερμα τον Κύριο για την πολύτιμη αυτή ευκαιρία, να δω και να απολαύσω πώς κοινωνούν οι ασκητές. Ήταν ένα θέαμα μοναδικό. Τέλος προσήλθα κι εγώ σαν «δούλος» κι όχι σαν «υιός» όπως οι πατέρες. 

Η ουράνια εκείνη μυσταγωγία σε λίγο είχε τελειώσει. Κατόπιν προσφέρθηκε και καφές. Ενώ διακονούσα στο κέρασμα, πρόσεχα και θαύμαζα τους ασκητές, με την διάθεση του αρχαρίου. Θαύμαζα την τάξη που είχαν οι κινήσεις τους, τις συζητήσεις, γενικά την συμπεριφορά τους. Πράγματι, σκεφτόμουν, η έρημος δεν δημιουργεί μόνο αγίους, αλλά και σταθερά πειθαρχημένους και ολοκληρωμένους ανθρώπους. 

Ακολούθησε η τράπεζα. Λίγο ρύζι, και βακαλάος, που είχε στείλει η συνοδεία μας, ήταν το πανηγυρικό χριστουγεννιάτικο φαγητό. Οι ασκητές έτρωγαν σιωπηλοί και άκουγαν την ανάγνωση. 

Ο νους τους ήταν δοσμένος στον λόγο του Θεού και την προσευχή, όχι στο φαγητό. Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Καθένας που τελείωνε, περίμενε υπομονετικά με το βλέμμα στραμμένο στο στήθος. Ποιος ξέρει πόσο καιρό είχαν να γευτούν βακαλάο! 

Μετά την τράπεζα, η ευλογημένη εκείνη ομήγυρη διαλύθηκε. Δεν αξιώθηκα να παρευρεθώ και άλλη φορά σε παρόμοια ασκητική πανηγυρική σύναξη. Η ευκαιρία αυτή όμως έγινε αφορμή, να επισκέπτομαι πιο τακτικά τα Καρούλια. Αργότερα μάλιστα έμεινα εκεί για ένα εξάμηνο. Ήταν μια περίοδος πνευματικού αναβαπτισμού. Αληθινό θείο δώρο!

ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ

ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ 

''Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του.''

***

-Γέροντα, δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα. 

-Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το  βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στην φάτνη.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ!

 
π. Συμεών Κραγιόπουλος
Πνευματική προετοιμασία των Χριστουγέννων 

Ὅλοι ἔχουν μία αἴσθηση αὐτὲς τὶς ἡμέρες… 

Νὰ ἀναφερθοῦμε λίγο στὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ ὁποῖες ἤδη ἀρχίζουν, καθὼς ἀπὸ αὔριο ἔχουμε τὰ προεόρτια τῶν Χριστουγέννων. Εἶναι ἡμέρες διακοπῶν, οἱ περισσότεροι ἀναπαύονται, ταξιδεύουν, εἶναι χρονιᾶρες μέρες, ὅπως λένε. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ μητρόπολη, ἡ μητέρα δηλαδὴ ὅλων τῶν ἑορτῶν κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἀλλὰ καὶ ἡ Πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν Περιτομὴ τοῦ Κυρίου, ὅπως καὶ τὰ Θεοφάνεια εἶναι σ’ ὅλους μας γνωστὲς γιορτές. Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ τὶς ξέρουμε καὶ, λίγο-πολὺ, ὅλοι ἔχουν μιὰ αἴσθηση αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Τὸ ραδιόφωνο, ὅσο κι ἂν θέλει νὰ ξεφύγει, τελικὰ κι αὐτὸ κάπως θ’ ἀναφερθεῖ -καμιὰ φορὰ ἀρνητικὰ μὲ τὰ καλικαντζάρια κλπ – ὅπως καὶ ὁ τύπος, τὰ περιοδικὰ καὶ οἱ τηλεοράσεις.

Καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνιση μιᾶς πόλεως, καθὼς οἱ δρόμοι στολίζονται ἀνάλογα, εἶναι χριστουγεννιάτικη. Τὰ καταστήματα κι αὐτά – βέβαια ἐκμεταλλεύονται τὴν γιορτή, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ πουλήσουν περισσότερα- ἔχουν κάτι χριστουγεννιάτικο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, δηλαδὴ, οἱ πάντες ἔχουν μιὰ αἴσθηση ὅτι ἔχουμε διακοπές, ὅτι εἶναι μεγάλες γιορτές, ὅτι εἶναι Χριστούγεννα. Βέβαια ὅλοι σκέπτονται, ὅτι «νά, θὰ ξεκουραστοῦμε, νά, θὰ πουλήσουμε περισσότερα καὶ θὰ βγάλουμε περισσότερα, θὰ ψωνίσουμε περισσότερα, θὰ κάνουμε δῶρα» κλπ. καὶ ἐνῶ μέσα σ’ αὐτὰ τρόπον τινὰ χάνεται τὸ πνεῦμα τῶν ἑορτῶν, χάνεται τὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ὡστόσο ὅμως ὅλο καὶ κάτι μένει.

Ὅλοι λοιπὸν ἀπὸ μικρὰ παιδιά, ὅπου κι ἂν πήγαμε, ὅπου κι ἂν βρεθήκαμε, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε, λίγο-πολὺ ἔχουμε αἴσθηση αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὅτι εἶναι γιορτές, μεγάλες γιορτές, εἶναι διακοπές, καὶ συγκεκριμένα εἶναι Χριστούγεννα, εἶναι Θεοφάνεια. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν πρέπει ν’ ἀναφερθοῦμε, νομίζω, σ’ αὐτὲς τὶς γιορτὲς καὶ μάλιστα νὰ προσπαθήσουμε ἔτσι λίγο πιὸ πρακτικά. 

Νὰ ἀρχίσουμε λίγο νὰ σκεπτόμαστε ἐπάνω στὸ μεγάλο θέμα τῶν ἑορτῶν 

Πρῶτα πρῶτα, καὶ θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ κάνουμε ὁ καθένας μας εἶναι νὰ ἀρχίσουμε λίγο νὰ σκεπτόμαστε ἐπάνω στὸ μεγάλο θέμα τῶν ἑορτῶν. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει σκέψη, ἔχει νοῦ, εἶναι λογικὸ ὄν. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μόνο, ὅτι κινεῖται μὲ τὰ πόδια του, ὅτι κάνει ὁρισμένα πράγματα μὲ τὰ χέρια του. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη κάνει ὁρισμένα πράγματα πρακτικά, ἐὰν δὲν συμμετέχει καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν συμμετέχει ἡ ψυχή, ἂν ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικὸ ὄν, ὡς ὄν ποὺ ἔχει ἐλευθέρα βούληση, ὡς ὄν ποὺ ἔχει αὐτοσυνειδησία, δὲν δώσει τὸν ἑαυτό του σὲ κάτι, δὲν φθάνει ἁπλῶς μόνο νὰ κινηθοῦν τὰ χέρια του, τὰ πόδια του καὶ νὰ κάνει ὁρισμένα πράγματα.

Ἂν ἦταν ἔτσι, ὁ Χριστὸς θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ καὶ ἁπλῶς θὰ ἔκανε ὁρισμένα πράγματα, ὅπως καὶ ἔκανε. Ὅμως μίλησε κιόλας, μάλιστα μίλησε τρία ὁλόκληρα χρόνια, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ πέρασε μέρα ποὺ νὰ μὴ μίλησε. Μιλοῦσε πολύ, πολλὲς ὧρες, ἔτσι ποὺ κουραζόταν καὶ μαζί του καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε περιπτώσεις ποὺ λέει στοὺς Ἀποστόλους: «Ἂς πᾶμε σ’ ἕναν ἔρημο τόπο λίγο νὰ ξεκουρασθεῖτε καὶ νὰ ξαναρθοῦμε» (Μαρκ. 6, 31).

Πόσα θὰ εἶπε ὁ Κύριος! Καὶ γιατί τὰ ἔλεγε ὅλα αὐτά; Τὰ ἔλεγε, διότι ἀπευθυνόταν σὲ λογικὰ ὄντα. Δὲν ἀπευθυνόταν σὲ ἄλογα ὄντα, ἀλλὰ ἀπευθυνόταν σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν νοῦ, ποὺ ἔχουν σκέψη, ποὺ ἔχουν λογικό, ποὺ ἔχουν βούληση. Μίλησε στὰ ὄρη, στὶς πεδιάδες, μίλησε κοντὰ στὴ θάλασσα• μίλησε νύχτα, μίλησε ἡμέρα• μίλησε σὲ πολλοὺς καὶ σὲ ὀλιγότερους. Μίλησε σὲ μεγάλους, μίλησε σὲ παιδιά. Μίλησε ἐν παραβολαῖς, μίλησε καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Μίλησε ἔτσι ποὺ συμπλήρωνε μᾶλλον τὸν παλαιὸ νόμο, δίνοντας τὸν δικό του τέλειο νόμο.

Μίλησε λοιπὸν ὁ Χριστός, διότι ἀπευθυνόταν σὲ λογικὰ ὄντα καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ τὸν προσέξουν, νὰ τὸν καταλάβουν. Ἐλέγχει τὸν λαό, ὅταν δὲν καταλαβαίνει αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέει, ἀλλὰ καὶ τοὺς μαθητάς του. Κάποτε τοὺς εἶπε: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;» (Ματθ. 15, 16). Εἶχε πεῖ κάτι, δὲν τὸ κατάλαβαν καὶ τὸν ρωτοῦσαν ἰδιαίτερα. «Ἀκόμη καὶ σεῖς, λέει, ἀσύνετοι εἶστε καὶ δὲν καταλάβατε τί θέλω νὰ πῶ;» Εἶχε τὴν ἀπαίτηση ὁ Κύριος, ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀκοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν καταλαβαίνουν. Βέβαια, ἐφόσον θὰ ἤθελαν, διότι πάντοτε ἔλεγε: «Εἴ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16, 24).

Ἔτσι λοιπὸν δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γιορτάσει τὰ Χριστούγεννα, ἁπλῶς διότι ἀκούει τὴ λέξη Χριστούγεννα ἢ ἁπλῶς ποὺ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πᾶνε καὶ νὰ ἔρχονται καὶ ὅλο κάτι νὰ κάνουν. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γιορτάσει Χριστούγεννα ἀληθινά, ἐὰν δὲν σκεφθεῖ ὡς λογικὸ ὄν: Τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα; Τί σημαίνει Χριστούγεννα; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων; Τί γιορτάζουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή; 

Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία; 

Ὁ Κύριος ἐξήγησε καὶ ἑρμήνευσε καὶ τὸν ἐρχομό του καὶ τὴν σάρκωσή του καὶ τὴν Γέννησή του καὶ τὴν ὅλη ζωή του καὶ τὸν θάνατό του• γιατί θὰ πεθάνει, γιατί θὰ ἀναστηθεῖ. ἀλλὰ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία, ἄφησε τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του. Εἴπαμε καὶ ἄλλη φορὰ, τί εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος συνεχίζει νὰ κηρύττει αὐτὸ ποὺ κήρυττε ὁ Χριστός, νὰ ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ ὁποῖο φανέρωσε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀπευθύνεται ἡ Ἐκκλησία σὲ λογικὰ ὄντα, σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν νοῦ, ποὺ ἔχουν σκέψη, ποὺ καταλαβαίνουν, ποὺ ἔχουν βούληση, ποὺ θέλουν. Ἡ Ἐκκλησία, τὸ ὅλο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ χριστιανικὴ ζωή, δὲν εἶναι μιὰ μαγεία, ὅπως εἴπαμε κι ἄλλες φορές. Ἡ λατρεία ἡ χριστιανικὴ εἶναι λογικὴ λατρεία• ὄχι μαγεία. ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Ἐκκλησία ζεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ Κύριος. Διότι δὲν διδάσκει μόνο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ζεῖ συγχρόνως τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ δείχνει αὐτὴ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὰ παιδιά της καὶ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔγιναν ἀκόμη παιδιά της, γιὰ νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἑπομένως, πρέπει ὅσο μποροῦμε ὁ καθένας μας -ἄλλος περισσότερο, ἄλλος ὀλιγότερο, ἄλλος λίγο ἁπλούστερα, ἄλλος λίγο βαθύτερα, ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς, βοηθούμενοι καὶ μὲ τὸ νὰ διαβάσουμε, νὰ συζητήσουμε, νὰ ρωτήσουμε, νὰ ἀκούσουμε- ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις μας, μὲ τὸ κουράγιο μας, μὲ τὴν ὄρεξή μας, μὲ τὴν διάθεσή μας, μὲ τὸν καημό μας, μὲ τὸν πόθο μας, νὰ ἐγκύψουμε, νὰ μεριμνήσουμε καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ μάθουμε, ἂς ποῦμε, τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα, τί σημαίνουν Χριστούγεννα ἂς μὴν περιμένουμε αὐτὸ μόνο του νὰ γίνει. Πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ κινηθεῖ λιγάκι. Πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος λίγο νὰ ζορίσει τὸν ἑαυτό του. Πρέπει νὰ δείξει ἐνδιαφέρον κανεὶς• δὲν γίνεται ἀλλιῶς. 

