ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἡ στάση τῶν λαϊκῶν ἔναντι αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων,
κατά τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ

Οἱ πρόσφατες ἐξελίξεις στήν κατά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς κακοδόξουΣυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ ὁποία ἐμπέδωσε τά δόγματα τῆς παναιρέσεως τοῦΟἰκουμενισμοῦ, ἀναδεικνύουν καί πάλι τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν στήνπροάσπιση τῶν ὑγιῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Τό θέμα εἶναι βεβαίως εὐρύτατο, καί πλήρης ἀνάπτυξή του ἀπαιτεῖ λιπαρή γνώση τῆς Ἐκκλησιολογίας, τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐν γένει, καθώς καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ἐδῶ ἐπιχειροῦμε μιά πρώτη ἁπλῆ προσέγγιση.

Πολλοί ἐκ τῶν ἁμαρτησάντων Ἐπισκόπων, ἀλλά καί ὅσοι «οὐ μόνον αὐτά ποιοῦσιν, ἀλλά καί συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν»[1]ἀναγκαστικῶς προσφεύγουν στό (ἀναμφισβήτητα μοναδικῆς σημασίας) κῦρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, γιά νά δικαιολογήσουν τά ἀδικαιολόγητα· ὑπαινίσσονται μάλιστα καί κάποιου εἴδους «ἀλάθητον» γιά τόν ἑαυτό τους καί τίς Συνόδους πού συγκροτοῦν. Ἐδῶ θά μποροῦσε κάποιος νά ὑπενθυμίσει, ὅτι καί στόν Παπισμό γενεσιουργός αἰτία πολλῶν ἐπί μέρους αἱρέσεων καί ἄλλων συμφορῶν ὑπῆρξε τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα: ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῆ ἐπαρκῶς στά αἱρετικά φρονήματα ἑνός θρησκευτικοῦ πλανητάρχη, ἐπί αἰῶνες ἐπενδεδυμένου μέ κοσμική ἐξουσία ἀλλά καί μία ... «θεϊκή» αἴγλη «ἀλαθήτων» ἐμπνεύσεων ( ὁποῖος κάποτε, πρίν ξεπέσει, ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Πατριάρχης τῆς Ἰταλικῆς Ρώμης);
Στήν ἴδια τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου αὐτός μή ὑγιής «ἐπισκοπο-κεντρισμός», ὁποῖος στοχεύει στό νά στερήσει ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς, ἀπό τούς λαϊκούς Χριστιανούς, τό δικαίωμα νά κρίνουν τά σχετικά μέ τήν Ὀρθοδοξία, βρῆκε τήν ἔκφρασή του στήν παράγραφο §22 τοῦ 6ου Κειμένου, τοῦ τιτλοφορουμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» · ἐκεῖ γράφεται ὅτι «... διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς ΒΟἰκουμενικῆς Συνόδου [2]. Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσπάθησε νά μετριάσει αὐτόν τόν «ἐπισκοπο-μονισμό» (τήν ἀπόδοση ἐκκλησιολογικοῦ βάρους ἀποκλειστικῶς στούς Ἐπισκόπους), μέ τήν ἀπάλειψη ἀπό τήν ὡς ἄνω φράση τῆς λέξεως «μόνον», καθώς καί μέ τήν προσθήκη τῶν Κανόνων 14ου καί 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), ὁποῖοι προσδιορίζουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἀντιδράσεως τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους· ὅμως πρότασή της δυστυχῶς ἀπορρίφθηκε[3].
Γιά νά φανεῖ πώς καί στό σημεῖο αὐτό Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἐξέπεσε ὄχι μόνον ἀπό τήν ἁγιοπατερική διαχρονική ὁμοφωνία, ἀλλά καί ἀπό τήν πρόσφατη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική γραμμή, τήν ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὑπενθυμίζουμε ὅτι πρό τριάκοντα ἕξι ἐτῶν (1981) στόν διάλογο μέ τούς Παλαιοκαθολικούς (οἱ ὁποῖοι ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ρώμη στίς δεκαετίες 1870-1880, ἐπειδή δέν δέχονταν τό ἀλάθητο καί τήν  λοιπή μοναρχία τοῦ Πάπα), εἶχαν προκριθῆ ἄλλες ἐκκλησιολογικές σταθερές. Στό κοινό κείμενο Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν τοῦ 1981 δηλωνόταν ὅτι ἀνωτάτη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος (καί ὄχι γενικῶς «τό Συνοδικόν Σύστημα»), καί μέ τήν δικλίδα, ὅτι πρέπει ἀπόφαση μιᾶς Γενικῆς Συνόδου νά συμφωνεῖ μέ τό φρόνημα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὥστε νά χαρακτηρίζεται Οἰκουμενική[4]. Τώρα, στό Κολυμπάρι, οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἐπίτηδες ἐξαλείφθηκαν, πρός δόξαν τῶν δικῶν μας, τῶν ἀνατολικῶν, «μοναρχῶν» καί προεστώτων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά φιμωθῆ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί νά ἐπαρκέσουν οἱ ἀποφάσεις τῶν «ὑψηλά ἱσταμένων (καί δῆθεν ἀλαθήτων)».
γράφων δέν προσδοκᾶ ὅτι τό ἄρθρο θά πείσει κάποιον ἀπό τούς συγκεκριμένους αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους νά ἐνωτίζονται τήν φωνή τοῦ δικαίως ἀντιδρῶντος Ποιμνίου τους· διότι δυστυχῶς «εἰ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσι» (καί τῶν θεοπνεύστων Κανόνων καί Ἁγίων Πατέρων ... ), «οὐδἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» [5].Παραθέτουμε λοιπόν, χάριν τῶν πιστῶν, τίς διαπιστώσεις παλαιοτέρων ἀκαδημαϊκῶν ἐπιστημόνων γιά τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῶν ἁπλῶν πιστῶν νά ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς διαφυλάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀκόμη καί ἐναντίον Πατριαρχῶν καί Συνόδων. Δέν ἀσχολούμεθα μέ τό θέμα σφαιρικῶς, ὅπως ἔχει γίνει μέ ἐπάρκεια σέ ἄλλες μελέτες[6], ἀλλά μόνον μέ τήν πανεπιστημιακή θεολογία καί ἱστοριογραφία, ὥστε νά ἀπογυμνωθῆ - καί μόνον μέ βάση τά νεώτερα κείμενα - ἀδιαφορία ἀμάθεια πονηρία τῶν αἱρετιζόντων στήν ἐπιχειρούμενη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας φρονήματος καί τῆς συμπαγοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Εὐχόμεθα σέ ὅσους Ἐπισκόπους συναίνεσαν διά τῆς ψήφου ἤ ἔστω τοῦ λόγου τους στίς αἱρέσεις τοῦ Κολυμπαρίου μέ διαφόρους τρόπους, νά μετανοήσουν εἰλικρινῶς. Καί ὁ ἅγιος Ἰουβενάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, στή λῃστρική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (τήν «ἐν Ἐφέσῳ Δευτέραν») τοῦ ἔτους 449 συντάχθηκε μέ τούς εὐτυχιανούς Μονοφυσῖτες ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, μετέπειτα φονευθέντος, ἀλλά στήν ἀκολουθήσασα Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τοῦ 451, δύο ἔτη ἀργότερα, ἔλαβε τό μέρος τῶν Ὀρθοδόξων (καί τελικῶς ἁγίασε).

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979)

Ὁ ρωσικῆς καταγωγῆς Πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής (στίς Θεολογικές Σχολές ἉγίουΣεργίου Παρισίων, St. Vladimirs, Holy Cross καί τά Πανεπιστήμια Harvard καί Princeton τῶνΗΠΑ) [7] π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ, ὑπῆρξε ἀπό τούς θεολόγους πού σφράγισαν μέ τήνδιδασκαλία τους τόν 20ό αἰῶνα καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἰδίως τήν ἐπάνοδότης στό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων[8]. Διδάσκαλος τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου, μετέπειτα ἐπίσης Καθηγητοῦ, π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑπῆρξε παρά ταῦτα κάποτε, παρασυρθείς κατά τήν πρώιμη θεολογική πορεία του, καί σοβαρός ὑποστηρικτής μιᾶς «εὐρείας» («περιεκτικῆς») ἐκκλησιολογίας[9]. Κάποια ἐκκλησιολογικά ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο του «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση» εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικά γιά τό θέμα μας καί τά παραθέτουμε ἐν ἐκτάσει:
«Ὁλόκληρον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπαληθεύῃ, καί μάλιστα τό δικαίωμα ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνῃ. Κατ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοιαν οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἔγραψαν εἰς τήν γνωστήν Ἐγκύκλιον ἐπιστολήν τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαός ὁ ἴδιος ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστής τῆς Θρησκείας». Ἀκόμη δέ ἐνωρίτερον ὁ μητροπολίτης Φιλάρετος εἶπε τό ἴδιον πρᾶγμα εἰς τήν «Κατηχητικήν» του [...]»[10].
«Ἡ πεποίθησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι «φύλαξ» τῆς Παραδόσεως καί τῆς εὐλαβείας εἶναι «ὅλος ὁ λαός», δηλαδή, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οὐδόλως μειώνει ἤ περιορίζει τό δικαίωμα τῆς διδασκαλίας πού ἐχορηγήθη εἰς τήν Ἱεραρχίαν [...] Οἱ ἱεράρχαι ἔλαβον τό δικαίωμα νά διδάσκουν ὄχι ἀπό τόν πιστόν λαόν, ἀλλ’ ἀπό τόν Μέγα Ἱερέα, τόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ἀλλ’ ἡ διδασκαλία αὐτή εὑρίσκει τά ὅριά της εἰς τήν ἔκφρασιν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά μαρτυρήση εἰς αὐτήν τήν ἐμπειρίαν, πού ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητον ἐμπειρίαν καί πνευματικόν ὅραμα. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας (episcopus in ecclesia) πρέπει νά εἶναι διδάσκαλος. Μόνον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει λάβει πλήρη ἐξουσίαν καί ἐξουσιοδότησιν  διά νά ὁμιλῆ ἐν ὀνόματι τοῦ ποιμνίου του. Τό ποίμνιον λαμβάνει τό δικαίωμα νά ὁμιλῆ διά τοῦ ἐπισκόπου. Διά νά κάμη ὅμως αὐτό ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά κλείση μέσα του τήν Ἐκκλησίαν, πρέπει νά φανερώση τήν ἐμπειρίαν καί τήν πίστιν του. Πρέπει νά ὁμιλῆ ὄχι ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ex consensu ecclesiae. Τοῦτο εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν μέ τήν φόρμουλαν τοῦ Βατικανοῦ: ex sese, non autem ex consensus ecclesiae» [11].
«Τό πλῆρες δικαίωμα νά διδάσκη δέν τό ἀντλεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιόν του, ἀλλ’ ἀπό τόν Χριστόν, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Τοῦ ἔχει ὅμως δοθῆ πλήρης ἐξουσία νά μαρτυρῆ περί τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος περιορίζεται ἀπό αὐτήν τήν ἐμπειρίαν καί ἑπομένως εἰς θέματα πίστεως ὁ λαός πρέπει νά κρίνη σχετικῶς μέ τήν διδασκαλίαν του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνη ἀπό τόν καθολικόν κανόνα καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη δέ καί νά τόν καθαιρέση» [12].
Ἀπό τήν σπουδαία τοποθέτηση τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μολονότι τήν παραθέσαμε ἀποσπασματικῶς, σημειώνουμε τά ἑξῆς στοιχεῖα: (1) ὁ Ἐπίσκοπος μόνος ἔχει πλῆρες τό δικαίωμα τῆς διδαχῆς στήν Ἐκκλησία· (2) τό δικαίωμα αὐτό τό λαμβάνει ὄχι ἀπό τόν λαό, ἀλλά ἀπό τόν Χριστό μέσῳ τῆς ἱερᾶς Χειροτονίας καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς (ἀποφυγή λαϊκισμοῦ, «σοσιαλιστικοποιήσεως» τῆς Ἐκκλησίας)· (3) ὁ Ἐπίσκοπος δέν ὁμιλεῖ αφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας του, διδάσκει ὡς στόμα τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας καί τῆς Πίστεως τοῦ ποιμνίου του· (4) συνεπῶς περιορίζεται ἡ διδαχή τοῦ ἐπισκόπου στά ὅρια τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, στόν «καθολικό κανόνα», διότι καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφράζει τήν Πίστη καί ἐμπειρία του ἀναλλοίωτα, μέσῳ τοῦ στόματος τοῦ Ἐπισκόπου· (5) ὁ λαός ἔχοντας τό δικαίωμα νά ἐφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου, ἔχει καί τό συνοδικῶς δεδομένο καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνει ἤ ἀπορρίπτει, ὡς φύλαξ τῆς Πίστεως, ὅσα ὁ Ἐπίσκοπος διδάσκει· τέλος (6) ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀποκλίνει ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀλήθεια, ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν Ἐπίσκοπό του, καθώς καί τῆς ἐπικρίσεως καί καθαιρέσεώς του («ἀκουέτω ταῦτα καί ... βασιλεύς», θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε[13]) !

