ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΑΝΑΓΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΚΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ!

1. Ἡ ἀνάγκη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ

Μὲ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἄνθρωπος λυτρώνεται

Γέροντα, στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ   Χριστιανοὶ ἔκαναν δημόσια ἐξομολόγηση. Βοηθάει αὐτό;
 – Ἄλλα τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἄλλα τώρα. Σήμερα αὐτὸ δὲν βοηθάει.
 – Γιατί, Γέροντα; Τότε εἶχαν πιὸ πολὺ ζῆλο;
 – Καὶ πιὸ πολὺ ζῆλο εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν αὐτὰ ποὺ ἔχουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Τώρα, βλέπεις, τὰ ἀνδρόγυνα χωρίζουν στὰ καλὰ καθούμενα, δὲν εἶναι ὅπως παλιά.
Ἔχουν ἀπομακρυνθῆ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, γι᾿ αὐτὸ καὶ πνίγονται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη. Πόσοι ἔρχονται καὶ ζητοῦν νὰ τοὺς βοηθήσω σὲ κάποιο πρόβλημά τους, καὶ οὔτε ἐξομολογοῦνται οὔτε ἐκκλησιάζονται! «Ἐκκλησιάζεσαι καθόλου;», τοὺς ρωτάω. «Ὄχι», μοῦ λένε. «Ἐξομολογήθηκες καμμιὰ φορά;». «Ὄχι. Ἦρθα νὰ μὲ κάνης καλά». «Μὰ πῶς; Πρέπει νὰ μετανοήσης γιὰ τὰ σφάλματά σου, νὰ ἐξομολογῆσαι, νὰ ἐκκλησιάζεσαι, νὰ κοινωνᾶς, ὅταν ἔχης εὐλογία ἀπὸ τὸν πνευματικό σου, καὶ ἐγὼ θὰ κάνω προσευχὴ νὰ γίνης καλά. Ξεχνᾶς ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωὴ καὶ πρέπει νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ ᾿κεῖ;». «Κοίταξε, πάτερ, αὐτὰ ποὺ λές, ἐκκλησίες, ἄλλη ζωὴ κ.λπ., ἐμένα δὲν μὲ ἀπασχολοῦν. Αὐτὰ εἶναι παραμύθια. Ἔχω πάει σὲ μάγους, σὲ μέντιουμ καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ κάνουν καλά. Ἔμαθα ὅτι ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ κάνης καλά». Ἄντε τώρα! Τοὺς μιλᾶς γιὰ ἐξομολόγηση, γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή, καὶ σοῦ λένε «αὐτὰ εἶναι παραμύθια», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά: «Βοήθησέ με, παίρνω χάπια». Ἒμ πῶς, μὲ μαγικὸ τρόπο θὰ γίνουν καλά;
Καὶ βλέπεις, πολλοί, ἐνῶ ἔχουν προβλήματα ποὺ τὰ προκάλεσαν οἱ ἁμαρτίες τους, δὲν πηγαίνουν στὸν πνευματικὸ ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήση θετικά, ἀλλὰ καταλήγουν νὰ ἐξομολογοῦνται στοὺς ψυχολόγους. Λένε τὸ ἱστορικό τους, τοὺς συμβουλεύονται γιὰ τὰ προβλήματά τους καί, ἂν ἔχουν νὰ περάσουν ἕνα ποτάμι, τοὺς ρίχνουν μέσα καὶ ἢ πνίγονται ἢ βγαίνουν, ἀλλὰ ποῦ βγαίνουν... Ἐνῶ, ἂν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν στὸν πνευματικό, θὰ περάσουν στὴν ἄλλη ὄχθη ἀπὸ τὴν γέφυρα ἄνετα, γιατὶ μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ λυτρώνονται.
 – Γέροντα, μερικοὶ λένε: «Δὲν βρίσκουμε καλοὺς πνευματικούς, γι᾿ αὐτὸ δὲν πᾶμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε».
 – Αὐτὰ εἶναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικὸς ἔχει θεία ἐξουσία, ἐφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεῖ τὸ μυστήριο, ἔχει τὴν θεία Χάρη καί, ὅταν διαβάση τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, ὁ Θεὸς σβήνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες ἐξομολογηθήκαμε μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται πόσο θὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ἦρθε ἐκεῖ στὸ Καλύβι μιὰ φορὰ κάποιος ποὺ εἶχε ψυχολογικὰ προβλήματα, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι ἔχω διορατικὸ χάρισμα καὶ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βοηθήσω. «Τί προβλέπεις, μοῦ λέει, γιὰ μένα;». «Νὰ βρῆς, τοῦ λέω, ἕναν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογῆσαι, γιὰ νὰ κοιμᾶσαι σὰν τὸ πουλάκι καὶ νὰ μὴν παίρνης χάπια». «Δὲν ὑπάρχουν, μοῦ λέει, σήμερα καλοὶ πνευματικοί. Παλιὰ ὑπῆρχαν». Ἔρχονται μὲ καλὸ λογισμό, ὅτι θὰ βοηθηθοῦν, ἀλλὰ δὲν δέχονται αὐτὸ ποὺ τοὺς λές, καὶ κρίμα στὰ ναῦλα.
Βλέπω ὅμως καὶ μιὰ καινούργια τέχνη τοῦ διαβόλου. Βάζει στοὺς ἀνθρώπους τὸν λογισμὸ ὅτι, ἂν κάνουν κάποιο τάμα καὶ τὸ ἐκπληρώσουν, ἂν πᾶνε καὶ κανένα προσκύνημα, εἶναι ἐντάξει πνευματικά. Καὶ βλέπεις πολλοὺς νὰ πηγαίνουν μὲ λαμπάδες καὶ μὲ τάματα στὰ μοναστήρια, στὰ προσκυνήματα, νὰ τὰ κρεμᾶνε ἐκεῖ, νὰ κάνουν καὶ μεγάλους σταυρούς, νὰ κλαῖνε καὶ λιγάκι, καὶ νὰ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτά. Δὲν μετανοοῦν, δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν διορθώνονται, καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι.
 – Γέροντα, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται μπορεῖ νὰ εἶναι ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένος;
 – Πῶς νὰ εἶναι ἀναπαυμένος; Γιὰ νὰ νιώση κανεὶς ἀνάπαυση, πρέπει νὰ πετάξη τὰ μπάζα ἀπὸ μέσα του. Αὐτὸ θὰ γίνη μὲ τὴν ἐξομολόγηση. Ἀνοίγοντας ὁ ἄνθρωπος τὴν καρδιά του στὸν πνευματικὸ καὶ λέγοντας τὰ σφάλματά του, ταπεινώνεται, καὶ ἔτσι ἀνοίγει τὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἔρχεται πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλευθερώνεται.
Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση στὴν κορυφή του ὑπάρχει ὁμίχλη, βλέπει θαμπὰ καὶ δικαιολογεῖ τὰ σφάλματά του. Γιατί, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι σκοτισμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, δὲν βλέπει καθαρά. Μὲ τὴν ἐξομολόγηση κάνει μιὰ «φούουου», φεύγει ἡ ὁμίχλη καὶ καθαρίζει ὁ ὁρίζοντας. Γι᾿ αὐτό, ὅσους ἔρχονται νὰ συζητήσουμε ἕνα θέμα ἢ νὰ μοῦ ζητήσουν μιὰ συμβουλὴ κ.λπ., ἂν δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῆ ποτέ, τοὺς στέλνω πρῶτα νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ μετὰ νὰ ἔρθουν νὰ μιλήσουμε. Μερικοὶ μοῦ λένε: «Γέροντα, ἀφοῦ ἐσὺ μπορεῖς νὰ καταλάβης τί πρέπει νὰ κάνω γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, πές μου». «Καὶ νὰ καταλάβω ἐγὼ τί πρέπει νὰ κάνης, τοὺς λέω, δὲν θὰ καταλάβης ἐσὺ τί θὰ σοῦ πῶ. Γι᾿ αὐτὸ πήγαινε πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῆς καὶ ὕστερα ἔλα νὰ συζητήσουμε». Γιατί, πῶς νὰ ἐπικοινωνήσης καὶ νὰ συνεννοηθῆς μὲ ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν βρίσκεται σὲ ἄλλη συχνότητα;
Μὲ τὴν ἐξομολόγηση πετάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μέσα του ὅ,τι ἄχρηστο ἔχει καὶ καρποφορεῖ πνευματικά. Μιὰ μέρα ἔσκαβα τὸν κῆπο μου, γιὰ νὰ φυτέψω λίγες ντοματιές. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ λέει: «Τί κάνεις, Γέροντα;». «Τί νὰ κάνω; τοῦ λέω, ἐξομολογῶ τὸν κῆπο μου». «Καλά, Γέροντα, μοῦ λέει, χρειάζεται καὶ ὁ κῆπος ἐξομολόγηση;». «Ἀσφαλῶς χρειάζεται. Ἔχω διαπιστώσει πώς, ὅταν τὸν ἐξομολογῶ, βγάζω δηλαδὴ ἔξω πέτρες, ἀγριάδες, ἀγκάθια κ.λπ., τότε βγάζει ἐπίσημα κηπευτικά, ἀλλιῶς οἱ ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!»...

Ὁ Θεὸς θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ διορθώνεται διὰ τοῦ ἀνθρώπου

 – Γέροντα, ὅταν ἀντιμετωπίζω ἕνα θέμα καὶ προσεύχωμαι γι᾿ αὐτό, πῶς θὰ καταλάβω ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
 – Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν βρίσκεται ἔτσι. Καλύτερα νὰ ρωτᾶς γιὰ ἕνα πρόβλημά σου. Νὰ μὴ ζητᾶς πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφόσον μπορεῖς νὰ συμβουλευθῆς κάποιον ἄνθρωπο, γιατὶ μπορεῖ νὰ πλανηθῆς. Κάποιος πήγαινε σὲ μιὰ ἐκκλησία, στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ ἔλεγε: «Παναγία μου, νὰ πάρω τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ κουτί;». Τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός: «Πάρ᾿ τα». «Ναί, θὰ τὰ πάρω», ἔλεγε καὶ ἔπαιρνε τὰ χρήματα. Μιὰ-δυὸ-τρεῖς φορές, ἕνας ἐπίτροπος προβληματίσθηκε. «Τί γίνεται; λέει. Κάποιος πρέπει νὰ παίρνη τὰ χρήματα» καὶ πῆγε νὰ παρακολουθήση. Τί νὰ δῆ; Σὲ λίγο ἦρθε αὐτὸς καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἴδια: «Παναγία μου, νὰ πάρω τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ κουτί;... Ναί, θὰ τὰ πάρω», εἶπε, ὁπότε τὸν ἔπιασε ὁ ἐπίτροπος.
Πάντοτε, ὅταν ὑπάρχη ἄνθρωπος πνευματικός, τὸν ὁποῖο μπορεῖς νὰ ρωτήσης, πρέπει νὰ ρωτήσης. Ὅταν δὲν ὑπάρχη ἄνθρωπος νὰ ρωτήσης – λ.χ. βρίσκεσαι στὴν ἔρημο –, ἀλλὰ ὑπάρχη μέσα σου ἡ δίψα τῆς ὑπακοῆς, τότε ὁ Καλὸς Θεὸς γίνεται ὁ Ἴδιος Γέροντας καὶ σὲ φωτίζει καὶ σὲ πληροφορεῖ. Δὲν μπορεῖς, ἂς ὑποθέσουμε, νὰ βρῆς κάποιον, γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήση ἕνα χωρίο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή; Τότε σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ τὸ καταλαβαίνεις.
 – Γέροντα, πῶς θὰ καταλάβη κανείς, ἂν κάτι ποὺ συμβαίνει στὸν ἀγώνα του εἶναι ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἢ ἀπὸ δική του ἀπροσεξία;
 – Θὰ πάη νὰ ρωτήση.
 – Δηλαδὴ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη;
 – Καὶ νὰ καταλαβαίνη κάτι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος. Ἐδῶ καὶ ἕνας ποὺ ἔχει ἐμπειρία, πάει καὶ ρωτάει κάποιον ἄλλον. Ἐγὼ γιὰ ἕνα ἀτομικό μου θέμα πάντοτε θὰ ρωτήσω. Τὴν δική μου λύση, καὶ σοφώτερη νὰ εἶναι, τὴν θεωρῶ τὴν μεγαλύτερη βλακεία, ὅταν πρόκειται γιὰ προσωπικό μου θέμα. Οὔτε πάω σὲ κάποιον ποὺ ξέρει τί μὲ ἀναπαύει, ἀλλὰ σὲ κάποιον ποὺ δὲν ξέρει. Βλέπεις, καὶ ἕνας γιατρός, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ἔκανε καλὴ διάγνωση σὲ μιὰ δύσκολη περίπτωση, συμβουλεύεται καὶ ἄλλον γιατρό, πόσο μᾶλλον ἕνας φοιτητής! Ὅσο πνευματικὸς ἄνθρωπος κι ἂν εἶναι κανείς, καὶ ὅσο καλὴ τακτοποίηση κι ἂν κάνη μόνος του στὰ θέματά του, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυθῆ, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ βοηθιέται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ διορθώνεται διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ οἰκονομάει ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, γιὰ νὰ ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ ἐκθέτη κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ τὶς καταστάσεις ποὺ περνάει στὸν πνευματικό του, νὰ τὸν συμβουλεύεται καὶ νὰ μὴν ἀποφασίζη μόνος του γιὰ τὰ δύσκολα θέματα οὔτε νὰ ἀντιμετωπίζη μόνος του τὶς δυσκολίες ποὺ συναντάει στὸν ἀγώνα του, κάνοντας πρόβες στὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ πειρασμὸς θὰ τὸν μπερδέψη καὶ θὰ τοῦ δημιουργήση προβλήματα. Μερικοὶ φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ βάζουν μόνοι τους κανόνα στὸν ἑαυτό τους. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ὅποιος δὲν ἔχει πνευματικό, γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύεται στὴν πνευματική του πορεία, μπερδεύεται, κουράζεται, καθυστερεῖ καὶ δύσκολα θὰ φθάση στὸν προορισμό του. Ἂν δίνη μόνος του λύση στὰ προβλήματά του, ὅσο σοφὸς καὶ ἂν εἶναι, ἐπειδὴ κινεῖται μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ ὑπερηφάνεια, μένει σκοτισμένος. Ἐνῶ, ὅποιος ταπεινώνεται καὶ πηγαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ αὐταπάρνηση στὸν πνευματικὸ καὶ ζητᾶ τὴν γνώμη του, βοηθιέται. Γιατὶ τότε ὁ Θεὸς ὁπωσδήποτε φωτίζει τὸν πνευματικὸ καὶ τοῦ δίνει τὴν σωστὴ ἀπάντηση. Νά, ὅταν ἔρχεται κάποιος μὲ εὐλάβεια, μὲ τὸν λογισμὸ πὼς εἶμαι ἅγιος, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι τενεκές, ἔχω προσέξει ὅτι νιώθω μέσα μου μιὰ ἀλλοίωση καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ λέω δὲν εἶναι δικά μου. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνω ξεκάθαρα ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει ἔρθει μὲ εὐλάβεια, καὶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀδικήση, δίνει σ᾿ ἐμένα αὐτὴν τὴν καλὴ κατάσταση. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἂν πρόκειται γιὰ ἕνα σοβαρὸ θέμα, ὁ Θεὸς σὲ πληροφορεῖ καὶ μπορεῖς νὰ τοῦ πῆς τί θὰ συμβῆ, πότε θὰ συμβῆ καὶ πῶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίση.

