ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ- ΤΟ ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟ ΠΛΟΙΟ

Το ακυβέρνητο πλοίο
Το θαύμα Παναγίας Γλυκοφιλούσας το ακυβέρνητο πλοίο
που συνέβη το 1800 μ.Χ.

Κατά τας αρχάς του έτους 1800 ο Ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου επέστρεφε από την Αίνο της Θράκης συνοδευόμενος από σαράντα ευλαβείς προσκυνητές. Όλοι βιάζονταν να φθάσουν εγκαίρως στο Μοναστήρι, γιατί την χρονιά εκείνη συνέπιπταν και θα εώρταζαν μαζί το Πάσχα και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Όταν συνεορτάζεται το Πάσχα με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τότε το Πάσχα αποκαλείται «Κύριον» Πάσχα. Έτσι το Μοναστήρι θα είχε διπλό πανηγύρι. Αυτός δε κυρίως ήταν ο λόγος, δια τον οποίον τόσον ο Ηγούμενος, όσον και οι προσκυνητές εβιάζοντο να φθάσουν εγκαίρως στο Άγιον Όρος.

Πράγματι, μπήκαν σε ένα πλοίο στο λιμάνι της Αίνου και ταξίδευαν για το Άγιον Όρος. Η νύκτα βρήκε το πλοίο μεταξύ των στενών των νήσων Λήμνου και Ίμβρου. Τότε σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία και έπνεε σφοδρός άνεμος. Όλοι είχαν απελπισθεί και φαντάζονταν, ότι είχε φθάσει το τέλος τους.

Ο Ηγούμενος, περισσότερον από όλους τους άλλους, εθλίβετο γιατί δεν θα μπορούσε να παρευρεθή και να λάβη μέρος εις την διπλή τελετουργία του Πάσχα και του Ευαγγελισμού. Διατηρούσε όμως το θάρρος του και προσπαθούσε να παρηγορήση και να εμψυχώση τους απελπισμένους συνταξυδιώτες του.

– Μη φοβείσθε, τους έλεγε. Έχετε εμπιστοσύνην εις την Παναγία μας. Πάντοτε Αυτή μας φυλάγει από τους κινδύνους. Δεν είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψη.

Εν τω μεταξύ, το καράβι ανεβοκατέβαινε στα κύματα και παρεσύρετο από τον άνεμο στους βράχους της απότομης παραλίας.

Κανείς πλέον δεν ήλπιζε σε βοήθεια ή σωτηρία. Δεν έφθανε η απελπισία τους αυτή, αλλά ξεφεύγει από τη θέση του και το τιμόνι του πλοίου, χωρίς να το αντιληφθή ο τιμονιέρης. Ας φαντασθή λοιπόν κανείς το ύφος της απελπισίας τόσον του πληρώματος, όσον και των επιβατών του πλοίου.

Όλοι πλέον ήσαν βέβαιοι, ότι θα καταποντισθή το πλοίο. Ω! του θαύματος όμως. Ξαφνικά, το πλοίο και χωρίς οδηγό άλλαξε δρομολόγιο και τράβηξε προς βορράν. Το ώδηγούσε η Παναγία, χωρίς να φαίνεται, μπροστά στα τρομαγμένα μάτια των ανθρώπων. Σε λίγο το καράβι τράβηξε για την ακτή και στάθηκε ήρεμα και ασφαλισμένα στην αμμώδη παραλία. Κανείς δεν εγνώριζε που είχαν προσορμισθή. Όταν έφεξε η ημέρα είδαν, ότι ευρίσκονταν σε ασφαλή τόπο, απέναντι από την νήσο Θάσο. Τότε παρατήρησαν με θαυμασμό, ότι το τιμόνι του πλοίου ήταν δεμένο στην θέση του, με την βοήθεια της Παναγίας. Όλοι έπεσαν στα γόνατα και ευχαρίστησαν την Θεοτόκο για το μέγα θαύμα Της και την σωτηρία τους.