Ὁ Βυζαντινολόγος Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν (1903 - 2000)

            Ὁ σπουδαῖος ἱστορικός καί Καθηγητής (καί στεφθείς Ἱππότης, “Sir”, τό 1958) Steven Runciman, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐπιφανεῖς ἱστορικούς τῆς «Βυζαντινῆς» Ἱστορίας, τῆς Ρωμηοσύνης μας. Στήν Ἑλλάδα μᾶς ἔγινε ἰδιαιτέρως ἀγαπητός χάρις στήν πασίγνωστη πρόβλεψή του, ὅτι ὁ 21ος αἰώνας θά εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας[14]. Ἄλλωστε ἡ ἀγάπη του γιά τήν Πατρίδα μας ἔχει ἐκδηλωθῆ πολλάκις μέ πολλούς τρόπους· ὁ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἦταν οὐσιαστικῶς «ὁ ἄνθρωπος πού κατάφερε σέ μεγάλο βαθμό νά ἀπαλλάξει τήν εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου ἀπό τό στίγμα, πού τήν ἐννοοῦσε ὡς περίοδο παρακμῆς, διαφθορᾶς καί δολοπλοκίας [...] ἐνῶ καί ἡ Ἑλλάδα τοῦ ἀναγνωρίζει τή συμβολή του στή μετάδοση μιᾶς εἰκόνας θετικής γιά τήν, ἀπό πολλούς παραγνωρισμένη, περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας» [15]. Στό ἔργο του «Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία» ὁ Ράνσιμαν σημειώνει τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Ὁ Αὐτοκράτορας, ἀπό τήν ἴδια τή φύση τῆς θέσεώς του, ἦταν ὑποχρεωμένος νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἕνα ἀπομακρυσμένο πρόσωπο. Ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά γνωρίζει τή θέση του, μιά θέση πολύ τιμημένη [...] Τό ἴδιο κι ὁ Πατριάρχης, ἄν καί δέν ἀπολάμβανε τό ἴδιο ἀκριβῶς μυστικό γόητρο, ἔπρεπε νά συμπεριφέρεται ὡς ἕνα ἀξιοσέβαστο πρόσωπο. Ὁ σεβασμός γιά τή θεϊκή ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα ἤ τοῦ Πατριάρχη δέν ἐμπόδιζε τούς Βυζαντινούς νά ξεσηκώνονται σέ ἐπανάσταση ἐναντίον ἑνός ἀνθρώπου πού τόν θεωροῦσαν ἀνάξιο γιά μιά τέτοια θέση. Ἡ ἐπανάστασή τους ὅμως στρεφόταν ἐναντίον μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης κι ὄχι ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ της ρόλου. Στήν πραγματικότητα ἐπαναστατοῦσαν γιά νά φυλάξουν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ρόλου της» [16].
Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἐπιβεβαιώνει, ὅτι «οἱ Βυζαντινοί» (καλύτερα, ὅμως, «οἱ Ρωμηοί»): (1) ἀπέδιδαν σεβασμό στόν ἐπισκοπικό (ὅπως καί τόν αὐτοκρατορικό) θεσμό, ἐπειδή εἶχε ἱερό κῦρος, ἀποτελοῦσε θεϊκή ἐξουσία· (2) τό ἱερό αὐτό κῦρος τῶν δύο θεσμῶν τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης ὑποχρέωνε τά πρόσωπα-φορεῖς τους νά συμπεριφέρονται ἀναλόγως· (3) ὁ ἴδιος ὁ σεβασμός αὐτός τοῦ λαοῦ πρός τούς δύο ἱερούς θεσμούς ὁδηγοῦσε καί στήν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἐπανάσταση καί ἀνατροπή ἐναντίον προσώπων (Βασιλέως καί Πατριάρχου) πού ἦταν ἀνάξια γιά τήν ἱερότητα τῶν θεσμῶν τούς ὁποίους ὑπηρετοῦσαν.

Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886 - 1977)

Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, ἀπό τά ἱδρυτικά καί ἡγετικά στελέχη τῶν Ἀδελφοτήτων Θεολόγων «Ζωή» (1907) καί «Ὁ Σωτήρ» (1960), ὑπῆρξε σαφέστατα ἀσυνήθης μορφή στήν νεωτέρα Ἑλληνική Θεολογία, διακεκριμένος καί ἀκαταπόνητος ἑρμηνευτής, δογματολόγος, λειτουργιολόγος, ἀπολογητής καί ἱεροκῆρυξ. Εὐρέως γνωστός ἐπίσης στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πληθύ καί τήν ὑψηλή ποιότητα τῶν συγγραμμάτων του, τά ὁποῖα καλύπτουν μέγα εὖρος πρακτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν κατηχητῶν καί τῶν θεολόγων, συνεισέφερε ἐξ ἴσου καί στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία στά πεδία τά ὁποῖα ὑπηρέτησε[17].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Καθηγητοῦ Τρεμπέλα σήμερα ὑποτιμᾶται ἀπό τό μετα-πατερικό θεολογικό κατεστημένο, ὄχι κατ΄ οὐσίαν λόγῳ τῆς ἐμμέσου διαμφισβητήσεως ἀπό τόν Τρεμπέλα στοιχείων τῆς πατερικῆς ἡσυχαστικῆς καί παλαμικῆς θεολογίας (ἕνα σημαντικό[18], ὄχι πάντως καθοριστικό, λάθος του) [19], ἀλλά διότι ἡ συστηματική ἔκθεση ἀπό τόν μακαριστό Τρεμπέλα τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, ὡς ἐπίσης καί οἱ ἀπολογητικές του συγγραφές κατά τῶν ποικίλων αἱρετικῶν ρευμάτων καί ἀνατρεπτικῶν τάσεων τοῦ μοντερνισμοῦ, ἀποτελοῦν σιωπηλή τροχοπέδη στήν προσπάθεια τῶν καινοτόμων αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν καί νεο-αριστερῶν θεολόγων, νά προωθήσουν τήν δική τους «σύνθεση», μιά «σούπα» δογματικοῦ σχετικισμοῦ καί γενικῆς θεολογικῆς ρευστότητος. Ἔτσι ὁ Τρεμπέλας κατηγορεῖται ὡς«σχολαστικιστής», διότι ἁπλῶς καί μόνον δέν «φιλοσοφοῦσε» μέ ἐλευθεριάζουσα τήν διάνοια, ἀδέσμευτη ἀπό τά δόγματα καί τίς ἱερές παραδόσεις, κατά τό παράδειγμα λίγων συγχρόνων του καί πολλῶν μεταγενεστέρων (ὅπως ἦταν, θά λέγαμε, ὁ τρομερός ἀλλά καί «αἱρετικός» νοῦς, ὁ Καθηγητής κυρός Νίκος Ματσούκας).
Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἡ θεολογία τοῦ ὁποίου  ὑπῆρξε πολεμούμενο σημεῖο ἀναφορᾶς, ἀλλά καί κομβικό σημεῖο (ἐπι)στροφῆς στήν μόνη ἀληθῶς ἐκκλησιαστική, τήν νηπτική καί ἡσυχαστική, θεολογία, γράφει περί τοῦ Π. Τρεμπέλα, καί παρά τούς θεολογικούς διαξιφισμούς του μέ τόν ἴδιο τόν πολιό Καθηγητή: «Ἐξ ἴσου ἀπαραίτητος εἶναι ἡ μελέτη τῆς Δογματικῆς τοῦ κορυφαίου Δογματικοῦ καί καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀειμνήστου Παναγιώτου Τρεμπέλα, ὅστις ἐπίσης ἠκολούθησε γραμμήν ἐπανόδου τῆς νεωτέρας Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν»· γιά τόν λόγο αὐτό καί τά ἑρμηνευτικά κείμενα τοῦ Π. Τρεμπέλα μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν «ὡς γέφυρα πρός τά ἑρμηνευτικά μνημεῖα τῶν Πατέρων» [20]Εἶναι σαφές, ὅτι ὁ μακαριστός Καθηγητής καί ἡγέτης τῆς Ἀδελφότητος τοῦ «Σωτῆρος» κατατάσσεται στό μέτωπο τῶν ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς πατερικῆς Παραδόσεως[21].
Παραθέτουμε (σέ μεταφορά στή νεοελληνική) σχετικό μέ τό θέμα μας ἐκκλησιολογικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Δογματική του: «Ἐξηγεῖται λοιπόν πλήρως ἡ τέτοιου εἴδους ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῆ ὑπ΄ ὄψιν, ὅτι οἱ ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων ὡς πρός τήν χριστιανική ἀλήθεια, γίνονται, ὅπως εἴπαμε, σύμφωνα μέ τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη ἀποστολική παράδοση, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ κάποια νεκρή καί θεωρητική γνώση, ἀλλά ζωντανό φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μαρτυρεῖται καί ἀποτελεῖται ἀπό τήν ζωντανή πίστη ὅλων τῶν μελῶν Της. Ὁ θησαυρός τῆς πίστεως, δηλαδή, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἀποστολική παράδοση γενικῶς, πρέπει νά εἶναι κτῆμα κάθε Χριστιανοῦ καί νά βιώνεται στή ζωή του. Συνεπῶς καί οἱ ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων πού σχετίζονται μέ τόν θησαυρό αὐτό, καί πού λαμβάνονται λόγῳ τῶν ἀμφισβητήσεων τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν, καί οἱ ὁποῖες [ἀμφισβητήσεις] παρακολουθοῦνται μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον ἀπό τά ζῶντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντοῦν ἀδιαφορία  στούς πιστούς, ἐφ΄ ὅσον αὐτοί δέν εἶναι νεκροί [πνευματικῶς, ἐν.].  Ἔτσι ἡ κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἐπί τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων ἐμφανίζεται αὐθόρμητη, κάποιες φορές δέ καί ἀσυγκράτητη, ἀλλά ἐκδηλώνει συγχρόνως καί τό καθολικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο βέβαια οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρεῖται καί νά κηρύττεται ἀπό Αὐτήν» [22].
Τά συμπεράσματα τοῦ καθηγητοῦ συμπυκνώνονται στά ἑξῆς: (1) ὁ θησαυρός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως δέν εἶναι νεκρό γράμμα διανοητικῆς θεωρίας καί γνώσεως, ἀλλά βίωμα καί φρόνημα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· (2) ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀληθείας ἀπό τούς αἱρετικούς προξενεῖ τίς ἱερές Συνόδους καί παρακολουθεῖται καθηκόντως μέ ἐνδιαφέρον ἀπό τά πνευματικῶς ζωντανά (καί ὄχι τά νεκρά) μέλη τῆς Ἐκκλησίας· (3) ἡ αὐθόρμητη (καί ἐνδεχομένως δυναμική) ἀντίσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος σέ συνοδικές ἀποφάσεις, ἀποτελεῖ καί ἐκδήλωση τοῦ (προσβαλλομένου ἀπό τήν αἵρεση) διαχρονικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Καθηγητής Κωνσταντῖνος Μουρατίδης (1918 – 2001)

Ὁ Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ποιμαντικῆς στή Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (ἀπό τό 1962) Κωνσταντῖνος Μουρατίδης, Πρόεδρος δέ ἐπί 25 ἔτη τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ) καί ἱδρυτής τοῦ περιοδικοῦ της «Κοινωνία», ὑπῆρξε κατά τίς μαρτυρίες τῶν συγχρόνων του «θεολόγος μέ πατερικό καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος [...] Εἰρηνικός καί εἰρηνοποιός ἀλλά καί ὁμολογητής, ἀγωνιστής καί μαχητικός ὅταν ἡ πίστις ἦταν τό κινδυνευόμενον» [23]. Ὤν ἐπιστήμων σοφός καί εὐρυμαθής, «ὑποστηρικτής τοῦ δικαίου, νομίμου καί πρέποντος, δέν ἐφοβεῖτο νά ἔλθη εἰς ρῆξιν πρός φίλους καί συνεργάτας, ὡς καί πρός τούς ὑψηλά κατέχοντας ἀξιώματα. Δι’ αὐτόν ἡ ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη ἦτο ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης φιλίας καί σχέσεως» [24]Ὁ μακαριστός Καθηγητής ἐκοιμήθη τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἐλεύσεως καί ἐπισήμου θεσμικῆς (ὡς Ἐπισκόπου) ἀποδοχῆς τοῦ Πάπα στήν Ἀθήνα (4 Μαΐου 2001). Τά παρακάτω ἀποσπάσματα (σέ νεοελληνική ἀπόδοση) ἀπό τό σπουδαῖο ἔργο του σχετικῶς μέ τήν οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι πολύ ἐνδεικτικά:
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολύτιμους καί ἀπαραίτητους συνεργάτες τοῦ Κλήρου γιά τήν διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέληση αὐτοῦ τοῦ καθήκοντος ἀποτελεῖ βαρύτατο ἁμάρτημα, γι΄ αὐτό καί Χρυσόστομος θεωρεῖ ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας αὐτόν πού παραμελεῖ τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί μάλιστα ὅσων παραπλανήθηκαν ἀπό αἱρετικούς» [25].
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν δίδαξε μόνον ὅτι εἶναι ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ ἐνεργή συμμετοχή ὅλων τῶν πιστῶν στή διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλά ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης ὁ ὁποῖος ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί τά μετέβαλε σέ πολύτιμους συμπαραστάτες καί ἀγωνιστές τῆς καλῆς στρατεύσεως. Ὁ Χρυσόστομος στούς λαϊκούς δέν διέβλεπε τούς ἀντιπάλους πού ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακριά ἀπό τόν ὀργανωτικό μηχανισμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποζητοῦσε μέ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες νά ἐπιτύχει τήν ἐνεργή συμμετοχή τους σέ αὐτόν» [26].
Ἀφοῦ δέ ἀναφερθῆ στήν ὑποστήριξη τῶν εὐσεβῶν Κωνσταντινουπολιτῶν πρός τόν Ἅγιο Χρυσόστομο κατά τίς ἐναντίον του διώξεις τῶν ἰσχυρῶν, ὁ Καθ. Μουρατίδης προσθέτει τό ἐπαγωγικό συμπέρασμα:
«Ἀπό τήν σπουδαιότητα τῆς παραπάνω περικοπῆς φανερώνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί ἔχουν κληθῆ ὄχι μόνον νά μεριμνοῦν γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί νά συμβάλλουν στό νά διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία συμφώνως πρός τούς Κανόνες. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι σέ κρίσιμες στιγμές γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπαν τούς Νόμους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους ἀκριβῶς κλήθηκαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν πάντοτε ἐκεῖνοι πού διέσωσαν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πού κινδύνευε. Τό λαμπρό παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μία ἀπό τίς πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι συνεπῶς παράδοξο τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στό ὑπέροχο ποίμνιό του διακήρυσσε: “τίποτε δέν θά βάλω σέ ἐφαρμογή χωρίς ἐσᾶς”»[27].
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Καθηγητῆ εἶναι εὐκρινέστατη· δέν χρειάζεται, νομίζω, νά σχηματοποιήσουμε τίς θέσεις του.

Ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς (1936 -  )

Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου κ.Βλάσιος Φειδᾶς, Ὁμότιμος ἀπό τό 2003, εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐξέχοντεςἐπιστήμονες τῆς Ἑλληνικῆς Θεολογίας, ἰδίως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καί ἀπό τούςπαλαιούς προμάχους τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαίων τῆς ἑλληνοφώνου Ὀρθοδοξίας καί τῶνθεσμῶν της[28]. Δυστυχῶς, ὅσοι τόν γνωρίσαμε καί ἐκτιμήσαμε μέσῳ τῶν - ἐν τοῖς πλείστοις - ἀξιολογωτάτων καί πλουσιωτάτων γραπτῶν του (ἤ καί προσωπικῶς, ὅπως ὁ γράφων), δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τήν θλιβερή σύγκριση μέ τίς νεώτερες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις του, ὅπως λ.χ. τήν θετική του ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου[29], ἀλλά καί μέ τήν γενική συμβολή του στόν παναιρετικό οἰκουμενισμό. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ὁ «ἐκκλησιαστικός τεχνοκράτης» ἔχει ἔλθει σέ εὐθεία σύγκρουση πρός ὅσα ὁ ἴδιος ἔχει γράψει ὡς ἐκκλησιαστικός ἐπιστήμων. Ἀπό τό εὐσύνοπτο σύγγραμμά του «Βυζάντιον», ἀρυόμαστε ὅσα ἐνδιαφέρουν τό θέμα μας.
Γράφοντας ὁ Καθηγητής Φειδᾶς γιά τήν σχέση μεταξύ τῶν δύο κυριαρχικῶν«θεοδωρήτων ἐξουσιῶν» τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδή τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Βασιλείας, καθώς καί τήν σχέση τοῦ λαοῦ μέ αὐτές, παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῷ ὁ λαός δέν ἀναμειγνυόταν στήν ἀνάδειξη (τήν ἐκλογή) τῶν φορέων τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης, δηλαδή τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν Πατριαρχῶν, ὡστόσο διατηροῦσε τό δικαίωμα τῆς ἐκ τῶν ὑστέρων κρίσεως τῶν ἐν λόγῳ προσώπων: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ἀμέσως μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ «ἐκλεκτοῦ τοῦ Θεοῦ» γιά ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο θεοδώρητες στήν αὐτοκρατορία ἐξουσίες ὁ λαός μεταβαλλόταν αὐτόματα σέ αὐτοδύναμο κριτή τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν, γιατί ἡ ἄσκησή τους εἶχε ἀνατεθῇ σ΄ αὐτούς ἀπό τό Θεό γιά τή διακονία τοῦ λαοῦ, γι΄ αὐτό καί ὁ λαός ἐνεργοποιοῦσε τά κυριαρχικά του δικαιώματα κυρίως στήν κρίση τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν καί ὄχι στήν ἀνάδειξή τους, ἡ ὁποία τόσο στήν πολιτική θεωρία, ὅσο καί στήν πολιτική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶχε συνδεθῇ μέ τήν ἐνεργοποίηση τῆς θείας βουλήσεως στή ζωή τῆς αὐτοκρατορίας»[30]. Καί ἀλλοῦ γράφει, ὅτι ὁ λαός «...ἔδειχνε συνήθως μεγαλύτερη εὐαισθησία στήν αὐθόρμητη ἀγωνία τῶν μοναχῶν, παρά στούς ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς τῶν λογίων ἱεραρχῶν ἤ ἀξιωματούχων τῆς αὐτοκρατορίας» [31].
Ἀπό τήν θέση αὐτή τοῦ Καθηγητοῦ Φειδᾶ, διατηροῦμε τέσσερις διαπιστώσεις ἐπί τῆς ἱστορίας: (1) ἡ πρακτική τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν ἀνάδειξη Πατριαρχῶν καί Βασιλέων, δέν συνεπαγόταν ὅτι ὁ λαός δέν μποροῦσε οὔτε καί νά τούς κρίνει, ὡς θεοδωρήτων ἐξουσιῶν ἀναξίους, ἐνδεχομένως, φορεῖς · (2) τό κυριαρχικό αὐτό δικαίωμα τοῦ λαοῦ πήγαζε ἀπό τό γεγονός ὅτι τόσο ἡ Ἱερωσύνη ὅσο καί ἡ Βασιλεία ὑπάρχουν γιά νά ὑπηρετοῦν τόν λαό· (3) συνεπῶς ὁ λαός αὐτομάτως καί αὐτοδυνάμως ἔκρινε τούς φορεῖς τῶν δύο ἐξουσιῶν, Βασιλεῖς καί Ἀρχιερεῖς· καί (4) ὁ πιστός λαός ἐμπιστευόταν τήν ἀνιδιοτέλεια τῶν Μοναχῶν καί ὄχι τήν διπλωματική λογική τῶν «μορφωμένων» Ἱεραρχῶν ἤ τῶν κοσμικῶν ἀξιωματούχων[32].

Ἐπίλογος

Μέ τήν παραπάνω κατάθεση τῶν γνωμῶν διακεκριμένων ἐπιστημόνων τοῦ παρελθόντος ὡς πρός τήν ἀντίδραση τοῦ εὐσεβοῦς ὀρθοδόξου λαοῦ σέ ἐνδεχόμενα θεολογικά ἀτοπήματα τῶν Ποιμένων του, νομίζουμε ὅτι καθίσταται σαφής ἡ ἱστορικῶς τεκμηριωμένη πρακτική τῆς λαϊκῆς ὁμολογιακῆς ἀντιδράσεως κατά πρόσωπον μιᾶς ἀναφυομένης αἱρέσεως. Ἡ ὀρθότητά της μαρτυρεῖται ἄλλωστε καί στά πατερικά συγγράμματα (ἰδίως τά ἱστορικοῦ περιεχομένου), ἀλλά καί στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σαφέστατη αὐτή πρακτική, ὅπως συνοψίζεται στίς παραπάνω γνῶμες τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, θά μποροῦσε νά συμπυκνωθῆ στά ἑξῆς:

(α) Κατ΄ ἐξοχήν διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό δικαίωμα αὐτό τῆς διδασκαλίας ἀπό τόν Χριστό.
(β) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἐπισκόπων περιορίζεται στό νά ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι βιωματικό φρόνημα καί ὄχι νεκρό διανοητικό γράμμα· ἡ ἐπισκοπική διδασκαλία ἀποτελεῖ διακονία τοῦ λαοῦ.
(γ) Οἱ σωστοί Ἐπίσκοποι δέν εὑρίσκονται σέ ἀντιπαράθεση, ἀλλά σέ συνεργασία μέ τούς λαϊκούς, τούς ὁποίους προσπαθοῦν νά δραστηριοποιοῦν ἱεραποστολικῶς.
(δ) Ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος δικαιωματικῶς ἐκφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου του, ἔχει τό δικαίωμα, ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά παρακολουθεῖ καί κρίνει τήν ἐπισκοπική διδασκαλία. Πολλές φορές ὁ ἁπλός λαός διαγινώσκει σέ ἀναξίους Κληρικούς ἐσφαλμένες προτεραιότητες, συμβιβασμούς, καιρικές σκοπιμότητες καί ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς.
(ε) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παρακολούθηση τῆς πορείας τῶν αἱρέσεων καί ἡ αὐτοδύναμη ἐπιβεβαίωση ἤ ἀπόρριψη τῆς ἐπισκοπικῆς διδασκαλίας εἶναι σημεῖο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐξάσκηση κυριαρχικῶν του δικαιωμάτων· τό ἀντίθετο εἶναι σημεῖο νεκρώσεως.
(στ) Ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν παρεκκλίνοντα Ἐπίσκοπο, ἀκόμη καί τῆς καθαιρέσεώς του.
 (ζ) Ἡ ἐπανάσταση αὐτή κατά τοῦ παρεκκλίνοντος Ἐπισκόπου πηγάζει ἀπό τό σεβασμό καί ὄχι ἀπό ἀσέβεια πρός τήν ἱερότητα τῆς θεοδώρητης ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, τήν ὁποίαν ὁ αἱρετίζων Ἐπίσκοπος ἀναξίως ἐκπροσωπεῖ· ἀποτελεῖ δέ ἡ ἐπανάσταση αὐτή ἐκδήλωση τοῦ θιγομένου διαχρονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.
(η) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παραμέληση τῆς προφυλάξεως τῶν ἀδελφῶν-πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας  ἀπό τίς ἱεροκανονικές παραβάσεις καί ἰδίως τίς αἱρέσεις καθιστᾷ τούς ἀμελεῖς αὐτούς λαϊκούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
(θ) Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μαρτυρεῖ γιά τό ὅτι πολλές φορές τήν προσβαλλόμενη ἐκκλησιαστική Πίστη καί ἱεροκανονική τάξη διέσωσαν λαϊκοί ἀντιτιθέμενοι σέ ἀναξίους Κληρικούς.
Οἱ γνῶμες πού παραθέσαμε δέν ἐξαντλοῦν ὅλο τό εὖρος τῶν θεολογικῶν καίἐκκλησιαστικῶν τάσεων ἐντός τῆς πρόσφατης ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας· ὡστόσο, εἶναιθαυμαστή ἡ σύμπνοια πού τίς διακρίνει· ἰσχυροποιοῦνται λοιπόν σέ μέγιστο βαθμό μέσῳ τῆςἀντιπαραβολῆς καί τοῦ συνδυασμοῦ τους ἀποδεικνύοντας καί τό ἑξῆς:  Ἡ ἀντίδραση τοῦὀρθοδόξου λαοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία, ὅταν θίγεται ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίωςτά δόγματα, δέν ἀποτελεῖ ἔκφανση εὐσεβιστικοῦ λαϊκισμοῦ ἤ περιθωριακοῦ ζηλωτισμοῦ, ἀλλάἀκραιφνοῦς καί θεοφιλοῦς ἐκκλησιολογικῆς ὀρθοφροσύνης καί ἐκκλησιαστικῆς ὑγείας.

Δέν θά μποροῦσε νά βρεθῆ καταλληλότερη ἀπό ἐδῶ θέση γιά μιά σχετική ρήση τοῦ μακαριστοῦ Κυπρίου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ π. Παύλου Ἐγγλεζάκη, ἀναφερομένου στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στό μεθόριο 19ου καί 20οῦ αἰῶνος : «Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε λοιπόν αὐτή πού θά τήν ἤθελαν οἱ κομψοί σοφιστές τοῦ τότε ἤ τοῦ σήμερα, δέν εἶναι ἀναγκαστικά ἤ πάντα ἐναντίον της. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐσωτερική της πολιτεία, ἦταν συντηρητική, δότι ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ, ἄρα τῶν χωρικῶν [...] Στό μέτρο πού ὁ Ἰησοῦς ταύτισε τόν ἑαυτό του μέ τούς ἐλάχιστους τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πραγματική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων καί τῶν ἰσχυρῶν, ἀλλά τῶν ἀδύνατων καί τῶν μικρῶν. Ὁ θεολογικός ἱστορικός στοχασμός [...] δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ἔκαμαν οἱ κατά κόσμον μεγάλοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί λέγονται ἀρχιεπίσκοποι, οὔτε γιά τό τί ἔκαμαν οἱ καθώς πρέπει μεσαῖοι, ἀλλά ἐξετάζει ποιοί, σάν τόν Θεό, ἦταν φτωχοί γιά ἕνα σύστημα, δηλαδή ἔξω ἀπό αὐτό, χωρίς ἀξία, ἄχρηστοι, καί ἄρα διαθέσιμοι, καί τί ἔκαναν γι΄ αὐτούς οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Διότι ἐκεῖνος σώζεται πού στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν φτωχῶν βλέπει τόν Ἰησοῦ καί τόν ὑπηρετεῖ. Αὐτό εἶναι, σύμφωνα με τό εἰκοστό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου κατά τόν Ματθαῖο, τό οὐσιαστικό κριτήριο τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας» [33].
Εἴθε νά ἀναλογισθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ταγοί τό βάρος τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν Πιστῶν ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος στό Κολυμπάρι καί νά πράξουν ἐν μεταμελείᾳ τά δέοντα!