Χρειάζεται πνευματικὸς ὁδηγὸς στὴν πνευματικὴ ζωὴ

Σήμερα τὸ πιὸ ἀπαραίτητο εἶναι νὰ βροῦν οἱ ἄνθρωποι ἕναν πνευματικό, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ τοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ τὸν συμβουλεύωνται. Ἂν ἔχουν πνευματικὸ καὶ βάλουν ἕνα πρόγραμμα μὲ προσευχὴ καὶ λίγη μελέτη, ἐκκλησιάζωνται, κοινωνοῦν, τότε δὲν ἔχουν τίποτε νὰ φοβηθοῦν σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή.
Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό, γιὰ νὰ μὴ λαθέψη τὸν δρόμο της. Μπορεῖ νὰ βοηθάη στὸν ἀγώνα λ.χ. καὶ ἡ πνευματικὴ μελέτη, ἀλλά, ἂν κανεὶς δὲν ἔχη πνευματικὸ ὁδηγό, μπορεῖ νὰ δίνη δικές του ἑρμηνεῖες σ᾿ αὐτὰ ποὺ διαβάζει, καὶ νὰ πλανηθῆ. Βλέπεις, καὶ ὅταν κάποιος πάη κάπου μὲ τὸ αὐτοκίνητό του καὶ δὲν γνωρίζη καλὰ τὸν δρόμο, μπορεῖ νὰ συμβουλεύεται τὸν χάρτη, ἀλλὰ σταματάει κιόλας καὶ ρωτάει, γιὰ νὰ μὴν πάρη λάθος δρόμο. Ξεκινάει, ἂς ὑποθέσουμε, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ πάη στὴν Φλώρινα. Ἔχει χάρτη καὶ τὸν παρακολουθεῖ, ἀλλὰ ρωτάει καὶ σὲ κανένα περίπτερο ἂν πηγαίνη καλά, ἂν ὁ δρόμος εἶναι καλός, γιατὶ σὲ καμμιὰ διασταύρωση ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πάρη ἄλλο δρόμο καὶ νὰ βρεθῆ στὴν Καβάλα ἢ σὲ κάποιον γκρεμὸ νὰ κινδυνέψη νὰ σκοτωθῆ. Φυσικά, μπορεῖ κάποιος νὰ ρωτήση, ἀλλὰ νὰ μὴν πάρη τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοῦ ποῦν, καὶ νὰ βρεθῆ τελικὰ ἀλλοῦ, ἢ νὰ μὴν προσέξη τὰ ἐπικίνδυνα σημεῖα, καὶ νὰ πάθη κακό. Ὅποιος ὅμως τοῦ δείξη τὸν δρόμο καὶ συγχρόνως τοῦ πῆ: «πρόσεξε, στὸ τάδε σημεῖο ἔχει μιὰ στροφὴ ἐπικίνδυνη, ἐκεῖ ἔχει ἕναν γκρεμό...», ἐκεῖνος θὰ ἔχη τὸν μισθό του. Τὸ ἴδιο, θέλω νὰ πῶ, πρέπει νὰ γίνεται καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶναι ἀπαραίτητο ὁ πιστὸς νὰ ἔχη πνευματικὸ ποὺ θὰ τὸν καθοδηγῆ μὲ τὶς συμβουλές του καὶ θὰ τὸν βοηθάη διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Ἔτσι μόνον μπορεῖ νὰ ζήση ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωὴ καὶ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι βρίσκεται στὸν σωστὸ δρόμο.
Τὸν πνευματικὸ ὁδηγὸ φυσικὰ κανεὶς θὰ τὸν διαλέξη. Δὲν θὰ ἐμπιστευθῆ στὸν ὁποιονδήποτε τὴν ψυχή του. Ὅπως γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος ψάχνει νὰ βρῆ καλὸ γιατρό, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς του θὰ ψάξη νὰ βρῆ κάποιον καλὸ πνευματικὸ καὶ θὰ πηγαίνη σ᾿ αὐτόν, τὸν γιατρὸ τῆς ψυχῆς, τακτικά.

Στεῖλτε τοὺς ἀνθρώπους στὸν πνευματικὸ

 – Γέροντα, πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι βλέποντας ράσο μᾶς λένε τὸν πόνο τους, τὸ πρόβλημά τους, ἀκόμη καὶ ἐξομολόγηση. Ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντί τους;
 – Ἐξ ἀρχῆς, ὅταν ἀπευθύνωνται σ᾿ ἐσᾶς γιὰ κάποιο πρόβλημά τους, νὰ τοὺς ρωτήσετε: «Ἔχετε πνευματικό;». Κι ἐγὼ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι νὰ μὲ ρωτήσουν γιὰ κάποιο θέμα λέω: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι πνευματικός· νὰ πᾶτε στὸν πνευματικό σας καὶ νὰ κάνετε ὅ,τι σᾶς πῆ ἐκεῖνος ». Πρέπει νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔχουν ἕναν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογοῦνται, γιὰ νὰ κοποῦν τὰ δικαιώματα τοῦ διαβόλου. Νὰ ἀκούση ἡ μοναχὴ μιὰ φορὰ κάποια πονεμένη γυναίκα ποὺ ἔχει ἕνα πρόβλημα καὶ μετὰ νὰ τὴν στείλη στὸν πνευματικό, αὐτὸ τὸ καταλαβαίνω. Ὄχι ὅμως νὰ συνεχίζη νὰ συζητάη μαζί της. Ἤ, ἂν μία γυναίκα δὲν ἀναπαύεται στὸν πνευματικό της ἢ δὲν ἔχη πάει ποτὲ γιὰ ἐξομολόγηση ἢ βρίσκεται σὲ κατάσταση ἀπελπισίας, ἂς τὴν ἀκούση μιὰ φορὰ καὶ πάλι νὰ τὴν στείλη στὸν πνευματικὸ καὶ νὰ τῆς πῆ ὅτι ἐκείνη θὰ εὔχεται.
Ἐκτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑποχρέωση ἡ μοναχὴ νὰ τοὺς βοηθήση κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀκούγοντας δηλαδὴ συνεχῶς τὰ προβλήματά τους, δὲν βοηθιοῦνται κιόλας ἔτσι οἱ ἄνθρωποι. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος παθαίνει τριῶν εἰδῶν ἀλλοιώσεις: ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἔρχονται ἐδῶ, βρίσκουν μιὰ παρηγοριὰ ἀνθρώπινη, ἀλλά, μόλις φύγουν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ πᾶνε σπίτι, γυρίζουν πάλι στὸ δικό τους καὶ ἀρχίζουν τὰ ἴδια. Καὶ οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες νὰ πᾶνε στὸν πνευματικό τους. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ λένε τὰ θέματά τους στὴν καλόγρια. Γιατὶ μετὰ λένε: «τὰ εἶπα· εἶμαι ἐντάξει», ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους καὶ δὲν πᾶνε στὸν πνευματικό. Αὐτὸ εἶναι τέχνασμα τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μὴν ἐξομολογοῦνται.
Πρέπει νὰ καταλάβετε ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή σας ὡς μοναχὲς καὶ νὰ μὴν πᾶτε νὰ κάνετε δῆθεν ἱεραποστολή, ἐπειδὴ δὲν ἔχετε καταλάβει τὴν καλογερικὴ ἀποστολή. Ὡς μοναχοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων· δὲν εἴμαστε ὅμως ὑποχρεωμένοι νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ προβλήματά τους. Ὁ πνευματικὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ τὸ κάνη αὐτό, ἔχει καὶ εὐθύνη. Ἂν συζητοῦν μ᾿ ἐσᾶς, φορτώνουν σ᾿ ἐσᾶς τὴν εὐθύνη. Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τοὺς παρακολουθῆ ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ δίνη λύση στὰ προβλήματά τους. Χρειάζεται δηλαδὴ δουλειά. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ δὲν εἶναι τῶν μοναχῶν. Ἀπὸ μᾶς μόνον προσευχὴ νὰ ζητᾶνε. Ἂς στέλνουν κανένα γράμμα μὲ ὀνόματα, νὰ κάνουμε κανένα κομποσχοίνι.

Πνευματικὸς ἀπὸ κοντὰ

Ὅπως κανεὶς φροντίζει ὁ οἰκογενειακὸς γιατρὸς νὰ βρίσκεται, ὅσο τὸ δυνατόν, κοντά του, ἔτσι πρέπει νὰ φροντίση καὶ ὁ πνευματικὸς νὰ βρίσκεται κοντά του. Ἕνας γιατρός, ὅταν εἶναι κοντὰ στὸν ἄρρωστο, μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήση καλύτερα ἀπὸ καθηγητὲς πανεπιστημίου – ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔχη τόση πεῖρα –, γιατὶ μπορεῖ νὰ τὸν παρακολουθῆ συστηματικὰ καί, ἂν χρειασθῆ, θὰ τὸν στείλη στὸν εἰδικὸ γιατρό. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ ἑξῆς, ὅταν ἤμουν στὸ Σανατόριο[1]: Πολλοὶ πλούσιοι ποὺ εἶχαν φυματίωση ἔμεναν στὸ σπίτι τους καὶ πήγαιναν ἐκεῖ καθηγητὲς πανεπιστημίου, γιὰ νὰ τοὺς κάνουν θεραπεία. Ἀποδείχθηκε ὅμως ὅτι ἡ θεραπεία δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς παρακολουθοῦν συστηματικά. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάσθηκαν νὰ δημιουργήσουν στὸ Σανατόριο ξεχωριστὰ τμήματα, γιὰ νὰ νοσηλεύωνται ἐκεῖ, ὥστε νὰ παρακολουθοῦνται συστηματικά.
Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ὅπως ὁ γιατρὸς ἀπὸ κοντὰ παρακολουθεῖ τὸν ἄρρωστο, ὅταν τοῦ δίνη κάποια θεραπεία, βλέπει ἂν τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸν βοηθοῦν ἢ ἔχουν παρενέργειες κ.λπ., καὶ ἀνάλογα αὐξάνει ἢ ἐλαττώνει τὴν δόση καί, ἂν χρειασθῆ, μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ ἀλλάξη τὴν θεραπεία, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς πρέπει ἀπὸ κοντὰ νὰ παρακολουθῆ τὴν ψυχή, γιατὶ κατὰ καιροὺς παρουσιάζει διάφορες ἀλλαγὲς καὶ ἀντιδράσεις, τὶς ὁποῖες ἀπὸ μακριὰ δὲν μπορεῖ νὰ παρακολουθήση, γιὰ νὰ τὴν βοηθήση ἀποτελεσματικά. Μιὰ φορὰ εἶχα πεῖ σὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἕναν πειρασμό: «Θὰ κάνης αὐτὸ καὶ θὰ δῆς ὅτι θὰ τὸ ξεπεράσης». Πράγματι μ᾿ ἄκουσε καὶ τὸ ξεπέρασε. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχε ἕναν τελείως ἀντίθετο πειρασμό, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ταλαιπωρήθηκε! Μποροῦσε ἡ εὐλογημένη νὰ στείλη ἕναν ἄνθρωπο ἢ νὰ γράψη ἕνα γράμμα, γιὰ νὰ μὲ ρωτήση τί ἔπρεπε νὰ κάνη, ἀφοῦ ἀντιμετώπιζε ἄλλη δυσκολία. Θὰ τῆς ἔδινα ἄλλο φάρμακο, δηλαδὴ ἄλλη συμβουλή. Δυσκολεύτηκε νὰ μὲ ρωτήση, ἐπειδὴ ἤμουν μακριά. Γι᾿ αὐτὸ ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ δὲν συνηθίζω νὰ δίνω συμβουλές, ἂν δὲν γνωρίζω καλὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔχω στενὴ ἐπικοινωνία μαζί του.

Ὁ πνευματικὸς στὴν οἰκογένεια

 – Γέροντα, ποιά βιβλία μποροῦν νὰ βοηθήσουν τοὺς συζύγους;
 – Ἐκεῖνο ποὺ βοηθάει τὸ ἀνδρόγυνο εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του. Ἂν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ὅσα πνευματικὰ βιβλία κι ἂν διαβάσουν, δὲν  ὠφελοῦνται. Ἂν ἔχουν καλὴ διάθεση, ἔχουν πνευματικὸ καὶ τοῦ κάνουν ὑπακοή, δὲν θὰ ἔχουν προβλήματα. Χωρὶς πνευματικὸ διαιτητὴ δὲν γίνεται.
Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἔχουν τὰ ἀνδρόγυνα τὸν ἴδιο πνευματικό. Ὄχι ἄλλον πνευματικὸ ὁ ἄνδρας καὶ ἄλλον ἡ γυναίκα. Δύο ξύλα, ἂν τὰ πελεκήσουν δύο μαραγκοί, ὅπως νομίζει ὁ καθένας, δὲν θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ἐφαρμόσουν. Ἐνῶ, ὅταν ἔχουν τὸν ἴδιο πνευματικό, ὁ πνευματικὸς πελεκάει τὰ ἐξογκώματα – τὰ ἐλαττώματα – τοῦ ἑνός, πελεκάει καὶ τὰ ἐξογκώματα τοῦ ἄλλου, καὶ ἔτσι ἐξομαλύνονται οἱ δυσκολίες. Ἀλλὰ σήμερα, ἀκόμη καὶ ἀνδρόγυνα ποὺ ζοῦν πνευματικά, ἔχουν διαφορετικὸ πνευματικό. Σπάνια ἔχουν καὶ οἱ δυὸ τὸν ἴδιο πνευματικό, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βοηθιοῦνται. Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου ἀνδρόγυνα ποὺ ταίριαζαν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὸν ἴδιο πνευματικό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση, καὶ χώρισαν. Καὶ ἄλλα πού, ἐνῶ δὲν ταίριαζαν, ἐπειδὴ εἶχαν τὸν ἴδιο πνευματικό, ἔζησαν ἁρμονικά.
Βέβαια, ὅταν ἔχη ὅλη ἡ οἰκογένεια τὸν ἴδιο πνευματικό, αὐτὸ εἶναι ἀκόμη καλύτερο. Ὁ πνευματικὸς θὰ τοὺς ἀκούση ὅλους καὶ θὰ χειρισθῆ ἀνάλογα ἕνα θέμα. Ἄλλοτε θὰ ζορίση τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα, ἄλλοτε θὰ καλέση τὰ παιδιά, ἂν δὲν μπορῆ νὰ βγάλη συμπέρασμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ λένε οἱ γονεῖς. Ἤ, ἂν τὸ ἀνδρόγυνο ἔχη προβλήματα καὶ φταίη λ.χ. ἡ γυναίκα, μπορεῖ νὰ καλέση τὸν ἄνδρα, γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψη πῶς πρέπει νὰ φερθῆ, ἢ νὰ ζητήση ἀπὸ κάποιον συγγενῆ τους ἢ γνωστό τους νὰ βοηθήση διακριτικά.

Ἀλλαγὴ πνευματικοῦ

 – Γέροντα, ὅταν κανεὶς ἀναγκασθῆ γιὰ κάποιον λόγο νὰ ἀλλάξη πνευματικό, χρειάζεται νὰ ἐξομολογηθῆ πάλι ἁμαρτίες ποὺ ἔχει ἐξομολογηθῆ;
 – Καλὰ εἶναι νὰ ἐνημερώση τὸν καινούργιο πνευματικό, ὅπως ὁ ἀσθενής, ὅταν ἀλλάζη γιατρό, λέει πάλι τὸ ἱστορικό του, γιὰ νὰ μπορέση ὁ γιατρὸς νὰ τὸν βοηθήση καλύτερα.
 – Γέροντα, ὅταν κάποιος θέλη νὰ ἀλλάξη πνευματικὸ καὶ μᾶς ρωτάη ἂν εἶναι σωστό, τί πρέπει νὰ ποῦμε;
 – Νὰ πάρη εὐλογία ἀπὸ τὸν πνευματικό του. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ ἀλλάζη κανεὶς εὔκολα πνευματικό. Μιὰ οἰκοδομὴ δὲν θὰ γίνη ποτὲ σωστή, ἂν ἀλλάζουν συνέχεια οἱ μηχανικοὶ καὶ οἱ οἰκοδόμοι.
Παλιὰ πήγαιναν οἱ ἄνθρωποι σὲ Γέροντες, γιὰ νὰ ζητήσουν συμβουλὴ γιὰ ἕνα θέμα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε καὶ νὰ βοηθηθοῦν. Σήμερα πολλοὶ δὲν πᾶνε γιὰ συμβουλή, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους ἢ γιὰ νὰ ποῦν ὅτι συμβουλεύτηκαν καὶ τὸν τάδε Γέροντα. «Πῆγα στὸν τάδε καὶ στὸν τάδε, ρώτησα καὶ τὸν πατέρα Παΐσιο γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα», λέει ὁ ἄλλος, καὶ ἐγὼ μπορεῖ νὰ τὸν μάλωσα ἢ νὰ ἦρθε μέχρι τὴν πόρτα καὶ νὰ μὴ χτύπησε! Ἔτσι καταλήγουν νὰ γυρίζουν ἀπὸ τὸν ἕναν πατέρα στὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ ἔχουν κάποιον μόνιμο πνευματικό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μπερδεύωνται.
Ἄλλοι πάλι κάνουν ἕνα σφάλμα καὶ δὲν πᾶνε νὰ τὸ ποῦν στὸν πνευματικό τους, ἀλλὰ πᾶνε καὶ τὸ λένε σὲ ἄλλον πνευματικό, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ κάνουν τὸ ἴδιο σφάλμα καὶ τὸ λένε σὲ ἄλλον, ὕστερα σὲ ἄλλον, καὶ τελικὰ παρουσιάζονται στὸν ἕναν πνευματικὸ ὅτι τὸ ἔκαναν μιὰ φορά, στὸν ἄλλον μιὰ φορά, καὶ ἔτσι συνεχίζουν νὰ σφάλλουν καὶ μένουν ἀδιόρθωτοι.
Εἶναι καὶ μερικοί, ἔχω παρατηρήσει, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νὰ ποῦν κάτι στὸν πνευματικό τους, ἂν καὶ ξέρουν ὅτι θὰ τοὺς βοηθήση καὶ δὲν πρόκειται νὰ τὸ διαδώση, καὶ τὸ λένε σὲ κάποιον γνωστό τους, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήση καὶ ποὺ σίγουρα θὰ τὸ πῆ καὶ σὲ ἄλλους. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχὸς στὸ Κοινόβιο[2], εἶχε ἔρθει κάποιος νὰ κοινοβιάση. Κάθησε ἕνα διάστημα καὶ μετὰ εἶχε λογισμοὺς νὰ φύγη. Στὸν ἡγούμενο δὲν πῆγε νὰ πῆ τοὺς λογισμούς του οὔτε σὲ κανέναν ἄλλον πνευματικὸ πατέρα, ἀλλὰ τὰ εἶπε σὲ ἕναν ἐργάτη ἀπὸ τὴν Ἱερισσό, ποὺ ἐργαζόταν στὸ μοναστήρι. Ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκεῖ κοντά, ὅταν τοῦ τὰ ἔλεγε· καθάριζα κρεμμύδια ἔξω ἀπὸ τὴν κουζίνα. Ἄρχισε λοιπὸν ἀπὸ δύο μέτρα πιὸ πέρα νὰ τοῦ κάνη ἐξομολόγηση δυνατά. «Μετάνοιωσα ποὺ ἔγινα μοναχός». «Ὅταν ἦρθες, δὲν δοκίμασες;», τὸν ρωτάει ὁ ἐργάτης. «Δοκίμασα δύο χρόνια». «Καλά, γιατί δὲν ἔφυγες νωρίτερα;». «Νά, δὲν ἔφυγα». «Μὲ τὸ ζόρι σὲ ἔκαναν καλόγερο;». «Ὄχι, ἤθελα καὶ ἐγώ». «Καλά, τοῦ λέει, τὰ εἶπες αὐτὰ στὸν ἡγούμενο;». «Ὄχι», τοῦ ἀπαντᾶ. «Σ᾿ ἐμένα ποὺ τὰ λές, τί θὰ ὠφεληθῆς;», τοῦ λέει. Τοῦ εἶχε πεῖ ὁλόκληρο τὸ ἱστορικό του. Βλέπετε; Στὸν ἡγούμενο ποὺ ἔπρεπε νὰ τὰ πῆ, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, δὲν τὰ εἶπε καὶ πῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ στὸν ἐργάτη. Καὶ ἐκεῖνος θὰ τὰ ἔλεγε τὸ Σαββατοκύριακο στὸ καφενεῖο στὴν Ἱερισσό, γιὰ νὰ γελάσουν, καὶ θὰ γέμιζε τὸ χωριό. Καὶ νὰ πῆς πὼς ἦταν λειψός; Ξέρετε πόσα λεξικὰ εἶχε; Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τὰ ἤξερε ἀπταίστως.
 – Γέροντα, μπορεῖ ἕνας λαϊκὸς νὰ ρωτήση γιὰ ἕνα πρόβλημά του ἢ γιὰ ἕναν πειρασμό του κάποιον πνευματικὸ ἀδελφό του, ἂν ὁ πνευματικός του ἀπουσιάζη;
 – Δὲν μπορεῖ νὰ τηλεφωνήση στὸν πνευματικό του; Ὁ ἀδελφὸς ἄλλοτε μπορεῖ νὰ βοηθήση καὶ ἄλλοτε δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήση ἤ, παρὰ τὴν καλή του διάθεση, μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλάψη. Σὲ μιὰ ἀνάγκη μὲ ἕνα τηλεφώνημα στὸν πνευματικὸ βολεύονται τὰ πράγματα. Καὶ ἂν δὲν μπορῆ νὰ ἐπικοινωνήση μὲ τὸν πνευματικό του καὶ εἶναι κάτι σοβαρὸ καὶ ἐπεῖγον, ἂς ρωτήση ἕναν ἄλλον πνευματικό. Καλὰ εἶναι νὰ τὸν ἔχη ρωτήσει ἐκ τῶν προτέρων ποιόν πνευματικὸ μπορεῖ νὰ συμβουλευθῆ σὲ τέτοια περίπτωση, ὥστε νὰ πάη σὲ κάποιον ποὺ ἔχει τὸ ἴδιο πνεῦμα. Γιατὶ κάθε μηχανικὸς ἔχει δικό του σχέδιο. Μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸ καὶ τὸ ἕνα σχέδιο καὶ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι διαφορετικά.