Ξεκίνησαν και πάλιν και έφθασαν επί τέλους στο λιμάνι της Μονής Φιλοθέου, για να γιορτάσουν όχι πλέον την διπλήν εορτήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και του Πάσχα, αλλά την τριπλήν εορτήν, γιατί με το θαύμα της Παναγίας είχαν σωθεί από ένα τόσον μεγάλο και τρομερό κίνδυνο.

proseuxi.gr

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΜΠΟΔΙΟ!

Άγιος Αντώνιος: Γι’ αυτόν που θέλει να σωθεί, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο εκτός από την αμέλεια και την τεμπελιά της ψυχής. Πολλοί είναι οι δρόμοι της σωτηρίας των ανθρώπων, εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού.

ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΧΙΟΥ: ΔΙΑ ΝΑ ΛΑΒΗ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΦΕΡΗ ΠΟΛΥ!

Άγιος Άνθιμος της Χίου: Διά να λάβη κανείς την χάριν τον Αγίου Πνεύματος, πρέπει να υποφέρη πολύ, να κοπιάση, να αγωνισθή. Μη νομίσωμεν ότι με τα αναπαυτικά, με τα χαρμόσυνα, με τα καλά φαγητά και με τα καλά φορέματα θα λάβωμεν την χάριν του Θεού.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΜΙΛΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

 Πρώτη μου φορά μίλησα στην Παναγία!

Ἔδειχνε κουρασμένη ἡ κυρία Στέλλα. Τρεῖς μῆνες στὸ ἴδιο κρεβάτι τοῦ δίκλινου θαλάμου τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου. Ἂν εἶχε στόμα νὰ μιλήσει τὸ κρεβάτι της, δὲν θά ’φταναν ὧρες νὰ διηγεῖται τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητά της… 

–Ἄχ, Θέ μου, πότε θὰ πάρω κι ἐγὼ τὸ ἐξιτήριο νὰ πάω στὸ σπιτάκι μου, στοὺς δικούς μου! Ὅσες ἄρρωστες ἦρθαν στὸ διπλανὸ κρεβάτι δὲν ἔμειναν πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, κι ἐγὼ κλείνω σήμερα ἐδῶ μέσα τρεῖς μῆνες! Σχώρα με, Θέ μου, δὲ γογγύζω, μὰ κουράστηκα. Γι’ αὐτὸ τὰ λέω σὲ σένα ποὺ σὲ νιώθω πατέρα μου στοργικό.


Πρὶν ἀποσώσει καλά – καλὰ τὶς σκέψεις της, φέρνουν μ’ ἕνα φορεῖο στὸ θάλαμο μιὰ φρεσκοχειρουργημένη νεαρὴ κοπέλα, ποὺ τὴν συνόδευε ἕνας νεαρός. Καὶ οἱ δυό τους εἶναι κατατρυπημένοι μὲ σκουλαρίκια καὶ γεμάτοι μὲ ἀνατριχια­στικὰ τατουάζ. Ἀπὸ ὅ,τι δείχνουν φαίνεται ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἐπικοινωνήσει κανεὶς μαζί τους.

Τὸ πρῶτο εἰκοσιτετράωρο ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴ νέα. Οἱ συνοδοὶ τῆς κυρίας Στέλλας πολὺ διακριτικὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν βοηθήσουν σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Τὸ δεύτερο βράδυ ὁ ἄπειρος καὶ κατάκοπος νεαρὸς συνοδός της βγῆκε ἀπὸ τὸν θάλαμο νὰ ξεκουραστεῖ, μὰ ἄργησε πολὺ νὰ ἐπιστρέψει. Τότε ἡ­ ­κοπέλα, ἡ Ναταλία, ξέσπασε. ­Ἐκνευρίστηκε κι ἄρ­χισε νὰ μονολογεῖ μὲ ἀναφιλητά:

–Εἶ­μαι μόνη! Εἶμαι δυστυχισμένη! Δὲν μὲ νοιάζεται κανείς! Τί τὴν θέλω τέτοια ζωή; Φο­βᾶμαι! Δὲν θέλω νὰ ζήσω! Καλύτερα νὰ πεθάνω! Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω!