Σημειώσεις τέλους

[1]. Ρωμ. 1, 3
[3]Μητρ. Ναυπακτου και Αγ. Βλασιου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 426-428.433. Βλ. τό ἴδιο κείμενο καί ἐδῶ: https://www.scribd.com/document/325254627/ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ-ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-Ι-Σ-Ι-ΓΙΑ-ΑΜΣΟΕ-ΚΑΙ-ΚΑΤΑΛΗΞΗ-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΑΚΤΙΝΕΣ#from_embed , ὅπως ἐπίσης καί ἐδῶ http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/4618-2016-09-25
[4]. Πρόκειται γιά τό β΄ κείμενο τῆς 4ης Συνδιασκέψεως τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στό Ζαγκόρσκ τῆς Μόσχας (15-22 Σεπτεμβρίου 1981), ὑπό τόν τίτλο «Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12: «Ἀνώτατον ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀλάθητον διακήρυξιν τῆς πίστεώς της εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος [...] Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος» (ἐλήφθη ἀπό τό Γρ. Λιαντας, Διορθόδοξος Διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συμβολή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τή Ρωμαιοκαθολιή Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν, ἐκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 106ἑ.).
[5]. Λουκ. 16, 31
[6]Ι. Μ. Παντοκρατοροσ Μελισσοχωριου, «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοί νά ἀναμειγνύονται σέ θέματα πίστεως;», Θεοδρομία ΙΒ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 368-380. Βλ. καίhttp://www.impantokratoros.gr/769A2154.el.aspx  
[7]. Βλ. MBaker – Ν. Ασπρουλησ, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979). Ἕνα σύντομο βιο-εργογραφικό σημείωμα», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 7-19.
[8]Γ. Μπεμπησ, «Φλορόφσκυ Γεώργιος», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 11 (1967) στ. 1184· «Ἐνταῦθα κατέστη ὁ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς ἐπιστροφῆς πρός τούς Πατέρας καί τόν “ἱερόν Ἑλληνισμόν” καί ἐχόμενος στερρῶς τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς Παραδόσεως συνεκρούσθη ἀναποφεύκτως μετά τοῦ διασήμου ἐπίσης Ρώσου στοχαστοῦ καί σοφιολόγου Σεργίου Μπουλγκάκωφ».
[9]. Κριτική ἐπί μερικῶν πρώιμων ἐκκλησιολογικῶν οἰκουμενιστικῶν ἀντιλήψεων τοῦ π. Φλωρόφσκυ ἄσκησε καί ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης κ. Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), ὁ ἴδιος τώρα ἐπίσης μεταξύ τῶν προμάχων τοῦ σερβικοῦ οἰκουμενισμοῦ, σέ ἄρθρο του περί τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ π. Φλωρόφσκυ. Βλ. Επισκοποσ πρ. Ζαχουμιου και Ερζεγοβινησ Αθανασιος Γιεβτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 137-158.
[10]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1976, σ. 73ἑ.
[11]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 74ἑ.
[12]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 75.
[13]Αγιοσ Γρηγοριοσ ο Θεολογοσ, Λόγος ἐπιτάφιος (ΜΓ΄) εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον 50, PG 36, 561A: «Πρός ταῦτα ὕβριζε͵ ἀπείλει͵ ποίει πᾶν ὁτιοῦν ἄν ᾖ βουλομένῳ σοι͵ τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς͵ ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις οὐδέ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ͵ κἄν ἀπειλῇς χαλεπώτερα».
[14]. «Ἡ τελευταία συνέντευξη τοῦ μεγάλου βυζαντινολόγου Σέρ Στῆβεν Ράνσιμαν»http://i-m-patron.gr/i-m-patron-old.gr/keimena/runciman.html (ἀπό τό περιοδικό Πεμπτουσία 4 (Δεκ. 2000-Μαρ. 2001) ): «Μερικές φορές – τί νά πῶ - αἰσθάνομαι πολύ ἀπογοητευμένος ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως. Ὅμως, χαίρομαι μέ τήν σκέψη ὅτι στά ἑπόμενα 100 χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία θά εἶναι ἡ μόνη ἱστορική Ἐκκλησία πού θά ὑφίσταται. Ἡ Ἀγγλικανική ἐκκλησία εἶναι σέ πολύ κακά χάλια. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία χάνει συνεχῶς ἔδαφος. Ἀλλά, εὐτυχῶς, ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μοῦ κάνει μεγάλη ἐντύπωση ὁ αὐξανόμενος ἀριθμός αὐτῶν πού ἀσπάζονται τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα στήν Βρετανία. Πιστεύω ὅτι προσφέρει τήν πραγματική πνευματικότητα πού οἱ ἄλλες ἐκκλησίες δέν μποροῦν πλέον νά μεταδώσουν. Ὅλα αὐτά μέ ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θά διατηρηθῆ σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες».
[15]. «Στίβεν Ράνσιμαν, Ἱστορικός (1903-2000). Ὁ ἄνθρωπος πού ἄλλαξε τήν ἀντίληψιν τοῦ δυτικοῦ κόσμου διά τό Βυζάντιον», Ὀρθόδοξος Τύπος 1472 (20 Σεπ 2002) 2 (ἀναδημοσίευση ἀπό τό «Βῆμα» τῆς 8.9.2002).
[16]Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2005, σ. 111ἑ.
[17]. Σύντομο ἐπιμνημόσυνο βιογραφικό καί σκιαγραφικό σημείωμα περί τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ θεολόγου, βλ. ὡς Π. Ν. Τρεμπέλας (1886-1977). Ἀμυδρά Σκιαγραφία (ἀνάτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου «Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας»), ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19882.
[18]. Βλ. «Ἡ καταδίκη τοῦ μακαριστοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος»,Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 42 (Χειμώνας 1994) 78-87. Ἡ ἐν λόγῳ ἁγιορειτική κριτική δημοσιεύθηκε περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Οἱ προβληματικές θέσεις τοῦ Καθηγητοῦ κυροῦ Π. Τρεμπέλα εἶχαν περιληφθῆ στό βιβλίο του Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατική Θεολογία.Εἴκοσι ἔτη ἀργότερα καταδικάσθηκαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί οἱ ἀπαράδεκτες πατρομαχικές ἀπόψεις τοῦ θεωρουμένου ὡς ἀντι-δυτικοῦ καί ὡς πατερικῶς θεολογοῦντος Καθηγητοῦ τῆς Παντείου κ. Χρήστου Γιανναρᾶ· βλ. «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 40 ( Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1993) 1-10.
[19]. Περί τοῦ θέματος τούτου ἰδέ χαρακτηριστικῶς Ἐγχειρίδιον· ἀλληλογραφία π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου καί καθ. Π.Ν. Τρεμπέλα, ἐπιμ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι 2009. Βλ. συγκεκριμένα καί τήν ἄποψη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου (Εἰσαγωγή,αὐτόθι, σ. 16), ὅτι: «Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας μεγάλωσε σέ ὅλο αὐτό τό σχολαστικό κλῖμα καί ἔκανε μεγάλο ἀγῶνα καί ἀξιόλογη προσπάθεια, γιά νά μετακινηθῆ πρός τήν πατερική θεολογία. Αὐτό ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο στήν ἐποχή του [...] ἀπετέλεσε μιά δυναμική προσωπικότητα, πού ἔκανε τήν μεγάλη στροφή στήν Ἑλλάδα πρός τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας».
[20]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Ιω. Ρωμανιδησ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19994, σ. 6ἑ.
[21]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Θ. Ζησησ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, ἐκδ. Ἱ.Μ. Πειραιῶς, Πειραιεύς 2012, σ. 266.
[22]Π.Ν.Τρεμπελασ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19792,  σ. 408: «Ἐξηγεῖται δέ πλήρως ἡ τοιαύτη ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι αἱ ἐπί τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων γίνονται, ὡς εἴπομεν, κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον ἀποστολικήν παράδοσιν, ἥτις δέν ἀποτελεῖ νεκράν τινα θεωρίαν καί γνῶσιν, ἀλλά ζῶν φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυρούμενον καί ἀποτελούμενον ἐκ τῆς ζώσης πίστεως πάντων τῶν ζώντων μελῶν αὐτῆς. Ὁ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ δηλαδή καί γενικῶς τῇ ἀποστολικῇ παραδόσει περιεχόμενος θησαυρός τῆς πίστεως δέον νά εἶναι κτῆμα παντός Χριστιανοῦ καί νά βιῶται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν καί αἱ σχετιζόμεναι πρός τόν θησαυρόν τοῦτον ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν συνόδων, γινόμεναι ἐκ διαμφισβητήσεων ὑπό αἱρετικῶν τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας, παρακολουθουμένων μετ’ ἀδιαπτώτου ἐνδιαφέροντος ὑπό τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντῶσιν ἀδιαφορίαν εἰς τούς πιστούς, ἐφ’ ὅσον οὗτοι δέν εἶναι νεκροί. Οὕτω παρουσιάζεται ἡ ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος κρίσις τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων αὐθόρμητος, ἔστι δ΄ ὅτε καί ἀσυγκράτητος, ἀλλ’ ἐκδηλοῖ συγχρόνως καί τό καθολικόν τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, ὅπερ οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρῆται καί νά κηρύττεται ὑπ’ αὐτῆς».
[23]Αρχιμ. Γ. Καψανης, «Ἐπιμνημόσυνος στόν μακαριστό Καθηγητή», Κοινωνία 44, 2 (Ἀπρ.- Ἰουν. 2001) 121.
[24]Μ. Ορφανοσ, «Ἐπικήδειος στόν Καθηγητή Κωνσταντῖνο Δωρ. Μουρατίδη», Κοινωνία,αὐτόθι, 118ἑ. 
[25]Κ. Μουρατιδησ, Ἡ οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διατριβή), ἐν Ἀθήναις 1958, σ. 212· « ... ἡ συμμετοχή τῶν λαϊκῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὑπό τάς ἐξυπακουομένας προϋποθέσεις, τοῦτο μέν τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἁρμοδιότητος καί τῶν δικαιωμάτων τῆς ἱεραρχίας, ἥτις εἶναι ὁ κύριος φορεύς τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργημάτων, τοῦτο δέ τοῦ βοηθητικοῦ χαρακτῆρος τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν [...] Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς Ἐκκλησίας».
[26]Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 216·  «Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν ἐδίδαξε μόνον, ὡς ἀναγκαίαν καί ἐπιβεβλημένην τήν ἐνεργόν συμμετοχήν πάντων τῶν πιστῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλ’ ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης, ὅστις ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί μετέβαλεν αὐτά εἰς πολυτίμους συμπαραστάτας καί ἀγωνιστάς τῆς καλῆς στρατείας. Ὁ Χρυσόστομος δέν διέβλεπεν εἰς τούς λαϊκούς τούς ἀντιπάλους, οἵτινες ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακράν τοῦ ὀργανωτικοῦ μηχανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀπεζήτει δι΄ ὑπερανθρώπων προσπαθειῶν νά ἐπιτύχῃ τήν ἐνεργόν εἰς αὐτόν συμμετοχήν των».
[27]Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 219· «Ἐκ τῆς σπουδαιότητος τῆς ὡς ἄνω περικοπῆς ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Τό λαμπρόν παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μίαν τῶν πλέον χαρακτηριστικῶν σχετικῶν περιπτώσεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
[28]. Βλ. σχετικῶς τό ἄρθρο: «Βλάσιος Φειδάς» https://www.wikipedia.gr/wiki/Βλάσιος_Φειδάς
[29]. Βλ. τό ἄρθρο Δ. Αναγνωστησ, «Ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς ὁμολογεῖ καί ἀποκαλύπτει περί τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου (Κρήτης)», http://aktines.blogspot.gr/2016/12/blog-post_999.html(ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Τύπο 2146 (30 Δεκ 2016) 1.4.
[30]Βλ. Φειδασ, Βυζάντιο (Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Ἐκκλησία-Παιδεία-Τέχνη), Ἀθῆναι 1990, σ. 154. 
[31]. Αὐτόθι, σ. 317.
[32]. Τήν ὁποία ὁ Καθηγητής Φειδᾶς ὀνομάζει «λογική τῶν συμβιβασμῶν ἤ τῶν καιρικῶν σκοπιμοτήτων τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας ἤ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» (αὐτόθι, σ. 317).