Ὑποταγὴ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας 

Ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς δώσει τὸ φῶς του, νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀλήθεια του, νὰ μὴ μείνει κανένας μας στὴν πλάνη, νὰ μὴν ὑπάρχει σὲ κανέναν μέσα του ψέμα ἀλλὰ νὰ ὑπάρχει μόνο ἡ ὅλη ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Θέλει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀλήθεια ὁ Θεός ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δική του πλευρὰ νὰ δώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀλήθεια· δηλαδὴ νὰ φροντίσει νὰ μάθει.

Ἑπομένως, κάνει πάρα πολὺ ἄσχημα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἀκούει, ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, ποτὲ δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μάθει, τί εἶπε ὁ Χριστός. Καὶ ὄχι νὰ ἐνδιαφερθεῖ μόνο μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι «διάβασα ἐγὼ καὶ κατάλαβα». Ὄχι. ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄφησε τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ μᾶς τὸ δώσει σωστὰ καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε πλάνη. Γιατί, ὅπως εἶναι λάθος το νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται κανεὶς καθόλου, λάθος ἐπίσης εἶναι, ὅταν ἐνδιαφέρεται μόνος του.

Ὅπως λέμε, ὁ καθένας διαβάζει καὶ βγάζει τὰ συμπεράσματά του. Δὲν εἶναι ἔτσι ἐδῶ• ὁ καθένας νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑποταχθεῖ κανεὶς στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν θέλει. Ἄν δὲν θέλει, θὰ ἀκολουθήσει ὅποιον δρόμο θέλει. Θέλει νὰ πάει κοντὰ στὸν Χριστό; Νὰ πάει. Δὲν θέλει; Νὰ μὴν πάει. Θέλει νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ὑποταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία; Νὰ τὸ κάνει. Δὲν θέλει; Νὰ μὴν τὸ κάνει.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐἂν δὲ καὶ ἀθλῇ τίς, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλὴσῃ» (Β΄ Τίμ. 2, 5). Ἂν θυμᾶστε, ὁ στίχος αὐτὸς περιέχεται στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Καὶ ὅταν ἀκόμη κανεὶς κάνει ἀγῶνα, κάνει ἄθληση, ἐὰν δὲν τὴν κάνει αὐτὴ τὴν ἄσκηση νόμιμα, δὲν μπορεῖ νὰ στεφανωθεῖ. Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ἀνεξέλεγκτα, δηλαδὴ ὅπως θέλει νὰ διαβάζει, ὅπως θέλει νὰ καταλαβαίνει, ὅπως θέλει νὰ ἑρμηνεύει, ὅπως θέλει νὰ ζεῖ, καὶ νὰ περιμένει, ἂς ποῦμε, νὰ τὸν δοξάσει ὁ Θεός, νὰ περιμένει νὰ τὸν στεφανώσει ὁ Θεός, νὰ περιμένει νὰ τὸν ἁγιάσει ὁ Θεός. Δὲν γίνεται ἔτσι.

Οἱ Ἀπόστολοι ὑποτάχθηκαν στὸν Χριστό. Δὲν ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν Χριστὸ καὶ πῆραν αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν καὶ τὰ ἐξήγησε ὁ καθένας ὅπως ἤθελε ἀλλὰ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, ἔμειναν μαζί του τρία ὁλόκληρα χρόνια καί, ἐνῶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν, ξαναγύρισαν καὶ ἔμειναν πιστοὶ σ’ αὐτόν. Ἦρθε λίγο ἀργότερα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς φώτισε καὶ τότε κατάλαβαν αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Χριστός. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, οἱ πάντες τὰ πληροφοροῦνται, τὰ μαθαίνουν, τὰ καταλαβαίνουν, τὰ ζοῦν, ὅπως τὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὰ ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὰ δίνει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοση. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ πρέπει καὶ νὰ διαβάσει κανεὶς καὶ ν’ ἀκούσει καὶ νὰ συζητήσει. Θὰ πρέπει καὶ νὰ ρωτήσει καὶ νὰ διευκρινίσει, μήπως δὲν κατάλαβε καλά, μήπως πέφτει ἔξω, μήπως πλανᾶται, μήπως κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του• αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέει τὸ δικό του τὸ μυαλό. 

Τὸ πρῶτο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε 

Νὰ μελετήσουμε λοιπόν: Τί εἶναι Χριστούγεννα; Γιατί τὴν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἔχουμε τὴν Σύναξη, ὅπως λέμε, τῆς Παναγίας; Τί εἶναι ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου; Γιατί γιορτάζουμε τὴν Περιτομὴ τοῦ Κυρίου; Τί εἶναι τὰ Θεοφάνεια; Τί εἶναι ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Θεοφανείων; Τί σημαίνουν, λοιπὸν, ὅλα αὐτά;

Τὸ πρῶτο πρῶτο λοιπόν, παρακαλῶ, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ κάνουμε ὁ καθένας, ὅσο μποροῦμε. Νὰ τὸ ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε. Ταμπουρωνόμαστε καὶ λέμε «δὲν μπορῶ». Ἂν ὄντως δὲν μπορεῖς, δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖς. Ὁ Θεὸς θέλει αὐτὸ ποὺ μπορεῖς. Ἀλλά, ἂν τὸ πάρεις λίγο καλά, σωστὰ τὸ θέμα, θὰ δεῖς, ὅτι πάρα πολλὰ ποὺ μπορεῖς, ἀποφεύγεις νὰ τὰ κάνεις ἀπὸ τεμπελιά, ἀπὸ ἀδιαφορία, μὴν μπλέξεις καὶ χάσεις βέβαια τὸν ἐγωισμό σου.

Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ξέρουμε πολλὰ ἕως τώρα. Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ ξέρουμε. Μπορεῖ νὰ ξέρουμε, τί εἶναι Χριστούγεννα κλπ.· νά ‘χουμε διαβάσει, νά ‘χουμε ἀκούσει. Δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται αὐτὲς τὶς ἡμέρες, καθὼς πλησιάζουμε στὶς γιορτές, εἶναι νὰ τὸ ἔχουμε στὴ σκέψη μας. Πῶς ἄλλα πράγματα κανεὶς τὰ ἔχει στὴ σκέψη του, τὰ δουλεύει μὲ τὴ σκέψη του, τὰ συλλογίζεται; Βέβαια χωρὶς νὰ παθαίνει ψύχωση. Ἐκεῖνο εἶναι κάτι ἄρρωστο· δὲν εἶναι σωστό.

Ἂς ποῦμε, πάει κανεὶς νὰ δώσει ἐξετάσεις καὶ συνέχεια αὐτὸ σκέπτεται. Ἢ θὰ κάνει κάποια ἐπίσκεψη, καὶ τὸ μυαλό του εἶναι ἐκεῖ καὶ σκέπτεται πῶς θὰ γίνει, πῶς δὲν θὰ γίνει. Ἢ ἔχει μιὰ συνάντηση ποὺ θὰ εἶναι κάτι εὐχάριστο κλπ. καὶ σκέπτεται, πῶς θὰ τὴ χαρεῖ, πῶς θὰ τὴν εὐχαριστηθεῖ, πῶς θὰ μπορέσει νὰ ζήσει ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς συναντήσεως πολὺ καλὰ κλπ. ἤ ὅ,τι ἄλλο. 

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος 

Εἴ δυνατόν, θὰ ἔλεγε κανείς, αὐτὲς τὶς ἡμέρες μέσα στὸ νοῦ μας καὶ μέσα στὴν καρδιά μας νὰ γραφεῖ ἡ λέξη «Χριστούγεννα». Ὅπως λέγεται γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο ποὺ γιορτάζουμε αὔριο ὅτι, ὅταν τὸν ἔφαγαν τὰ θηρία, τὴν καρδιὰ δὲν τὴν ἔφαγαν καὶ εἶδαν μέσα στὴν καρδιά του γραμμένη τὴν λέξη Χριστός. Καὶ ἔδωσαν τὴν ἐξήγηση, ὅτι εἶχε πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Βέβαια, εἶναι μιὰ παράδοση, καὶ μπορεῖ νὰ μὴν εἶδαν τὴ λέξη γραμμένη, ὅμως στὴν οὐσία, στὴν πραγματικότητα, ὄντως ἔτσι ἦταν.

Ὅπως θυμᾶστε, ἤθελε πότε καὶ πότε νὰ πάει νὰ τὸν φᾶνε τὰ θηρία, νὰ καταφάγουν, νὰ ἀλέσουν τὸ σῶμα του μὲ τὰ δόντια τους, σὰν νὰ εἶναι μύλος, ἂς ποῦμε, τὰ δόντια τῶν θηρίων, γιὰ νὰ γίνει, λέει, τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, νὰ γίνει ἀλεύρι καὶ ἄρτος τοῦ Χριστοῦ. «Ὕδωρ ζῶν ἐν ἐμοί», λέει, μὲ καλεῖ στὸν οὐράνιο Πατέρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἐμποδίσει ἀπ΄ αὐτὸ κλπ. Ἀκριβῶς διότι εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Χριστό, γράφτηκε, ἂς ποῦμε, αὐτὴ ἡ λέξη. Καὶ ἴσως ἀπ΄ αὐτὸ νὰ ὀνομάσθηκε Θεοφόρος, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ φέρει τὸν Θεό. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Ἴσως ὅμως ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐπειδή -ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παράδοση- εἶναι τὸ παιδὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε κρατήσει στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε στοὺς μαθητάς του καὶ στοὺς ἄλλους: «Ἂν δὲν γίνετε, ὅπως αὐτὸ τὸ παιδί, κι ἐσεῖς παιδιὰ» δηλαδὴ στὴ σκέψη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκακία, «δὲν θὰ μπορέσετε νὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Θεοφόρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φέρει τὸν Θεό ἀλλὰ καὶ ποὺ φέρεται ἀπὸ τὸν Θεό. 

Τὸ μεγάλο λάθος τῶν χριστιανῶν 

Ἀλλὰ θέλω νὰ ἐπανέλθω στὸ θέμα μας. Εἴ δυνατὸν νὰ γραφεῖ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ ἂν κάποιος ἀνοίξει τὴν καρδιά μας, νὰ βρεῖ γραμμένη τὴν λέξη Χριστούγεννα, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Χριστός. Καὶ χωρὶς νὰ πάθει κανεὶς κάτι ἄρρωστο, δηλαδὴ ψύχωση καὶ τέτοια, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἄρρωστα πράγματα, νὰ τὸ σκέπτεται, νὰ τὸ ἀγαπᾶ πολὺ αὐτὸ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐμβαθύνει, νὰ τὸ νιώσει, νὰ τὸ ζήσει τοσο πολύ, ὥστε νὰ γραφεῖ μέσα στὴν καρδιά του, μέσα στὸ νοῦ του, μέσα στὴν σκέψη του, ἡ λέξη Χριστούγεννα καὶ τὸ ὅλο γεγονὸς αὐτό. Τὸ ἴδιο νὰ γίνει μὲ τὴν ἄλλη γιορτή, τὸ ἴδιο νὰ γίνει καὶ μὲ τὴν ἄλλη γιορτὴ κλπ.