2. Γιὰ μιὰ σωστὴ ἐξομολόγηση

Νὰ δένουμε τὸ τραῦμα μας

Γέροντα, ὅταν στὸν ἀγώνα μου ἔχω πτώσεις, πανικοβάλλομαι.
 – Μὴ φοβᾶσαι. Ἀγώνας εἶναι καὶ θὰ ἔχουμε καὶ τραύματα. Μὲ τὴν ἐξομολόγηση αὐτὰ θεραπεύονται. Βλέπεις, οἱ στρατιῶτες στὸν πόλεμο, ὅταν τραυματίζωνται ἐπάνω στὴν μάχη, τρέχουν ἀμέσως στὸν γιατρό, δένουν τὸ τραῦμα τους καὶ συνεχίζουν νὰ πολεμοῦν φιλότιμα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀποκτοῦν καὶ πεῖρα ἀπὸ τὸν τραυματισμὸ καὶ προφυλάγονται καλύτερα, ὥστε νὰ μὴν ξανατραυματισθοῦν. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν τραυματιζώμαστε πάνω στὸν ἀγώνα μας, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζουμε, ἀλλὰ νὰ τρέχουμε στὸν γιατρὸ – στὸν πνευματικό –, νὰ τοῦ δείχνουμε τὸ τραῦμα μας, νὰ θεραπευώμαστε πνευματικά, καὶ πάλι νὰ συνεχίζουμε «τὸν καλὸν ἀγῶνα»[3]. Κακὸ εἶναι, ὅταν δὲν ψάχνουμε νὰ βροῦμε τοὺς φοβεροὺς ἐχθροὺς τῆς ψυχῆς, τὰ πάθη, καὶ δὲν ἀγωνιζώμαστε, γιὰ νὰ τοὺς ἐξοντώσουμε.
 – Γέροντα, μερικοὶ ἀπὸ φιλότιμο δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν. «Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ξανακάνω τὸ ἴδιο σφάλμα, λένε, γιὰ ποιό λόγο νὰ πάω νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ; γιὰ νὰ κοροϊδεύω τὸν παπᾶ;».
 – Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό! Εἶναι σὰν νὰ λέη ἕνας στρατιώτης, ὅταν τραυματίζεται: «Ἀφοῦ ὁ πόλεμος δὲν τέλειωσε καὶ μπορεῖ πάλι νὰ τραυματισθῶ, γιατί νὰ δέσω τὸ τραῦμα μου;». Ἀλλά, ἂν δὲν τὸ δέση, θὰ πάθη αἱμορραγία καὶ θὰ πεθάνη. Μπορεῖ ἀπὸ φιλότιμο νὰ μὴν πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, τελικὰ ὅμως ἀχρηστεύονται. Ὁ διάβολος, βλέπεις, ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ χαρίσματα. Ἂν δὲν καθαρίζουμε μὲ τὴν ἐξομολόγηση τὴν ψυχή μας, ὅταν πέφτουμε καὶ λερωνώμαστε, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι πάλι θὰ πέσουμε καὶ θὰ λερωθοῦμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στὶς παλιὲς λάσπες καὶ εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ καθαρίσουν.

Ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐξομολόγηση

 – Γέροντα, ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς λέει: «Ὁ γνωστικὸς ἐξομολογεῖται στὸν Θεὸ ὄχι μὲ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν παραπτωμάτων του, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν ἐπερχομένων θλίψεων»[4]. Τί ἐννοεῖ;
 – Καὶ τὸ ἕνα πρέπει νὰ γίνεται καὶ τὸ ἄλλο. Ἐξομολογεῖται ὁ πιστὸς στὸν πνευματικό, ἐξομολογεῖται καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν προσευχὴ ταπεινὰ στὸν Θεό, ἀπογυμνώνοντας τὸν ἑαυτό του: «Θεέ μου, ἔσφαλα, εἶμαι τέτοιος, τέτοιος». Συγχρόνως ὅμως δέχεται καὶ τὶς θλίψεις ποὺ τοῦ συμβαίνουν σὰν φάρμακο. Ὁ Ἅγιος δὲν λέει νὰ μὴν κάνης τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη ἐξομολόγηση, ἀλλὰ μόνο νὰ ὑπομένης τὶς θλίψεις. Τί θὰ πῆ «ἐξομολογοῦμαι;». Δὲν θὰ πῆ «ὁμολογῶ ἔξω αὐτὸ ποὺ ἔχω μέσα μου»; Ἂν ἔχης μέσα σου καλά, «ἐξομολογεῖσαι τῷ Κυρίῳ»[5], δηλαδὴ δοξολογεῖς τὸν Θεό. Ἂν ἔχης κακά, ἐξομολογεῖσαι τὶς ἁμαρτίες σου.
 – Γέροντα, τὴν πρώτη φορὰ ποὺ θὰ πάη κανεὶς γιὰ ἐξομολόγηση, θὰ μιλήση στὸν πνευματικὸ γιὰ ὅλη τὴν προηγούμενη ζωή του;
 – Τὴν πρώτη φορὰ θὰ κάνη μιὰ γενικὴ ἐξομολόγηση. Ὅπως ὁ ἀσθενής, ὅταν μπῆ στὸ νοσοκομεῖο, δίνει τὸ ἱστορικό του, π.χ. λέει: «εἶχα μιὰ πάθηση στοὺς πνεύμονες, ἀλλὰ τώρα ἔχει περάσει, ἔχω κάνει μιὰ ἐγχείρηση μὲ ὁλικὴ ἢ τοπικὴ νάρκωση κ.λπ.», ἔτσι καὶ στὴν πρώτη ἐξομολόγηση, ἂς προσπαθήση κανεὶς νὰ πῆ στὸν πνευματικὸ λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ζωή του, καὶ ἐκεῖνος θὰ βρῆ τὴν πληγή, γιὰ νὰ τὴν θεραπεύση. Πολλὲς φορὲς ἕνα χτύπημα, ποὺ δὲν τοῦ δίνεις σημασία, ἔχει ὕστερα συνέπειες. Βέβαια, τὴν πρώτη φορὰ ποὺ θὰ πάη στὸν πνευματικό, θὰ ἔχη νὰ πῆ, ἂς ὑποθέσουμε, ἑκατὸ ἁμαρτίες. Τὴν δεύτερη θὰ ἔχη νὰ πῆ ἑκατὸν δέκα, γιατὶ θὰ τὸν πολεμήση περισσότερο ὁ διάβολος, ἐπειδὴ ἐξομολογήθηκε καὶ τοῦ χάλασε τὴν δουλειά. Τὴν τρίτη φορὰ μπορεῖ νὰ πῆ ἑκατὸν πενῆντα, ἀλλὰ ὕστερα θὰ ἐλαττώνεται συνέχεια ὁ ἀριθμός, μέχρι ποὺ θὰ πηγαίνη γιὰ ἐξομολόγηση καὶ θὰ ἔχη νὰ πῆ ἐλάχιστες ἁμαρτίες.

Ἡ σωστὴ ἐξομολόγηση

 – Γιατί μερικὲς φορές, ἐνῶ ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει, δὲν κάνουμε τὸν ἀνάλογο ἀγώνα, γιὰ νὰ διορθωθοῦμε;
 – Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβῆ καὶ ἀπὸ ἕνα τσάκισμα ψυχικό. Ὅταν εἶναι κανεὶς πανικοβλημένος ἀπὸ κάποιον πειρασμό, θέλει νὰ ἀγωνισθῆ, ἀλλὰ δὲν ἔχει διάθεση, δὲν ἔχει ψυχικὴ δύναμη. Τότε πρέπει νὰ τακτοποιηθῆ ἐσωτερικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση. Μὲ τὴν ἐξομολόγηση παρηγοριέται, τονώνεται καὶ ξαναβρίσκει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ κουράγιο γιὰ ἀγώνα. Ἂν δὲν τακτοποιηθῆ, μπορεῖ νὰ τοῦ ἔρθη καὶ ἄλλος πειρασμός, ὁπότε, θλιμμένος ὅπως εἶναι, τσακίζεται περισσότερο, τὸν πνίγουν οἱ λογισμοί, ἀπελπίζεται καὶ μετὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγωνισθῆ καθόλου.
 – Καὶ ἂν αὐτὸ συμβαίνη συχνά;
 – Ἂν συμβαίνη συχνά, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ τακτοποιῆται συχνά, νὰ ἀνοίγη τὴν καρδιά του στὸν πνευματικό, γιὰ νὰ παίρνη κουράγιο. Καὶ ὅταν τακτοποιηθῆ, πρέπει νὰ βάλη τὴν μηχανὴ νὰ τρέξη, νὰ ἀγωνισθῆ φιλότιμα καὶ ἐντατικά, γιὰ νὰ πάρη καταπόδι τὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ.
 – Γέροντα, ὅταν δὲν αἰσθάνωμαι τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐξομολόγηση, τί φταίει;
 – Μήπως δὲν παρακολουθεῖς τὸν ἑαυτό σου; Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο. Νὰ πηγαίνης καὶ ἁπλὰ νὰ λὲς τὶς ἁμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πεῖσμα δὲν ἔχεις; Ἐγωισμὸ δὲν ἔχεις; Δὲν πληγώνεις τὴν ἀδελφή; Δὲν κατακρίνεις; Μήπως ἐγὼ τί πηγαίνω καὶ λέω; «Θύμωσα, κατέκρινα...» καὶ μοῦ διαβάζει ὁ πνευματικὸς τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Ἀλλὰ καὶ οἱ μικρὲς ἁμαρτίες ἔχουν καὶ αὐτὲς βάρος. Ὅταν πήγαινα στὸν Παπα-Τύχωνα[6] νὰ ἐξομολογηθῶ, δὲν εἶχα τίποτε σοβαρὸ νὰ πῶ καὶ μοῦ ἔλεγε: «Ἀμμούδα, παιδάκι μου, ἀμμούδα»! Οἱ μικρὲς ἁμαρτίες μαζεύονται καὶ κάνουν ἕναν σωρὸ ἀμμούδα, ποὺ εἶναι ὅμως βαρύτερη ἀπὸ μιὰ μεγάλη πέτρα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει κάνει ἕνα ἁμάρτημα μεγάλο, τὸ σκέφτεται συνέχεια, μετανοεῖ καὶ ταπεινώνεται. Ἐσὺ ἔχεις πολλὰ μικρά. Ἐὰν ὅμως ἐξετάσης τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες ἐσὺ μεγάλωσες καὶ τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες μεγάλωσε ὁ ἄλλος, θὰ δῆς ὅτι εἶσαι χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνον. Νὰ προσπαθῆς ἐπίσης νὰ εἶσαι συγκεκριμένη στὴν ἐξομολόγησή σου. Δὲν φθάνει νὰ πῆ κανεὶς λ.χ. «ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ.», ἀλλὰ πρέπει νὰ πῆ τὶς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Καί, ὅταν πρόκειται γιὰ κάτι βαρύ, ὅπως ἡ πονηριά, πρέπει νὰ πῆ καὶ πῶς σκέφθηκε καὶ πῶς ἐνήργησε· ἀλλιῶς κοροϊδεύει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁμολογῆ τὴν ἀλήθεια στὸν πνευματικό, δὲν τοῦ ἀποκαλύπτη τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὸν βοηθήση, παθαίνει ζημιά, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος κάνει μεγάλο κακὸ στὴν ὑγεία του, ὅταν κρύβη τὴν πάθησή του ἀπὸ τὸν γιατρό. Ἐνῶ, ὅταν ἐκθέτη τὸν ἑαυτό του ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, τότε ὁ πνευματικὸς μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίση καλύτερα καὶ νὰ τὸν βοηθήση πιὸ θετικά.
Ὕστερα, ὅταν κανεὶς ἀδικήση ἢ πληγώση μὲ τὴν συμπεριφορά του ἕναν ἄνθρωπο, πρέπει πρῶτα νὰ πάη νὰ τοῦ ζητήση ταπεινὰ συγχώρηση, νὰ συμφιλιωθῆ μαζί του, καὶ ἔπειτα νὰ ἐξομολογηθῆ τὴν πτώση του στὸν πνευματικό, γιὰ νὰ λάβη τὴν ἄφεση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν πῆ τὸ σφάλμα του στὸν πνευματικό, χωρὶς προηγουμένως νὰ ζητήση συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλήγωσε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰρηνεύση ἡ ψυχή του, γιατὶ δὲν ταπεινώνεται. Ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλήγωσε ἔχη πεθάνει ἢ δὲν μπορῆ νὰ τὸν βρῆ, γιατὶ ἄλλαξε κατοικία καὶ δὲν ἔχει τὴν διεύθυνσή του, γιὰ νὰ τοῦ ζητήση, ἔστω καὶ γραπτῶς, συγγνώμην, ἀλλὰ ἔχη διάθεση νὰ τὸ κάνη, τότε ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, γιατὶ βλέπει τὴν διάθεσή του.
 – Ἄν, Γέροντα, ζητήσουμε συγχώρεση καὶ δὲν μᾶς συγχωρήση;
 – Τότε νὰ κάνουμε προσευχὴ νὰ μαλακώση ὁ Θεὸς τὴν καρδιά του. Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση νὰ μὴ βοηθάη ὁ Θεὸς νὰ μαλακώση ἡ καρδιά του, γιατί, ἂν μᾶς συγχωρήση, μπορεῖ νὰ ξαναπέσουμε στὸ ἴδιο σφάλμα.
 – Γέροντα, ὅταν κανεὶς κάνη ἕνα σοβαρὸ σφάλμα, ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ ἐξομολογηθῆ ἀμέσως;
 – Γιατί νὰ τὸ ἀφήση; Γιὰ νὰ ξινίση; Ὅσο κρατᾶς ἕνα χαλασμένο πράγμα, τόσο χαλάει. Γιατί νὰ ἀφήση νὰ περάσουν ἕνας-δύο μῆνες, γιὰ νὰ πάη στὸν πνευματικὸ νὰ τὸ ἐξομολογηθῆ; Νὰ πάη τὸ συντομώτερο. Ἂν ἔχη μιὰ πληγὴ ἀνοιχτή, θὰ ἀφήση νὰ περάση ἕνας μήνας, γιὰ νὰ τὴν θεραπεύση; Οὔτε νὰ περιμένη νὰ πάη, ὅταν θὰ ἔχη πολὺ χρόνο ὁ πνευματικός, γιὰ νὰ ἔχη πιὸ πολλὴ ἄνεση. Αὐτὸ τὸ ἕνα σφάλμα, τὰκ–τὰκ νὰ τὸ λέη ἀμέσως καὶ μετά, ὅταν ὁ πνευματικὸς θὰ ἔχη χρόνο, νὰ πηγαίνη γιὰ πιὸ πολύ, γιὰ μιὰ συζήτηση κ.λπ.
Δὲν χρειάζεται ὥρα πολλή, γιὰ νὰ δώσω εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ὅταν ἡ συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ δυὸ λόγια εἰκόνα τῆς καταστάσεώς του. Ὅταν ὅμως ὑπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεῖ νὰ λέη πολλὰ καὶ νὰ μὴ δίνη εἰκόνα. Νά, βλέπω, μερικοὶ μοῦ γράφουν ὁλόκληρα τετράδια, εἴκοσι-τριάντα σελίδες ἀναφορᾶς μὲ μικρὰ γράμματα, καὶ μερικὲς σελίδες ὑστερόγραφο... Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουν, μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν σὲ μιὰ σελίδα.

