Μάνα του κόσμου σε παρακαλούμε,
Θεράπευσε τους αρρώστους, τους νηστικούς λυπήσου,
Και έχε τους Αγγέλους μας εκεί ψηλά μαζί σου.
Αρρώστιες, πίκρες, βάσανα, να τα κρατάς μακριά μας,
Και άπλωνε τη Σκέπη Σου στην οικογένειά μας.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Χαίρε Μητέρα ορφανών,
Κυρία των Αγγέλων,
Κρίνε λευκέ των Ουρανών,
Χαρά των Αρχαγγέλων.
Χαίρε ανθέ της αφθαρσίας,
Χαίρε πηγή αθανασίας,
Χαίρε Αειπάρθενε Μαρία,
Κόρη σεμνή, Υπεραγία.
Eἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: πολλοὶ προσκυνητὲς ἔρχονται καὶ μὲ ρωτᾶνε, ἔφαγα μπορῶ νὰ κοινωνήσω; Δὲν ἔχω δεῖ ὅμως κανέναν μέχρι τώρα νὰ μὲ ρωτήσει, κατέκρινα μπορῶ νὰ κοινωνήσω;
Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: Όταν είσαι ταραγμένος και απελπισμένος από την κακία των ανθρώπων, να θυμάσαι πόσο απέραντα σε αγαπά ο παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός, που ανέχεται το κακό «έως καιρού» και μετά το τιμωρεί με δικαιοκρισία.
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Ὑπάρχουν πολλὰ κείμενα στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου ὁ Χριστὸς ἔχοντας στραφεῖ σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι ἄρρωστο νοητικὰ ἤ σωματικὰ τοῦ κάνει μία ἐρώτηση, καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι πάντα: Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Καὶ νομίζω αὐτὴ ἡ φράση εἶναι σημαντικὴ ἐπειδὴ ὑπονοεῖ κάτι πιὸ μεγάλο, πιὸ ὁλοκληρωμένο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἑνὸς ἀνθρώπου: σημαίνει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν ὁ ἄρρωστος πρὶν τὸν προσβάλλει ἡ ἀσθένεια. Ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ ἡ ἀσθένεια εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας, τῆς ἀφροσύνης μας, τῆς κληρονομικότητας, τῶν ἐξωτερικῶν καταστάσεων καὶ αὐτὸ ὅλο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν κατάσταση τῆς ζωῆς μας σ’ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπὸ χριστιανικῆς ἀπόψεως εἶναι ἕνας κόσμος ἐκπεσμένος, ἐὰν προτιμᾶτε, ἕνας κόσμος διεστραμμένος, ἕνας κόσμος ποὺ ἔχει χάσει τὴν ἁρμονία του, τὴν ἀκεραιότητα του, ἤ ποὺ δὲν τὴν ἔχει προσεγγίσει. Ἀπὸ ὅποια πλευρὰ καὶ να τὸ δεῖτε ὁ κόσμος μας εἶναι ἕνας κόσμος θρυμματισμένος.