Πρῶτα λοιπὸν καὶ κύρια πρέπει, παρακαλῶ πολύ, νὰ τὸ σκεφθοῦμε, νὰ τὸ μελετήσουμε. Νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ σὰν κάτι ἐπιπλέον, σὰν κάτι πρόσθετο. Καθὼς κάνουμε ὅλα τ’ ἄλλα, κάνουμε καὶ αὐτό, ποὺ κι ἂν δὲν εἶναι, δὲν πειράζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο λάθος τῶν χριστιανῶν, τῶν σημερινῶν χριστιανῶν. Πρῶτα εἶναι ὁ Χριστός, πρῶτα εἶναι τὸ ἔργο αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς γιά μᾶς, αὐτὸ ποὺ κάμνει ὁ Χριστὸς γιά μᾶς. Ἑπομένως, πρῶτα εἶναι ἡ γιορτη αὐτὴ ποὺ λέγεται Χριστούγεννα, τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων, αὐτὸ τὸ γεγονός, ἂς ποῦμε, ποὺ γιορταζουμε, καὶ ὕστερα εἶναι τὸ ὅτι θὰ στρώσουμε καλύτερο τραπέζι, θὰ πάρουμε ἴσως καὶ καινούργια ἐνδύματα, θὰ συγυρίσουμε περισσότερο τὸ σπίτι, θὰ κάνουμε ἴσως καὶ κάτι ἄλλο. Πρῶτα ὅμως αὐτό. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καλὰ καλὰ καὶ νὰ δώσουμε τὸν ἑαυτό μας σ’ αὐτό. 

Νὰ κοινωνήσουμε κατὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο 

Ἔπειτα, ἔτσι πρακτικὰ θὰ ἦταν καλὸ νὰ σκεφθοῦμε καὶ ὡς ἑξῆς: κάθε μέρα τρῶμε καὶ μερικοὶ κάθε μέρα, ἢ τέλος πάντων ἀρκετὲς φορὲς, ἔχουν καλὸ φαγητό, ἂς ποῦμε, καὶ τρῶνε. Ἀλλὰ ὅμως στρώνουν τὸ τραπέζι κατὰ ἕναν συνηθισμενο τρόπο, τρῶνε κατὰ ἕναν συνηθισμένο τρόπο, τελειώνουν καὶ πηγαίνουν στὶς δουλειές τους. Ὅμως τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα, τῶν Θεοφανείων, τὴν ἡμέρα ποὺ ἔχουν μιὰ ἄλλη γιορτὴ κλπ., πάλι τὸ ἴδιο φαγητὸ θὰ φᾶνε -ὁ ἄνθρωπος πόσο θὰ φάει; Δὲν εἶναι στὸ χέρι του νὰ φάει πολύ. Θὰ φάει, θὰ φάει, χόρτασε. Τί ἔγινε;- ἀλλὰ καὶ θὰ τὸ φροντίσουν περισσότερο καὶ θὰ τὸ γιορτάσουν. Θέλω νὰ τονίσω δηλαδὴ τοῦτο: ἐνῶ τρῶμε κάθε μέρα καὶ τρῶμε κατὰ ἕναν συνηθισμένο τρόπο, ὅταν ἔρθει μιὰ ἐξαιρετικὴ ἡμέρα, πάλι θὰ φᾶμε τὰ ἴδια -τὸ πολὺ πολὺ νὰ προσθέσουμε κανένα γλυκὸ παραπάνω, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα τὸ στομάχι θὰ γεμίσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο- ὅμως φροντίζουμε νὰ τὸ χαροῦμε περισσότερο, ἂς ποῦμε, νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ τὸ νιώσουμε καλύτερα. Γίνεται καὶ ἀνάλογη προετοιμασία, καὶ τὸ σκεπτόμαστε.

Εἴπαμε προηγουμένως, κάποια ἡμέρα ποὺ ἔχουμε γιορτή, ἔχουμε πανηγύρι, ἔχουμε γάμο κλπ. ἀπὸ πιὸ μπροστά το σκεπτόμαστε, τὸ μελετοῦμε. Ἔτσι, θὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι, θὰ μποῦν τὰ λουλούδια, θὰ μποῦν οἱ κάρτες, ἡ ἐπίπλωση θὰ ‘ναι ἀνάλογη, καὶ τὸ γιορτάζουμε, τὸ χαιρόμαστε. Ὅσες βέβαια οἰκογένειες τὰ καταφέρνουν ἔτσι. Γιατί σὲ μερικὲς οἰκογένειες τέτοιες μέρες γίνονται οἱ μεγαλύτεροι καβγάδες. Ἀλλὰ ὅσες οἰκογένειες τὰ καταφέρνουν, γιορτάζουν καὶ περνοῦν εὐχάριστα τὴν ἡμέρα αὐτὴ ποὺ κάνουν μιὰ ὁποιαδήποτε γιορτή.

Θέλω νὰ πῶ δηλαδὴ κάτι, ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά, καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ τὸ ποῦμε σήμερα. Τὸ τραπέζι, τὸ φαγητὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Κοινωνοῦμε πολλὲς φορὲς τὸν χρόνο. Κυριακές, καθημερινὲς καὶ ἡμέρα καὶ σὲ ἀγρυπνία κλπ. Πολλοὶ χριστιανοὶ κοινωνοῦν πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους. Καὶ τὰ Χριστούγεννα θὰ κοινωνήσουμε. Δὲν θὰ κάνουμε τίποτε περισσότερο. Ὅμως νομίζω ὅτι θὰ μπορούσαμε, ἂς ποῦμε, αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ κοινωνήσουμε -ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη γιορτή-κατὰ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο. Ὄχι ὅτι μειώνεται ἡ Θεία Κοινωνία τὶς ἄλλες μέρες. Ὅπως εἴπαμε γιὰ τὸ φαγητό, κάθε μέρα τρῶμε καὶ χορταίνουμε. Ἀλλὰ σὲ μιὰ γιορτὴ φροντίζουμε νὰ τὸ χαροῦμε ἀκόμη περισσότερο τὸ φαγητὸ ποὺ θὰ φᾶμε.  

Προετοιμασία γιὰ τὴν χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία 

Ὅλοι ἑτοιμάζονται νὰ κοινωνήσουν τὰ Χριστούγεννα καὶ πολὺ καλὰ κάνουν. Εἴ δυνατὸν νὰ μὴ μείνει κανένας χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν κοινωνήσει, προπαντὸς τὶς μεγάλες γιορτές: τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὸ Πάσχα. Γι’ αὐτὸ, ὅλοι πρέπει νὰ ἑτοιμασθοῦν ὁπωσδήποτε μὲ τὴν μετάνοια, μὲ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὴν κάθαρση κλπ. Ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω σήμερα, νὰ τὸ σκεφθοῦμε, ὅτι «θὰ κοινωνήσω τὰ Χριστούγεννα». Εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη γιορτή, εἶναι ἡ χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία. Ἑπομένως, ἂς ἑτοιμασθῶ λίγο καλύτερα, ἂς τὸ σκεφθῶ λίγο περισσότερο, ἂς τὸ μελετήσω, ἂς δώσω λίγο περισσότερο τὴν καρδιά μου, ἂς τὸ χαρῶ λίγο περισσότερο, ἂς τὸ ποθήσω λίγο περισσότερο.

Τὸν ἄλλο καιρὸ ἴσως δὲν μπορεῖς, ἂς ποῦμε, νὰ κάνεις ὁρισμένα πράγματα. Φρόντισε αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ σὲ κάθε γιορτὴ νὰ ἔχεις ὅσο τὸ δυνατὸν καθαρὴ καρδιά, νὰ εἶσαι ὅσο τὸ δυνατὸν συμφιλιωμένος μὲ ὅλους, νὰ μὴν εἶναι κανεὶς στενοχωρημένος, λυπημένος μαζί σου. Ὄχι μόνο ἐσὺ νὰ μὴν εἶσαι τσακωμένος μὲ κανέναν, ἀλλὰ καὶ ἄλλος νὰ μὴν εἶναι λυπημένος μαζί σου. Νὰ φροντίσεις, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ σένα, νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια. Νὰ διαβάσεις ἴσως κάποιο βιβλίο, τὸ ὁποῖο μιλάει γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, νὰ διαβάσεις τὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, νὰ προσευχηθεῖς λίγο περισσότερο.

Ἂν μπορέσεις νὰ βρεῖς λίγο χρόνο, ἔστω λίγα λεπτά, νὰ ἀποσυρθεῖς κάπου. Καὶ ἕνα λεπτὸ νὰ τὸ κάνει κανείς. Δὲν θὰ βρεῖ ἕνα λεπτό; Ἕνα λεπτὸ νὰ καθίσεις ἔτσι, εἰδικὰ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, νὰ μείνεις μόνος μὲ μόνο τὸν Θεὸ καὶ νὰ σκεφθείς: «Θεέ μου, ἐγὼ θὰ ἔλθω νὰ κοινωνήσω». Ὅσο μπορεῖ νὰ τὸ κάνει κανεὶς καὶ νὰ μελετήσει τὸ μυστήριο. Νὰ προδιαθέσει τὴν ψυχή του, τὴν ὅλη ὕπαρξή του γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ δεῖπνο, γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ τραπέζι, γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, τὴν γιορτινὴ Θεία Κοινωνία, τὴν χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία.

Δὲν ἔχει τίποτε παραπάνω αὐτὴ ἡ Θεία Κοινωνία ἀπὸ τὶς ἄλλες οὔτε οἱ ἄλλες εἶναι ὑποδεέστερες ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ἀνθρωπίνως ὅμως μποροῦμε, ὅπως κάνουμε γιὰ τὸ κοινὸ τραπέζι, κάτι περισσότερο νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν Θεία Κοινωνία τῶν Χριστουγέννων πιὸ πολύ, γιὰ νὰ τὴ γιορτάσουμε αὐτὴ τὴν Θεία Λειτουργία, αὐτὴ τὴν Θεία Κοινωνία πιὸ πολύ. 

Μία ἀπαραίτητη ἐνέργειά μας: ἡ συμφιλίωση μὲ ὅλους 

Καὶ ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἔρχεται στὴν συνέχεια, ὅτι πρέπει νὰ κάνει κανεὶς μερικὰ πρακτικότερα πράγματα. Καὶ βασικὸ εἶναι αὐτὸ, τὸ ὁποῖο μόλις προηγουμένως εἶπα: ἡ συμφιλίωση μὲ ὅλους. Ὅλοι νὰ προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο αὐτὲς τὶς ἡμέρες, εἴτε μὲ μιὰ καρτούλα εἴτε μ’ ἕνα δωράκι εἴτε μ’ ἕνα τηλέφωνο εἴτε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, ἂς ποῦμε, νὰ ξεπεράσουμε τὰ ἀγκάθια, νὰ ξεπεράσουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δηλητηριάζουν τὴν ψυχή μας, ὅλες ἐκεῖνες τὶς καταστάσεις ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν πικρία, νὰ ἔχουμε μέσα μας μιὰ στενοχώρια.