Κάποια στιγμὴ κουράστηκε καὶ ἡσύχασε ἀναστενάζοντας ποῦ καὶ ποῦ βαριά. Ἡ ἀποκλειστικὴ νοσηλεύτρια τῆς Στέλλας πλησίασε προσεκτικὰ τὴν κοπέλα καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Ἡ κυρία Στέλλα, ποὺ τὴν ἄκουγε δακρυσμένη καὶ προσ­ευ­χόταν, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ τῆς εἶ­­­­­πε ἁπαλά:

–Ναταλία μου, εἶμαι μάνα καὶ πονάω μαζί σου. Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ ὑ­­­­ποφέρεις, παιδί μου. Κάνε λίγη ὑπομονή, σὲ παρακαλῶ. Θὰ περάσουν τὰ δύσ­κολα! Θέλεις νὰ μ’ ἀκούσεις; Μπορεῖς;

Ἡ Ναταλία αἰφνιδιασμένη κάρφωσε τὰ ὀργισμένα μάτια της στὴν ἄλλη ἄρρωστη καὶ περίμενε…

–Ἐσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμι­κὸς ἄνθρωπος. Καὶ ξέρεις… οἱ ­δυνατοὶ μὲ τὶς δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Ἔ­­­­­­­­­­χεις μέσα σου πολλὲς ­ἀνεξερεύνητες δυνάμεις. Ἀνακάλυψέ τες καὶ βγάλε ὠ­­­­φέλεια ἀπὸ τὴ μεγάλη δυσκολία σου στὴν ὁποία βρίσκεσαι τώρα. Μὴν ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτη αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὴν ἀφήνεσαι, παιδί μου. Ἐσὺ θὰ βοηθήσεις τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς!…

Ὅση ὥρα μιλοῦσε ἡ Στέλλα, ὁ θυμὸς ὑποχωροῦσε ἀπὸ τὴ Ναταλία καὶ ἠρεμοῦσε τὸ πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἀποκλειστικὴ νὰ τῆς ἀνασηκώσει τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὴ Στέλλα. Καὶ ἡ Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο, συνέχισε:
–Ἂν δὲν σὲ κούρασα, παιδί μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Δὲν εἶσαι μόνη! Οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ νιώθουμε μόνοι, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν ἐπιλέγουμε νὰ εἴμαστε μόνοι. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε Πατέρα τὸν πανάγαθο καὶ παν­τοδύναμο Θεό. Ἔχουμε Μητέρα γλυκύτατη τὴν Παναγία μας. Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.

Τόσες καὶ τόσες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης γίνονται γνωστὲς καθημερινὰ καὶ γεμίζουν φῶς καὶ ἐλπίδα τὸν κόσμο. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, Ναταλία μου, πῆγα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισα. Δὲν θὰ ζοῦσα τώρα. Ἡ ἀγάπη ὅμως τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία παρακάλεσαν γιὰ μένα πολλοὶ γνωστοί μου, μὲ ἔσωσε. Οἱ ἄρρωστοι βλέπουν συνέχεια ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ τὴν Παναγία μας νὰ θαυματουργεῖ. Νὰ μιλᾶς καὶ σὺ μὲ τὴν Παναγία, νὰ τῆς λὲς ὅλα τὰ προβλήματά σου. Θὰ σ’ ἀκούει μὲ στοργή.

Ἡ Ναταλία τὴν ἄκουγε σιωπηλὴ μὲ ὀρ­θάνοιχτα μάτια. Ἕνας νέος ψυχικὸς κόσμος, ἄγνωστος ὣς τότε, γεννήθηκε μέ­σα της.