Κάτι ποὺ μ’ ἔχει προβληματίσει τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι αὐτό: γιατὶ ὁ Χριστὸς ρωτάει ἕναν ἄνθρωπο ἄν θέλει νὰ γίνει καλά. Δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος θὰ πεῖ: Φυσικὰ θέλω,- μὲ τὴ συνέπεια ποὺ ἔχει ἡ λέξη «φυσικά». Γιατὶ κάνετε μιὰ ἀνόητη ἐρώτηση; Ποιὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος; Καὶ ὅμως νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ πολὺ σημαντικὴ ἐρώτηση ἐπειδὴ κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἔννοια, ἀποκτᾶμε ὑγεία δὲν σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ἀπαλλασόμαστε ἀπὸ μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, ἀλλὰ ἐντασσόμαστε σὲ μιὰ ποιότητα ζωῆς ποὺ δὲν εἴχαμε πρὶν καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφερθεῖ ὑπὸ προυποθέσεις. Ἀποκτᾶμε ὑγεία ἔστω σωματικὰ, σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀναλάβουμε προσωπικὰ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν νοητικὴ καὶ τὴν σωματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε κατὰ τρόπο που δὲν τὸ εἴχαμε κάνει πρὶν. Ἡ ἀνάκτηση τῆς σωματικῆς μας ὑγείας ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ μικρὴ εἰκόνα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ζωὴ ἀφοῦ φτάσαμε πρὶν στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ ποὺ θὰ συνεχιζόταν δίχως ἐμᾶς δίχως τὴν θεραπευτικὴ πράξη τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν μιὰ ζωὴ ποὺ σταδιακὰ θὰ ἐπιδεινωνόταν ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ καὶ θὰ μᾶς ἔφερνε στὸ θάνατο, στὴ διάσπαση τῆς νοητικῆς καὶ σωματικῆς μας κατάστασης. Καὶ ἄν μᾶς προσφέρεται ξανὰ ἡ ἑνότητα ποὺ ἔχουμε χάσει ἤ ποὺ ἴσως ποτὲ πρίν δὲν εἴχαμε, σημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ τώρα, μετὰ τὴν θεραπεία, εἶναι δική μας, δὲν δίνεται ἁπλὰ νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε μὲ ὅποιον τρόπο ἐπιλέγουμε, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Εἴμασταν νεκροὶ, πεθαίναμε, ἐπιστρέψαμε σὲ μιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ αὐτὴ ἡ πληρότητα δὲν μᾶς ἀνῆκει, εἶναι χάρισμα. Ἔτσι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσο μπορῶ νὰ καταλάβω, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;», Ἐννοεῖ: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σὲ κάνω καλά, εἶσαι ἕτοιμος νὰ ζήσεις μιὰν ἀκέραια ζωή ἤ θέλεις νὰ σὲ κάνω ὑγιῆ γιὰ νὰ ἐπιστρέψεις πίσω σὲ ὅ,τι κατέστρεψε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, σ’ ὅ,τι σὲ κατέστρεψε σωματικὰ καὶ ψυχικὰ;» Καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐρώτηση ποὺ τίθεται σὲ κάθε ἀσθενῆ, ἄν καὶ οἱ περισσότεροι, πρακτικὰ ὅλοι δὲν ἔχουν ἰδέα γι’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, καὶ τίθεται σίγουρα ἐνώπιον μας ὅταν θέλουμε νὰ θεραπευτοῦμε πέρα ἀπὸ μιὰ σωματική ἀσθένεια.
Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη διάσταση στο θέμα τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀποκατάστασης, ὅπως περιγράφεται σὲ ἄλλες περιπτώσεις στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει σὲ κάποιον: «Πήγαινε καὶ μὴν ἁμαρτήσεις ξανά». Πιστεύω πρέπει να καταλάβουμε ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιὰ θεραπεία μὲ Χριστιανικοὺς ὅρους δὲν μιλᾶμε ἁπλὰ γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἁγίων Του ἥ γιὰ τὴν δύναμη ποὺ ἔχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἦταν μήτε ἅγιοι μήτε Θεοι, κατέχουν ὅμως ἕνα φυσικὸ χάρισμα νὰ μᾶς κάνουν ὑγιεῖς γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζούσαμε πρίν, γιὰ νὰ παραμείνουμε ἴδιοι δίχως ν’ ἀλλάξουμε. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς θεραπεύει γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε ξανὰ στην ἁμαρτωλή μας κατάσταση. Μᾶς προσφέρει μιὰ νέα ζωή, ὄχι τὴν παλιὰ ποὺ ἔχουμε ἤδη χάσει. Καὶ ἡ νέα ζωὴ ποὺ μᾶς προσφέρεται δὲν εἶναι πλέον δική μας, εἶναι δική Του, εἶναι δική Του δωρεά, εἶναι δῶρο. Ἦταν δικό μου καὶ σοῦ τὸ δίνω, πάρτο. Καὶ ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ἐπειδὴ τὶ εἶναι ἁμαρτία; Προσδιορίζουμε συνεχῶς τὴν ἁμαρτία σὰν ἠθικὴ παράβαση, ἀλλά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπο αὐτό: Εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσα, εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ὁλότητας. Ὅταν κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας: Εἶμαι διχασμένος – ὁ νοῦς εἶναι κόντρα στὴν καρδιά, ἡ καρδιὰ κόντρα στὴν θέληση, τὸ σῶμα ἐνάντια σ’ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Δὲν εἴμαστε μόνο σχιζοφρενεῖς, ἀλλὰ σχιζοφρενεῖς στὰ πάντα, εἴμαστε ὅπως ἕνας σπασμένος καθρέφτης και ἔτσι εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας: δὲν εἶναι τόσο ὅτι ὁ καθρέφτης δὲν ἀντανακλᾶ σωστὰ, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι εἶναι σπασμένος, αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα. Μπορεῖτε, φυσικὰ, νὰ προσπαθήσετε νὰ πάρετε ἕνα μικρὸ κομμάτι του καὶ νὰ δεῖτε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀλλὰ παραμένει ἕνας σπασμένος καθρέφτης. Καὶ τοῦτο τὸ σπάσιμο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ σπάσιμο στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τοὺς φοβόμαστε, τοὺς ζηλεύουμε, εἴμαστε ἄπληστοι. Ἔτσι αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀπευθύνεται κυρίως στὸν Θεό, ἐπειδὴ ὅλα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι χάσαμε τὴν ἁρμονία μας μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅνθρωποι ποὺ βρίσκονται σὲ ἁρμονική σχέση μ’ Ἐκεῖνον. Καὶ σὰν ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης αὐτῆς μὲ τὸν Θεὸ, μποροῦν νὰ βρίσκονται σὲ ἁρμονία μέσα τους καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Καὶ θέλω να σᾶς προτείνω κάτι ποὺ ἴσως θὰ βρεῖτε δύσκολο νὰ δεχτεῖτε: εἴτε κάποιος θεραπεύεται σωματικὰ εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶναι δευτερεῦον, ὄχι γιὰ τοὺς συγγενεῖς μας, γιὰ τοὺς φίλους μας ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι ν’ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου καὶ ὅταν γίνει αὐτὸ καὶ συμβεῖ μαζὶ νὰ θεραπευθεῖ σωματικὰ – εἶναι καλό, ἄν ὄχι, μπορεῖ νὰ εἶναι το ἴδιο καλό.
(Ἀπόσπασμα ἀπο μιὰ ὁμιλία στὶς 22.11.1987)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)
«Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία» (Παροιμ. 10:19).
Ο σιωπηλός όμως άνθρωπος είναι θρόνος της επιγνώσεως (Παροιμ. 12:23).
Αλλά και λόγο θα δώσουμε για κάθε λόγο περιττό και ανωφελή, είπε ο Κύριος (Ματθ. 12:36).
Επομένως η σιωπή είναι πολύ αναγκαία και ωφέλιμη.
Αγίου Θεοδώρου Εδέσσης
83. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Διέπραξα -εἶπε- μεγάλη ἁμαρτία καὶ θέλω νὰ μπῶ σὲ κανόνα μετανοίας γιὰ τρία χρόνια».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πολύ εἶναι».
«Μήπως γιὰ ἕνα χρόνο;» ρωτάει ὁ ἀδελφός.
«Πολύ εἶναι» ἀπαντᾷ πάλι ὁ Γέροντας.
Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶπαν:
«Μέχρι σαράντα μέρες;»
Καὶ πάλι ὁ Γέροντας εἶπε:
«Εἶναι πολύ».
Καὶ πρόσθεσε:
«Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσα σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός».
96. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἂν δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;»
Ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς σώπαινε».
102. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Μά, ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».
111. Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;»
Καὶ ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δίκαιοι».
121. Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Εἶναι προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;»
Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ!
Αυτά και άλλα σοφά και ψυχωφελή λόγια τους έλεγε, την τελευταία εκείνη ώρα. Μετά, αφού σήκωσε για τελευταία φορά τα αγιασμένα της χέρια στον ουρανό, προσευχήθηκε με αυτά τα λόγια.
– Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμένας ο καλός, που μας λύτρωσες όλους από την τυραννία του σατανά, με τα άγια Πάθη, τη θεία Σταύρωση και την αγία Σου Ανάσταση, σε Σένα παραδίνω σήμερα την ταπεινή μου ψυχή.
Σκέπασε με τις αγίες φτερούγες της θεϊκής Σου αγάπης το μικρό αυτό ποίμνιο που μου εμπιστεύτηκες και οδήγησε όλες τις αδελφές στον αγιασμό και τη λύτρωση. Σε ευχαριστούμε και Σε δοξολογούμε πάντοτε.
Μόλις τέλειωσε την προσευχή της, ένα χαμόγελο και μια χαρά απλώθηκε σ’ όλο της το πρόσωπο. Οι άγιοι άγγελοι είχαν έρθει να συνοδέψουν στον ουρανό την αγιασμένη ψυχή της.
Ξαφνικά το πρόσωπο της φωτίζεται σαν τον ήλιο και με απερίγραπτη χαρά ψιθυρίζει:
– Να! Έρχονται οι άγιοι Άγγελοι! Ω Κύριε! Ας έχει δόξα το υπερύμνητο όνομα Σου.
Έπειτα σταυρώνει τα χέρια της, κλείνει τα μάτια της και παραδίδει στο Νυμφίο Χριστό την πανέμορφη αγία ψυχή της.
Ήταν 28 Ιουλίου του έτους 938 μ.Χ.
Η αγία μας, όταν κοιμήθηκε εν Κυρίω, ήταν 103 χρονών και παρά την μεγάλη της ηλικία, φαινόταν σαν πανέμορφη νέα, ίσως, για να μαρτυρεί την ωραιότητα της ψυχής της.
Με τις πρεσβείες της αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου, ελέησε πολυέλεε Κύριε όλους εμάς τους ταπεινούς Σου δούλους. Αμήν.
askitikon.eu
ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ: " ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ".
Από την πατρίδα της οσίας Ειρήνης ήρθε κάποτε μια κοπέλα να γίνει μοναχή. Είχε ευγενική καταγωγή και ήταν πολύ ωραία. Την κοπέλα αυτή την αγάπησε ένα παλικάρι και ήθελε να την παντρευτεί.
Στην αρχή, πιεσμένη και από τους γονείς της που ήθελαν το νεαρό αυτό για γαμπρό τους, δέχτηκε και τον αρραβωνιάστηκε.
Μετά όμως, μια και μέσα στην καρδιά της δεν τον αγαπούσε αληθινά, αφού ήθελε να αφιερωθεί στο Χριστό και να γίνει μοναχή, διέλυσε αυτόν τον αρραβώνα και πήγε στο μοναστήρι του Χρυσοβαλάντου.
Η αγία Ειρήνη είδε την απλότητα και την εγκάρδια αγάπη της στο Χριστό και την έκανε μοναχή.
Ο δαίμονας, που έψαχνε να βρει ευκαιρία για να πληγώσει την αγία, μπήκε μέσα στην καρδιά του πρώην αρραβωνιαστικού της και φούντωσε σαν φωτιά τον έρωτα του γι’ αυτήν.
Επειδή δεν μπόρεσε να τη βγάλει από το μοναστήρι, πήγε σ’ ένα μάγο για να της κάνει μάγια, ώστε να επιστρέψει πίσω σ’ αυτόν και να την παντρευτεί.
Ο μάγος προσκάλεσε τότε τους πιο ισχυρούς δαίμονες, της έκαμε μάγια και τους έστειλε κατόπιν στο μοναστήρι να πειράξουν τη μοναχή. Ήταν τόσο ισχυρά τα μάγια, που η γυναίκα έχασε τα μυαλά της.
Γύριζε σαν τρελή γύρω – γύρω το μοναστήρι φωνάζοντας το όνομα του παλικαριού. Απειλούσε δε με όρκους πως, αν δεν την άφηναν να πάει κοντά του, θα πνιγόταν.