Νὰ γλυκάνουμε τὴν ψυχή μας μὲ τὴν φιλία, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν συμφιλίωση, μὲ τὴν τακτοποίηση. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ ν’ ἀρχίσει καὶ πρέπει ν’ ἀρχίσει πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι, πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς δικούς μας. Νὰ κάνουν οἱ γονεῖς μιὰ συγκατάβαση στὰ παιδιὰ καὶ νὰ συμφιλιωθοῦν. Νὰ κάνουν ἐπίσης τὰ παιδιὰ μιὰ συγκατάβαση καὶ νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τοὺς γονεῖς. Ὁ σύζυγος μὲ τὴ σύζυγο… Βέβαια, μένουν στὸ ἴδιο σπίτι, μιλᾶνε, τρῶνε μαζὶ κλπ., ἀλλὰ ὅλο καὶ κάτι ὑπάρχει μέσα τους. Μιὰ εὐκαιρία καλὴ• Χριστούγεννα εἶναι. Νὰ κυλήσει πραγματικὰ ἡ ἀγάπη. Νὰ δοθεῖ πραγματικὰ ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο. Νὰ βασιλεύσει ἡ ἀγάπη, νὰ μονοιάσει ὅλους ἡ ἀγάπη, νὰ τοὺς φιλιώσει ὅλους, νὰ τοὺς κάνει νὰ νιώσουν ὅτι εἶναι ὅλοι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ «ἐγὼ εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο»; Ποιός μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ πεῖ, ὅτι «εἶμαι λιγότερο ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο»; Ποιός, ποιός; Ἅγιος νὰ εἶναι κάποιος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, σὲ σύγκριση μὲ τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ «ἐγὼ εἶμαι ἅγιος κι ἐσὺ εἶσαι ἁμαρτωλός». Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος βγάζει τὴν κρίση γιὰ τὸν καθένα. Ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι πλάσματά του, ὅλοι ἐν ἁμαρτίαις, ὅλοι μὲ τὰ λάθη μας, ὅλοι μὲ τοὺς ἐγωισμούς μας καὶ ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸν μὲ ταπείνωση, μὲ ἁπλότητα καὶ ζητοῦμε τὴν συγχώρηση. Καὶ πάντοτε μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος καὶ μᾶς λέει, ὅτι πρέπει μεταξύ μας νὰ συμφιλιωθοῦμε, ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Ἑπομένως, ὅλο καὶ θὰ βροῦμε -θέλω νὰ τονίσω τὰ πρακτικά- ἕναν τρόπο, ἕναν γλυκὸ λόγο, ἕνα δωράκι, ὅπως εἴπαμε -τὸ ὁποῖο αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἄξια- μιὰ καρτούλα ποὺ θὰ γράψεις δυὸ λέξεις, γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦμε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σπίτι. Πρέπει νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ θέλημά σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸν ἐγωισμό σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ πικάρισμά σου, νὰ βάλεις κατὰ μέρος τὸ ὅτι εἶσαι θιγμένος. Ἐπίσης, μιὰ ἐκδούλευση νὰ κάνεις στὸν ἄλλο, μιὰ χάρη νὰ κάνεις στὸν ἄλλο. «Ἀσ’ το, μπαμπᾶ -νὰ πεῖ τὸ παιδί- θὰ τὸ κάνω ἐγὼ αὐτὸ· μὴ στενοχωριέσαι, τὸ ἀναλαμβάνω ἐγὼ»· καὶ νὰ ξενοιάσει ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ μετὰ νὰ μὴ δεῖ διαφορετικὰ τὸ παιδὶ αὐτό; Ὅπως ἐπίσης ἀπὸ τὴν πλευρά τους ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά, νὰ ποῦν: «Καλά, παιδί μου. Χριστούγεννα ἔρχονται. Προσπάθησε κι ἐσὺ κι ἐμεῖς νὰ μὴ στενοχωρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ περάσουμε γλυκύτερες αὐτὲς τὶς ἡμέρες, κάπως καλύτερα αὐτὲς τὶς ἡμέρες». 

Δὲν μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀσυμβίβαστα 

Ἐφόσον ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα γιά μᾶς, ἄλλοι ὅμως δὲν τὰ δέχονται ἔτσι, περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι κάπως ἀλλιώτικη θά ‘ναι ἡ ζωὴ ἡ δική μας. Νὰ τὸ προσέξουμε αὐτό, σᾶς παρακαλῶ. Δὲν θὰ σηκωθοῦμε νὰ φύγουμε. Θὰ ζήσουμε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους. Μέσα στὶς πόλεις ποὺ ζοῦν οἱ ἄλλοι, κι ἐμεῖς. Τὰ ἴδια καυσαέρια, κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς. Τὰ ἴδια πᾶνε, ἔλα κλπ. Ὅλα αὐτὰ θά ‘ναι τα ἴδια, ἀλλὰ τελικὰ ὅμως δὲν μποροῦμε, ἂς ποῦμε, νὰ συμβιβάσουμε καὶ νὰ συνδυάσουμε τὰ ἀσυμβίβαστα καὶ τὰ ἀσυνδύαστα.

Δὲν μπορεῖς δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τάχα νὰ σκέπτεσαι γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονός, γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ, γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νὰ σκέπτεσαι, σὲ ποιό μέρος θὰ πᾶς νὰ κάνεις τὸ ρεβεγιόν σου ἢ νὰ κάνεις ἄλλες κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Δὲν γίνεται. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Εἶναι ἕνα λάθος αὐτό. Ἐντάξει· ὅσοι θέλουν νὰ πᾶνε νὰ κάνουν ἐκεῖνο, νὰ κάνουν ἐκεῖνο. Ὅμως, ἅμα ἐσὺ θέλεις νὰ εἶσαι χριστιανός, νὰ ξέρεις ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν καὶ τὰ δύο. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ καρπούζια θὰ κρατήσει κανεὶς στὴ μασχάλη• καὶ τὰ δυὸ δὲν γίνεται. Κι ὅσοι τυχὸν τὸ ἐπιχειροῦν αὐτό, τελικὰ χάνουν καὶ τὰ δύο. Ἑπομένως, καὶ θὰ νηστεύσουμε.

Θ’ ἀκούσετε νὰ λένε «τί νηστεῖες καὶ τί ἐγκράτεια…». Ἂς τὰ λένε. Ἐκεῖνοι αὐτὸ νομίζουν ὅτι εἶναι τὸ σωστό. Ἀλλὰ ὅποιος ὅμως πιστεύει στὸν Χριστό, πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ θέλει νὰ γνωρίζει πῶς ἔχουν τὰ πράγματα, νὰ ξέρει ὅτι θὰ νηστεύσει. Καὶ θὰ νηστεύσουμε καὶ θὰ ἀποφύγουμε τὰ κοσμικὰ καὶ θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ κύριο. Δηλαδὴ πῶς μπορεῖς νὰ δικαιολογηθεῖς ὡς χριστιανὸς νὰ εἶναι Κυριακὴ πρωὶ καὶ προπαντὸς νὰ εἶναι γιορτὲς καὶ ἐσὺ νὰ ἀπουσιάζεις; 

Τὸ θέμα εἶναι νὰ βρεθοῦμε μέσα στὸ μυστήριο 

Στὴν Θεία Λειτουργία, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἔχουμε ὄντως τὸν Χριστό, ἔχουμε ὄντως ὅλη τὴν ζωή του, ἔχουμε τὴν Γέννησή του, τὴν διδασκαλία του, τὸ κήρυγμά του, ἔχουμε τὸν θάνατό του, τὴν Ἀνάστασή του. Μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, μέσα στὸ μυστήριο αὐτό. Αὐτὸ θὰ πεῖ Θεία Λειτουργία, καὶ σὺ κάθεσαι καὶ κοιμᾶσαι; Καὶ γιατί κοιμᾶσαι; Διότι ξενύχτησες στὸ ρεβεγιόν, διότι ξενύχτησες στὴν τράπουλα. Δὲν γίνεται. Ὅπως εἴπαμε, ὅποιος θέλει νὰ κάνει ἐκεῖνα, νὰ τὰ κάνει. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα. Θὰ σηκωθεῖς λοιπὸν καὶ θὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία. Γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους.  Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ὅλη τὴν ὥρα, νὰ πᾶς ὅση ὥρα μπορεῖς. Τοὐλάχιστον στὴν Θεία Λειτουργία.

Καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ θὰ ἤθελα νὰ πῶ, ὅτι σὲ μιὰ κοσμικὴ γιορτή, σὲ μιὰ ἐκδήλωση κοσμική, φροντίζει κανεὶς νὰ πάει ἀπὸ τοὺς πρώτους, καὶ γιὰ νὰ πιάσει θέση ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ χάσει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Νὰ τὰ δεῖ ὅλα, νὰ τ’ ἀκούσει ὅλα κλπ. Γιατί νὰ μὴν πᾶς, νὰ μὴν φροντίσεις νὰ πᾶς ἐσὺ ποὺ μπορεῖς, ὅποιος μπορεῖ -ὅποιος δὲν μπορεῖ…- ἀπὸ τὴν ἀρχή; Μὴν πεῖς: «Τί ὥρα ἀρχίζουν τὰ Χριστούγεννα;» Στὶς 5 ἡ ὥρα. «Τί ὥρα τελειώνουν;» Στὶς 8-8:30. «Ἐγὼ θὰ πάω κατὰ τὶς 7:30».

Γιατί νὰ μὴν πᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀκούσεις τὰ πρῶτα τροπάρια, «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν…»; Πῶς θὰ τὰ ἀκούσεις αὐτά; Θὰ πᾶς ὕστερα νὰ βάλεις τὸ ραδιόφωνο νὰ τὰ ἀκούσεις ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο ἢ νὰ τὰ ἀκούσεις ἀπὸ τὴν κασέττα; Καλὲς εἶναι οἱ κασέττες, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν κλπ., ἀλλὰ ὅμως δὲν μποροῦν οἱ κασέττες καὶ τὸ ραδιόφωνο νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ μυστήριο. Δὲν εἶναι μόνο νὰ ἀκούσουμε τὰ τροπάρια. Τὸ θέμα εἶναι νὰ βρεθοῦμε μέσα στὸ μυστήριο. Ἡ ὅλη λατρεία εἶναι μυστήριο καὶ εἰδικότερα ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πηγὴ γιὰ ὅλη τὴν λατρεία.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας θὰ πεῖ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…» καὶ θ’ ἀρχίσει πρῶτα ἡ λιτὴ καὶ στὴν συνέχεια ὁ ὄρθρος, μπήκαμε μέσα στὸ μυστήριο τῆς λατρείας. Καὶ ὅταν ψάλλεται «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί…», δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι τὸ ἀκοῦμε, ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀκούσουμε, γιατί εἴμαστε λογικὰ ὄντα, ἀλλὰ εἴμαστε μέσα στὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς λατρείας. Καὶ ἂν εἶναι ἀνάλογη ἡ στάση τῆς ψυχῆς μας, πράγματι σὰν νὰ εἴμαστε στὸν δρόμο πρὸς τὴν Βηθλεὲμ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ πᾶμε ὄντως νὰ δοῦμε ἐκεῖ στὴν φάτνη τὸ νήπιο καὶ νὰ σπαρταρήσει ἡ ψυχή μας, ἂς ποῦμε, ἀπὸ τὴν οὐράνια ἐπίσκεψη, ἀπὸ τὴν χαρά, ἀπὸ τὸν ἐξαγνισμό, ἀπὸ τὴν κάθαρση, ἀπὸ τὸν φωτισμό, ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν μέσα μας. Θὰ πᾶς καὶ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν τρίτη -ὅποιος μπορεῖ – καὶ τὴν Πρωτοχρονιά. 

Θὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς 

Καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ: ὅποιος θέλει νὰ εἶναι χριστιανός, χριστιανὸς ἀληθινός, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστό, πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ θέλει νὰ ἔχει μέσα του τὸν Χριστό, ὅποιος θὰ κοινωνήσει, θὰ πάρει μέσα του τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅποιος ἀναθέτει τὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστὸ καὶ τὸ πᾶν γι’ αὐτὸν εἶναι ὁ Χριστὸς, ὅποιος θέλει ἔτσι νὰ ζεῖ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νομίζει, ὅτι πρέπει νὰ παίξει χαρτιὰ τὸ βράδυ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ δὲν ξέρει τί λέει καὶ δὲν ξέρει τί πιστεύει. Αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἂς ποῦμε, τὸ χαρτοπαίγνιο εἶναι κακό, ἀλλὰ ἐφόσον τὸ κάνουν καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, εἶναι δυὸ φορὲς κακό, τρεῖς φορὲς κακό, δέκα φορὲς κακό. Ἂς τὰ ἔχουμε ὑπόψιν μας, γιατί διαπιστώνω ὅτι ὑπάρχουν χριστιανοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀφήσουν κι ἐκεῖνα κεῖ τὰ πράγματα. Δὲν γίνεται. Τὰ κοσμικὰ εἶναι κοσμικά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν ν’ ἀκολουθήσουν ἐκεῖνον τὸν δρόμο, ἂς τὸν ἀκολουθήσουν. Δὲν θὰ τὰ βάλουμε μαζί τους.

