ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Κυριακή 16 Ιουνίου 2019
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΓΝΗΣΙΑ!
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο που προσεύχεται γνήσια. Η
προσευχή είναι φωτιά και μάλιστα όταν αναπέμπεται από προσεκτική και άγρυπνη
ψυχή. Δεν είναι μικρός σύνδεσμος του ανθρώπου με το Θεό η προσευχή, αφού μας
συνηθίζει να μιλούμε μαζί Του και μας οδηγεί στην φιλοσοφημένη ζωή.
ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ!
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον
δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία
καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας·
ἀμήν.
Αμήν.
Πατέρα μας που είσαι
στους ουρανούς,
ας αγιαστεί το όνομά σου.
ας έρθει η βασιλεία σου,
ας γίνει το θέλημά σου,
όπως στον ουρανό έτσι και πάνω στη γη.
Τον άρτο μας τον απαραίτητο,
δώσε μας σήμερα.
Και συγχώρησε από εμάς τις οφειλές μας,
όπως κι εμείς συγχωρούμε τους οφειλέτες μας.
Και μη μας φέρεις σε πειρασμό,
αλλά σώσε μας από τον Πονηρό.
Γιατί δική σου είναι η βασιλεία
και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες.
Σάββατο 15 Ιουνίου 2019
ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ: ΟΤΑΝ ΘΑ ΑΡΧΙΣΗ Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΛΙΨΗ!
Άγιος
Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ: Όταν θα αρχίση η μεγάλη θλίψη, την εποχή του αντιχρίστου, όλοι οι αληθινά πιστοί, θα ζητούν από τον Κύριο βοήθεια,
ενίσχυση, θεία χάρη, ενδυνάμωση, να τους κρατή από το χέρι. Οι δυνάμεις του
ανθρώπου, όσο πιστοί και αν είναι στο Θεό, είναι ανεπαρκείς να αντισταθούν στην
δύναμη των ενωμένων εκπεσόντων αγγέλων και ανθρώπων, που θα μετέρχωνται τα
πάντα με μια άκαμπτη σκληρότητα, γιατί θα προαισθάνωνται ότι έχει φθάσει πια το
τέλος τους. Μα η θεία χάρη θα επισκιάση τους εκλεκτούς του Θεού. Και θα κάμη να
μείνουν ανενέργητες και χωρίς αποτέλεσμα όλες οι άσφαιρες απειλές του
αντιχρίστου. Και καταφρονεμένα τα θαύματά του. Τότε ο Θεός θα δώση στους
δούλους του δύναμη να διακηρύττουν με γενναίο φρόνημα, ότι ο Ιησούς είναι ο
Σωτήρας του κόσμου. Και να αποκηρύττουν τον ψευδομεσσία που θα έλθη για να φέρη
την απώλεια.
Θα τους οδηγή στο ικρίωμα, στον θάνατο. Μα αυτοί θα
αισθάνωνται, σαν να βρίσκωνται σε βασιλικούς θρόνους, και σε γαμήλιο γεύμα, γιατί
η αίσθηση της αγάπης του Θεού είναι πιο γλυκειά από την αίσθηση της ζωής. Γιατί
τα παθήματα για το Χριστό και ο βίαιος θάνατος για Αυτόν είναι η αρχή της
αιώνιας χαράς του Παραδείσου. Αυτό φαίνεται καθαρά στους μάρτυρες των πρώτων
αιώνων. Στην αρχή ενόμιζαν, πως στα μαρτύρια θα έδειχναν την δική τους διάθεση.
Μα όταν άρχιζαν τα μαρτύρια, κατεπέμπετο σ’ αυτούς η άνωθεν βοήθεια. Και τα
έκανε ποθητά: και το μαρτύριο• και τον θάνατο για το Χριστό.
ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΟΛΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ!
Άγιος
Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός: Όλοι μπορούν να μετανοήσουν κάποτε στο χρόνο που
μεσολαβεί μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ο χρόνος είναι το μεγάλο έλεος του
Θεού. Στη διάρκειά του ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί, αλλά μπορεί και να
καταστραφεί. Ο άνθρωπος πρέπει ασταμάτητα να επιδιώκει να πλησιάζει τον Θεό.
Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019
ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΙΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ!
Άγιος
Σεραφείμ του Σάρωφ: Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του
έχει κατανικήσει και την θλίψη.