[33]Βενεδικτοσ Εγγλεζακησ (Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος), «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό τό 1878 μέχρι τό 1955», στό Εἴκοσι μελέται διά τήν Ἐκκλησίαν Κύπρου (4ος ἕως 20ός αἰών), ἐκδ. Ἵδρυμα Α.Γ. Λεβέντη – ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1996, σσ. 616.617.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ “ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΩΝ” ΚΑΙ Ο ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Ἅγιον Ὄρος Αὔγουστος 2017 (ἐκ. ἡμ.)

Τὸ ζήτημα τῶν οἰκουμενιστικῶν προβληματικῶν “βαπτισμάτων”
 καὶ ὁ ἐμπαιγμὸς τῶν θείων Μυστηρίων

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ γονεῖς ἑνὸς βρέφους προσήλθαν σ᾽ ἕναν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἐτύγχανε καὶ πνευματικός τους, διὰ νὰ τελέσουν τὸ μυστήριο τοῦ θείου βαπτίσματος.

Κάποιος ἱερομόναχος, συγγενὴς ὤν τῶν γονέων τοῦ βρέφους, θεώρησε ὡς πνευματικόν του καθῆκον νὰ συστήσει στοὺς γονεῖς νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ τελέσει σωστὰ τὸ μυστήριον δηλαδὴ νὰ βαπτίσει τὸ παιδί, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸ λούσει, ὅπως ἐπικρατεῖ πλέον νὰ γίνεται, καθότι βάπτισμα σημαίνει ὁλοκληρωτικὸ βύθισμα στὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς δὲν εἶχαν τὸ θάρρος νὰ ζητήσουν καὶ νὰ ἐπιμείνουν ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ βαπτίσει σωστὰ τὸ παιδί τους, ἀνέλαβε ὁ ἱερομόναχος νὰ τηλεφωνήσει στὸν ἱερέα καὶ μὲ τὸν ἁρμόζοντα σεβασμὸ νὰ τὸν ἐνημέρωσει στὸ πόσο μεγάλη εὐθύνη ἔχει στὴν ὀρθὴ τέλεση τοῦ βαπτίσματος, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ὁρίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, διαβάζοντάς του μάλιστα ἀπὸ τὸ Πηδάλιο τὸν 50ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ τὴν σχετικὴ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅπως ἀποδείχθηκε ἦταν, ἀντὶ γιὰ βάπτισμα ὁ ἱερέας νὰ κάνει ἕνα ἁπλὸ λουτρὸ στὸ βρέφος, βουτώντας το μέχρι τοὺς ὤμους καὶ στήν τρίτη «κατάδυσι» ἁπλὰ ἔρριξε νερὸ καὶ μούσκεψε τὸ κεφαλάκι του, ξεγελώντας ἔτσι τοὺς γονεῖς καὶ τὴν συνείδησίν του ὅτι δῆθεν ἔκανε βάπτισμα...

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἁπλὰ ὁ συγκεκριμένος ἱερέας, ὁ ὁποῖος ἴσως ποτέ του δὲν διδάχθηκε πῶς ἐπιτελεῖται σωστὰ καὶ ὀρθόδοξα τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἴσως μάλιστα οὔτε κἄν νὰ προβληματίστηκε, ἀφοῦ ἄλλωστε σήμερα ἔτσι «βαπτίζουν» οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ἱερέων. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ πρώτιστο ἐκ τῶν μυστηρίων ἐπὶ τοῦ ὁποίου θεμελιώνονται ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μυστήρια: τὸ χρῖσμα, ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ φυσικὰ ἡ ἱερωσύνη. 

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὸ γεγονὸς αὐτὸ θά ἤθελα νὰ κάνω κοινωνοὺς τῆς βαθυτάτης θλίψεώς μου, τόσο τοὺς ἱερεῖς ποὺ βαπτίζουν καὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν τεραστία εὐθύνη, ὅσο καὶ τὸν κάθε Ὀρθόδοξο χριστιανὸ γονέα, ποὺ ἀναμένει ἐκ τοῦ ἱερέως νὰ τοῦ βαπτίσει τὸ παιδί του, καὶ ὄχι βεβαίως νὰ τὸ λούσει... Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θά πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει πολὺ σοβαρὰ ὅλους μας. 

Τὸ πρόβλημα μάλιστα καθίσταται πολύ σοβαρότερο, καθὼς εἶναι ἀπόρροια μὰ καὶ ἀποδεικνύει συνάμα τὸ πόση μεγάλη ζημιὰ ἔχει κάνει ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία, προσβάλλοντας ἔτσι τὸ ὅλον οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἦταν πρὶν ἀπὸ κάποιες δεκαετίες ἡ πλέον παραδοσιακὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ οἰκουμενιστὲς μὲ πρωτοστάτη πάντα τὸ οἰκουμενιστικὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως ἐδῶ καὶ 115 χρόνια, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, ἔχουν φροντίσει νὰ τοποθετήσουν παντοῦ νεωτεριστὲς-οἰκουμενιστὲς ἀρχιεπισκόπους, μητροπολῖτες καὶ ἀρχιμανδρῖτες. Ὅλοι αὐτοὶ κάνουν «τὰ στραβὰ μάτια» καὶ ἀφήνουν ἐδῶ καὶ ἀρκετὲς δεκαετίες νὰ ἀλλοιώνονται τὰ μυστήρια, πολλὲς φορὲς καὶ νὰ γελοιοποιοῦνται, π.χ ἀπὸ δεδηλωμένους ἀθέους πολιτικάντιδες, ὅταν αὐτοὶ συμμετέχουν σὲ “μυστήρια” (κυρίως γάμους καὶ βαπτίσεις) χάριν ἄγρας ψήφων καὶ γιὰ τὸ θεαθῆναι...

Ἔτσι πολλοὶ ἱερεῖς παραλείπουν εὐχὲς κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν μυστηρίων καὶ ἕκαστος αὐτοσχεδιάζει κατὰ τὸ δοκοῦν. Ἰδιαιτέρως δὲ στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος δὲν διαβάζονται ὅλες οἱ εὐχὲς τῶν ἐξορκισμῶν, ἐνῶ δὲν βάζουν καὶ τὸ ἀπαραίτητο νερὸ στὶς κολυμβῆθρες μὲ φυσικὸ ἐπακόλουθο τὴν ἀδυναμία ὀρθῆς ἐπιτέλεσης τῶν τριῶν καταδύσεων, εἰς τῦπον τῆς τριημέρου Ταφῆς καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὅλα αὐτὰ γίνονται ὄχι τυχαῖα καὶ ὁ λόγος εἶναι προφανής, διότι κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς μοντέρνους λατινόφρονες αἱρετικοὺς οἰκουμενιστές -ἐφαρμόζοντας τὶς ἀρχὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ-, θὰ πρέπει νὰ ἐξομαλύνονται οἱ -κατ᾿ αὐτούς- ἱστορικὲς καὶ ὄχι δογματικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, καθὼς τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα δὲν ταιριάζει μὲ τὸ αἱρετικό, καθὼςσ’ αὐτὸ δὲν ἐπιτελεῖται βάπτίσμα ἀλλὰ ράντισμα ἤ ἐπίχυσι. Διὰ τὸ μόνον βέβαια τὸ ὁποῖο ἀνησυχοῦν ὑπερβαλλόντως καὶ καίγονται κυριολεκτικὰ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι εἶναι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ ὀνοματός τους ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους ἡρωϊκοὺς ὀρθοδόξους ἱερεῖς. Τότε πανικόβλητοι τρέχουν νὰ ἐπιβάλλουν τὴν “τάξιν” καὶ ἀρχίζουν διωγμούς, ἐξορίες, κόβουν τοὺς μισθοὺς κ.ἄ.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικὸ της Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους, κάτι ἀνάλογο ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ κάθε εὐνομούμενο κράτος, ὅπου εἶναι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ σύνολη ἡ ἱερὰ Παράδοσις, τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει πρῶτα αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποι νά σέβονται καὶ νὰ ἐφαρμόζουν. Αὐτὰ ὅλα ἐμπεριέχονται σὲ ἕνα ὀγκώδη τόμο ποὺ λέγεται τὸ Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἔργα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, καὶ εἶναι ἕνα νομοκάνονο καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο ὡς τὸ πηδαλίο-τιμόνι ποὺ ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια τὴν κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν εὔδιον λιμένα τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν γνωρίζουμε, ὅμως πόσοι Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς σήμερα τὸ ἔχουν μελετήσει ἤ τὸ συμβουλεύονται…

Παραθέτουμε τὸν σχετικὸν Ἱερὸν Κανόνα περὶ τῆς σωστῆς τελέσεως το μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀπὸ τὸ Πηδάλιον, καθὼς καὶ τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος:


ΚΑΝΩΝ Νʹ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

«Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλὰ ἕν βάπτισμα, τὸ εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τόν θάνατὸν μου βαπτίσατε, ἀλλὰ πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἑρμηνεία: Τρία εἶναι τὰ ἀναγκαιότατα, καὶ πάντη πάντως ἀπαραίτητα ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος· Νερόν ἡγιασμένον· Κατάδυσις τριτὴ καὶ ἀνάδυσις ἐν τῷ ὕδατι, καὶ ἐπίκλησις τῶν τριῶν ὑπερθέων Ὑποστάσεων. Εἰς τὸν ἀνώτερον μθʹ (49ον) Κανόνα οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι περί τῶν τριῶν ἐπικλήσεων ἐπρόσταξαν καὶ ἐδίδαξαν, ποῖα νὰ λέγωμεν ὀνόματα καὶ μὲ ποίαν τάξιν. Εἰς τόν παρόντα νʹ (50ον) διατάττουσιν ἀκολούθως περὶ τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Ὡσὰν ὅπου εἴπομεν εἶναι ἀναγκαῖαι κατὰ τὰ ἁπλῶς λεγόμενα ἀναγκαῖα, καὶ συστατικαὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ ὀρθοδόξου βαπτίσματος. Καὶ χωρὶς αὐτὰ, ὄχι μόνον δὲν συνίσταται τὸ βάπτισμα, ἀλλ᾿ οὐδὲ ὅλως βάπτισμα ἠμπορεῖ νὰ ὀνομάζηται. Διότι ἄν τὸ βαπτίζω θέλει νὰ εἰπῇ κοινότερον βουτῶ, λοιπόν ἀπὸ τὰς καταδύσεις τὰς ὲν τῷ ὕδατι, ταὐτὸν εἰπεῖν ἀπὸ τὰ τρία βουτήματα ἤ βαπτίσματα, βούτημα καὶ βάπτισμα ὸνομάζεται καὶ ὄχι ἄλλο τι. Ἀλλ᾿ ἴδωμεν καὶ τὶ ἐπὶ τῆς λέξεως διορίζουσιν οἱ Ἀπόστολοι…Ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἐν τῷ ἑνὶ μυστηρίῳ τοῦ βαπτίσματος δὲν ἐπιτελέσει τρία βαπτίσματα ἤ καταδύσεις (κατάδυσις ὑπεθυμίζουμε, σημαίνει βύθισμα ὁλόκληρο τὸ σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, ὄχι μέχρι τὸ κεφάλι ἤ τὰ πόδια), ἀλλὰ μίαν μόνον κατάδυσιν, γινομένην τάχα εἰς τὸν ἕνα θάνατον τοῦ Κυρίου, ἄς καθαίρεται… Μὲ τὰς τρεῖς δὲ καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις καὶ ἡ εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα πίστις σαφῶς καταγγέλλεται καὶ ὁ τριημερονύκτιος θάνατος καὶ ταφὴ καὶ ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος ἐν ταὐτῷ εἰκονίζεται. Καὶ ἀκολούθως διὰ τοὺτων τὸ ἡμέτερον βάπτισμα συνέχει ἐν ἑαυτῷ τὰ δύο πρώτιστα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου πίστεως δόγματα, τῆς θεολογίας λὲγω τῆς ζωοποιοῦ Τριάδος καὶ τῆς ἐνσάρκου τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίας.» Καὶ συνεχίζει ὥστε νὰ μή ὑπάρχει καμμία ἀσάφεια: « …καὶ ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ προσέχωμεν καλῶς εἰς τὸ ἰδικόν μας (βάπτισμα), νὰ μὴ γίνεται μέσα εἰς σκαφίδια, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα, μόλις ὀλίγον τι μέρος τῶν ποδῶν τῶν βαπτιζομένων παιδίων βουτᾶται. Καὶ ἀφίνω νὰ λέγω πῶς πολλάκις περιτρέπονται καὶ τὰ σκαφίδια ἐκεῖνα καὶ χύνεται τὸ ἁγίασμα. ὅθεν ἄν ἐλέγχουμε τοὺς Λατίνους, πῶς ἠθέτησαν τὸ ἀποστολικόν βάπτισμα, πρέπει ἐκ τοῦ ἑναντίου ἡμεῖς νὰ ἔχωμεν τὸ ἰδικὸν μας ἀκίνδυνον καὶ ἀνεπίληπτον. Καὶ περὶ τούτου καθὼς καὶ διὰ τὰ ἄλλα πάντα ἡ φροντὶς καὶ τὸ χρέος ἐπίκειται εἰς τοὺς ποιμένας τῶν ψυχῶν».(Πηδάλιον, σελ. 62, ὑποσημείωσις 1, ἔκδ. Παπαδημητρίου, 2003).