Τὸ πρωὶ μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι ὁ συν­οδὸς τῆς Ναταλίας, χαρούμενος διότι ἔ­­­φευγαν καὶ προπάντων διότι τὴν ἔβλεπε ἤρεμη, στάθηκε μαζί της κι αὐτὸς δίπλα στὸ κρεβάτι τῆς κυρίας Στέλλας κι ἄκουγε τὴ Ναταλία:

–Ἀπόψε, κυρία Στέλλα, ἔζησα μαγικά! Ἀσχολήθηκες μαζί μου. Μοῦ εἶπες ὅτι ἔχω ἀξία καὶ δύναμη. Μοῦ ἔδειξες ἀγάπη. Μοῦ γνώρισες τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύχτα μιλοῦσα μαζί της. Πρώτη μου φορὰ μίλησα στὴν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δὲν ἔχουμε γονεῖς. Μεγαλώσαμε σὲ Ὀρφανοτροφεῖο. Δράμα ἡ ζωή. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μὲ φῶς. Τὴ νύχτα ἡ Ἀποκλειστικὴ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὸν καλὸ ἱερέα ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μὲ παρακίνησε νὰ ἐξομολογηθῶ. Θὰ γίνει κι αὐτό, σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Τὸ τηλέφωνό μου τὸ ἔχει ἡ Ἀποκλειστική. Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ ὅ,τι κάνατε γιὰ μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.

–Εὐχαριστοῦμε πολύ, συμπλήρωσε σο­­βαρὰ κι ὁ νεαρὸς κι ἔφυγαν κι οἱ δυό τους ἤρεμοι.

Συγκινημένη ἡ κυρία Στέλλα μονολογεῖ στὴν ἡσυχία τοῦ θαλάμου της: «Ἂν ἔ­­­­φευγα νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δὲν θὰ ἔνιωθα τὴν ἀγαλλίαση ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὴν καρδιά μου. ­Δοξασμένο τὸ ἅγιο ὄνομά Σου. Φώτισε καὶ ­ὁδήγησε στὸ δρόμο Σου κι αὐτὰ τὰ παιδιά Σου. Θὰ κάνω κι ἐγὼ γι’ αὐτὰ ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ Σὲ γνωρίσουν καλύτερα. Ἀνοίγει ὡ­­­ραῖος ἀγώνας ἐμπρός μου. Μὲ ­εὐχαριστεῖ πολὺ αὐτὸς ὁ ἱερὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ψυχικὴ ­βοήθεια τῶν ­συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καὶ ­Παντοδύνα­με! Θέλω νὰ γνωρίσουν κι ἄλλοι τὴν ἀγάπη Σου!».

ΕΝΑΣ ΑΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΕΥΣ

 Ένας αφανής άγιος Ιερεύς

Γράμματα πολλά δεν έμαθε, με δυσκολίες τελείωσε το σχολαρχείο της εποχής εκείνης, βαδίζοντας καθημερινώς δύο και πλέον ώρες για την πλησιέστερη κωμόπολη, ο Ευθύμιος. Από μικρός αγαπούσε την Εκκλησία βοηθώντας σαν παπαδάκι τον ευλαβή παππού του στην ψαλτική. Έτσι έμαθε την τάξη της Εκκλησίας και συγχρόνως να ψάλλει. Κι όταν έφυγε για την άλλη ζωή ο παππούς, έμεινε μοναδικός ψάλτης της Εκκλησίας ο Ευθύμιος. Έτσι τον συνάντησε σε μία περιοδεία του ο Επίσκοπος της περιοχής. Ώριμος πλέον ο Ευθύμιος, καλός οικογενειάρχης με τρία παιδιά έως τότε, και επειδή ο ιερεύς του χωριού λόγω γήρατος και ασθένειας απεχώρησε, οι χωρικοί ζητούν ιερέα από τον Επίσκοπο.

Και ποιον προτείνετε για παπά εσείς; Ρωτά ο Δεσπότης και όλοι σχεδόν με ένα στόμα λέγουν: «τον ψάλτη μας». Έτσι με τις πιέσεις των χωρικών και την εμμονή του Επισκόπου και παρά τις διαμαρτυρίες του Ευθυμίου, ότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ακατάλληλο για ένα τόσο μεγάλο Υπούργημα, χειροτονήθηκε ιερεύς του χωριού προς χαράν όλου του χωριού. Τώρα, πλέον εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωί και βράδυ, με φόβο Θεού κτυπούσε την καμπάνα κάνοντας τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, αγαπητός προς όλους, αφιλοχρήματος αρκείτο στον μικρό μισθό του και στα λίγα έσοδα που απεκόμιζε, όταν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Ως και για μεροκάματο πήγαινε, για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του, έξι παιδιά τώρα.