Όλη η αδελφότητα με εντολή της αγίας Ειρήνης, νήστεψε όλη την εβδομάδα και με θερμές προσευχές, κάνοντας από χίλιες μετάνοιες η κάθε μια, παρακαλούσαν το Θεό να λυτρώσει από τα δεσμά του σατανά την αδελφή τους.
Την τρίτη νύχτα, εκεί που προσευχόταν στο κελί της με καυτά δάκρυα η αγία Ειρήνη, βλέπει σε όραμα τον Μέγα Βασίλειο να της λέει:
– Γιατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνουμε και γίνονται στην πατρίδα μας τα μιαρά, σατανικά μάγια; Δεν ξέρεις πως παραχωρεί ο Κύριος στους δαίμονες κάποια ψευτοεξουσία για να δοκιμάζει τους εκλεκτούς Του;
Όταν ξημερώσει, πάρε την άρρωστη μαθήτρια σου και έλα στο ναό των Βλαχερνών. Εκεί θα έρθει η Μητέρα του Κυρίου μας να την θεραπεύσει.
Αυτά είπε ο άγιος Βασίλειος και χάθηκε.
Το πρωί, αφού πήρε μαζί με την άρρωστη και άλλες δύο αδελφές, ήρθε στο Ναό που της υπέδειξε ο άγιος. Πέρασαν όλη την ημέρα τους με δάκρυα και προσευχές μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Τα μεσάνυχτα, όταν από τον πολύ κόπο έκλεισαν για λίγο τα μάτια τους, βλέπει η αγία στον ύπνο της πολύ κόσμο που φορούσαν χρυσές στολές και ήταν ολόφωτοι, να ραίνουν με μυρωδάτα λουλούδια τους δρόμους και να θυμιάζουν. Πλησίασε και τους ρώτησε:
– Για ποιο λόγο κάνετε τόση ετοιμασία;
– Έρχεται η Μητέρα του Θεού και πρέπει και συ να ετοιμαστείς για να την προσκυνήσεις. Να, έφτασε η Παντάνασσα!
Είδε τότε η οσία Ειρήνη ένα αμέτρητο πλήθος φωτεινών ανθρώπων να κατεβαίνει από τον ουρανό και ανάμεσα τους την Υπεραγία Θεοτόκο. Άστραφτε τόσο πολύ το πρόσωπο της, που δεν μπορούσε άνθρωπος να το δει.
Η Παναγία αφού πέρασε από όλους τους αρρώστους, έφτασε και στην άρρωστη μοναχή. Η αγία μας, με αμέτρητη αγάπη και ευλάβεια, έσκυψε να προσκυνήσει τα άχραντα πόδια της Θεοτόκου, όταν την άκουσε να φωνάζει τον Μέγα Βασίλειο και να τον ρωτά τι ήθελε η Ειρήνη.
Εκείνος της είπε όλη την υπόθεση.
Κάλεσε τότε η Θεοτόκος την αγία Αναστασία να έρθει κοντά της. Όταν εκείνη ήρθε, της είπε:
– Πηγαίνετε μαζί με τον Βασίλειο στην Καισάρεια, εξετάστε με επιμέλεια την περίπτωση της και να θεραπεύσετε αυτή την κόρη, γιατί σε σας έδωσε ο Υιός και Θεός μου αυτή τη Χάρη.
Κι ενώ ο άγιος Βασίλειος και η αγία Αναστασία έφυγαν αμέσως να εκτελέσουν τη διαταγή, άκουσε η Ειρήνη τη φωνή της Θεοτόκου που της έλεγε να επιστρέψει στο μοναστήρι, γιατί εκεί θα θεραπευθεί.
Πλημμυρισμένη από χαρά η αγία μας, γι’ αυτά που είδε και άκουσε, φανέρωσε το όραμα της στις άλλες αδελφές και επέστρεψαν αμέσως στο μοναστήρι τους. Ήταν ημέρα Παρασκευή.