Τὰ ἐλαφρυντικὰ στὴν ἐξομολόγησή μας γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδηση

 – Ὅταν, Γέροντα, κατὰ τὴν ἐξομολόγηση μιᾶς ἁμαρτίας δὲν νιώθη κανεὶς τὸν πόνο ποὺ ἔνιωσε, ὅταν ἔκανε τὴν ἁμαρτία, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ μετάνοια;
 – Ἂν ἔχη περάσει καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ ἔκανε αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ἐπουλώνεται ἡ πληγή, γι᾿ αὐτὸ δὲν νιώθει τὸν ἴδιο πόνο. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξη, εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ τὸν ἑαυτό του κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐγώ, ὅταν πάω νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ πῶ λ.χ. «θύμωσα» – ἄσχετα ἂν χρειαζόταν νὰ δώσω καὶ σκαμπίλι –, δὲν ἀναφέρω τὸ θέμα, γιὰ νὰ μὴ μοῦ δώση ἐλαφρυντικὰ ὁ πνευματικός. Ὅποιος ἐξομολογεῖται καὶ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔχει ἀνάπαυση ἐσωτερική, ὅσο ἀσυνείδητος καὶ ἂν εἶναι. Τὰ ἐλαφρυντικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ στὴν ἐξομολόγησή του γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδησή του. Ἐνῶ, ὅποιος ὑπερβάλλει τὰ σφάλματά του, γιατὶ ἔχει λεπτὴ συνείδηση, καὶ δέχεται καὶ μεγάλο κανόνα ἀπὸ τὸν πνευματικό, αὐτὸς νιώθει ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν κλέψουν λ.χ. μιὰ ρώγα, νιώθουν σὰν νὰ πῆραν πολλὰ καλάθια σταφύλια καὶ σκέφτονται συνέχεια τὸ σφάλμα τους. Δὲν κοιμοῦνται ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄλλοι, ἐνῶ ἔχουν κλέψει ὁλόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ λένε πὼς πῆραν ἕνα τσαμπί. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μεγαλοποιοῦν τὸ παραμικρὸ σφάλμα τους καὶ στενοχωριοῦνται καὶ ὑποφέρουν πολὺ γιὰ μιὰ μικρή τους ἀταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριὰ νιώθουν; Ἐδῶ βλέπεις τὴν θεία δικαιοσύνη, πῶς ὁ Καλὸς Θεὸς ἀνταμείβει.
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὅσοι ἐκθέτουν τὰ σφάλματά τους ταπεινὰ στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξευτελίζονται, λάμπουν, γιατὶ δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπόστρατος μὲ πόση συντριβὴ μοῦ διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε κάνει ἀπὸ ὀκτὼ χρόνων παιδάκι. Ἕνα τόπι εἶχε πάρει ἀπὸ ἕνα παιδάκι γιὰ μιὰ μόνο νύχτα – τὴν ἄλλη μέρα τοῦ τὸ ἔδωσε – καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ τὸ στενοχώρησε. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε, ἔψαξε καὶ βρῆκε ὅσους εἶχε λυπήσει, ὅταν ὑπηρετοῦσε – ἄσχετα ἂν ἐκτελοῦσε καθῆκον τῆς ὑπηρεσίας του –, καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Ὅλα τὰ ἔπαιρνε ἐπάνω του. Μένει τώρα σὲ ἕνα χωριὸ καὶ τὰ χρήματά του τὰ δίνει ἐλεημοσύνη. Ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἡλικιωμένη μάνα του, ἐνενῆντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη μὲ ἡμιπληγία καί, ἐπειδὴ βλέπει τὸ σῶμα της, ὅταν τὴν φροντίζη, τὸν πειράζει ὁ λογισμός. «Ἂν ὁ Χὰμ ποὺ εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ πατέρα του τιμωρήθηκε[7], λέει, τότε ἐγώ...». Συνέχεια ἔκλαιγε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα ἀπὸ τὴν συντριβή του!
 – Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ μεγαλοποιῆ κανεὶς τὰ σφάλματά του, γιὰ νὰ δείξη ὅτι κάνει λεπτὴ ἐργασία;
 – Ἐκεῖνο εἶναι ἄλλο· τότε ὑπερηφανεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση.

Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση

 – Γέροντα, μετὰ τὴν ἐξομολόγηση δικαιολογεῖται νὰ νιώθης βάρος;
 – Γιατί νὰ νιώθης βάρος; Μὲ μιὰ σωστὴ ἐξομολόγηση σβήνουν ὅλα τὰ παλιά. Ἀνοίγονται νέα δεφτέρια. Ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλλάζει τελείως ὁ ἄνθρωπος. Χάνονται ἡ ταραχή, ἡ ἀγριάδα, τὸ ἄγχος καὶ ἔρχονται ἡ γαλήνη, ἡ ἠρεμία. Τόσο αἰσθητὸ εἶναι αὐτὸ ἀκόμη καὶ ἐξωτερικά, ποὺ λέω σὲ μερικοὺς νὰ φωτογραφηθοῦν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγηση, γιὰ νὰ διαπιστώσουν καὶ οἱ ἴδιοι τὴν καλὴ ἀλλοίωση, γιατὶ στὸ πρόσωπο ζωγραφίζεται ἡ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ κατάσταση. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας κάνουν θαύματα. Ὅσο πλησιάζει κανεὶς στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, θεώνεται, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ προδίδεται ἀπὸ τὴν θεία Χάρη.
 – Δηλαδή, Γέροντα, μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση νιώθεις ἀμέσως χαρά;
 – Ὄχι πάντοτε. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴ χαρῆς ἀμέσως, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ γεννιέται μέσα σου ἡ χαρά. Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση χρειάζεται ἡ φιλότιμη ἀναγνώριση. Νὰ νιώθης ὅπως αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζεται ἕνα χρέος ποὺ ἔχει, καὶ ἀπὸ φιλότιμο αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη καὶ ὑποχρέωση πρὸς τὸν εὐεργέτη του. Νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεό, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ ζῆς καὶ τὸ ψαλμικό: «τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός»[8], γιὰ νὰ μὴν ξεθαρρεύης καὶ ἐπαναλαμβάνης τὰ ἴδια σφάλματα.
 – Γέροντα, διάβασα κάπου ὅτι οἱ δαίμονες θὰ μᾶς βασανίσουν στὴν ἄλλη ζωὴ ἀκόμη καὶ γιὰ ἕναν κακὸ λογισμὸ ποὺ δὲν ἐξομολογηθήκαμε.
 – Κοίταξε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήση καὶ πῆ στὸν πνευματικὸ ὅ,τι θυμόταν, χωρὶς νὰ ἔχη τὴν πρόθεση νὰ κρύψη κάτι, τελείωσε· τὰ ταγκαλάκια δὲν ἔχουν καμμία ἐξουσία ἐπάνω του. Ὅταν ὅμως δὲν ἐξομολογηθῆ ἐν γνώσει του μερικὲς ἁμαρτίες του, θὰ βασανίζεται στὴν ἄλλη ζωὴ γι᾿ αὐτές.
 – Γέροντα, ὅταν κάποιος ἐξομολογήθηκε νεανικά του σφάλματα, ἀλλὰ πάλι τὰ σκέφτεται καὶ ταλαιπωρῆται, εἶναι σωστὴ ἀντιμετώπιση;
 – Ἂν ἔχη πολλὴ συντριβὴ γιὰ τὰ νεανικά του σφάλματα καὶ τὰ ἐξομολογήθηκε, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ταλαιπωρῆται, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ τὰ συγχώρησε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ ἐξομολογήθηκε. Στὸ ἑξῆς δὲν πρέπει νὰ σκαλίζη τὰ παλιά, ἰδίως σαρκικὰ ἁμαρτήματα, γιατὶ μπορεῖ νὰ πάθη ζημιά. Στὸν πόλεμο π.χ. πέφτει μιὰ χειροβομβίδα δίπλα σὲ ἕναν στρατιώτη, ἀλλὰ τὸν φυλάει ὁ Θεὸς καὶ δὲν σκάζει. Ὅταν τελειώση ὁ πόλεμος, βρίσκει ὁ στρατιώτης τὴν χειροβομβίδα ποὺ δὲν ἔσκασε καὶ ἀρχίζει νὰ τὴν περιεργάζεται, καὶ τελικὰ ἀνατινάζεται στὸν ἀέρα σὲ καιρὸ εἰρήνης.

Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν πνευματικὸ

 – Γέροντα, ἂν στενοχωρεθῆ κάποιος πολύ, γιατὶ τὸν μάλωσε γιὰ κάποιο σφάλμα του ὁ πνευματικός, καὶ πέση σὲ λύπη, αὐτὸ ἔχει μέσα ἐγωισμό;
 – Ἒμ βέβαια, ἔχει μέσα καὶ ἐγωισμό. Ἂν στενοχωρεθῆ κατὰ Θεόν, θὰ ἔχη παρηγοριά, θὰ ἔχη καὶ πρόοδο, γιατὶ θὰ προσπαθήση νὰ μὴν τὸ ξανακάνη. Πρέπει νὰ λέη τὶς δυσκολίες, τοὺς λογισμούς του, τὶς πτώσεις του στὸν πνευματικὸ καὶ νὰ δέχεται μὲ χαρὰ καὶ τὴν ἤπια καὶ τὴν αὐστηρὴ συμπεριφορά του, γιατὶ ὅλα ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γίνονται γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ψυχῆς του.
 – Καὶ ἄν, Γέροντα, δὲν δέχωμαι τὸ μάλωμα ἢ τὴν παρατήρηση;
 – Ἂν δὲν δέχεσαι, θὰ μείνης ἀδιόρθωτη. Ὅσοι δὲν δέχονται παρατηρήσεις οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν, τελικὰ παραμένουν στραβόξυλα καὶ ἀχρηστεύονται μόνοι τους πνευματικά. Ὅπως οἱ σανίδες ποὺ δὲν δέχονται τὸ πλάνισμα τοῦ μαραγκοῦ, γιὰ νὰ γίνουν ἔπιπλα, καταλήγουν στὰ μπετὰ ἢ στὶς σκαλωσιὲς καὶ πατιοῦνται καὶ λασπώνονται, μέχρι ποὺ καταλήγουν στὴν φωτιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ στὸ τέλος καταστρέφονται.
 – Γέροντα, ὅταν κάποιος διαφωνῆ σὲ ἕνα θέμα μὲ τὸν πνευματικό του, τί πρέπει νὰ κάνη;
 – Νὰ πῆ ἁπλὰ καὶ ταπεινὰ τὸν λογισμό του. Βέβαια χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴν ἐκλογὴ τοῦ πνευματικοῦ, ὥστε νὰ μπορῆ κανεὶς νὰ τὸν ἐμπιστεύεται καὶ νὰ ἀναπαύεται μὲ τὴν καθοδήγησή του.
 – Συμφέρει, Γέροντα, ὅταν κανεὶς βλέπη κάτι διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν πνευματικό, νὰ ἐπιμένη στὴν γνώμη του;
 – Ὄχι, γιατὶ δὲν ξέρει τί κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δὲν θεωρεῖ σωστό. Γιὰ νὰ καταλάβη π.χ. κάποιος τί κρύβεται πίσω ἀπὸ μιὰ ἐνέργεια τοῦ πνευματικοῦ του, ἴσως ὁ πνευματικὸς νὰ πρέπη νὰ τοῦ πῆ τὴν ἐξομολόγηση ἑνὸς ἄλλου. Ἐπιτρέπεται νὰ πῆ τὴν ἐξομολόγηση τοῦ ἄλλου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἂς ποῦμε ὅτι ἔχει συνεννοηθῆ μὲ τὸν πνευματικὸ νὰ τὸν δῆ τὴν τάδε ὥρα, ἀλλὰ τὴν ὥρα ἐκείνη πηγαίνει καὶ κάποιος ἄλλος ποὺ εἶχε λογισμοὺς νὰ αὐτοκτονήση καὶ ὁ πνευματικὸς παίρνει πρῶτα ἐκεῖνον. Ὁπότε σκέφτεται: «Πῆρε πρῶτα αὐτόν, ἐμένα μὲ περιφρονεῖ». Πῶς νὰ τοῦ πῆ ὅμως ὁ πνευματικὸς ὅτι αὐτὸς εἶχε φθάσει στὸ σημεῖο νὰ κάνη ἀπόπειρα αὐτοκτονίας; Ἂν τοῦ ἐξηγήση, καταστρέφει, χαντακώνει τὸν ἄλλον. Ἐνῶ, ἂν σκανδαλισθῆ αὐτὸς ἢ ἂν κατεβάση τὰ μοῦτρα, δὲν θὰ γίνη καὶ μεγάλο κακό. Μιὰ φορὰ ἔτσι σκανδαλίσθηκαν μερικοὶ ποὺ ἦρθαν ἐκεῖ στὸ Καλύβι. Ἦταν κάποιος ποὺ τὸν κατάφεραν μὲ πολλὴ δυσκολία οἱ δικοί του νὰ ἔρθη νὰ συζητήσουμε καὶ τὸν δέχθηκα μὲ πολλὴ χαρά. Τὸν ἀσπάσθηκα, τοῦ ἔδωσα κομποσχοίνι, εἰκονάκια. Οἱ ἄλλοι παρεξηγήθηκαν. «Ἐμᾶς ὁ Γέροντας, εἶπαν, οὔτε μᾶς ἔδωσε σημασία». Αὐτὸς ὁ καημένος ἦταν ἄσωτος· ἐγὼ ἤξερα λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωή του. Ἔφυγε μετὰ ἄλλος ἄνθρωπος. Χίλιες φορὲς νὰ σκανδαλισθοῦν οἱ ἄλλοι. Δὲν μπορεῖς, γιὰ νὰ ἀναπαύσης τὸν ἕναν μὲ μιὰ ἐξήγηση, νὰ καταστρέψης τὸν ἄλλον.

