ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ;

Ποια η σημασία των Παρακλήσεων του Δεκαπενταύγουστου;

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια περίοδος του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθιά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.

Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας.

Αλλά ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στους Παρακλητικούς Κανόνες του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού που ζητά παράκληση και παρηγοριά από την Παναγία.

Οι Παρακλητικοί Κανόνες, ο Μικρός και ο Μέγας λέγονται αλλιώς η Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση, επειδή διά των ύμνων αυτών οι πιστοί παρακαλούν την Παναγία να ακούσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.

Ψάλλονται, εναλλάξ, δηλαδή την μία μέρα ψάλλεται η Μεγάλη και την άλλη η Μικρή.
Μόνο κατά τους εσπερινούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλονται οι Παρακλήσεις και τούτο επειδή το περιεχόμενό τους είναι πένθιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών ύμνων της δεσποτικής εορτής, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα μας.

Εκτός, όμως, από την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου η Μικρή, ιδίως, Παράκληση ψάλλεται συχνά, «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους ιερούς Ναούς, είτε και κατ’ οίκον, από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι’ αυτής την Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία Της.

Η διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Τα τροπάρια, δηλαδή, της Μικρής Παρακλήσεως είναι μικρότερα και συντομώτερα από εκείνα της Μεγάλης.

Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου αγνώστου υμνογράφου, ο οποίος κατ’ άλλους μεν ονομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μοναχός, κατ’ άλλους δε Θεοφάνης. Όπως φαίνεται, όμως, πρόκειται περί του ιδίου προσώπου, το οποίο έγινε Μοναχός και από Θεοφάνης μετονομάσθηκε σε Θεοστήρικτο.

Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β , του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζομένου Λασκάρεως, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνος και είναι πολύ μεταγενέστερος του Θεοστηρίκτου, του Μοναχού.

Οι δύο Παρακλήσεις, πλην του Κανόνος, περιλαμβάνουν στην Ακολουθία τους και Ψαλμούς, δεήσεις υπέρ των ζώντων πιστών, υπέρ των οποίων τελούνται, και Ευαγγελική περικοπή.

Το περιεχόμενό τους είναι ικετευτικό, συγκινεί τους πιστούς, διδάσκει και προτρέπει αυτούς να προστρέχουν με θάρρος και εμπιστοσύνη πάντοτε προς την Κυρία Θεοτόκο, την Μεγάλη Μητέρα τους, για να βρίσκουν παρηγοριά και να λαμβάνουν βοήθεια στις ανάγκες του.

Προς την Κυρία Θεοτόκον ας ψάλλουμε και εμείς με πίστη και εκ βάθους καρδίας τις ιερές Παρακλήσεις και μαζί με τους ιερούς υμνωδούς, ας επαναλαμβάνουμε: «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχομεν, και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύνων και πειρασμών ημάς λύτρωσαι, αμετρήτω σου ελέει», με την ακράδαντη βεβαιότητα ότι «δεν θα παρίδει την πενιχράν δέησίν μας, τον κλαυθμόν και τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά θα πληρώσει τας αιτήσεις μας», για να δοξάζουμε Αυτήν μετά πόθου πάντοτε. 

ekklisiaonline.gr