Τὸ Εὐαγγέλιο λίγο-πολὺ εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἀκόμη καὶ στὴν Κίνα ἔχει φθάσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἰαπωνία καὶ στὶς Ἰνδίες καὶ σ’ ὅλη τὴν Ἀσία ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες ἠπείρους. Παντοῦ ἔχει φθάσει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅποιος θέλει τὸ πιστεύει, ὅποιος θέλει τὸ ἀκολουθεῖ. Ὁποῖος δὲν θέλει… Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς ἐδῶ. Κανέναν δὲν πρέπει νὰ ἀναγκάσουμε, κανέναν δὲν πρέπει νὰ πιέσουμε. Τὸν μόνο ποὺ πρέπει νὰ πιέσουμε, ἐὰν θέλουμε, εἶναι ὁ ἑαυτός μας· ἀλλὰ ἐὰν θέλουμε. Ὅμως πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ γίνουμε τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ ποθοῦμε, θὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».

Μερικοὶ νομίζουν ὅτι ἁπλῶς ποὺ πίστευσαν, πόθησαν, θέλησαν, ἁπλῶς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνει αὐτό. Ὄχι• θὰ καθίσεις κάτω. Δυσκολεύεσαι νὰ νηστεύσεις, ὅμως θὰ νηστεύσεις. Δυσκολεύεσαι νὰ πᾶς νωρίτερα στὴν Ἐκκλησία, ὅμως θὰ πᾶς. Δυσκολεύεσαι νὰ προετοιμασθεῖς κλπ., ὅμως θὰ τὸ κάνεις αὐτό. Δυσκολεύεσαι νὰ φροντίσεις νὰ μάθεις τί εἶπε ὁ Κύριος, τί θέλει ὁ Κύριος ἀπὸ σένα, δυσκολεύεσαι νὰ προσπαθήσεις νὰ ἐφαρμόσεις ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος. Ὅμως νὰ τὸ πάρεις ἔτσι: «Δύσκολο, ξεδύσκολο, ἀφοῦ τὸ θέλει ὁ Θεός μου, ἀφοῦ ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ, ὅλα θὰ τὰ κάνω γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτή». Κάπως ἔτσι.

Νὰ μὴ σᾶς κουράζω, ἀδελφοί μου, περισσότερο. Κοντὰ στὰ ὅσα ἔχουμε πεῖ ἄλλες φορές, στὰ ὅσα ξέρετε μόνοι σας ἢ κι ἀπὸ ἀλλοῦ, στὰ ὅσα διαβάζετε καὶ θὰ διαβάσετε αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂς ἔχουμε κι αὐτὰ ὑπόψιν μας, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς βοηθήσει ὅλους ὁ Θεὸς πραγματικὰ νὰ γιορτάσουμε κάπως καλύτερα Χριστούγεννα φέτος μὲ τὴν Χάρι του καὶ τὴν βοήθειά του. 

19-12-1982 

alopsis.gr

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Π. ΗΛΙΑΣ ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΣ: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΧΡΙΣΤΟ Ή ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ;


 Χριστούγεννα με Χριστό ή χωρίς Χριστό;
π. Ηλίας Γ. Διακουμάκος, Πρεσβύτερος 

Χριστούγεννα χωρίς τον Χριστό 

Πρόλογος

Η εορτή των Χριστουγέννων αποτελεί ένα από τα πιο φωτεινά και ταυτόχρονα πιο παρεξηγημένα γεγονότα της χριστιανικής ζωής. Είναι φωτεινή, γιατί αναγγέλλει την είσοδο του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία· και παρεξηγημένη, γιατί συχνά περιορίζεται σε εξωτερικές εκδηλώσεις, αποκομμένες από το βαθύτερο νόημά της. Ανάμεσα στο μυστήριο της ενανθρώπησης και στη σύγχρονη εμπειρία της γιορτής, ανοίγεται ένα χάσμα που ζητά ερμηνεία και θεραπεία.

Ο άνθρωπος της εποχής μας εξακολουθεί να γιορτάζει τα Χριστούγεννα, ακόμη και όταν έχει απομακρυνθεί από τον Χριστό. Διατηρεί τα σύμβολα, τα έθιμα και τη συναισθηματική φόρτιση, αλλά συχνά αγνοεί ή παραμερίζει το Πρόσωπο που δίνει ζωή σε όλα αυτά. Έτσι, η γιορτή κινδυνεύει να μετατραπεί σε πολιτισμικό γεγονός, σε κοινωνική συνήθεια ή σε προσωπική ανάγκη φυγής από την καθημερινότητα.

Ο παρών λόγος δεν επιχειρεί να ηθικολογήσει ούτε να επιβάλει συμπεράσματα. Σκοπός του είναι να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στην ανθρώπινη εμπειρία και να αναδείξει τη διαφορά ανάμεσα στα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό και στα Χριστούγεννα με Χριστό. Να φωτίσει την απουσία, όχι για να την καταδικάσει, αλλά για να φανερώσει τη βαθύτερη επιθυμία που κρύβεται μέσα της.

Η ενανθρώπηση του Λόγου δεν είναι ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά μια διαρκής πρόσκληση. Ο Θεός δεν γεννήθηκε απλώς τότε· γεννιέται όπου υπάρχει καρδιά έτοιμη να Τον δεχθεί. Και αυτή η πρόσκληση παραμένει ζωντανή, ακόμη και μέσα σε μια εποχή θορύβου, ταχύτητας και αποσπασματικότητας.

Ο λόγος αυτός καλεί τον αναγνώστη να διαβάσει όσα ακολουθούν όχι ως θεωρητικό κείμενο, αλλά ως καθρέφτη προσωπικής εμπειρίας. Να αναγνωρίσει στιγμές απουσίας, κόπωσης και μοναξιάς, αλλά και να διακρίνει πίσω από αυτές τη δυνατότητα της συνάντησης. Γιατί τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς μια γιορτή που περνά, αλλά ένα μυστήριο που ζητά να βιωθεί.

Μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στην απουσία και την παρουσία, στην επιφάνεια και το βάθος, στο σχήμα και το μυστήριο, ανοίγεται ο δρόμος προς τη χαρά που δεν εξαντλείται. Τη χαρά της συνάντησης με τον Θεό που γίνεται άνθρωπος, για να μπορέσει ο άνθρωπος να βρει το αληθινό νόημα της ζωής του.

Αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξεί να κλείσει απαντήσεις, αλλά να ανοίξει καρδιές. Να οδηγήσει από τη διαπίστωση στην προσδοκία και από την προσδοκία στη συνάντηση. Εκεί όπου τα Χριστούγεννα παύουν να είναι απλώς ημερομηνία και γίνονται τρόπος ζωής. 

Η γιορτή χωρίς το Πρόσωπο 

Όταν τα Χριστούγεννα αποσπώνται από το Πρόσωπο του Χριστού, μετατρέπονται σε μια γιορτή κενού περιεχομένου. Παραμένουν τα φώτα, τα έθιμα και οι ευχές, αλλά απουσιάζει το νόημα που τα συγκρατεί και τα ζωοποιεί. Η εορτή συνεχίζει να υπάρχει εξωτερικά, όμως εσωτερικά έχει απογυμνωθεί από την αλήθειά της.

Ο Χριστός δεν είναι απλώς το ιστορικό αίτιο της γιορτής, αλλά το ζωντανό της κέντρο. Είναι Εκείνος που προσδίδει ενότητα, σκοπό και προσανατολισμό σε κάθε εορταστική έκφραση. Όταν Εκείνος λείπει, η γιορτή παύει να είναι συνάντηση και γίνεται συνήθεια. Δεν καλεί πλέον τον άνθρωπο σε σχέση, αλλά τον αφήνει να καταναλώνει στιγμές χωρίς διάρκεια και συγκινήσεις χωρίς μεταμόρφωση.

Η απουσία του Προσώπου μεταβάλλει σταδιακά τον χαρακτήρα των Χριστουγέννων. Από μυστήριο σωτηρίας, η γιορτή γίνεται κοινωνικό γεγονός και πολιτισμική συνήθεια. Ο άνθρωπος συμμετέχει εξωτερικά, χωρίς να καλείται σε εσωτερική αλλαγή. Η εορτή δεν του ζητά να στραφεί προς τον Θεό, αλλά να στραφεί προς τον εαυτό του.

Έτσι, τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό περιορίζονται σε μια ανθρώπινη κατασκευή. Γίνονται ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα, όχι όμως άνοιγμα προς το αιώνιο. Ο χρόνος της γιορτής περνά, αλλά δεν μεταμορφώνει. Ο άνθρωπος επιστρέφει στην καθημερινότητά του χωρίς να έχει αγγιχθεί στο βάθος της ύπαρξής του.

Στην προσπάθειά του να καλύψει αυτό το κενό, ο άνθρωπος καταφεύγει στην υπερβολή. Πληθώρα εικόνων, ήχων και δραστηριοτήτων επιχειρούν να υποκαταστήσουν την απουσία του νοήματος. Όμως όσο περισσότερο αυξάνεται ο εξωτερικός θόρυβος, τόσο πιο έντονη γίνεται η εσωτερική σιωπή.

Η απουσία του Χριστού δεν γίνεται πάντα αισθητή άμεσα. Συχνά καλύπτεται από έντονη δραστηριότητα και εξωτερική ευθυμία. Όταν όμως η γιορτή τελειώσει και τα φώτα σβήσουν, αποκαλύπτεται η αλήθεια: χωρίς τον Χριστό, τα Χριστούγεννα δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο βαθύτερο αίτημα της καρδιάς, που είναι η σωτηρία, η ελπίδα και η υπέρβαση της μοναξιάς.

Χωρίς το Πρόσωπο του Χριστού, η γιορτή παραμένει ακίνητη στην επιφάνεια της ζωής. Με Εκείνον απόντα, τα Χριστούγεννα παύουν να είναι αποκάλυψη και γίνονται απλώς ανάμνηση μιας γιορτής που κάποτε είχε νόημα. 

Το φως χωρίς πηγή 

Ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά των Χριστουγέννων είναι το φως. Οι πόλεις φωτίζονται, τα σπίτια στολίζονται, οι δρόμοι λάμπουν. Όμως, όταν ο Χριστός απουσιάζει, το φως αυτό χάνει την πηγή του. Παραμένει εντυπωσιακό, αλλά γίνεται επιφανειακό· φωτίζει τον χώρο, όχι όμως την καρδιά του ανθρώπου.

Το φως των Χριστουγέννων δεν είναι απλώς αισθητικό στοιχείο, αλλά θεολογικό σύμβολο. Είναι το φως που «εν σκοτία φαίνει», το φως της ενανθρώπησης, που έρχεται να διαλύσει το σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου. Όταν αυτό το φως αποκοπεί από τον Χριστό, μετατρέπεται σε ψευδαίσθηση. Λάμπει για λίγο, αλλά δεν θερμαίνει. Φωτίζει εξωτερικά, αλλά δεν οδηγεί.

Ο άνθρωπος, αναζητώντας το φως χωρίς την πηγή του, προσπαθεί να δημιουργήσει μόνος του νοήματα και ελπίδες. Επενδύει σε εικόνες, σε στολισμούς, σε στιγμιαίες χαρές. Όμως όσο περισσότερο πληθαίνουν τα φώτα, τόσο αποκαλύπτεται η εσωτερική σκοτεινιά. Το τεχνητό φως δεν μπορεί να υποκαταστήσει το άκτιστο φως του Θεού.