Ἡ σωστὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικὸ

Ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅταν θέλη νὰ βοηθήση κάποιον, προσπαθεῖ νὰ τὸν συνδέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι νὰ τὸν δέση μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν συνέχεια χαίρεται, ὅταν καταφέρη νὰ τὸν συνδέση μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὁ ἄλλος ἀγωνίζεται προσβλέποντας στὸν Χριστό. Τότε καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἔχει τὸν μισθό του καὶ τὰ πράγματα πᾶνε κανονικά. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καὶ κοιτάζη πῶς νὰ εὐχαριστήση αὐτὸν ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸν συνδέση μὲ τὸν Χριστό, ἂν δηλαδὴ μιὰ ἐνέργειά του θὰ στενοχωρήση ἢ θὰ χαροποιήση ἐκεῖνον, καὶ δὲν κοιτάζη πῶς ὁ Χριστὸς βλέπει αὐτὴν τὴν ἐνέργειά του, τότε οὔτε τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν βοηθάει εὐχαριστεῖ, οὔτε τὸν Χριστό, ἀλλὰ οὔτε ὁ ἴδιος ὠφελεῖται, γιατὶ δὲν δέχεται θεϊκὴ βοήθεια. Δηλαδὴ οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ πνευματικὸς χαίρεται γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο κάνει, ἀλλὰ οὔτε ὁ ἴδιος βοηθιέται, γιὰ νὰ ξεπεράση μιὰ δυσκολία. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ψάλλει μιὰ ἀδελφὴ καὶ σκέφτεται: «Ἄραγε ψάλλω καλά; Θὰ χαρῆ ἡ Γερόντισσα;». Ἔ, αὐτὴ δὲν βοηθιέται. Ἐνῶ, ἂν ψάλλη γιὰ τὸν Χριστό, τὰ πράγματα πᾶνε κανονικά· καὶ καλὰ θὰ ψάλη καὶ τὴν Γερόντισσα θὰ εὐχαριστήση.
 – Γέροντα, ὅταν κανεὶς δὲν καταλάβη σωστὰ αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, φταίει;
 – Κοίταξε, ἂν δὲν κατάλαβε, ἐπειδὴ εἶχε μιὰ ἐπιθυμία καὶ ὁ νοῦς του ἦταν ἐκεῖ, πάλι φταίει. Μερικοὶ τὸ θέλημα τὸ δικό τους τὸ κάνουν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ρωτάει λ.χ. κάποιος τὸν πνευματικό του γιὰ ἕνα πρόβλημά του καὶ ἔχει στὸν λογισμό του τὴν λύση ποὺ θέλει, ποὺ τὸν ἀναπαύει. Ὁ πνευματικὸς τοῦ λέει τί πρέπει νὰ κάνη καὶ αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι τοῦ εἶπε νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ἤθελε, καὶ τὸ κάνει μὲ χαρά, νομίζοντας κιόλας ὅτι κάνει ὑπακοή. Καὶ ἂν τοῦ πῆ μετὰ ὁ πνευματικὸς «γιατί ἐνήργησες ἔτσι;», τοῦ λέει: «Ἔτσι δὲν μοῦ εἶπες νὰ κάνω;».
Ἀλλὰ καὶ μερικὲς φορές, αὐτὸ ποὺ λέει ὁ πνευματικός, δὲν εἶναι νὰ τὸ πάρη κανεὶς κατὰ γράμμα. Μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος τοῦ λέγειν. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ περίπτωση, γιὰ νὰ καταλάβετε. Μιὰ σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, ποὺ εἶχε καὶ παιδιά, εἶχε μπλέξει ἕναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Τὸ παιδὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ συζοῦσε μὲ τὴν καθηγήτρια. Ὅταν ὁ πατέρας του ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε τὸν πόνο του, τοῦ εἶπα νὰ κάνη γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὅ,τι τοῦ πῆ ὁ πνευματικός του. Πῆγε λοιπὸν ὁ καημένος στὸν πνευματικὸ καὶ μετὰ ἦρθε πάλι σ᾿ ἐμένα. Ἐγὼ εἶχα ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὴν Ἐξαρχία τοῦ Πατριαρχείου[9], δὲν μποροῦσα νὰ συζητήσω μαζί του καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ κάνης ὅ,τι σοῦ εἶπε ὁ πνευματικός σου». Αὐτὸς δὲν ἔφευγε – καὶ εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔφυγε καὶ ἐπέμενε. Κάποια στιγμὴ ποὺ εὐκαίρησα, τὸν εἶδα λίγο καὶ μοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἀποφάσισα νὰ τὴν σκοτώσω αὐτὴν τὴν γυναίκα, γιατὶ ἔτσι μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός μου». «Γιά στάσου, καλέ μου ἄνθρωπε, τοῦ λέω, τί ἀκριβῶς σοῦ εἶπε ὁ πνευματικός;». «Μοῦ εἶπε: "Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι γιὰ σκότωμα"». Καταλάβατε; Ὁ πνευματικὸς εἶπε, τρόπος τοῦ λέγειν, «αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι γιὰ σκότωμα», ὄχι νὰ τὴν σκοτώση! Ἀπὸ τότε δὲν λέω σὲ κανέναν: «νὰ κάνης ὅ,τι σοῦ εἶπε ὁ πνευματικός», ἀλλὰ ρωτάω τί τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός...
 – Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ ζητάη κάποιος βοήθεια ἀπὸ τὸν πνευματικό του καὶ συγχρόνως νὰ προτείνη καὶ τὴν λύση;
 – Ἒμ τότε, τί βοήθεια ζητάει; Ἄλλο εἶναι νὰ πῆ ταπεινὰ σὰν λογισμὸ στὸν πνευματικό του τί νομίζει ὅτι θὰ τὸν βοηθήση – αὐτὸ ἐπιβάλλεται – καὶ ἄλλο εἶναι νὰ ἐπιμένη ὅτι ὁ λογισμός του αὐτὸς εἶναι σωστός. Τότε εἶναι ποὺ δὲν κάνει ὁ ἄνθρωπος προκοπή. Εἶναι σὰν νὰ πηγαίνη στὸν γιατρὸ καὶ νὰ τοῦ λέη: «Αὐτὸ τὸ φάρμακο νὰ μοῦ δώσης». Ὁ ἄρρωστος ὀφείλει νὰ κάνη ὑπακοὴ στὸν γιατρό· δὲν θὰ τοῦ ὑποδείξη τί εἴδους φάρμακα θὰ τοῦ δώση. Δὲν εἶναι ἐδῶ θέμα ὀρέξεως, ὅπως μὲ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ γλυκά, γιὰ νὰ πῆ κανείς: «Θέλω μπακλαβᾶ ἢ θέλω κανταΐφι». Ἀνάλογα μὲ τὴν πάθηση ὁ γιατρὸς δίνει καὶ τὸ φάρμακο.

3.  Ὁ πνευματικὸς ἰατρὸς τῆς ψυχῆς

Ἀνάγκη καλῶν πνευματικῶν

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι κουρασμένοι, ζαλισμένοι καὶ σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἐγωισμό. Γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει ἀνάγκη, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ἀπὸ καλοὺς καὶ ἔμπειρους πνευματικούς, ποὺ θὰ πλησιάζουν τοὺς ἀνθρώπους ἁπλὰ καὶ μὲ πραγματικὴ ἀγάπη καὶ θὰ τοὺς καθοδηγοῦν μὲ διάκριση, γιὰ νὰ εἰρηνεύουν. Χωρὶς καλοὺς πνευματικοὺς ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες καὶ γεμίζουν τὰ ψυχιατρεῖα, οἱ φυλακὲς καὶ τὰ νοσοκομεῖα. Πρέπει νὰ συναισθανθοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ταλαιπωροῦνται, γιατὶ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν ταπεινὰ τὶς ἁμαρτίες τους.
Ἡ ἐργασία τοῦ πνευματικοῦ εἶναι ἐσωτερικὴ θεραπεία. Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος γιατρὸς ἀπὸ τὸν ἔμπειρο πνευματικό, ποὺ ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη μὲ τὴν ἁγιότητά του, πετάει ἀπὸ τὰ εὐαίσθητα πλάσματα τοῦ Θεοῦ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνει τὸ ταγκαλάκι καὶ θεραπεύει ψυχὲς καὶ σώματα δίχως φάρμακα, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πνευματικός, ὅταν ἔχη θεῖο φωτισμό, πνεῦμα Θεοῦ, καταλαβαίνει καὶ διακρίνει καταστάσεις, καὶ μπορεῖ νὰ δίνη σωστὲς κατευθύνσεις στὶς ψυχές. Καλὰ εἶναι νὰ μὴν ἔχη πολλὲς ἀπασχολήσεις, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ διαθέτη τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο γιὰ τὴν κάθε ψυχὴ καὶ νὰ κάνη σωστὰ τὴν δουλειά του. Διαφορετικά, παθαίνει ὅ,τι καὶ ἕνας καλὸς χειρουργὸς πού, ὅταν κάθε μέρα ἔχη νὰ κάνη πολλὲς ἐγχειρήσεις, κουράζεται καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ μὴν ἀποδίδη ὅσο μπορεῖ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ ἀναμειγνύεται σὲ ὅλα τὰ οἰκογενειακὰ θέματα, ἀλλὰ νὰ περιορίζεται σὲ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν συγκεκριμένη κάθε φορὰ ψυχή, ὥστε νὰ ἔχη τὸν χρόνο νὰ τὴν βοηθήση ἀποτελεσματικά. Οὔτε ὅμως ὁ ἐξομολογούμενος πρέπει νὰ ἀπασχολῆ τὸν πνευματικὸ μὲ θέματα γιὰ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ρωτήση ἄλλους πιὸ ἁρμόδιους, νὰ τὸν ρωτάη π.χ. ποιό σπίτι νὰ νοικιάση ἢ σὲ ποιό φροντιστήριο νὰ στείλη τὸ παιδί του κ.λπ.
Στὴν ἐξομολόγηση κρίνεται καὶ ὁ ἐξομολογούμενος καὶ ὁ πνευματικός. Πολὺ βοηθάει γιὰ τὴν καθοδήγηση τῆς ψυχῆς ἡ ἐλευθερία ἡ πνευματική. Νὰ μὴν ἀκολουθῆ δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς κάποια γραμμὴ ποὺ τοῦ βάζουν ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ βλέπη τί λένε οἱ Πατέρες καὶ νὰ ἐνεργῆ μὲ διάκριση ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν πτώση, μὲ τὴν μετάνοια. Βλέπω ὅμως μερικὲς φορὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει εἰλικρίνεια. Μερικοὶ ποὺ ἔχουν εὐθύνη γιὰ τὶς ψυχὲς δὲν κάθονται νὰ ποῦν στὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι λ.χ. μπλεγμένος μὲ μάγους, μὲ πλανεμένους κ.λπ., μιὰ κουβέντα, νὰ τὸν προβληματίσουν λίγο, νὰ πάρουν μιὰ θέση, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν φασαρίες μαζί τους. Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴν τὰ χαλάσουμε μὲ τὸν ἕναν καὶ μὲ τὸν ἄλλον καὶ γιὰ νὰ λένε καλὰ λόγια γιὰ μᾶς, νὰ ἀφήσουμε τὸν ἄνθρωπο νὰ καταστραφῆ καὶ νὰ χαίρεται ὁ διάβολος;

Ἡ διάκριση καὶ ἡ πεῖρα τοῦ πνευματικοῦ

 – Γέροντα, στὴν ἐποχή μας, μὲ τὴν τόση ἁμαρτία ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, δὲν εἶναι δύσκολη μερικὲς φορὲς ἡ θέση τοῦ πνευματικοῦ;
 – Ναί, εἶναι δύσκολη. Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ καλὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς νὰ προσπαθῆ νὰ διορθώνη τὰ πολὺ σοβαρὰ ἁμαρτήματα, μέχρι νὰ φύγη ἡ πολλὴ ἁμαρτία ἀπὸ τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουν πιὸ δεκτικά. Νὰ φέρεται μὲ ἐπιείκεια, ἀλλὰ συγχρόνως μὲ τρόπο νὰ καθοδηγῆ τὸν ἄνθρωπο ἔτσι, ὥστε νὰ καταλάβη τὰ σφάλματά του καὶ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονίζη στὸν ἐξομολογούμενο ὅτι χρειάζεται μετάνοια, ἀλλαγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ λάβη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης πολὺ βοηθάει νὰ μιλάη στοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη γιὰ τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε μόνοι τους νὰ φιλοτιμηθοῦν, νὰ αἰσθανθοῦν τὰ λάθη τους καὶ νὰ ἀλλάξουν συνήθειες.
Ἕνας νέος πνευματικός, μέχρι νὰ ἀποκτήση πεῖρα, εἶναι καλύτερα νὰ βοηθάη σὲ εὔκολες περιπτώσεις. Μπορεῖ λ.χ. μιὰ δύσκολη ψυχὴ νὰ καθυστερῆ τὴν πνευματική του πρόοδο μὲ τὰ σαμποτὰζ ποὺ θὰ τοῦ κάνη καὶ νὰ τοῦ τρώη ὅλον τὸν χρόνο. Ἂν δὲν προσέξη, μὲ τὴν καλή του διάθεση θὰ δίνη πάντοτε σημασία στὶς σκηνὲς ποὺ θὰ κάνη μιὰ τέτοια ψυχή, θὰ ξοδεύη ἄσκοπα τὶς δυνάμεις του καὶ θὰ ταλαιπωρῆται. Ὅταν ἀποκτήση πεῖρα, θὰ ξέρη πότε πρέπει νὰ δώση σημασία καὶ πότε νὰ ἀδιαφορήση. Νά, τώρα ἐγὼ στὰ γράμματα ποὺ μοῦ στέλνουν ρίχνω μιὰ ματιὰ καί, ἂν εἶναι κάτι σοβαρό, σ᾿ ἐκεῖνο θὰ δώσω προσοχή. Εἶναι καὶ τοῦ πειρασμοῦ πολλὲς φορές. Ἄλλος σοῦ λέει: «δυὸ λεπτά, κάτι θὰ σοῦ πῶ ἐδῶ στὴν πόρτα» καὶ σὲ κρατάει μιὰ ὥρα. Νὰ εἶσαι ἱδρωμένος, νὰ σὲ χτυπάη ἐν τῷ μεταξὺ τὸ ρεῦμα, νὰ τρέμης, καὶ νὰ σοῦ λέη ἱστορίες, σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Ἔ, ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι αὐτό; Μετὰ ἀρρωσταίνεις, δὲν μπορεῖς νὰ κάνης προσευχὴ οὔτε γιὰ τὸν κόσμο οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἀχρηστεύεσαι γιὰ μέρες. Ἔρχεται ὕστερα κάποιος ποὺ ὁ καημένος ἔχει πραγματικὴ ἀνάγκη, καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν βοηθήσης.
Αὐτοὺς πάλι ποὺ ἔχουν κάποιο σοβαρὸ πρόβλημα, δὲν φθάνει νὰ τοὺς ἀκούσης, νὰ δῆς ὅτι ἔχουν ἕναν πόνο καὶ νὰ τοὺς πῆς: «Πάρε μιὰ ἀσπιρίνη». «Ἕνα λεπτὸ νὰ σὲ ἀπασχολήσω, λένε μερικοί, γιατὶ φεύγει τὸ αὐτοκίνητο», καὶ σοῦ λένε ἕνα σοβαρὸ θέμα. Σὰν νὰ ἔχη κάποιος καρκίνο καὶ νὰ λέη στὸν γιατρό: «Κάνε μιὰ ἐγχείρηση, γιατὶ φεύγω σὲ λίγο μὲ τὸ ἀεροπλάνο!». Κάθε πάθηση θέλει τὸν ἀνάλογο χρόνο. Νὰ δῆς ἀπὸ ποῦ ξεκινάει, τί συμπτώματα ἔχει κ.λπ. Σὲ ἕνα σοβαρὸ θέμα δὲν μπορεῖς νὰ δώσης πρόχειρες λύσεις. Ἕνας δόκιμος μοναχὸς μὲ πλησίασε στὴν λιτανεία ποὺ κάνουν στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα, ἀκριβῶς μόλις πήραμε μιὰ ἀνηφόρα, καὶ ἤθελε νὰ τοῦ πῶ περὶ νοερᾶς προσευχῆς. Τόσες φορὲς εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι καὶ ποτὲ δὲν ρώτησε γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, καὶ ἐκεῖ, πάνω στὴν ἀνηφόρα, εἶχε τὴν ἔμπνευση νὰ ρωτήση γιὰ ἕνα τόσο λεπτὸ θέμα! Ἕνα λεπτὸ καὶ σοβαρὸ θέμα δὲν συζητιέται οὔτε στὸ πόδι οὔτε στὸν ἀνήφορο...

Ὁ πνευματικὸς καθορίζει κάθε πότε θὰ κοινωνάη ὁ πιστὸς

 – Γέροντα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ὁ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει»[10]. Πότε κοινωνάει κανεὶς «ἀναξίως»;
 – Βασικὰ πρέπει νὰ προσερχώμαστε στὴν θεία Κοινωνία ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός μας. Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς τὴν συντριβὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Ὅταν ὑπάρχη κάτι ποὺ ἐνοχλεῖ τὴν συνείδησή μας, πρέπει νὰ τὸ τακτοποιοῦμε. Ἂν π.χ. μαλώσαμε μὲ κάποιον, πρέπει νὰ συμφιλιωθοῦμε μαζί του καὶ ὕστερα νὰ κοινωνήσουμε.
 – Γέροντα, μερικοί, ἐνῶ ἔχουν εὐλογία ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νὰ κοινωνήσουν, διστάζουν.
 – Δὲν θὰ ρυθμίση κανεὶς μόνος του, ἂν θὰ κοινωνήση ἢ ὄχι. Ἂν μόνος του ἀποφασίζη νὰ κοινωνήση ἢ νὰ μὴν κοινωνήση, θὰ τὸ ἐκμεταλλευτῆ ὁ διάβολος καὶ θὰ τοῦ ἀνοίξη δουλειά. Πολλὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι, ἐνῶ δὲν εἴμαστε, ἢ ἄλλοτε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο πράγματι δὲν εἴμαστε ἄξιοι, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων χρειάζεται ἡ θεία μετάγγιση γιὰ νοσηλεία καὶ ἡ θεία παρηγοριά, γιατὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ συντριβὴ τῆς μετανοίας μπορεῖ νὰ ἔρθη ἀπὸ τὰ δεξιὰ ὁ ἐχθρὸς καὶ νὰ μᾶς ρίξη σὲ ἀπόγνωση.
 – Δηλαδή, Γέροντα, κάθε πότε πρέπει νὰ κοινωνάη κανείς;
 – Τὸ κάθε πότε πρέπει νὰ κοινωνάη κανεὶς καὶ τὸ πόσο πρέπει νὰ νηστεύη πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία δὲν μπαίνουν σὲ καλούπι. Ὁ πνευματικὸς θὰ καθορίζη μὲ διάκριση κάθε πότε θὰ κοινωνάη καὶ πόσο θὰ νηστεύη, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχὴ ποὺ ἔχει. Παράλληλα θὰ τὸν ὁδηγῆ καὶ στὴν πνευματικὴ νηστεία, τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ρυθμίζοντάς την καὶ αὐτὴν ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική του εὐαισθησία, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ πόσο συναισθάνεται τὸ σφάλμα του, καὶ ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του τὸ κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη ὁ ἐχθρὸς πολεμώντας μιὰ εὐαίσθητη ψυχή, γιὰ νὰ τὴν φέρη σὲ ἀπόγνωση. Σὲ πτώσεις λ.χ. σαρκικές, γιὰ τὶς ὁποῖες δίνεται κανόνας σαράντα ἡμερῶν ἀποχῆς ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία, μπορεῖ ὁ διάβολος νὰ ρίξη πάλι τὴν ψυχὴ στὶς τριάντα πέντε ἡμέρες καί, ἂν δοθῆ νέος κανόνας σαράντα ἡμερῶν, ὁ διάβολος θὰ πάρη φαλάγγι τὴν ψυχή, ὁπότε ζαλίζεται καὶ ἀπελπίζεται. Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις μπορεῖ ὁ πνευματικός, μετὰ τὸν πρῶτο κανόνα, νὰ πῆ: «κοίταξε, πρόσεξε μιὰ ἑβδομάδα καὶ νὰ κοινωνήσης», καὶ ὕστερα νὰ κοινωνάη συνέχεια σὲ κάθε θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ μπορέση νὰ πάρη ἐπάνω της ἡ ψυχὴ καὶ νὰ πάη ὁ διάβολος πέρα. Ἕνας πάλι ποὺ ζῆ πνευματικὴ καὶ προσεκτικὴ ζωὴ θὰ προσέρχεται στὸ μυστήριο, ὅποτε αἰσθάνεται τὴν θεία Κοινωνία ὡς ἀνάγκη καὶ ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ γίνεται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του.

