Η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού.
Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: η αναγέννηση, ένωση, μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.
Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το μυστήριο της πίστεως.
Η ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική προσευχή του Ιησού ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την αποστολικότητα. Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία είναι αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της αποστολικής ιδιότητας και διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην αποστολική παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος.
Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στην εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που αποτελεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το γερμανοφραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών.
Γι' αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.
Η δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ', στις 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με κρίση στην Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα στοςυ «Ιγνατιανούς». Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το θύμα αυτής της νέας πολιτικής σκοπιμότητας του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε τον Άγιο Φώτιο και αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Αγίας Σοφίας, αναθεμάτισε τον Άγιο Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ιερός Φώτιος καθ' όλη την διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των αντιπροσώπων του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε να μετανοήσουν και αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη συνέχεια εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών, Φωτίου και Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου του 877 μ.Χ., επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι το έτος 886 μ.Χ. κατά τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό.
Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.