Το φως χωρίς πηγή κουράζει τον άνθρωπο. Αντί να τον αναπαύει, τον διασκορπίζει. Δημιουργεί μια αίσθηση συνεχούς εγρήγορσης, χωρίς όμως κατεύθυνση. Ο άνθρωπος παραμένει ξάγρυπνος πνευματικά, αλλά όχι φωτισμένος. Βλέπει πολλά, αλλά δεν διακρίνει το ουσιώδες.

Έτσι, τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό μοιάζουν με νύχτα υπερβολικά φωτισμένη, αλλά χωρίς αυγή. Το φως δεν οδηγεί σε συνάντηση, ούτε σε μεταμόρφωση. Ο άνθρωπος μένει θεατής ενός λαμπερού σκηνικού, χωρίς να γίνεται κοινωνός της αλήθειας που αυτό υποτίθεται ότι συμβολίζει.

Στην απουσία του αληθινού φωτός, ο άνθρωπος συνηθίζει στο ημίφως. Μαθαίνει να ζει με υποκατάστατα, να συμβιβάζεται με τη σκιά αντί για το φως. Η καρδιά του δεν σκοτίζεται απότομα, αλλά σταδιακά, μέσα από τη συνήθεια ενός φωτισμού που δεν αποκαλύπτει, αλλά αποκρύπτει.

Το αληθινό φως των Χριστουγέννων δεν είναι κάτι που ανάβει ο άνθρωπος, αλλά κάτι που δέχεται. Είναι Πρόσωπο και όχι αντικείμενο. Είναι ο Χριστός, το Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Όταν αυτό το Πρόσωπο απουσιάζει, το φως χάνει τον προσανατολισμό του και ο άνθρωπος μένει να περιπλανιέται ανάμεσα σε λάμψεις που δεν οδηγούν στη ζωή.

Χωρίς την πηγή του φωτός, τα Χριστούγεννα παύουν να είναι αποκάλυψη και μετατρέπονται σε σκηνικό. Και ο άνθρωπος, αντί να βαδίζει προς το φως, μαθαίνει απλώς να κινείται μέσα σε αυτό, χωρίς να φτάνει ποτέ στην αλήθεια του. 

Η χαρά χωρίς βάθος 

Η χαρά αποτελεί βασικό στοιχείο των Χριστουγέννων. Ευχές, χαμόγελα, συγκεντρώσεις και εορταστική διάθεση δημιουργούν την εικόνα μιας περιόδου χαρούμενης και φωτεινής. Όμως, όταν ο Χριστός απουσιάζει, η χαρά αυτή χάνει το βάθος της. Παραμένει επιφανειακή, πρόσκαιρη και εύθραυστη, εξαρτημένη από τις συνθήκες και όχι από την εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου.

Η χαρά των Χριστουγέννων δεν είναι απλώς ψυχολογική ευφορία. Είναι καρπός της σωτηρίας, αποτέλεσμα της συνάντησης του ανθρώπου με τον Θεό που γίνεται άνθρωπος. Όταν αυτή η συνάντηση λείπει, η χαρά αποσυνδέεται από την αιτία της και μετατρέπεται σε συναίσθημα στιγμής. Αναδύεται εύκολα, αλλά εξαντλείται γρήγορα, αφήνοντας πίσω της ένα αίσθημα κενού.

Ο άνθρωπος τότε προσπαθεί να διατηρήσει τη χαρά με εξωτερικά μέσα. Αναζητά ερεθίσματα, δραστηριότητες και συγκινήσεις για να αποφύγει τη σιωπή και την εσωτερική του γύμνια. Όμως η χαρά που στηρίζεται μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες δεν αντέχει στον χρόνο ούτε στις δυσκολίες της ζωής. Μόλις εμφανιστεί ο πόνος, η απώλεια ή η απογοήτευση, καταρρέει.

Η χαρά χωρίς Χριστό δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον πόνο. Δεν τον μεταμορφώνει, αλλά τον αποφεύγει. Γι᾽ αυτό και συχνά συνυπάρχει με μια κρυφή μελαγχολία. Ο άνθρωπος γελά, αλλά δεν αναπαύεται. Συμμετέχει στη γιορτή, αλλά δεν παρηγορείται. Η καρδιά του παραμένει ανικανοποίητη, γιατί διαισθάνεται ότι η χαρά που βιώνει δεν είναι ολοκληρωμένη.

Πρόκειται για χαρά χωρίς ελπίδα. Δεν ανοίγεται προς το μέλλον ούτε υπερβαίνει τον φόβο του θανάτου. Είναι χαρά περιορισμένη στο παρόν, δεμένη με τις περιστάσεις και ευάλωτη στις αλλαγές. Δεν έχει τη δύναμη να στηρίξει τον άνθρωπο στις δύσκολες στιγμές ούτε να του δώσει νόημα πέρα από το τώρα.

Τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό προσφέρουν μια χαρά που δεν θεραπεύει. Δεν αγγίζει το τραύμα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά το καλύπτει προσωρινά. Όταν περάσουν οι ημέρες της γιορτής, ο άνθρωπος επιστρέφει στην καθημερινότητά του κουρασμένος, με την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό χάθηκε ή δεν βρέθηκε ποτέ.

Η αληθινή χαρά των Χριστουγέννων γεννιέται από τη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Είναι χαρά που συνυπάρχει με τον πόνο και τον μεταμορφώνει, που δεν καταργεί τις δυσκολίες αλλά τις φωτίζει με ελπίδα. Χωρίς αυτήν τη βεβαιότητα, η χαρά παραμένει σκιά της ίδιας της χαράς και ο άνθρωπος ζει με υποκατάστατα, χωρίς να γεύεται την πληρότητα που προσφέρει η παρουσία του Χριστού. 

Η παράδοση χωρίς μυστήριο 

Η παράδοση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των Χριστουγέννων. Έθιμα, συνήθειες, τραγούδια και τελετουργίες επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, δημιουργώντας μια αίσθηση συνέχειας και οικειότητας. Όμως, όταν ο Χριστός απουσιάζει, η παράδοση χάνει τον μυσταγωγικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε απλή επανάληψη μορφών χωρίς περιεχόμενο.

Η παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι απλώς διατήρηση του παρελθόντος, αλλά ζωντανή μετάδοση ζωής. Δεν υπάρχει για να αναπαράγει συναισθήματα νοσταλγίας, αλλά για να εισάγει τον άνθρωπο στο μυστήριο της σωτηρίας. Όταν όμως αποκοπεί από τον Χριστό, παύει να μυεί και περιορίζεται στο να διακοσμεί την καθημερινότητα.

Έτσι, τα χριστουγεννιάτικα έθιμα βιώνονται εξωτερικά, χωρίς εσωτερική συμμετοχή. Ο άνθρωπος ακολουθεί την παράδοση, αλλά δεν την κατανοεί. Τηρεί συνήθειες, αλλά δεν εισέρχεται στο νόημά τους. Η παράδοση γίνεται πολιτισμικό στοιχείο και όχι εκκλησιαστική εμπειρία.

Η απουσία του μυστηρίου οδηγεί σε σταδιακή φθορά της παράδοσης. Ό,τι δεν βιώνεται, τελικά εγκαταλείπεται ή αλλοιώνεται. Η παράδοση χωρίς Χριστό είτε εκκοσμικεύεται είτε εμπορευματοποιείται, χάνοντας τη δύναμή της να μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Παραμένει ως σχήμα, αλλά όχι ως ζωή.

Και όμως, η παράδοση των Χριστουγέννων είναι κατ᾽ εξοχήν μυστηριακή. Καλεί τον άνθρωπο να σταθεί με σιωπή μπροστά στη φάτνη, να προσκυνήσει το άπειρο που χωρά στο ελάχιστο, να αποδεχθεί ότι η σωτηρία δεν εξηγείται, αλλά βιώνεται. Όταν αυτό το κάλεσμα αγνοείται, η παράδοση γίνεται κενό κέλυφος.

Τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό διατηρούν την παράδοση, αλλά χάνουν το μυστήριο. Και χωρίς μυστήριο, ο άνθρωπος δεν ανυψώνεται· απλώς επαναλαμβάνει. Δεν μεταμορφώνεται· απλώς συνηθίζει. Έτσι, η παράδοση παύει να είναι δρόμος προς τον Θεό και γίνεται μια ακόμα ανθρώπινη συνήθεια, ανίκανη να απαντήσει στο βάθος της καρδιάς.

Η συνήθεια, όταν αποσπαστεί από το μυστήριο, γίνεται βάρος. Ο άνθρωπος συνεχίζει να πράττει ό,τι έμαθε, αλλά χωρίς εσωτερική προσδοκία. Οι πράξεις χάνουν τη ζωντάνια τους και η καρδιά παύει να προσμένει.

Τότε, η φάτνη παύει να είναι τόπος προσκύνησης και γίνεται διακοσμητικό αντικείμενο. Οι ύμνοι ακούγονται, αλλά δεν αγγίζουν. Οι τελετές τελούνται, αλλά δεν μεταμορφώνουν.

Η παράδοση χωρίς Χριστό παύει να δείχνει τον δρόμο προς τη σωτηρία. Μόνον όταν επανενωθεί με το μυστήριο και τεθεί ο Χριστός στο κέντρο της, γίνεται και πάλι ζωντανή και σωστική. 

Ο άνθρωπος μόνος μέσα στη γιορτή 

Παρά την εξωτερική λάμψη και την κοινωνική κινητικότητα των Χριστουγέννων, ο άνθρωπος συχνά βιώνει μια βαθιά εσωτερική μοναξιά. Όταν ο Χριστός απουσιάζει από τη γιορτή, η παρουσία των πολλών δεν αρκεί για να γεμίσει το κενό της καρδιάς. Ο άνθρωπος μπορεί να περιβάλλεται από κόσμο και θόρυβο, αλλά να παραμένει μόνος στο βάθος της ύπαρξής του.

Η μοναξιά αυτή δεν είναι απλώς κοινωνική· είναι υπαρξιακή. Γεννιέται από την απουσία νοήματος και σχέσης. Τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό δεν προσφέρουν αληθινή συνάντηση, αλλά διαδοχή επαφών που δεν αγγίζουν.

Μέσα στη γιορτή, η μοναξιά γίνεται πιο έντονη. Η σύγκριση με τη γενικευμένη χαρά κάνει την προσωπική έλλειψη πιο επώδυνη. Η γιορτή αντί να παρηγορεί, απομονώνει.

Χωρίς τον Χριστό, η γιορτή δεν αγκαλιάζει τον άνθρωπο στην αδυναμία του. Προσφέρει εικόνες ευτυχίας, αλλά όχι παρουσία.

Η μοναξιά αποκαλύπτει την αλήθεια της γιορτής χωρίς Χριστό. Η γιορτή τελειώνει και η καρδιά μένει άδεια.

Τα Χριστούγεννα γεννήθηκαν για να μη μένει ο άνθρωπος μόνος. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να συναντήσει τον άνθρωπο.

Χωρίς τον Χριστό, ο άνθρωπος μένει μόνος μέσα στη γιορτή. Με τον Χριστό, η καρδιά βρίσκει ανάπαυση. 

Από την απουσία στην αναζήτηση του Προσώπου 

Επίλογος 

Η πορεία μέσα στην ενότητα «Χριστούγεννα χωρίς Χριστό» δεν έχει σκοπό την καταγγελία, αλλά την αφύπνιση. Δεν στοχεύει να κατηγορήσει τον άνθρωπο, αλλά να φωτίσει την εμπειρία του. Όσα περιγράφηκαν δεν αποτελούν θεωρητικά σχήματα, αλλά πραγματικό βίωμα της σύγχρονης ύπαρξης, που συχνά γιορτάζει χωρίς να συναντά.

Τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό αποκαλύπτουν το κενό που δημιουργείται όταν το γεγονός αποσπάται από το Πρόσωπο. Η γιορτή χάνει το νόημά της, το φως την πηγή του, η χαρά το βάθος της, η παράδοση το μυστήριό της και ο άνθρωπος τη σχέση που τον συγκροτεί. Όλα παραμένουν στη θέση τους εξωτερικά, αλλά εσωτερικά αποσυντίθενται.

Και όμως, αυτή η απουσία δεν είναι αδιέξοδο. Είναι κραυγή. Είναι η σιωπηλή ομολογία ότι ο άνθρωπος δεν αρκείται στα υποκατάστατα. Ότι η καρδιά του δεν ησυχάζει με σχήματα, εικόνες και στιγμιαίες συγκινήσεις. Ότι βαθιά μέσα του αναζητά Πρόσωπο, παρουσία και νόημα.

Η μοναξιά μέσα στη γιορτή, η κόπωση της χαράς, η φθορά της παράδοσης και το τεχνητό φως δεν είναι αποτυχία· είναι μαρτυρία. Μαρτυρία ότι ο άνθρωπος πλάστηκε για σχέση με τον Θεό. Και όταν αυτή η σχέση απουσιάζει, τίποτε δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.

Γι᾽ αυτό και τα Χριστούγεννα παραμένουν πάντοτε επίκαιρα. Όχι ως έθιμο, αλλά ως πρόσκληση. Πρόσκληση επιστροφής στο Πρόσωπο του Χριστού, που δεν γεννήθηκε για να στολίσει τη ζωή, αλλά για να τη σώσει. Δεν ήρθε για να προσθέσει μια γιορτή στο ημερολόγιο, αλλά για να γίνει ο άξονας της ύπαρξης.

Ο επίλογος αυτός δεν κλείνει, αλλά ανοίγει. Δεν σφραγίζει τη σκέψη, αλλά την οδηγεί στο επόμενο βήμα. Από τα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, στα Χριστούγεννα με Χριστό. Από την απουσία, στη συνάντηση. Από τη μοναξιά, στην κοινωνία. Από τη σκιά, στο φως το αληθινό.

Και εκεί, μόνον εκεί, η γιορτή παύει να είναι ανάμνηση και γίνεται ζωή.  

* * * 

Χριστούγεννα με τον Χριστό 

Πρόλογος 

Τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς μια γιορτή του χρόνου· είναι μια συνάντηση της αιωνιότητας με την ανθρώπινη καρδιά. Είναι η στιγμή όπου ο Θεός κατεβαίνει στο επίπεδο της ανθρώπινης αδυναμίας και ο άνθρωπος καλείται να υψωθεί προς το μυστήριο της θείας αγάπης. Μέσα στη σιωπή της νύχτας, εκεί όπου ο κόσμος κουράζεται από τα πολλά και ξεχνά τα ουσιώδη, γεννιέται ξανά το νόημα και το Φως. Όχι σε παλάτια, αλλά σε φάτνη. Όχι με θόρυβο, αλλά με ταπεινότητα. Όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να σώσει.

Η Γέννηση του Χριστού δεν έρχεται να προσθέσει μια ακόμη εορτή στο ημερολόγιο της ζωής μας· έρχεται να ανατρέψει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον Θεό, τον εαυτό μας και τον κόσμο. Ο Παντοδύναμος γίνεται Βρέφος· ο Άναρχος εισέρχεται στον χρόνο· ο Αόρατος γίνεται ορατός. Και με αυτή τη σιωπηλή αλλά συγκλονιστική πράξη, ο Θεός φανερώνει ότι η δύναμή Του δεν βρίσκεται στην επιβολή, αλλά στην αγάπη, και η δόξα Του στην ταπείνωση.

Τα κείμενα που ακολουθούν δεν επιχειρούν να περιγράψουν απλώς το γεγονός της Γέννησης, αλλά να οδηγήσουν τον αναγνώστη σε μια προσωπική πορεία προς το Θείο Βρέφος. Δεν φιλοδοξούν να διδάξουν, αλλά να αφυπνίσουν· όχι να εξηγήσουν το μυστήριο, αλλά να καλλιεργήσουν τη δίψα για συνάντηση. Να θυμίσουν πως τα αληθινά Χριστούγεννα δεν βρίσκονται στα στολισμένα τραπέζια, αλλά στις καρδιές που χωρούν την αγάπη· όχι στα φώτα των δρόμων, αλλά στο φως της συγχώρησης· όχι στα δώρα που κρατάμε, αλλά στο Δώρο που μας προσφέρεται.

Γιατί όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, όσο κι αν ο κόσμος προχωρά, η ανθρώπινη καρδιά παραμένει η ίδια: διψασμένη για νόημα, για ελπίδα, για σωτηρία. Και μέσα σε αυτή τη δίψα, ο Χριστός έρχεται όχι ως ιδέα ή ηθικό πρότυπο, αλλά ως ζωντανή παρουσία. Έρχεται για να κατοικήσει μέσα στην καθημερινότητά μας, στις πληγές μας, στις αγωνίες και στις σιωπές μας.

Ο Χριστός γεννιέται κάθε φορά που η ελπίδα νικά τον φόβο, που η πίστη αντιστέκεται στην απόγνωση, που η αγάπη επιλέγει τη θυσία αντί της αυτάρκειας. Γεννιέται κάθε φορά που ο άνθρωπος τολμά να συγχωρήσει, να ταπεινωθεί, να αγαπήσει χωρίς όρους. Και αυτή η Γέννηση δεν ανήκει στο παρελθόν· δεν περιορίζεται στη Βηθλεέμ ούτε φυλακίζεται στη μνήμη. Συμβαίνει τώρα, εδώ, μέσα στον καθένα μας, κάθε φορά που ανοίγουμε χώρο στην καρδιά μας για τον Θεό.

Η φάτνη γίνεται, έτσι, σύμβολο της ψυχής: φτωχή, συχνά σκοτεινή, αλλά ικανή να δεχθεί το άκτιστο Φως. Δεν απαιτείται τελειότητα για να γεννηθεί ο Χριστός μέσα μας· απαιτείται μόνο διάθεση υποδοχής. Ο Θεός δεν ζητά παλάτια· ζητά καρδιές. Δεν ζητά εντυπωσιακές πράξεις· ζητά ειλικρινή μετάνοια και απλή αγάπη.

Ας γίνουν, λοιπόν, αυτές οι σελίδες ένα ταπεινό μονοπάτι προς τη φάτνη. Όχι ένα μονοπάτι γνώσης, αλλά σχέσης. Όχι ένα κείμενο για ανάγνωση μόνον, αλλά για εσωτερικό διάλογο και προσευχή. Ένα κάλεσμα να σταθούμε όπως οι ποιμένες: απλοί, άγρυπνοι, έτοιμοι να ακούσουμε το μήνυμα του ουρανού. Και να γιορτάσουμε Χριστούγεννα όχι απλώς για τον Χριστό, ως μια θρησκευτική ανάμνηση, αλλά με τον Χριστό, ως τρόπο ζωής.

Γιατί τότε μόνον τα Χριστούγεννα παύουν να είναι μια όμορφη συνήθεια και γίνονται αρχή μεταμόρφωσης. Γίνονται πορεία από το σκοτάδι στο φως, από την απομόνωση στη σχέση, από τον φόβο στην ελπίδα. Και τότε η Γέννηση του Χριστού δεν φωτίζει απλώς μια νύχτα του χρόνου, αλλά ολόκληρη την ύπαρξή μας. 

Η γιορτή ως συνάντηση 

Όταν ο Χριστός βρίσκεται στο κέντρο των Χριστουγέννων, η γιορτή παύει να είναι απλώς ένα γεγονός και γίνεται συνάντηση. Δεν περιορίζεται σε ημερομηνίες, έθιμα ή συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μετατρέπεται σε προσωπικό βίωμα. Ο άνθρωπος δεν στέκεται πλέον απέναντι στη γιορτή ως θεατής, αλλά εισέρχεται σ᾽ αυτήν ως πρόσωπο που συναντά Πρόσωπο.

Η ενανθρώπηση του Χριστού δεν είναι αφηρημένη ιδέα, αλλά συγκεκριμένη πράξη αγάπης. Ο Θεός κατέρχεται για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί όπου βρίσκεται, με την αδυναμία, τον φόβο και την προσδοκία του. Όταν αυτή η συνάντηση γίνει αποδεκτή, τα Χριστούγεννα αποκτούν βάθος και αλήθεια. Δεν είναι πια κάτι που συμβαίνει έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα του.

Η γιορτή με Χριστό γίνεται χώρος διαλόγου. Ο άνθρωπος δεν αρκείται να θυμάται ότι «κάποτε γεννήθηκε ο Χριστός», αλλά βιώνει ότι ο Χριστός γεννιέται και σήμερα μέσα στην καρδιά που Τον υποδέχεται. Η φάτνη παύει να είναι σύμβολο και γίνεται πρόσκληση: να αδειάσει ο άνθρωπος από τον εγωισμό του, για να χωρέσει ο Θεός.

Σ᾽ αυτήν τη συνάντηση, ο άνθρωπος παύει να είναι μόνος. Η παρουσία του Χριστού φωτίζει τη μοναξιά, αγκαλιάζει τον πόνο και μεταμορφώνει την αδυναμία σε ελπίδα. Η γιορτή δεν αγνοεί τα τραύματα της ζωής, αλλά τα φέρνει μπροστά στο Φως, για να θεραπευθούν.

Τα Χριστούγεννα με Χριστό δεν υπόσχονται μια ζωή χωρίς δυσκολίες, αλλά μια ζωή με νόημα. Η συνάντηση με τον Θεό που γίνεται άνθρωπος δίνει στον άνθρωπο τη βεβαιότητα ότι δεν πορεύεται μόνος. Και αυτή η βεβαιότητα γίνεται η βαθύτερη χαρά της γιορτής.

Έτσι, η γιορτή παύει να είναι στιγμιαία και γίνεται διαρκής. Δεν εξαντλείται σε λίγες ημέρες, αλλά συνεχίζεται ως τρόπος ζωής. Όπου υπάρχει συνάντηση με τον Χριστό, εκεί τα Χριστούγεννα παραμένουν ζωντανά.

Η συνάντηση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο. Ο άνθρωπος δεν ανεβαίνει για να βρει τον Θεό, αλλά ο Θεός κατεβαίνει για να συναντήσει τον άνθρωπο.

Όταν τα Χριστούγεννα βιώνονται ως συνάντηση, αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο. Η ζωή φωτίζεται από την παρουσία του Χριστού.

Τότε, ακόμη και τα πιο απλά γίνονται ιερά. Η γιορτή απλώνεται σε όλη την ύπαρξη. Έτσι, τα Χριστούγεννα με Χριστό γίνονται συνεχής εμπειρία συνάντησης και ζωής. 

Το φως που έχει πηγή 

Στα Χριστούγεννα με Χριστό, το φως παύει να είναι απλώς διακόσμηση και γίνεται αποκάλυψη. Δεν πρόκειται για ένα φως που εντυπωσιάζει τα μάτια, αλλά για φως που φωτίζει την ύπαρξη. Η πηγή του δεν βρίσκεται σε ανθρώπινες κατασκευές, αλλά στο ίδιο το Πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος έρχεται ως Φως αληθινό για να φωτίσει κάθε άνθρωπο.

Το φως αυτό δεν καταργεί το σκοτάδι με βία, αλλά το διαπερνά με παρουσία. Δεν εκδιώκει τον πόνο, αλλά τον μεταμορφώνει. Όπου γεννιέται ο Χριστός, το σκοτάδι δεν εξαφανίζεται μαγικά, αλλά χάνει την εξουσία του. Ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να συναντά δυσκολίες και αβεβαιότητες, όμως δεν χάνεται μέσα σ᾽ αυτές, γιατί το φως του Χριστού τού δείχνει τον δρόμο.

Σε αντίθεση με το τεχνητό φως που κουράζει και αποπροσανατολίζει, το φως του Χριστού αναπαύει. Δεν διασκορπίζει τον άνθρωπο σε πολλαπλές κατευθύνσεις, αλλά τον συγκεντρώνει. Ο άνθρωπος αρχίζει να βλέπει καθαρά τον εαυτό του, τον άλλον και τον κόσμο, όχι μέσα από τον φόβο ή την ιδιοτέλεια, αλλά μέσα από την αλήθεια της αγάπης.