Ἡ χρήση τῶν ἐπιτιμίων

 – Γέροντα, ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν βοηθάει νὰ ἔχουμε τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ;
 – Ποιῶν ἐντολῶν; τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου;
 – Ὄχι, τοῦ Εὐαγγελίου.
 – Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν βοηθάει, ἀλλὰ ἡ σωστὴ τήρηση, γιατὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ τηρῆ τὶς ἐντολὲς καὶ λανθασμένα. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ χρειάζεται ἡ θεία δικαιοσύνη καὶ ὄχι ἡ ξερὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου. Βλέπουμε καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ πόση διάκριση ἔλεγαν νὰ ἐφαρμόζωνται οἱ ἱεροὶ κανόνες! Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ πιὸ αὐστηρὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει γράψει τοὺς πιὸ αὐστηροὺς κανόνες, ἀναφέρει τὸν κανόνα ποὺ ἰσχύει γιὰ μιὰ ἁμαρτία, ἀλλὰ μετὰ ὁ ἴδιος προσθέτει: «Μὴν ἐξετάζης χρόνο ἀλλὰ τρόπο μετανοίας»[11]. Δηλαδή, ἂν δύο ἄνθρωποι κάνουν τὴν ἴδια ἁμαρτία, ὁ πνευματικός, ἀνάλογα μὲ τὴν μετάνοια τοῦ καθενός, μπορεῖ στὸν ἕναν νὰ βάλη κανόνα νὰ μὴν κοινωνήση δύο χρόνια καὶ στὸν ἄλλον δύο μῆνες. Τόση διαφορὰ δηλαδή!
 – Γέροντα, τὸ ἐπιτίμιο βοηθάει νὰ κοπῆ ἕνα πάθος;
 – Πρέπει νὰ καταλάβη ὅτι τὸ ἐπιτίμιο θὰ τὸν βοηθήση. Ἀλλιῶς, τί νὰ πῆ κανείς; Ἂν προσπαθῆς νὰ διορθώσης ἕναν ἄνθρωπο μὲ τὸ ξύλο, δὲν κάνεις τίποτε. Τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ Χριστὸς σ᾿ ἐσένα, ποὺ πῆγες νὰ τὸν διορθώσης διὰ τῆς βίας, θὰ πῆ: «Διοκλητιανὸς ἤσουν;» καὶ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ πῆ: «Ὅ,τι ἔκανες, τὸ ἔκανες διὰ τῆς βίας». Δὲν θὰ τὸν πνίξουμε τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ τὸν στείλουμε στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ θὰ τὸν βοηθήσουμε νὰ ζητήση μόνος του νὰ κάνη κάποια ἄσκηση. Νὰ φθάση νὰ χαίρεται γιατὶ ζῆ, νὰ χαίρεται γιατὶ πεθαίνει.
Τὰ ἐπιτίμια εἶναι στὴν διάκριση τοῦ πνευματικοῦ. Στοὺς ἐν ψυχρῷ ἁμαρτάνοντας ὁ πνευματικὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀνυποχώρητα αὐστηρός. Αὐτὸν ποὺ νικιέται, ἀλλὰ μετανοεῖ, ταπεινώνεται, ζητάει μὲ συστολὴ συγχώρεση, θὰ τὸν βοηθάη μὲ διάκριση νὰ πλησιάση πάλι στὸν Θεό. Ἔτσι ἔκαναν καὶ τόσοι Ἅγιοι. Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης λ.χ. ὡς πνευματικὸς συνήθως δὲν ἔβαζε κανόνα στοὺς ἀνθρώπους. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς φέρη σὲ συναίσθηση, ὥστε ἀπὸ φιλότιμο νὰ ζητήσουν μόνοι τους νὰ κάνουν ἄσκηση ἢ ἐλεημοσύνες ἢ ἄλλου εἴδους καλωσύνες. Ὅταν ἔβλεπε κανένα παιδάκι δαιμονισμένο ἢ παράλυτο καὶ καταλάβαινε ὅτι οἱ γονεῖς ἦταν αἰτία ποὺ ταλαιπωρεῖται τὸ καημένο, θεράπευε πρῶτα τὸ παιδὶ καὶ ἔδινε κανόνα στοὺς γονεῖς, γιὰ νὰ προσέχουν στὴν συνέχεια.
Μερικοὶ λένε: «Ἄ, ὁ τάδε πνευματικὸς εἶναι πολὺ πατερικός. Πολὺ αὐστηρός! Εἶναι ἔξυπνος, ἔχει μνήμη, ξέρει τὸ Πηδάλιο[12] ἀπ᾿ ἔξω». Ἕνας πνευματικὸς ὅμως ποὺ ἐφαρμόζει κατὰ γράμμα τοὺς κανόνες ποὺ ἀναφέρει τὸ Πηδάλιο μπορεῖ νὰ κάνη κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Δὲν βοηθάει νὰ πάρη ὁ πνευματικὸς τὸ Πηδάλιο καὶ νὰ ἀρχίση: «Τί ἁμαρτία ἔκανες ἐσύ; Αὐτή. Τί γράφει ἐδῶ γι᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση; Τόσα χρόνια ἀποχὴ ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία! Ἐσὺ τί ἔκανες; Αὐτό. Τί γράφει ἐδῶ; Αὐτὸν τὸν κανόνα!».
 – Πρέπει, Γέροντα, κανεὶς νὰ λαμβάνη ὑπ᾿ ὄψιν του δεκάδες πράγματα.
 – Ναί, ἰδίως στὴν σημερινὴ ἐποχὴ δὲν εἶναι νὰ πάη κανεὶς νὰ ἐφαρμόση ὅλον τὸν νόμο τῆς Ἐκκλησίας μὲ μιὰ ἀδιάκριτη αὐστηρότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ καλλιεργήση τὸ φιλότιμο στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ κάνη πρῶτα δουλειὰ στὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ βοηθάη τὶς ψυχές, ἀλλιῶς θὰ σπάζη κεφάλια.
Τὸ Πηδάλιο λέγεται πηδάλιο, γιατὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν σωτηρία τὸν ἄνθρωπο πότε μὲ τὸν ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ τὸν ἄλλον, ὅπως ὁ καραβοκύρης πάει τὸ πηδάλιο πότε ἀριστερὰ καὶ πότε δεξιά, γιὰ νὰ βγάλη τὸ καράβι στὴν ἀκτή. Ἂν τὸ πάη ὁλόισια, χωρὶς νὰ στρίψη ὅπου χρειάζεται, θὰ ρίξη τὸ καράβι πάνω στὰ βράχια, θὰ τὸ βουλιάξη καὶ θὰ πνιγοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἂν ὁ πνευματικὸς χρησιμοποιῆ τοὺς κανόνες σάν... κανόνια, καὶ ὄχι μὲ διάκριση, ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν μετάνοια ποὺ ἔχει κ.λπ., ἀντὶ νὰ θεραπεύη ψυχές, θὰ ἐγκληματῆ.

Ἡ συγχωρητικὴ εὐχὴ

Μερικοὶ πνευματικοὶ ἔχουν ἕνα τυπικό: Ὅταν δὲν ἐπιτρέπεται ὁ ἐξομολογούμενος νὰ κοινωνήση, δὲν τοῦ διαβάζουν συγχωρητικὴ εὐχή. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ λένε: «Εἶναι ἡ γραμμή μας νὰ μὴ διαβάζουμε πάντοτε συγχωρητικὴ εὐχή». Αὐτὸ εἶναι κάτι σὰν προτεσταντικό... Ἦρθε ἕνα παιδὶ στὸ Καλύβι ποὺ εἶχε μερικὲς πτώσεις. Πῆγε, ἐξομολογήθηκε, ἀλλὰ δὲν τοῦ διάβασε συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ πνευματικός. Τὸ καημένο, τὸ ἔπιασε ἀπελπισία. «Γιὰ νὰ μὴ μοῦ διαβάση εὐχὴ ὁ πνευματικός, ἄρα δὲν μὲ συγχωράει καὶ ὁ Θεός», σκέφθηκε καὶ πήγαινε γιὰ αὐτοκτονία. «Νὰ πᾶς, τοῦ λέω, στὸν πνευματικὸ νὰ σοῦ διαβάση εὐχή. Καὶ ἂν δὲν σοῦ διαβάση αὐτός, νὰ πᾶς σὲ ἄλλον πνευματικό».
Χωρὶς συγχωρητικὴ εὐχὴ θὰ ἔχη συνέχεια πτώσεις ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ δὲν χάνει ὁ διάβολος τὰ δικαιώματα. Πῶς νὰ παλέψη ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ διάβολος ἔχει ἀκόμη δικαιώματα; Δὲν εἶναι ἐλευθερωμένος· δέχεται δαιμονικὲς ἐπιδράσεις. Ἐνῶ μὲ τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ κόβονται οἱ ἐπιδράσεις, γίνεται ἀνακατάληψη τοῦ ἐδάφους, ὁπότε ὁ καημένος βοηθιέται καὶ μπορεῖ νὰ παλέψη, νὰ ἀγωνισθῆ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

4.  Ἡ ἐργασία τοῦ πνευματικοῦ στὶς ψυχὲς

Ο χειρισμὸς τῆς ψυχῆς εἶναι λεπτὸς

Γέροντα, μερικοὶ χαρακτῆρες ποὺ εἶναι δύσκολοι, στριμμένοι, πῶς θὰ βοηθηθοῦν;
    – Ἐγὼ σὰν μαραγκὸς δούλευα καὶ στριμμένα ξύλα. Χρειαζόταν ὅμως ὑπομονή, γιατὶ τὰ στριφτὰ ξύλα τὰ πλανίζεις ἀπὸ ᾿δῶ, σηκώνουν ἀντιξυλιά, τὰ πλανίζεις ἀπὸ ᾿κεῖ, σηκώνουν πάλι ἀντιξυλιά. Τὰ ἔτριβα λοιπὸν μὲ τὸ διπλὸ λεπίδι λίγο ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ κόντρα, λίγο ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ ἔτσι τὰ ἔφερνα σὲ λογαριασμό. Γίνονταν μάλιστα πολὺ ὄμορφα, ἐπειδὴ καὶ ὡραῖα νερὰ ἔχουν καὶ δὲν σπάζουν εὔκολα· ἔχουν πολλὴ ἀντοχή. Ἂν δὲν τὸ ἤξερες αὐτό, μπορεῖ νὰ τὰ ἔβλεπες ἔτσι καὶ νὰ τὰ πετοῦσες. Θέλω νὰ πῶ, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν δύσκολο χαρακτήρα, ἔχουν μέσα τους δυνάμεις καί, ἂν ἀφεθοῦν νὰ τοὺς δουλέψης, μποροῦν νὰ κάνουν ἅλματα στὴν πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ διαθέσης ἀρκετὸ χρόνο.
Ὕστερα, ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσα μεγάλες πρόκες, γιὰ νὰ σφίξω δυὸ στραβὲς σανίδες, ἀλλὰ πρῶτα τὶς πλάνιζα, τὶς ἔφερνα σὲ λογαριασμό, καὶ τὶς ἕνωνα μὲ ἕνα καρφάκι. Δὲν τὶς ζόριζα, γιὰ νὰ σφίξουν, γιατί, ὅταν τὶς στραβὲς σανίδες προσπαθοῦμε νὰ τὶς κάνουμε νὰ ἐφαρμόσουν μὲ μεγάλες πρόκες, θὰ σχισθοῦν καὶ πάλι θὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ζορισμένη ἐφαρμογή τους, ὁπότε τί καταλάβαμε;
Χρειάζεται διάκριση καὶ ξανὰ διάκριση, ὅταν ἔχη κανεὶς νὰ κάνη μὲ ψυχές. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει μία συνταγή, ἕνας κανόνας. Ἡ κάθε ψυχὴ ἔχει τὴν δική της ποιότητα καὶ χωρητικότητα. Ὑπάρχουν δοχεῖα μὲ μεγάλη χωρητικότητα καὶ δοχεῖα μὲ μικρὴ χωρητικότητα. Ἄλλα εἶναι πλαστικὰ καὶ δὲν ἀντέχουν πολὺ καὶ ἄλλα εἶναι μεταλλικὰ καὶ ἀντέχουν. Ὅταν ὁ πνευματικὸς γνωρίση τὴν ποιότητα καὶ τὴν χωρητικότητα τῆς ψυχῆς, θὰ ἐνεργῆ ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητες καὶ μὲ τὴν κληρονομικότητα ποὺ ἔχει, καὶ μὲ τὴν πρόοδο ποὺ ἔχει κάνει. Ἡ συμπεριφορά του θὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ ἐξομολογούμενος, μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε, καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα. Στὸν ἀναιδῆ θὰ προσέξη νὰ μὴ δίνη δικαίωμα γιὰ ἀναίδεια. Τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ θὰ κοιτάξη πῶς νὰ τὴν βοηθήση νὰ ἀντιμετωπίση μὲ ἀνδρισμὸ τὰ προβλήματά της.
Ἐπίσης θέλει προσοχὴ νὰ μὴ βασίζεται κανεὶς σ᾿ αὐτὸ ποὺ βλέπει ἐξωτερικὰ σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν πιστεύη εὔκολα αὐτὰ ποὺ τοῦ λένε καὶ βγάζει συμπεράσματα, εἰδικὰ ἂν δὲν ἔχη τὸ χάρισμα νὰ βλέπη βαθύτερα. Μερικὲς σανίδες, ἐνῶ φαίνονται κατάγερες ἀπ᾿ ἔξω, μέσα εἶναι ὅλο ἴνες. Ὅταν πλανισθῆ τὸ χνούδι ποὺ ἔχουν ἀπ᾿ ἔξω, τότε δείχνουν τί εἶναι. Ἄλλες πάλι, ἐνῶ ἀπ᾿ ἔξω φαίνονται ἄχρηστες, μέσα εἶναι δαδένιες[13].
Ὁ χειρισμὸς τῆς ψυχῆς εἶναι λεπτός. Δὲν πρέπει νὰ γίνωνται λάθη στὶς συνταγές. Ὁ κάθε ὀργανισμός, βλέπετε, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βιταμίνη ποὺ τοῦ λείπει καὶ ἡ κάθε πάθηση ἀπὸ τὰ ἀνάλογα φάρμακα.