Παραθέτουμε ἐπίσης κάτι σχετικὸ ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ μεγάλου διδασκάλου τοῦ Γένους τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ Ἁγιορείτου: « Καὶ νὰ φτιάσετε κολυμβῆθρες μεγάλες, ἕως ὅπου νὰ βουτᾶτε τὸ παιδίον ὅλον μέσα, διότι ὁ Διάβολος παρατηρεῖ ἐκεῖ καὶ διὰ τοῦτο μερικὰ παιδιὰ δαιμονίζονται καὶ ταράζονται καὶ λέγετε ὅτι σελινιάζονται». ( Ἰωάννου Μενούνου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς Διδαχὲς καὶ Βιογραφία, Διδαχὴ Δʹ 2, σελ. 72). Καὶ ἐπίσης: « Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβῆθρες μεγάλες εἰς τὰς Ἐκκλησίας ἕως ὅπου νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ, ὅπου νὰ μὴ μείνῃ ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διότι καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ Διάβολος καὶ διά τοῦτο τὰ παιδιὰ σας σελινιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορίζικα διότι δὲν εἶναι καλὰ βαπτισμένα», (ὅ.π. Διδαχὴ Βʹ 2 σελ. 112).

Παραθέτουμε καὶ ἀπὸ μία σύγχρονη ἱστορικοκανονικὴ μελέτη τὰ σχετικὰ μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις τοῦ βαπτίσματος:

«Ἡ ἀναγκαιότης τῆς τριπλῆς καταδύσεως διὰ τὴν ὑπόστασιν τοῦ Μυστηρίου ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν δογματικήν του φύσιν. Διὰ τῆς τριπλῆς καταδύσεως «ὁμολογοῦμεν τὸ δόγμα τῆς θεαρχικῆς Τριάδος κατὰ τὰς ἐπικλήσσεις ἐκφωνούμενον», ἀλλὰ καὶ «τὸ δόγμα τῆς οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, οὗ τὸν θάνατον ματὰ τῆς ταφῆς καὶ τὴν τριήμερον ἀνάστασιν συμβολικῶς ἐκτυποῦσιν, αἱ τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις.». (Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Προσδοκῶ ἕν Βάπτιμα, Ἀθήνα 1983, σελ. 19).

Ὅσοι ἱερεῖς δὲν ἐπιτελοῦν σωστὰ τὶς τρεῖς καταδύσεις στὸ βάπτισμα δὲν προσβάλλουν μόνον τὸν συμβολισμὸ τοῦ Μυστηρίου ἀλλὰ ἀρνοῦνται αὐτὸ τοῦτο τὸ δόγμα τῆς θείας Οἰκονομίας, τὴν σάρκωσιν, τὴν ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου. Δὲν πρόκειται ἄλλωστε περὶ ἁπλοῦ συμβολισμοῦ ἀλλὰ περὶ δογματικοῦ ἡμαρτημένου.

Ἄς τὰ ἀναλογισθοῦν λοιπὸν, πολὺ σοβαρὰ ὅλα αὐτὰ οἱ ποιμένες τῶν ψυχῶν, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὁποίων δὲν φροντίζουν διὰ τὴν τήρησιν καὶ τὴν ἐφαρμογὴν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, καίτοι γνωρίζουν ὅτι ὑπόκεινται εἰς καθαίρεσιν διὰ τὴν παράβασίν των. Ἀψηφοῦν τὸ «καθαιρείσθω» τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀπλούστατα διὰ τὸν λόγον ὅτι κανεὶς οἰκουμενιστὴς-ἀγαπολόγος Δεσπότης καὶ κανένα Συνοδικὸν δικαστήριον δὲν πρόκειται νὰ καταδικὰσει τὸν ἱερέα ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτελεῖ ὀρθόδοξα τὸ βάπτισμα καὶ ἀφήνει τὰ παιδιὰ τῶν πιστῶν ἀβάπτιστα. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποι πλέον δίδουν ἐντολὴ νὰ μὴν ἐπιτελεῖται σωστὰ καὶ ὀρθόδοξα τὸ βάπτισμα διὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε. Ἄς μὴ ξεχνοῦν ὅμως, ὅτι εἶναι ὑπὸ καθαίρεσιν καὶ τὸ «καθαιρείσθω» ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτηρίου θὰ ἱσχύσει, πλὴν τότε θά εἶναι ἀργά γιὰ νὰ μετανοήσουν. Στὸ παλαιὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες πνευματικοὶ συμβούλευαν«καλύτερα μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸν παράδεισο παρὰ μὲ τὸ πετραχήλι στὴν κόλαση».

Εὐχόμεθα μὲ πολὺ πόνο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ νὰ ἀφυπνισθοῦν ὅλοι οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καλὴ φώτηση καὶ μετάνοια σὲ ὅλους μας, τὴν ὁποίαν ἅπαντες ἔχουμε ἀνάγκη, κλῆρος καὶ λαὸς.

Ἀμήν.

Ἱερομόναχος Χαρίτων Ἁγιορείτης 
Ἱερὸν Κελλίον Θείας Ἀναλήψεως
Καρυές, Ἅγιον Ὄρος

ΤΟ ΜΕΓΑ ΨΕΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Το μέγα ψέμα των νέων θρησκευτικών
Γράφει ο κ. Παύλος Τρακάδας
  
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα παιδιά θα μάθουν να είναι ανεκτικά απέναντι εις άτομα άλλων θρησκειών, αν διδαχθούν εις το σχολείον τις άλλες θρησκείες. Παράλληλα κατηγορούν θεολόγους, ανθρώπους που έχουν διδαχθή άλλες θρησκείες, ως φονταμενταλιστές και μισαλλοδόξους. Ως είναι αυτονόητον δεν μπορούν να ισχύουν εκ παραλλήλου και τα δύο. Προφανώς η εννοούν ότι θα προσφέρουν μεροληπτικήν γνώσιν εις τα παιδιά, η οποία θα στοχεύη να πείση τα παιδιά παρουσιάζοντας μόνον τα «καλά» των άλλων θρησκειών η η γνώσις από μόνην της δεν αρκεί δια να καλλιεργήση την ανεκτικότητα.

Πράγματι το μεγαλύτερον ψέμα, που έχει λεχθή εις το ζήτημα των θρησκευτικών, είναι ότι η γνώσις των άλλων θρησκειών καλλιεργεί την ανεκτικότητα. Εις την πραγματικότητα την ανεκτικότητα την καλλιεργεί μόνον η αληθής μύησις εις την Ορθοδοξίαν. Αν ο Χριστιανισμός είναι η «θρησκεία της αγάπης» και η Ορθοδοξία ο μόνος απαραχάρακτος Χριστιανισμός, τότε αν διδαχθούν σωστά τα παιδιά την Ορθοδοξίαν, θα μάθουν να αγαπούν όλους και να είναι ανεκτικά. Εις κάθε άλλην περίπτωσιν η δεν επιτυγχάνεται η ανεκτικότης η οφείλεται εις την καλλιέργειαν ότι «όλοι το ίδιο είμαστε». Δεν είναι δυνατόν οι ίδιοι οι εμπνευστές των νέων θρησκευτικών να διατρανώνουν ως αρχήν και τέλος της Ορθοδοξίας την αγάπην, αλλά να επιμένουν παραλλήλως ότι δεν θα είναι η μύησις εις την Ορθοδοξίαν αυτή που θα διαποτίση τα παιδιά με την αγάπην, αλλά η γνώσις των άλλων θρησκειών! Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις λαμβάνουν τα παιδιά από όλα τα μέσα (τηλεόρασις, διαδίκτυον κ.λπ.), αγάπην δεν διδάσκονται.
Λησμονούν -η αποκρύπτουν- όλοι αυτοί οι θιασώται της νέας γραμμής  ότι ακόμη και εις το Βυζάντιον, μία ιστορική εποχή όπου ακόμη και η πολιτική εξουσία ενεπνέετο από την χριστιανοσύνην, δεν εξεδιώχθηκαν π.χ. οι Εβραίοι. Δεν ισχυριζόμεθα ότι όλα ήσαν πεποιημένα καλώς ούτε εξιδανικεύομε εκείνην την περίοδον. Δεν θα ήτο δυνατόν άλλωστε να είναι όλα τέλεια, καθώς επρόκειτο δια μίαν αυτοκρατορίαν και όχι δια την «Βασιλείαν του Θεού». Όμως οφείλουν να αναρωτηθούν όλοι: ήσαν καλύτερα τα πράγματα κατά την Βυζαντινήν η κατά την Οθωμανικήν αυτοκρατορίαν; Θέλουν χριστιανούς η μουσουλμάνους εις την πολιτικήν εξουσίαν; Διότι κάποιοι θα κυβερνήσουν και αυτοί θα έχουν διδαχθή θρησκευτικά και ιστορίαν (δια τις νέες αλλαγές της οποίας έχει αντιδράσει η ένωσις των φιλολόγων). Η μήπως επιθυμούν ανθρώπους, οι οποί­οι θα γνωρίζουν ολίγον απ’ όλα, αλλά όχι εις βάθος την πίστιν τους; Η κακοδαιμονία της σημερινής ελληνικής καταστάσεως μήπως δεν οφείλεται εις το ότι οι πολιτικοί μας αντί να έχουν φόβον Θεού είναι (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) άνθρωποι με επιδερμικήν σχέσιν με την Ορθοδοξίαν; Αφ’ ενός κάνουν τον σταυρόν τους εμπρός εις τις κάμερες και αφ’ ετέρου ψηφίζουν το σύμφωνον συμβιώσεως των ομοφυλοφίλων; (Εγείρουν το επιχείρημα ότι «βλέπετε ότι αυτοί οι πολιτικοί διδάχτηκαν τα παλιά θρησκευτικά και να που καταντήσαμε». Διατί να μη ισχύη το αντίθετον, δηλ. ότι ευτυχώς που υπήρχαν εκείνα τα θρησκευτικά, διότι σήμερα αυτοί οι πολιτικοί θα ήσαν πολύ χειρότεροι. Βεβαίως, δια να είμεθα ρεαλισταί, δεν ανάγονται όλα αποκλειστικώς εις το μάθημα των θρησκευτικών).

Δυστυχώς αντικατεστάθησαν οι αρχές του Ευαγγελίου από άλλες αρχές, τις οποίες όλοι οι υπέρμαχοι των νέων προγραμμάτων τις θεωρούν ανώτερες, ώστε «κομπιάζουν», όταν πρέπη να υπερασπισθούν το Ευαγγέλιον. Τους ακούς να ομιλούν δι’ ανθρώπινα δικαιώματα και όχι δια τις εντολές του Ευαγγελίου, διότι η λέξις εντολή είναι απηγορευμένη από την «πολιτικήν ορθότητα». Το Ευαγγέλιον διδάσκει την αληθινήν αγάπην, την οποίαν όμως οι σχεδιαστές των νέων προγραμμάτων αντήλλαξαν με την ανοχήν, θεωρούντες ότι αυτή είναι ανωτέρα της αγάπης. Διατί φοβούνται να χρησιμοποιήσουν την λέξιν αίρεσις; Δεν επιβάλλουν τοιουτοτρόπως ένα «λεκτικόν φασισμόν», όπως συμβαίνει σήμερα με την λέξιν «ομοφοβία»; Εβάπτισαν την αίρεσιν «ετερότητα», ακριβώς όπως και την ομοφυλοφιλίαν, δια να μη ελέγχεται η συνείδησίς τους. Δηλαδή, εθεώρησαν σπουδαιότερον να λέγουν εις τους ανθρώπους ψέματα: ότι πρέπει να καταφάσκωμεν την αίρεσιν (και την ομοφυλοφιλίαν), διότι είναι και αυτός ένα τρόπος υπάρξεως! Οι μέντορές τους, οι θεολόγοι του ’60, συμφωνούν; Ερωτώμεν δι’  αυτούς, διότι όταν αναφέρωμεν Πατέρας της Εκκλησίας, τους θεωρούν αναχρονιστικούς! Ο Σεβ. Ζηζιούλας πιθανόν να συμφωνή. Όμως ο Χρ. Γιανναράς γράφει εις το «Αλφαβητάρι της Πίστης»: «Αίρεση είναι… η έμπρακτη άρνηση του εκκλησιαστικού τρόπου της υπάρξεως, που είναι η ενότητα και η κοινωνία της αγάπης». Επομένως η αίρεσις δεν είναι τρόπος και δεν είναι αγάπη. Δεν θα τους χαρακτηρίσωμε «αναλφαβήτους», διότι οι ίδιοι πλέον έχουν επιλέξει να χαρακτηρίζουν τους διδασκάλους τους αναχρονιστικούς και τους εαυτούς τους προοδευτικούς. Φαντασθείτε ότι αν δια τα συγγράμματα του κ. Γιανναρά έχη ορθώς ασκηθή σφοδρή κριτική, τι κριτική θα πρέπη να ασκηθή εις τας απόψεις των «μαθητών» του, οι οποίοι θεωρούν ότι «ξεπέρασαν» τον διδάσκαλόν τους;
Με βάσιν αυτές τις απόψεις δεν οικοδομήθησαν τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών; Με αυτές τις «σύχρονες» ιδέες, όπως τις χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, δεν εδημιουργήθησαν οι νέοι φάκελοι δια τα παιδιά;
Ηκούσθη μάλιστα και το επιχείρημα ότι «αυτά όλα τα επιτάσσει η νέα παιδαγωγική μέθοδος», δηλ. να διδάσκωνται από 8 ετών όλες τις θρησκείες! Υποστηρίζουν λοιπόν ότι δεν θα ορίζη η Εκκλησία το περιεχόμενον των θρησκευτικών, αλλά η παιδαγωγική μέθοδος, δηλαδή μία μέθοδος θα ορίζη το περιεχόμενον! Δεν αντιβαίνει αυτό προς την λογικήν; Και αν εις το μέλλον η μέθοδος επιτάσση κάτι παράλογον; Πάλιν τότε θα προτιμηθή η «νέα μέθοδος»; Η Ιεραρχία δυσ­τυχώς δεν κατενόησε ότι ενέκρινε δια της σιωπής της ότι μία μέθοδος, την οποίαν επέλεξε η ομάς «ΚΑΙΡΟΣ», θα ορίζη την διδασκαλίαν των θρησκευτικών! Δια τούτο όταν εζήτησε η εξ Αρχιερέων επιτροπή αφαίρεσιν των θρησκειολογικών στοιχείων από τας τάξεις Γ  καὶ Δ  Δημοτικοῦ, η Υπουργική ομάς «ΚΑΙΡΟΣ» απέρριψε κατ’ ουσίαν αυτό, κρατούσα τον Ιουδαϊσμόν και το Ισλάμ, διότι αντιβαίνει εις την φιλοσοφίαν και μέθοδον του νέου προγράμματος.