Αφού τέλειωσαν τον εσπερινό στην κατανυκτική τους εκκλησία, διηγήθηκε το όραμα της και σ’ όλη την αδελφότητα.
Με το τέλος της αφήγησης, παρακάλεσε όλες τις αδελφές της να σηκώσουν τα χέρια στον ουρανό και να φωνάξουν μ’ όλη τους την καρδιά και με δάκρυα το ¨Κύριε ελέησον πολλές φορές.
Ενώ η προσευχή των μοναζουσών, σαν πύρινος στύλος ανέβαινε στον ουρανό, ξαφνικά, όλες οι αδελφές βλέπουν με θαυμασμό τον άγιο Βασίλειο και την αγία Αναστασία να πετάνε στον αέρα.
– Άπλωσε Ειρήνη τα χέρια σου να πάρεις αυτά που σου φέραμε και μη μας ονειδίζεις πλέον άδικα.
Τα λόγια αυτά τα είπε στην οσία Ειρήνη ο άγιος Βασίλειος, γιατί η αγία μας μπροστά στην εικόνα του προσευχόταν συνεχώς, ώστε να διώξει τους μάγους από την πατρίδα τους, την Καππαδοκία και την Καισάρεια.
Άπλωσε λοιπόν τα χέρια της και έπιασε στον αέρα ένα δέμα που της έδωσε ο άγιος Βασίλειος. Ζύγιζε περίπου τρεις λίτρες.
Όταν το άνοιξαν, βρήκαν μέσα διάφορα μάγια, σπάγκους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα και ονόματα δαιμόνων. Βρήκαν και δυο μικρά μολυβένια αγαλματάκια, το ένα σαν άνδρας και το άλλο σαν γυναίκα, ενωμένα σε αισχρή αμαρτία.
Το δέμα αυτό με τα μάγια το έστειλε το πρωί, μαζί με δυο μοναχές και την άρρωστη, στο Ναό των Βλαχερνών για να τα λειτουργήσει ο ιερέας. Αυτός, μετά τη θεία Λειτουργία, έχρισε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας την άρρωστη και έβαλε όλα τα μαγικά πάνω στα κάρβουνα.
Καθώς αυτά καιγόντουσαν και τα μολυβένια αγαλματάκια έλιωναν πάνω στη φωτιά, έβγαιναν από τα κάρβουνα δυνατές φωνές, σαν των γουρουνιών όταν τα σφάζουν.
Τρομοκρατημένοι οι άνθρωποι που τ’ άκουγαν, έφευγαν μακριά, θαυμάζοντας τη δύναμη της πίστης μας και δοξάζοντας τον Θεό.
Μόλις έλιωσαν όλα τα μάγια, θεραπεύθηκε τελείως η άρρωστη μοναχή και ευχαριστούσε την αγία μας με δάκρυα ευγνωμοσύνης και αγάπης.
Όλες οι μοναχές και ο κόσμος θαύμαζαν το μεγαλείο της αγιότητας της δούλης του Θεού Ειρήνης.
Η Ειρήνη όμως, απόφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και με μεγάλη ταπείνωση κατηγορούσε τον εαυτό της σαν να ήταν η ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.
Τόσο πολύ κατανυγόταν με αυτές τις σκέψεις, που για να μη βλέπουν οι άνθρωποι το πάντα δακρυσμένο πρόσωπο της, το σκέπαζε με το ράσο της.
askitikon.eu
Γερόντισσα Γαλακτία: Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες. Ἔδινε ἐντολὴ γιὰ αὐστηρὴ νηστεία μίας ἑβδομάδας, συμφιλιώνονταν ὅσοι εἶχαν ἔχθρα καὶ ἐξομολογοῦνταν ὅλο τὸ χωριό. Ἔπειτα γινόταν ἀγρυπνία. Τὸ πρωὶ παίρνανε τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὶς εἰκόνες. «Πήρατε καὶ ὀμπρέλες;» ρώταγε ὁ παππούς μου. «Ἂν δὲν πάρετε ὀμπρέλες δὲν ξεκινᾶμε. Ποῦ εἶναι ἡ πίστη σας;».