Νὰ μὴν ἀναπαύουμε τὸν ἄλλον στὰ πάθη του

 – Γέροντα, ὅταν κάποια γυναίκα μᾶς πῆ: «δὲν μὲ κατάλαβε ὁ πνευματικός», τί πρέπει νὰ τῆς ποῦμε;
 – Πέστε της: «Μήπως ἐσὺ δὲν τοῦ ἔδωσες νὰ καταλάβη; Μήπως τὸ σφάλμα εἶναι δικό σου;». Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις νὰ προβληματίζετε τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τὸν δικαιολογῆτε εὔκολα. Τὰ πράγματα εἶναι πολὺ λεπτά. Ἐδῶ, βλέπεις, καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀκόμη τοὺς μπερδεύουν.
 – Καὶ ἂν μᾶς πῆ ὅτι δὲν ἀναπαύεται στὸν πνευματικό της;
 – Γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύεται, μήπως φταίει καὶ αὐτή, μήπως ζητᾶ νὰ τὴν ἀναπαύη ὁ πνευματικὸς στὸ θέλημά της. Κάποιος, ἂς ὑποθέσουμε, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἔχουν συνέχεια φασαρίες μὲ τὴν γυναίκα του. Θέλει νὰ τὴν χωρίση καὶ ἔρχεται καὶ μοῦ κάνει παράπονα, μὲ τὴν ἀπαίτηση νὰ πάρω τὸ μέρος του, γιὰ νὰ διαλύσω τὴν οἰκογένειά του! Ἂν τοῦ πῶ: «ἐσὺ εἶσαι ἔνοχος γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία», ἂν δὲν συναισθανθῆ τὴν ἐνοχή του, θὰ πῆ ὅτι δὲν τὸν ἀνέπαυσα. Λένε δηλαδὴ μερικοί: «δὲν μὲ ἀνέπαυσε ὁ πνευματικός», γιατὶ δὲν τοὺς λέει νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν.
Ἂν ὁ πνευματικὸς δικαιολογῆ τὰ πάθη τοῦ καθενός, μπορεῖ νὰ τοὺς ἀναπαύση ὅλους, ἀλλὰ δὲν βοηθιοῦνται ἔτσι οἱ ἄνθρωποι. Ἂν εἶναι νὰ ἀναπαύουμε τὸν καθέναν στὰ πάθη του, τότε ἂς ἀναπαύσουμε καὶ τὸν διάβολο. Ἔρχεσαι λ.χ. ἐσὺ καὶ μοῦ λές: «Ἡ τάδε ἀδελφὴ μοῦ μίλησε ἄσχημα». «Ἔ, σοῦ λέω, μὴ δίνης σημασία σ᾿ αὐτήν», καὶ σὲ ἀναπαύω. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ λίγο αὐτὴ ἡ ἀδελφὴ καὶ μοῦ λέει γιὰ σένα: «Ἡ τάδε ἀδελφὴ ἔτσι καὶ ἔτσι ἔκανε». «Ἔ, τώρα, τῆς λέω, καλά, δὲν τὴν ξέρεις αὐτήν; Μὴν τὴν παίρνης καὶ στὰ σοβαρά». Τὴν ἀνέπαυσα καὶ αὐτήν. Ἔτσι ὅλους τοὺς ἀναπαύω, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πεδικλώνω! Ἐνῶ πρέπει νὰ σοῦ πῶ: «ἔλα ἐδῶ· γιὰ νὰ σοῦ μιλήση ἔτσι ἡ ἀδελφή, κάτι τῆς ἔκανες», ὁπότε θὰ αἰσθανθῆς τὴν ἐνοχή σου καὶ θὰ διορθωθῆς. Γιατί, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ αἰσθανθῆς τὴν ἐνοχή σου, ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Ἡ πραγματικὴ ἀνάπαυση ἔρχεται, ὅταν τοποθετηθῆ ὁ ἄνθρωπος σωστά.
Σκοπὸς εἶναι πῶς θὰ ἀναπαυθοῦμε στὸν Παράδεισο, ὄχι πῶς θὰ ἀναπαυθοῦμε στὴν γῆ. Εἶναι μερικοὶ πνευματικοὶ ποὺ ἀναπαύουν τὸν λογισμὸ τοῦ ἄλλου, καὶ μετὰ ἐκεῖνος λέει: «πολὺ μὲ ἀνέπαυσε ὁ πνευματικός», ἀλλὰ μένει ἀδιόρθωτος. Ἐνῶ πρέπει νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο νὰ βρῆ τὰ κουσούρια του, νὰ διορθωθῆ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κατευθύνουν. Τότε μόνον ἔρχεται ἡ πραγματικὴ ἀνάπαυση. Τὸ νὰ ἀναπαύσης τὸν ἄλλον στὰ πάθη του, δὲν εἶναι βοήθεια· αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι ἔγκλημα.
Γιὰ νὰ μπορέση νὰ βοηθήση ὁ πνευματικὸς δύο ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν σχέση, πρέπει νὰ ἔχη ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς δύο. Ὅταν ἀκούη λ.χ. λογισμοὺς δύο ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν διαφορές, πρέπει νὰ γνωρίζη καὶ τὶς δύο ψυχές, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ παρουσιάζη τὸ θέμα, ὅπως τὸ καταλαβαίνει. Καὶ νὰ δεχθῆ νὰ λύση τὶς διαφορές τους, μόνον ἂν δεχθοῦν νὰ τὶς λύση σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατὶ ὅλες οἱ ἄλλες λύσεις εἶναι ἕνας συνεχὴς πονοκέφαλος καὶ χρειάζονται συνέχεια ἀσπιρίνες. Ὕστερα νὰ βάλη τὸν καθέναν στὴν θέση του· νὰ μὴ δικαιώση κανέναν. Νὰ πῆ στὸν καθέναν τὰ κουσούρια του, ὁπότε πελεκιέται τὸ ἕνα στραβό, πελεκιέται καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἔτσι συμφωνοῦν καὶ συνεννοοῦνται.
Τὸ μόνο καλὸ ποὺ ἔχω εἶναι αὐτό: ποτὲ δὲν δικαιώνω κανέναν, ἔστω καὶ ἂν δὲν φταίη. Ὅταν λ.χ. ἔρχωνται οἱ γυναῖκες καὶ μοῦ λένε ὅτι ἔχουν προβλήματα στὴν οἰκογένεια καὶ φταίει ὁ ἄνδρας, κατσαδιάζω τὶς γυναῖκες. Ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄνδρες καὶ κάνουν παράπονα γιὰ τὶς γυναῖκες, κατσαδιάζω τοὺς ἄνδρες. Δὲν ἀναπαύω τὸν λογισμό τους, ἀλλὰ λέω τὰ στραβὰ τοῦ καθενός· λέω στὸν καθέναν αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ἀλλιῶς φεύγει ἀναπαυμένος ὁ ἕνας, φεύγει ἀναπαυμένος καὶ ὁ ἄλλος, καὶ στὸ σπίτι πιάνονται μεταξύ τους. «Εἶχε δίκιο ποὺ μοῦ εἶπε γιὰ σένα ἔτσι!». «Καὶ σ᾿ ἐμένα ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα;». Θέλω νὰ πῶ, κανέναν δὲν ἀναπαύω στὰ πάθη του. Πολλοὺς μάλιστα τοὺς μαλώνω πολὺ – φυσικὰ γιὰ τὸ καλό τους –, ἀλλὰ φεύγουν πραγματικὰ ἀναπαυμένοι. Μπορεῖ νὰ φεύγουν πικραμένοι, ἀλλὰ μέσα τους καταλαβαίνουν ὅτι ἐγὼ πικράθηκα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτούς, καὶ αὐτὸ τοὺς πληροφορεῖ.
 – Μερικοί, Γέροντα, νιώθουν σιγουριά, ὅταν τοὺς μαλώνετε.
 – Ναί, γιατὶ δὲν τὸν μαλώνω τὸν ἄλλον ξερά. Θὰ τοῦ πῶ ὅτι ἔχει αὐτὰ τὰ καλά, γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήση, καὶ αὐτὰ τὰ κουσούρια, γιὰ νὰ τὰ διορθώση. Ὅταν δὲν τοῦ πῆς τὴν ἀλήθεια, τότε, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ δὲν κολακεύεται, παλαβώνει.

Ἀντιμετώπιση περιπτώσεων ἀπελπισίας

Ἦρθε κάποιος νεαρὸς ἀναστατωμένος καὶ μοῦ εἶπε: «Γέροντα, δὲν πρόκειται νὰ διορθωθῶ. Μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός μου: "αὐτὰ εἶναι καὶ κληρονομικά..."». Τὸν εἶχε πιάσει ἀπελπισία. Ἐγώ, ὅταν μοῦ πῆ κάποιος ὅτι ἔχει προβλήματα κ.λπ., θὰ τοῦ πῶ: « Αὐτὸ συμβαίνει γι᾿ αὐτὸν καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο· γιὰ ν᾿ ἀλλάξης, πρέπει νὰ κάνης ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο». Ἔχει λ.χ. κάποιος ἕναν λογισμὸ ποὺ τὸν βασανίζει καὶ δὲν κοιμᾶται, παίρνει χάπια γιὰ τὸ κεφάλι, γιὰ τὸ στομάχι καὶ μὲ ρωτάει: «Νὰ κόψω τὰ χάπια;». «Ὄχι, τοῦ λέω, νὰ μὴν κόψης τὰ χάπια. Νὰ πετάξης τὸν λογισμὸ ποὺ σὲ βασανίζει καὶ ὕστερα νὰ τὰ κόψης. Ἂν δὲν πετάξης τὸν λογισμό, ἔτσι θὰ πᾶς· θὰ ταλαιπωρῆσαι». Γιατί, τί θὰ ὠφελήση νὰ κόψη τὰ χάπια, ὅταν κρατάη μέσα του τὸν λογισμὸ ποὺ τὸν βασανίζει;
Καλὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς νὰ μὴ φθάνη μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀνάβη κόκκινο φῶς· νὰ ἀνέχεται λίγο μία κατάσταση, ἀλλὰ φυσικὰ πρέπει καὶ ὁ ἄλλος νὰ δουλεύη σωστά, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ἕνας νεαρὸς ζόρισε κάποια φορὰ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του – ποιός ξέρει τί τῆς ἔλεγε; – καὶ ἐκείνη ἀπὸ τὴν ἀγανάκτησή της πῆρε τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔφυγε καὶ στὸν δρόμο σκοτώθηκε. Μετὰ ὁ νεαρὸς ἤθελε νὰ αὐτοκτονήση, γιατὶ ἔνιωθε ὅτι αὐτὸς ἔγινε αἰτία καὶ σκοτώθηκε ἡ κοπέλα. Ὅταν ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε, ἂν καὶ στὴν οὐσία εἶχε κάνει ἔγκλημα, τὸν παρηγόρησα καὶ τὸν ἔφερα σὲ λογαριασμό. Ἔπειτα ὅμως τὸ ἔρριξε τελείως ἔξω, ἔγινε τελείως ἀδιάφορος, βρῆκε ἐν τῷ μεταξὺ καὶ μιὰ ἄλλη. Ὅταν ξαναῆρθε μετὰ ἀπὸ δύο-τρία χρόνια, τοῦ ἔδωσα ἕνα τράνταγμα γερό, γιατὶ τότε δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ αὐτοκτονήση. Χρειαζόταν τὸ τράνταγμα, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἀναγνώριση. «Δὲν καταλαβαίνεις, τοῦ εἶπα, ὅτι ἔκανες φόνο, ὅτι ἔγινες αἰτία καὶ σκοτώθηκε ἡ κοπέλα;». Ἂν δούλευε σωστά, θὰ συνέχιζε νὰ ὑποφέρη, ἀλλὰ θὰ ἀνταμειβόταν μὲ θεϊκὴ παρηγοριά· δὲν θὰ ἔφθανε σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τὴν ἀλήτικη τῆς ἀδιαφορίας.
Θέλει δηλαδὴ πολλὴ προσοχή. Κάνει κάποιος ἕνα σφάλμα καὶ πέφτει στὴν ἀπελπισία. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ μπορεῖ νὰ τὸν παρηγορήσης, ἀλλά, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῆ, χρειάζεται καὶ τὸ δικό του φιλότιμο. Μιὰ φορὰ εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνα νέο παιδὶ ἀπελπισμένο, γιατὶ ἔπεφτε σὲ σαρκικὴ ἁμαρτία καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶχε πάει σὲ δυὸ πνευματικοὺς ποὺ προσπάθησαν μὲ αὐστηρὸ τρόπο νὰ τὸ βοηθήσουν νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ κάνει. Τὸ παιδὶ ἀπελπίσθηκε. «Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ διορθωθῶ, θὰ κόψω κάθε σχέση μου μὲ τὸν Θεό». Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τὸ πόνεσα τὸ καημένο καὶ τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτὲ νὰ μὴν ξεκινᾶς τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνης, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνης. Γιά νὰ δοῦμε τί μπορεῖς νὰ κάνης, καὶ νὰ ἀρχίσης ἀπὸ αὐτά. Μπορεῖς νὰ  ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορῶ», μοῦ λέει. «Μπορεῖς νὰ νηστεύης κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή;». «Μπορῶ». «Μπορεῖς νὰ δίνης ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸν μισθό σου ἢ νὰ ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶς;». «Μπορῶ». «Μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι κάθε βράδυ, ἔστω κι ἂν ἁμάρτησες, καὶ νὰ λὲς "Θεέ μου, σῶσε τὴν ψυχή μου";». «Θὰ τὸ κάνω, Γέροντα», μοῦ λέει. «Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπὸ σήμερα νὰ κάνης ὅλα αὐτὰ ποὺ μπορεῖς, καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς θὰ κάνη τὸ ἕνα ποὺ δὲν μπορεῖς». Τὸ καημένο ἠρέμησε καὶ συνέχεια ἔλεγε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, πάτερ». Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς τὸ βοήθησε.

Αὐστηρότητα στοὺς ἀναιδεῖς, ἐπιείκεια στοὺς φιλότιμους

Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχη ἀγαθὴ προαίρεση, ἀλλὰ δὲν βοηθήθηκε ἀπὸ μικρός, δὲν εἶναι κολακεία νὰ τοῦ πῆς τὰ καλὰ ποὺ βλέπεις σ᾿ αὐτόν, γιατὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθιέται καὶ ἀλλοιώνεται, ἐπειδὴ δικαιοῦται καὶ τὴν θεία βοήθεια. Εἶπα σὲ κάποιον: «Ἐσὺ εἶσαι καλός. Δὲν ταιριάζουν σ᾿ ἐσένα αὐτὰ ποὺ κάνεις». Τοῦ τὸ εἶπα αὐτό, γιατὶ εἶδα τὸ καλό του χωράφι καὶ τὸν κακὸ σπόρο ποὺ εἶχε ρίξει. Εἶδα ὅτι ἐσωτερικὰ ἦταν καλὸς καί, ὅ,τι κακὸ ἔκανε, ἦταν ἐξωτερικό. Δὲν τοῦ εἶπα: «εἶσαι καλός», γιὰ νὰ τὸν κολακέψω, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω, νὰ τοῦ κινήσω τὸ φιλότιμο.
Μερικοὶ ἔχουν τὸ ἑξῆς τυπικό: Ἔχει, δὲν ἔχει ὁ ἄλλος κάποιο χάρισμα, τοῦ λένε: «δὲν ἔχεις χάρισμα», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθῆ καὶ βλαφθῆ. Ἕνα ἰσοπέδωμα δηλαδή. Ὅταν ὅμως ἀπελπίζεται ὁ ἄλλος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάνει, ἀπελπίζεται καὶ γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔχει, τότε πῶς θὰ ξεθαρρέψη, γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ μὲ προθυμία; Ἐνῶ, ἂν τοῦ πῆς τὰ καλὰ ποὺ ἔχει καὶ τοῦ καλλιεργήσης τὸ φιλότιμο καὶ τὴν ἀρχοντιά, βοηθιέται, ἀναπτύσσεται καὶ προχωράει.
Ἐγὼ ἔχω τυπικό, ὅταν βλέπω ὅτι κάποιος ἔχει ἕνα χάρισμα ἢ ὅτι πάει καλὰ στὸν ἀγώνα του, νὰ τοῦ τὸ λέω καί, ὅταν βλέπω κάτι στραβό, νὰ παίρνω βρεγμένη σανίδα... Δὲν σκέφτομαι μήπως βλαφτῆ ἡ ψυχὴ μὲ τὸν πρῶτο ἢ τὸν δεύτερο τρόπο, ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο τρόποι ἔχουν ἀγάπη. Ἂν βλαφθῆ ἀπὸ τὴν συμπεριφορά μου, αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ ἔχη βλάβη. Ἂν π.χ. ἡ εἰκόνα ποὺ ἔκανε μιὰ ἀδελφὴ εἶναι καλή, θὰ τῆς πῶ ὅτι εἶναι καλή. Ἂν δῶ ὅτι ὑπερηφανεύθηκε καὶ ἀρχίζει νὰ ἀποκτάη ἀναίδεια, θὰ τῆς δώσω μιὰ καὶ θὰ τὴν κάνω πέρα. Φυσικά, ἂν ὑπερηφανευθῆ, θὰ κάνη μετὰ καρικατοῦρες, ὁπότε θὰ φάη ἄλλο μάλωμα. Ἂν ταπεινωθῆ ξανά, θὰ κάνη πάλι καλὴ δουλειά. Ἐμένα ἀρρωστημένα πράγματα δὲν μὲ ἀναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δὲν τὰ μπορῶ. Θὰ τὰ κάνω ἔτσι ἀπὸ ᾿δῶ, ἔτσι ἀπὸ ᾿κεῖ, ὥστε νὰ βροῦν τὴν θέση τους. Τί; θὰ οἰκονομάω ἀρρωστημένες καταστάσεις;
 – Γέροντα, ὅταν ὁ ἀναιδὴς γίνεται πιὸ ἀναιδὴς ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ τοῦ δείχνεις, πῶς θὰ τὸν βοηθήσης;
 – Νὰ σοῦ πῶ: ὅταν βλέπω ὅτι ὁ ἄλλος δὲν βοηθιέται ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον μου, τὴν καλωσύνη, τὴν ἀγάπη, τότε λέω ὅτι δὲν ἔχω συγγένεια μαζί του καὶ ἀναγκάζομαι νὰ μὴν τοῦ φέρωμαι μὲ καλωσύνη. Κανονικά, ὅσο καλωσύνη σοῦ δείχνουν, τόσο πρέπει νὰ ἀλλοιώνεσαι, νὰ διαλύεσαι, νὰ λειώνης.
Παλιὰ τί εἶχε συμβῆ μὲ κάποιον. Στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω, ἀναγκάστηκα νὰ τοῦ πῶ μερικὰ θεῖα γεγονότα ποὺ εἶχα ζήσει. Ἀντὶ ὅμως νὰ πῆ: «Θεέ μου, πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω γι᾿ αὐτὴν τὴν παρηγοριὰ κ.λπ.» καὶ νὰ διαλυθῆ, πῆρε θάρρος καὶ φερόταν μὲ ἀναίδεια. Τότε κράτησα μιὰ αὐστηρὴ στάση. «Θὰ τὸν βοηθῶ, εἶπα, ἀπὸ μακριὰ μὲ τὴν προσευχή». Αὐτὸ τὸ ἔκανα, ὄχι γιατὶ δὲν τὸν ἀγαποῦσα, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ὁ τρόπος θὰ τὸν βοηθοῦσε.
 – Καὶ ἄν, Γέροντα, καταλάβη, τὸ λάθος του καὶ ζητήση συγγνώμη;
 – Ἂν τὸ καταλάβη, ἐντάξει, μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε. Διαφορετικά, ἂν δὲν βοηθιέται ἀπὸ τὸ φιλότιμό μου, δὲν βρίσκω ἀνταπόκριση, καὶ δὲν ἔχω συγγένεια μαζί του. Ὅταν ὁ ἄλλος ἔχη εὐλάβεια, ταπείνωση, δὲν ἔχη ἀναίδεια, κι ἐσὺ κινεῖσαι ἁπλά. Ἐγὼ ἐξ ἀρχῆς φέρομαι σὲ ὅλους μὲ ἄνεση καὶ ἁπλότητα. Δὲν φέρομαι περιορισμένα, δῆθεν γιὰ νὰ μὴ δώσω θάρρος στὸν ἄλλον καὶ τὸν βλάψω. Δίνομαι ὁλόκληρος, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, νὰ ἀναπτυχθῆ μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα ἀγάπης, καὶ σιγὰ-σιγὰ τοῦ λέω τὰ κουσούρια του. Τὸν θεωρῶ ἀδελφό μου, πατέρα μου, παπποῦ μου, ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία του. Κάνω λιακάδα, γιὰ νὰ βγοῦν ὅλα τὰ φίδια, οἱ σκορπιοί, τὰ σκαθάρια  – τὰ πάθη –, καὶ ὕστερα τὸν βοηθάω νὰ τὰ σκοτώση. Ἂν ὅμως δῶ ὅτι δὲν τὸ ἐκτιμάει αὐτὸ καὶ δὲν βοηθιέται ἀπὸ τὴν συμπεριφορά μου, ἀλλὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν ἁπλότητά μου καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μου καὶ ἀρχίζει νὰ φέρεται μὲ ἀναίδεια, τραβιέμαι σιγὰ-σιγά, γιὰ νὰ μὴ γίνη περισσότερο ἀναιδής. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ δίνομαι ὁλόκληρος, γι᾿ αὐτὸ μετὰ ἔχω ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή μου. Μιὰ φορὰ στὴν Μονὴ Στομίου εἶχα πάρει ἕνα παιδί, γιὰ νὰ τὸ βοηθήσω, νὰ τοῦ μάθω καὶ τὴν τέχνη τοῦ μαραγκοῦ. Τοῦ φερόμουν μὲ πολλὴ καλωσύνη, τὸν εἶχα σὰν ἀδελφό. Ἔβλεπα ὅμως μερικὰ πράγματα ποὺ δὲν μὲ ἀνέπαυαν. Μιὰ φορὰ τὸν ρωτάω: «Τί ὥρα εἶναι;». «Μὲ τὰ μυαλὰ τὰ δικά σου πάει τὸ ρολόι!», μοῦ λέει. Ἔ, τότε εἶπα: «Δὲν συμφέρει νὰ συνεχίσω ἔτσι. Θὰ συμμαζέψω σιγὰ-σιγὰ "τὰ μυαλά μου", γιατὶ δὲν ὠφελεῖται». Κανονικὰ αὐτός, ἂν ἦταν φιλότιμος, ἔτσι ὅπως τοῦ φερόμουν, ἔπρεπε νὰ διαλυθῆ. Ἀλλὰ εἶδα ὅτι δὲν μὲ χωροῦσε, δὲν μὲ καταλάβαινε. Ὕστερα μόνος του ἔφυγε· δὲν τὸν ἔδιωξα. Βλέπεις, ἡ ἀνοχή, ἡ ἀγάπη κάνουν τὸν ἀναιδῆ πιὸ ἀναιδῆ καὶ τὸν φιλότιμο πιὸ φιλότιμο.