Η νέα μέθοδος, υποστηρίζουν ότι επιβάλλει το μάθημα ως υποχρεωτικόν. Είναι παράδοξον ότι αυτοί που κόπτονται δια την ελευθερίαν των παιδιών θέλουν να τα υποχρεώνουν εις παρακολούθησιν και είναι διατεθειμένοι να δώσουν οποιανδήποτε μορφήν και περιεχόμενον εις το μάθημα, αρκεί αυτό να μείνη πάση θυσία υποχρεωτικόν. Αναρωτώμεθα όμως: Το περιεχόμενον είναι εκείνο που καθιστά ένα μάθημα υποχρεωτικόν; Αν η Εκκλησία θέλη να διδάξη την πίστιν της, δεν της επιτρέπεται, διότι μόνον η διδασκαλία όλων των θρησκειών μπορεί να είναι υποχρεωτική; Με αυτόν τον τρόπον δεν επιβάλλει η Πολιτεία εμμέσως το περιεχόμενον των θρησκευτικών; Υποχρεωτικόν εις τελικήν ανάλυσιν είναι ο,τιδήποτε αρέσει εις την Πολιτείαν, όπως οι «έμφυλες ταυτότητες» (κατ’ ουσίαν το προκάλυμμα δια να διδαχθή η ομοφυλοφιλία ως φυσιολογική εις τα σχολεία, δια το οποίον δεν αντέδρασε η Εκκλησία); Και εν τέλει διατί η υποχρεωτικότης του μαθήματος έχει καταστή δόγμα; Διατί πρέπει το μάθημα να είναι υποχρεωτικόν, αν δεν διδάσκη την αλήθειαν; Πρέπει να είναι υποχρεωτικόν, προκειμένου να μη μπορή η Εκκλησία να διδάξη αυτό που επιθυμεί! Να σύρεται η Εκκλησία σιδηροδέσμιος από την «μέθοδον» (το «καμουφλάζ» της Πολιτείας, δια να ελέγχη το μάθημα)! Αντιθέτως, όλα τα άλλα μαθήματα είναι υποχρεωτικά όχι λόγω περιεχομένου (η μεθόδου), αλλά απλώς και μόνον επειδή το επιτάσσει η Πολιτεία. Τόσον απλά!
Η προκάλυψις των ιθυνόντων είναι ότι ένα «κατηχητικό μάθημα το βρίσκουν βαρετό οι καθηγητές και τα παιδιά». Γνωρίζουν πολλούς μαθητές, οι οποίοι έχουν ενδιαφέρον δια τα μαθηματικά; Υπάρχουν ίσως ολίγοι. Είναι όσοι ακριβώς ευρίσκουν και το «κατηχητικό μάθημα» ενδιαφέρον. Όμως το ένα, τα μαθηματικά, είναι υποχρεωτικόν ενώ το άλλο, τα θρησκευτικά, τίθεται εις εκβιασμόν ότι «αν δεν αλλάξη περιεχόμενον θα παύση να είναι»! Ας ομολογήσωμε επιτέλους την αλήθειαν: οι ίδιοι οι σχεδιαστές των νέων θρησκευτικών υπέσκαψαν την υποχρεωτικότητα του μαθήματος, διότι αν με την ΠΕΘ και την Εκκλησίαν είχαν δημιουργήσει αρραγές μέτωπον, δεν θα ετίθετο ζήτημα μη υποχρεωτικότητος από την Πολιτείαν ανεξαρτήτως του περιεχομένου.

Μία τελευταία επισήμανσις: διέρρευσε –το αναφέρομε με πάσαν επιφύλαξιν- ότι η επιτροπή του Υπουργείου είπε προς την επιτροπήν της Εκκλησίας: «Ορθοδοξία θα διδάξουμε, απλά δεν μπορούμε να το πούμε ωμά προς τα έξω, διότι θα αντιδράσει η Πολιτεία». Και οι Ιεράρχες μας φυσικά τους εμπιστεύθησαν απολύτως, άνευ δευτέρας σκέψεως, αφού εκείνοι ωρκίσθησαν εις τον λόγον τους…! Τελικά, ανερωτήθη ο Σεβ. Μεσογαίας, ο Σεβ. Ύδρας και ο Σεβ. Μεσσηνίας, τι είναι δεσμευτικόν: αι «προεκλογικαί» υποσχέσεις η εκείνο που είναι καταγεγραμμένον εις το μνημόνιον;


Η ΚΡΙΣΗ Η ΜΕΓΑΛΗ, Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΟΡΩΝ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΦΕΙΛΗ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ. ΕΙΝΑΙ Η ΟΦΕΙΛΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ... ΕΤΣΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΕΗ: ΜΕ ΔΑΚΡΥΑ!

Ἀπόσπασμα ἀπὸ  τὸ βιβλίο "Ἐν μέσω κρίσης" τῆς Μαρίας Μουρζά τῶν Ἐκδόσεων "Ἄθως" 

Διατελοῦμεν ἐν μέσω κρίσης! Ἐκεί πού πρὸς στιγμὴν μένουμε ἐνεοὶ καὶ ἀποσβολωμένοι. Ἐκεί πού κόβουμε ταχύτητα, χαμηλώνουμε τοὺς τόνους καὶ ρωτᾶμε: Γιατί; Πῶς ἔγινε καὶ φτάσαμε στοῦ γκρεμοῦ τὸ χεῖλος; Ποιὸς εὐθύνεται γιὰ τὴ στραβοτημονιά; Ποιὸς θὰ χρεωθεῖ τὸ ἀτύχημα; Ποιὸς θὰ χρεωθεῖ τὴν ἐθνικὴ συμφορά;  Κοιτᾶς καὶ λές: Ποῦ εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας; Ποῦ εἶναι οἱ Ἕλληνες; Ποῦ μᾶς πούλησαν; Ποιοὶ μᾶς ἀγόρασαν; Ποιοὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴν ἀγοραπωλησία; Χιλιάδες ἀπελπισμένες κραυγὲς σὰ σεισμικὲς δονήσεις... Προεόρτια μεγάλου σεισμοῦ;
Διατελοῦμε ἐν μέσω κρίσης, βιώνοντας ἕνα σκληρὸ παιχνίδι, πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μας καὶ πάντα σὲ βάρος μας. Εἰσπράττουμε τὴν προδοσία σὰ γεύση ἀπὸ χῶμα, σὰν ὀργὴ καὶ σὰν ἀπελπιστικὴ διαπίστωση: βρισκόμαστε ὑπὸ ζυγόν! Καὶ ὁ πόνος τοῦ ζυγοῦ εἶναι τόσο δυνατὸς ὥστε ἄλλος γρήγορα καὶ ἄλλος ἀργὰ ξυπνᾶμε! Ξυπνᾶμε σὰν ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Μᾶς ξυπνάει ὁ ἥλιος τῆς νύχτας... Τὸ φῶς ποὺ γεννιέται ἀμέσως μετὰ ἀπ' τὸ πυκνότερο σκοτάδι. Μᾶς ξυπνάει καὶ βλέπουμε πὼς δὲν εἴμαστε ἄμοιροί της τύχης μας, πὼς σαφῶς ἔχουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας τὴ δική του εὐθύνη. Ἔχουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας τὸ δικό του μερίδιο στὴ συμφορά.
Καὶ φωτίζεται ὁ νοῦς μας καὶ μᾶς γίνεται ὁρατὸ πὼς δὲν φταίνει μόνον οἱ ἐχθροὶ ποὺ μπῆκαν ἀπ' τὴν κερκόπορτα. Φταῖμε καὶ ἐμεῖς ποὺ ἀπαξιώσαμε τὴν κερκόπορτα καὶ....

 ἐν γνώσει μας τὴν ἀφήσαμε ἀφύλαχτη. Φταῖμε ὅλοι... καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Πολιτείας καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαός. Διαπράξαμε ὅλοι τὸ ἴδιο λάθος τῆς ὕβρης: Καταργήσαμε τὸν Θεό!

Εἴτε θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε εἴτε δὲ θέλουμε, ἀπὸ κεῖ μπῆκαν οἱ ἐχθροί: ἀπὸ τὴν κερκόπορτα τῆς ὑπεροψίας μας..., πού στὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἔβαλε τὶς στοές, ποὺ ἀντικατέστησε τὸν γάμο μὲ συμβολαιογραφικὴ πράξη, ποὺ ἀντικατέστησε τὴ μάνα μὲ τὴν τηλεόραση, ποὺ ἀντικατέστησε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σκυλιά.

Ἀπὸ κεῖ μπῆκαν οἱ ἐχθροί: ἀπὸ τὴν κερκόπορτα τῆς ὑπεροψίας μας, πού ἀντικατέστησε τὸν Πνευματικὸ μὲ τὰ μέντιουμ, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν Λειτουργία μὲ κολυμβητήρια, μὲ φροντιστήρια καὶ ἐκδρομές, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν προσευχὴ μὲ γιόγκα, τὴ νηστεία μὲ δίαιτες, καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὸν χρυσό!...

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ὀδυνηρὴ δὲν εἶναι ποὺ ἀδείασαν τὰ ταμεῖα μας. Εἶναι ποὺ ἀδείασε ἡ ψυχή μας! Ἀδείασαν τὰ σπίτια μας. Ξεκρεμάσαμε τὶς εἰκόνες, σβήσαμε τὸ καντήλι κι ἀνοίξαμε τὶς πόρτες. Τώρα μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ μπαινοβγαίνει ὅποιο θέλει, ὅ,τι ὥρα θέλει γιὰ ὅποια σχέση θέλει.

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι τὸ κλάμα τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἀφήσαμε νὰ γεννηθοῦν!... καὶ τὸ κλάμα τῶν παιδιῶν ποὺ ἐγκαταλείψαμε.

Ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι ποὺ γεμίσαμε παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν κατὰ ποὺ νὰ κοιτάξουν. Γεμίσαμε παιδιὰ-τορπίλες! Ἕτοιμα νὰ ἐκραγοῦν. Παιδιὰ γνωστῆς ἢ ἀγνώστου πατρότητας ποὺ δὲν τὰ θέλει κανείς, παρὰ μόνον αὐτοὶ ποὺ θὰ τὰ ἐμπορευτοῦν.  Ἀδελφοί μου, γεμίσαμε ἐμπόρους ποῦ μαζεύουν ἀργύρια τριάκοντα, ἀλίμονο γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως;

Κρύο... Τόσο πολὺ κρύο... Κι αὐτὴ ἡ κρίση... ἡ βαθιὰ καὶ ἐπώδυνή μας μαζεύει ἀπ' τοὺς δρόμους καὶ γυρίζουμε μέσα μας. Ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει νὰ πάλλεται ἡ καρδιά μας ἡ πέτρινη καὶ νὰ δίνει ξανὰ σημεῖα ζωῆς, ζωῆς ἄλλης, ζωῆς ἀληθινῆς. Ἐκεῖ ποὺ δυναμώνει λίγο-λίγο ἡ φωνὴ τῆς χαμένης συνείδησης κι ἀρχίζεις νὰ διακρίνεις ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες φωνὲς τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Κι ἀρχίζει ἡ ψυχή μας νὰ ψάχνει τρόπους ἀποκατάστασης: ποιὰ "αὐθαίρετα" νὰ γκρεμίσουμε καὶ ποιὰ "νόμιμα" νὰ ξαναχτίσουμε...