*********
Όποιος νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Όποιος όμως
νικάται από τα πάθη, δεν θα αποφυγη τα δεσμά της λύπης. Όπως ένας άρρωστος
γίνεται αντιληπτός από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ο κυριευμένος από τα
πάθη διακρίνεται από τη λύπη. Όποιος αγαπά τον κόσμο είναι αδύνατον να μη
λυπάται. Όποιος όμως τον περιφρονεί, είναι πάντοτε χαρούμενος.
Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019
ΤΟ ΨΑΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ
"Γέροντα, δεν
μπορώ να αποδεχθώ την παρουσία αυτού του ανθρώπου με τίποτε!"
"Πρέπει να τον δεχθείς παιδί μου".
"Μα έχει κάνει αυτά κι αυτά κι αυτά... Είναι
τέτοιος... είναι αλλιώς... είναι παραλλιώς..." είπε ο Διονύσης κι τελείωσε
την εξομολόγηση με ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πνευματικός
του τού ζητούσε να κάνει κάτι τόσο κόντρα στην θέλησή του... Πήρε το αμάξι και
γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξαναείδε τον άνθρωπο του οποίου
δεν μπορούσε να αποδεχθεί την παρουσία, συγχύστηκε τόσο πολύ που μπήκε στο
αμάξι κι έφυγε 100
χιλιόμετρα μακριά σε μια λίμνη πάνω σε ένα βουνό όπου
πήγαινε για πρώτη φορά.
Πήγε να ψαρέψει εκεί για πρώτη φορά και να εκτονώσει τα
νεύρα του... Στον δρόμο ήπιε αρκετά, αν και το πιοτό δεν τον έπιανε, από την
ένταση που είχε μέσα του. Μόλις έφτασε έβγαλε το καλάμι του και κοίταξε
αφηρημένα στο βάθος της λίμνης όπου αυτή συναντούσε δύο ψηλές κορφές, ανάμεσα
από τις οποίες έτρεχε το ποτάμι που την γέμιζε.
Έσκυψε το κεφάλι του και είπε από μέσα του "Θεέ μου,
εάν είναι να αποδεχθώ αυτόν τον άνθρωπο δως μου ένα σημάδι. Δώσε μου το πιο
μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ ως τώρα!".
Σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψαρεύει... Μετά από πέντε
λεπτά νόμισε ότι το τεχνητό δόλωμα πιάστηκε σε κλαδιά στον πάτο της λίμνης.
Άρχισε να μαζεύει με δυσκολία περιμένοντας να κοπεί η πετονιά όμως όχι! Ω του
θαύματος, η πετονιά αντί να κοπεί άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά...
"Ψάρι είναι!" σκέφτηκε. Μετά από λίγο το έβγαλε πάνω στον αφρό και με
δυσκολία το τράβηξε έξω ώσπου να καταλήξει στην απόχη του.
Ήταν μια δίκιλη σολοπέστροφα! Πρώτη φορά έπιανε τέτοιο
ψάρι! Άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει ταυτόχρονα... Άφησε το καλάμι και τα
πόδια του λύγισαν... Είχε πιάσει το ψάρι της ...υπακοής!
Την άλλη μέρα κάλεσε τον άνθρωπο του οποίου δεν άντεχε την
παρουσία του, με την οικογένειά του και το φάγανε παρέα...
Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!
Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!
Ο άνθρωπος του οποίου δεν άντεχε την παρουσία στην πορεία
έκανε στροφή 180 μοιρών στην ζωή του και γίνανε πολύ φίλοι και πλέον ψαρεύουν
και μαζί...
ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ
ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ
προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν
λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦσε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι.
Ἄνθρωπος τίμιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι –
μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βράδυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του.
Εἶχε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ
γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα
ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς
ἄφηνε ὁ Θεός.
Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ
Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ
οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δὲν ἔλειπαν Κυριακές,
γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο
μποροῦσαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑστέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε
ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
Κάποτε ὅμως ἦρθαν
μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς
νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ
τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ
μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.
Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα
ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια.
Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρχει.
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρχει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀμέσως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρόγραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν
πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά.
Ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύνθηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε
στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Δὲν θά ’χε περάσει
μισὴ ὥρα, κι ἀπέξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ
διέκρινε τὴ φωνὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κάποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη,
ἂν ἄκουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκαταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκονοστάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέφτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.
Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ
κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ
τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του.
Στὴ γυναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.
–Κατάλαβες, παιδί
μου; κατέληξε ὁ γέροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πίστη του,
τὴν προσευχή του, ἔτσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦμε… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό.
Ἔτσι δὲν εἶναι; Γιατὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει
τὸν Θεό. Συμφωνεῖς;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)