O Επίσκοπος, εκτιμώντας την σύνεσή του και την καλή του φήμη, τον έκανε και πνευματικό. Ένα πλήθος κόσμου από το χωριό και τα γύρω χωριά πήγαιναν για εξομολόγηση στον πατέρα Ευθύμιο. Και το κήρυγμα δεν παρέλειπε κάθε Κυριακή διαβάζοντας από κάποιο ορθόδοξο περιοδικό μια σύντομη όμιλία. Αλλά και τα παιδιά, για να τα συγκεντρώνει στο κατηχητικό, είχε ένα δικό του τρόπο, με τραγούδια και ψαλμωδίες, με καραμέλες και λουκούμια και εικονίτσες.

Να και ένα γεγονός, όπου φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κύρ Γιάννη, ο οποίος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη που χώριζε τα σύνορα και να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο. Τί να κάνει τώρα, σκέφτηκε ο πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού, είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο γιό του που διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωί λέγει στον μεγαλύτερο γιό του: Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο.

Αφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσεις ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του. Έκπληκτος ο γιός του άρχισε να διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις, όπως πάς, όλο το χωράφι στον γείτονα. Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου, έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Και επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ο κύρ Γιάννης στο σπίτι του παπά.

— Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά την πρεσβυτέρα: Πούναι ο παπα-Θύμιος; τον θέλω.

— Καθίστε κύρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ, ως να έρθει ο παπα-Θύμιος, που τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ’ αργήσει να επιστρέψει.

Εν τω μεταξύ η παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να εκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει ο παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τώ Θεώ, ελευθερώθηκε η κυρία Ελένη που υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγοράκι.

— Καλώς τον κύρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια είναι καλά; Τα ζωντανά επίσης;

Χωρίς άλλη απάντηση: Τί ειναι αυτό που μου έκανες παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ο κύρ Γιάννης.

— Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.

— Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα. Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.

— Καλά κύρ Γιάννη μου, κάνε μόνος σου ό,τι νομίζεις σωστό. Άλλωστε χώμα είναι η γη, και όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και την οικογένειά σου στην Εκκλησία. Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το χέρι του ο παπά Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού! Και τον κατευόδωσε ο καλός ιερέας. Και όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. O κύρ Γιάννης έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, αλλά και είναι τακτικός στην εκκλησία με την οικογένειά του. Και διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και αγνώστους: Στο χωριό μας έχουμε έναν άνθρωπο του Θεού, έναν Άγιο, τον παπα-Θύμιο! 

Πηγή: περιοδικό Εφημέριος, Ιανουάριος 2002

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ: Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η παρουσία κακών ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

«Από τη στιγμή που το βασικό μοτίβο του κακού είναι η μεταμφίεση, ένα από τα πιθανότερα μέρη για να βρει κανείς κακούς ανθρώπους είναι μέσα στην Εκκλησία». Η διαπίστωση αυτή του Σκότ Πέκ, Αμερικανού συγγραφέα και ψυχιάτρου, αν και ακούγεται υπερβολική, είναι όμως αληθινή. Γιατί να μην υπάρχουν «κακοί άνθρωποι» και μέσα στην Εκκλησία, αφού αποτελείται από ανθρώπους ατελείς, αμαρτωλούς και άρρωστους; Μήπως η Χάρις του Θεού, που υπάρχει έντονα και με πληρότητα στην Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, μπορεί να μετατρέψει την κακία σε καλοσύνη και την αμαρτία σε αγιότητα χωρίς τη θέληση του ανθρώπου;