Ἀρχίζει ἡ ψυχή μας καὶ διψάει τὴν ἄφεση. Ἀφήνει τὶς χῶρες τῶν ἀλλοφύλων τὶς ἀλλότριες συμπεριφορὲς καὶ ξαναπαίρνει ἡ πολύπαθη ψυχή μας τοὺς πατροπαράδοτους δρόμους... γιὰ τὸ πετραχήλι τὸ ἅγιο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοί μου, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἐπώδυνη εἶναι καὶ σωτήρια καὶ ἰαματική. Ἀρχίζεις καὶ νοιάζεσαι καὶ μοιράζεσαι τὸ τριμμένο παλτό σου μ' αὐτὸν ποὺ κρυώνει! Ἀρχίζεις καὶ πονᾶς καὶ συμπονᾶς... Καὶ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος γίνεται συνάνθρωπος, ὁ κάτοικος συγκάτοικος, ὁ πατριώτης συμπατριώτης, καὶ ὁ ἄλλος Ἕλληνας γίνεται συνέλληνας, ἐγγενὴς καὶ συγγενὴς καὶ ὄμαιμος καὶ ἀδελφός!!

Ἀδελφοί μου, ὁμοιοπαθεῖς καὶ συμπένητες, ἡ κρίση ἡ βαθιὰ καὶ ἡ ὀδυνηρὴ εἶναι γι' αὐτοὺς ἡ ἀσωτία καὶ γι' ἄλλους ἡ ὑποκρισία. Ἡ στείρα θρησκευτικότητά μας. Ἡ ἠθική μας αὐτάρκεια.... Κανεὶς δὲν κλαίει... Καὶ ἡ κρίση ἐντείνεται καὶ κάνει κρύο, πολὺ κρύο!

Χωρὶς μετάνοια, πῶς νὰ τὸ διαχειριστεῖς; Χωρὶς ἐλπίδα στὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ ἀγαπῶντος Θεοῦ, χωρὶς τὴν ἐμπειρία τῆς Παρουσίας Του, πῶς νὰ βγοῦν οἱ χειμῶνες; Πῶς νὰ βγοῦμε ἀπ' τ' ἀδιέξοδο χωρὶς θύρα ἐξόδου;

Ἀδελφοί μου, ὁμοιπαθεῖς καὶ συμπένητες, ἡ κρίση ἡ μεγάλη δὲν εἶναι ποὺ δὲν εὐημεροῦμε. Εἶναι ποὺ δὲν μετανοοῦμε. Ἡ κρίση ἡ μεγάλη δὲν εἶναι ποὺ ἀλώσαμε τὴν ψυχή μας. Εἶναι ποὺ τὴν παραδώσαμε μόνοι μας. Πρέπει νὰ περάσει καλὰ καὶ γιὰ πάντα στὸν πυρήνα τοῦ εἶναι μας: ἡ κρίση ἡ μεγάλη, ἡ μέγιστη τῶν συμφορῶν, δὲν εἶναι ἡ ὀφειλὴ τῶν δανείων . Εἶναι ἡ ὀφειλὴ τῶν δακρύων... Ἀδελφοί μου, ἔτσι παραγράφονται ὅλα τὰ χρεή: μὲ δάκρυα! Καὶ θὰ δοῦμε τὴν ἄνοιξη νὰ πετάγεται κάτω ἀπ' τὰ μάρμαρα... Καὶ τὰ δένδρα νὰ ἀνθίζουν... Καὶ θὰ 'ρθεῖ ἡ Ἀνάσταση!

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ: Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ - ΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ

Ἡ κρίση τοῦ σχολείου - Κρίση ἀνθρωπιᾶς
Σαράντος Ι. Καργάκος, Ιστορικός - Συγγραφέας

Οι πολλὲς θεωρίες περί παιδείας ἔφαγαν τὴν ἔρμη τὴν παιδεία. Ποτέ ἄλλοτε στὴν ἱστορία δὲν εἴχαμε τόση συσσώρευση παιδαγωγικῶν θεωριῶν, τόσο μεγάλο ὄγκο συγγραφῶν, ἀλλὰ ποτὲ τὸ σχολεῖο δὲν ἦταν τόσο ἀναιμικὸ ὡς θεσμός. Σήμερα –καὶ τοῦτο τὸ σήμερα ἔχει διάρκεια πολλῶν δεκαετιῶν– θὰ ἦταν πιὸ σωστὸ νὰ μιλᾶμε ὄχι γιὰ σχολεῖο ἀλλὰ γιὰ μὴ σχολεῖο. Γιὰ πολλὰ παιδιὰ –καὶ μάλιστα προικισμένα παιδιὰ– τὸ σχολεῖο εἶναι ἕνα περιττὸ φορτίο, καὶ σ’ αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ πολλοί γονεῖς. 

Τὰ σύγχρονα σχολεῖα στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλέγχονται ἀπὸ τὴν πολιτεία δὲν ἔχουν προσωπικότητα, ἄρα δὲν βοηθοῦν σὲ τίποτα τὰ παιδιὰ νὰ διαμορφώσουν ὑγιῆ προσωπικότητα. Ἀπεναντίας, λόγῳ τῆς ἀτελοῦς λειτουργίας καὶ θολῶν κατευθύνσεων, δημιουργοῦν σὲ πολλὰ παιδιὰ μιὰ στρεβλὴ ἤ ἀχαμνὴ προσωπικότητα. Σὲ κάποια μάλιστα οὔτε κὰν προσωπικότητα ἀλλὰ προσωπεῖο. Τώρα μάλιστα μὲ τὴν ἐπέκταση τῶν ἠλεκτρονικῶν μαθησιακῶν ἐργαλειῶν, ποὺ ὑποκαθιστοῦν καὶ τὸ δάσκαλο καὶ τὸ βιβλίο, δὲν θὰ ἔχουμε νέες γενιὲς μὲ πρόσωπο, θὰ ἔχουμε ἀπρόσωπες ἐκφράσεις προσωπικότητας. Πλάσματα ποὺ θὰ λειτουργοῦν μὲ... βύσμα!
Ἀσφαλῶς τὸ παλαιότερο σχολεῖο ἦταν αὐστηρὸ –συχνότατα ὑπέρμετρα αὐστηρὸ– ἀλλὰ εἶχε μιὰ ἀποστολὴ καὶ ἔδινε στὰ παιδιὰ –πέρα ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὰ τότε δεδομένα γνωστικὰ ἐφόδια– ἕναν σκοπό, ἕναν προορισμό. Ἀκόμη καὶ ἀγράμματοι γονεῖς ἔλεγαν –καί οἱ παλαιότεροι τὸ ἀκούγαμε συχνὰ– τοῦτο τὸ παιδαγωγικά εὐεργετικό: «Θὰ στείλω τὸ παιδί μου στὸ σχολεῖο νὰ γίνει “ἄνθρωπος”». Ἀφότου ἡ χρησιμοθηρία καὶ ὁ ὠφελιμισμὸς κυριάρχησαν στὴ ζωὴ μας, αὐτὸ ποὺ ἐνδιέφερε ἦταν ἡ μὲ κάθε τρόπο ἐπιτυχία, ἔστω κι ἄν τὸ παιδί γινόταν... ἀπάνθρωπο. Εὐτύχησα ἐπὶ 35 χρόνια νὰ διδάξω σὲ σχολεῖα –κυρίως σὲ φροντιστήρια– σὲ ἐφήβους ποὺ προορίζονταν γιὰ σχολὲς ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων. Ὁ ρόλος μου ἦταν νὰ προγυμνάζω τὰ παιδιὰ γιὰ ὑψηλὲς βαθμολογικὲς ἐπιδόσεις. Ἤμουν ἕνας καλός «προπονητὴς» καὶ εἶχα χάρη στούς «ἀθλητὲς» μου - κατακτήσει πολλά πρωταθλήματα. Ποτὲ ὅμως δὲν ξέχασα τὸ ρόλο τοῦ παιδαγωγοῦ. Καὶ ἄν καμαρώνω γιὰ κάτι εἶναι γιὰ τοὺς παλιοὺς μου μαθητὲς ποὺ, ἄν καὶ ἔφθασαν ψηλὰ, δὲν τοὺς ἀπέλιπεν ἡ ἀνθρωπιὰ. Ἀλλ’ ἄν μὲ πλήγωνε τότε κάτι, καὶ μάλιστα πολύ βαθιὰ, ἦταν κάποιες συναντήσεις μὲ γονιούς. Ὅταν τοὺς ἔλεγα λόγια καλὰ γιὰ τὸ ἦθος τῶν παιδιῶν τους, μερικοὶ μοῦ ἀπαντοῦσαν κυνικὰ: «Δὲν μ’ ἐνδιαφέρουν αὐτὰ. Αὐτὸ ποὺ μ’ ἐνδιαφέρει εἶναι τὸ ἄν τὸ παιδί μου θὰ μπεῖ». Κι ἐγὼ συχνὰ - ἄν ὁ γονιὸς ἦταν ἰδιαίτερα προκλητικὸς, ἔλεγα: «Ναὶ, θὰ μπεῖ. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι τὶ θὰ βγεῖ;». Ὑποχρεώθηκα κάποτε νὰ πῶ σ’ ἕνα νέο Ἀσκληπιάδη, ποὺ, λόγῳ ἐντόνου προβολῆς, εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ Σάυλωκ τῆς Ἰατρικῆς, τοῦτο τὸ λυπηρὸ: «Λυπᾶμαι βαθιὰ ποὺ συνέβαλα κάποτε στὴν ἐπιτυχία σου». Ὑπὸ τὴν καθοδήγησή μου εἶχε πάρει 20 στὸ μάθημα τῆς Ἐκθέσεως Ἰδεῶν, μόνο ποὺ τὶς ἰδέες ποὺ τοῦ δίδαξα ἐγώ, μόλις μπῆκε στὸ Πανεπιστήμιο, τὶς πέταξε μαζί μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέλη ποὺ ἔκοβε!

Τὸ παλαιό σχολεῖο –τὸ ξαναλέμε– ἦταν αὐστηρὸ ἀλλὰ γιὰ τὸ σύνολο τῶν παιδιῶν ἦταν πολύ ἀγαπητό. Πρόσφατα μίλησα στὸ Αἰγάλεω μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς παρουσιάσεως ἑνὸς βιβλίου παλαιοῦ συμμαθητῆ γιὰ τὴν περιώνυμη «Παράγκα» τῆς Ὁδοῦ Θηβῶν ἀπ’ ὅπου ἀποφοιτήσαμε σ’ ἕναν πολύ δύσκολο γιὰ τὴν πατρίδα μας καιρό. Εἶπα στὸ ἀκροατήριο: «Τὸ σχολεῖο αὐτὸ δὲν μοῦ ἐδίδαξε τίποτα· μοῦ ἔμαθε ὅμως τὰ πάντα». Κυρίως μοῦ ἔμαθε νὰ μὴ ζητῶ τίποτα ἀπό τοὺς γονεῖς μου, τίποτα ἀπό τὴν πολιτεία. Νὰ ζητῶ μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Καὶ αὐτὸ τὸ μάθημα τὸ εἰσπράξαμε ὅλα τὰ τότε παιδιἀ. Προσφέραμε στὴ χώρα μας πολλὰ χωρίς νὰ ζητήσουμε τίποτα. Εἴχαμε περηφάνεια, ὅπως ἔλεγε ἕνα γλυκύτατο ἆσμα. Στὶς ἀρχὲς καὶ στὴ μέση τοῦ καλοκαιριοῦ εἶχα τὴ χαρὰ νὰ συναντηθῶ μὲ μιὰ ἀνθοδέσμη παλαιῶν μου μαθητριῶν ποὺ τὶς παρέλαβα κοριτσάκια 12 ἐτῶν τὸ 1965 καὶ τὶς δίδαξα ὥς τὶς 19 Μαρτίου 1969, ὅταν τὶς ἐγκατέλειψα ξαφνικὰ λόγῳ πολιτικῆς παρεμβολῆς. Τὶς ρώτησα: «Τὶ ἀπ’ ὅσα σᾶς ἔλεγα τότε, μπορεῖ ἀκόμη νὰ θυμᾶστε;». Καὶ τότε μία ἀπὸ αὐτὲς ἀποκρίθηκε: -«Οἱ καλοὶ βαθμοὶ δὲν κάνουν καὶ τὸν καλόν ἄνθρωπο».
Καί τότε, στὴ θύμηση αὐτὴ, βούρκωσαν τὰ μάτια μου...

Πηγή:  Κόντρα Ημερομηνία:  05/09/2017 sarantoskargakos

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΘΕΕ ΜΟΥ ΔΩΣ' ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΥΧΗ

ΑΓΝΗ ΠΑΡΘΕΝΕ ΔΕΣΠΟΙΝΑ - ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΣΟΥ

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ "ΠΙΑΣΕΙΣ" ΤΟ ΘΕΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΑΚΟΥΣΕΙ, ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΕΙΣ, ΓΥΡΙΣΕ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ ΣΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Εάν θέλεις να «πιάσεις» τον Θεό, για να σε ακούσει, όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στη ταπείνωση, γιατί σ’αυτήν την συχνότητα εργάζεται ο Θεός».

ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!


ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!