Το φως αυτό έχει κατεύθυνση. Δεν λάμπει άσκοπα, αλλά οδηγεί στη φάτνη, δηλαδή στην ταπείνωση. Εκεί όπου ο Θεός αποκαλύπτεται όχι με ισχύ, αλλά με αγάπη. Εκεί ο άνθρωπος μαθαίνει ότι το φως δεν συνδέεται με την υπεροχή, αλλά με την προσφορά και τη θυσία.

Αυτό το φως αγγίζει τις πληγές και τις θεραπεύει. Δεν εκθέτει τον άνθρωπο για να τον καταδικάσει, αλλά φωτίζει για να τον σώσει. Όταν ο άνθρωπος τολμά να σταθεί με ειλικρίνεια μπροστά στο φως του Χριστού, ακόμη και οι πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής του μετατρέπονται σε τόπο συνάντησης και ελπίδας.

Το φως που έχει πηγή δεν σβήνει με το τέλος των εορτών. Δεν εξαρτάται από εποχές, συναισθήματα ή εξωτερικές συνθήκες. Παραμένει ως εσωτερικός προσανατολισμός, ως σταθερό σημείο αναφοράς μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος που το δέχεται μαθαίνει να βαδίζει ακόμη και μέσα στην αβεβαιότητα, γιατί γνωρίζει ότι δεν πορεύεται στο σκοτάδι.

Το αληθινό φως δεν είναι κάτι που ανάβουμε, αλλά κάτι που δεχόμαστε. Δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο θείας παρουσίας. Και όταν αυτό το φως κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο, τότε και ο ίδιος καλείται να γίνει φως για τους άλλους, όχι με λόγια, αλλά με τη ζωή του.

Έτσι, τα Χριστούγεννα με Χριστό αποκαλύπτουν ότι το φως δεν είναι στιγμιαία λάμψη, αλλά μόνιμη παρουσία. Όπου υπάρχει ο Χριστός, εκεί το φως έχει διάρκεια, αλήθεια και ελπίδα. Και μέσα σε αυτό το φως, ο άνθρωπος βρίσκει προσανατολισμό, ειρήνη και τη βεβαιότητα ότι η ζωή του έχει νόημα. 

Η χαρά που θεραπεύει 

Τα Χριστούγεννα με Χριστό φανερώνουν μια χαρά διαφορετική από κάθε άλλη. Δεν είναι απλώς συναίσθημα ευχάριστο ούτε πρόσκαιρη ευφορία, αλλά χαρά που γεννιέται από τη βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού. Είναι χαρά που δεν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά ριζώνει βαθιά στην καρδιά του ανθρώπου και παραμένει ακόμη και μέσα στις δυσκολίες.

Η χαρά αυτή δεν αρνείται τον πόνο, ούτε προσποιείται ότι η ζωή είναι χωρίς τραύματα. Αντίθετα, τον αγκαλιάζει και τον μεταμορφώνει. Εκεί όπου ο άνθρωπος συναντά τον Χριστό, ο πόνος δεν εξαφανίζεται, αλλά παύει να είναι αδιέξοδο.

Η χαρά που θεραπεύει δεν είναι θόρυβος, αλλά ειρήνη. Δεν εκδηλώνεται πάντα με εξωτερικές εκρήξεις, αλλά συχνά με εσωτερική γαλήνη. Ο άνθρωπος αναπαύεται, γιατί γνωρίζει ότι δεν είναι μόνος.

Η χαρά αυτή ανοίγεται προς τον άλλον και γίνεται αγάπη. Η καρδιά που θεραπεύεται μαθαίνει να προσφέρει.

Η χαρά θεραπεύει και τη μνήμη, φωτίζοντας πληγές και μετατρέποντάς τες σε ελπίδα. Δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα, αλλά συμφιλίωση με αυτήν.

Η χαρά αυτή έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα και γεννιέται μέσα στη σχέση. Δεν αποφεύγει τη θυσία, αλλά περνά μέσα από αυτήν.

Έτσι, η χαρά γίνεται τρόπος ζωής και οδηγεί στη ζωή. 

Η παράδοση ως μυσταγωγία 

Στα Χριστούγεννα με Χριστό, η παράδοση παύει να είναι απλή επανάληψη εθίμων και γίνεται μυσταγωγία. Δεν λειτουργεί ως ανάμνηση ενός παρελθόντος που πέρασε, αλλά ως ζωντανός δρόμος εισόδου στο μυστήριο της σωτηρίας. Ο άνθρωπος δεν ακολουθεί απλώς ό,τι παρέλαβε, αλλά εισέρχεται ενεργά σε αυτό που η Εκκλησία ζει και μεταδίδει.

Η παράδοση, όταν φωτίζεται από την παρουσία του Χριστού, αποκτά βάθος και ζωή. Οι ύμνοι, οι τελετές, οι συμβολικές πράξεις και η λειτουργική πράξη δεν υπάρχουν για να συγκινήσουν αισθητικά, αλλά για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη συνάντηση με τον Θεό. Μέσα από αυτά, ο πιστός μυείται σταδιακά στο μυστήριο της ενανθρώπησης και μαθαίνει να το βιώνει, όχι απλώς να το γνωρίζει.

Η μυσταγωγία προϋποθέτει συμμετοχή. Ο άνθρωπος καλείται να περάσει από τη θέαση στη βίωση, από την ακρόαση στη σχέση. Όταν τα Χριστούγεννα βιώνονται με Χριστό, η παράδοση δεν κουράζει ούτε βαραίνει· αντίθετα, ανανεώνει και ζωοποιεί. Γίνεται γλώσσα με την οποία ο Θεός συνομιλεί με τον άνθρωπο μέσα στον χρόνο.

Μέσα στη μυσταγωγική παράδοση, ακόμη και το απλό αποκτά ιερό χαρακτήρα. Η φάτνη, το κερί, ο ύμνος, η σιωπή και η προσευχή δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία, αλλά σημεία παρουσίας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να διαβάζει τον κόσμο με άλλα μάτια και να αναγνωρίζει το ιερό μέσα στην καθημερινότητα.

Η μετάνοια, η εξομολόγηση, η θεία Ευχαριστία και η Λειτουργία αποτελούν τρόπους και μέσα άμεσης συνάντησης και ουσιαστικής επικοινωνίας με τον Ίδιο τον Χριστό.

Η παράδοση ως μυσταγωγία θεραπεύει και τη διάσπαση της σύγχρονης ζωής. Σε έναν κόσμο αποσπασματικό και βιαστικό, προσφέρει ρυθμό, σταθερότητα και βάθος. Δεν φυλακίζει τον άνθρωπο στο παρελθόν, αλλά τον ριζώνει σε μια ζωντανή συνέχεια, όπου το χθες, το σήμερα και το αύριο συναντώνται στο πρόσωπο του Χριστού.

Έτσι, τα Χριστούγεννα με Χριστό αποκαλύπτουν ότι η παράδοση δεν είναι βάρος, αλλά δώρο. Δεν είναι περιορισμός, αλλά οδός ελευθερίας. Και όταν βιώνεται μυσταγωγικά, γίνεται τρόπος ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο από την επιφάνεια στο βάθος και από το σύμβολο στην αλήθεια. 

Η κοινότητα της αγάπης 

Τα Χριστούγεννα με Χριστό δεν ολοκληρώνονται στην ατομική εμπειρία, αλλά ανοίγονται στη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας. Η ενανθρώπηση του Θεού δεν αφορά μόνον τη σωτηρία του καθενός ξεχωριστά, αλλά τη συγκρότηση ενός νέου τρόπου ύπαρξης, όπου ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει σε σχέση, σε κοινωνία και σε αγάπη. Εκεί όπου γεννιέται ο Χριστός, γεννιέται και η Εκκλησία ως σώμα ζωντανό.

Η κοινότητα της αγάπης δεν είναι απλό ανθρώπινο σχήμα, αλλά καρπός της παρουσίας του Χριστού. Ο άνθρωπος παύει να βλέπει τον άλλον ως απειλή ή ως μέσο και αρχίζει να τον αναγνωρίζει ως αδελφό. Η αγάπη δεν επιβάλλεται ως εντολή, αλλά αναβλύζει φυσικά από την εμπειρία της θείας αγάπης που προηγήθηκε.

Στα Χριστούγεννα με Χριστό, η εκκλησιαστική κοινότητα δεν θεμελιώνεται στην ομοιομορφία, αλλά στην ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα. Ο καθένας προσέρχεται με τα χαρίσματα, τις αδυναμίες και την ιστορία του, και όλοι μαζί συγκροτούν ένα σώμα, όπου κανείς δεν περισσεύει και κανείς δεν είναι ασήμαντος.

Η κοινότητα της αγάπης εκφράζεται έμπρακτα. Στη φροντίδα για τον αδύναμο, στη στήριξη του πονεμένου, στη συγχώρεση και στη διακονία. Τα Χριστούγεννα με Χριστό δεν μένουν σε λόγια, αλλά μεταφράζονται σε στάση ζωής.

Μέσα σ᾽ αυτήν την κοινότητα, η μοναξιά θεραπεύεται και η απομόνωση υποχωρεί. Ο άνθρωπος δεν πορεύεται πια μόνος, αλλά μαζί.

Έτσι, τα Χριστούγεννα με Χριστό κορυφώνονται στην κοινότητα της αγάπης.

Η κοινότητα αυτή είναι χώρος χάριτος, υπομονής και ελπίδας.

Μέσα σ᾽ αυτήν την εκκλησιαστική κοινότητα, ο κόσμος φωτίζεται από την αγάπη που γεννήθηκε στη φάτνη.  

Η ενανθρώπηση ως τρόπος ζωής και μαρτυρία στον κόσμο 

Επίλογος 

Η ενανθρώπηση του Χριστού δεν αποτελεί απλώς το κεντρικό γεγονός των Χριστουγέννων, αλλά τον θεμέλιο λίθο ολόκληρης της χριστιανικής ζωής. Ο Θεός δεν γίνεται άνθρωπος μόνο για να επισκεφθεί την ιστορία, αλλά για να την μεταμορφώσει από μέσα. Με την ενανθρώπηση, ο ουρανός δεν πλησιάζει απλώς τη γη, αλλά κατοικεί μέσα της, ανοίγοντας στον άνθρωπο τον δρόμο της κοινωνίας με τον Θεό.

Όταν η ενανθρώπηση βιώνεται αληθινά, παύει να είναι μόνον αντικείμενο πίστης και γίνεται τρόπος ζωής, Ο άνθρωπος καλείται να ζήσει ενανθρωπημένα, δηλαδή με ταπείνωση, αγάπη, προσφορά και αλήθεια. Να μάθει να κατεβαίνει προς τον άλλον, όπως ο Θεός κατέβηκε προς τον άνθρωπο.

Η ενανθρώπηση φανερώνει ότι ο Θεός δεν σώζει τον άνθρωπο από μακριά, αλλά από κοντά. Μπαίνει στον πόνο, στην αδυναμία και στην καθημερινότητα. Γι᾽ αυτό και ο χριστιανός δεν καλείται να διαφύγει από τον κόσμο, αλλά να τον φωτίσει.

Η ζωή που πηγάζει από την ενανθρώπηση είναι ζωή ευθύνης, Η πίστη μεταφράζεται σε πράξη, η λατρεία σε διακονία και η προσευχή σε αγάπη.

Έτσι, η ενανθρώπηση γίνεται μαρτυρία στον κόσμο. Ο χριστιανός καλείται να γίνει φάτνη μέσα στον κόσμο, τόπος ταπείνωσης και φιλοξενίας της χάριτος.

Η ενανθρώπηση δεν τελειώνει στη Βηθλεέμ. Συνεχίζεται σε κάθε καρδιά που ανοίγεται και σε κάθε ζωή που μεταμορφώνεται. 

alopsis.gr