Νομίζω πως είναι λάθος να ταυτίζουμε το Θεό με τους ανθρώπους, ζητώντας από τους «ανθρώπους της Εκκλησίας» να συμπεριφέρονται ως τέλειοι και αναμάρτητοι, επιθυμώντας υποκατάστατά Του για να καλύψουμε τις ανασφάλειές μας. Ξεχνάμε ότι «μόνο ο Χριστός εκτός αμαρτίας υπάρχει» και ότι μόνο Εκείνος είναι ο αληθινός σωτήρας του κόσμου και άρα μόνο σ’ Αυτόν πρέπει να στηριζόμαστε. Όχι πως δεν μπορούμε να ζητούμε συμπόρευση και βοήθεια από ανθρώπους μέλη της Εκκλησίας, όταν αυτοί γνωρίζουν εμπειρικά τον πνευματικό αγώνα, αλλά δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν στην καρδιά μας τον ένα Κύριο και λυτρωτή, τον Ιησού Χριστό.
Ο Θεός δεν θέλει, νομίζω, να είμαστε αφελείς ούτε θρησκόληπτοι. Οι άγιοι ήταν έξυπνοι και φωτισμένοι, κι ας έδειχναν κάποτε πως δεν καταλάβαιναν. Έτσι, αν παρατηρούμε κακίες, πονηριές και κοσμικές συμπεριφορές σε «ανθρώπους της Εκκλησίας», κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, ούτε να μας διαλύει πνευματικά, λες και κινδυνεύει η Εκκλησία του Χριστού. Μήπως στην ομάδα των Αποστόλων δεν υπήρχε ο Ιούδας; Μήπως δεν παρουσιάζονται οι ψευδαπόστολοι την εποχή του Αποστόλου Παύλου και αργότερα; Δεν ξεφύτρωσαν οι αιρετικοί μέσα από την Εκκλησία και την ταλαιπώρησαν με τον εγωισμό τους; Δεν διώχτηκαν οι μεγάλοι Πατέρες από τους συνεπισκόπους τους; Δεν συκοφαντήθηκε ο άγιος Νεκτάριος και απορρίφτηκε από τους δεσποτάδες της εποχής του; Σήμερα δεν συμβαίνουν παρόμοια;

Τι θα γίνει λοιπόν; Θα αρχίσουμε τις κριτικές και τις ανυπακοές στους κληρικούς, όταν αυτοί συμπεριφέρονται κοσμικά και με εμπάθεια; Πώς θα εφαρμοστεί η προσευχή του Κυρίου που ζητούσε από τον Πατέρα Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»;

  Βεβαίως υπάρχουν και οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη θέση τους ή την ιδιότητά τους για να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και πάθη. Όμως, είναι αναγκαίο να πιστεύομε την αλήθεια που λέει πως την Εκκλησία δεν την κυβερνούν αυτοί αλλά ο Ιδρυτής Της που ξέρει να σιωπά και να ανέχεται «άχρι καιρού». Η ενότητα στην Εκκλησία είναι ουσιαστική υπόθεση και δεν θα πρέπει να γινόμαστε αιτία να διασπάται, εφόσον δεν κινδυνεύει η αλήθειά Της.

  Οι αδικίες που υφίστανται οι άνθρωποί Της από τους «ανθρώπους Της», εκκολάπτουν τον αγιασμό των μεν και αποκαλύπτουν την κακία των δε.
Πάντοτε και μέχρι συντελείας του αιώνος θα υπάρχουν οι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που αγωνίζονται να ζήσουν το Θεό στη ζωή τους και γίνονται, χωρίς να το επιδιώκουν, σημείο της ζωντανής παρουσίας του ζώντος Κυρίου. Όπως θα υπάρχουν και αυτοί που υποκρίνονται, εμπαίζουν και δεν γνωρίζουν εμπειρικά το Θεό. Αν η συνάντηση με τους πρώτους γίνεται ευλογία, η παρουσία των δεύτερων γίνεται σκάνδαλο και πρόβλημα, που ταλαιπωρεί και προκαλεί για υπομονή, προσευχή, ανεξικακία, αναμένοντας την «ἡμέραν τοῦ Κυρίου, τήν μεγάλην και ἐπιφανῆ».

proskynitis.blogspot.com