Ἡ καλωσύνη βλάπτει τὸν ἀμετανόητο

 – Γέροντα, θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ μὲ εἴχατε μαλώσει πολύ.
 – Ἂν χρειασθῆ, πάλι θὰ σὲ μαλώσω, γιὰ νὰ πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὸν Παράδεισο. Τώρα θὰ λάβω δρακόντεια μέτρα!... Κοίταξε, ἔχω τυπικὸ πρῶτα νὰ δώσω στὸν ἄλλον νὰ καταλάβη ὅτι χρειάζεται τὸ μάλωμα καὶ ὕστερα νὰ τὸν μαλώσω. Καλὰ δὲν κάνω; Ἐγώ, ἐπειδὴ μαλώνω τὸν ἄλλον, ὅταν βλέπω νὰ κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Ἀλλὰ τί νὰ κάνω; νὰ ἀναπαύω καθέναν στὸ πάθος του, γιὰ νὰ εἶμαι τάχα καλὸς μαζί του, καὶ μετὰ νὰ πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὴν κόλαση; Ποτὲ δὲν μὲ πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν μαλώνω κάποιον ἢ τοῦ κάνω παρατήρηση κι ἐκεῖνος στενοχωριέται, γιατὶ ἀπὸ ἀγάπη τὸ κάνω, γιὰ τὸ καλό του. Βλέπω ὅτι δὲν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τὸν Χριστὸ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, γι᾿ αὐτὸ τὸν μαλώνω. Ἐγὼ πονάω, λειώνω ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλὰ δὲν μὲ πειράζει ἡ συνείδηση, γιατὶ τὸν μάλωσα. Μπορῶ νὰ πάω νὰ κοινωνήσω ἥσυχος, χωρὶς νὰ ἐξομολογηθῶ. Νιώθω μέσα μου μιὰ παρηγοριά, μιὰ χαρά. Γιατὶ γιὰ μένα παρηγοριὰ καὶ χαρὰ εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς.
 – Γέροντα, μοῦ περνᾶ ὁ λογισμὸς ὅτι μοῦ μιλᾶτε παρηγορητικά, ἢ γιατὶ δὲν σηκώνω τὴν αὐστηρότητα ἢ γιατὶ μοῦ ἔχετε πεῖ πολλὲς φορὲς νὰ κάνω κάτι καὶ δὲν τὸ  ἔκανα, ὁπότε μὲ ἀφήνετε.
 – Εὐλογημένη ψυχή, μὲ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου θὰ παίζω; Ὁ νέος κάνει πρόβες. Ὁ μεγάλος ἔχει κρίση καὶ βαδίζει σταθερά. Νὰ νιώθης σιγουριά. Ἂν δῶ κάτι στραβό, εἴτε ἀπὸ μακριὰ εἴτε ἀπὸ κοντά, θὰ σοῦ τὸ πῶ. Ἐσὺ ἔχε ἐμπιστοσύνη καὶ εἰρήνευε. Ἄ, δὲν μ᾿ ἔχετε καταλάβει ἐμένα! Ἔτσι εὔκολα θὰ ἀναπαύω λογισμούς; Ὅταν βλέπω ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι εὐαίσθητη ἢ συγκλονίζεται ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ σφάλματός της, τί νὰ πῶ; Τότε τὴν παρηγορῶ, γιὰ νὰ μὴν πέση στὴν ἀπελπισία. Ὅταν ὅμως βλέπω πέτρα τὴν καρδιά, τότε μιλῶ αὐστηρά, γιὰ νὰ τὴν ταρακουνήσω. Ἂν ἕνας προχωράη πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ τοῦ λέω: «προχώρα, πολὺ καλὰ πᾶς», δὲν ἐγκληματῶ; Τὸ κακὸ μὲ μερικοὺς εἶναι ποὺ δὲν πιστεύουν, ὅταν τοὺς λὲς νὰ μὴν ἀνησυχοῦν, καὶ βασανίζονται. Ἂν δῶ κάτι κακό, πῶς δὲν θὰ τὸ πῶ; Πῶς νὰ ἀφήσης τὸν ἄλλον νὰ πάη στὴν κόλαση; Ὅταν ἔχης εὐθύνη, θὰ βάλης καὶ τὶς φωνές, ὅταν χρειάζεται. Γιὰ μένα πιὸ καλὰ εἶναι νὰ μὴ μιλάω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ, ὅταν ἔχω εὐθύνη.
Ὕστερα νὰ προσέξη κανεὶς τὸ ἑξῆς: Μοῦ κάνεις λ.χ. ἕνα κακό· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ. Μοῦ ξανακάνεις κάποιο ἄλλο κακό· πάλι σὲ συγχωρῶ. Ἐγὼ εἶμαι ἐντάξει, ἀλλά, ἐὰν ἐσὺ δὲν διορθώνεσαι, ἐπειδὴ σὲ συγχωρῶ, αὐτὸ εἶναι πολὺ βαρύ. Ἄλλο ἐὰν δὲν μπορῆς τελείως νὰ διορθωθῆς. Νὰ προσπαθήσης ὅμως νὰ διορθωθῆς, ὅσο μπορεῖς. Ὄχι νὰ ἀναπαύης τὸν λογισμό σου καὶ νὰ λές: «Ἀφοῦ μὲ συγχωρεῖ, ἐντάξει τακτοποιήθηκα καὶ δὲν βαριέσαι, δὲν χρειάζεται στενοχώρια». Μπορεῖ κάποιος νὰ σφάλλη, ἀλλὰ ἂν μετανοῆ, κλαίη, ζητάη μὲ συστολὴ συγχώρηση, ἀγωνίζεται νὰ διορθωθῆ, τότε ὑπάρχει ἡ ἀναγνώριση καὶ πρέπει καὶ ὁ πνευματικὸς νὰ συγχωράη. Ἂν ὅμως δὲν μετανοῆ καὶ συνεχίζη τὴν τακτική του, δὲν μπορεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς ψυχῆς του νὰ γελάη. Ἡ καλωσύνη τὸν ἀμετανόητο τὸν βλάπτει.

Ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου

 – Γέροντα, εἶναι δυνατὸν κανεὶς συνειδητὰ νὰ κρύβη μιὰ πτώση του ἀπὸ τὸν πνευματικό του;
 – Ναί, ἀλλά, καὶ ἂν ξέρη ὁ πνευματικὸς τὴν πτώση του ἢ κάτι καταλαβαίνη, δὲν συμφέρει, οὔτε θὰ τὸν ὠφελήση, νὰ τοῦ τὸ πῆ. Πολλὲς φορὲς βλέπω στὸν ἀγώνα τοῦ ἄλλου κάτι, καταλαβαίνω ἢ ξέρω τί ἔχει κάνει, ὅμως ἀπὸ σεβασμὸ δὲν τοῦ λέω τίποτε, ἂν δὲν μοῦ τὸ πῆ ὁ ἴδιος. Τὸ θεωρῶ ἐκβιασμό, ἀτιμία, νὰ τοῦ τὸ πῶ, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν θέλει μόνος του νὰ τὸ φανερώση. Εἶναι λεπτὸ τὸ θέμα, γιατὶ θὰ τὸν ρεζιλέψης. Πῶς νὰ βιάσης τὸν ἄλλον; Ὑπάρχει ἐλευθερία. Ἐκτὸς ἂν δῶ ὅτι κινδυνεύει καὶ δὲν πρόκειται νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ ἀλλοῦ ἢ ὅτι ἔχει ἄγνοια καὶ θὰ σπάση τὰ μοῦτρα του, θὰ καταστραφῆ, τότε θὰ κοιτάξω μὲ τρόπο νὰ τοῦ πῶ κάτι.
Εἶναι καλύτερα νὰ δίνης στὸν ἄλλον νὰ καταλαβαίνη ποῦ φταίει, ἐφόσον τὸ ζητήση, καὶ νὰ χτυπᾶ μόνος του τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, γιατὶ ἔτσι πονᾶ λιγώτερο. Βλέπεις, κι ἕνα παιδάκι, ὅταν πέση μόνο του καὶ χτυπήση, κλαίει λιγώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι κλαίει, ἂν πέση, γιατὶ τὸ ἔσπρωξε ἕνα ἄλλο παιδί. Γιὰ νὰ πῆ κανεὶς στὸν ἄλλον νὰ κάνη κάτι, πρέπει αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ ἀκούση νὰ εἶναι ταπεινὸς καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ πῆ νὰ εἶναι δέκα φορὲς πιὸ ταπεινὸς καὶ νὰ προσπαθῆ νὰ τὸ ἐφαρμόζη αὐτὸ ποὺ θὰ πῆ. Θὰ κάνω ἑνάμισι ἐγώ, γιὰ νὰ πῶ στὸν ἄλλον νὰ κάνη ἕνα, καὶ πάλι θὰ σκεφθῶ ἂν τὸ πῶ.
Βέβαια, ὁ ἔλεγχος γίνεται πάντοτε σὲ ἄνθρωπο ποὺ εἶναι δικός σου ἢ γνωστός. Ὁ πνευματικὸς θὰ δῆ τί δικαιώματα τοῦ ἔδωσε ὁ ἄλλος καὶ τί εὐθύνη ἔχει γι᾿ αὐτὸν καὶ ἀνάλογα θὰ φερθῆ. Ὅταν ἔχη ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς ψυχῆς, τότε ἐπιβάλλεται ὁ ἔλεγχος, φυσικὰ μὲ διάκριση. Δὲν βοηθάει ὅμως νὰ κάνης στὸν ἄλλον τὸν δάσκαλο καὶ νὰ τὸν ἐλέγχης γιὰ τὶς συνήθειές του, ἂν ἐκεῖνος δὲν σοῦ δώση τὸ δικαίωμα. Εἶναι σὰν νὰ μπῆ κάποιος στὸ κελλί μου καὶ νὰ μοῦ ἀλλάξη τὰ πράγματα, νὰ μοῦ βάλη τὸ κανδήλι ἐδῶ, τὸ κρεββάτι ἐκεῖ, νὰ κρεμάση τὸ κομποσχοίνι ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ μὲ ρωτήση.

Ἀγάπη πνευματικοῦ πρὸς τὸν ἐξομολογούμενο

Ὁ χαριτωμένος πνευματικὸς ἀγαπάει καὶ πονάει τὴν ψυχή, γιατὶ γνωρίζει τὴν μεγάλη ἀξία της. Τὴν βοηθάει στὴν μετάνοια, τὴν ξαλαφρώνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς ὀνομάζεται «πατήρ», γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσπαθήση νὰ εἶναι ἀληθινὸς πατέρας· νὰ νουθετῆ μὲ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ στοργή. Νὰ ἔρχεται στὴν θέση τοῦ κάθε ἐξομολογουμένου καὶ νὰ ζῆ τὸν πόνο του, ὥστε ὁ ἐξομολογούμενος νὰ βλέπη στὸ πρόσωπό του ζωγραφισμένο τὸν δικό του πόνο. Αὐτὸ χρειάζεται ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λίγο δροσερὸ νερό, καὶ ὄχι ἀπὸ δυνατὸ ξίδι. Οἱ περισσότεροι, ἐπειδὴ δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές, δύσκολα δέχονται μιὰ πνευματικὴ συμβουλὴ ἢ μιὰ παρατήρηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μάλωμα πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη· ἡ ὑπόδειξη τοῦ σφάλματος μὲ λεπτὸ τρόπο, μὲ γέλιο ἢ μὲ ἕνα ἀστεῖο.
Ἡ ἀγάπη πληροφορεῖ, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ πάθη προδίδουν τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν δὲν ὑπάρχη ἀγάπη, ἡ παρατήρηση μπορεῖ νὰ γίνεται μὲ ὄμορφο τρόπο, ἀλλὰ ὁ ἄλλος κλωτσάει, γιατὶ αἰσθάνεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο στὴν συμπεριφορά μας. Ἐνῶ, ὅταν τὸ μάλωμα γίνεται μὲ πόνο καὶ ἀγάπη, ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ στενοχωριέται, ἀλλὰ στὸ βάθος δὲν πληγώνεται, γιατὶ νιώθει τὴν ἀγάπη. Γνωρίζω ἕναν πνευματικὸ ποὺ εἶναι ἀρκετὰ παχὺς – φυσικὰ εἶναι καὶ ἡ κράση του, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ στὸ φαγητὸ λίγο νὰ μὴν προσέχη –, ξέρετε ὅμως πόσο πονάει γιὰ τὸν ἄλλον, πόσο ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς πονεμένους; Αὐτὸς ἔχει ταπείνωση, γιατὶ λέει ὅτι δὲν κάνει ἄσκηση, ἀλλὰ παράλληλα ἔχει πολλὴ καλωσύνη, καὶ ἔτσι πολλοὶ ἀναπαύονται περισσότερο σ᾿ αὐτὸν παρὰ σὲ ἕναν ἀσκητικὸ πνευματικό.

Ἕνας πνευματικός, ποὺ δὲν εἶναι ἀποφασισμένος νὰ πάη ἀκόμη καὶ στὴν κόλαση γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν πνευματικῶν παιδιῶν του, δὲν εἶναι πνευματικός.




[1] Τὸ 1966 ὁ Γέροντας ἔκανε στὸ Σανατόριο ἐγχείρηση στοὺς πνεύμονες, ἐπειδὴ ἔπασχε ἀπὸ βρογχεκτασία.
[2] Στὴν Ἱ. Μονὴ Ἐσφιγμένου, 1953-1956.
[3] Α´ Τιμ. 6, 12.
[4] Βλ. Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, κεφ. ρνε´, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμος Α´, σ. 120.
[5] Βλ. Ψαλμ. 106, 1.
[6] Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 15-40.
[7] Βλ. Γέν. 9, 20-27.
[8] Ψαλμ. 50, 5.
[9] Ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου.
[10] Α´ Κορ. 11, 29.
[11] Βλ. Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολὴ 217, παρ. 84, PG 32, 808Β: «Οὐ γὰρ πάντως τῷ χρόνῳ κρίνομεν τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ τῷ τρόπῳ τῆς μετανοίας προσέχομεν».
[12] Συλλογὴ Κανόνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία περιέχει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες, καθὼς καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μὲ σύντομη ἑρμηνεία. Τὴν συνέταξαν κατὰ τὸ 1793 ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ μοναχὸς Ἀγάπιος.
[13] Δαδένιος: γερός, ἀνθεκτικός.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:

– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.

– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού». Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.

Γ. ΒΕΡΙΤΗΣ: Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΘΕΕ, ΠΟΛΥ, ΠΟΥ ΒΑΖΕΙΣ ΜΙΑΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΔΥΣΗ!

Γ. Βερίτης: Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, πολύ, που βάζεις μιαν ανατολή μετά από κάθε δύση.